Η ένταξη του προσωπικού των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα από 1.1.2013 στο ενιαίο μισθολόγιο και η εξ αυτής μείωση των αποδοχών του, δεν αντίκειται στην κατοχυρωμένη από την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Βάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ.
Αριθμός 2/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γεωργίου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χριστοδούλου, Μαρία Βασδέκη, Ελένη Φραγκάκη, Ζαμπέττα Στράτα, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μαριάνθη Παγουτέλη και Μυρσίνη Παπαχίου, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Μαρία Κουβίδου, Βασίλειο Μαχαίρα, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Αικατερίνη Βλάχου, Μαρία Λεπενιώτη, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Χρήστο Κατσιάνη, Ασημίνα Υφαντή, Ιωάννα Μαργέλλου – Μπουλταδάκη, Ελένη Κατσούλη, Μαρία Κουφούδη, Σοφία Οικονόμου, Δημήτριο Τράγκα, Κωστούλα Πρίγγουρη, Κανέλλα Τζαβέλλα – Δημαρά, Τριανταφυλλιά Πατρώνα, Διονύσιο Παλλαδινό, Στέφανο – Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο, Αθανάσιο Θεοφάνη, Παρασκευή Τσούμαρη, Αγάπη Τζουλιαδάκη, Γεώργιο Αυγέρη, Ασπασία Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Μαρία Σιμιτσή – Βετούλα, Αριστείδη Βαγγελάτο – εισηγητή, Ελευθέριο Σισμανίδη, Νικόλαο Πουλάκη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Ελένη Χροναίου, Μαρία Χασιρτζόγλου, Σταυρούλα Κουσουλού, Σωκράτη Πλαστήρα, Κλεόβουλο -Δημήτριο Κοκκορό, Τριανταφύλλη Δρακοπούλου, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Κορνηλία Πανούτσου, Χρυσούλα Πλατιά, Μαλαματένια Κουράκου, Παναγιώτα Γκουδή – Νινέ, Φώτιο Μουζάκη, Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία – Μάριον Δερεχάνη, Αικατερίνη Χονδρορίζου και Λεωνίδα Χατζησταύρου, Αρεοπαγίτες, (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστοτέλη Χριστόπουλου (κωλυομένου του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του καλούντος – αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία “ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΑΘΗΝΩΝ – Ο.Α.Σ.Α. Α.Ε” που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Ιωάννη Πίκουλα και Αθανάσιο Μητρούση, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Α. του Μ., κατοίκου … 2) Λ. Α. του Δ., κατοίκου … 3) Ε. Α. του Ι., κατοίκου … 4) Ι. Α. του Α., κατοίκου … 5) Κ. Α. του Ν., κατοίκου … 6) Κ. Α. του Φ., κατοίκου … 7) Θ. Α. του Α., κατοίκου … 8) Δ. Α. του Γ., κατοίκου … 9) Π. Α. του Δ., κατοίκου … 10) Κ. Β. του Δ., κατοίκου … 11) Α. Β. του Μ., κατοίκου … 12) Γ. Β. του Σ., κατοίκου … 13) Ε. Γ. του Α., κατοίκου … 14) Ε. Δ. του Δ., κατοίκου … 15) Κ. Δ. του Ε., κατοίκου … 16) Ο. Δ. του Γ., κατοίκου … 17) Γ. Δ. του Κ., κατοίκου … 18) Π. Δ. του Δ., κατοίκου … 19) Χ. Θ. του Γ., 20) Μ. Θ. του Θ., κατοίκου … 21) Ε. Κ. του Φ., κατοίκου … 22) Δ. Κ. του Ν., κατοίκου … 23) Π. Κ. – Μ. του Σ., κατοίκου … 24) Σ. Κ. του Ι., κατοίκου … 25) Κ. Κ. του Ν., κατοίκου … 26) Κ. Κ. του Γ., κατοίκου … 27) Ε. Κ. του Χ., κατοίκου … 28) Γ. Λ. του Γ., κατοίκου … 29) Π. Λ. του Ν., κατοίκου … 30) Π. Λ. του Χ., κατοίκου … 31) Ε. Μ. του Γ., κατοίκου … 32) Δ. Μ. του Π., κατοίκου … 33) Μ. Μ. του Κ., κατοίκου … 34) Μ. Μ. του Ν., κατοίκου … 35) Χ. Ν. του Δ., κατοίκου … 36) Σ. Π. του Σ., κατοίκου … 37) Γ. Π. του Α., κατοίκου … 38) Π. Π. του Φ., κατοίκου … 39)Σ. Ρ. του Δ., κατοίκου … 40) Α. Ρ. του Σ., κατοίκου … 41) Χ. Σ. του Α., κατοίκου … 42) Ν. Τ. του Β., κατοίκου … 43) Δ. Τ. του Χ., κατοίκου … 44) Ν. Φ. του Π., κατοίκου … 45) Ε. Φ. του Χ., κατοίκου … 46) Γ. Φ. του Μ., κατοίκου … και 47) Χ. Χ. του Λ., κατοίκου … οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Κακαρούνα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-3-2015 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και λοιπών προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείου Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 316/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 12/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε το αναιρεσείον νομικό πρόσωπο με την από 19-2-2018 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 1350/2019 απόφαση του Β2 Πολιτικού τμήματος, η οποία παρέπεμψε ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας τον μόνο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Κατόπιν αυτής της απόφασης η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την από 12-7-2022 κλήση του καλούντος.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξε και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς του, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις του και ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους. O Εισαγγελέας, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε, κατά παραδοχή του μόνου λόγου της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, να αναιρεθεί η 12/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσαντος ως Εφετείου.
Κατά την 26η Ιανουαρίου 2023, ημέρα που συγκροτήθηκε το δικαστήριο αυτό προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Βασίλειος Μαχαίρας, Ιωάννα Κλάπα – Χριστοδουλέα, Ασημίνα Υφαντή, Ελένη Κατσούλη, Τριανταφυλλιά Πατρώνα, Γεώργιος Αυγέρης, Νικόλαος Πουλάκης, Μαρία Χασιρτζόγλου, Σωκράτης Πλαστήρας, Τριανταφύλλη Δρακοπούλου και Κορνηλία Πανούτσου, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 27 παρ.2 του ν. 4938/2022, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 12 Ιουλίου 2022 με αριθμ. καταθ. ./14.7.2022 κλήση της καλούσας – αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας κατά των καθών η κλήση-αναιρεσίβλητων, νόμιμα φέρεται ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ο, εκ του αριθμού 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, μοναδικός λόγος της από 19 Φεβρουαρίου 2018 με αριθ. κατάθ. ./42/5.3.2018 αίτησης αναίρεσης, με την οποία διώκεται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 12/2.1.2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσαντος ως Εφετείου, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Ο αναιρετικός αυτός λόγος παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου με την με αριθ. 1350/2019 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 563 παρ. 2 περ. β’ του ΚΠολΔ και του άρθρου 23 παρ. 2 εδαφ.γ’ περ.β’ του ν. 1756/1988 “Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών” (Α 35), όπως το τελευταίο άρθρο τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2331/1995 (Α 173) και ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο [πριν την κατάργησή του ν. 1756/1988 με το άρθρο 130 του ν. 4938/2022 “Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και λοιπές διατάξεις” (Α 109)], επειδή κρίθηκε ότι τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, αν κατ’ ορθή ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 29 παρ.2 του ν. 4024/2011, της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και του άρθρου 31 παρ.1 του ν. 4354/2015 τυγχάνει εφαρμοστέα μία ενιαία μείωση επί των κατά την 31.10.2011 αποδοχών των αναιρεσίβλητων κατά ποσοστό μέχρι 25% αμέσως, ετεροχρονιζόμενη μετά την 31.12.2016 κατά το τυχόν υπερβάλλον ή είναι εφαρμοστέες δύο μειώσεις, μία την 1.11.2011 κατά ποσοστό μέχρι 25% και μία την 1.1.2013 κατά ποσοστό πάλιν μέχρι 25% επί των προκυπτουσών από την εφαρμογή της πρώτης μείωσης αποδοχών, ετεροχρονιζόμενες αμφότερες μετά την 31.12.2016 κατά τα τυχόν υπερβάλλοντα ποσοστά καθώς και αν η εν λόγω διπλή μείωση τυγχάνει συμβατή προς τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ.1 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης “δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών” (Ε.Σ.Δ.Α.) Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος 1975, όπως τούτο ισχύει μετά την αναθεώρηση με το από 6/17 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (Α 85), ορίζεται ότι “τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Η εν λόγω αρχή της αναλογικότητας, η οποία κατατείνει στην εκλογίκευση των επαχθών παρεμβάσεων της κρατικής εξουσίας στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του ανθρώπου και πολίτη, παραβιάζεται όταν η συγκεκριμένη κρατική παρέμβαση δεν είναι: α) πρόσφορη για την επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με αυτήν, β) αναγκαία για την επίτευξη τούτου, με την έννοια ότι το αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με ένα ανώδυνο ή ηπιότερο μέσο και γ) αναλογική “εν στενή εννοία”, δηλαδή να τελεί σε εσωτερική αλληλουχία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην είναι ποιοτικά και ποσοτικά κατώτερη από τη βλάβη που προκαλείται (ΟλΑΠ 6/2018, ΟλΑΠ 27/2008). Από το συνδυασμό, δε, της ως άνω διάταξης και των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 5, 25 παρ. 4, 79 παρ. 1 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στον δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης, και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών είναι προς όφελος όλων.
