Αριθμός 1013/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Όλγα Σχετάκη – Μπονάτου, Θεόδωρο Μαντούβαλο, Μαρία Σιμιτσή – Βετούλα και Νικόλαο Πουλάκη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 18 Ιανουαρίου 2022, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Σ. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Μπαλατσούκα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης και Αποχέτευσης Πάτρας, που εδρεύει στην Πάτρα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Παπαγεωργίου, η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/12/2012 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 385/2015 του ίδιου Δικαστηρίου και 289/2018 του Μονομελές Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 23/8/2019 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.-Με την από 23.8.2019 και με αριθμό κατ. 47/11.9.2019 αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η με αριθ. 289/23.7.2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατόπιν άσκησης της από 15.9.2015 και με αριθ. κατ. 316/15.9.2015 έφεσης από την εναγομένη Δημοτική Επιχείρηση, κατά της εκδοθείσας με αριθ. 385/10.7.2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η από 27.12.2012 και με αριθ. καταθ. 4429/2012 αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, αντιμωλία των διαδίκων και υποχρεώθηκε το ΝΠΙΔ με την επωνυμία “Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης Πάτρας” να καταβάλει στον ενάγοντα 23.043,68 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Με την προσβαλλομένη απόφαση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσία την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και, αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε επί της από 27.12.2012 αγωγής, δέχθηκε εν μέρει αυτή και υποχρέωσε το εναγόμενο ΝΠΙΔ να καταβάλει στον ενάγοντα 14.692,28 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπολογιζόμενο σε ποσοστό 6%, από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Η ως άνω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθότι κατά τα διαλαμβανόμενα στο αναιρετήριο που δεν αμφισβητούνται, δεν έχει λάβει χώρα επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και η αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου εντός διετίας από τη δημοσίευση της τελευταίας (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου αυτής (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
2.-Με το άρθρο 1 § 1 του ν. 1069/1980 “Περί κινήτρων δια την ίδρυσιν Επιχειρήσεων Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως” (Α’ 191), όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του ν. 4483/2017, προβλέφθηκε για την άσκηση των πάσης φύσεως δραστηριοτήτων του κυκλώματος ύδρευσης και αποχέτευσης οικιστικών κέντρων της χώρας (με εξαίρεση τις πόλεις των Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Βόλου και των μειζόνων περιοχών τους), η δυνατότητα της σύστασης σε κάθε δήμο ή κοινότητα ενιαίων επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης, οι οποίες αποτελούν ίδια νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) κοινωφελούς χαρακτήρα, διεπόμενα από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο, λειτουργούν με τη μορφή δημοτικής ή κοινοτικής επιχείρησης και διέπονται ως προς τη διοίκηση, οργάνωση, εκτέλεση, λειτουργία, συντήρηση των έργων της αρμοδιότητάς τους καθώς και τις πηγές της χρηματοδότησής τους από τις διατάξεις του νόμου αυτού, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα. Οι επιχειρήσεις αυτές ύδρευσης και αποχέτευσης, διαθέτουν πλήρη νομική, διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, έναντι και αυτού του αντίστοιχου Δήμου, καθόσον ειδικότερα με τις επιμέρους ρυθμίσεις του ως άνω νόμου ορίζεται ότι: α) η δημοτική επιχείρηση ύδρευσης και αποχέτευσης, αποτελούσα, κατά τα προαναφερθέντα, αυτοτελές ΝΠΙΔ, διοικείται από ίδιο Διοικητικό Συμβούλιο (άρθρο 3 παρ.1), β) με Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας, που συντάσσεται με απόφαση του ΔΣ της επιχείρησης και εγκρίνεται από τον Υπουργό Εσωτερικών, καθορίζεται η οργάνωση, η