Απόφαση 152 / 2022 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Σύμφωνα με τον μ. 4072/2012 ο οποίος με το άρθρο 294 παρ. 2 κατάργησε τις προϊσχύσασες διατάξεις του Εμπορικού Νόμου περί προσωπικών εταιρειών και εφαρμόζεται στην ένδικη υπόθεση, λόγω του χρόνου μετατροπής της αναιρεσείουσας, ομόρρυθμη είναι η εταιρεία με νομική προσωπικότητα, που επιδιώκει εμπορικό σκοπό και για τα χρέη της οποίας ευθύνονται παράλληλα όλοι οι εταίροι απεριόριστα και εις ολόκληρον (άρθρο 249 παρ. 1), αυτή από την καταχώρησή της στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.Μ.Η.) αποκτά νομική προσωπικότητα (άρθρο 251 παρ. 2), τη λύση της ακολουθεί η εκκαθάριση, εκτός αν οι εταίροι έχουν συμφωνήσει διαφορετικά (άρθρο 268 παρ. 1), η διαγραφή της από το Γ.Ε.Μ.Η. γίνεται μετά την περάτωση της εκκαθάρισης (άρθρο 268 παρ. 5), ετερόρρυθμη είναι η εταιρεία με νομική προσωπικότητα, που επιδιώκει εμπορικό σκοπό και για τα χρέη της οποίας ένας τουλάχιστον από τους εταίρους ευθύνεται περιορισμένα (ετερόρρυθμος εταίρος) και για την οποία εταιρεία, εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρεία (άρθρο 271), η ετερόρρυθμη εταιρεία μπορεί να μετατραπεί σε ομόρρυθμη με ομόφωνη απόφαση των εταίρων (άρθρο 282 παρ. 2), ενώ και η ομόρρυθμη εταιρεία μπορεί να μετατραπεί σε ετερόρρυθμη με απόφαση των εταίρων και τήρηση των όρων του νόμου (άρθρο 282
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η μετατροπή ομόρρυθμης σε ετερόρρυθμη εταιρεία και το αντίστροφο, όπως άλλωστε και η μετατροπή άλλων εταιρικών μορφών, που προβλέπονταν σε ειδικές διατάξεις που ίσχυαν κατά τον κατωτέρω χρόνο της επίδικης μετατροπής της αναιρεσείουσας (άρθρα 51, 53 του ν. 3190/1955 και 66, 66Α, 67 του ν. 2190/1920 “Περί Ανωνύμων Εταιρειών”) είναι η δικαιοπραξία με την οποία το “είδος” ή η “μορφή” νομικής προσωπικότητας ορισμένου νομικού προσώπου τροποποιείται από τα μέλη του, χωρίς εκκαθάριση, ίδρυση ή μεταβίβαση περιουσίας αλλά σαν συνέχιση του ιδίου υποκειμένου δικαίου.
Εξακολουθεί δηλαδή υφιστάμενο το Νομικό Πρόσωπο της εταιρείας η δε μεταβολή συνίσταται μόνο στην αλλαγή του “ενδύματός” τους με τις εντεύθεν επερχόμενες μεταλλαγές ως προς την οργάνωση και λειτουργία του, ήτοι δεν καταλύεται η παλαιά νομική προσωπικότητα και δημιουργείται νέα, αλλά απλώς συνεχίζεται η παλαιά εταιρεία με διαφορετική νομική μορφή, οι δε εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται υπό τη νέα μορφή της εταιρείας, χωρίς καμία ειδικότερη διατύπωση από μέρους της και χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή της δίκης (ΑΠ 335/1996, ΑΠ 734/1994, ΑΠ 640/1986).
Τα αποτελέσματα αυτά προβλέπονται πλέον ρητά στον ν. 4601/2019 “Εταιρικοί μετασχηματισμοί… κ.λπ.”, ο οποίος με τα άρθρα 104-139 θέσπισε γενικές διατάξεις περί μετατροπής εταιρειών, ενώ με το άρθρο του 147 γ’ καταργήθηκαν και οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 282 και 282Α του ν. 4072/2012 και στη θέση τους, με τα άρθρα 104 επ., τέθηκαν νέες γενικές διατάξεις περί της μετατροπής των εταιρειών, με τις οποίες πλέον ρητά ορίστηκε ότι με τη μετατροπή η εταιρεία, χωρίς να λυθεί και να τεθεί υπό εκκαθάριση ,μεταβάλλει τη νομική μορφή της διατηρώντας τη νομική της προσωπικότητα (άρθρο 104) και ότι η μετατροπή συντελείται με μόνη την τήρηση των νομίμων διατυπώσεων δημοσιότητας, από την ολοκλήρωση των οποίων η μετατραπείσα εταιρεία, διατηρώντας τη νομική της προσωπικότητα συνεχίζεται με τη νέα νομική της μορφή, χωρίς να πραγματοποιείται μεταβίβαση της περιουσίας της με ειδική ή καθολική διαδοχή, ενώ και οι εκκρεμείς δίκες της συνεχίζονται αυτοδίκαια και χωρίς άλλη διατύπωση στο όνομα της εταιρείας με τη νέα νομική της μορφή (άρθρο 113 παρ. 1, 3α και 4).