Συνεπώς, ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη τη δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας, δύναται, καταρχήν, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε οριακό μόνο έλεγχο εκ μέρους του δικαστή (ΟλΑΠ 1/2021, ΟλΣτΕ 1307/2019, ΟλΣτΕ 481/2018). Με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε (μαζί με τη Σύμβαση) με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, ορίζεται ότι “Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”.
Στην έννοια της περιουσίας που προστατεύεται από την ως άνω διάταξη εμπίπτουν οι δεδουλευμένες αποδοχές του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου και η προσδοκία για τη μελλοντική καταβολή τους, εφόσον υφίσταται επαρκής νομική βάση στο εθνικό δίκαιο για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων, πλην, όμως, με τη διάταξη αυτή δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε διαρκή απόληψη αποδοχών και συντάξεων συγκεκριμένου ύψους (ΕΔΔΑ, απόφαση της 19.4.2007 Eskelinen κατά Φινλανδίας, απόφαση της 20.3.2012 Panfile κατά Ρουμανίας, απόφαση της 7.5.2013, Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος) εκτός αν συντρέχει περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης του ενδιαφερομένου (ΟλΣτΕ 1307/2019, ΟλΣτΕ 481/2018), ούτε θίγεται το δικαίωμα του κράτους να νομοθετεί με τον τρόπο που κρίνει αναγκαίο, στα πλαίσια του γενικού δημοσίου συμφέροντος, δεδομένου ότι ο νομοθέτης χαίρει ευρείας διακριτικής ευχέρειας σχετικά με τον καθορισμό της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και των προτεραιοτήτων ως προς την κατανομή των περιορισμένων πόρων του κράτους (ΕΔΔΑ, απόφαση της 7.5.2013, Κ. και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος). Περαιτέρω, με το ν. 4024/2011 “Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο – βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015” (Α 226) και στο Κεφάλαιο Δεύτερο αυτού υπό τον τίτλο “Σύστημα βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων του Κράτους, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α` και Β` βαθμού και άλλων φορέων του δημόσιου τομέα και συναφείς διατάξεις”, με έναρξη ισχύος των διατάξεων του ως άνω Κεφαλαίου (άρθρα 4 έως 31) από 1.11.2011 (άρθρο 32 παρ.4), ορίζονται, μεταξύ των άλλων, τα εξής: Με το άρθρο 4 ορίζεται ότι “1. Στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ): α) του Δημοσίου, β) των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), πρώτου και δεύτερου βαθμού, γ) των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), […]. 2. Υπάλληλοι και λειτουργοί που δεν εμπίπτουν ευθέως στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, […] εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 17”. Με το άρθρο 6 παρ.1 ορίζεται ότι “Οι θέσεις όλων των κατηγοριών εκπαίδευσης – Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) και Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ) – κατατάσσονται σε έξι (6) συνολικά βαθμούς, κατά φθίνουσα σειρά, […]”. Με το άρθρο 12 του ως άνω νόμου καθορίζεται το σύστημα μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων του άρθρου 4 με την κατάταξή τους σε μισθολογικά κλιμάκια (Μ.Κ.) ανάλογα του χρόνου υπηρεσίας τους, και με το άρθρο 14 καθορίζονται οι μηνιαίες αποδοχές κάθε υπαλλήλου. Με το άρθρο 29 παρ.2 του ίδιου νόμου, όπως τροποποιήθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 3 παρ. 3 της από 16.12.2011 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α 262/16.12.2011), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4047/2012 (ΦΕΚ Α 31/23.2.2012), ορίζεται ότι “Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του Κεφαλαίου αυτού προκύπτουν συνολικές μηνιαίες αποδοχές μεγαλύτερες από αυτές που έπαιρναν οι δικαιούχοι τους κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Κεφαλαίου, η προκαλούμενη αύξηση καταβάλλεται ως εξής: [α)… β)… γ)…]. Εφόσον προκύπτει μείωση, η οποία είναι μεγαλύτερη κατά ποσοστό του 25% των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, χωρίς στην ανωτέρω σύγκριση να λαμβάνεται υπόψη το ποσό που καταβάλλεται ως επίδομα θέσης ευθύνης, η συνολική μείωση κατανέμεται ως εξής: α) 25% μείωση επί των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, με την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, β) η υπερβάλλουσα μείωση ισόποσα σε χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, το οποίο αρχίζει ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου”. Ακόμη, στο άρθρο 31 του ίδιου νόμου και υπό τον τίτλο “Αναλογικές ρυθμίσεις για νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα” ορίζονται, μεταξύ των άλλων, τα εξής : α) Στην παράγραφο 1 ορίζεται ότι: “α) Στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) που ανήκουν στο κράτος ή σε ΝΠΔΔ ή σε ΟΤΑ, κατά την έννοια της επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησής τους, συμπεριλαμβανομένων των Γενικών και Τοπικών Οργανισμών Εγγείων βελτιώσεων, ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, καθώς και των λοιπών δημόσιων επιχειρήσεων, οργανισμών και ανώνυμων εταιριών, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α του ν. 3429/2005 (Α` 314), όπως έχουν τροποποιηθεί με τις διατάξεις της παρ.1α του άρθρου 1 του ν. 3899/2010 (Α` 212), με εξαίρεση τα ΝΠΙΔ του ν. 3864/2010 (Α` 119) και άρθρου 1 του ν. 3986/2011 (Α` 152), εφαρμόζεται ανώτατο όριο μέσου κατά κεφαλή κόστους αμοιβών προσωπικού σύμφωνα με τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους. […]”, β) στις παραγράφους 3 και 4 , όπως αυτές συμπληρώθηκαν από τις παραγράφους 3 και 4, αντίστοιχα, του άρθρου 1 της από 31-12-2011 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α` 268/31.12.2011), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 4047/2012 (ΦΕΚ Α 31/23.2.2012) , ορίζονται, αντίστοιχα, ότι: “3. Για τους εργαζόμενους στους φορείς της υποπαραγράφου 1α με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, το ανώτατο όριο των μηνιαίων τακτικών αποδοχών για κάθε εκπαιδευτική κατηγορία ΥΕ, ΔΕ, ΤΕ και ΠΕ ισούται με το αντίστοιχο ανώτατο όριο που προκύπτει κατ` εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου για τους υπαλλήλους με αντίστοιχη σχέση εργασίας (ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου) στο Δημόσιο. Για τα διευθυντικά στελέχη των ως άνω φορέων που εργάζονται σε θέσεις ευθύνης, αντίστοιχες των θέσεων Τμηματάρχη, Διευθυντή και Γενικού Διευθυντή του παρόντος Κεφαλαίου, το ανώτατο όριο μηνιαίων τακτικών αποδοχών ισούται με το αντίστοιχο ανώτατο όριο που προκύπτει κατ` εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου για τους κατέχοντες θέση Τμηματάρχη, Διευθυντή ή Γενικού Διευθυντή στο Δημόσιο.
Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου καθ` ύλην Υπουργού μπορεί να εξαιρούνται κλάδοι ή ειδικότητες των φορέων της υποπαραγράφου 1α από τα ανώτατα όρια μηνιαίων τακτικών αποδοχών που προβλέπονται στα προηγούμενα εδάφια της παρούσης παραγράφου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, το μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά, δεν υπερβαίνει τα όρια που ορίζονται στην επόμενη παράγραφο του παρόντος άρθρου. 4. Το μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά, εξαιρουμένων των εργοδοτικών εισφορών, των φορέων της υποπαραγράφου 1α του παρόντος άρθρου, απαγορεύεται να υπερβαίνει τα χίλια εννιακόσια (1.900,00) ευρώ το μήνα. Αν με την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου προκύπτει μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά του πάσης φύσεως προσωπικού του φορέα, μικρότερο του 65% του μέσου κατά κεφαλή αντίστοιχου κόστους του φορέα, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την 31.12.2009, ισχύει ως όριο, το ως άνω όριο του 65%” και γ) στην παράγραφο 7 ορίζεται ότι “Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ.2 του άρθρου 29 εφαρμόζονται αναλογικά και στους εργαζομένους των φορέων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εφόσον προκύπτει μείωση των συνολικών μηνιαίων αποδοχών τους μεγαλύτερη από το ποσοστό που ορίζεται στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 29”. Με το νόμο αυτό (4024/2011) επιχειρήθηκε η διαμόρφωση ενός ενιαίου συστήματος βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης, με σκοπό, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση, αφενός την άμεση αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσης και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και αφετέρου τον εξορθολογισμό του δημόσιου τομέα, την άρση των ανισοτήτων στις συνολικές αμοιβές των υπαλλήλων, την ανταμοιβή της εργασίας βάσει του παραγόμενου αποτελέσματος, την προσέλκυση ικανού στελεχιακού δυναμικού και την προώθηση των αναπτυξιακών και κοινωνικών προτεραιοτήτων της Χώρας (ΟλΑΠ 1/2021). Περαιτέρω, με το ν. 4093/2012 “Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016” (Α 222), ορίζονται στην περίπτωση 2 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου, όπως η περίπτωση 2 συμπληρώθηκε με την προσθήκη του τελευταίου εδαφίου της από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 31 παρ.1 του ν. 4354/2015 (Α 176) και στην περίπτωση 12 της ίδιας υποπαραγράφου, αντίστοιχα, τα εξής : “2. Αναστέλλεται μέχρι 31.12.2016, η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 19 και της περίπτωσης β` του τελευταίου εδαφίου της παρ.2 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011 (Α` 226). Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν από 31.10.2012. Για τους υπαλλήλους των φορέων της περίπτωσης 12, η αναστολή των διατάξεων του πρώτου εδαφίου ισχύει από 1.1.2013” και “12. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Δεύτερου του ν. 4024/2011 που αφορούν το βαθμολογικό και μισθολογικό καθεστώς των υπαλλήλων του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, έχουν ανάλογη εφαρμογή, από 1.1.2013, και στο προσωπικό των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ), που ανήκουν στο Κράτος ή σε ΝΠΔΔ ή σε ΟΤΑ, κατά την έννοια της επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησής τους, συμπεριλαμβανομένων των Γενικών και Τοπικών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων, ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, καθώς και των λοιπών δημόσιων επιχειρήσεων, οργανισμών και ανωνύμων εταιριών, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α` του ν. 3429/2005 (Α` 314), όπως έχουν τροποποιηθεί με τις διατάξεις της παρ. 1α του άρθρου 1 του ν. 3899/2010 (Α` 212). Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, οι οποίες μπορούν να ανατρέχουν στην έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας περίπτωσης, μπορούν να ρυθμίζονται λεπτομέρειες εφαρμογής των προηγούμενων εδαφίων.
Από την έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας περίπτωσης, για τους ανωτέρω παύουν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 4024/2011, εκτός από αυτές της παραγράφου 2″. Με τις διατάξεις του νόμου αυτού, προς εφαρμογή του εγκριθέντος με το ν. 4046/2012 (Α 28) Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος, ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η Χώρα εξακολουθεί να έχει συνεχή προβλήματα με τη φορολογική “συμμόρφωση”, την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Κράτος και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, με την επίμαχη διάταξη της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, την ένταξη από 1.1.2013 του προσωπικού του ευρύτερου δημόσιου τομέα στο ενιαίο βαθμολόγιο και μισθολόγιο, που είχε θεσπιστεί για το προσωπικό του στενού δημόσιου τομέα με το ν. 4024/2011. Το μέτρο αυτό αποτελεί τμήμα του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας “Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016”, που αποσκοπεί στην κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών της Χώρας, όσο και τη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής κατάστασης, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δυνάμενους να δικαιολογήσουν κατ` αρχήν τη λήψη μέτρων ρύθμισης μισθολογικών δαπανών των φορέων τόσο του στενού δημόσιου τομέα όσο και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δεδομένου ότι συνδέεται με την εκπλήρωση υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη συμμετοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι και τα αναφερόμενα στην περίπτωση 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 νομικά πρόσωπα λειτουργούν χάριν του δημοσίου συμφέροντος και, λόγω ακριβώς της ουσιαστικής ένταξής τους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και του σκοπού τους, είναι δυνατή, με ειδική νομοθετική πρόβλεψη, η υπαγωγή τους σε καθεστώς μισθολογικών μέτρων, που αποσκοπούν στην αναμόρφωση του συστήματος οικονομικών απολαβών του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης (ΟλΑΠ 1/2021). Περαιτέρω, με το ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων” (Α 176), και με το Κεφάλαιο Β με τίτλο “Μισθολογικές ρυθμίσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.), καθώς και των Δ.Ε.Κ.Ο. του Κεφαλαίου A του ν. 3429/2005 (Α 314) και άλλες μισθολογικές διατάξεις” με έναρξη ισχύος των διατάξεων των άρθρων 7 έως 34 του ως άνω Κεφαλαίου Β από 1.1.2016 (άρθρο 35) επαναρρυθμίσθηκαν από 1.1.2016 οι διατάξεις που αφορούν το μισθολόγιο του προσωπικού του Δημοσίου, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ και των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Με το άρθρο 34 του ως άνω νόμου καταργήθηκαν από 1.1.2016, μεταξύ των άλλων, οι διατάξεις των άρθρων 12 έως 25, 28, 29, 30 του ν. 4024/2011 και η περίπτωση 12 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ` του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012. Εξάλλου, με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 “Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (Δ.Ε.Κ.Ο.)” (Α 314) ορίζονται, αντίστοιχα, τα εξής: “1. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού, ως “δημόσια επιχείρηση” νοείται κάθε ανώνυμη εταιρεία, στην οποία το ελληνικό δημόσιο δύναται να ασκεί άμεσα ή έμμεσα αποφασιστική επιρροή, λόγω της συμμετοχής του στο μετοχικό της κεφάλαιο ή της χρηματοοικονομικής συμμετοχής του ή των κανόνων που τη διέπουν. 2. Η άσκηση αποφασιστικής επιρροής από το ελληνικό δημόσιο τεκμαίρεται όταν το ελληνικό δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου χρηματοδοτούμενα από το ελληνικό δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό ή άλλες δημόσιες επιχειρήσεις υπό την έννοια του παρόντος νόμου: α) είναι κύριοι μετοχών που εκπροσωπούν την απόλυτη πλειοψηφία του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της ή β) ελέγχουν την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στη γενική της συνέλευση ή γ) δύνανται να διορίζουν το ήμισυ πλέον ενός των μελών του διοικητικού της συμβουλίου ή δ) χρηματοδοτούν την ετήσια δραστηριότητά της σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό”.