σύνθεση και η αρμοδιότητα των υπηρεσιών, ο αριθμός των θέσεων του πάσης φύσεως προσωπικού της, το οποίο συνδέεται με την επιχείρηση με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ανάλογα προς τις ανάγκες της επιχείρησης, η κατά μισθολογικά κλιμάκια κατανομή των θέσεων αυτού κατά ομάδες ειδικοτήτων και ανάλογα με τη βαθμίδα εκπαίδευσης, οι αποδοχές, καθώς και ο τρόπος πρόσληψης και απόλυσης και το αρμόδιο προς τούτο όργανο (άρθρο 7 παρ. 1 και 2), γ) η επιχείρηση έχει ιδία περιουσία και δικούς της πόρους (άρθρα 8 και 10), δ) η οικονομική διαχείριση της επιχείρησης ενεργείται με βάση δικό της προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων, έχει δε η επιχείρηση δική της, αυτοτελή, ταμειακή υπηρεσία και διατάκτης αυτής είναι ο Γενικός Διευθυντής σε σύμπραξη με τον προϊστάμενο των οικονομικών υπηρεσιών της επιχείρησης (άρθρο 17 παρ. 1), ε) τα σχετικά με τη λειτουργία και διαχείριση της επιχείρησης, σύμφωνα με τις γενικής παραδοχής λογιστικές και οργανωτικές αρχές, ρυθμίζονται κάθε φορά με κανονισμούς που συντάσσονται και ψηφίζονται από το ΔΣ της επιχείρησης και ελέγχονται από το οικείο δημοτικό συμβούλιο (άρθρο 21 παρ.1). Περαιτέρω, στον ισχύοντα Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006) ορίζονται τα εξής: Με το άρθρο 252 παρ. 1, 3 και 5 ότι: “Οι Δήμοι και οι Κοινότητες μπορούν να συνιστούν ή να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις, οι οποίες καλούνται επιχειρήσεις ΟΤΑ, σύμφωνα με τις παρακάτω ρυθμίσεις. Οι επιτρεπόμενες μορφές των επιχειρήσεων αυτών είναι οι εξής: α) δημοτικές ή κοινοτικές κοινωφελείς επιχειρήσεις, β) Ανώνυμες Εταιρείες ΟΤΑ” (παρ. 1). “Οι Ανώνυμες Εταιρείες ΟΤΑ συνιστώνται είτε μόνο από έναν ή περισσότερους Δήμους ή Κοινότητες, είτε….Οι εταιρείες αυτές λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920” (παρ. 3). “Οι επιχειρήσεις των προηγούμενων παραγράφων αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου” (παρ. 5). Στο άρθρο 260 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι “Η διαχείριση των κοινωφελών επιχειρήσεων γίνεται σύμφωνα με ιδιαίτερο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων και είναι ανεξάρτητη από την υπόλοιπη δημοτική ή κοινοτική διαχείριση” (παρ. 1). “Ο Δήμος και η Κοινότητα δεν ευθύνεται για οφειλές ή οποιεσδήποτε υποχρεώσεις έχει αναλάβει η επιχείρηση έναντι τρίτων” (παρ. 5), ενώ στο άρθρο 265 ορίζεται ότι “Δήμοι ή Κοινότητες …δύνανται να συνιστούν Ανώνυμες Εταιρείες οι οποίες λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις της εμπορικής και φορολογικής νομοθεσίας” (παρ. 1). “Οι Ανώνυμες Εταιρείες ΟΤΑ συγχωνεύονται, διασπώνται ή λύονται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει”. (παρ. 8). Εξάλλου, κατά το άρθρο 276 του ως άνω Κώδικα “Οι Δήμοι και οι Κοινότητες, τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα και τα λοιπά δημοτικά και κοινοτικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι σύνδεσμοι Δήμων και Κοινοτήτων, οι αποκλειστικώς κοινωφελούς χαρακτήρα αμιγείς δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης, η Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων της Ελλάδας και οι τοπικές Ενώσεις Δήμων και Κοινοτήτων, απαλλάσσονται εν γένει από κάθε δημόσιο, άμεσο ή έμμεσο, δημοτικό, κοινοτικό ή λιμενικό φόρο. . . Επίσης, έχουν όλες ανεξαιρέτως τις ατέλειες και τα δικαστικά, διοικητικά και δικονομικά προνόμια που παρέχονται στο Δημόσιο.” (παρ. 1).” Για την παραγραφή των αξιώσεων κατά των ΟΤΑ εφαρμόζονται οι διατάξεις που διέπουν την παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου. Κάθε άλλη διάταξη που ορίζει μεγαλύτερο χρόνο παραγραφής κατά των ΟΤΑ καταργείται” (παρ. 2). “Ο νόμιμος τόκος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής των ΟΤΑ ανέρχεται στο ποσοστό που ορίζεται για τις αντίστοιχες οφειλές του Δημοσίου” (παρ. 3). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του ισχύσαντος κατά τον επίδικο χρόνο άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 “περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις”, [που ίσχυε έως τις 28.6.2014 και ακολούθως με την ταυτοσήμου περιεχομένου διάταξη του άρθρου 140 παρ. 3 του Ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α` 143/28.6.2014) που την αντικατέστησε], η απαίτηση οποιουδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ` αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά την παρέλευση διετίας από τη γένεσή της. Εξάλλου, κατά το άρθρο 250 του ΑΚ,” Σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις 1.)… 6) των υπηρετών και των εργατών για την πληρωμή των μισθών ή άλλων αμοιβών και εξόδων τους… 17) των κάθε είδους μισθών, των καθυστερούμενων προσόδων συντάξεων, διατροφής και κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται τα ακόλουθα: Οι αναφερόμενες στα άρθρα 252 επ. του ισχύοντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ν. 3463/2006) δημοτικές επιχειρήσεις, περιλαμβανομένων των δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης, δεν αποτελούν Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), αλλά συνιστούν αυτοτελείς έναντι των Οργανισμών αυτών επιχειρήσεις, που λειτουργούν με τη μορφή Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου, για την επίτευξη ορισμένων, αναφερόμενων στις ανωτέρω διατάξεις, σκοπών, η διαχείριση των επιχειρήσεων αυτών γίνεται σύμφωνα με ιδιαίτερο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων και είναι ανεξάρτητη από την υπόλοιπη δημοτική διαχείριση, η δε ευθύνη του Δήμου, που συνιστά ή συμμετέχει σε τέτοια επιχείρηση, περιορίζεται στη συμμετοχή του στο κεφάλαιο της επιχείρησης και η εργασιακή σχέση του προσωπικού των επιχειρήσεων αυτών διέπεται από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Συνεπώς, εργοδότης των μισθωτών που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε τέτοιες επιχειρήσεις είναι οι τελευταίες και όχι οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης που τις συνέστησαν ή συμμετέχουν (ΑΠ 677/2021, ΑΠ 1009/2001) και εφαρμοστέες ως προς το ζήτημα της παραγραφής των αξιώσεων των εργαζομένων που γεννώνται σε βάρος των ως άνω δημοτικών επιχειρήσεων για την πληρωμή των καθυστερούμενων μισθών κλπ. είναι οι διατάξεις του άρθρου 250 αρ. 6 και 17 του ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες οι εν λόγω αξιώσεις υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή. Η τυχόν επέκταση της διετούς παραγραφής που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, με ανάλογη εφαρμογή και στις αξιώσεις των υπαλλήλων κοινωφελούς δημοτικής επιχείρησης, κατ’ άρθρο 276 παρ. 1 του ισχύοντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, θα ήταν αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 εδ. β’ του Συντάγματος, διότι δεν δικαιολογείται από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, εφόσον η κοινωφελής δημοτική επιχείρηση, ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, λειτουργεί με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, είναι νομικά ισότιμο με κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και δεν είναι λογικό να ισχύει υπέρ αυτού το προνόμιο του Δημοσίου και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης για διετή παραγραφή των κατ’ αυτού μισθολογικών αξιώσεων των υπαλλήλων του, εφόσον το απλό ταμειακό συμφέρον της κοινωφελούς δημοτικής επιχείρησης δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή γενικό συμφέρον, ούτε συνιστά τέτοιο συμφέρον το γεγονός ότι ο Δήμος που τη συνιστά μπορεί να είναι ο μόνος μέτοχος αυτής και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση των δικαιωμάτων των μισθωτών αυτής στην περιουσία τους με την παραγραφή των αξιώσεών τους από οφειλόμενους μισθούς και εν γένει αποδοχές με βάση το άρθρο 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 και ήδη 140 παρ.3 Ν.4270/2014 περί διετούς βραχυχρόνιας παραγραφής, αντί των εφαρμοστέων διατάξεων του άρθρου 250 αρ. 6 και 17 (ΑΠ 628/2015, ΑΠ 1161/2015, σχετ. Ολ. ΑΠ 7/2014, Ολ. ΑΠ 11/2008). Άλλωστε από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 276 παρ. 1 του ν. 3463/2006 (Κ.Δ.