Αριθμός 1778/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Μουλιανιτάκη, Μ. Δ. – Εισηγήτρια, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 16η Μαρτίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Χριστίνα Γιωτοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Α. συζ. Μ. Β., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μ. Β., με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-2-2008 αίτηση της ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 28-3-2008 κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 88/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 35/2014 του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 25-4-2014 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μ. Δ. ανέγνωσε την από 9-3-2022 έκθεσή της με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2) επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης 35/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, υπήρξε αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Η αιτούσα και ήδη αναιρεσίβλητη με την από 4.2.2008 αίτησή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων, την οποία κοινοποίησε προς το ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, εξέθετε ότι είχε καταστεί κυρία με παράγωγο τρόπο του περιγραφομένου σε αυτήν ακινήτου, που βρίσκεται στη θέση “…” Δ.Δ. … , με τίτλο κτήσης το … συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Χανίων Αντωνίας Φαλαγγάρη, το οποίο όμως από παραδρομή δεν μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χανίων, αλλά και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ενεργώντας τις αναφερόμενες στην αίτησή της πράξεις νομής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας. Επικαλούμενη δε ότι η εγγραφή του παραπάνω ακινήτου έχει καταχωρηθεί εσφαλμένα στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Ε. Β. και ειδικότερα ότι τούτο φέρεται στα εν λόγω κτηματολογικά φύλλα με ΚΑΕΚ … ως ιδιοκτησία αγνώστου ιδιοκτήτη, καθώς η ίδια δεν είχε προβεί στις δέουσες ενέργειες προκειμένου να δηλώσει στο Κτηματολόγιο την ιδιοκτησία της, εντός των νομίμων προθεσμιών, με αποτέλεσμα την ανωτέρω εσφαλμένη εγγραφή της, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι είναι κυρία του ως άνω ακινήτου και να διαταχθεί η διόρθωση της εν λόγω ανακριβούς πρώτης εγγραφής, ώστε στο οικείο κτηματολογικό φύλλο από το εσφαλμένο “αγνώστου ιδιοκτήτη” να αναγραφεί το ορθό δηλαδή το σχετικό δικαίωμα κυριότητάς της επί του συγκεκριμένου ακινήτου. Στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με την παραπάνω αίτηση, το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από 28.3.2008 κύρια παρέμβαση, ισχυριζόμενο ότι το παραπάνω ακίνητο αποτελεί δασική έκταση κυριότητάς του και όχι “αγνώστου”, όπως αναφέρεται στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, η οποία περιήλθε σε αυτό ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, σύμφωνα με τη συνθήκη των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913 και ζήτησε να αναγνωρισθεί το δικαίωμα κυριότητάς του στο επίδικο ακίνητο και να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή, ώστε να εγγραφεί το Ελληνικό Δημόσιο ως αποκλειστικός κύριος αυτού. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων, δικάζοντας κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με την 88/2010 απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμο το περί αναγνωρίσεως της κυριότητας αίτημα της αίτησης, ενώ την έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσία ως προς το αίτημα διόρθωσης της πρώτης εγγραφής. Με την ίδια απόφαση απορρίφθηκε η κυρία παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου ως απαράδεκτη. Κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε έφεση από το Ελληνικό Δημόσιο και επί αυτής εκδόθηκε η 35/2014 προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, το οποίο την έκανε τυπικά και κατ’ουσίαν δεκτή και, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μόνο ως προς τη διάταξή της με την οποία είχε απορριφθεί η κύρια παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, στη συνέχεια, δικάζοντας επί της κυρίας παρεμβάσεως, ως προς το αίτημα της διορθώσεως της πρώτης εγγραφής, την απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Κατά της ως άνω 35/2014 τελεσίδικης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης στρέφεται η υπό κρίση από 25.4.2014 αίτηση αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 4 και 552, 553,556,558,564,566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. Επομένως, αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 571 και 577 Κ.Πολ.Δικ.).
Με το άρθρο 6, 1 παρ. 1,2 και 3 του ν.2664/1998, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από του 3127/2003 και 348/2006 ορίζονται τα εξής: “I. Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, σύμφωνα με την παράγραφο 2, περίπτωση β’ του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου. 2. Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, μπορεί να ζητηθεί με αγωγή ενώπιον του αρμοδίου καθ’ύλην και κατά τόπον Πρωτοδικείου η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση ολικά ή μερικά της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία οκτώ(8) ετών εκτός αν πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο ή εργαζόμενους μόνιμα στο εξωτερικό….,για τους οποίους η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι δέκα (10)ετών. Η αποκλειστική προθεσμία αυτή της παραγράφου αρχίζει από την δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, που προβλέπει το άρθρο 1 παρ. 3. Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφόμενου ως δικαιούχου του δικαιώματος στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων και κοινοποιείται με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως στον Προϊστάμενο του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου….3. α) Στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη “άγνωστου ιδιοκτήτη” κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 9 , αντί της προβλεπόμενης στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και μέχρις ότου ορισθεί αυτός, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την κατάθεσή της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου… Εφόσον η αίτηση γίνει τελεσιδίκως δεκτή, διορθώνεται η εγγραφή. Εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού… Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, όταν με αυτή φέρεται τούτο ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, ο επικαλούμενος ότι είναι κύριος αυτού ή δικαιούχος οποιουδήποτε άλλου εγγραπτέου στο Κτηματολόγιο δικαιώματος, θα επιτύχει τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής, με την άσκηση της σχετικής αιτήσεως ενώπιον του Κτηματολογικού δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και μέχρι να ορισθεί, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας του ακινήτου, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η εν λόγω αίτηση δεν στρέφεται κατ’ουδενός, ο δε ΟΚΧΕ, καθώς και οι Προϊστάμενοι των Κτηματολογικών Γραφείων δεν προσλαμβάνουν την ιδιότητα του διαδίκου με μόνη την απεύθυνση εναντίον τους, εκτός αν συντρέχουν οι περιπτώσεις των άρθρων 748 παρ. 3, 752 και 753 ΚΠολΔ. Αντικείμενο της συγκεκριμένης δίκης είναι η διαπίστωση της υπάρξεως του εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος κατά την καταχώρηση της πρώτης εγγραφής και η διόρθωση της τελευταίας, σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση οποιουδήποτε αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή “αγνώστου ιδιοκτήτη” δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση αλλά έλλειψη διαπιστώσεως του υπάρχοντος δικαιώματος.
Συνεπώς, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ζητείται μόνο η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής και όχι η αναγνώριση της κυριότητας του αιτούντος, ανεξαρτήτως του ότι ερευνάται από το Δικαστήριο ως προϋπόθεση η ύπαρξη του επικαλούμενου δικαιώματος της κυριότητας για την αιτούμενη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Τούτο άλλωστε ενισχύεται και από την προαναφερόμενη ως άνω διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3α του ν. 2664/1998, όπως ήδη ισχύει, σύμφωνα με την οποία, εάν η αίτηση απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη, ο αιτών μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του Ελληνικού Δημοσίου με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού και επιπρόσθετα από το ότι στην τελευταία αυτή παράγραφο (άρθρο 6 παρ. 2) προβλέπεται ρητά ως αίτημα της αγωγής “η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση” (ΑΠ 1011/2021, ΑΠ 34/2019, ΑΠ 1427/2014). Περαιτέρω με το άρθρο 2 παρ. 3 του Ν. 147/2014, που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή της δια του Νόμου ΔΣΙΓ’ της 14/14 Νοεμβρίου κυρωθείσας Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Δεκεμβρίου 1913 μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, ορίστηκε ότι στις Νέες χώρες, που διατελούσαν προηγουμένως υπό την άμεση κυριαρχία του Οθωμανικού Κράτους (Μακεδονία, Ήπειρος, Κρήτη, νήσοι του Αιγαίου) “εισάγεται εν γένει η Ελληνική αστική νομοθεσία, διατηρούνται όμως εν ισχύει αι περί γαιών διατάξεις του Οθωμανικού Νόμου αι ρυθμίζουσαι τα επ’ αυτών ιδιωτικής φύσεως δικαιώματα, των περί τούτων δικαιοπραξιών συντελουμένων εφεξής κατά τους ελληνικούς νόμους. Κατά τα λοιπά παραμένουν οι εν ταις προσαρτώμενες χώρες προϋπάρχοντες αστικοί νόμοι”. Ο με το νόμο αυτό περιορισμός της ισχύος του Νόμου “περί γαιών” μόνο στις ρυθμίζουσες τα επ’ αυτών δικαιώματα ιδιωτικής φύσεως, έχει την έννοια του αποκλεισμού των διατάξεων περί των δικαιωμάτων του Οθωμανικού Κράτους επί των δημόσιων γαιών, οι οποίες περιήλθαν πλέον στο Ελληνικό Δημόσιο, μετά την προσάρτηση των νέων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια και συνακόλουθα, όσον αφορά την Κρήτη μετά τις 11.5.1915 που η νήσος ενώθηκε με την Ελλάδα. Εξάλλου, όπως είναι ιστορικά γνωστό, το 1897 η Κρήτη που κατεχόταν από τις Δυνάμεις, αναγνωρίστηκε αυτόνομη, με την επικυριαρχία του Σουλτάνου και σχηματίστηκε Εθνική Κυβέρνηση στο νησί, κάτω από την υψηλή Επιτροπεία του πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδος (1898). Κατά τη διάρκεια της αυτονομίας της Κρήτης και συγκεκριμένα στις 23 Ιουλίου 1904 τέθηκε σε ισχύ ο Κρητικός Αστικός Κώδικας, η ισχύς του οποίου διατηρήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 2 του προαναφερθέντος ν. 147/1914 και μετά την ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα (11.5.1915) και μέχρι την κατάργησή του, η οποία επήλθε, με βάση τα άρθρα 1, 5 αρ. 3 του ΕισΝΑΚ και 1 παρ. 1 του ν.δ. της 7/10 Μαΐου 1946, στις 22 Φεβρουαρίου 1946, γιατί στις 23 Φεβρουαρίου 1946 άρχισε ισχύς του Αστικού Κώδικα. Οι διατάξεις των άρθρων 206, 237 στοιχ. ε, 293, 294,295, 296, 299 και 302 του Κρητικού Αστικού Κώδικα καθιερώνουν ως τρόπο κτήσης της κυριότητας σε ακίνητο την τακτική και την έκτακτη χρησικτησία. Σύμφωνα με το άρθρο 293 του εν λόγω Κώδικα ” ο καλή τη πίστη αποκτήσας ακίνητο δυνάμει τίτλου , κατά τους νομίμους τύπους συντεταγμένου και προσηκόντως μεταγεγραμμένου, γίνεται κύριος αυτού δια δεκαετούς συνεχούς νομής από της χρονολογίας της μεταγραφής” και κατά το άρθρο 294 του ίδιου Κώδικα “καλή πίστη νομεύς είναι ο αγνοών ότι απέκτησε το πράγμα παρά μη αληθούς κυρίου. Επί χρησικτησίας αρκεί η εν αρχή της νομής καλή πίστις”. Η έκτακτη χρησικτησία, κατά το επόμενο άρθρο 295, συνίσταται στην επί είκοσι συνεχή έτη νομή του ακινήτου, ενώ ως νομή πράγματος κατά το άρθρο 206 του ίδιου κώδικα οριζόταν η “με διάνοια κυρίου αυτοπροσώπως ή δι’ άλλου ασκούμενη φυσική και αποκλειστική εξουσία επί του πράγματος (κατοχή)”. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1248 και 1614 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα, ο οποίος ίσχυσε στην Κρήτη μέχρι την εισαγωγή του Κρητικού Αστικού Κώδικα (1904), ο θεσμός της χρησικτησίας, δεν αναγνωρίζεται ως τρόπος κτήσης κυριότητας τόσο για τα ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), όσο και για τις δημόσιες γαίες (αμρί – ρεζί). Επομένως ο χρόνος που διέδραμε στη διάρκεια ισχύος της Οθωμανικής νομοθεσίας δεν υπολογίζεται για την κτήση της κυριότητας με χρησικτησία. Ο Κρητικός όμως Κώδικας θέσπισε με τα άρθρα 1356 και 1357 αυτού, που συνιστούν διατάξεις διαχρονικού δικαίου, ειδική ρύθμιση, για τον υπολογισμό του χρόνου, ο οποίος διέδραμε πριν από την ισχύ του. Η πρώτη διάταξη ορίζει ότι ο χρόνος που ορίζεται από τον παρόντα νόμο για την απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία αρχίζει, αφότου υπήρξαν όλα τα προσόντα, τα οποία απαιτούνται από το νόμο για τη χρησικτησία και ότι εάν κατά την έναρξη ισχύος αυτού είναι συμπληρωμένος ο χρόνος της χρησικτησίας ή υπολείπεται για τη συμπλήρωση του χρονικό διάστημα, που είναι μικρότερο της