Με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου του ν. 2175/1993 “Οργάνωση ενιαίου φορέα αστικών συγκοινωνιών στην περιοχή Αθηνών-Πειραιώς και Περιχώρων και άλλες διατάξεις” (Α 211) ορίζονται, αντίστοιχα, ότι “1. Ιδρύεται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που είναι δημόσια επιχείρηση κοινωφελούς χαρακτήρα, με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας και την επωνυμία “Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών (Ο.Α.Σ.Α.)” με έδρα την Αθήνα. Ο Ο.Α.Σ.Α. διέπεται από τις διατάξεις της νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρίες, εκτός αν διαφορετικά ορίζεται στο νόμο αυτόν, τα προεδρικά διατάγματα και λοιπές κανονιστικές πράξεις, που εκδίδονται σε εκτέλεσή του και εποπτεύεται από τον Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών. 2. Σκοπός του Ο.Α.Σ.Α. είναι η διεξαγωγή του συγκοινωνιακού έργου με όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς στην περιοχή Αθηνών – Πειραιώς και Περιχώρων, με ιδιαίτερη μέριμνα για την εξυπηρέτηση του επιβατικού κοινού και την ποιότητα ζωής στην περιοχή της αρμοδιότητάς του”.
Με τις διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 2 του ιδίου νόμου ορίζονται, αντίστοιχα, ότι “1. Το μετοχικό κεφάλαιο του Ο.Α.Σ.Α. αποτελείται από τα περιουσιακά στοιχεία του καταργούμενου Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών (Ο.Α.Σ.), όπως αυτά διαμορφώθηκαν μετά τη μεταβίβαση στον Ο.Α.Σ., με το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 2078/1992 (ΦΕΚ 139 Α’), της κινητής και ακίνητης περιουσίας της Επιχείρησης Αστικών Συγκοινωνιών (Ε.Α.Σ.)…. 2. Το μετοχικό κεφάλαιο του Ο.Α.Σ.Α. διαιρείται σε ονομαστικές μετοχές ίσης αξίας, που αντιστοιχούν σε ισάριθμες ψήφους. Οι μετοχές αυτές ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο. 3. Το Ελληνικό Δημόσιο μπορεί να μεταβιβάζει έως το 40% των μετοχών της προηγούμενης παραγράφου σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού της περιοχής αρμοδιότητας του Ο.Α.Σ.Α. Οι μετοχές του Ο.Α.Σ.Α. ή των εταιριών που ιδρύει κατά το άρθρο 1 παρ. 4 δεν μεταβιβάζονται εκτός Δημοσίου και Ο.Τ.Α.”. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 3920/2011 “Εξυγίανση, αναδιάρθρωση και ανάπτυξη των αστικών συγκοινωνιών Περιφέρειας Αττικής και άλλες διατάξεις” (Α 33), ορίζεται ότι: “Οι δημόσιες συγκοινωνίες, που εκτελούνται μέσα στα όρια της Περιφέρειας Αττικής, όπως αυτή ορίζεται στο ν. 3852/2010 (ΦΕΚ Α 87), εκτός από τις νήσους, οι οποίες εξυπηρετούν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον, αναδιαρθρώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Όπου στον παρόντα νόμο γίνεται μνεία στον “Όμιλο ΟΑΣΑ” ή στις “Εταιρίες του Ομίλου ΟΑΣΑ” νοούνται ο ΟΑΣΑ και οι εταιρίες της παραγράφου 1 του άρθρου 7″ και με την παράγραφο 1 του άρθρου 7 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι “Ο ΟΑΣΑ, οι ΟΣΥ και ΣΤΑΣΥ υπάγονται στο ν. 3429/2005 (Α 314)”. Από το συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων συνάγεται ότι η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία (ΟΑΣΑ ΑΕ), υπάγεται, ως δημόσια επιχείρηση, στις διατάξεις του ν. 3429/2005 “Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (ΔΕΚΟ)” και ότι υπόκειται, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, στις ρυθμίσεις των προαναφερθεισών διατάξεων του ν. 4024/2011 και των περιπτώσεων 2 και 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, επίσης, ότι αρχικά, με το ν. 4024/2011, θεσμοθετήθηκε ενιαίο βαθμολόγιο και μισθολόγιο για τους υπαλλήλους του στενού δημόσιου τομέα, το οποίο δεν καταλάμβανε το προσωπικό του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όμως, με το άρθρο 31 του ίδιου νόμου και υπό τον τίτλο “Αναλογικές ρυθμίσεις για νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα”, για το προσωπικό αυτό και συνακόλουθα και για το προσωπικό της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας (δημόσιας επιχείρησης) προβλέφθηκε ανώτατο όριο μέσου κατά κεφαλήν κόστους αμοιβών προσωπικού με τη θέσπιση ανωτάτου ορίου μέσου μισθολογικού κόστους ύψους 1.900 ευρώ και ανωτάτου ορίου μηνιαίων τακτικών αποδοχών κάθε εκπαιδευτικής κατηγορίας το αντίστοιχο ανώτατο μηνιαίο όριο της αντίστοιχης εκπαιδευτικής κατηγορίας υπαλλήλων του Δημοσίου, με πρόβλεψη ότι, σε περίπτωση που, από την εφαρμογή αυτού του ορίου, θα προέκυπτε μείωση αποδοχών ανώτερη του 25%, η πέραν του 25% μείωση θα ήταν σταδιακή, εντός διαστήματος δύο ετών από την πάροδο ενός έτους από την έναρξη ισχύος του ν. 4024/2011, ήτοι από 1.11.2012 έως 1.11.2014, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του ως άνω νόμου, που εφαρμόζεται αναλογικά στα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημοσίου τομέα (άρθρο 31 παρ. 7 ν. 4024/2011), του οποίου στη συνέχεια η εφαρμογή ανεστάλη αναδρομικά μέχρι 31.12.2016 με τη διάταξη της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Κατ` εφαρμογή των διατάξεων αυτών οι μισθωτοί της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι αναιρεσίβλητοι, με βάση το προβλεπόμενο ανώτατο όριο μέσου κατά κεφαλήν κόστους αμοιβών, υπέστησαν την 1.11.2011 μειώσεις επί των κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2011 αποδοχών τους, μέχρι ποσοστού 25% αμέσως, ετεροχρονιζόμενες κατά το, τυχόν, υπερβάλλον το ως άνω ποσοστό (25%) μετά την 31.12.2016. Ακολούθως, από 1.1.2013 οι ως άνω μισθωτοί υπήχθησαν στο ενιαίο μισθολόγιο και βαθμολόγιο του ν. 4024/2011, από το οποίο μέχρι τότε εξαιρούνταν τα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με συνέπεια την εφεξής κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των αποδοχών της συγκεκριμένης κατηγορίας μισθωτών, που καταλαμβάνονται πλέον από τη ρύθμιση της παραγράφου 4 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011, η οποία ρητά ορίζει ότι οι ρυθμίσεις περί μισθολογίου δεν αποτελούν αντικείμενο συλλογικών διαπραγματεύσεων. Κατά την ένταξη του προσωπικού της αναιρεσείουσας εταιρείας από 1.1.2013 στο ενιαίο βαθμολόγιο και μισθολόγιο του ν. 4024/2011, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, διαμορφώθηκαν οι αποδοχές του προσωπικού της και συνακόλουθα και των αναιρεσίβλητων, με βάση τις διατάξεις του ως άνω ενιαίου βαθμολογίου και μισθολογίου και έκτοτε (από 1.1.2013) έπαυσε η ισχύς των προαναφερθεισών διατάξεων του άρθρου 31 του ν. 4024/2011, ως άνευ αντικειμένου πλέον, εκτός της παραγράφου 2 αυτού (που δεν αφορά την κρινόμενη περίπτωση). Λόγω, δε, της ένταξης των μισθωτών της αναιρεσείουσας στις διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου από 1.1.2013, οι αποδοχές τους, υπέστησαν νέες μειώσεις σε σχέση με τις καταβαλλόμενες αποδοχές τους την 31.12.2012, μέχρι ποσοστού 25% αμέσως, ετεροχρονιζόμενες κατά το, τυχόν, υπερβάλλον ποσοστό μετά την 31.12.2016.