Αριθμός 152/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου-Κοκολέτση και Παναγιώτη Βενιζελέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 7η Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία … και το διακριτικό τίτλο … όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην … Αττικής, και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Αρετής Βλαστού, η οποία κατέθεσε προτάσεις και το αίτημα της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Του αναιρεσίβλητου: Κ. Σ. του Δ., κατοίκου …, που δεν παραστάθηκε.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-4-2015 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 694/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 6890/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 11-2-2020 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε ο Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Βενιζελέας.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την 5320/2-6-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Ι. Μ., την οποία επικαλείται και προσκομίζει η αναιρεσείουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης 1435/136/12-2-2020 αίτησης αναίρεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου αυτής στις 16/2/2021, ενώπιον του Β-1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, επιδόθηκε με επιμέλεια της αναιρεσείουσας στον αναιρεσίβλητο. Κατά τη δικάσιμο αυτή η συζήτηση της αίτησης ματαιώθηκε, λόγω των εκτάκτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας, από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19 και ακολούθως, με την από 16-4-2021 Πράξη της Προέδρου του ανωτέρω τμήματος, ορίστηκε αυτεπαγγέλτως νέα ημέρα και ώρα συζήτησης της αίτησης, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης και γράφτηκε η υπόθεση στο πινάκιο. Όμως κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο ο αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε, όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση από το πινάκιο και πρέπει να δικασθεί, παρά την απουσία του σαν να είναι παρών, αφού κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στη αρχική δικάσιμο, όταν ματαιώθηκε η συζήτηση της υπόθεσης, ενώ η νέα εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρα 576 παρ. 2 ΚΠολΔ και 82 παρ. 2 Ν. 4790/2021).
Η ανωτέρω αίτηση αναίρεσης της 6890/12-12-2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, επί των ασκηθεισών από τους διαδίκους αντιθέτων εφέσεων κατά της 694/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που δίκασε κατά την ίδια διαδικασία και έκανε εν μέρει δεκτή την 73729/2451/16-7-2015 αγωγή του αναιρεσιβλήτου κατά της αναιρεσείουσας, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 ΚΠολΔ) και γι’ αυτό είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1, 3 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με τον Ν. 4072/2012 “Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος κ.λπ.”, ο οποίος με το άρθρο 294 παρ. 2 κατάργησε τις προϊσχύσασες διατάξεις του Εμπορικού Νόμου περί προσωπικών εταιρειών και εφαρμόζεται στην ένδικη υπόθεση, λόγω του χρόνου μετατροπής της αναιρεσείουσας, ομόρρυθμη είναι η εταιρεία με νομική προσωπικότητα, που επιδιώκει εμπορικό σκοπό και για τα χρέη της οποίας ευθύνονται παράλληλα όλοι οι εταίροι απεριόριστα και εις ολόκληρον (άρθρο 249 παρ. 1), αυτή από την καταχώρησή της στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.Μ.Η.) αποκτά νομική προσωπικότητα (άρθρο 251 παρ. 2), τη λύση της ακολουθεί η εκκαθάριση, εκτός αν οι εταίροι έχουν συμφωνήσει διαφορετικά (άρθρο 268 παρ. 1), η διαγραφή της από το Γ.Ε.Μ.Η. γίνεται μετά την περάτωση της εκκαθάρισης (άρθρο 268 παρ. 5), ετερόρρυθμη είναι η εταιρεία με νομική προσωπικότητα, που επιδιώκει εμπορικό σκοπό και για τα χρέη της οποίας ένας τουλάχιστον από τους εταίρους ευθύνεται περιορισμένα (ετερόρρυθμος εταίρος) και για την οποία εταιρεία, εφόσον δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση εφαρμόζονται οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρεία (άρθρο 271), η ετερόρρυθμη εταιρεία μπορεί να μετατραπεί σε ομόρρυθμη με ομόφωνη απόφαση των εταίρων (άρθρο 282 παρ. 2), ενώ και η ομόρρυθμη εταιρεία μπορεί να μετατραπεί σε ετερόρρυθμη με απόφαση των εταίρων και τήρηση των όρων του νόμου (άρθρο 282 Α). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η μετατροπή ομόρρυθμης σε ετερόρρυθμη εταιρεία και το αντίστροφο, όπως άλλωστε και η μετατροπή άλλων εταιρικών μορφών, που προβλέπονταν σε ειδικές διατάξεις που ίσχυαν κατά τον κατωτέρω χρόνο της επίδικης μετατροπής της αναιρεσείουσας (άρθρα 51, 53 Ν. 3190/1955 “Περί Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης” και 66, 66Α, 67 Ν. 2190/1920 “Περί Ανωνύμων Εταιρειών”) είναι η δικαιοπραξία με την οποία το “είδος” ή η “μορφή” νομικής προσωπικότητας ορισμένου νομικού προσώπου τροποποιείται από τα μέλη του, χωρίς εκκαθάριση, ίδρυση ή μεταβίβαση περιουσίας αλλά σαν συνέχιση του ιδίου υποκειμένου δικαίου. Εξακολουθεί δηλαδή υφιστάμενο το Νομικό Πρόσωπο της εταιρείας η δε μεταβολή συνίσταται μόνο στην αλλαγή του “ενδύματός” τους με τις εντεύθεν επερχόμενες μεταλλαγές ως προς την οργάνωση και λειτουργία του, ήτοι δεν καταλύεται η παλαιά νομική προσωπικότητα και δημιουργείται νέα, αλλά απλώς συνεχίζεται η παλαιά εταιρεία με διαφορετική νομική μορφή, οι δε εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται υπό τη νέα μορφή της εταιρείας, χωρίς καμία ειδικότερη διατύπωση από μέρους της και χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή της δίκης (ΑΠ 335/1996, ΑΠ 734/1994, ΑΠ 640/1986). Τα αποτελέσματα αυτά προβλέπονται πλέον ρητά στον Ν. 4601/2019 “Εταιρικοί μετασχηματισμοί… κ.λπ.”, ο οποίος με τα άρθρα 104-139 θέσπισε γενικές διατάξεις περί μετατροπής εταιρειών, ενώ με το άρθρο του 147 γ’ καταργήθηκαν και οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 282 και 282Α’ Ν. 4072/2012 και στη θέση τους, με τα άρθρα 104 επ., τέθηκαν νέες γενικές διατάξεις περί της μετατροπής των εταιρειών, με τις οποίες πλέον ρητά ορίστηκε ότι με τη μετατροπή η εταιρεία, χωρίς να λυθεί και να τεθεί υπό εκκαθάριση ,μεταβάλλει τη νομική μορφή της διατηρώντας τη νομική της προσωπικότητα (άρθρο 104) και ότι η μετατροπή συντελείται με μόνη την τήρηση των νομίμων διατυπώσεων δημοσιότητας, από την ολοκλήρωση των οποίων η μετατραπείσα εταιρεία, διατηρώντας τη νομική της προσωπικότητα συνεχίζεται με τη νέα νομική της μορφή, χωρίς να πραγματοποιείται μεταβίβαση της περιουσίας της με ειδική ή καθολική διαδοχή, ενώ και οι εκκρεμείς δίκες της συνεχίζονται αυτοδίκαια και χωρίς άλλη διατύπωση στο όνομα της εταιρείας με τη νέα νομική της μορφή (άρθρο 113 παρ. 1, 3α και 4). Περαιτέρω κατά το άρθρο 118 παρ. 3 ΚΠολΔ τα δικόγραφα, που επιδίδονται από ένα διάδικο στον άλλο ή υποβάλλονται στο δικαστήριο (όπως είναι και η αγωγή και η έφεση), πρέπει, μεταξύ άλλων, να αναφέρουν την επωνυμία και την έδρα όλων των διαδίκων, εάν είναι νομικά πρόσωπα. Η αναγραφή αυτή αποβλέπει στον προσδιορισμό της ταυτότητας του νομικού προσώπου και συνεπώς η εσφαλμένη αναγραφή των ανωτέρω στοιχείων δεν επιφέρει ακυρότητα ή απαράδεκτο του δικογράφου, εφ’ όσον από την εσφαλμένη αυτή αναγραφή δεν δημιουργείται αμφισβήτηση ως προς την ταυτότητα του διαδίκου, το δε δικαστήριο για να την προσδιορίσει, χωρεί στη συνολική έρευνα του περιεχομένου του δικογράφου (ΑΠ 968/2015). Εξάλλου, κατά το άρθρο 62 εδ. α’ ΚΠολΔ, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος και συνεπώς τέτοια ικανότητα να είναι διάδικος, δηλαδή να συμμετέχει στην έννομη σχέση της δίκης έχει κάθε νομικό πρόσωπο. Επίσης κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ δικαστική προστασία μπορεί να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον. Με τη διάταξη αυτή ρυθμίζεται και η νομιμοποίηση του διαδίκου, δηλαδή η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμά του ή έννομη σχέση, την οποία εξουσία, κατά κανόνα έχει ο φορέας της επίδικης ουσιαστικής έννομης σχέσης κατά