πενταετίας, η κυριότητα δεν αποκτάται πριν περάσουν πέντε έτη από την ισχύ του νόμου, ενώ η δεύτερη διάταξη ορίζει ότι η κατά το άρθρο 295 εικοσαετής νομή, η οποία απαιτείται για την απόκτηση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, υπολογίζεται από την ημέρα κατά την οποία άρχισε, εάν εξακολουθεί κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου. Εξ ετέρου από τις διατάξεις των άρθρων 298 και 299 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι για την έκτακτη χρησικτησία ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος προσμετρά προς συμπλήρωση του χρόνου αυτής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Περαιτέρω, από τα άρθρα 198, 199 και 202 του εν λόγω κώδικα προκύπτει, ότι τα κτήματα της επικράτειας διακρίνονται σε δημόσια, τα οποία είναι αναπαλλοτρίωτα και σε ανήκοντα στην περιουσία του κράτους, τα οποία υπόκεινται σε απαλλοτρίωση και για τα οποία ρητά ορίζεται με το άρθρο 302 του ίδιου κώδικα ότι υπόκεινται στους ορισμούς περί χρησικτησίας. Δημόσια κτήματα είναι μόνο εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 199 και στα οποία δεν περιλαμβάνονται τα δάση ή οι δασικές εκτάσεις, ενώ κατά το επόμενο άρθρο 200 όλα τα υπόλοιπα ανήκουν στην περιουσία του κράτους και επομένως υπάγονται στο νομικό καθεστώς περί αυτών. Το τελευταίο άρθρο (302), καταργήθηκε σιωπηρά από το άρθρο 21 του Ν. Δ/τος της 22- 4/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ”, με το οποίο εξαιρέθηκαν της χρησικτησίας τα δημόσια κτήματα για το μέλλον, εφόσον μέχρι την έναρξη ισχύος του δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της χρησικτησίας. Η συμπλήρωση όμως της χρησικτησίας εμποδιζόταν από της ισχύος του Ν.ΔΞΗ/1912 και των σε εφαρμογή αυτού εκδοθέντων Δ/των, με τα οποία ανεστάλη κάθε προθεσμία και κάθε παραγραφή επί αστικών διαφορών και τα οποία ίσχυσαν στην Κρήτη από 11.5.1915 (που ενώθηκε με την Ελλάδα). Ενόψει, συνεπώς, της, με τις ως άνω διατάξεις του ισχύοντος από 23.7.1905, ως προελέχθη, Κρητικού Αστικού Κώδικα και τις λοιπές αναφερόμενες διατάξεις, καθιερούμενης ρύθμισης και μολονότι στο προϊσχύσαν αυτού και στη νήσο Κρήτη Οθωμανικό δίκαιο, ήταν κατά τα προαναφερθέντα άγνωστος ο θεσμός της χρησικτησίας επί δημοσίου (ανήκοντος στην περιουσία του Κράτους) κτήματος, ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, που έπρεπε να έχει συμπληρωθεί μέχρι την 11-5-1915, με συνυπολογισμό, προκειμένου περί έκτακτης χρησικτησίας, μέχρι δεκαπέντε ετών το πολύ χρόνου νομής, πριν από την έναρξη ισχύος του Κρητικού Αστικού Κώδικα (23.7.1904), προκειμένου δε περί τακτικής, δια συνυπολογισμού και μέχρι πέντε ετών το πολύ νομής με τα λοιπά προσόντα αυτής (τίτλος, μεταγραφή, καλή πίστη), προ του κατά τα άνω χρόνου ενάρξεως ισχύος του Κρητικού ΑΚ. Εξάλλου, κατά το Οθωμανικό δίκαιο και ειδικότερα το άρθρο 3 του νόμου “περί Γαιών” της 7ης Ραμαζάν 1274 (ήτοι 1856) μεταξύ των δημοσίων γαιών περιλαμβάνονται τα δάση και οι χειμερινές και θερινές βοσκές (τόποι που παράγουν χόρτο για βόσκηση ζώων), ρητώς δε οριζόταν ότι αυτές ανήκαν στο Τουρκικό Δημόσιο και ότι η παραχώρησή τους σε ιδιώτες γίνεται με τη χορήγηση από το Αυτοκρατορικό Κτηματολόγιο εγγράφου τίτλου, που ονομάζεται “ταπί”, το οποίο φέρει το μονόγραμμα (τουγρά) του Σουλτάνου και αποτελούσε τίτλο αναγνωστικό έναντι του Ελληνικού Δημοσίου και στο οποίο αναγραφόταν η χρήση της έκτασης, σύμφωνα με τον προορισμό της. Από τους ορισμούς αυτούς συνάγεται, ότι στην Κρήτη, η οποία κατά τη θέσπιση του ν.δ. της 17·11/1.2.1836 “περί ιδιωτικών δασών” δεν αποτελούσε μέρος της Ελληνικής Επικράτειας, οι γαίες που υπό την ισχύ του Κρητικού Αστικού Κώδικα, είχαν τον χαρακτήρα του δάσους αποτελούσαν κτήματα ανήκοντα στην απαλλοτριωτή περιουσία του Κράτους και όχι στην αναπαλλοτρίωτη, με συνέπεια να μπορούν να περιέλθουν στην κυριότητα των ιδιωτικών με χρησικτησία (ΑΠ 1706/2018, ΑΠ 555/2016, ΑΠ 1343/2015), ενώ κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναιρετικός λόγος, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου , στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα αυτό, του προσέδωσε δηλαδή έννοια διαφορετική από την αληθινή ή δεν τον εφάρμοσε ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή τον εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, απαιτώντας περισσότερα ή αρκούμενο σε λιγότερα, αντίστοιχα, στοιχεία από όσα αξιώνει ο νόμος για την εφαρμογή του ή αν τον εφάρμοσε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 10/2011 ΟλΑΠ 7/2006). Αν το δικαστήριο απεφάνθη για την ουσία της υπόθεσης, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται βάσει των πραγματικών περιστατικών που ανέλεγκτα δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο παραπάνω λόγος, αν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή αν δεν τον εφάρμοσε, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε , αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 4/2018). Με τον παραπάνω λόγο ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση της νομιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται ,δηλαδή, αν η αγωγή, κυρία παρέμβαση, ένσταση κλπ ορθά απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή στην ουσία (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 334/2021, ΑΠ 65/2020). Ο από τις διατάξεις του αριθμού 1 του, άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναιρέσεως αυτός, θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 1141/2019, ΑΠ 1646/2018). Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, δικάζοντας επί της εφέσεως του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 88/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, με την οποία είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη η κυρία παρέμβασή του για την αναγνώριση της κυριότητάς του επί του επιδίκου ακινήτου και την διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής του στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, στα οποία έχει καταχωριστεί ως ιδιοκτησία αγνώστου ιδιοκτήτη, ώστε να καταχωριστεί ως αποκλειστικός κύριος το ίδιο, δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής : “Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στη κτηματική περιφέρεια του Δημοτικού Διαμερίσματος Κουνουπιδιανών του Δήμου Ακρωτηρίου Χανίων, στη θέση “…”, η οποία κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση στα πλαίσια των εργασιών για τη δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου, σύμφωνα με το ν. 2305/1996. Το επίδικο ακίνητο αποτυπώθηκε σε απόσπασμα του κτηματολογικού φύλλου του Κτηματολογικού Γραφείου Ε. Β. με κωδικό αριθμό ΚΑΕΚ … με την ένδειξη “άγνωστος ιδιοκτήτης”. Δυνάμει του υπ’αρ. … συμβολαίου δωρεάς εν ζωή της συμβολαιογράφου Χανίων Αντωνίας Φαλαγγάρη, η αιτούσα εφέρετο να απέκτησε ως δωρεά από τη μητέρα της Α. Λ. την αποκλειστική κυριότητα του επίδικου ακινήτου, έκτασης 637 τ.