ΑΠΟΦΑΣΗ
Yilmaz κατά Τουρκίας της 09.05.2023 (αρ. προσφ.19202/11)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Απώλεια κύριου φακέλου δικογραφίας στην κατ΄έφεση δίκη. Παραβίαση της δίκαιης δίκης.
Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για σύσταση και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, απειλή και παράνομη κατοχή πυροβόλων όπλων και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης. Ο δικηγόρος του προσφεύγοντος άσκησε έφεση κατά της απόφασης στις 11 Σεπτεμβρίου 2009.
Ο δικηγόρος του προσφεύγοντος υπέβαλε αίτηση για λήψη αντιγράφου του φακέλου της υπόθεσης στις 16 Ιουνίου 2010,όμως διαπιστώθηκε ότι ο κύριος φάκελος είχε χαθεί και δεν μπορούσε να βρεθεί, παρά τη διενέργεια έρευνας. Ως εκ τούτου, ο Πρόεδρος ζήτησε από την προϊσταμένη εισαγγελία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, που επρόκειτο να εκδικάσει την έφεσή του, να επανασυστήσει τον φάκελο της δικογραφίας.
Στις 14 Δεκεμβρίου 2010 το Ακυρωτικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου χωρίς να αναφέρει την απώλεια του κύριου φακέλου από τη δικογραφία ή τη μερική επανασύστασή του.
Ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1, για τον λόγο ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο πραγματοποίησε τον δευτεροβάθμιο έλεγχό τουχωρίς την ύπαρξη του κύριου φακέλου, ο οποίος είχε απωλεσθεί και ο οποίος περιείχε πολλά σημαντικά έγγραφα.
Τα έγγραφα που είχε στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν αποδείκνυαν ότι ο προσφεύγων και οι δικηγόροι του ενημερώθηκαν για τα μέτρα που ελήφθησαν για την επανασύσταση του κύριου φακέλου. Ούτε η Κυβέρνηση υποστήριξε το αντίθετο.
Επιπλέον, όταν το Ακυρωτικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκε στην επανασύσταση του φακέλου της υπόθεσης ή στο περιεχόμενό του.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 § 1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Στις 16 Ιουνίου 2009 το πρωτοβάθμιοδικαστήριο της Κωνσταντινούπολης καταδίκασε τον προσφεύγοντα για τις κατηγορίες της σύστασης και διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης, της απειλής και της παράνομης κατοχής πυροβόλων όπλων σε ποινή φυλάκισης. Την ίδια ημέρα ο τότε δικηγόρος του προσφεύγοντοςάσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 2010 ο Πρόεδρος του 8ου Ποινικού Τμήματος συνέταξε έκθεση στην οποία αναφερόταν ότι, αφού ο δικηγόρος του προσφεύγοντος (ο S.A., ο οποίος τον είχε εκπροσωπήσει στο στάδιο της έφεσης) υπέβαλε δεύτερη αίτηση για να λάβει αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης στις 16 Ιουνίου 2010, διαπιστώθηκε ότι ο κύριος φάκελος είχε χαθεί και δεν μπορούσε να βρεθεί, παρά τη διενέργεια επισταμένης έρευνας. Ως εκ τούτου, ο Πρόεδρος ζήτησε από την προϊσταμένη εισαγγελία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου να ανακατασκευάσει τον φάκελο της υπόθεσης.
Σύμφωνα με έκθεση που συνέταξε ο γραμματέας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 18 Οκτωβρίου 2010, ο κύριος φάκελος είχε εν συνεχεία ανακατασκευαστεί και περιλάμβανε τα ακόλουθα στοιχεία: α) το κατηγορητήριο της 27 Μαΐου 2004, το οποίο ήταν επικυρωμένο ως ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου, β) αντίγραφα των πρακτικών των συνεδριάσεων που διεξήχθησαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, τα οποία έφεραν την υπογραφή του γραμματέα του δικαστηρίου και την ένδειξη ότι είχαν εκτυπωθεί από το σύστημα πληροφορικής του δικαστηρίου, και γ) επίσημο αντίγραφο της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Στις 6 Δεκεμβρίου 2010 ο δικηγόρος του προσφεύγοντος ζήτησε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να του παράσχει κατάλογο με το περιεχόμενο όλων των φακέλων, προκειμένου να προσδιορίσει ποια έγγραφα ή αποδεικτικά στοιχεία έλειπαν από τον ανακατασκευασμένο φάκελο.
Στις 14 Δεκεμβρίου 2010 το Ακυρωτικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου χωρίς να αναφέρει την απώλεια του κύριου φακέλου από τον φάκελο της υπόθεσης ή τη μερική ανακατασκευή του.
