ΑΠΟΦΑΣΗ
Ghadamian κατά Ελβετίας της 09.05.2023 (αρ. προσφ. 21768/19)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Διαταγή απέλασης του προσφεύγοντος από την Ελβετία μετά την άρνηση του Ομοσπονδιακού Ανωτάτου Δικαστηρίου το 2018 να του χορηγήσει άδεια διαμονής για συνταξιούχους, με την αιτιολογία ότι διέμενε παράνομα στη χώρα από το 2002 και είχε καταδικαστεί πολλές φορέςγια ποινικά αδικήματα.
Λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εκτιμήσεις που επικαλέστηκαν οι εθνικές αρχές προς υποστήριξη των αποφάσεών τους δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν επαρκείς, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το γεγονός ότι ο προσφεύγων ζούσε στην Ελβετία για πολύ καιρό, τους οικογενειακούς και συναισθηματικούς δεσμούς που είχε ήδη δημιουργήσει ενώ διέμενε νόμιμα, και την προχωρημένη του ηλικία. Η αβέβαιη φύση των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής του, το Ιράν, έπρεπε επίσης να ληφθεί υπόψη, καθώς και το γεγονός ότι δεν είχε διαπράξει σοβαρά ποινικά αδικήματα από το 2005, όπως επίσηςκαι οι ανεπαρκείς προσπάθειες που κατέβαλαν οι εθνικές αρχές για περισσότερα από 20 χρόνια με σκοπό την απέλασή του από την Ελβετία. Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο, στην απόφασή του 29 Οκτωβρίου 2018, είχε απορρίψει την προσφυγή του προσφεύγοντος χωρίς εμπεριστατωμένη αξιολόγηση των κριτηρίων σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και χωρίς να σταθμίζονται πλήρως όλες οι σχετικές πτυχές της υπόθεσης.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εγχώριες αρχές, παρά το περιθώριο εκτίμησής τους, δεν είχαν αποδείξει στις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης και δεν είχαν επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων, αλλά αντίθετα είχαν αποδώσει υπερβολική βαρύτητα στο δημόσιο συμφέρον αρνούμενες να χορηγήσουν στον προσφεύγοντα άδεια διαμονής συνταξιούχων.
Το Δικαστήριο έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι η διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 8 ήταν από μόνη της επαρκής δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων και επιδίκασε 6.425 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, MansurGhadamian, είναι Ιρανός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1940 στο Ιράν και ζει στο Aarau (Ελβετία).
Ο προσφεύγων εισήλθε νόμιμα στην Ελβετία τον Νοέμβριο του 1969 σε ηλικία 29 ετών και του χορηγήθηκε άδεια παραμονής. Απέκτησε δύο γιους με την D.B., την οποία παντρεύτηκε το 1971. Το ζευγάρι χώρισε το 1989.
Τον Νοέμβριο του 1979 έλαβε άδεια παραμονής από την Αστυνομία Αλλοδαπών του Καντονιού του Aargau.
Μεταξύ Νοεμβρίου 1988 και Ιανουαρίου 2004, ο προσφεύγων καταδικάστηκε πολλαπλώς σε ποινές φυλάκισης περίπου πέντε ετών για διάφορα ποινικά αδικήματα. Ειδικότερα, στις 11 Ιουνίου 1999 το Εφετείο του Καντονίου του Aargau επέβαλε ποινή φυλάκισης στον προσφεύγοντα και διέταξε την απέλασή του από την Ελβετία για πέντε χρόνια. Στις 8 Φεβρουαρίου 2000 η Αστυνομία Αλλοδαπών όρισε ως προθεσμία για την απέλασή του τις 15 Μαρτίου 2000. Η απόφαση αυτή έγινε νομικά δεσμευτική την 1 Ιανουαρίου 2002. Οι αρχές κάλεσαν τον προσφεύγοντα να εγκαταλείψει την Ελβετία το 2000, το 2003 και το 2011, χωρίς επιτυχία.
Τον Φεβρουάριο του 2008 ο προσφεύγων ζήτησε από το Γραφείο Μετανάστευσης του Καντονιού του Aargau να ανακαλέσει την διαταγή απέλασής του και να του εκδώσει άδεια παραμονής. Το Γραφείο Μετανάστευσης απέρριψε το αίτημά του.
Τον Μάιο του 2008 ο προσφεύγων υπέβαλε αίτημα για άδεια διαμονής για συνταξιούχους το οποίο κρίθηκε απαράδεκτο από το Γραφείο Μετανάστευσης. Τον Αύγουστο του 2015 επανέλαβε το αίτημά του. Στις 8 Ιουλίου 2016 το Γραφείο Μετανάστευσης απέρριψε το αίτημα και στη συνέχεια επικύρωσε την απόφασή του.