το ουσιαστικό δίκαιο, ενώ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ο νόμος παρέχει την εξουσία διεξαγωγής της δίκης σε πρόσωπα, που δεν είναι φορείς της ουσιαστικής έννομης σχέσης (μη δικαιούχοι ή μη υπόχρεοι διάδικοι). Στην περίπτωση της κατά κανόνα νομιμοποίησης για τη θεμελίωσή της αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο ίδιος είναι ο φορέας του δικαιώματος και ο εναγόμενος της αντίστοιχης υποχρέωσης, ενώ επί εφέσεως ο εκκαλών για την ενεργητική νομιμοποίηση του ιδίου και την παθητική νομιμοποίηση του εφεσιβλήτου πρέπει να επικαλεσθεί τα άρθρα 516 και 517 ΚΠολΔ. Κατά τα άρθρα αυτά ο ηττηθείς πρωτοδίκως εναγόμενος νομοποιείται να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης και να την απευθύνει κατά του ενάγοντος, που νίκησε.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 περ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή διατακτικού (Ολ. ΑΠ 1/2016, Ολ. ΑΠ 2/2013). Η εσφαλμένη κρίση ως προς τη νομιμοποίηση του διαδίκου συνιστά παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ελέγχεται αναιρετικά με το ανωτέρω άρθρο (Ολ. ΑΠ 18/2005, ΑΠ 1072/2020).
Από την παραδεκτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσίβλητος άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών κατά της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία … και τον διακριτικό τίτλο … την 73729/2451/16-7-2015 αγωγή του, στην οποία ανέφερε ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκε από την εναγόμενη, στις 10/7/2010 για να εργασθεί ως μπουφετζής – barista στην καφετέρια ,που διατηρούσε αυτή και εργάστηκε, με τους όρους που αναφέρει στην αγωγή, μέχρι τις 13/2/2012 οπότε και αποχώρησε οικειοθελώς και ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το ποσό των 23.843,46 ευρώ για διαφορές αποδοχών ,διαφορές επιδομάτων Χριστουγέννων και Πάσχα, εργασία κατά το Σάββατο και την Κυριακή, νυκτερινή εργασία, αποδοχές αδείας και προσαύξησης αυτής λόγω μη χορήγησης άδειας και επίδομα αδείας, με τον νόμιμο τόκο από τον χρόνο που κάθε κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως δε από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, επικουρικά δε ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 19.794,30 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, πλην της εργασίας κατά τα Σάββατα, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού νομιμοτόκως ως ανωτέρω. Ζήτησε επίσης να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει νομιμοτόκως το ποσό των 40.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την προσβολή της προσωπικότητάς του, που προήλθε από την ψευδή, εν γνώσει του ψεύδους, μήνυση εναντίον του του νομίμου εκπροσώπου της Α. Κ., ότι αφαίρεσε παράνομα από το ταμείο της καφετέριας το ποσό των 200 ευρώ για να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Κατά τη συζήτηση της αγωγής στις 12/1/2017 εμφανίστηκε ως εναγομένη η ήδη αναιρεσείουσα και με τις προτάσεις, που κατέθεσε νόμιμα, ανέφερε ότι η επωνυμία της είναι … και η έδρα της είναι όχι στην οδό Λ. Μ. 14 στην Αθήνα, που αναφερόταν στην αγωγή, αλλά στην οδό Δ. Σ. 9 στο Νέο Ψυχικό Αττικής, όπου μετέφερε την έδρα της στις 18/5/2015, ενώ παρέθεσε και τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.)αυτής, που δεν αναγραφόταν στην αγωγή. Για απόδειξη των ανωτέρω η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε με τις προτάσεις της και προσκόμισε τις 1503 και 1504/18-5-2015 βεβαιώσεις της Δ.Ο.