Κ), προκύπτει σαφώς ότι (μεταξύ των άλλων δημοτικών επιχειρήσεων) οι Επιχειρήσεις Ύδρευσης – Αποχέτευσης, απολαμβάνουν των διοικητικών, οικονομικών και δικαστικών (δικονομικών) προνομίων (ατελειών), που έχουν χορηγηθεί στο Δημόσιο, αλλά όχι και των ουσιαστικών προνομίων, όπως είναι και αυτό της διετούς παραγραφής και της καταβολής μειωμένου τόκου υπερημερίας, που ισχύει για το Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κ.Δ/τος της 26/10-7-1944, “περί Κώδικος των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου” (ΑΠ 1161/2015, ΑΠ 628/2015). Αντιθέτως και σε αντιδιαστολή προς την άνω διατύπωση της παρ. 1 του άρθρου 276 του ισχύοντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ν. 3463/2006), το ίδιο άρθρο στις παρ. 2 και 3 αυτού ρητά περιορίζει μόνο σε αξιώσεις κατά των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (και όχι και σε αξιώσεις κατά των δημοτικών ή κοινοτικών επιχειρήσεων ή των επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης) την εφαρμογή των διατάξεων περί παραγραφής αξιώσεων κατά του Δημοσίου, (παρ. 2 αυτού) και την εφαρμογή των διατάξεων περί ποσοστού νομίμου τόκου ή τόκου υπερημερίας σε οφειλές του Δημοσίου (παρ. 3 αυτού). 3.-Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013).
4.-Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, ως προς το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο ζήτημα α) της παραγραφής μέρους των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, εργαζομένου, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στην εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη Δημοτική επιχείρηση Ύδρευσης και Αποχέτευσης, ως ηλεκτρολόγου μηχανικού ΠΕ και απασχολουμένου ταυτοχρόνως ως υπευθύνου συντήρησης των εγκαταστάσεων επεξεργασίας του Βιολογικού Καθαρισμού, δηλαδή των Εγκαταστάσεων Επεξεργασίας Λυμάτων, οι οποίες (αξιώσεις) αφορούσαν την καταβολή των προβλεπομένων από τις οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίας επιδομάτων ανθυγιεινής εργασίας ύψους 20% επί του βασικού του μισθού, ειδικών και επικίνδυνων συνθηκών εργασίας ύψους 3% επί του βασικού του μισθού και εξομάλυνσης ύψους 150 ευρώ μηνιαίως για τη χρονική περίοδο από 1.6.2008 έως 31.12.2012 και β) του οφειλομένου επί των ως άνω αξιώσεων ποσοστού επιτοκίου από την επίδοση της ένδικης αγωγής μέχρι την εξόφληση, δέχθηκε τα εξής: “Περαιτέρω, με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε ότι ο ενάγων για τις προαναφερόμενες αιτίες δικαιούται να λάβει και αντίστοιχα το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν Α) για το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, 1) για το έτος 2008, το συνολικό ποσό των 1.459,92 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του ποσού των 243,32 ευρώ για επίδομα εορτών Χριστουγ. 2008), 2) για το έτος 2009, το συνολικό ποσό των 3.518,51 ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των ποσών 121,66 ευρώ για επίδομα εορτών Πάσχα 2009, 128,00 ευρώ για επίδομα αδείας 2009 και 258,82 ευρώ για επίδομα εορτών Χριστουγ. 2009), 3) για το έτος 2010, το συνολικό ποσό των 2.883,51 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του ποσού των 81,71 ευρώ για επίδομα εορτών Πάσχα 2010), 4) για το έτος 2011, το συνολικό ποσό των 2.814,51 ευρώ, 5) για το έτος 2012, το συνολικό ποσό των 2.832,24 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από 1.8.2008 έως 31.12.2012 το συνολικό ποσό των 13.508,69 ευρώ. Β) για το επίδομα ειδικών και επικίνδυνων συνθηκών, 1) για το έτος 2008, το συνολικό ποσό των 218,98 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του ποσού των 36,49 ευρώ για επίδομα εορτών Χριστουγ. 2008), 2) για το έτος 2009, το συνολικό ποσό των 527,76 ευρώ (συμπεριλαμβανομένων των ποσών 18,24 ευρώ για επίδομα εορτών Πάσχα 2009, 19,20 ευρώ για επίδομα αδείας 2009 και 38,82 ευρώ για επίδομα εορτών Χριστουγ. 2009), 3) για το έτος 2010, το συνολικό ποσό 432,52 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του ποσού 12,25 ευρώ για επίδομα εορτών Πάσχα 2010), 4) για το έτος 2011, το συνολικό ποσό των 422,16 ευρώ, 5) για το έτος 2012, το συνολικό ποσό των 424,84 ευρώ και συνολικά για το χρονικό διάστημα από 1.8.2008 έως 31.12.2012 το συνολικό ποσό των 2.102,49 ευρώ. Γ) για το επίδομα εξομάλυνσης, 1) για το χρονικό διάστημα από 1. 