Απόφαση 286/2022 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 649 και 653 του ΑΚ, 3 παρ. 2 του Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του Ν.3198/1955 και 1 και 14 της υπ’ αριθ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας “περί προστασίας του ημερομισθίου”, που κυρώθηκε με τον Ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας.
Επομένως, δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίνονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή από πρόθεση, εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους.
Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρόνιου, του αδιάλειπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, εάν ο εργοδότης κατά την έναρξη της χορήγησής του ή έστω και αργότερα, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους, επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις ανακαλέσει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε (ΑΠ 1449/2019, ΑΠ 869/2018, 603/2017).
Η επιχειρησιακή συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ζητημάτων ,που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στο χώρο μιας επιχείρησης, δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων αλλά μπορεί, να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητώς με ανακοίνωσή του υπόσχεται στους εργαζομένους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση, χορηγεί συνεχώς τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζομένους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης (αρθ. 361 του ΑΚ) και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα της μονομερούς και συνεπώς ελευθέρως ανακλητής παροχής. Κύριο επομένως αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του μισθού παροχές, στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζομένους, χωρίς να έχει νομική δέσμευση.
Οι παροχές αυτές, και αν ακόμη καταβάλλονται τακτικά και αδιάλειπτα επί μακρό χρονικό διάστημα, διατηρούν το χαρακτήρα τους ως οικειοθελών, αν αυτή είναι η βούληση των μερών και ιδίως όταν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει σ’ αυτόν το δικαίωμα για ανάκλησή τους.
Στην περίπτωση αυτή από την με τον τρόπο αυτό δημιουργηθείσα επιχειρησιακή συνήθεια δεν μπορεί να ανακύψει σιωπηρή συμφωνία και κατ’ επέκταση συμβατική δέσμευση του εργοδότη για τη συνέχιση καταβολής των εν λόγω παροχών.
Μάλιστα, εφόσον ο εργοδότης έχει επιφυλάξει σε αυτόν το δικαίωμα ανάκλησης οικειοθελούς παροχής, δεν απαιτείται κατά νόμο η επιφύλαξη αυτή να επαναλαμβάνεται κάθε φορά που ο εργοδότης χορηγεί την άνω παροχή, αλλά αρκεί ο σχετικός όρος να υπάρχει στην ατομική σύμβαση εργασίας, που κατάρτισε ο εργαζόμενος κατά την πρόσληψή του.
Κατά συνέπεια, η από αυτόν (εργοδότη) κατ’ ενάσκηση του πηγάζοντος από τα άρθρα 648 και 652 του ΑΚ, διευθυντικού δικαιώματός του, διακοπή ή τροποποίηση μίας τέτοιας παροχής, δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σχέσης και εντεύθεν δεν θεμελιώνει τα εκ του άρθρου 7 του ν. 2112/1920 δικαιώματα του εργαζομένου (ΑΠ 1449/2019, 603/2017, ΑΠ 1402/2017), ενώ επιπλέον δεν απαιτείται να δικαιολογήσει ο εργοδότης την ενέργειά του αυτή. Αντίθετα μπορεί να δημιουργηθεί συμβατική δέσμευση για την υποχρέωση καταβολής μιας τέτοιας παροχής (οικειοθελούς αρχικά) από επιχειρησιακή συνήθεια, με βάση σιωπηρή συμφωνία, υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, με αποτέλεσμα την αδυναμία του εργοδότη να διακόψει μονομερώς την καταβολή της, εάν ο εργοδότης δεν έχει επιφυλάξει στον εαυτό του το ως άνω δικαίωμα ανάκλησης, αφού στην περίπτωση αυτή η παροχή παύει πλέον να είναι οικειοθελής (ΑΠ 1449/2019, ΑΠ 48/2015, ΑΠ 258/2012).
Αριθμός 286/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Λουκά Μόρφη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, Ιωάννη Δουρουκλάκη, Δημητρία Στρούζα-Ξένου και Παναγιώτη Βενιζελέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 21η Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Σ. Α. του Γ., κατοίκου … Αττικής, που παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου Άρτεμης Καρύδη, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Ληξουριώτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-12-2014 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 340/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1256/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 2 Ιουνίου 2020 αίτησή του και τους από 8-2-2021 πρόσθετους λόγους της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε ο Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Βενιζελέας. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 2/06/2020 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 3417/406/18-6-2020 αίτηση αναίρεσης της 1256/5-3-2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 παρ. 3 Κ. Πολ. Δ.) έφεση της αναιρεσίβλητης κατά της 340/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αφού την έκανε δεκτή, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και απέρριψε καθ’ ολοκληρίαν την 142074/4907/2014 αγωγή του αναιρεσείοντος κατά της αναιρεσίβλητης, έχει ασκηθεί παραδεκτά (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 Κ. Πολ. Δ.) και πρέπει να εξετασθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1, 3 Κ. Πολ. Δ.).
