ΑΠ 77/2023. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Διάταξη του Προέδρου της Αρχής ( αρ. 34, 40, 42 47, 48, 49 Ν 4557/2018). Το μέτρο της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων από τον Πρόεδρο της Αρχής, δεν έχει διοικητικό χαρακτήρα, αλλά εντάσσεται στα διωκτικά μέτρα της ποινικής νομοθεσίας. Η λειτουργία όμως της Αρχής και οι πράξεις του Προέδρου αυτής κείνται εκτός του ποινικού δικονομικού συστήματος και οι έρευνες της δεν συνιστούν προανακριτικό έργο, ούτε υπόκεινται στους ποινικούς δικονομικούς κανόνες, αλλά στο ειδικό καθεστώς του ν. 4557/2018. Το καθεστώς δε αυτό παρέχει στις Μονάδες της Αρχής και τον Πρόεδρο αυτής τη δυνατότητα να ενεργούν, κατά τη διεξαγωγή των ερευνών τους, με ευελιξία και ταχύτητα, έχοντας ανεμπόδιστη πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, στα δεδομένα και αρχεία της διατραπεζικής εταιρείας “Τειρεσίας ΑΕ” και ανταλλάσσοντας πληροφορίες με τις Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧΠ) άλλων κρατών, χωρίς να δεσμεύονται από οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο (άρθρο 49 ν. 4557/2018), αρκούντων, ειδικώς ως προς τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου απλώς και μόνον ελλόγων υπονοιών επί τη βάσει πληροφοριών τις οποίες η Αρχή κρίνει ως ακριβείς, εκπληρώνοντας έτσι τον προληπτικό και ενίοτε προπροληπτικό σκοπό της στον τομέα της πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, σε αντίθεση με την χρονοβόρα, ενίοτε, ανακριτική διαδικασία, κατά την οποία οι ενέργειες του ανακριτή υπόκεινται στον έλεγχο των ποινικών δικονομικών κανόνων. Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η αρμοδιότητα της Αρχής να διενεργεί τις σχετικές έρευνες κατά τα ανωτέρω, όπως και του Προέδρου αυτής να εκδίδει τις προαναφερόμενες διατάξεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων και απαγόρευσης εκποίησης ακινήτων του υπόπτου για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, μπορεί να ασκείται παράλληλα με την τακτική ποινική διαδικασία και με τις ενέργειες των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών που μετέχουν σε αυτήν
Από τις διατάξεις των άρθρων 4,34,40,42,47,48 και 49 του Ν.4557/2018 (ΦΕΚ Α’ 139/30-7-2018) “Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κ.λ.π.”, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην Ελληνική έννομη τάξη η οδηγία 2015/849/ΕΕ, συνάγεται ότι, όταν η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, διενεργεί έρευνα για το έγκλημα αυτό και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι τίτλοι, χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα, που προέρχονται είτε από την τέλεση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων υπό την έννοια του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, είτε από την τέλεση των βασικών αδικημάτων, υπό την έννοια του άρθρου 4 του ίδιου ως άνω νόμου ή σε κάθε περίπτωση υπόκεινται σε δήμευση κατά τις προβλέψεις του άρθρου 40 του ίδιου νόμου, καθώς και σε περίπτωση που υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι κάποιο ακίνητο έχει αποκτηθεί από το εκάστοτε ελεγχόμενο πρόσωπο με χρήματα που απέκτησε μέσω της τέλεσης των ανωτέρω αδικημάτων και επιπλέον συντρέχει επείγουσα περίπτωση, υπό την έννοια του άμεσου κινδύνου να χαθούν τα ίχνη της πιθανώς τελεσθείσας αξιόποινης πράξης, ήτοι χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία, τα οποία δεν αποτελούν μόνο ως προς το ουσιαστικό αποτέλεσμα το προϊόν της πράξης, αλλά ταυτόχρονα και τη βασική προϋπόθεση απόδειξης της τέλεσής της, ο Πρόεδρος της Αρχής μπορεί να απαγορεύσει αφενός την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων, που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, αφετέρου το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου και επιπλέον να απαγορεύσει την εκποίηση ή τη με οποιοδήποτε τρόπο μεταβίβαση ορισμένου ακινήτου του ελεγχόμενου για νομιμοποίηση εσόδων προσώπου και στη συνέχεια να διαβιβάσει τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία, μαζί με αντίγραφο φακέλου της υπόθεσης, στον αρμόδιο Εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Με τις ρυθμίσεις αυτές επιτυγχάνεται ταχύτητα και ευελιξία όχι μόνο στην έκδοση της ως άνω σχετικής διάταξης του Προέδρου της Αρχής, αλλά και στην ανάκληση αυτής, εάν και όταν εκλείψουν οι υπόνοιες. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι για την προσωρινή δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου από τον Πρόεδρο της Αρχής αρκούν “υπόνοιες”, ενώ για τη δέσμευση “βάσιμες υπόνοιες”. Η ratio της επάρκειας βασίμων υπονοιών είναι ότι η επιβολή της δέσμευσης της περιουσίας του υπόπτου πρέπει να είναι ευχερέστερη στα αρχικά διαδικαστικά στάδια, προκειμένου να εξασφαλιστεί το δημευτέο αντικείμενο. Η αρμοδιότητα δε αυτή του Προέδρου της Αρχής για τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου, έχει διφυή χαρακτήρα, καθώς πρόκειται τόσο για ιδιότυπο μέτρο συλλογής αποδείξεων, όσο και για μέτρο καταναγκασμού σε βάρος του υπόπτου, καθώς από τη μια πλευρά προπαρασκευάζει μια πιθανή κατάσχεση, διατηρώντας ακέραιη την περιουσία του υπόπτου, ώστε αυτή (κατάσχεση) να αποτελέσει αντικείμενο της ειδικής δημεύσεως, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 46 Ν. 3691/2008, είτε με τη μορφή της υποχρεωτικής παρεπόμενης ποινής (παρ. 1) είτε με τη μορφή του μέτρου ασφάλειας (παρ. 3), από την άλλη δε τον αδρανοποιεί οικονομικά και ανακόπτει την εγκληματική του δράση, η οποία συνδέεται με τη δυνατότητά του να χρησιμοποιεί το οικονομικό τραπεζικό σύστημα. Επομένως, το ως άνω μέτρο της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων από τον Πρόεδρο της Αρχής, δεν έχει διοικητικό χαρακτήρα, αλλά εντάσσεται στα διωκτικά μέτρα της ποινικής νομοθεσίας, διότι ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με το αντίστοιχο μέτρο που λαμβάνεται από τον Ανακριτή τα πλαίσια της διεξαγωγής τακτικής ανακρίσεως σε βάρος του κατηγορουμένου για το ίδιο ποινικό αδίκημα και, περαιτέρω, ελέγχεται ουσιαστικώς καθ’ όμοιον τρόπο από όργανο της Ποινικής Δικαιοσύνης (Δικαστικό Συμβούλιο), σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 4 και 5 του ν. 4557/2018, το οποίο τελεί σε αρμονία με το άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος (ΣΤΕ 4427, 4428/2014). Η λειτουργία όμως της Αρχής και οι πράξεις του Προέδρου αυτής κείνται εκτός του ποινικού δικονομικού συστήματος και οι έρευνες της δεν συνιστούν προανακριτικό έργο, ούτε υπόκεινται στους ποινικούς δικονομικούς κανόνες, αλλά στο ειδικό καθεστώς του ν. 4557/2018. Το καθεστώς δε αυτό παρέχει στις Μονάδες της Αρχής και τον Πρόεδρο αυτής τη δυνατότητα να ενεργούν, κατά τη διεξαγωγή των ερευνών τους, με ευελιξία και ταχύτητα, έχοντας ανεμπόδιστη πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, στα δεδομένα και αρχεία της διατραπεζικής εταιρείας “Τειρεσίας ΑΕ” και ανταλλάσσοντας πληροφορίες με τις Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧΠ) άλλων κρατών, χωρίς να δεσμεύονται από οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο (άρθρο 49 ν. 4557/2018), αρκούντων, ειδικώς ως προς τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου απλώς και μόνον ελλόγων υπονοιών επί τη βάσει πληροφοριών τις οποίες η Αρχή κρίνει ως ακριβείς, εκπληρώνοντας έτσι τον προληπτικό και ενίοτε προπροληπτικό σκοπό της στον τομέα της πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, σε αντίθεση με την χρονοβόρα, ενίοτε, ανακριτική διαδικασία, κατά την οποία οι ενέργειες του ανακριτή υπόκεινται στον έλεγχο των ποινικών δικονομικών κανόνων, ενώ, ειδικώς ως προς τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα και ήδη, μετά την τροποποίηση του άρθρου 42 με το άρθρο 9 του ν. 4816/2021, απαιτείται να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2 του ν. 4557/2018. Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η αρμοδιότητα της Αρχής να διενεργεί τις σχετικές έρευνες κατά τα ανωτέρω, όπως και του Προέδρου αυτής να εκδίδει τις προαναφερόμενες διατάξεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων και απαγόρευσης εκποίησης ακινήτων του υπόπτου για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, μπορεί να ασκείται παράλληλα με την τακτική ποινική διαδικασία και με τις ενέργειες των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών που μετέχουν σε αυτήν. Αυτό προκύπτει σαφώς από την παράγραφο 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018, όπου προβλέπεται ρητά η συνέχιση της έρευνας από την “Αρχή” και μετά τη διαβίβαση των πληροφοριών στον Εισαγγελέα, διάταξη, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά τις τροποποιήσεις του εν λόγω άρθρου, με το άρθρο 9 ν. 4816/2021 και το άρθρο 171 ν. 4855/2021. Η ρητή αυτή αναφορά στο Νόμο περί συνέχισης της έρευνας από την Αρχή και μετά τη διαβίβαση των πληροφοριών στον Εισαγγελέα, προφανώς για τη συνέχιση της διαδικασίας περαιτέρω δικαστικής διερευνήσεως της υπόθεσης, οδηγεί αναπόδραστα στην παραδοχή ότι πρόκειται για δύο διαδικασίες που βαίνουν παραλλήλως. Και τούτο, διότι δεν νοείται διεξαγωγή έρευνας από την Αρχή, χωρίς ταυτόχρονη αρμοδιότητα του Προέδρου αυτής, ο οποίος, ας σημειωθεί, είναι εν ενεργεία εισαγγελικός λειτουργός και ήδη, μετά την αντικατάσταση της παρ. 5 του άρθρου 47 ν. 4557/2018 με το άρθρο 236 ν. 4798/2021 (ΦΕΚ Α’ 68/24-4-2021) και επί τιμή, για τη λήψη των ειδικών περιοριστικών μέτρων, που προβλέπονται από τις προαναφερθείσες διατάξεις και κυρίως αυτών της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου. Αντιθέτως, από καμία διάταξη νόμου και ιδίως τις διατάξεις του άρθρου 42 του ν. 4557/2018, δεν προκύπτει ότι η Αρχή, όπως και ο Πρόεδρος της, καθίσταται αναρμόδιοι με την έναρξη της κυρίας ανάκρισης ή της εν γένει ποινικής διαδικασίας και της αποστολής του φακέλου στον αρμόδιο εισαγγελέα. Μια τέτοια ερμηνεία ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, είναι ευθέως αντίθετη με το γράμμα του νόμου (άρθρο 42 παρ. 5 ν. 4557/2018), αλλά και με το σκοπό του ν. 4557/2018, που είναι, μεταξύ άλλων, η πρόληψη, ο εντοπισμός και η ανάκτηση των προϊόντων του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων και συνίσταται εκτός των άλλων και στην ταχεία και χωρίς νομικά εμπόδια και δικονομικές ακυρότητες διεθνή διερεύνηση και τον εντοπισμό του “μαύρου χρήματος” από την Αρχή καταπολέμησης του άνω εγκλήματος. Εξάλλου, η προϋπόθεση της “επείγουσας περίπτωσης”, η οποία, κατά νόμον, πρέπει να συντρέχει για τη λήψη από τον Πρόεδρο της Αρχής των ανωτέρω περιοριστικών μέτρων δύναται να υπάρχει και διαρκούσης της κυρίας ανάκρισης, ουδόλως δε αποκλείεται η ύπαρξη αυτής (επείγουσας περίπτωσης) από το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της κυρίας ανάκρισης, ο μεν κατηγορούμενος είναι υπό έρευνα, η δε περιουσιακή του κατάσταση υπό διερεύνηση από τον Ανακριτή. Ενισχυτικό υπέρ της γνώμης αυτής επιχείρημα, της παράλληλης δηλαδή με τον Ανακριτή αρμοδιότητας του Προέδρου της Αρχής να προβαίνει με διάταξή του στη λήψη των προαναφερόμενων περιοριστικών μέτρων, αντλείται και από τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 15 του ν. 4637/2019 (ΦΕΚ Α’ 180/18-11-2019), με την οποία ορίζεται ότι εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, ήτοι έως τις 19-5-2020, οι διατάξεις του Προέδρου της Αρχής καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018 πριν από τη δημοσίευση του άνω νόμου στις 18-11-2019, και για τις οποίες έχουν παρέλθει τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης του εδαφίου α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 34 του Κ.Π.Δ., δηλαδή διάστημα εννέα (9) μηνών (χρονική διάρκεια η οποία ισχύει και για τις διατάξεις του Προέδρου της Αρχής σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 42 ν. 4557/2018, που προστέθηκε με το άρθρο 9 ν. 4637/2019) διαβιβάζονται με τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία και αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης στον ανακριτή, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης ή στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο σε κάθε άλλη περίπτωση, οι οποίοι αποφαίνονται για την επικύρωση ή μη της διάταξης του Προέδρου της Αρχής(0λ.ΑΠ 1/2022). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ του Κ.Π.Δ., θεσπίζεται ως λόγος αναιρέσεως κατά βουλεύματος, η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά νόμο για την άσκησή της στη συγκεκριμένη περίπτωση (θετική υπέρβαση εξουσίας) ή όταν παρέλειψε να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος (αρνητική υπέρβαση εξουσίας), καίτοι συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκησή της προϋποθέσεις( Ολ ΑΠ ο.π.).