Στις 15 Φεβρουαρίου 2011 ο δικηγόρος του προσφεύγοντος, αφού έλαβε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατάλογο με το περιεχόμενο όλων των φακέλων, υπέβαλε λεπτομερή κατάλογο των εγγράφων που δεν είχαν συμπεριληφθεί στον ανακατασκευασμένο φάκελο της υπόθεσης. Στις 10 Ιουνίου 2011 ο κύριος φάκελος της δικογραφίας βρέθηκε στα υπόγεια του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Ο προσφεύγων κατήγγειλε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης, για τον λόγο ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο πραγματοποίησε τον κατ’ έφεση έλεγχό του ελλείψει του κύριου φακέλου, ο οποίος είχε χαθεί και ο οποίος περιείχε πολλά σημαντικά έγγραφα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η προσφυγή έπρεπε να απορριφθεί ως καταχρηστική, διότι, σύμφωνα με υποκλαπείσα τηλεφωνική κλήση που είχε πραγματοποιήσει ο προσφεύγων το 2004, είχε ζητήσει από υπάλληλο του Ακυρωτικού Δικαστηρίου να «χαθεί» ένας συγκεκριμένος φάκελος για κάποια χρόνια. Ο δικηγόρος του προσφεύγοντος αμφισβήτησε έντονα τον ισχυρισμό αυτό, υποστηρίζοντας ότι δεν είχε καμία σχέση με την παρούσα υπόθεση και επέκρινε την Κυβέρνηση για την προσπάθεια της να κινήσει υποψίες κατά του προσφεύγοντος βασιζόμενη σε τεκμήρια.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το τηλεφώνημα στο οποίο αναφέρεται η Κυβέρνηση δεν αφορούσε την παρούσα υπόθεση στην οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του το 2009 και ο φάκελος της υπόθεσης διαβιβάστηκε στο Ακυρωτικό Δικαστήριο στη συνέχεια- συνεπώς, η ένσταση της Κυβέρνησης που βασίζεται στο τηλεφώνημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Κατά συνέπεια, απέρριψε την προκαταρκτική ένσταση της Κυβέρνησης.
Στη συνέχεια η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η προσφυγή έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη ως προδήλως αβάσιμη, διότι αποσκοπούσε στην αμφισβήτηση της έκβασης στην οποία κατέληξαν τα εθνικά δικαστήρια.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η προσφυγή εγείρει σύνθετα ζητήματα πραγματικών και νομικών περιστατικών, τα οποία δεν μπορούσαν να προσδιοριστούν χωρίς εξέταση της ουσίας. Έκρινε ότι η προσφυγή δεν ήταν ούτε προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 (α) της Σύμβασης ούτε απαράδεκτη για οποιονδήποτε άλλο λόγο και, ως εκ τούτου, πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή.Ο προσφεύγων επανέλαβε τα παράπονά του.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που αποτέλεσαν τη βάση της καταδίκης του προσφεύγοντος βρίσκονταν ανά πάσα στιγμή στο τμήμα των φακέλων της υπόθεσης που δεν είχε χαθεί. Επιπλέον, ο προσφεύγων δεν είχε εξηγήσει αν, και πώς, τα χαμένα έγγραφα είχαν επηρεάσει την διαδικασία απονομής δικαιοσύνης. Πράγματι, οι δικηγόροι του προσφεύγοντος ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου δεν ήταν συγκεκριμένοι ως προς το ποια έγγραφα είχαν χαθεί- ήταν συνεπείς μόνο όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την έφεση. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, η υποβολή λόγων έφεσης ήταν προαιρετική και η μη υποβολή αυτών των λόγων δεν είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψή της. Εν πάση περιπτώσει, το Ακυρωτικό Δικαστήριο προέβη σε ενδελεχή έλεγχο της υπόθεσης και αποκατέστησε κάθε βλάβη που θα μπορούσε να προέλθει από την απώλεια ορισμένων εγγράφων.
Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του ανακατασκευασμένου φακέλου της υπόθεσης, η εξέταση του Δικαστηρίου στο σημείο αυτό πςειορίστηκε στην απώλεια της έφεσης του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν αμφισβήτησε τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης σχετικά με το ποια έγγραφα έλειπαν, ούτε προσδιόρισε κατά τρόπο συγκεκριμένο ποια ήταν τα έγγραφα αυτά. Η ουσία του νομικού ερωτήματος συνίσταται επομένως στο κατά πόσον ο κατ’ έφεση έλεγχος που διενήργησε το Ακυρωτικό Δικαστήριο ελλείψει της έφεσης του προσφεύγοντος αντίκειται στην αρχή της κατ΄αντιμωλία διαδικασίας του άρθρου 6 § 1.
Οι γενικές αρχές σχετικά με την αρχή της κατ΄αντιμωλίαδιαδικασίας μπορούν να βρεθούν στην υπόθεση Vegotex International S.A. κατά Βελγίου της 03.11.2022 (αρ.προσφ. 49812/09 § 134), και Murtazaliyeva κατά Ρωσίας της 18.12.2018(αριθ.προσφ. 36658/05 § 91). Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι διάδικοι πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν κάθε αποδεικτικό στοιχείο που απαιτείται για την ευδοκίμηση των αιτημάτων τους, αλλά και να λάβουν γνώση και να σχολιάσουν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται ή τις παρατηρήσεις που υποβάλλονται, με σκοπό να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου.