Κατά το άρθρο 569 παρ. 2 Κ. Πολ. Δ. “οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης ως προς τα ίδια κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με αυτά, ασκούνται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τριάντα τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση. Αντίγραφο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων επιδίδεται πριν από την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους. Η επίδοση μπορεί να γίνει και στον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσιβλήτου, αν αυτός επισπεύδει την συζήτηση…. Τα ίδια εφαρμόζονται και όταν τη συζήτηση επισπεύδει ο αναιρεσίβλητος ή άλλος διάδικος εκτός από τον αναιρεσείοντα”. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 568 παρ. 2, 3 και 570 παρ. 3 Κ. Πολ. Δ. συνάγεται ότι για την παραδεκτή άσκηση των πρόσθετων λόγων αναίρεσης προσαπαιτείται η αθροιστική πλήρωση δύο προϋποθέσεων, ήτοι η κατάθεση του δικογράφου αυτών στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τουλάχιστον τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης και η επίδοση του δικογράφου αυτών στην ίδια ως άνω προθεσμία πριν από τη συζήτηση της αναίρεσης. Ως ημέρα συζήτησης της αναίρεσης νοείται εκείνη που κατά το άρθρο 568 παρ. 2 Κ. Πολ. Δ. ορίζεται αρμοδίως, δηλαδή η αρχική και όχι η μεταγενέστερη, που ορίζεται μετ’ αναβολή από την αρχική δικάσιμο ή μετά από ματαίωση ή κήρυξη απαράδεκτης της συζήτησης. Η παράλειψη της κατάθεσης του δικογράφου των πρόσθετων λόγων πριν από την τριακονθήμερη αυτή προθεσμία ή της επίδοσής του πριν από αυτή ,σε περίπτωση εμπρόθεσμης κατάθεσης, συνεπάγεται το απαράδεκτο αυτών, με άμεση συνέπεια την απόρριψή τους κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα ,σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 577 παρ. 1 και 2 Κ. Πολ. Δ., που εφαρμόζονται αναλογικά και για τους πρόσθετους λόγους και που ορίζουν ότι το δικαστήριο πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης και ,αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή, ο Άρειος Πάγος την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως [ΑΠ 324/2020, 761/2020]. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων άσκησε πρόσθετους λόγους αναίρεσης τους οποίους κατέθεσε στην γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 10/02/2021, συνταχθείσας της 25/10-2-2021 έκθεσης κατάθεσης, δηλαδή περισσότερες από 30 πλήρεις ημέρες πριν τις 16/3/2021, ημερομηνία που είχε αρχικά ορισθεί για την συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, χωρίς όμως και να την επιδώσει εντός της ίδιας προθεσμίας στην αναιρεσίβλητη, αφού ο αναιρεσείων ούτε επικαλείται ούτε προσκομίζει σχετική έκθεση επίδοσης. Επομένως, όπως προαναφέρθηκε, οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν.
Από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 649 και 653 του ΑΚ, 3 παρ. 2 του Ν. 2112/1920, 5 παρ. 1 του Ν.3198/1955 και 1 και 14 της υπ’ αριθ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας “περί προστασίας του ημερομισθίου”, που κυρώθηκε με τον Ν. 3248/1955, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Επομένως, δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίνονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή από πρόθεση, εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους. Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρόνιου, του αδιάλειπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, εάν ο εργοδότης κατά την έναρξη της χορήγησής του ή έστω και αργότερα, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους, επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις ανακαλέσει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε (ΑΠ 1449/2019, ΑΠ 869/2018, 603/2017). Η επιχειρησιακή συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ζητημάτων ,που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στο χώρο μιας επιχείρησης, δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων αλλά μπορεί, να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητώς με ανακοίνωσή του υπόσχεται στους εργαζομένους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση, χορηγεί συνεχώς τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζομένους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης (αρθ. 361 του ΑΚ) και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα της μονομερούς και συνεπώς ελευθέρως ανακλητής παροχής. Κύριο επομένως αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του μισθού παροχές, στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζομένους, χωρίς να έχει νομική δέσμευση. Οι παροχές αυτές, και αν ακόμη καταβάλλονται τακτικά και αδιάλειπτα επί μακρό χρονικό διάστημα, διατηρούν το χαρακτήρα τους ως οικειοθελών, αν αυτή είναι η βούληση των μερών και ιδίως όταν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει σ’ αυτόν το δικαίωμα για ανάκλησή τους. Στην περίπτωση αυτή από την με τον τρόπο αυτό δημιουργηθείσα επιχειρησιακή συνήθεια δεν μπορεί να ανακύψει σιωπηρή συμφωνία και κατ’ επέκταση συμβατική δέσμευση του εργοδότη για τη συνέχιση καταβολής των εν λόγω παροχών. Μάλιστα, εφόσον ο εργοδότης έχει επιφυλάξει σε αυτόν το δικαίωμα ανάκλησης οικειοθελούς παροχής, δεν απαιτείται κατά νόμο η επιφύλαξη αυτή να επαναλαμβάνεται κάθε φορά που ο εργοδότης χορηγεί την άνω παροχή, αλλά αρκεί ο σχετικός όρος να υπάρχει στην ατομική σύμβαση εργασίας, που κατάρτισε ο εργαζόμενος κατά την πρόσληψή του. Κατά συνέπεια, η από αυτόν (εργοδότη) κατ’ ενάσκηση του πηγάζοντος από τα άρθρα 648 και 652 του ΑΚ, διευθυντικού δικαιώματός του, διακοπή ή τροποποίηση μίας τέτοιας παροχής, δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σχέσης και εντεύθεν δεν θεμελιώνει τα εκ του άρθρου 7 του Ν. 2112/1920 δικαιώματα του εργαζομένου (ΑΠ 1449/2019, 603/2017, 1402/2017), ενώ επιπλέον δεν απαιτείται να δικαιολογήσει ο εργοδότης την ενέργειά του αυτή. Αντίθετα μπορεί να δημιουργηθεί συμβατική δέσμευση για την υποχρέωση καταβολής μιας τέτοιας παροχής (οικειοθελούς αρχικά) από επιχειρησιακή συνήθεια, με βάση σιωπηρή συμφωνία, υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, με αποτέλεσμα την αδυναμία του εργοδότη να διακόψει μονομερώς την καταβολή της, εάν ο εργοδότης δεν έχει επιφυλάξει στον εαυτό του το ως άνω δικαίωμα ανάκλησης, αφού στην περίπτωση αυτή η παροχή παύει πλέον να είναι οικειοθελής (ΑΠ 1449/2019, 48/2015, 258/2012).