μ. και μετά από νεότερη εμβαδομέτρηση 615 τ.μ. … Ωστόσο το συμβόλαιο αυτό από παραδρομή δεν μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χανίων. Το επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει σε μεγαλύτερη έκταση (1.274 τ.μ.) στην κυριότητα της δωρήτριας – δικαιοπαρόχου μητέρας της αιτούσας Α. Λ. δυνάμει του υπ’αρ. … αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Χανίων Παναγιώτη Κλωνιζάκη, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χανίων από αγορά από το Μ. Σ., στην κυριότητα του οποίου είχε περιέλθει μείζονα έκταση συνολικού εμβαδού 25 στρεμμάτων περίπου δυνάμει του υπ’αρ. … συμβολαίου αγοραπωλησίας του τέως συμβολαιογράφου Χανίων Χρήστου Προυκάκη, νομίμως μεταγεγραμμένου, από αγορά από τον Κ. Σ., ο οποίος το είχε αποκτήσει και αυτός με τη σειρά του εξ αγοράς από τους Α. Σ. και Χ. Μ. δυνάμει του υπ’αρ. … συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Ιωάννη Κουφάκη, το οποίο είχε τότε μεταγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο Χανίων με αρ. μεταγραφής …, όπως ο αριθμός αυτός μεταγραφής αναφέρεται στο με αρ. … συμβόλαιο. Τέλος στους Α. Σ. και Χ. Μ. το παραπάνω ακίνητο περιήλθε από κληρονομιά των γονέων τους, όπως αναφέρεται στο παραπάνω με αρ. … συμβόλαιο, πλην όμως η προσκομιδή προγενεστέρων συμβολαίων είναι αδύνατη διότι το αρχείο του εν λόγω Υποθηκοφυλακείου από το 1900 και προγενέστερα είχε καταστραφεί (βλ. από 13-10-2010 βεβαίωση της Υποθηκοφύλακος Χανίων). Από το έτος 1900 λοιπόν ο παραπάνω απώτερος δικαιοπάροχος της αιτούσας Κ. Σ. δυνάμει του με αρ. … τίτλου, νομίμως μεταγεγραμμένου, και με καλή πίστη απέκτησε το παραπάνω μείζον ακίνητο των 25 στρεμμάτων και ασκούσε πράξεις νομής σ’αυτό για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δέκα ετών, καθιστάμενος έτσι κύριος του ακινήτου κατά τις … διατάξεις των άρθρων 293 και 1356 του Κρητικού Αστικού Κώδικα. Στη συνέχεια, όπως προαναφέρθηκε, το εν λόγω ακίνητο το έτος 1924 περιήλθε στο Μ. Σ., ο οποίος συνέχισε τις ίδιες πράξεις νομής μέχρι το έτος 1968 που μεταβίβασε το επίδικο στη δικαιοπάροχο μητέρα της αιτούσας, η οποία συνέχισε τις ίδιες πράξεις νομής μέχρι το έτος 1980, που, κατά τα ανωτέρω μεταβίβασε και παρέδωσε αυτό στην αιτούσα, η οποία και συνέχισε να το νέμεται διάνοια κυρίου. Το κυρίως παρεμβαίνον, ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, ισχυρίστηκε με την κύρια παρέμβασή του ότι το επίδικο ήταν δασική έκταση από την εποχή της Τουρκοκρατίας και ως δασική έκταση ανήκε επί μεν Τουρκοκρατίας στο Οθωμανικό Δημόσιο, δυνάμει του άρθρου 3 του νόμου περί γαιών, μετά δε την απελευθέρωση περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του κατακτητή, δυνάμει της από 1/14-11-1913 Σύμβασης μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Ο ισχυρισμός του όμως αυτός δεν αποδείχθηκε βάσιμος, αλλά αντιθέτως αποδείχθηκε ότι το επίδικο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν αγρός που εξουσιάζονταν από ιδιώτες, τους προαναφερθέντες απώτερους δικαιοπαρόχους της αιτούσας και δεν ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, ώστε μετά την απελευθέρωση της Κρήτης να περιέλθει κατά διαδοχή στο Ελληνικό Δημόσιο. Αναφορικά με το χαρακτήρα του επιδίκου ως καλλιεργήσιμου αγρού, σε αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να οδηγήσει το γεγονός ότι η επίδικη έκταση φέρεται σε αεροφωτογραφίες του έτους 1945 να καλύπτεται από θαμνώδη βλάστηση σε ποσοστό πάνω από 25% (βλ. την από 1-7-2008 προσκομιζόμενη από το κυρίως παρεμβαίνον έκθεση φωτοερμηνείας) καθώς τούτο από μόνο του δεν αναιρεί το δικαίωμα κυριότητας επ’αυτού των δικαιοπαρόχων της αιτούσας, ούτε την από μέρους τους άσκηση των προαναφερθέντων υλικών διακατοχικών πράξεων νομής διάνοια κυρίου. Η αναφερόμενη στην ως άνω έκθεση φωτοερμηνείας δασική βλάστηση, το είδος της οποίας δεν προσδιορίζεται, οφείλεται προφανώς σε πρόσκαιρη εγκατάλειψη της καλλιέργειάς του κατά τα χρόνια της Γερμανικής κατοχής και συνεπώς δεν αρκεί για να προσδώσει στο επίδικο δασικό χαρακτήρα. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από την από 24-10-2013 έκθεση φωτοερμηνείας της Διεύθυνσης Δασών Χανίων, που παραδεκτά προσκομίζεται για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατ’άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το επίδικο ακίνητο καθώς και το όμορο αυτού είναι επίπεδες εκτάσεις, που κατά το έτος 1945 εμφανίζεται με χορτολιβαδική βλάστηση σε ποσοστό 40% και το ποσοστό της θαμνώδους βλάστησης είναι κάτω του 5%. Στην ίδια αυτή έκθεση αναφέρεται ακόμα ότι οι όμορες εκτάσεις από δυτικά και νότια, όπως και άλλες γειτονικές χαρακτηρίστηκαν ως μη υπαγόμενες στις προστατευτικές διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και συγκεκριμένα η όμορη στα δυτικά με την αρ. 59/2001 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Χανίων, που κατέστη τελεσίδικη, κρίθηκε ότι δεν υπάγεται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Επιπρόσθετα η υπόλοιπη έκταση του απώτερου δικαιοπαρόχου της αιτούσας Μ. Σ., που παρέμεινε στην ιδιοκτησία του μετά τις πωλήσεις στις οποίες προέβη, χαρακτηρίστηκε γεωργική γη και συγκεκριμένα ένα μέρος αυτής, εμβαδού 32.800 τ.μ. χαρακτηρίστηκε γεωργική με την με αρ. …/1989 πράξη χαρακτηρισμού και ένα μέρος αυτής, εμβαδού 75.282 τ.