8.2008 έως και 31.12.2009, το συνολικό ποσό των 7.432,5 ευρώ, 2) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως και 31.5.2010, το συνολικό ποσό των 697,50 ευρώ και 3) για το χρονικό διάστημα από 1.6.2010 έως και 31.12.2012, το συνολικό ποσό των 4.185 ευρώ. Ωστόσο, οι ένδικες αξιώσεις σε βάρος του εναγομένου ν.π.δ.δ. (ενν. ν.π.ι.δ.), για τα έτη 2008 και 2009, έχουν υποπέσει στην ως άνω από το άρθρο 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 διετή παραγραφή, αφού από το χρόνο γένεσής τους έως και το χρόνο άσκησης της αγωγής στις 28.12.2012 (βλ. την υπ’ αριθ. 7194Γ’/28.12.2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών, Γ. Α.) έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Οπότε η νόμιμη ένσταση διετούς παραγραφής που προέβαλε το εναγόμενο ν.π.δ.δ. (ενν. ν.π.ι.δ) ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και ανέλυσε με τις έγγραφες προτάσεις του και αφού πρωτοδίκως απορρίφθηκε, επαναφέρει με σχετικό λόγο εφέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να απορριφθούν οι απαιτήσεις του ενάγοντος και αντίστοιχα η αγωγή του για το διάστημα των ετών 2008 και 2009 λόγω παραγραφής. Κατόπιν τούτων ο ενάγων δικαιούται από το εναγόμενο ν.π.δ.δ. (ενν. ν.π.ι.δ.) τα προαναφερόμενα επιδόματα που αφορούν τα έτη 2010, 2011 και 2012 και ειδικότερα δικαιούται: Α) για το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, για το έτος 2010, το συνολικό ποσό των 2.883,51 ευρώ και για τα έτη 2011 και 2012 το συνολικό ποσό των 5.646,75 ευρώ και συνολικά το ποσό των 8.530,26 ευρώ, Β) για το επίδομα ειδικών και επικίνδυνων συνθηκών για το έτος 2010, το συνολικό ποσό των 432,52 ευρώ, για το έτος 2011 το συνολικό ποσό των 422,16 ευρώ και για το έτος 2012 το συνολικό ποσό των 424,84 ευρώ και συνολικά το ποσό των 1.279,52 ευρώ, Γ) για το επίδομα εξομάλυνσης για το χρονικό διάστημα από 1.1.2010 έως και 31.5.2010, το συνολικό ποσό των 697,50 ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 1.6.2010 έως και 31.12.2012, το συνολικό ποσό των 4.185 ευρώ και συνολικά το ποσό των 4.882,50 ευρώ. Τα ποσά αυτά που επιδικάστηκαν πρωτοδίκως για το διάστημα των ετών 2010-2012, δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ο υπολογισμός τους με σχετικό λόγο εφέσεως, πρέπει να επιδικασθούν και πάλι για το ίδιο ως άνω επίδικο διάστημα. Οπότε η υπό κρίση αγωγή έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτή για το συνολικό ποσό των 14.692,28 ευρώ (8.530,26 + 1.279,52 + 4.882,50). Κατ’ ακολουθία, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ως μη νόμιμη την ένσταση διετούς παραγραφής που προέβαλε το εναγόμενο ν.π.δ.δ. (ενν. ν.π.ι.δ.), κρίνοντας ότι η ως άνω διάταξη που προβλέπει αυτή αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας και επιδίκασε τα αιτούμενα επιδόματα για όλο το επίδικο διάστημα των ετών 2008-2012, και μάλιστα με το νόμιμο τόκο ο οποίος ισχύει εκάστοτε για τους ιδιώτες οφειλέτες και όχι υπολογιζόμενος κατά ποσοστό 6% που ισχύει υπέρ του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ., όπως εκτέθηκε ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και ειδικότερα εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω περί παραγραφής, περί δικών του Δημοσίου, περί Λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ. και του Συντάγματος διατάξεις κατά το βάσιμο σχετικό τέταρτο λόγο της εφέσεως του εναγομένου ν.π.δ.δ. (ενν. ν.π.ι.δ.) που πρέπει να γίνει δεκτός”. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη με αριθμό 385/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, κράτησε την υπόθεση και δικάζοντας την ως άνω αγωγή, δέχθηκε αυτήν κατά ένα μέρος ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και επιδίκασε στον ενάγοντα το ποσό των 14.692,28 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπολογιζομένου σε ποσοστό 6%, από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Με την ίδια απόφαση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε, λόγω (διετούς) παραγραφής τις απαιτήσεις του ενάγοντος και αντίστοιχα την αγωγή του για τα έτη 2008 και 2009, καθώς και το αίτημα του ενάγοντος για επιδίκαση όλων των ανωτέρω ποσών με το νόμιμο τόκο υπερημερίας. 