Περαιτέρω σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 38 του Ν. 3522/2006, η οποία κατά το άρθρο 39 παρ. ιγ’ του ιδίου νόμου άρχισε να ισχύει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, που έγινε στις 22/12/2006, “Από την έναρξη ισχύος του παρόντος εφαρμόζεται στο σύνολο του προσωπικού του … Α.Ε ο Εσωτερικός Κανονισμός Προσωπικού της … Α.Ε., ως ισχύει σήμερα, με την εξαίρεση των άρθρων 11, 12, 13, καταργούμενης κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, όρου συλλογικής σύμβασης εργασίας ή επιχειρησιακής συλλογικής συμφωνίας, απόφασης της διοίκησης του … ή εντεταλμένων οργάνων του και πρακτικής, οποιουδήποτε χαρακτήρα ή νομικής δεσμευτικότητας, που αφορούν σε θέματα εσωτερικού κανονισμού του προσωπικού του … και αντίκεινται στις ρυθμίσεις του ως άνω Εσωτερικού Κανονισμού Προσωπικού της …, με την επιφύλαξη των διατάξεων των επόμενων εδαφίων. Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου: α) τα άρθρα 20 παράγραφοι 1 , ΙΙΙ παρ. 2-10 και τα άρθρα 23-40 του καταργούμενου Γενικού Κανονισμού Προσωπικού …, που αφορούν στον πειθαρχικό έλεγχο του προσωπικού, β) οι υφιστάμενες ρυθμίσεις και όροι των επιχειρησιακών σ.σ.ε. που αφορούν στο μισθολογικό καθεστώς, εξαιρουμένων, για όσους πρόκειται να προσληφθούν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος του χρονοεπιδόματος και όλων των λοιπών επιδομάτων γ) τα άρθρα 5, 7, 12, 13, 14, 16, 17, 18, 42, 46, 47 του καταργούμενου Γενικού Κανονισμού Προσωπικού … Α.Ε. ως Δόκιμο ή Μόνιμο. Ο Εσωτερικός Κανονισμός Προσωπικού των προηγούμενων εδαφίων τροποποιείται περαιτέρω εν όλω ή εν μέρει με επιχειρησιακή σ.σ.ε. σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 5 και 6 του ν. 1876/1990“. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι και μετά την εισαγωγή του νέου Εσωτερικού Κανονισμού Προσωπικού (ΕΚΠ) της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος αποτελεί μείγμα ρυθμίσεων, που λήφθηκαν από τον ΕΚΠ της … και από τον ΕΚΠ του …., οι οποίες έλαβαν ισχύ τυπικού νόμου (ΑΠ 1358/2017), ρητά ορίστηκε ως προς τους ήδη εργαζομένους κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος του νόμου, ότι εξακολουθούν να ισχύουν όλες οι υφιστάμενες ρυθμίσεις και όροι των Επιχειρησιακών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ. Πολ. Δ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστασιακών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΑΠ 1449/2019). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (εντάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 1449/2019, 1420/2013). Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 Κ. Πολ. Δ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και επομένως προϋποθέτει έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και διατύπωση αποδεικτικού πορίσματος από το δικαστήριο της ουσίας. Η διάταξη αυτή, αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει δε από αυτήν ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας, που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. ΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δε συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ. Πολ. Δ. να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του Κ. Πολ. Δ. εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (Α.Π. 1449/2019, ΑΠ 1420/2013).
Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Εφετείο, δικάζοντας έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης κατά της 340/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 29/12/2014 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος κατά της αναιρεσίβλητης και υποχρεώθηκε αυτή να του καταβάλει νομιμοτόκως το συνολικό ποσό των 27.191,20 ευρώ για το ελεγκτικό επίδομα, που του κατέβαλλε και διέκοψε την καταβολή του και για διαφορές επιδομάτων εορτών και αδείας λόγω μη συνυπολογισμού σ’ αυτά και του ελεγκτικού επιδόματος, δέχθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Ο ενάγων (ήδη αναιρεσείων) προσλήφθηκε από την εναγομένη (ήδη αναιρεσίβλητη) στις 18/11/1996 αρχικά με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που στη συνέχεια μετατράπηκε σε σύμβαση αορίστου χρόνου και στις 10-6-1999 μονιμοποιήθηκε ως εξειδικευμένο προσωπικό στον τομέα των δικτύων ηλεκτρονικών υπολογιστών. Παρείχε τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος στη Διεύθυνση Διαχείρισης Δικτύου της Γενικής Διεύθυνσης Τεχνολογίας της εναγομένης, ενώ στη συνέχεια, μετά από προκήρυξη και αίτησή του, επιλέχθηκε για να παρέχει τις υπηρεσίες του από 12-11-2007 ως εσωτερικός ελεγκτής στη Διεύθυνση Εσωτερικού Ελέγχου της εναγομένης, όπου εργάζεται μέχρι σήμερα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 παρ. 3, 1 του Κανονισμού Εσωτερικού Ελέγχου της εναγομένης, που εγκρίθηκε με την απόφαση 1/Δ.36/9-1-1998 του Προέδρου του Δ.