Στις 27 Ιουνίου 2018 το Διοικητικό Δικαστήριο του Καντονιού του Aargau απέρριψε προσφυγή που είχε υποβάλει ο προσφεύγων, διαπιστώνοντας ότι η διαταγή απέλασης της 8 Φεβρουαρίου 2000 εξακολουθούσε να ισχύει και ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επανεξέταση της απέλασης. Ωστόσο, το δικαστήριο εξέτασε λεπτομερώς το πεδίο εφαρμογής για τη χορήγηση άδειας διαμονής στο πλαίσιο των ομοσπονδιακών αλλοδαπών υπηκόων και ενσωμάτωσης του Νόμου της 16 Δεκεμβρίου 2005.
Στις 29 Οκτωβρίου 2018 το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων δεν ήταν δικαιούχος της άδειας μόνιμης διαμονής που του είχε χορηγηθεί το 1979 και δεν είχε άδεια που να του επέτρεπε να διαμένει στην Ελβετία για περισσότερους από τρεις μήνες από τότε που η απέλασή του έγινε νομικά δεσμευτική το 2002. Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχαν λόγοι που να δικαιολογούν την επανεξέταση της διαταγής απέλασης του 2000.
Στις 4 Δεκεμβρίου 2018 το Γραφείο Μετανάστευσης διέταξε τον προσφεύγοντα να εγκαταλείψει τη χώρα μέχρι τις 11 Δεκεμβρίου 2018.Ο προσφεύγων συνέχιζε να διαμένει παράνομα στην Ελβετία.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η οικογενειακή ζωή, κατά την έννοια του άρθρου 8, μεταξύ των γονέων και των ενήλικων παιδιών τους δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς στοιχεία που να αποδεικνύουν κάποια εξάρτηση. Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο συμφώνησε με την άποψη του Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίου ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε να παρουσιάσει τέτοια στοιχεία εξάρτησης όσον αφορά τα ενήλικα τέκνα του, δεδομένου ότι ήταναυτόνομος στην καθημερινότητά του παρά την προχωρημένη ηλικία του. Ούτε υπήρχαν άλλα στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη οικογενειακής ζωής μεταξύ του προσφεύγοντος και των ενήλικων τέκνων του. Ως εκ τούτου, τα ζητήματα που εγείρονται από τη παρούσα υπόθεση αφορούσαν αποκλειστικά την ιδιωτική ζωή του προσφεύγοντος.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι όταν ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ανεχόταν την παρουσία αλλοδαπού στην επικράτεια, αυτό δεν σήμαινε αυτόματα ότι οι αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους είχαν υποχρέωση βάσει του άρθρου 8 να του επιτρέψουν να εγκατασταθεί στη χώρα.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων δεν είχε το καθεστώς νόμιμης διαμονής στην Ελβετία από την 1η Ιανουαρίου 2002, όταν η διαταγή απέλασης της 8 Φεβρουαρίου 2000 είχε καταστεί νομικά δεσμευτική. Το ερώτημα που έπρεπε να εξεταστεί στην παρούσα υπόθεση ήταν αν οι ελβετικές αρχές ήταν υποχρεωμένες σύμφωνα με τοάρθρο 8 να χορηγήσουν στον προσφεύγοντα άδεια διαμονής ώστε να μπορεί να διάγει την ιδιωτική ζωή στην Ελβετία και να μην τον εκδιώξουν. Επομένως, η παρούσα υπόθεση δεν αφορούσε μόνο την ιδιωτική ζωή αλλά καιτην μετανάστευση, και επομένως έπρεπε να εξεταστεί από τη σκοπιά των θετικών υποχρεώσεων του εναγόμενου κράτους.
Όταν ένας αλλοδαπός υπήκοος είχε εγκατασταθεί στην επικράτεια ενός κράτους, διαμένοντας εκεί παράνομα, μια μεταγενέστερη άρνηση έκδοσης άδειας διαμονής οδηγούσε σε παραβίαση του Άρθρου 8 μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Το Δικαστήριο παρατήρησε, ωστόσο, ότι ο προσφεύγων είχεκαθιερώσει την ιδιωτική του ζωή στην Ελβετία κατά τη διάρκεια των 33 ετών κατά τα οποία διέμενε νόμιμαεκεί. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θα έπρεπε σταθμίσει τα διακυβευόμενα συμφέροντα με βάση την εξέταση όλων των σχετικών πραγματικών περιστατικών υπό το φως των παραγόντων που ορίζονται στη νομολογία του, που έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό του εάν ένα κράτος είχε θετική υποχρέωση να χορηγήσει άδεια παραμονής σε αλλοδαπό που διέμενε παράνομα στην χώρα.
