ΑΡΙΘΜΟΣ 1569/2022
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Αναγνώριση χρέους. Έκδοση διαταγής πληρωμής από αναιτιώδη σύμβαση αναγνώρισης χρέους. Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής. Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής.
– Η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία, δεν προβλέπεται ρητά από τον Αστικό Κώδικα, ισχύει όμως διεπόμενη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο καθιερώνει την αρχή της ελευθερίας σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικά για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από το άρθρο 873 ΑΚ αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, καταρτίζεται σε αντίθεση με την τελευταία κατ’ αρχήν άτυπα και ιδρύει νέα ενοχική σχέση, είτε παράλληλα με την παλαιά είτε σε αντικατάσταση της παλαιάς (άρθρα 421, 436 ΑΚ) που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση μιας υπάρχουσας έννομης σχέσης που διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα), απαλλαγμένη από τις ενστάσεις που μπορούσαν να προταθούν στο πλαίσιο της παλαιάς έννομης σχέσης (ΑΠ 1663/2013, ΑΠ 1279/2012, ΑΠ 962/2012). Γενικότερα αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συγκεκριμένης σύμβασης, αν η επερχόμενη με αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν στην περίπτωση αυτή ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία πρέπει κατ` αρχήν να είναι έγκυρη (άρθρο 437 ΑΚ) (ΑΠ 598/2017, ΑΠ 1663/2013).
Συνεπώς, εκείνος που αναγνωρίζει την από ορισμένη αιτία οφειλή του, δεν μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις τις οποίες είχε από την κύρια αιτία (ΑΠ 779/2004). Εάν δε σκοπός της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους είναι, μεταξύ άλλων, και ο καθορισμός του ύψους της οφειλής, δεν επιτρέπεται η επάνοδος των μερών στο ύψος της οφειλής, αφού το ύψος εκείνου που αναγνωρίσθηκε με την αιτιώδη αναγνώριση είναι το εφεξής οφειλόμενο (ΑΠ 1017/2010).
– Από τις διατάξεις των άρθρων 623, 624, 626 ΚΠολΔ, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ.1 περ. α ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών αλλ’ αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που να εξατομικεύουν την απαίτηση υπό την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσής της και που να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 330/2012, ΑΠ 1389/2011, ΑΠ 15/2007) και επιπλέον απαιτείται να επισυνάπτονται στην αίτηση τα έγγραφα εκείνα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 368/20129, ΑΠ 999/2019). Η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης του αιτούντος από ορισμένη έννομη σχέση και η απόδειξη της απαίτησης αυτής καθώς και του ποσού της με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, αποτελούν, σύμφωνα με το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων, προϋποθέσεις (ουσιαστικές και διαδικαστικές) με τη συνδρομή των οποίων μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής. Αναγκαία, επίσης, προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι, αφενός μεν στην αίτηση να εκτίθενται τα στοιχεία των προσώπων του δικαιούχου και του οφειλέτη της απαίτησης, αφετέρου τούτο να προκύπτει από τα επισυναπτόμενα στην αίτηση έγγραφα (ΑΠ 355/1999, ΑΠ 784/1994). Αν από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν αποδεικνύονται η απαίτηση ή το ποσό αυτής, ή η νομιμοποίηση του αιτούντος και του καθ’ ου η αίτηση, δεν εκδίδεται διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εσφαλμένα εκδοθεί, ακυρώνεται ύστερα από αποδοχή σχετικού λόγου ανακοπής περί μη συνδρομής της νόμιμης αυτής προϋπόθεσης για έκδοση διαταγής πληρωμής, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτό απαγγέλλεται, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου ανεξαρτήτως της ύπαρξης της απαίτησης και της δυνατότητας να αποδειχθεί με άλλα αποδεικτικά μέσα (Ολ.ΑΠ 10/1997, ΑΠ 682/2015, ΑΠ 933/2011, ΑΠ 2206/2009, ΑΠ 1480/2007). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, και το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή, εάν από τα έγγραφα, που προσκομίστηκαν μέχρι την ημέρα έκδοσης της διαταγής πληρωμής, δεν αποδεικνύεται η απαίτηση και το ποσό της, καθώς και η νομιμοποίηση του αιτούντος και του καθ’ ού η αίτηση, δεν μπορεί να διαγνώσει, στηριζόμενο σε άλλα στοιχεία, διαφορετικά από αυτά, που προσκομίστηκαν και υποβλήθηκαν στο δικαστή που εξέδωσε τη διαταγή και συγκεκριμένα σε έγγραφα προσκομιζόμενα το πρώτον στη δίκη της ανακοπής, αλλά οφείλει να δεχθεί το αίτημα της ανακοπής και να ακυρώσει τη διαταγή πληρωμής, λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, χωρίς όμως η απόφαση αυτή να παράγει δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη της απαίτησης, η οποία δεν διαγνώσθηκε (ΟλΑΠ 10/97, ΑΠ 914/2018, ΑΠ 2206/2009). Ιδιωτικό έγγραφο, κατά την έννοια του νόμου, θεωρείται κάθε έγγραφο το οποίο δεν είναι δημόσιο και φέρει την υπογραφή του εκδότη κατά το άρθρο 443 ΚΠολΔ, υπάρχει, δε, έγγραφη απόδειξη, όταν υφίσταται το έγγραφο και αποδεικνύεται απ’ αυτό το ύψος της απαίτησης, ο δικαιούχος και ο υπόχρεος (ΑΠ 736/2006, ΑΠ 737/2006). Για να έχει, δε, αποδεικτική, κατά το άρθρο 443 ΚΠολΔ, δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, εκδότης δε, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, θεωρείται εκείνος ο οποίος αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο. Κατά το άρθρο δε 447 ΚΠολΔ το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί απόδειξη υπέρ του εκδότη μόνον αν το προσκόμισε ο αντίδικος ή αν πρόκειται για τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 ΚΠολΔ. Κατ’ ακολουθία, είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής με έγγραφο που περιέχει αναγνώριση χρέους, είτε με διεπόμενη από το άρθρο 361 ΑΚ, σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος από ορισμένη αιτία (αιτιώδης αναγνώριση χρέους), είτε με αναιτιώδη σύμβαση αναγνώρισης χρέους, κατά τη διάταξη του άρθρου 873 του ΑΚ, που ορίζει ότι “η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως” (ΑΠ 60/2005), εφόσον από το έγγραφο προκύπτει η απαίτηση, το ποσό αυτής, εκείνος που αναγνωρίζει το χρέος και αυτός που αποκτά το δικαίωμα να ζητήσει την καταβολή του χρέους. Αυτό το έγγραφο πληροί όλες τις προϋποθέσεις για την έκδοσή της, προσκομιζόμενο από το δικαιούχο με την αίτηση έκδοσης της διαταγής πληρωμής. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211-212 ΑΚ, προκύπτει ότι δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου) μέσα στα όρια της εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αμέσως υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου. Τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται είτε η δήλωση βούλησης γίνει ρητά στο όνομα του αντιπροσωπευομένου, είτε συνάγεται από τις περιστάσεις ότι έγινε στο όνομά του (ΑΠ 1792/2002, ΑΠ 1308/2002). Η εξουσία αντιπροσώπευσης παρέχεται είτε με σχετική δικαιοπραξία, οπότε γίνεσαι λόγος για εκούσια αντιπροσώπευση είτε με διάταξη νόμου (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 134/2004). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικά πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτισθεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο, το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησης δεν το δεσμεύει (ΑΠ 682/2015, ΑΠ 1150/2014, ΑΠ 2064/2014). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις, συνδυαζόμενες προς αυτές των άρθρων 118, 216 παρ. 1α, 224 εδ. β’ , 623, 626 και 633 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στην αίτηση του δικαιούχου της καταβολής από έγγραφο αναγνώρισης χρέους προς έκδοση βάσει αυτού διαταγής πληρωμής κατά νομικού προσώπου, το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση πληρωμής του κατά τον υπό του νόμου οριζόμενο τρόπο, δεν απαιτείται να αναγράφονται στο δικόγραφο της αίτησης και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπευσαν το νομικό πρόσωπο κατά την ανάληψη υποχρέωσης από το έγγραφο τούτο ή ότι αυτά ενήργησαν, εντός των ορίων της εκπροσωπευτικής τους εξουσίας, σύμφωνα με το καταστατικό του νομικού προσώπου. Αν όμως με ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αμφισβητηθεί από το τελευταίο η αντιπροσωπευτική εξουσία του φυσικού προσώπου που ανέλαβε για λογαριασμό του υποχρέωση από έγγραφο αναγνώρισης χρέους, για το λόγο ότι μόνη η υπογραφή τούτου επ’ αυτού δεν το δεσμεύει σύμφωνα με τα οριζόμενα στο καταστατικό του, ο κομιστής του τίτλου, καθ’ ου η ανακοπή, ο οποίος επέχει θέση ενάγοντος, επικαλούμενος ότι έγκυρα εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, πρέπει να καθορίσει με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ότι το συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο το οποίο ανέλαβε για λογαριασμό του νομικού προσώπου υποχρέωση, νομίμως εκπροσώπησε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με το καταστατικό του και δήλωσε, κατά νόμιμο τρόπο, τη σχετική βούλησή του (ΑΠ 1342/2017, ΑΠ 682/2015, ΑΠ 908/2005, ΑΠ 1433/2002) και να