Σ. και Διευθύνοντος Συμβούλου της και αποτελεί συμπλήρωση και αναθεώρηση του Κανονισμού, που εγκρίθηκε από το Διοικητικό της Συμβούλιο, κατά τις 2453/7-5-1996 και 2468/1-8-1996 συνεδριάσεις του, “Οι Εσωτερικοί Ελεγκτές, λόγω του ιδιόμορφου και εξειδικευμένου έργου που εκτελούν, λαμβάνουν ελεγκτικό επίδομα, μόνο κατά τον χρόνο εκτέλεσης του ελεγκτικού τους έργου. Το ελεγκτικό επίδομα αντιστοιχεί σε ποσοστό επί των τακτικών αποδοχών των Ελεγκτών, ως ακολούθως: α) Προϊστάμενος Ελεγκτής 60% β) Επικεφαλής Ελεγκτές 50% γ) Υπεύθυνοι Ομάδων Ελεγκτές 40% δ) Γενικοί Ελεγκτές 40% ε) Έκτακτοι Ελεγκτές 40%”. Επίσης, το Δ. Σ. της εναγομένης κατά τη δεύτερη ως άνω συνεδρίαση του (2468 της 1-8-1996) διευκρίνισε ότι ‘Το ελεγκτικό επίδομα: είναι οικειοθελής παροχή, δεν αποτελεί τακτικές αποδοχές και ο Οργανισμός επιφυλάσσει στον εαυτό του ρητά το δικαίωμα ανακλήσεως του. Δεν υπολογίζεται στα δώρα των Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και στο επίδομα αδείας. Χορηγείται αποκλειστικά και συνδέεται υποχρεωτικά με την πραγματική άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων των Ελεγκτών και για κάθε ημέρα απουσίας, για οποιαδήποτε λόγο ή αποχή δικαιούχου από τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, περικόπτεται το 1/30 του επιδόματος αυτού”. Ακολούθως, το Δ. Σ. της εναγομένης με απόφαση που έλαβε κατά την 2761/29-8-2006 συνεδρίασή του, καθόρισε, μεταξύ άλλων, ότι από 1-1-2006 το ελεγκτικό επίδομα που λαμβάνει α) ο Προϊστάμενος Εσωτερικός Ελεγκτής υπολογίζεται σε ποσοστό 112% επί του ποσού των εξόδων κίνησης και παράστασης προϊσταμένων υπηρεσιακών λειτουργιών στάθμης Δ/νσης β) ο Επικεφαλής εσωτερικός ελεγκτής υπολογίζεται σε ποσοστό 64% επί του ποσού του ελεγκτικού επιδόματος του Προϊσταμένου εσωτερικού ελεγκτή γ) ο υπεύθυνος ομάδας εσωτερικός ελεγκτής υπολογίζεται σε ποσοστό 80% επί του ποσού του ελεγκτικού επιδόματος του Επικεφαλής εσωτερικού ελεγκτή και δ) ο Εσωτερικός Ελεγκτής υπολογίζεται σε ποσοστό 68% επί του ποσού του ελεγκτικού επιδόματος του Επικεφαλής Εσωτερικού Ελεγκτή, ότι χορηγείται στους δικαιούχους και περικόπτεται με τους όρους και προϋποθέσεις που χορηγούνται και περικόπτονται τα έξοδα κίνησης και παράστασης Προϊσταμένων Υπηρεσιακών Λειτουργιών και ότι κατά τα λοιπά εξακολουθούν να ισχύουν οι ρυθμίσεις που εφαρμόζονταν σχετικά με το ελεγκτικό επίδομα, στα σημεία τους που δεν έρχονται σε αντίθεση με τις προβλέψεις της παρούσας απόφασης. Εξάλλου, αναφορικά με τα ως άνω αναφερόμενα έξοδα κίνησης και παράστασης, που θεσπίστηκαν με την από 16-5-1995 ΕΣΣΕ μεταξύ …..και ….., ορίστηκε ότι “Τα ως άνω έξοδα είναι οικειοθελής παροχή, δεν αποτελούν τακτικές αποδοχές και ο ….. επιφυλάσσει σ’αυτόν ρητά το δικαίωμα ανακλήσεώς τους. Δεν υπολογίζονται στα δώρα των Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και στο επίδομα αδείας”, τούτο δε εξακολούθησε να ισχύει και με την από 10-6-1999 ΕΣΣΕ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 9 του νεώτερου Κανονισμού Εσωτερικού Ελέγχου της εναγομένης, που εγκρίθηκε από το Διοικητικό της Συμβούλιο, κατά την 2770/19-12-2006 συνεδρίασή του, “Οι Εσωτερικοί Ελεγκτές, λόγω του εξειδικευμένου έργου που εκτελούν, αμείβονται με ιδιαίτερο τρόπο και λαμβάνουν “Ελεγκτικό Επίδομα”, πέραν των όσων άλλων ισχύουν στον …… Ο τρόπος υπολογισμού του Ελεγκτικού Επιδόματος καθώς και οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης ή περικοπής του καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Επιτροπής Ελέγχου. Οι σχετικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου προσαρτώνται στον παρόντα Κανονισμό ως Παράρτημα V”, ενώ κατά το άρθρο 12 του εν λόγω Κανονισμού “Τα συνημμένα στον παρόντα Κανονισμό παραρτήματα, και όπως αυτά τροποποιούνται κάθε φορά, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτού”. Προέκυψε περαιτέρω, ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του ….., κατά την 2946/23-1-2014 συνεδρίασή του αποφάσισε την ανάκληση από 1-4-2014 της παροχής του ελεγκτικού επιδόματος και τη χορήγηση στα στελέχη της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικού Ελέγχου Ομίλου …. των εξόδων κίνησης-παράστασης που λαμβάνουν τα στελέχη των υπόλοιπων επιχειρησιακών μονάδων της, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις. Ο ενάγων, λάμβανε το ελεγκτικό επίδομα καθόλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του ως εσωτερικός ελεγκτής στη Διεύθυνση Εσωτερικού Ελέγχου της εναγομένης, ήτοι από 12-11-2007 μέχρι 1-4-2014 που η παροχή του ανακλήθηκε, όπως προαναφέρθηκε. Το εν λόγω επίδομα δεν συνυπολόγιζε η εναγομένη ως βάση για τον υπολογισμό των καταβαλλόμενων στον ενάγοντα επιδομάτων εορτών και αδείας κατά τα επίδικα έτη 2009 έως 2014. Από τις προαναφερόμενες αποφάσεις του ΔΣ της εναγομένης (2468/1- 8-1996 και 2761/29-8-2006) καθώς και τους Κανονισμούς Εσωτερικού Ελέγχου αυτής (των ετών 1998 και 2006), συνάγεται ότι το επίδικο ελεγκτικό επίδομα αποτέλεσε εξαρχής (από τη θέσπισή του κατά το έτος 1996) οικειοθελή παροχή της εναγομένης προς