Κατά τις ανωτέρω διατάξεις και το, με βάση τις οικείες αιτιολογικές εκθέσεις, σκοπό θέσπισής τους, αφενός της άμεσης αντιμετώπισης της οξείας δημοσιονομικής κρίσης και της εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών και αφετέρου του εξορθολογισμού της δημόσιας διοίκησης, της άρσης των ανισοτήτων στις συνολικές αμοιβές των υπαλλήλων και της ανταμοιβής της εργασίας βάσει του παραγόμενου αποτελέσματος, προκύπτει ότι τυγχάνουν εφαρμοστέες δύο μειώσεις, ήτοι μια (πρώτη) μείωση την 1.11.2011 επί των κατά το μήνα Οκτώβριο του έτους 2011 αποδοχών μέχρι ποσοστού 25% αμέσως, ετεροχρονιζόμενη κατά το υπερβάλλον ποσοστό μετά την 31.12.2016 και μια (δεύτερη) μείωση την 1.1.2013 κατά ποσοστό, επίσης μέχρι 25% επί των καταβαλλομένων το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2012 αποδοχών, ετεροχρονιζόμενη, επίσης, κατά το τυχόν υπερβάλλον ποσοστό, μετά την 31.12.2016. Οι μισθολογικές αυτές ρυθμίσεις, που ίσχυαν κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, εισήχθησαν, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, για την άμεση αντιμετώπιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσης, για τον εξορθολογισμό της δημόσιας διοίκησης και την άρση των ανισοτήτων στις συνολικές αμοιβές των υπαλλήλων, ενόψει του ότι, παρά τις αρχικές μειώσεις με βάση το άρθρο 31 του ν. 4024/2011, οι μέσες μηνιαίες αποδοχές των απασχολουμένων στους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εξακολουθούσαν να υπερτερούν των αντιστοίχων αποδοχών των υπαλλήλων του στενού δημόσιου τομέα, όπως οι τελευταίες είχαν διαμορφωθεί από 1.11.2011 με την εφαρμογή των διατάξεων του ενιαίου μισθολογίου του ν. 4024/2011 και στο οποίο εντάχθηκαν από 1.1.2013 και οι απασχολούμενοι στους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΟλΑΠ 1/2021). Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, ότι, δηλαδή, ως προς τις ως άνω αποδοχές του προσωπικού των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα τυγχάνει εφαρμοστέα μία ενιαία μείωση συνολικά μέχρι ποσοστού 25% επί των κατά την 31.10.2011 καταβαλλομένων αποδοχών ή επικουρικά κατά ποσοστό 25% κατ’ανώτατο όριο επί των κατά την ως άνω ημερομηνία (31.10.2011) καταβαλλομένων αποδοχών, όπως ισχυρίζονται οι αναιρεσίβλητοι μισθωτοί της αναιρεσείουσας δημόσιας επιχείρησης με την ένδικη αγωγή τους, δεν συνάγεται 1) από τη ρύθμιση της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με την οποία ανεστάλη μέχρι 31.12.2016 η εφαρμογή της περίπτωσης β’ του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011, δηλαδή της υπερβάλλουσας το ποσοστό του 25% μείωσης των αποδοχών και τούτο, διότι η αναστολή αυτή, που εισάγεται με την ως άνω ρύθμιση της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (με την περίπτωση 12 της οποίας, όπως προεκτέθηκε, εισάγεται και η ένταξη από 1.1.2013 του προσωπικού των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα στο ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο του ν. 4024/2011), αναφέρεται στην τυχόν προκύπτουσα υπερβάλλουσα μείωση αποδοχών κατά ποσοστό πλέον του 25%, λόγω της εφαρμογής από 1.1.2013 στο ως άνω προσωπικό των διατάξεων του ενιαίου μισθολογίου και εναρμονίζεται με τον επιδιωκόμενο με το μέτρο αυτό σκοπό του εξορθολογισμού της δημόσιας διοίκησης και της άρσης των ανισοτήτων στις συνολικές αμοιβές των υπαλλήλων του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα και 2) από τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του ν. 4354/2015, με την οποία, όπως προεκτέθηκε, προστέθηκε νέο εδάφιο στο τέλος της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, από τότε που ίσχυε, με το οποίο (εδάφιο) ορίσθηκε ότι για τους υπαλλήλους των φορέων της περίπτωσης 12 (δηλαδή των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα), η αναστολή των διατάξεων του πρώτου εδαφίου ισχύει από 1.1.2013 και τούτο, διότι αυτή δεν έχει την έννοια αναστολής, από την ως άνω ημερομηνία, της υπαγωγής του προσωπικού των ως άνω φορέων στις μισθολογικές διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου-βαθμολογίου του ν. 4024/2011, αλλά αφορά την αναστολή της, τυχόν, υπερβάλλουσας το ποσοστό του 25% μείωσης αποδοχών της περίπτωσης β του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011 και τέθηκε, ενόψει της κατάργησης με τον ίδιο νόμο (άρθρο 34 ν. 4354/2015) της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του ν. 4093/2012, ώστε και μετά την κατάργηση της διάταξης αυτής να ισχύει η αναστολή της υπερβάλλουσας το ποσοστό του 25% μείωσης των αποδοχών σε σχέση με τις καταβαλλόμενες στις 31.12.2012 αποδοχές, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 μέχρι 31.12.2016 (Ολ.ΑΠ 1/2021). Οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις είναι συνταγματικά ανεκτές, διότι, παρά τη διπλή μείωση των αποδοχών των αναιρεσίβλητων που προκύπτουν από την εφαρμογή τους, το μέτρο αυτό, που αποτελεί, όπως προεκτέθηκε, τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας (“Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 – 2016”), αποσκοπεί τόσο στην κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών της Χώρας και την αντιμετώπιση των ιδιαίτερα αυξημένων ελλειμμάτων, περιλαμβανομένων και των ελλειμμάτων που δημιουργούνταν από τη λειτουργία δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών που λειτουργούν χάριν του κοινωνικού συνόλου, όπως η αναιρεσείουσα δημόσια επιχείρηση, όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής κατάστασης της Χώρας, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δυνάμενους να δικαιολογήσουν τη λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών δαπανών των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δεδομένου ότι συνδέεται με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Επομένως, το επίδικο μέτρο εφαρμογής από 1.1.2013 στους μισθωτούς των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα των διατάξεων του ενιαίου μισθολογίου του Κεφαλαίου Δεύτερου του ν. 4024/2011, που συνεπάγεται, όπως προεκτέθηκε, περαιτέρω μείωση των αποδοχών τους, το οποίο, λόγω της φύσης του, συμβάλλει άμεσα στην περιστολή των δημόσιων δαπανών, δεν παρίσταται απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων ως άνω σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο καταλαμβάνει γενικά όλους τους μισθωτούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών των ως άνω φορέων και συνακόλουθα και της Δημόσιας Διοίκησης. Ακόμη, η εκτίμηση του νομοθέτη, ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της διαπιστωθείσας από αυτόν κρίσιμης κατάστασης, υπόκειται, όπως προεκτέθηκε, σε οριακό δικαστικό έλεγχο, δεδομένου ότι ο νομοθέτης, απολαμβάνει μεγάλης ελευθερίας επιλογής στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ιδίως όταν η επιλογή αυτή αναφέρεται σε χορήγηση παροχών και εντάσσεται σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που αποσκοπεί στη δημοσιονομική εξυγίανση, ενόψει των περιορισμένων πόρων του κράτους. Κατά συνέπεια, τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων για το νομοθέτη δεν καθιστά από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του. Περαιτέρω, ενόψει του, κατά τα ανωτέρω, προκύπτοντος ποσοστού μείωσης των αποδοχών και του λόγου της θέσπισής του, καθώς και του ύψους, στο οποίο είχαν διαμορφωθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο οι αποδοχές των υπαλλήλων των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και συνεπώς και των υπαλλήλων της αναιρεσείουσας, που ήταν υπέρτερες των υπαλλήλων του στενού δημόσιου τομέα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η επελθούσα με την περίπτωση 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 μείωση των συνολικών αποδοχών τους θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωσή τους, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι με τη διάταξη αυτή παραβιάζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού δημοσίου συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των ως άνω υπαλλήλων.