Υ. Ψυχικού για τη μεταβολή της έδρας της και τη μετατροπή της σε ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία … με την εγγραφή της στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) στις 18/5/2015, δηλαδή πριν την άσκηση της αγωγής, χωρίς να επικαλεσθεί κάποια βλάβη από την εσφαλμένη αναγραφή της επωνυμίας και της έδρας της στην αγωγή. Ο αναιρεσίβλητος δεν αντέλεξε στον ανωτέρω προσδιορισμό της αληθινής νομικής μορφής, επωνυμίας και έδρας της εναγόμενης και το ανωτέρω δικαστήριο εξέδωσε την 694/9-5-2017 οριστική του απόφαση, στην οποία ως εναγομένη εμφανίζει την ετερόρρυθμη εταιρεία …, κατά της οποίας είχε ασκηθεί η αγωγή, με έδρα όμως το Νέο Ψυχικό Αττικής, όπως δηλώθηκε από την αναιρεσείουσα. Με την απόφαση αυτή, απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμο το αίτημα καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και κατά τα λοιπά έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 1.233,65 ευρώ για επίδομα αδείας και εργασία κατά τις Κυριακές για το έτος 2010, υποχρεώθηκε η εναγόμενη να του καταβάλει 10.508,82 ευρώ νομιμοτόκως κατά τις διακρίσεις της απόφασης και κηρύχθηκε η απόφαση κατά την τελευταία αυτή διάταξη προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 6.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσείουσα ομόρρυθμη εταιρεία άσκησε κατά του αναιρεσιβλήτου στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών την 541995/31-5-2017 έφεση και με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών με αριθμό 2937/313/21-3-2019 και επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο στις 29-3-2019 πρόσθετους λόγους έφεσης, ενώ ο αναιρεσίβλητος άσκησε στο ίδιο δικαστήριο κατά της αναιρεσείουσας και της ανωτέρω απόφασης την 108381/20-11-2018 έφεση. Και στα τρία δικόγραφα, δηλαδή τόσον ως εκκαλούσα, όσο και ως εφεσίβλητη, αναφέρεται η αναιρεσείουσα με τα στοιχεία, που δήλωσε με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δηλαδή ως ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία … και έδρα το Νέο Ψυχικό Αττικής. Το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δίκασε τις δύο εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους έφεσης στις 9/4/2019 και με την 6890/12-12-2019 απόφασή του, αφού συνεκδίκασε αυτούς, απέρριψε την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης της αναιρεσείουσας ως απαράδεκτους, ενώ απέρριψε και την έφεση του αναιρεσιβλήτου ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ειδικότερα ως προς την απόρριψη της έφεσης και των πρόσθετων λόγων έφεσης της αναιρεσείουσας το Μονομελές Εφετείο δέχθηκε, κατά λέξη, τα ακόλουθα:
“… Ικανός να είναι διάδικος (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) είναι ο έχων την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η δυνατότητα του να είναι κανείς διάδικος αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση για την έκδοση απόφασης επί της ουσίας, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 73 του Κ.Πολ.Δ. το δικαστήριο υποχρεούται και αυτεπάγγελτα να εξετάσει την συνδρομή της παραπάνω διαδικαστικής προϋπόθεσης, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 313 παρ. 1 εδ. δ’ του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία “μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας μιας δικαστικής απόφασης, αν εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατά ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου”. Απόφαση που εκδόθηκε, μετά τη διεξαγωγή δίκης, κατ’ ανυπάρκτου νομικού προσώπου είναι ανύπαρκτη (άρθρα 34, 61, 62 Α.Κ., 313 παρ. 1 εδ. δ’ Κ.Πολ.Δ.). Έφεση που απευθύνεται κατ’ ανυπάρκτου νομικού προσώπου, εν γνώσει του εκκαλούντος (και) από τη διεξαγωγή της πρωτόδικης δίκης, είναι απαράδεκτη και απορριπτέα, διότι η έλλειψη της ικανότητας δικαίου αποτελεί απαραίτητη διαδικαστική προϋπόθεση για τη δυνατότητα εκδόσεως αποφάσεως επί της ουσίας … Στην προκειμένη περίπτωση, η από 31.5.2017 και με αριθ. εκθ. καταθ. 541995/502429/2017 (αριθ. καταθ. Εφετείου 3907/3204/2017) έφεση κατά της με αριθμό 694/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε την αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί από την ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία …, ενώ διάδικος – εναγομένη με βάση την εκκαλουμένη απόφαση είναι η ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία … Ουδόλως δε προκύπτει μετατροπή της εν λόγω εταιρείας από ετερόρρυθμη σε ομόρρυθμη κατά το χρονικό διάστημα μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης.