μ. χαρακτηρίστηκε ως γεωργική με τη με αρ. 51/1990 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων. Αβάσιμα επομένως το κυρίως παρεμβαίνον προβάλλει δικαίωμα κυριότητας στο επίδικο ισχυριζόμενο ότι αυτό ήταν από την εποχή της Τουρκοκρατίας δασική έκταση, η οποία μετά την απελευθέρωση περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του κατακτητή, αφού σύμφωνα με τα προαναφερθέντα ήταν αγρός που εξουσιαζόταν από ιδιώτες. Σύμφωνα με τα παραπάνω κατά το χρόνο έναρξης στην Κρήτη του Κρητικού ΑΚ στις 23.7.1904, οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της αιτούσας βρίσκονταν από το έτος 1900 στη νομή του επιδίκου ακινήτου με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο μεταγεγραμμένο. Με δεδομένο ότι το Οθωμανικό Δίκαιο που ίσχυε στην Κρήτη δεν αναγνώριζε το θεσμό της χρησικτησίας, οι ως άνω δικαιοπάροχοι της αιτούσας απέκτησαν την κυριότητα του ως άνω ακινήτου κατά τον Κρητικό ΑΚ, το έτος 1910, οπότε και παρήλθε το χρονικό διάστημα των δέκα ετών κατ’άρθρα 293 και 1356 αυτού. Η κυριότητα στο επίδικο αποκτήθηκε το 1910, ακόμη και αν υποτεθεί αληθής ο ισχυρισμός του κυρίως παρεμβαίνοντος ότι το επίδικο ήταν δασική έκταση, καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 199 του Κρητικού ΑΚ τα δάση ή οι δασικές εκτάσεις δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των δημοσίων κτημάτων, τα οποία κατά τα άρθρα 198, 199 και 202 είναι αναπαλλοτρίωτα, αλλά στην περιουσία του κράτους και υπόκεινται στους ορισμούς της χρησικτησίας…”. Με τον πρώτο από τους διαλαμβανομένους (χωρίς αρίθμηση) στο δικόγραφο της αναίρεσης αναιρετικούς λόγους, το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, αιτιάται το αναιρεσείον σχετικά με την αποδιδόμενη πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο παραβίασε με την εσφαλμένη εφαρμογή τους: α) τις οικείες διατάξεις του Οθωμανικού δικαίου περί μεταβιβάσεως δημοσίων γαιών, στις οποίες περιλαμβάνονται και τα δάση, που γινόταν μόνο με “ταπί” (άρθρα 3, 9, 24, 30, 68, 71 και 92 του Οθωμανικού Νόμου της 7ης Ραμαζάν 1274 (1856) “περί γαιών”, β) το άρθρο 78 του ίδιου Οθωμανικού Νόμου σύμφωνα με το οποίο μόνο επί καλλιεργησίμων γαιών, για τη κτήση εξουσίασης δεν ήταν αναγκαία η έκδοση “ταπίου” αλλά αρκούσε η δεκαετής καλλιέργειά του χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, γ)τις διατάξεις των άρθρων 1248 και 1614 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα, ο οποίος ίσχυσε στην Κρήτη μέχρι την εισαγωγή του Κρητικού Κώδικα, δ)τις οικείες ως άνω διατάξεις του Κρητικού Κώδικα (άρθρα 206, 237, 295, 296, 299, 302, 1356 και 1357), τις διατάξεις τω/άρθρων 1 και 3 του από 17/19.11.1936 διατάγματος “περί ιδιωτικών δασών”, τη διάταξη του άρθρου του νόμου ΛΧΝ/1888 “περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών, η οποία περιελήφθη ως άρθρο 57 στο Ν. 3077/1924 “περί δασικού Κώδικα” και που βασικά δεν απομακρύνεται από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 3 του Ν. 998/1979 και στ)το άρθρο 21 του Ν. Δ/τος της 22-4/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ”, καθώς και του Ν.ΔΞΗ/1912 και των σε εφαρμογή αυτού εκδοθέντων Δ/των. Σύμφωνα με τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με την εσφαλμένη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, το Εφετείο, για να καταλήξει στο συμπέρασμα της διόρθωσης της ως άνω ανακριβούς πρώτης εγγραφής του επίδικου ακινήτου με τη διαπίστωση ύπαρξης εγγραπτέου δικαιώματος, ζήτημα το οποίο αποτελούσε το μοναδικό αντικείμενο της εν λόγω δίκης, δέχθηκε, όπως σαφώς προκύπτει από τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασής του , ότι η αναιρεσίβλητη απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, δυνάμει τακτικής χρησικτησίας κατά τις διατάξεις των άρθρων 293 και 1356 του Κρητικού Αστικού Κώδικα, διότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της βρίσκονταν από το έτος 1900 στη νομή τούτου με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο μεταγραμμένο, καθώς και ότι αποδείχθηκε, η ιδιότητα του επιδίκου ακινήτου κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ως καλλιεργήσιμου αγρού που εξουσιάζονταν από ιδιώτες και συγκεκριμένα τους απώτερους δικαιοπαρόχους της αναιρεσίβλητης και δεν ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, ώστε μετά την απελευθέρωση της Κρήτης να περιέλθει κατά διαδοχή στο Ελληνικό Δημόσιο. Εάν όμως, υποστηρίζει το αναιρεσείον, το Εφετείο εφάρμοζε ορθά τις ως άνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου θα δεχόταν καταρχήν ότι το επίδικο ακίνητο που ήταν δάσος ,και ως μη καλλιεργήσιμο δεν ήταν δεκτικό δικαιώματος “τεσσαρούφ” (εξουσιάσεως από ιδιώτη), ανήκε στο Οθωμανικό Κράτος και έτσι κατά την ένωση της Κρήτης με το Βασίλειο της Ελλάδος περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου, καθόσον κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας η κυριότητα του δεν μπορούσε να αποκτηθεί με χρησικτησία, αφού ο θεσμός αυτός δεν προβλεπόταν στο Οθωμανικό δίκαιο, ούτε η τυχόν νομή του επιδίκου μπορούσε να προσμετρηθεί στην μετά την ισχύ του Κρητικού Αστικού Κώδικα νομή, με αποτέλεσμα η μετά την ισχύ του εν λόγω Κώδικα και μέχρι τις 11.5.1915 (που ενώθηκε η Κρήτη με την Ελλάδα) νομή να μην προσπορίζει κυριότητα με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, αφού δεν συμπληρώνεται ο απαιτούμενος χρόνος (δεκαετία ή εικοσαετία). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, το Εφετείο κατ’ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη και κατά τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, δέχθηκε, ότι το επίδικο ακίνητο, κατά τον επίμαχο χρόνο ήταν καλλιεργήσιμος αγρός, που εξουσιάζονταν από ιδιώτες, ήτοι ακίνητο δεκτικό χρησικτησίας για το οποίο, για τον προ της ισχύος του Κρητικού ΑΚ χρόνο, ισχύουν οι περί χρησικτησίας διατάξεις του εν λόγω Κώδικα, και ότι, εφόσον τούτο κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του Κρητικού Αστικού Κώδικα στις 23.7.1904 βρισκόταν στη νομή των απώτατων δικαιοπαρόχων της αναιρεσίβλητης, Α. Σ. και Χ. Μ. από το έτος 1900 με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο μεταγραμμένο και η νομή αυτή συνεχίστηκε έκτοτε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 293 και 1356, οι ως άνω δικαιοπάροχοι της αναιρεσίβλητης, το έτος 1910, δηλαδή μετά την πάροδο δέκα ετών, απέκτησαν την κυριότητα του επιδίκου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, το οποίο στη συνέχεια, μετά από συνεχείς μεταβιβαστικές συμβολαιογραφικές πράξεις περιήλθε με παράγωγο τρόπο στην κυριότητα της αναιρεσίβλητης, ενώ επί πλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε στις παραδοχές της, ότι ακόμη κι αν, όπως υποστηρίζει το Δημόσιο, το επίδικο ακίνητο ήταν στο σύνολο του δάσος ή δασική έκταση, περιλαμβανόταν στα κατά το άρθρο 200 του Κρητικού ΑΚ ανήκοντα στην περιουσία του Κράτους κτήματα που ήταν απαλλοτριωτά και κατά το άρθρο 302 του ίδιου κώδικα υπόκειντο στους ορισμούς περί χρησικτησίας. Δεν συνέτρεξε, συνεπώς, περίπτωση εφαρμογής των επικαλουμένων διατάξεων του Οθωμανικού Νόμου και των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας, ενώ η επικαλούμενη διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου στις ανήκουσες στο Οθωμανικό Δημόσιο ιδιοκτησίες δεν αναιρεί τα υπό την ισχύ του Κρητικού Αστικού Κώδικα αποκτηθέντα από τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων δικαιώματα, τα οποία έχουν αποκτηθεί σε χρόνο προγενέστερο της επικαλουμένης διαδοχής, ήτοι της 11.5.1915. Υπό την επίκληση της ίδιας αναιρετικής πλημμέλειας του αριθμού 1 του άρθρου 559, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το Εφετείο “λαβόν υπόψη την… έκθεση φωτοερμηνείας του δασολόγου της Δ/νσης Δασών Χανίων Δ.