Συνεπώς η ένταξη, με την ως άνω διάταξη, του προσωπικού των φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα από 1.1.2013 στο ενιαίο μισθολόγιο και η εξ αυτής μείωση των αποδοχών του, δεν αντίκειται στην κατοχυρωμένη από την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (ΟλΑΠ 1/2021). Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 1 εδαφ. α’ του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Α 87), ορίζεται ότι κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 4/2021, ΟλΑΠ 1/2021).
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 2.3.2015 με αριθμ. καταθ. ./29.9.2015 αγωγή, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, οι πενήντα τέσσαρις (54) ενάγοντες (οι οποίοι με την ως άνω αγωγή τους παραιτήθηκαν του δικογράφου της από 2.3.2015 με αριθμ. καταθ. 349/6.3.2015 προγενέστερης αγωγής τους ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών), ισχυρίσθηκαν ότι απασχολούνται με συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στην εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρία, ότι οι μισθολογικές τους αποδοχές ρυθμίζονταν από επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας και με αμοιβή ανερχόμενη τον μήνα Οκτώβριο του 2011 στο ποσό που ο καθένας τους αναφέρει. Ότι, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 31 του ν. 4024/2011, η εναγόμενη προέβη από το μήνα Νοέμβριο του έτους 2011 σε μείωση των αποδοχών τους και με ανώτερη ποσοστιαία μείωση ύψους 25% με συνέπεια, έκτοτε, να διαμορφωθούν οι αποδοχές τους στα αναγραφόμενα για καθένα ενάγοντα ποσά. Ότι, ακολούθως, με τη διάταξη της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, αυτοί εντάχθηκαν στις διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου του ν. 4024/2011 και ότι η εναγόμενη, σε εφαρμογή της υπ’ αριθμ. πρωτ. Οικ. 2/85127/0022-22-11-2012 ερμηνευτικής εγκυκλίου, προέβη από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2013 σε περαιτέρω μείωση των αποδοχών τους, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα αναγραφόμενα για τον καθένα ποσά. Ότι η περαιτέρω μείωση των αποδοχών τους από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2013 είναι μη νόμιμη γιατί είναι αντίθετη προς το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 29 παρ.2 του ν. 4024/2011, καθότι υπερβαίνει το ανώτατο ποσοστό μείωσης αποδοχών του 25% που προβλέπεται από την ως άνω διάταξη και δεδομένου ότι η υπερβάλλουσα το ως άνω ποσοστό (25%) μείωση των αποδοχών τους ανεστάλη μέχρι 31.12.2016, με τη διάταξη της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του ν. 4093/2012. Ότι, επικουρικά, σε περίπτωση που γίνει δεκτό ότι οι εκ νέου περικοπές των αποδοχών τους από την εναγόμενη κατά ποσοστό 25% από 1.1.2013, με την ένταξή τους στο νέο μισθολόγιο, είναι σύμφωνες με τις διατάξεις της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, αυτές αντίκειται στις διατάξεις α) των άρθρων 2 παρ.1, 4 παρ.5, 20 παρ.1, 21 παρ.1 και παρ.2, 22 παρ.1 και παρ.5, 25 παρ.1 και παρ.5, 60 παρ.1, 72 παρ.4, 74 παρ.5 εδ.β, 76 παρ.1, 88 παρ.2, 106 παρ.1 του Συντάγματος, β) του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, γ) του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δ) των άρθρων 4 παρ.1, 5 και 12 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης που κυρώθηκε με το ν. 1426/1984, και ε) του άρθρου 7 του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα που κυρώθηκε με το ν. 1532/1985. Ζητούσαν, δε, για τους ως άνω λόγους να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει τα αναγραφόμενα για τον καθένα από αυτούς ποσά που αντιστοιχούν α) κατά το κύριο αίτημα στη διαφορά που προκύπτει μεταξύ των αποδοχών που ελάμβανε έκαστος το Δεκέμβριο του 2012 (μετά τις αρχικές μειώσεις των αποδοχών τους που υπέστησαν από 1.11.2011 κατ’ εφαρμογή του άρθρου 31 του ν. 4024/2011 και ανεξαρτήτως δηλαδή του εάν οι επιβληθείσες ως άνω αρχικές μειώσεις ήταν μικρότερες του ανωτάτου ορίου του 25%) και των αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 1.1.2013 έως 30.9.2015 (33 μήνες) και β) κατά το επικουρικό αίτημα στη διαφορά των αποδοχών που έλαβε έκαστος κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα από τις αποδοχές του μηνός Οκτωβρίου 2011, μειωμένες κατά το ανώτατο όριο του ποσοστού 25%. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 316/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε στο σύνολο της η αγωγή ως μη νόμιμη. Κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης οι 1ος, 2ος, 3η, 4ος, 6η, 7ος, 8η, 9ος, 10ος, 11ος, 12ος, 13ος, 15η, 17ος, 18ος, 19η, 20η, 21ος, 22η, 23η, 24ος, 25ος, 26η, 27ος, 28η, 29ος, 30ος, 31η, 32ος, 33ος, 34η, 35ος, 36η, 37η, 38ος, 39η, 40η, 42ος, 44ος, 45η, 47η, 48ος, 50ος, 51ος, 52ος, 53ος και 54ος ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, άσκησαν την από 15.12.2016 με αριθ. κατάθ. 1260/29/11-1-2017 έφεση (οι 5ος, 14ος, 16η , 41ος, 43η, 46ος και 49η ενάγοντες δεν είναι εκκαλούντες στην ως άνω έφεση, ο δε, 39ος εκκαλών Σ. Π. δεν ήταν διάδικος στην πρωτοβάθμια δίκη), με την οποία ζητούσαν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή τους ως μη νόμιμη τόσο κατά την κυρία βάση της, σύμφωνα με την οποία δεν είναι νόμιμη η μείωση των αποδοχών τους εκ μέρους της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας από 1.1.2013, κατ’εφαρμογή της διάταξης της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του πρώτου άρθρου του ν. 4093/2012 με την οποία εντάχθηκαν στο νέο ενιαίο μισθολόγιο του ν. 4024/2011, όσο και κατά την επικουρική της βάση, κατά το μέρος που η επικουρική αυτή βάση στηρίζεται στο ότι η ως άνω διάταξη για την ένταξή τους στο ενιαίο μισθολόγιο με περικοπή των αποδοχών τους κατά ποσοστό 25% είναι ανίσχυρη γιατί αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας και στην υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Επί της ως άνω έφεσης εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η υπ’ αριθμ. 12/2018 προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσαντος ως Εφετείου, η οποία δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον το αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα: “…Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η εναγόμενη εταιρεία ανήκει στις ΔΕΚΟ, έχουσα το χαρακτήρα δημοσίας επιχείρησης κατά την έννοια του Ν. 3429/2005 (ως και του Ν. 2414/2005). Ως εκ τούτου οι αποδοχές των εναγόντων, ως προσωπικού της επιχείρησής της, που δεν είχαν εξαρχής ενταχθεί στο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, υπήχθησαν, κατά τα ανωτέρω, από 1-11-2011 σε διπλό περιορισμό ανωτάτου ορίου, με κριτήρια αφενός την κατηγορία εκπαίδευσης, σε συνάρτηση με τις αποδοχές που προέβλεπε, για κάθε τέτοια κατηγορία το μισθολόγιο, αφετέρου δε το μέσο κατά κεφαλή μισθολογικό κόστος ανά μήνα.