Συνεπώς, η εκκαλούσα …, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν μπορεί να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Επομένως, η κρινόμενη (Α) έφεση έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και η έφεση ασκήθηκε εντός προθεσμίας δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης με κατάθεση του δικογράφου αυτής στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις. Όμως, η υπό κρίση (Α) έφεση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει ενεργητικής νομιμοποίησης. Περαιτέρω, η ίδια εκκαλούσα, κατ’ άρθρο 520 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου τον από 21.3.2019 και με αριθμ. εκθ. καταθ. 2937/313/2019 πρόσθετο λόγο έφεσης με ιδιαίτερο δικόγραφο. Πέραν του ότι το δικόγραφο του πρόσθετου λόγου έφεσης δεν κοινοποιήθηκε στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης (βλ. την υπ’ αριθμ. 2710Θ/2019 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών δικαστικού επιμελητή Ι. Μ.), ο ανωτέρω πρόσθετος λόγος, που ασκήθηκε εκτός της προθεσμίας της έφεσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αυτοτελής έφεση. Ενόψει δε του παρεπόμενου σε σχέση με την έφεση χαρακτήρα του προσθέτου λόγου έφεσης, ο οποίος δεν έχει αυθυπαρξία αλλά συμπληρώνει την έφεση της εκκαλούσας και αποτελεί ενιαίο σύνολο με αυτήν … και λόγω της κατά τα άνω απόρριψης ως απαράδεκτης της υπό κρίση έφεσης, πρέπει και ο πρόσθετος λόγος να απορριφθεί ως απαράδεκτος…”.Με τις παραδοχές αυτές ότι η αναιρεσείουσα δεν έχει την ικανότητα να είναι διάδικος αλλά και δεν νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης, οι οποίες οδήγησαν στην απόρριψη αυτών ως απαραδέκτων, το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και στη συνέχεια εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 249 παρ. 1, 251 παρ. 2, 268 παρ. 1 και 5, 271, 282 παρ. 2 και 282Α Ν. 4072/2012, όπως οι δύο τελευταίες ίσχυαν κατά τον χρόνο της μετατροπής στις 18/5/2015, αφού, όπως προαναφέρθηκε η μετατροπή της αναιρεσείουσας από ετερόρρυθμη σε ομόρρυθμη εταιρεία, που μάλιστα έγινε πριν την άσκηση της αγωγής, δεν επέφερε μεταβολή στη νομική προσωπικότητά της καθιστώντας την ανύπαρκτο νομικό πρόσωπο, το οποίο δεν είναι ικανό να μετέχει ως διάδικος στην έννομη σχέση της δίκης ,ενώ λόγω της μετατροπής αυτής, η οποία δηλώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η ομόρρυθμη εταιρεία συνέχισε νόμιμα τη δίκη ως εναγομένη και συνεπώς, αφού ήταν η εναγομένη ,που ηττήθηκε κατά το ένα μέρος πρωτοδίκως, νομιμοποιείτο ενεργητικά κατά τα άρθρα 68, 516, 517 ΚΠολΔ να ασκήσει έφεση και πρόσθετους λόγους έφεσης χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή η αναφορά της στην εκκληθείσα απόφαση ως ετερόρρυθμης εταιρείας, αναφορά από προφανή παραδρομή του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία είναι δεκτική διορθώσεως κατά το άρθρο 315 ΚΠολΔ. Επομένως ο σχετικός πρώτος λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 παρ. 1 ΚΠολΔ είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών αιτιάσεων του λόγου αυτού, με τις οποίες γίνεται επίκληση λόγων αναίρεσης από το άρθρο 559 παρ. 8, 14, 17 και 19 ΚΠολΔ.