τους εσωτερικούς ελεγκτές, η οποία δεν θα μπορούσε να αποκτήσει μισθολογικό χαρακτήρα, με την έννοια δηλαδή να εξελιχθεί σιωπηρά σε υποχρεωτική παροχή και να γεννώνται αξιώσεις υπέρ του ενάγοντα για την καταβολή της, παρά το ότι αυτή χορηγείτο σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενόψει του ότι υπήρχε “επιφύλαξη ελευθεριότητας” από την εναγομένη, η οποία είχε επιφυλάξει ρητά για τον εαυτό της το δικαίωμα ανακλήσεως του εν λόγω επιδόματος. Με την αλλαγή δε του συστήματος αμοιβής των εσωτερικών ελεγκτών, βάσει της 2761/29-8-2006 απόφασης του ΔΣ της εναγομένης, με την οποία ρυθμίστηκε εκ νέου η παροχή του ελεγκτικού επιδόματος και ορίστηκε ότι αυτό χορηγείται και περικόπτεται με τους όρους και προϋποθέσεις που χορηγούνται και περικόπτονται τα έξοδα κίνησης και παράστασης των προϊσταμένων των υπηρεσιακών λειτουργιών της εναγομένης, ενώ κατά τα λοιπά θα εξακολουθούν να ισχύουν οι ρυθμίσεις που εφαρμόζονταν σχετικά με το ελεγκτικό επίδομα, στα σημεία τους που δεν έρχονται σε αντίθεση με τις προβλέψεις της παρούσας απόφασης, συνάγεται ότι εξακολούθησε να ισχύει ο όρος ότι το ελεγκτικό επίδομα είναι οικειοθελής παροχή, ότι δεν υπολογίζεται στα επιδόματα εορτών και αδείας και ότι επιφυλάσσει ο οργανισμός στον εαυτό του ρητά το δικαίωμα ανακλήσεως του. Πέραν αυτού, εφόσον ως προς τα έξοδα κίνησης και παράστασης στο πλαίσιο λειτουργίας της εναγομένης γίνεται δεκτό χωρίς αμφισβήτηση ότι δεν εμπίπτουν στην έννοια των τακτικών αποδοχών, επιβεβαιώνεται και ενισχύεται με την αλλαγή αυτή ο χαρακτήρας του ελεγκτικού επιδόματος ως οικειοθελούς; παροχής. Συνακόλουθα, εφόσον το ελεγκτικό επίδομα χορηγήθηκε εξαρχής ως οικειοθελής παροχή με τον όρο ότι δεν αποτελεί τούτο τακτικές αποδοχές και η εναγομένη επιφύλαξε στον εαυτό της ρητά το δικαίωμα ανακλήσεως του (επιφύλαξη ελευθεριότητας), δεν υφίστατο υποχρέωση της εναγομένης να συνυπολογίζει αυτό ως βάση υπολογισμού στα καταβαλλόμενα στον ενάγοντα επιδόματα εορτών και αδείας, ενώ είχε το δικαίωμα να διακόψει την παροχή αυτή μονομερώς και αναιτιολόγητα οποτεδήποτε, όπως και έπραξε από 1-4-2014, χωρίς η ενέργεια αυτή της εναγομένης να συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος. Προέκυψε περαιτέρω, όπ η πρόβλεψη της εναγομένης περί του οικειοθελούς χαρακτήρα του ελεγκτικού επιδόματος και η επιφύλαξη του δικαιώματος της ως εργοδότριας να το ανακαλέσει οποτεδήποτε, είχαν περιέλθει σε γνώση του ενάγοντος, ενόψει του ότι οι προαναφερόμενες αποφάσεις του ΔΣ της εναγομένης προσαρτήθηκαν με τη μορφή Παραρτήματος, δηλαδή ως αναπόσπαστο μέρος του Κανονισμού Εσωτερικού Ελέγχου του έτους 2006, στον οποίο ο πρώτος είχε πρόσβαση, κρίση που ενισχύεται και από το γεγονός ότι ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε ο ενάγων επί μία επταετία (2007-2014) για το μη συνυπολογισμό του ελεγκτικού επιδόματος στα επιδόματα εορτών και αδείας του, παρά μόνο με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής” Με βάση της παραδοχές αυτές το Μονομελές Εφετείο έκανε δεκτή την έφεση της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε κρίνει ότι το ελεγκτικό επίδομα αποτελούσε συμβατική παροχή, που δεν μπορούσε να διακοπεί μονομερώς από την αναιρεσίβλητη και απέρριψε καθ’ ολοκληρίαν την αγωγή του αναιρεσείοντος. Έτσι που έκρινε το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 361, 648, 649, 653 Α.Κ., 1 και 14 της 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας “περί προστασίας του ημερομισθίου”, που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955 και 38 παρ. 3 Ν. 3522/2006, καθ’ όσον τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά ,που έγιναν δεκτά ως αποδειχθέντα, πληρούσαν το πραγματικό των διατάξεων αυτών και δικαιολογούσαν την απόρριψη της ένδικης αγωγής, δεδομένου ότι έγινε δεκτό ότι το ελεγκτικό επίδομα αποτελούσε οικειοθελή και όχι συμβατικά ρυθμισμένη και συνεπώς μη ανακλητή παροχή της αναιρεσίβλητης προς τα στελέχη της Δ/νσης Εσωτερικού Ελέγχου (μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και ο αναιρεσείων), το οποίο επίδομα δόθηκε με επιφύλαξη ελευθεριότητας, αφού η αναιρεσίβλητη κατά την χορήγηση του είχε επιφυλάξει στον εαυτό της το δικαίωμα να διακόψει την καταβολή του, όποτε το θελήσει ,ενώ ρητά είχε ορίσει ότι δεν θα συμπεριλαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών και αδείας ,γεγονότα, τα οποία γνώριζε ο αναιρεσείων και έτσι με την διακοπή καταβολής του στον αναιρεσείοντα δεν μετέβαλε μονομερώς τις συνθήκες εργασίας του, ενώ περαιτέρω ορθά έκρινε ότι με το άρθρο 38 παρ. 3 του Ν. 3522/2006 δεν είχαν καταργηθεί οι προβλέψεις παροχών ως οικειοθελών στις προγενέστερες Επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΕΣΣΕ), συνεπώς και στην ΕΣΣΕ του 1995, που υπήγαγε τα έξοδα παράστασης και κίνησης στην έννοια της οικειοθελούς παροχής ,αφού έγινε δεκτό ότι ο αναιρεσείων προσλήφθηκε στην αναιρεσίβλητη πριν τις 22/12/2006, που άρχισε να