ΑΠΟΦΑΣΗ
Αlif Αhmadov κ.α. κατά Αζερμπαϊτζάν της 04.05.2023 (αρ. προσφ. 22619/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Έξωση και κατεδάφιση μοναδικής κατοικίας. Αρχή αναλογικότητας. Δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας.
Δικαστικές αποφάσεις διέταξαν τους προσφεύγοντες να αποχωρήσουν από τα σπίτια τους και να κατεδαφίσουν αυτά με δικά τους έξοδα γιατί ήταν κτισμένα σε ιδιοκτησία δημοσίου που εκχωρήθηκε σε εταιρεία εξόρυξης πετρελαίου. Οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν στα εγχώρια δικαστήρια ότι είχαν νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας ούτε ότι είχαν καταστεί κύριοι των ακινήτων με έκτακτη χρησικτησία. Άσκησαν καταγγελία για παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία και του δικαιώματος σεβασμού της κατοικίας.
Όσον αφορά το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες δεν προσκόμισαν στα εθνικά δικαστήρια αποδείξεις που να κατοχυρώνουν τον νόμιμο τίτλο κτήσης των κατοικιών τους. Διαπίστωσε ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς των προσφευγόντων δεν ήταν επαρκώς τεκμηριωμένο και ισχυρό ώστε να ισοδυναμεί με «κατοχή» κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Ως εκ τούτου απέρριψε την προσφυγή ως προς το σκέλος αυτό ως απαράδεκτη.
Όσον αφορά το δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας, το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια εστίασαν αποκλειστικά στο γεγονός ότι ο προσφεύγοντες δεν είχαν νόμιμο τίτλο και δεν εξέτασαν το γεγονός ότι θα έμεναν στο δρόμο. Το ΕΔΔΑ έκρινε κατά πλειοψηφία, ότι θα υπήρχε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ εάν η εντολή έξωσης εκτελούνταν χωρίς τα εθνικά δικαστήρια να έχουν προβεί σε επαρκή έλεγχο της αναλογικότητας, υπό το πρίσμα των προσωπικών συνθηκών των προσφευγόντων, και αποφάνθηκε ότι η αναγνώριση της παραβίασης συνιστούσε από μόνη της δίκαιη ικανοποίηση.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8,
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες, Alif Ahmadov, Nazbika Ahmadova, Ruslan Ahmadov και Ibrahim Ahmadov, είναι Υπήκοοι του Αζερμπαϊτζάν που γεννήθηκαν το 1956, το 1958, το 1978 και το 1982 αντίστοιχα και ζουν στο Μπακού, εκτός από την Ahmadova, η οποία απεβίωσε το 2016.
Η υπόθεση αφορούσε την επερχόμενη έξωση των προσφευγόντων από τις κατοικίες τους στις οποίες είχαν ζήσει για πολλά χρόνια και την κατεδάφισή τους. Η έκταση που έμεναν απαλλοτριώθηκε από την Azneft, θυγατρική της κρατικής εταιρείας πετρελαίου.
Τα εθνικά δικαστήρια αποφάνθηκαν υπέρ της Azneft και διέταξαν την κατεδάφιση με έξοδα των προσφευγόντων.
Επικαλούμενοι το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου οι προσφεύγοντες άσκησαν καταγγελία για έξωση από την κατοικία τους και κατεδάφιση σπιτιού τους.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ένας προσφεύγων μπορεί να ισχυριστεί ότι παραβιάστηκε το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου με την έννοια της «κατοχής» και ότι δεν περιορίζεται στην «πλήρη κυριότητα», αλλά μπορεί επίσης να καλύπτει περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων αξιώσεων, σε σχέση με τα οποία ο προσφεύγων μπορεί να υποστηρίξει ότι έχει τουλάχιστον μια λογική και «εύλογη προσδοκία» να αποκτήσει αποτελεσματική απόλαυση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας του. Μια «προσδοκία» είναι «νόμιμη» εάν βασίζεται είτε σε νομοθετική διάταξη είτε σε νομική πράξη που έχει σχέση με το εν λόγω περιουσιακό συμφέρον. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι εάν οι περιστάσεις της υπόθεσης, θεωρούμενες στο σύνολό τους, προσέδιδαν στους προσφεύγοντες τίτλο ουσιαστικού δικαιώματος που προστατεύεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι εν λόγω κατοικίες κηρύχθηκαν ως μη εξουσιοδοτημένες κατασκευές από τα εθνικά δικαστήρια. Φαίνεται ότι σύμφωνα με το δίκαιο του Αζερμπαϊτζάν, οι μη εξουσιοδοτημένες κατασκευές δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαιωμάτων πλήρους κυριότητας. Δεν υπήρχαν ωστόσο, έγγραφα που να αφορούσαν την αγορά τους. Σύμφωνα με τη νομοθεσία που ίσχυε εκείνη τη στιγμή, οι συμβάσεις αγοραπωλησίας ακίνητης περιουσίας έπρεπε να γίνουν με τον συστατικό τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και να μεταγραφούν στο υποθηκοφυλακείο.
Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι οι κατοικίες δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως μη εξουσιοδοτημένες κατασκευές επειδή είχαν χτιστεί το 1938 από άλλο άτομο, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι εναπόκειται πρωτίστως στις εθνικές αρχές, ιδίως στα δικαστήρια, να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν το εσωτερικό δίκαιο. Μολονότι το ΕΔΔΑ δεν δεσμεύεται από τις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων και διαθέτει το προνόμιο να προβαίνει σε δική του εκτίμηση υπό το φως όλου του υλικού που έχει ενώπιον του, μπορεί να ζητά πειστικά στοιχεία που μπορεί να το οδηγήσουν να απομακρυνθεί από τα πραγματικά περιστατικά στα οποία κατέληξαν τα εθνικά δικαστήρια.
Στην προκειμένη περίπτωση, τα εθνικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι οι εν λόγω κατοικίες είχαν κατασκευαστεί χωρίς σχετική άδεια ή κατά παράβαση της πολεοδομικής νομοθεσίας και βρισκόταν εντός της ζώνης προστασίας της πετρελαιοπηγής. Διαπίστωσαν επίσης ότι οι προσφεύγοντες δεν προσκόμισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει τα δικαιώματά τους επί των ιδιοκτησιών. Υπό τις συνθήκες αυτές, και ελλείψει σχετικών εγγράφων που να αποδεικνύουν το αντίθετο, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε πειστικά στοιχεία που να το οδηγούν να αμφισβητήσει το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν τα εθνικά δικαστήρια.
Το Δικαστήριο παρατήρησε περαιτέρω ότι σύμφωνα με το άρθρο 178.6 του Αστικού Κώδικα, άτομο που είχε στην κατοχή του ακίνητη περιουσία χωρίς νόμιμο τίτλο συνεχώς και αδιαλείπτως για 30 χρόνια, μπορούσε να ζητήσει να εγγραφεί ως κύριος αυτού του ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Ωστόσο, όπως προέκυψε με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η σχετική περίοδος άρχισε να τρέχει μόνο μετά την 1η Σεπτεμβρίου 2000. Υπό το πρίσμα αυτό, η διάρκεια της κατοχής των εν λόγω κατοικιών από τους προσφεύγοντες δεν πληρούσε τις απαιτήσεις βάσει του εν λόγω άρθρου.
Ωστόσο, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το γεγονός ότι οι εσωτερικές νομοθεσίες ενός κράτους δεν αναγνωρίζουν ένα συγκεκριμένο συμφέρον ως «δικαίωμα» ή ακόμη και ως «δικαίωμα ιδιοκτησίας» δεν εμποδίζει κατ’ ανάγκη το εν λόγω συμφέρον, σε ορισμένες περιπτώσεις, να θεωρείται ως «κατοχή» κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η απουσία οποιασδήποτε αντίδρασης από τις κρατικές αρχές για ορισμένο χρονικό διάστημα δεν θα έπρεπε να είχε δημιουργήσει την πεποίθηση στους προσφεύγοντες ότι δεν θα μπορούσε να ασκηθεί εναντίον τους διαδικασία κατεδάφισης του σπιτιού τους. Τέλος, η διάρκεια της κατοχής της κατοικίας από μόνη της δεν αρκεί για να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το ιδιοκτησιακό συμφέρον των προσφευγόντων στις κατοικίες ήταν επαρκώς τεκμηριωμένο και νομικά κατοχυρωμένο ώστε να ισοδυναμεί με «κατοχή» κατά την έννοια του κανόνα που εκφράζεται στο πρώτη πρόταση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου .
Συνεπάγεται ότι αυτό το μέρος της ασυμβίβαστο με τις διατάξεις της Σύμβασης κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 (α) και πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με το άρθρο 35 § 4.