Συνεπώς, η αναστολή της υπερβάλλουσας μείωσης των αποδοχών από 31-12-2012 έως 31-12-2016, η οποία προβλέπεται από την περίπτωση 2 της υποπαραγράφου Γ.1 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, καταλαμβάνει τόσον τους υπαλλήλους του στενού δημόσιου τομέα, στους οποίους η συγκεκριμένη διάταξη εφαρμοζόταν ευθέως, όσο και στους ενάγοντες εργαζόμενους στην επιχείρηση, στους οποίους έως 31-12-2012 η ίδια διάταξη εφαρμοζόταν αναλόγως, ενώ από την 1-1-2013 εφαρμόζεται ευθέως, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να έχουν υποστεί ήδη τις αντίστοιχες μειώσεις 25% επί των καταβαλλομένων αποδοχών τους. Οποιαδήποτε, δε, διαφορετική ερμηνεία θα ήταν αυθαίρετη, δοθέντος ότι στη συγκεκριμένη διάταξη δεν ορίζεται ότι η αναστολή αφορά συγκεκριμένες κατηγορίες υπαλλήλων, ούτε, άλλωστε, κάτι τέτοιο προκύπτει από το σκοπό του νομοθέτη, που ήταν να μην υποστούν περαιτέρω μειώσεις όλοι οι εργαζόμενοι, των οποίων οι αποδοχές είχαν ήδη περικοπεί από την 1-11-2011, πλέον των περικοπών επιδομάτων εορτών και αδείας.
Συνεπώς η εναγόμενη επιχείρηση έπρεπε να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες των εναγόντων, λαμβάνοντας υπόψη, κατά τον υπολογισμό των αποδοχών τους, ότι ανεστάλη από 31-10-2012 η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 29 παρ.2 εδάφιο τελευταίο του ν. 4024/2011, σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. 2 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου 1 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, που καταλαμβάνει και τους ενάγοντες (…). Έσφαλε επομένως η εκκαλουμένη που απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας την αγωγή ως μη νόμιμη. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και στην ουσία της, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση από αυτό το Δικαστήριο. Κατά τα λοιπά, η αγωγή είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις ανωτέρω διατάξεις, καθώς και σε εκείνες των άρθρων 648 επ., 345, 346 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσία.(….) Οι ενάγοντες και ήδη τινές εξ αυτών εκκαλούντες έχουν προσληφθεί από την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία με συμβάσεις εργασίας εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με τις αναφερόμενες στην αγωγή ειδικότητες και με τις αντίστοιχες αναφερόμενες αποδοχές και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους μέχρι την ημέρα άσκησης της αγωγής. Η εναγομένη, αν και ανώνυμη εταιρεία, ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (Δ.Ε.Κ.Ο.). Ενώ μέχρι το Νοέμβριο 2011 οι αποδοχές των εναγόντων διέπονταν από τις οικείες σ.σ.ε., με το ν. 4024/2011 εντάχθηκαν από το Νοέμβριο 2011 στο ενιαίο μισθολόγιο των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα, με αποτέλεσμα τη μείωση των αποδοχών τους.
Στη συνέχεια, με το ν. 4093/2012 και την δυνάμει αυτού εκδοθείσα υπ’ αριθμ. πρωτ. οικ. 2/85127/0022-22.11.2012 εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών, που εφάρμοσε και η εναγομένη, οι αποδοχές τους υπέστησαν δεύτερη μείωση από 1-1-2013. Σύμφωνα με τα άρθρα 29 και 31 παρ. 7 ν. 4024/2011, σε περίπτωση μείωσης των αποδοχών των εργαζομένων του δημοσίου τομέα από 1-1-2013 κατά ποσοστό πλέον του 25%, αυτή περικόπτεται άμεσα και η τυχόν προκύπτουσα υπερβάλλουσα μείωση εξακολουθεί να καταβάλλεται μέχρι τις 31-12-2016. Επειδή οι μισθοί που οι ενάγοντες ελάμβαναν ήταν μεγαλύτεροι του ανωτάτου ορίου που θεσπίστηκε με το άρθρο 31 παρ. 4 ν. 4024/2011, οι απολαβές τους μειώθηκαν από το Νοέμβριο 2011, ενώ η περαιτέρω μείωση για το ποσοστό που υπερβαίνει το 25% δεν εφαρμόστηκε λόγω της ρήτρας του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 29 παρ. 2 ν. 4024/2011, που προέβλεπε τη μείωση ποσοστού πλέον του 25% για διάστημα 2 ετών και επεκτάθηκε με το ν. 4093/2012 μέχρι τις 31-12-2016. Σύμφωνα με την υποπαράγραφο Γ1. 12 ν. 4093/2012 ορίστηκε ότι οι διατάξεις του κεφαλαίου δευτέρου του ν. 4024/2011 έχουν ανάλογη εφαρμογή από 1-1-2013 και στο προσωπικό των ν.π.ι.δ. που ανήκουν στο Κράτος. Με βάση την ως άνω εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών, που εφάρμοσε και η εναγομένη, η ένταξη μεταξύ άλλων των εργαζομένων της εναγομένης στον κορμό του ενιαίου μισθολογίου είχε ως συνέπεια την εκ νέου μείωση κατά 25% του μισθού τους με την εκ νέου εφαρμογή του άρθρου 29 ν. 4024/2011 για τη μείωση σε ποσοστό 25% του μισθού τους. Αυτή η ερμηνεία του νόμου 4093/2012 αντίκειται στο Σύνταγμα, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, καθόσον το άρθρο 29 ν. 4024/2011 για τις μειώσεις σε ποσοστό 25% των μισθών απαιτεί για τον υπολογισμό της μείωσης το ποσοστό αυτό να βρεθεί από τον μισθό που καταβαλλόταν κατά την έναρξη ισχύος της διάταξης, ήτοι στις 27-10-2011, και όχι στις 31-12-2012, όπως ερμηνεύεται ο νόμος στην εγκύκλιο. Εξάλλου, η υπερβάλλουσα μείωση του ποσοστού πλέον του 25% αναστέλλεται για όλους όσον αφορά το ενιαίο μισθολόγιο μέχρι τις 31-12-2016.