αποδείξει την νόμιμη εκπροσώπηση. Τούτο διότι, ο λόγος αυτός της ανακοπής έχει αρνητικό χαρακτήρα, αφού ο καθ’ ου η ανακοπή, ο οποίος επέχει θέση ενάγοντος (ΑΠ 908/2005), έχει το υποκειμενικό βάρος, κατά το γενικό δικονομικό κανόνα του άρθρου 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, για την απόδειξη με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο της εκπροσώπησης του νομικού προσώπου από το φυσικό πρόσωπο που υπογράφει την αναγνώριση του χρέους (ΑΠ 15/2007). Σύμφωνα με τα ανωτέρω δεν είναι άκυρη η διαταγή πληρωμής που έχει εκδοθεί από έγγραφο αναγνώρισης χρέους, το οποίο περιέχει τα προαναφερόμενα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η απαίτηση και το ύψος αυτής, καθώς και τα πρόσωπα του δανειστή και του οφειλέτη νομικού προσώπου, επειδή δεν προσκομίζονται μέχρι την ημέρα έκδοσής της τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου από το φυσικό πρόσωπο το οποίο φέρεται να υπογράφει την αναγνώριση ως εκπρόσωπος του νομικού προσώπου το οποίο αναλαμβάνει με βάση την αναγνώριση την υποχρέωση καταβολής της απαίτησης που ενσωματώνεται σ’ αυτό, καθόσον το έγγραφο τούτο, που φέρει την υπογραφή του εκδότη αυτού νομικού προσώπου, υπογραφόμενο από τον φερόμενο νόμιμο εκπρόσωπό του, αποτελεί ιδιωτικό έγγραφο κατά το άρθρο 443 ΑΚ, το οποίο αποτελεί απόδειξη υπέρ του δικαιούχου του ποσού. Το ενδεχόμενο προβολής ενστάσεων κατά της απαίτησης για την οποία ζητείται η έκδοση της διαταγής πληρωμής, είτε καταχρηστικών (εφόσον τα σχετικά δικαιοκωλυτικά ή δικαιοφθόρα γεγονότα δεν προκύπτουν από τα υποβαλλόμενα στο δικαστή στοιχεία) είτε γνησίων ή αμφισβήτησης, στην περίπτωση της ανάληψης από νομικό πρόσωπο υποχρέωσης καταβολής της απαίτησης, της εξουσίας εκπροσώπησής του από το φυσικό πρόσωπο που το εκπροσωπεί, δεν αφορά την απαιτούμενη από τη διάταξη αυτή βεβαιότητα της αξίωσης και συνεπώς δεν αναιρεί τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής πληρωμής, αφού οι ενστάσεις αυτές στοιχειοθετούν τους, κατ’ άρθρο 632 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, λόγους ανακοπής (ΑΠ 1622/2008, ΑΠ 911/2005).
– Η κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής των άρθρων 583 επ. ΚΠολΔ και ασκείται όπως η αγωγή. Το δικόγραφό της πρέπει να περιέχει με τρόπο σαφή και ορισμένο όλες τις ενστάσεις (λόγους) κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής, ενώ στην ανοιγόμενη με την ανακοπή δίκη δεν εκδικάζεται καθολικά η υπόθεση, αλλά στο μέτρο των υποβαλλόμενων λόγων της ανακοπής. Οι λόγοι αυτοί, συνδυαζόμενοι με το αίτημα της ανακοπής, προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας και οριοθετούν δεσμευτικώς το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής (ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 1881/2014, ΑΠ 1943/2009). Ειδικότερα, στο δικόγραφο της ανακοπής ο ανακόπτων πρέπει να προσδιορίζει την έλλειψη εκείνων των ουσιαστικών ή διαδικαστικών προϋποθέσεων που δικαιολογούν την ακύρωση της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 1098/2008, ΑΠ 50/2004).
– Νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν από τον ανακόπτοντα για πρώτη φορά με τρόπο διάφορο του οριζόμενου στο άρθρο 585 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ και δη με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος στην πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια δίκη ή με το δικόγραφο της έφεσης, των πρόσθετων λόγων αυτής ή της αναίρεσης, κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, ακόμη και αν οι λόγοι αυτοί αφορούν ισχυρισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 527 ΚΠολΔ, διότι έναντι της τελευταίας αυτής γενικής διάταξης κατισχύει, λόγω της ειδικότητάς της, η διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠολΔ, κατά την οποία νέοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή και κοινοποιείται αν πρόκειται για ειδικές διαδικασίες, οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση. Έτσι, μόνο το περιεχόμενο της ως άνω ανακοπής και εκείνο των, τυχόν κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, ασκηθέντων πρόσθετων λόγων της οριοθετεί το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής, ακόμη και αν πρόκειται για αιτιάσεις που ανάγονται στο κατά νόμο παραδεκτό της έκδοσης της διαταγής πληρωμής. Ούτε επιτρέπεται συμπλήρωση του περιεχομένου των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις, ή την έφεση, τους πρόσθετους λόγους αυτής και την αναίρεση (ΑΠ 1298/2018, ΑΠ 245/2016, ΑΠ 1313/2007, ΑΠ 339/2006).