Η υποχρέωση πληρωμής για την κατεδάφιση
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι προσφεύγοντες διατάχθηκαν να κατεδαφίσουν το εν λόγω σπίτι με δικά τους έξοδα. Ενώ φαίνεται ότι το σπίτι δεν είχε ακόμη κατεδαφιστεί μέχρι σήμερα, η απόφαση κατεδάφισης επικυρώθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση και κατέστη εκτελεστή. Επομένως, μια τέτοια υποχρέωση που επιβλήθηκε στους προσφεύγοντες συνιστούσε επέμβαση στα δικαιώματα ιδιοκτησίας Ως εκ τούτου, το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου εφαρμόζεται σε αυτό το τμήμα της εντολής κατεδάφισης. Ωστόσο, οι προσφεύγοντες δεν τεκμηρίωσαν αυτό το μέρος της καταγγελίας με επιχειρήματα που να αποδεικνύουν ότι υπήρχε ζήτημα νομιμότητας ή αναλογικότητας της εν λόγω παρέμβασης. Συνεπάγεται ότι αυτό το μέρος της καταγγελίας είναι προδήλως αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 3 (α) και 4 της ΕΣΔΑ .
Άρθρο 8
Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν επίσης ότι η έξωση από την κατοικία όπου ζούσαν για πολλά χρόνια θα παραβίαζε το δικαίωμά τους για σεβασμό της κατοικίας τους όπως προβλέπεται στο άρθρο 8.
Η έξωση των προσφευγόντων από το εν λόγω σπίτι διατάχθηκε από τα εθνικά δικαστήρια βάσει των νομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τις μη εξουσιοδοτημένες κατασκευές και την επιστροφή των κατεχόμενων ακινήτων στους ιδιοκτήτες ή τους νόμιμους κατόχους Τα εθνικά δικαστήρια επικαλέστηκαν, μεταξύ άλλων, τα άρθρο 180 ΑΚ και 111 του Κτηματολογικού Κώδικα. Το Δικαστήριο είναι επομένως πεπεισμένο ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων που διέταξαν την έξωση των προσφευγόντων ήταν σύμφωνες με το εσωτερικό δίκαιο. Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματα των εθνικών δικαστηρίων ότι η εν λόγω κατοικία ήταν μια μη εξουσιοδοτημένη κατασκευή που κατασκευάστηκε κατά παράβαση των πολεοδομικών διατάξεων και βρισκόταν εντός της ζώνης προστασίας μιας πετρελαιοπηγής, μπορεί να γίνει δεκτό ότι με την παρέμβαση επιδιώχθηκε ο θεμιτός στόχος της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, καθώς και η προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων. Ενόψει αυτού του συμπεράσματος, δεν θεώρησε απαραίτητο να αποφασίσει εάν η εν λόγω παρέμβαση επιδίωκε επίσης τον νόμιμο στόχο της προστασίας της οικονομικής ευημερίας της χώρας.
Ως εκ τούτου, έπρεπε να καθορίσει εάν η παρέμβαση ήταν ανάλογη με τον επιδιωκόμενο στόχο και επομένως «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία».
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι στην παρούσα υπόθεση, ενώ διατάχθηκε η κατεδάφιση των κατοικιών και η έξωση των προσφευγόντων, τα εθνικά δικαστήρια εστίασαν αποκλειστικά στο γεγονός ότι επρόκειτο για μη εξουσιοδοτημένη κατασκευή που κτίστηκε σε κρατική γη. Παρόλο που οι προσφεύγοντες υποστήριξαν στις προσφυγές τους ότι οι εν λόγω κατοικίες σπίτι ήταν το μοναδικό τους σπίτι και ότι θα κατέληγαν στο δρόμο αν τους έδιωχναν, τα εθνικά δικαστήρια αγνόησαν πλήρως αυτό το σημείο και δεν στάθμισαν τα ανταγωνιστικά συμφέροντα .
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν παρασχέθηκε στους προσφεύγοντες διαδικασία που να τους επέτρεπε να επιτύχουν επαρκή έλεγχο της αναλογικότητας της παρέμβασης, δηλαδή της έξωσής τους από τις εν λόγω κατοικίες τους, υπό το φως των προσωπικών τους περιστάσεων.
Το ΕΣΔΑ διαπίστωσε κατά πλειοψηφία, ότι θα υπήρχε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης εάν η απόφασης έξωσης εκτελούνταν χωρίς τα εθνικά δικαστήρια να έχουν προβεί σε επαρκή έλεγχο της αναλογικότητάς της υπό το πρίσμα των προσωπικών συνθηκών των προσφευγόντων.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ έκρινε , ομόφωνα, ότι η διαπίστωση παραβίασης συνιστά από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για κάθε ηθική βλάβη που υπέστησαν οι προσφεύγοντες και επιδίκασε ποσό 630 ευρώ για έξοδα