Κατά το άρθρο 559 παρ. 14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά τον νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Με τη διάταξη αυτή εισάγεται γενικός δικονομικός λόγος αναίρεσης με τον οποίο ελέγχεται κάθε μορφή ανισχύρου των διαδικαστικών πράξεων, που πηγάζει από άμεση παραβίαση διάταξης δικονομικής φύσης (Ολ. ΑΠ 2/2001, ΑΠ 399/2019). Με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 αντικαταστάθηκε με νέες διατάξεις ολόκληρο το τέταρτο βιβλίο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρα 591 έως 681 Δ’) που αναφέρεται στις ειδικές διαδικασίες και στη θέση τους τέθηκαν νέα άρθρα 591 έως 645. Κατά τη νέα διάταξη του άρθρου 591 παρ. ιζ’ στις ειδικές διαδικασίες ανταγωγή, αντέφεση και πρόσθετοι λόγοι έφεσης και αναψηλάφησης ασκούνται με ποινή απαραδέκτου με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον 8 ημέρες πριν τη συζήτηση…, κατά δε το άρθρο 614 παρ. 3 το άρθρο αυτό εφαρμόζεται και κατά τη νέα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών στην οποία υπάγονται πλέον και οι εργατικές διαφορές, που δικάζοντο πριν τον Ν. 4335/2015 κατά τα άρθρα 663-676 ΚΠολΔ. Εξάλλου κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ενάτου παρ. 2 του ανωτέρω νόμου 4335/2015 οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1/1/2016 ένδικα μέσα και αγωγές. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, που ασκούνται με ιδιαίτερο δικόγραφο κατά απόφασης, που εκδόθηκε κατά τις προϊσχύσασες διατάξεις της ειδικής διαδικασίας των εργατικών διαφορών των άρθρων 663-676 ΚΠολΔ μετά τις 1/1/2016, πρέπει να επιδοθούν στον εφεσίβλητο όχι τουλάχιστον 30 ημέρες πριν τη δικάσιμο, όπως προβλέπει το άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ, αλλά τουλάχιστον 8 ημέρες πριν τη δικάσιμο, όπως προβλέπει πλέον για τις ειδικές διαδικασίες το άρθρο 591 παρ. ιζ’ ΚΠολΔ.
Συνεπώς το Εφετείο, το οποίο με την προαναφερθείσα επάλληλη αιτιολογία του απέρριψε τους πρόσθετους λόγους έφεσης της αναιρεσείουσας ως απαραδέκτους και γιατί οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης επιδόθηκαν στον αναιρεσίβλητο λιγότερες από 30 ημέρες πριν τη δικάσιμο της έφεσης στις 9/4/2019 με την 2710/29-3-2019 έκθεση επίδοσης, παρά τον νόμο έκρινε δεδομένου ότι τόσον η έφεση, όσον και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης της αναιρεσείουσας ασκήθηκαν μετά την 1/1/2016, και κατά το εφαρμοζόμενο άρθρο 591 παρ. ιζ’ ΚΠολΔ οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης έπρεπε να επιδοθούν στον αναιρεσίβλητο όχι 30 αλλά 8 ημέρες πριν τη δικάσιμο, πράγμα το οποίο συνέβη και κατά τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης , γιατί οι πρόσθετοι λόγοι επιδόθηκαν στον αναιρεσίβλητο στις 29-3-2019 και η συζήτηση της έφεσης έγινε στις 9-4-2019, και γι’ αυτό ο σχετικός δεύτερος εκ του άρθρου 559 παρ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η αναίρεση, να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά τα κεφάλαιά της, με τα οποία απορρίφθηκαν η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης της αναιρεσείουσας – εκκαλούσας κατά της 694/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστή άλλον από εκείνον που εξέδωσε την απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτημα με το αναιρετήριο ή με το δικόγραφο των προτάσεων, ή με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθενται (τα δύο τελευταία) στη γραμματεία του Αρείου Πάγου έως την παραμονή της συζήτησης, διατάσσει με την αναιρετική απόφασή του την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από τη εκτέλεση. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ο Άρειος Πάγος για να διατάξει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την εκτέλεση, πρέπει αυτή, είτε εκούσια είτε αναγκαστική, να έγινε με βάση την αναιρούμενη απόφαση, και όχι με άλλη, γιατί στην τελευταία περίπτωση την επαναφορά διατάσσει, κατά το άρθρο 581 παρ. 3 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο της παραπομπής ενώπιον του οποίου συζητείται και πάλι η έφεση μετά την αναίρεση (ΑΠ 921/2020, ΑΠ 1134/2012). Με την αίτηση επαναφοράς ζητείται η απόδοση των καταβληθέντων, από τον αναιρεσείοντα προς τον αναιρεσίβλητο, χρηματικών ποσών του κεφαλαίου, των τόκων και