Με βάση την ερμηνεία της εγκυκλίου, που εφάρμοσε και η εναγομένη, εάν ορισθεί κρίσιμος χρόνος για τη σύγκριση των αποδοχών η 31-12-2012, τότε η προκύπτουσα μείωση, αθροιζόμενη με την ήδη επιβληθείσα από το Νοέμβριο 2011 μείωση κατ’ άρθρον 31 ν. 4024/2011, υπερβαίνει κατά πολύ το ανώτατο ποσοστό του 25% του άρθρου 29 ν. 4024/2011, η δε επιβολή της υπερβάλλουσας του 25% μείωσης αναστέλλεται μέχρι τις 31-12-2016 δυνάμει του ν. 4094/2012, ενώ η έως το ως άνω ποσοστό άμεση περικοπή είχε ήδη επέλθει ως προς τους ενάγοντες από το Νοέμβριο 2011. Εφόσον, λοιπόν, η ανωτέρω διπλή περικοπή των αποδοχών τους είναι παράνομη, καθόσον συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας τους, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε έκαστο εξ αυτών τις προκύπτουσες διαφορές από τη διπλή περικοπή των αποδοχών τους, που έλαβε χώρα την 1-1-2013, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 30-9-2015….”. Κατόπιν τούτων, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του α) θεώρησε ότι δεν ασκήθηκε η έφεση ως προς τον 39ο εκκαλούντα Σ. Π. (μη διάδικο, όπως προεκτέθηκε, στην πρωτόδικη δίκη), β) δίκασε αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, δέχθηκε κατ’ ουσίαν την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 316/2016 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που είχε απορρίψει στο σύνολό της την ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη, κράτησε και δίκασε την υπόθεση ως προς τους εκκαλούντες και ήδη αναιρεσίβλητους και έκρινε ότι η ένδικη αγωγή τους είναι νόμιμη και γ) δέχθηκε την αγωγή ως προς την κυρία βάση της και κατά το κύριο αγωγικό της αίτημα ως κατ’ ουσία βάσιμη και επιδίκασε στους ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητους για διαφορές των μηνιαίων αποδοχών του επιδίκου χρονικού διαστήματος από 1.1.2013 έως 30.9.2015 (33 μήνες) το αναγραφόμενο για τον καθένα ενάγοντα ποσό, που προέκυπτε από τη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που έλαβε το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2012 (μετά την αρχική μείωση των μηνιαίων αποδοχών από 1.11.2011 κατ’ εφαρμογή του άρθρου 31 του ν. 4024/2011 και ανεξαρτήτως του εάν η επιβληθείσα ως άνω αρχική μείωση ήταν μικρότερη του ανωτάτου ορίου του 25%) και των μηνιαίων αποδοχών του ως άνω χρονικού διαστήματος (μετά τη δεύτερη μείωση των μηνιαίων αποδοχών από 1.1.2013, με την εφαρμογή των διατάξεων του ενιαίου βαθμολογίου-μισθολογίου).
Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με το να δεχθεί ότι για τους ενάγοντες-εκκαλούντες και ήδη αναιρεσίβλητους υπαλλήλους της εναγομένης-εφεσίβλητης και ήδη αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας (δημόσιας επιχείρησης) τυγχάνει συνολικώς εφαρμοστέα μια μείωση από 1.11.2011 μέχρι ποσοστού 25% επί των καταβαλλόμενων το μήνα Οκτώβριο του έτους 2011 αποδοχών τους, κατ’ ανώτατο όριο, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 31 του ν. 4024/2011 και ότι η εκ νέου (δεύτερη) περικοπή (μείωση) των αποδοχών τους από την αναιρεσείουσα από 1.1.2013, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ενιαίου μισθολογίου του κεφαλαίου Β του ν. 4024/2011, είναι παράνομη και ακολούθως να κρίνει ότι η αγωγή, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, κατά το μέρος που αυτή μεταβιβάσθηκε με την έφεση των αναιρεσίβλητων στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, είναι νόμιμη, παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 2 εδαφ. τελευταίο του ν. 4024/2011, της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και της περίπτωσης 2 της ως άνω υποπαραγράφου, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την προσθήκη του τελευταίου εδαφίου της, από τότε που ίσχυσε, με το άρθρο 31 παρ.1 του ν. 4354/2015. Τούτο, διότι, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων, με την ένταξη (υπαγωγή) από 1.1.2013 του προσωπικού της αναιρεσείουσας δημόσιας επιχείρησης, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι αναιρεσίβλητοι, στις διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου και βαθμολογίου του ν. 4024/2011, οι αποδοχές των αναιρεσίβλητων προσδιορίστηκαν από την ως άνω ημερομηνία (1.1.2013) με βάση τις διατάξεις αυτές. Ειδικότερα οι καταβαλλόμενες στους αναιρεσίβλητους αποδοχές την 31.12.2012, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί την 1.11.2011, με την (πρώτη) μείωση αυτών μέχρι ποσοστού 25% σε σχέση με τις καταβαλλόμενες σ’αυτούς αποδοχές του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2011, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 31 του ν. 4024/2011, την 1.1.2013 μειώθηκαν εκ νέου (δεύτερη μείωση), λόγω της ένταξής τους, με τη διάταξη της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012, στο ενιαίο μισθολόγιο του ν. 4024/2011 κατά ποσοστό μέχρι 25%, ενώ η, τυχόν, υπερβάλλουσα το ως άνω ποσοστό (25%) μείωση ετεροχρονίστηκε μετά την 31.12.2016. Οι επίμαχες διατάξεις, όπως προεκτέθηκε στο οικείο μέρος της μείζονος σκέψης που προηγήθηκε, είναι συνταγματικά ανεκτές, καθόσον μ’ αυτές ο νομοθέτης προέβη στην ένταξη του προσωπικού του ευρύτερου δημόσιου τομέα στο νέο ενιαίο μισθολόγιο, ως άμεσο μέτρο για τον εξορθολογισμό της δημόσιας διοίκησης και την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης. Υπό τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, με την διάταξη της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με την οποία οι αναιρεσίβλητοι υπάλληλοι της αναιρεσείουσας εντάχθηκαν από 1.1.2013 στις διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου και υπέστησαν (δεύτερη) μείωση αποδοχών, δεν παραβιάζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των αναιρεσίβλητων και, συνεπώς, αυτή δεν αντίκειται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Κατά συνέπεια, ο εκ του αριθμού 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ λόγος της αίτησης αναίρεσης της αναιρεσείουσας είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση α) κατά το μέρος που έκρινε νόμιμη και κατ’ουσία βάσιμη την κυρία βάση της αγωγής των εναγόντων και ήδη αναιρεσίβλητων, σύμφωνα με την οποία (κυρία βάση) η μείωση των αποδοχών τους από την εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα από 1.1.2013, κατ’εφαρμογή της διάταξης της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του πρώτου άρθρου του ν. 4093/2012 με την οποία εντάχθηκαν στο νέο ενιαίο μισθολόγιο του ν. 4024/2011 είναι μη νόμιμη, και β) κατά το μέρος που έκρινε νόμιμη την επικουρική βάση της αγωγής και συγκεκριμένα κατά το ότι η διάταξη της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, κατ’ εφαρμογή της οποίας η εναγόμενη μείωσε τις αποδοχές τους από 1.1.2013, αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και στην απορρέουσα από το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας. Κατόπιν αυτού, ενόψει του ότι δεν επιφυλάχθηκε το Τμήμα που παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για την έρευνα οποιουδήποτε άλλου αναιρετικού λόγου, πρέπει η υπόθεση αυτή, να παραπεμφθεί, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνο που δίκασε προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ), καθότι χρήζει περαιτέρω διευκρίνησης ως προς τη μη προσβληθείσα με την ένδικη αίτηση αναίρεσης επικουρική βάση της αγωγής, κατά το μέρος που αυτή (επικουρική βάση) στηρίζεται στο ότι η διάταξη της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 με την οποία μειώθηκαν οι αποδοχές των εναγόντων από 1.1.2013, είναι ανίσχυρη, γιατί αντίκειται στη συνταγματική αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, που κρίθηκε νόμιμη από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και δεν ερευνήθηκε κατ’ ουσία από αυτό, γιατί, όπως προεκτέθηκε, έγινε δεκτή ως κατ’ουσία βάσιμη η κυρία βάση της αγωγής. Τέλος, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας ως προς την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων που αναφέρονται στο σκεπτικό, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα (ΚΠολΔ 179).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος, την υπ’ αριθμ. 12/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δικάσαντος ως Εφετείου.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή.
Συμψηφίζει στο σύνολό της τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Ιανουαρίου 2023. Και,
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 23 Φεβρουαρίου 2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