Προκειμένου να προσδιοριστεί αν δόθηκε στον προσφεύγοντα η ευκαιρία να γνωστοποιήσει οποιοδήποτε στοιχείο είναι απαραίτητο για την ευδοκίμηση της προσφυγής του, το Δικαστήριο σημείωσε κατ’ αρχάς ότι η προσέγγιση των εθνικών δικαστηρίων στο ζήτημα των απολεσθέντων εγγράφων σε καμία περίπτωση δεν συμπεριέλαβε τον προσφεύγοντα ή το δικηγόρο του. Τα έγγραφα που είχε στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν αποδείκνυαν ούτε ότι ο προσφεύγων ούτε οι δικηγόροι του ενημερώθηκαν για τα μέτρα που ελήφθησαν για την επανασύσταση του κύριου φακέλου. Ούτε η Κυβέρνηση υποστήριξε το αντίθετο. Επιπλέον, μόλις ο φάκελος της υπόθεσης επανασυστάθηκε, φαίνεται ότι δεν διαβιβάστηκε στον προσφεύγοντα ή στους δικηγόρους του. Ο προσφεύγων δεν θα μπορούσε να συμπεράνει ποια έγγραφα αποτελούσαν μέρος του φακέλου της υπόθεσης ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου χωρίς να έχει ενημερωθεί για το περιεχόμενο του ανακατασκευασμένου φακέλου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε κανένα πραγματικό μέτρο για να ενημερώσει τον προσφεύγοντα ή το δικηγόρο του ότι ο φάκελος της υπόθεσης θα επανασυσταθεί και να τους καλέσει να προσκομίσουν τα ελλείποντα έγγραφα. Μολονότι η έκθεση του γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ανέφερε ότι κανένας από τους δικηγόρους που εμπλέκονταν στην υπόθεση δεν ήταν δυνατόν να επικοινωνήσει, δεν είναι σαφές ποια μέτρα είχαν ληφθεί για τον σκοπό αυτό και γιατί δεν ήταν δυνατόν να επικοινωνήσει κανείς από τους εν λόγω δικηγόρους. Δεν είναι επίσης σαφές ποια μέτρα είχαν ληφθεί για την επικοινωνία με τον Δικηγορικό Σύλλογο και γιατί οι προσπάθειες αυτές απέβησαν άκαρπες.
Επιπλέον, όταν το Ακυρωτικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν αναφέρθηκε στην αναδημιουργία του φακέλου της υπόθεσης ή στο περιεχόμενό του.
Κατά συνέπεια, μολονότι ο προσφεύγων είχε ασκήσει έφεση στην οποία εκτίθενται οι λόγοι της έφεσής του, η προαναφερθείσα στάση των εθνικών δικαστηρίων σήμαινε ότι δεν υπήρχε πραγματική ευκαιρία για τον προσφεύγοντα να σχολιάσει, δηλαδή να εξετάσει την έφεσή του το Ακυρωτικό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο δεν μπορούσε να δεχθεί το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο προέβη σε ενδελεχή εξέταση της υπόθεσης χωρίς να λάβει υπόψη του τις προτάσεις του προσφεύγοντος για την έφεση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι εφέσεις που εκθέτουν τους λόγους της έφεσης ήταν προαιρετικές σύμφωνα με τον προγενέστερο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (βλ. επίσης Quadrelli κατά Ιταλίας, της §§.01.2000 με αριθ. προσφ. 28168/95§ 34). Το Δικαστήριο δεν χρειαζόταν να προσδιορίσει αν η κατάσταση αυτή δημιούργησε οποιαδήποτε ζημία- η ύπαρξη παραβίασης είναι νοητή ακόμη και ελλείψει ζημίας (βλ. Bajić κατά Βόρειας Μακεδονίας της 10.07.21, με αριθ. προσφ. 2833/13 § 59 και Zahirović κατά Κροατίας της 25.04.13, με αριθ. προσφ. 58590/11 § 48).
Ενόψει των ανωτέρω, και λαμβάνοντας υπόψη τι διακυβεύθηκε για τον προσφεύγοντα, δηλαδή η καταδίκη και η ποινή φυλάκισης, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο δευτεροβάθμιος έλεγχος που διεξήχθη ελλείψει της προαναφερθείσας προσφυγής του προσφεύγοντος δεν συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις της αρχής της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).
Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41)
Ο προσφεύγων δεν υπέβαλε αίτημα δίκαιης ικανοποίησης. Κατά συνέπεια, δεν υτουεπιδικάστηκεί οποιοδήποτε ποσό από το ΕΔΔΑ.