5.-Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 250 αρ. 6, 17 ΑΚ και 276 παρ. 1, 2 και 3 ν. 3463/2006, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1 παρ. 1, 3 παρ. 1, 7 παρ. 1 και 2, 8, 10, 17 παρ. 1, 21 παρ. 1 ν. 1069/1980 και 252 παρ. 1, 3 και 5, 260 παρ. 1 και 5 και 265 παρ. 1 και 8 ν. 3463/2006, τι οποίες δεν εφάρμοσε αν και ήταν εφαρμοστέες στην ένδικη υπόθεση, ως και εκείνη του άρθρου 90 παρ. 3 ν. 2362/1995 την οποία εφάρμοσε αν και δεν ήταν εφαρμοστέα στην ένδικη υπόθεση. Και τούτο διότι, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα παραπάνω στη μείζονα σκέψη, εφαρμοστέες ως προς το ζήτημα της παραγραφής των αξιώσεων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης δημοτικής επιχείρησης για την πληρωμή εργατικών απαιτήσεων, είναι οι διατάξεις του άρθρου 250 αρ. 6 και 17 του ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες οι εν λόγω αξιώσεις υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή. Η επέκταση της διετούς παραγραφής που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, με ανάλογη εφαρμογή της κατ’ άρθρο 276 παρ. 1 του ΚΔΚ και στις αξιώσεις των υπαλλήλων της αναιρεσίβλητης Δημοτικής Επιχείρησης (ΝΠΙΔ) κατ’ αυτού, αφενός μεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 276 παρ. 2 του ΚΔΚ (ν. 3463/2006), αφετέρου δε θα ήταν αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 εδ. β’ του Συντάγματος, διότι δεν δικαιολογείται από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, εφόσον η αναιρεσίβλητη, ως πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, λειτουργεί με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, είναι νομικά ισότιμο με κάθε άλλο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και δεν είναι λογικό να ισχύει υπέρ αυτού το προνόμιο του Δημοσίου και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης για διετή παραγραφή των κατ’ αυτού μισθολογικών αξιώσεων των υπαλλήλων του, εφόσον το απλό ταμειακό συμφέρον της αναιρεσίβλητης δεν ταυτίζεται με το δημόσιο ή γενικό συμφέρον και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παραβίαση των δικαιωμάτων του εργαζομένου – ενάγοντος – αναιρεσείοντος στην περιουσία του με την παραγραφή των αξιώσεών του από οφειλόμενους μισθούς και εν γένει αποδοχές με βάση το άρθρο 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 περί διετούς βραχυχρόνιας παραγραφής, αντί των εφαρμοστέων διατάξεων του άρθρου 250 αρ. 6 και 17 ΑΚ. Για τον ίδιο λόγο, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην ένδικη περίπτωση το προβλεπόμενο στα άρθρα 21 του Κ.Ν. της 26.6-10.7.1944 “περί δικών του Δημοσίου” και 7 παρ. 2 του ν.δ. 494/1974 “περί λογιστικού των ΝΠΔΔ”, ποσοστό τόκου υπερημερίας 6% ετησίως, το οποίο εσφαλμένως εφάρμοσε το εφετείο, αφού κατά την αληθή έννοιά τους οι τελευταίες διατάξεις δεν είναι εφαρμοστέες στους εργαζόμενους στις ΔΕΥΑ, καθώς τούτο αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 276 παρ. 3 του ΚΔΚ (ν. 3463/2006) και στο σκοπό της, ενόψει και του ότι οι ΔΕΥΑ δεν αποτελούν, όπως αναφέρεται παραπάνω στη μείζονα σκέψη, ΟΤΑ, αλλά αυτοτελή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, τα οποία λειτουργούν με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και διαθέτουν ίδια έσοδα και δική τους αυτόνομη ταμειακή υπηρεσία και το δικό τους ταμειακό συμφέρον δεν ταυτίζεται με αυτό του Δημοσίου ή των ΟΤΑ. Μετά ταύτα, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τα ανωτέρω κεφάλαια, κατά παραδοχή ως βάσιμου του μοναδικού λόγου αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από δικαστή άλλον, εκτός εκείνου που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημα του αναιρεσείοντος, ο οποίος παρέστη και κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθμ. 289/23.7.2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, ως προς τα αναφερόμενα στο σκεπτικό κεφάλαια.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Ιουνίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