Όταν το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά του για άδεια διαμονής, ο προσφεύγων γνώριζε ότι η παρουσία του στην Ελβετία ήταν παράνομη από την 1η Ιανουαρίου 2002, όταν η διαταγή απέλασης της 8ης Φεβρουαρίου 2000 είχε καταστεί νομικά δεσμευτική. Επομένως, ο προσφεύγων ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την Ελβετία όταν έλαβε την εντολή να το πράξει, όταν νομίμως δεν του χορηγήθηκε άδεια παραμονής.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα αδικήματα που διέπραξε ο προσφεύγων αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα σύμφωνα με την Διαταγή της 8ης Φεβρουαρίου 2000 για την απέλασή του από την Ελβετία και κατά την έκδοση της αρνητικής απόφασης του Ομοσπονδιακού Ανώτατου Δικαστηρίουτης 29ης Οκτωβρίου 2018 να του χορηγήσει άδεια διαμονής συνταξιούχων. Ενόψει των επανειλημμένων ποινικών καταδίκων του προσφεύγοντος από το 1999, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι ελβετικές αρχές ενείχαν συμφέρον να τον απελάσουν για λόγους δημόσιας τάξης.
Το Δικαστήριο παρατήρησε, ωστόσο, ότι ο προσφεύγων διέμενε στην Ελβετία εδώ και πολλά χρόνια. Ζούσε εκεί για περίπου 49 χρόνια όταν το Ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριοαπέρριψε την αίτησή του για άδεια παραμονής για συνταξιούχους, παρόλο που ήταν παράνομα κάτοικος 16 χρόνια. Το Δικαστήριο τόνισε ότι ο προσφεύγων είχε δημιουργήσει στενούς δεσμούς με την Ελβετία για τα 33 χρόνια κατά τα οποία διέμενε νόμιμα μετά την άφιξή του στην χώρα το 1969, και ότι είχε ζήσει εκεί για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, περίοδο κατά την οποία απέκτησε δύο γιους οι οποίοι ζούσαν με τα πέντε παιδιά τους στην Ελβετία και με τους οποίους ισχυρίστηκε ότι ήτανπολύ κοντά. Ο ίδιος ο προσφεύγων δήλωσε ότι, στην ηλικία του, η οικογένειά του στην Ελβετία αποτελούσε το κύριο στόχο της ιδιωτικής του ζωής. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν σαφές από αυτό τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος πως είχε ενταχθεί στην επαγγελματική ζωή στην Ελβετία, καθώς εργάζονταν εκεί και λάμβανε σύνταξη γήρατος. Ο προσφεύγων υποστήριξε επίσης ότι δεν είχε πλέον δεσμούς με τη χώρα καταγωγής του, το Ιράν. Ήταν αδιαμφισβήτητο ότι, παρόλο που ήταν σωματικά και οικονομικά ανεξάρτητος, δεν είχε σημαντικά προβλήματα υγείας και δεν ήταν παντρεμένος, ο προσφεύγων, ηλικίας τώρα 83 ετών, θα αντιμετώπιζε μια δύσκολη κατάσταση εάν επέστρεφε στο Ιράν. Θα αποχωρίζονταν από τα δικά του και εγγόνια και πιθανότατα θα ήταν δύσκολο να επανενταχθεί.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εγχώριες αρχές, παρά το περιθώριο εκτίμησής τους, δεν είχαν αποδείξει βάσει των ιδιαίτερων περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης ότι είχαν επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων, αλλά αντίθετα είχε αποδώσει υπερβολική βαρύτητα στο δημόσιο συμφέρον αρνούμενες να χορηγήσουν στον προσφεύγοντα άδεια διαμονής συνταξιούχων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8).
Λαμβάνοντας υπόψη το πόρισμά του σχετικά με το άρθρο 8 της Σύμβασης, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να αποφανθεί χωριστά για το παραδεκτό και το βάσιμο της καταγγελίας σύμφωνα με το άρθρο 13 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 8.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι η διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 8 ήταν από μόνη της επαρκής δίκαιη ικανοποίηση για κάθε ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων. Έκρινε ομόφωνα, ότι η Ελβετία όφειλε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 6.425 ευρώ για δαπάνες.
Μειοψηφούσα γνώμη
Ο δικαστής Σεργίδης εξέφρασε εν μέρει αντίθετη γνώμη (επιμέλεια: echrcaselaw.com).