Σοπιάδη, στην οποία αναφέρεται ότι η επίδικη έκταση είναι χορτολιβαδική σε ποσοστό 40%, το Εφετείο έπρεπε κατ’ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου να δεχθεί ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο”, αφού, υπό την ισχύ του Τουρκικού Νόμου περί γαιών οι χορτολιβαδικές εκτάσεις ήταν δημόσιες και ήταν αναγκαία για τη μεταβίβασή τους σε ιδιώτες η έκδοση ταπίου, ενώ το Εφετείο κατ’εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, παρότι δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο ήταν χορτολιβαδική έκταση, έκρινε ότι σε αυτό αποκτήθηκαν δικαιώματα ιδιωτών, χωρίς περαιτέρω να αποδεικνύεται ότι τα δικαιώματα αυτά αποκτήθηκαν δυνάμει ταπίου. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι κατά τον επικαλούμενο Κρητικό Αστικό Κώδικα, το επίδικο, κατά τον επίμαχο χρόνο, ήταν αναπαλλοτρίωτο δημόσιο κτήμα, ήτοι ανεπίδεκτο χρησικτησίας, ενώ τούτο, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήταν καλλιεργήσιμος αγρός και κατά τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 198, 199 και 202 του Κρ ΑΚ ήταν δεκτικό χρησικτησίας ως ανήκον στην απαλλοτριωτή περιουσία του Κράτους και συνακόλουθα, η επ’ αυτού νομή με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο μεταγραμμένο, μετά την πάροδο δεκαετίας, προσπόριζε κυριότητα με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας. Τα παραπάνω δε ισχύουν ανεξαρτήτως του ότι με τις αιτιάσεις αυτές του αναιρεσείοντος πλήττεται η ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο εκτίμηση των αποδείξεων.
Ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι “πράγματα” κατά την έννοια της πρώτης από αυτές (άρθρο 559 αριθ. 8) που προτάθηκαν ή δεν προτάθηκαν, των οποίων η λήψη ή μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο ιδρύει τον προβλεπόμενο από αυτή λόγο αναιρέσεως, αποτελούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που θεμελιώνουν ή καταλύουν τη βάση της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως, και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι δε και ο ισχυρισμός που συνέχεται με την ιστορική αιτία της αγωγής, της ένστασης ή της αντένστασης, ο οποίος αποκρούεται ή γίνεται δεκτός με την παραδοχή ή την απόρριψη, αντίστοιχα, ως αβασίμων ή βάσιμων των θεμελιωτικών της αγωγής ένστασης ή αντένστασης πραγματικών γεγονότων. Εξάλλου, δεν αποτελούν “πράγματα” και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων. Επομένως, δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως αν δεν λήφθηκαν υπόψη επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγος εφέσεως, όπως και οι νομικοί ισχυρισμοί ή η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων, ούτε οι ισχυρισμοί που ανάγονται στην κατ’ ορθή ερμηνεία έννοια του εφαρμοστέου νόμου (Ολ.ΑΠ 3/1997). Επίσης, δεν ιδρύεται ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του ισχυρισμό αλλά τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, γιατί η απόρριψη αυτή σημαίνει ότι έχει ληφθεί υπόψη ο ισχυρισμός, ανεξάρτητα αν δεν έγινε δεκτός.(ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 8/2020, ΑΠ 122/2019) γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό.(ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 8/2020, ΑΠ 841/2017). Επί πλέον ο από τον αριθμό 11 περ .β’ και γ’ του άρθρου 559 λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, και αν δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Η βεβαίωση του δικαστηρίου της ουσίας περί της προσαγωγής ή μη κάποιου αποδεικτικού μέσου, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, και συνεπώς είναι απαράδεκτος κάθε ισχυρισμός που στηρίζει λόγο αναίρεσης κατά της βεβαίωσης του δικαστηρίου ότι προσκομίσθηκε αποδεικτικό μέσο, του οποίου έγινε επίκληση. (Ολ.ΑΠ 30/2002, ΑΠ 1782/2017, ΑΠ 2170/2014). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό του πόρισμα, αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ’αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους. Ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος θεμελιώνεται όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν βεβαιώνει ότι έλαβε υπόψη του και τα αποδεικτικά μέσα τα οποία επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά και όταν παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκαν υπόψη όλα ή ορισμένα από τα αποδεικτικά αυτά μέσα. Δεν ιδρύεται όμως ο αναιρετικός αυτός λόγος από τον αριθμό 11 περ. γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όταν καθίσταται βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους (ΑΠ 559/2020, ΑΠ 64/2019). Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με τον επόμενο κατά σειρά (δεύτερο) λόγο αναίρεσης, αποδίδει πλημμέλειες στην προσβαλλομένη απόφαση από τους αριθμούς 8 και 11 εδ. β’ και γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ., ισχυριζόμενο, ότι το Εφετείο προς συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος αφενός μεν δεν έλαβε υπόψη του “πράγματα” και ειδικότερα ισχυρισμούς του τους οποίους πρότεινε ενώπιον του, και είχαν ουσιώδη επιρροή για την έκβαση της δίκης, αφετέρου δε έλαβε υπόψη του αποδεικτικό μέσο που δεν προσκομίσθηκε από την αναιρεσίβλητη και δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκε και προσκόμισε το ίδιο κατά τη δευτεροβάθμια δίκη, προς απόδειξη ουσιωδών ισχυρισμών του για την έκβασή της. Συγκεκριμένα αιτιάται το αναιρεσείον, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία, “για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης…” περί της απόκτησης από την αναιρεσίβλητη της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου, έλαβε υπόψη της το με αριθμό … συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Χανίων, Ιωάννη Κουφάκη και διέλαβε στις παραδοχές της ότι με το συμβόλαιο αυτό που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών με αριθμό …, “όπως ο αριθμός αυτός αναφέρεται στο μεταγενέστερο … συμβόλαιο”, ο απώτατος δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης .Κ. Σ., απέκτησε με αγορά από τους ΣΑ. Σ. και Χ. Μ., τη μείζονα έκταση, τμήμα της οποίας αποτελεί το επίδικο, παραβίασε τις διατάξεις των αριθμών 8 και 11 εδ. β’ και γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθόσον, δεν δέχθηκε τον ισχυρισμό που είχε προβάλει με την προσθήκη του ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, το αναιρεσείον, σχετικά με το ως άνω συμβόλαιο του έτους 1900, ήτοι “ότι δεν υπάρχει τέτοιος αριθμός μεταγραφής στο υποθηκοφυλακείο Χανίων διότι όλοι οι αριθμοί μεταγραφής τουλάχιστον από το έτος 1900 είναι πενταψήφιοι και όχι τετραψήφιοι” και το έλαβε υπόψη της, παρότι δεν προσκομίσθηκε. Επίσης, κατά το αναιρεσείον, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της ισχυρισμό του και έγγραφα που επικαλέσθηκε και προσκόμισε με την προσθήκη και αντίκρουσή του ενώπιον του Εφετείου που την εξέδωσε, τα οποία ήταν χρήσιμα για την έκβαση της δίκης και ειδικότερα: α) ακριβές αντίγραφο με ημερομηνία 6.11.2013, από τα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Χανίων των δύο φύλλων της μερίδας του αναφερόμενου ως δικαιοπαρόχου της εφεσίβλητης Α. Σ. του Σ., στο οποίο αναγράφονται μόνο, στο μεν φύλλο 3313, το … συμβόλαιο με αριθμό μεταγραφής …, το … συμβόλαιο με αριθμό μεταγραφής … και το … συμβόλαιο με αριθμό μεταγραφής …, στο δε φύλλο … το … συμβόλαιο με αριθμό μεταγραφής …, καθώς και τον ισχυρισμό του ίδιου (αναιρεσείοντος) ότι στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Χανίων, “τα οποία δεν έχουν καταστραφεί, δεν αναφέρεται στη μερίδα του επικαλούμενου ως δικαιοπαρόχου της εφεσίβλητης Α. Σ. του Σ. το …”. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, όσον αφορά την επικαλούμενη αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι πρωτίστως απαράδεκτος ,διότι οι φερόμενοι ως μη ληφθέντες ισχυρισμοί δεν αποτελούν “πράγματα” κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αλλά αναφέρονται στην ανέλεγκτη αναιρετικά (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) αξιολόγηση και εκτίμηση του περιεχομένου αποδεικτικού μέσου από το δικαστήριο και σε επιχειρήματα και συμπεράσματα του αναιρεσείοντος από την εκτίμησή του. Ο ίδιος λόγος, όσον αφορά την επικαλούμενη αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ , ως προς την περίπτωση β’ τούτου, που αφορά στην αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη της το ως άνω … συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Χανίων Ιωάννη Κουφάκη, με τις παραδοχές ότι δυνάμει αυτού το επίδικο ακίνητο περιήλθε, στους απώτατους δικαιοπαρόχους της αναιρεσίβλητης, Α. Σ. και Χ. Μ., έχοντας μεταγραφεί στο Υποθηκοφυλακείο Χανίων με αριθμό μεταγραφής …, χωρίς τούτο να έχει προσκομισθεί με την πράξη μεταγραφής του, είναι αβάσιμος, διότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται μνεία ότι ο αριθμός μεταγραφής του ως άνω συμβολαίου αναφέρεται στο προσκομισθέν μετ’επικλήσεως από την αναιρεσίβλητη, μεταγενέστερο … συμβόλαιο του τέως συμβολαιογράφου Χανίων, Χρήστου Προυκάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα, με το οποίο ο Κ. Σ., δικαιοπάροχος της μητέρας της αναιρεσίβλητης, αγόρασε μείζονα έκταση, στην οποία περιλαμβάνεται το επίδικο ακίνητο, από τους ως άνω προηγούμενους κυρίους Α. Σ. και Χ. Μ., καθώς και ότι η προσκομιδή προγενεστέρων συμβολαίων είναι αδύνατη, διότι, το αρχείο του Υποθηκοφυλακείου από το 1900 και προγενέστερα είχε καταστραφεί. Επίσης, ως προς την περίπτωση γ’ του ίδιου αριθμού, ο λόγος αυτός είναι πρωτίστως απαράδεκτος, διότι, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων δεν προκύπτει ότι το αναιρεσείον προσκόμισε μετ’επικλήσεως τα ως άνω έγγραφα, αφού δεν προσκομίζεται η επικαλούμενη προσθήκη και αντίκρουσή του, ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ώστε να ελεγχθεί η βασιμότητα των ισχυρισμών του αυτών, παρά μόνο οι προτάσεις του, με τις οποίες δεν γίνεται επίκληση τούτων.
Ο από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά, από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου (“σφάλμα ανάγνωσης”) με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 25/2011). Η παραμόρφωση του εγγράφου μπορεί να γίνει θετικά, με την εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου ή αρνητικά, με την παράλειψη ανάγνωσης κρισίμων για το αποδεικτέο γεγονός φράσεων αυτού, δηλαδή φράσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα. Δεν αρκεί για την ίδρυση του λόγου η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432ΚΠολΔικ εγγράφου, αλλά πρέπει επί πλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το ο έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλΑΠ 2/2008 ΑΠ 191/2022, ΑΠ 8/2021, ΑΠ 295/2018,ΑΠ 188/2018). Για την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας του λόγου αυτού, απαιτείται η προσκόμιση από τον αναιρεσείοντα στον Άρειο Πάγο του εγγράφου, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, φέρεται ότι παραμορφώθηκε, προκειμένου να εκτιμηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, το περιεχόμενο του, ως προς τη διαπίστωση της βασιμότητας του σφάλματος του Δικαστηρίου της ουσίας. Διαφορετικά ο ερευνώμενος αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος ως αναπόδεικτος (ΑΠ 528/2017, ΑΠ 1277/2015, ΑΠ 100/2015). Με τον επόμενο (τρίτο) κατά σειρά λόγο αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, που προσκομίσθηκε μετ’επικλήσεως ενώπιον του από την αναιρεσίβλητη και ειδικότερα την από 13.10.2010 βεβαίωση της Υποθηκοφύλακα Χανίων. Συγκεκριμένα, αποδίδεται στο Εφετείο, ότι με λανθασμένη ανάγνωση της ως άνω βεβαίωσης, διέλαβε στις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης του, ότι η προσκομιδή συμβολαίων προγενεστέρων του έτους 1900 “είναι αδύνατη, διότι το αρχείο του εν λόγω Υποθηκοφυλακείου από το 1900 και προγενέστερα είχε καταστραφεί”, παρότι η Υποθηκοφύλακας Χανίων βεβαιώνει σε αυτήν επί λέξει ότι: “στην υπηρεσία μας αρχεία μεταγραφών υπάρχουν από το έτος 1900” και έτσι, σύμφωνα με το αναιρεσείον, το Εφετείο, διαλαμβάνοντας στις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης του, “γεγονότα διαφορετικά” από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό”, το οποίο “επέδρασε καταλυτικά στην τελική κρίση του δέχθηκε ως απώτατο τίτλο των δικαιοπαρόχων της αναιρεσίβλητης “και αποδεικτικό στοιχείο της έναρξης πράξεων νομής” το … συμβόλαιο, ενώ “αν λάμβανε υπόψη το ορθό περιεχόμενο αυτού, δεν θα δεχόταν την ύπαρξη τούτου”. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος πρωτίστως, ως αναπόδεικτος καθώς, δεν προσκομίσθηκε ενώπιον του Αρείου Πάγου το ως άνω έγγραφο το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος φέρεται ότι παραμορφώθηκε, προκειμένου να εκτιμηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, το περιεχόμενο του ως προς τη διαπίστωση της βασιμότητάς του σφάλματος του Δικαστηρίου της ουσίας και, διότι, σε κάθε περίπτωση, το επικαλούμενο περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, όπως αναφέρθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διαφέρει εννοιολογικά από το περιεχόμενο που του αποδίδει το αναιρεσείον, ώστε να προκύπτει από την επίκληση του περιεχομένου του “σφάλμα ανάγνωσης” αυτού από το Εφετείο, κατά την ως άνω έννοια. Τα παραπάνω δε ισχύουν ανεξαρτήτως του ότι το Δικαστήριο δεν στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, αλλά το συνεκτίμησε, απλώς μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στη έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναίρεσης της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε, ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (ΑΠ 175/2020, ΑΠ4979/2020, ΑΠ1103/2011). Ο παραπάνω από τις διατάξεις του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων , οπότε ο λόγο αναιρέσεως αυτός θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε ως αληθινά πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, χωρίς απόδειξη, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη γιαυτά ή όταν δεν προσδιορίζονται τα αποδεικτικά μέσα, με βάση τα οποία διαμορφώθηκε το αποδεικτικό πόρισμα. Ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως αβάσιμος, αν από την απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας σχημάτισε το αποδεικτικό του πόρισμα από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει στην απόφασή του χωρίς όμως να είναι απαραίτητο να αξιολογεί το καθένα ξεχωριστά. (ΑΠ 1199/2018, ΑΠ 1091/2019, ΑΠ 333/2017 ΑΠ 217/2016). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τελευταίο λόγο της αναιρέσεως, το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση πλημμέλειες από τους αριθμούς 10 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Ειδικότερα, το αναιρεσείον παραθέτει τμήμα των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με τον χαρακτήρα του επιδίκου ακινήτου ως καλλιεργήσιμου αγρού, και συγκεκριμένα τις παραδοχές ότι : “… σε αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να οδηγήσει το γεγονός ότι η επίδικη έκταση φέρεται σε αεροφωτογραφίες του έτους 1945 να καλύπτεται από θαμνώδη βλάστηση σε ποσοστό πάνω από 25% (βλ. την από 1-7-2008 προσκομιζόμενη από το κυρίως παρεμβαίνον έκθεση φωτοερμηνείας) καθώς τούτο από μόνο του δεν αναιρεί το δικαίωμα κυριότητας επ’αυτού των δικαιοπαρόχων της αιτούσας, ούτε την από μέρους τους άσκηση των προαναφερθέντων υλικών διακατοχικών πράξεων νομής διάνοια κυρίου.” και ότι: “Η αναφερόμενη στην ως άνω έκθεση φωτοερμηνείας δασική βλάστηση, το είδος της οποίας δεν προσδιορίζεται, οφείλεται προφανώς σε πρόσκαιρη εγκατάλειψη της καλλιέργειάς του κατά τα χρόνια της Γερμανικής κατοχής και συνεπώς δεν αρκεί για να προσδώσει στο επίδικο δασικό χαρακτήρα”. Με βάση τις παραδοχές αυτές της προσβαλλόμενης απόφασης, το αναιρεσείον αποδίδει στο Εφετείο, που την εξέδωσε, ότι “κατά το μέρος που γίνεται δεκτό ότι το επίδικο ήταν αγρός και ότι το γεγονός της δασικής βλάστησής του κατά το έτος 1945 οφείλεται προφανώς σε πρόσκαιρη εγκατάλειψη της καλλιέργειάς του”, η αιτιολογία του “στηρίζεται σε υποθετικό γεγονός (προφανώς) και είναι ανεπαρκής, “διότι, ενώ αποδεικνύεται και γίνεται δεκτή από το Δικαστήριο η ύπαρξη δασικής βλάστησης, στη συνέχεια το ίδιο στηριζόμενο στην υπόθεση ότι το επίδικο εγκαταλείφθηκε στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και χωρίς απόδειξη καταλήγει στο ότι η ύπαρξη αυτής της βλάστησης δεν είναι ικανή να προσδώσει στο επίδικο δασικό χαρακτήρα”. Ο αναιρετικός αυτός λόγος, όσον αφορά στην επίκληση της παραβίασης του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος, διότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, από την απόφαση προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας σχημάτισε το αποδεικτικό του πόρισμα από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει στην απόφασή του. Όσον δε αφορά στην αποδιδόμενη πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, είναι απαράδεκτος, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, καθόσον δεν αναφέρεται στον λόγο αυτό ο κανόνας δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε, ενώ γίνεται αποσπασματική και επιλεκτική παράθεση παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης και όχι όλων των παραδοχών της σχετικά με την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί του δασικού χαρακτήρα του επιδίκου ακινήτου, όπως έδει για να είναι ορισμένος (ΑΠ 901/2020, ΑΠ 287/2018), με συνέπεια να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, και διότι, υπό την επίκληση της παραβιάσεως της ως άνω διατάξεως , το αναιρεσείον αποδίδει, προφανώς στην προσβαλλομένη απόφαση κακή εκτίμηση των αποδείξεων, όπως αναφέρθηκε και στον πρώτο λόγο αναίρεσης, και πλήττει, την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο έχει αποφανθεί ανέλεγκτα ως προς τη μορφή του επιδίκου ακινήτου ως καλλιεργήσιμου αγρού.
Συνακόλουθα με τα παραπάνω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 35/2014 οριστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης και να καταδικαστεί το αναιρεσείον, λόγω της ήττας του, στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το σχετικό αίτημά της (άρθρα 176,183,191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένη όμως κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, άρθρο 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 και 2 της 134423/28.12.1992 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’/11/20.1.1993), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25.4.2014 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 35/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Σεπτεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 24 Οκτωβρίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προηγούμενο άρθροΚαταγγέλθηκε για βιασμό και αθωώθηκε ομόφωνα επτά χρόνια μετά