των δικαστικών εξόδων, με το νόμιμο τόκο, από την επίδοση της διατάσσουσας την επαναφορά των πραγμάτων αναιρετικής απόφασης, γιατί από το χρόνο της επίδοσης αυτής καθίσταται, κατ` άρθρο 340 ΑΚ, υπερήμερος ο αναιρεσίβλητος. Όμως, ο αναιρεσείων δεν έχει το δικαίωμα να αξιώσει με την άνω αίτησή του τα καταβληθέντα έξοδα της έκδοσης απογράφου και αντιγράφου της προς εκτέλεση απόφασης, της σύνταξης επιταγής για εκτέλεση, της εντολής για τη διενέργεια αυτής και της ενεργηθείσας κατάσχεσης, διότι η διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 ΚΠολΔ, κατά την αληθινή της έννοια, επιτρέπει την απόδοση μόνο των ποσών, που η παροχή τους διατάχθηκε από την ίδια την αναιρεθείσα απόφαση και όχι, άρα, και των εξόδων της μετέπειτα επιχειρηθείσας αναγκαστικής ή εκούσιας εκτέλεσής της, τα οποία βαρύνουν τον καθ` ου η εκτέλεση όχι βάσει της απόφασης αυτής, αλλά βάσει του νόμου, ήτοι του άρθρου 932 ΚΠολΔ (ΑΠ 17/2021, ΑΠ 1453/2019, ). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τις προτάσεις της, που κατέθεσε την παραμονή της συζήτησης της υπόθεσης, ζητεί να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να της καταβάλει με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της απόφασης το συνολικό ποσό των 15.455,24 ευρώ, το οποίο κατέβαλε στον αναιρεσίβλητο, κατά το ποσό των 9.455,24 ευρώ μετά από αναγκαστική εκτέλεση της αναιρεθείσας απόφασης και ειδικότερα 2979,80 ευρώ για υπόλοιπο επιδικασθέντος κεφαλαίου, 4600,35 ευρώ για τόκους υπερημερίας και επιδικίας, 450 ευρώ για δικαστική δαπάνη, 6 ευρώ για έξοδα αντιγράφου του απογράφου, 450 ευρώ για σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή, 68,20 ευρώ για δαπάνη επιδόσεως αυτής, 318 ευρώ για τέλος απογράφου και 582,80 ευρώ για έξοδα αναγκαστικής κατάσχεσης και κατά το υπόλοιπο ποσό των 6.000 ευρώ σε εκούσια εκτέλεση της 694/2017 προσωρινά εκτελεστής πρωτόδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η αίτηση, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκε παραδεκτά αλλά είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη ως προς τα αιτήματά της καταβολής 1) του ποσού των 6.000 ευρώ , που πλήρώθηκε εκούσια δυνάμει της πρωτόδικης προσωρινά εκτελεστης απόφασης, γιατί η καταβολή αυτή δεν έγινε σε εκτέλεση της αναιρεθείσας απόφασης και 2)των ποσών, που πληρώθηκαν για έξοδα αναγκαστικής εκτέλεσης της αναιρούμενης απόφασης (έξοδα απογράφου, επιδόσεως και αναγκαστικής κατασχέσεως). Κατά το λοιπό της περιεχόμενο η αίτηση είναι νόμιμη και πρέπει να εξετασθεί κατ’ ουσίαν. Από τα έγγραφα που προσκομίζει και επικαλείται η αναιρεσείουσα αποδεικνύεται ότι αυτή στις 3/8/2021 κατέβαλε μετά από αναγκαστική εκτέλεση, που επέσπευσε ο αναιρεσίβλητος, το ποσό των 9.455,24 ευρώ για υπόλοιπο κεφάλαιο, τόκους δικαστικά έξοδα και έξοδα εκτελέσεως , από το οποίο δικαιούται το ποσό των 2.979,80 ευρώ ,που αφορά σε υπόλοιπο επιδικασθέντος κεφαλαίου, το ποσό των 4.600,35 ευρώ , που αφορά σε τόκους υπερημερίας και επιδικίας και το ποσό των 450 ευρώ που αφορά σε δικαστική δαπάνη και συνολικά το ποσό των 8.030,15 ευρώ . Επομένως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η αίτηση και να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να καταβάλει στην αναιρεσείουσα το ποσό των 8.030,15 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης και μέχρι την εξόφληση. Τέλος τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας πρέπει να επιβληθούν στον αναιρεσίβλητο λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
– Αναιρεί την 6890/12-12-2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που απέρριψε την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης της αναιρεσείουσας.
– Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρεθέν μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση.
– Δέχεται εν μέρει την αίτηση του αναιρεσείοντος περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
– Υποχρεώνει τον αναιρεσίβλητο να καταβάλει στην αναιρεσείουσα το ποσό των οκτώ χιλιάδων τριάντα ευρώ και δεκαπέντε λεπτά (8.030,15 €) με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης και μέχρι την εξόφληση και
– Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 2 Φεβρουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