ισχύει το άρθρο αυτό. Επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του, που στηρίζεται στο άρθρο 559 αρ. 1, στον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω το Μονομελές Εφετείο, υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του, δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτούμενη αιτιολογία, που ανταποκρίνεται στο πραγματικό των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, που προαναφέρθηκαν και καθιστά εφικτό τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής τους, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Τούτο δε διότι αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, επάρκεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν το αποδεικτικό της πόρισμα, ότι το ελεγκτικό επίδομα αποτελούσε οικειοθελή παροχή της αναιρεσίβλητης, η οποία ρητά είχε ορίσει κατά την χορήγηση του ότι μπορεί να διακόψει την καταβολή του όποτε το θελήσει, ότι αυτό δεν θα συμπεριλαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό των επιδομάτων εορτών και αδείας και ότι ο αναιρεσείων, που λάμβανε το επίδομα, γνώριζε εξ αρχής τον ανωτέρω χαρακτήρα του επιδόματος. Επομένως ο από το άρθρο 559 αρ. 19 Κ. Πολ. Δ. τέταρτος λόγος αναίρεσης και ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, με τους οποίους, με αποσπασματική παράθεση των παραδοχών της απόφασης ,υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι ειδικότερες αιτιάσεις, που περιλαμβάνονται στους ανωτέρω λόγους αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 Κ. Πολ. Δ. ,με βάση τις οποίες ,κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων το Μονομελές Εφετείο δέχτηκε ως αποδειχθέντα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά είναι απαράδεκτες κατά το άρθρο 561 παρ.1 Κ. Πολ. Δ, γιατί, υπό την επίκληση των ανωτέρω λόγων αναίρεσης, πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του Εφετείου. Ο από το άρθρο 559 αρ. 10 Κ. Πολ. Δ., λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δικής ως αληθή χωρίς απόδειξη. Ο όρος “πράγματα” είναι ταυτόσημος του αντιστοίχου όρου του άρθρου 559 αρ. 8 Κ. Πολ. Δ., δηλαδή θεωρούνται οι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης νομίμως προταθέντες πραγματικοί ισχυρισμοί, θεμελιωτικοί αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως, αντενστάσεως κ.λ.π., όχι δε και οι αρνητικοί, των ουσιωδών κατά τα άνω ισχυρισμών, ισχυρισμοί του διαδίκου ή τα επιχειρήματα των διαδίκων ή τα συμπεράσματα του δικαστηρίου και των διαδίκων από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 486/2017).
Για την στοιχειοθέτηση του λόγου αυτού πρέπει το δικαστήριο είτε να έχει δεχθεί τέτοιο ισχυρισμό χωρίς καθόλου απόδειξη, είτε να μην εκθέτει έστω και γενικά, στην απόφασή του, από ποία αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη για την βασιμότητά του, χωρίς όμως να είναι αναγκαίο να αξιολογείται στην απόφαση κάθε αποδεικτικό μέσο χωριστά(ΑΠ 251/2019). Για να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο σχετικός λόγος πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο πραγματικός ισχυρισμός που έλαβε υπόψη το δικαστήριο χωρίς απόδειξη και ποία ήταν η ουσιώδης επίδρασή του στο διατακτικό της απόφασης (ΑΠ 677/2015). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 559 αρ. 10 Κ. Πολ. Δ. γιατί παρά τον νόμο δέχθηκε χωρίς απόδειξη τον ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης ότι ο ίδιος γνώριζε τον οικειοθελή χαρακτήρα του ελεγκτικού επιδόματος και την επιφύλαξη του δικαιώματός της να το ανακαλέσει οποτεδήποτε. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί γιατί από την επιτρεπτή επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει σαφώς ότι δεν έγινε δεκτός ο ισχυρισμός αυτός χωρίς απόδειξη, αφού το Εφετείο την κρίση του ότι ο αναιρεσίβλητος γνώριζε τον ανωτέρω χαρακτήρα του ελεγκτικού επιδόματος, ως οικειοθελούς παροχής με επιφύλαξη ελευθεριότητας, τον βασίζει σε όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπ’ όψη (μάρτυρες έγγραφα και ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθηκαν υπόψη) τονίζοντας ειδικά σύμφωνα με τις ανωτέρω παραδοχές του την προσάρτηση των σχετικών αποφάσεων του Δ. Σ. της αναιρεσίβλητης με την μορφή παραρτήματος στον κανονισμό του 2006 και την αδιαμαρτύρητη είσπραξη από τον αναιρεσείοντα για 7 έτη των επιδομάτων εορτών και αδείας, χωρίς τον συνυπολογισμό σ’ αυτά του ελεγκτικού επιδόματος. Εξάλλου οι περαιτέρω αιτιάσεις, που περιέχονται στο λόγο αυτό, ότι το Μονομελές Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε τα ανωτέρω, γιατί δεν αποδείχθηκε ότι ο ίδιος γνώριζε την ύπαρξη της ρήτρας ελευθεριότητας ως προς το ελεγκτικό επίδομα, είναι απαράδεκτες γιατί, υπό την επίκληση λόγου αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 10 Κ. Πολ. Δ. προσβάλλεται η ανέλεγκτη αναιρετικά, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ. Πολ. Δ., κρίση του ουσιαστικού δικαστηρίου.
Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11 εδ. γ’του άρθρου 559 Κ. Πολ. Δ., ιδρύεται, αν το δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του, κατά τη διαμόρφωση της αποδεικτικής του κρίσης, αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτώς και νομίμως, επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, χρήσιμα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων περί πραγματικών γεγονότων, με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (Ολ. ΑΠ 1190/1981, 2/2008, ΑΠ 1181/2010, 694/2009). Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι αυτοί που θεμελιώνουν την αγωγή ή τις ενστάσεις ή χρησιμεύουν προς απόκρουση της αγωγής ή των ενστάσεων (ΑΠ 179/2003). Για την πληρότητα αυτού του αναιρετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο: α) το φερόμενο ως μη ληφθέν υπόψη αποδεικτικό μέσο, κατά τρόπο, που να προκύπτει η ταυτότητά του. β) ότι ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε και προσκόμισε το αποδεικτικό αυτό μέσο στο δικαστήριο της ουσίας. γ) Ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, του οποίου αυτό προσκομίσθηκε και το περιεχόμενό του, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί, αν αυτός είναι ουσιώδης και το αποδεικτικό μέσο ήταν κρίσιμο για την απόδειξη ή ανταπόδειξη αυτού. δ) Το περιεχόμενο του αποδεικτικού μέσου. Και, ε) ο νόμιμος τρόπος, που αυτό προσκομίσθηκε στο δικαστήριο της ουσίας (Ολ. ΑΠ 1990/1982, ΑΠ 1277/2019, 1091/2019). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του ο αναιρεσείων προβάλλει την από το άρθρο 559 αρ. 11γ’πλημμέλεια με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα ακόλουθα αποδεικτικά μέσα ,που νόμιμα είχε επικαλεστεί και προσκομίσει και ειδικότερα: 1) Την εκτύπωση από την αναζήτηση στο ηλεκτρονικό σύστημα της αναιρεσίβλητης με το λήμμα “Ελεγκτικό Επίδομα”, που δεν είχε αποτέλεσμα, 2) την 2782/5-6-2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Γ. Μ. ενώπιον της συμ/φου Αθηνών Ζωής Κουρούμαλη, 3) την 1810/21-5-2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Χ. Γ. ενώπιον της συμ/φου Αθηνών Αικατερίνης Καραγιαννάκου και 4) την 400/24-10-2016 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Π. Γ. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αμαρουσιου, από τα οποία αποδεικνύεται ότι η αναιρεσίβλητη δεν είχε καταστήσει γνωστό σε κανέναν ότι το ελεγκτικό επίδομα αποτελούσε οικειοθελή παροχή και συνεπώς κανένας εργαζόμενος, ούτε και ο ίδιος, δεν το γνώριζε. Ο λόγος αυτός ως προς τα τρία πρώτα αποδεικτικά μέσα είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί , γιατί από την παραδεκτή επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι αυτή για την ουσιαστική εξέταση της υπόθεσης και συνεπώς και για την παραδοχή του ισχυρισμού της αναιρεσίβλητης ότι ο αναιρεσείων γνώριζε ότι το ελεγκτικό επίδομα ήταν οικειοθελής παροχή, έλαβε υπόψη όλα τα έγγραφα, που προσκομίστηκαν από τους διαδίκους, συνεπώς και την αναφερόμενη ανωτέρω εκτύπωση, όπως επίσης και τις 2782/2015 και 1810/2015 ένορκες βεβαιώσεις, όπως ρητά αναφέρεται στην απόφαση. Ως προς την 400/2016 ένορκη βεβαίωση ο λόγος είναι απαράδεκτος ως αόριστος και πρέπει να απορριφθεί, γιατί από την παραδεκτή επισκόπηση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αποδεικνύεται μεν ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την ένορκη βεβαίωση αύτη γιατί, κατά τις παραδοχές του δεν αποδεικνυόταν νόμιμη κλήτευση της αναιρεσίβλητης να παραστεί κατά την λήψη της, αλλά ο αναιρεσείων με τον ανωτέρω λόγο αναίρεσης δεν προσβάλλει την κρίση αυτή του Μονομελούς Εφετείου.
Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναίρεσης ο αναιρεσείων προβάλλει πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 11 εδ.β’Κ. Πολ. Δ. ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη αποδείξεις ,που δεν προσκομίστηκαν και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη το παράρτημα V του Εσωτερικού Κανονισμού της αναιρεσίβλητης του έτους 2006, που προσκομίστηκε από την ίδια στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο όμως δεν αποδεικνύεται ότι περιέχει την 2468/1-8-1996 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) της αναιρεσίβλητης, η οποιαδήποτε άλλη απόφαση αυτού, που να αφορά στο ελεγκτικό επίδομα, όπως δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί , γιατί είναι αντιφατικός, αφού ο αναιρεσείων ταυτόχρονα ισχυρίζεται ότι δεν προσκομίστηκε το κρίσιμο παράρτημα και ότι προσκομίστηκε, και γιατί σε κάθε περίπτωση πλήττει την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Μονομελούς Εφετείου (άρθρο 561 παρ. 1 Κ. Πολ. Δ.) Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ. 20 Κ. Πολ. Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος ιδρύεται μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου (σφάλμα ανάγνωσης), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα, που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ. Πολ. Δ., του αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 630/2020), Για να ιδρυθεί ο λόγος αυτός πρέπει το δικαστήριο να κατέληξε σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα λόγω της παραμόρφωσης, αυτό δε συμβαίνει όταν, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του ουσιώδους ισχυρισμού, στηρίχθηκε αποκλειστικά στο έγγραφο, που παραμορφώθηκε (ΑΠ 1435/2018) ή κυρίως σ’ αυτό γιατί το συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλά εξήρε με την απόφαση την αποδεικτική του βαρύτητα (Ολ.Α.Π. 2/2008, ΑΠ 464/2019 763/2018). Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης προβάλλει πλημμέλεια της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης από το άρθρο 559 αρ. 20 Κ. Πολ. Δ. ισχυριζόμενος ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του παραρτήματος V του Κανονισμού Εσωτερικού Ελέγχου του έτους 2006 και έτσι δέχθηκε ότι σε αυτό περιλαμβανόταν και η υπ’ αριθ. 2468/1-8-1996 απόφαση του Δ.Σ. της αναιρεσίβλητης, στην οποία οριζόταν και ότι το ελεγκτικό επίδομα είναι οικειοθελής παροχή, δεν περιλαμβάνεται στις τακτικές αποδοχές και ο Οργανισμός επιφυλάσσει στον εαυτό του ρητά το δικαίωμα ανακλήσεως του, και έτσι, με μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο την ενσωμάτωση αυτή, θεμελίωσε την κρίση του για την γνώση του ιδίου ότι το ελεγκτικό επίδομα αποτελούσε οικειοθελή παροχή με ρήτρα ελευθεριότητας και απέρριψε την αγωγή του, ενώ από το αληθινό περιεχόμενο του παραρτήματος V προκύπτει ότι αυτό περιλαμβάνει μόνο την 2761/29-8-2006 απόφαση του Δ.Σ της αναιρεσίβλητης. Από τον προσκομιζόμενο από το αναιρεσείοντα Κανονισμό Εσωτερικού Ελέγχου της αναιρεσίβλητης ,που εγκρίθηκε με την 2270/19-12-2006 απόφαση αυτής, αποδεικνύεται ότι αυτός στο άρθρο 9, που φέρει τον τίτλο “Αμοιβές των Εσωτερικών Ελεγκτών” ,αναφέρει κατά λέξη τα ακόλουθα: “Οι Εσωτερικοί Ελεγκτές, λόγω του εξειδικευμένου έργου που εκτελούν αμείβονται με ιδιαίτερο τρόπο και λαμβάνουν Ελεγκτικό Επίδομα πέραν των όσων άλλων ισχύουν στον …. Ο τρόπος υπολογισμού του Ελεγκτικού Επιδόματος καθώς και οι όροι και προϋποθέσεις χορήγησης ή περικοπής του καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, κατόπιν της σύμφωνης γνώμης της Επιτροπής Ελέγχου. Οι σχετικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου προσαρτώνται στον παρόντα κανονισμό ως παράρτημα V” Στο παράρτημα αυτό ενσωματώνεται η 2761/29-8-2006 απόφαση του Δ.Σ. της αναιρεσίβλητης περί εξορθολογισμού, του Ελεγκτικού Επιδόματος ,με την οποία ορίστηκε α) ο τρόπος υπολογισμού του επιδόματος αυτού, ως ποσοστό επί των ποσών που λαμβάνουν για έξοδα κίνησης και παράστασης οι Προϊστάμενοι Υπηρεσιακών Λειτουργιών Στάθμης Διεύθυνσης, β) η χορήγηση και η περικοπή του με τους όρους και τις προϋποθέσεις που χορηγούνται και περικόπτονται και τα έξοδα κίνησης και γ) η διατήρηση των ρυθμίσεων που ίσχυαν μέχρι τότε για το ελεγκτικό επίδομα, στα σημεία τους που δεν έρχονται σε αντίθεση με τις προβλέψεις αυτές. Με τις παραδοχές του, που προαναφέρθηκαν το Μονομελές Εφετείο δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο του Παραρτήματος V, αφού α) επαναλαμβάνει τη διατύπωση του άρθρου 9 του Κανονισμού Εσωτερικού Ελέγχου ότι οι αποφάσεις του Δ. Σ., που καθορίζουν τον τρόπο υπολογισμού, χορήγησης και περικοπής του ελεγκτικού επιδόματος, προσαρτώνται στο παράρτημα V και β) η αναφορά αυτή σε αποφάσεις τους Δ.Σ., ενώ στο παράρτημα V ενσωματώνεται μόνο η 2761/2006 απόφαση, έγινε γιατί με την απόφαση αυτή ρυθμίστηκε μόνο ο τρόπος υπολογισμού του επιδόματος, ενώ για τους όρους χορήγησης και περικοπής του ρητά ορίστηκε στην ίδια απόφαση ότι ισχύουν οι προηγούμενες ρυθμίσεις μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αναφερόμενη στον λόγο αναίρεσης 2468/1-8-1996 απόφαση του Δ.Σ., που χαρακτηρίζει το ελεγκτικό επίδομα ως οικειοθελή παροχή και συνεπώς υπό την έννοια αυτή στο παράρτημα V ενσωματώνονται περισσότερες αποφάσεις. Εκτός όμως τούτων το επίδικο έγγραφο δεν προσέκτησε πρωτεύοντα ρόλο κατά τον σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως, αφού όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ανωτέρω αποδεικτικό του πόρισμα περί της γνώσεως του αναιρεσείοντος ως προς τον χαρακτήρα του ελεγκτικού επιδόματος ως οικειοθελούς με ρήτρα επιφυλάξεως παροχής, συνήγαγε το Μονομελές Εφετείο κυρίως από τα άλλα μνημονευόμενα στην απόφαση νόμιμα και επαρκή αποδεικτικά μέσα. Επομένως ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Άλλος λόγος αναίρεσης προς εξέταση δεν υπάρχει και συνεπώς θα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο αναιρεσείων , χωρίς να έχει σχετική υποχρέωση κατά το άρθρο 495 παρ. 3 Κ. Πολ. Δ., αφού η υπόθεση δικάστηκε κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 614 αρ.3 Κ. Πολ. Δ., προκατέβαλε παράβολο αναίρεσης ποσού 450 ευρώ, το οποίο πρέπει να του επιστραφεί ως αχρεωστήτως καταβληθέν. Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχήν σχετικού αιτήματος της, πρέπει να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2/6/2020 αίτηση αναίρεσης και τους από 8/2/2021 πρόσθετους λόγους αναίρεσης του Σπυρίδωνα Αλεξίου, με τους οποίους ζητεί την αναίρεση της υπ’ αριθ. 1256/2019 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του αχρεωστήτως καταβληθέντος παραβόλου της αναίρεσης και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιανουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Φεβρουαρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