Αριθμός 214/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Μαρία Τζανακάκη, Αικατερίνη Βλάχου και Ευστάθιο Νίκα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ ΛΑΜΙΑΣ – ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, που εδρεύει στη Λαμία και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Γ. συζ. Γ. Γ., το γένος Ν. Σ. και 2) Ε. Γ. του Γ., κατοίκων …, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Κυριάκο Παραβάντη και Κωνσταντίνο Αλεπάκο. Μετά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, εμφανίστηκε ο δικηγόρος Ιωάννης Αθανασάς, ως πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας, ο οποίος αφού πήρε από την Πρόεδρο το λόγο, ζήτησε ν’ αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης σε μεταγενέστερη δικάσιμο, για τους λόγους που ανέπτυξε. Για το ζήτημα της αναβολής έλαβαν το λόγο και οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι δεν συναίνεσαν στο αίτημα της αντίδικης πλευράς.
Το Δικαστήριο διασκέφθηκε με τη συμμετοχή και του Γραμματέα και διά της Προέδρου του, απέρριψε το αίτημα της αναβολής και προχώρησε στη συζήτηση της υπόθεσης.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-11-2012 ανακοπή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 134/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 11/2015 του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22-6-2015 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητες όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ευστάθιος Νίκας διάβασε την από 12-11-2020 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 22-6-2015 αίτησης για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 11/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 576 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος εξετάζει ποιός επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο διάδικος που απουσιάζει, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, ερευνάται αν ο διάδικος ο οποίος δεν εμφανίστηκε ή αν και εμφανίστηκε δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση [ΑΠ 12/2020]. Στην περίπτωση που δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Από τις προσκομιζόμενες από τους επισπεύδοντες τη συζήτηση αναιρεσίβλητους υπ` αριθμ 2821 Γ και 2823 Γ/4.9.2020 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Λαμίας Φ. Σ. Ε. προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινομένης από 22-6-2015 και με αριθμό έκθ. κατάθ. δικογράφου 22/17-11-2015 στο Μονομελές Εφετείο Λαμίας αίτησης αναίρεσης κατά της υπ’ αριθμ. 11/2015, οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας με τις στη συνέχεια αυτής υπ’αριθμ. 2231/3-2-2020 πράξη ορισμού του Δ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου αρμοδίου για εκδίκαση της παρούσας αίτησης και από 3-2-2020 πράξη ορισμού δικασίμου για τη σημειούμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, με κλήση προς παράσταση κατ`αυτή, επιδόθηκε με επιμέλεια των αναιρεσιβλήτων νομότυπα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσείουσα. Επομένως, αφού η τελευταία δεν εμφανίσθηκε ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε για συζήτηση με τη σειρά της από το πινάκιο και ούτε έχει καταθέσει δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει, να συζητηθεί η υπόθεση σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες. Η κρινόμενη από 22.6.2015 και με αριθμό καταθ. στο Εφετείο Λαμίας 22/17-11-2015 αίτηση για την αναίρεση της υπ` αριθμ. 11/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρ. 647 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα. Επομένως πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ` ιδίαν λόγων αυτής (άρθρ. 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως, η οποία στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, συντρέχει, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κι έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή αν συνέτρεχαν οι όροι άλλου κανόνα που ήταν εφαρμοστέος, αλλά δεν εφαρμόσθηκε (Ολ. ΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 6/2006). Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 2/2019). Για να είναι δε ορισμένος και άρα παραδεκτός ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 19 λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο: α) ότι η απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, στην περίπτωση δε της ανεπάρκειας των αιτιολογιών, ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιέχει, ποία επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται, ενώ στην περίπτωση των αντιφατικών αιτιολογιών που εντοπίζεται η αντίφαση, β) ο πραγματικός ισχυρισμός (αγωγικός, ένσταση κ.λ.π.) και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο (πραγματικό ισχυρισμό) η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό γ) η νόμιμη βάση, ήτοι η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάστηκε και μάλιστα ενάριθμα (βλ. και ΑΠ 78/2020, ΑΠ 549/2020, ΑΠ 1206/2008, ΑΠ 130/2009, ΑΠ 1438/2009). Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η πιο πάνω διάταξη, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ’ αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. (Ολ. ΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 15/2006, ΑΑΠ 549/2020, ΑΠ 535/2018, ΑΠ 2102/2014). Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος (ΑΠ 549/2020).
Στην ερευνώμενη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Λαμίας με την προσβαλλόμενη 11/2015 απόφασή του, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρ. 647 επ. Κ.Π.ολΔ., όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), δέχθηκε τυπικά την υπ’αρ. εκθ. κατάθ. 54/07-06-2013 έφεση που οι εκκαλούσες – καθών η ανακοπή και ήδη αναιρεσίβλητες είχαν ασκήσει κατά της εκκαλούμενης υπ’αριθμ. 134/2013 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, [το οποίο, δικάζοντας κατ’αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρ. 647 επ. Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/ 2015), είχε δεχθεί τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπ’ αρ. 2299/ΜΘ/381/28-11-2012 ανακοπή που η ανακόπτουσα – εφεσίβλητη – ήδη αναιρεσείουσα είχε ασκήσει κατά της υπ’αρ. 460/2012 Διαταγής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας (στην οποία σωρεύονταν διαταγή πληρωμής μισθωμάτων και διαταγή αποδόσεως μισθίου) και είχε ακυρώσει την εν λόγω διαταγή πληρωμής], στην συνέχεια δε, ερευνώντας την ως άνω έφεση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της είχε δεχθεί ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ενδιαφέρουν εδώ: Ότι με το από 31-3-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, το οποίο υπογράφηκε μεταξύ των τότε νομίμων εκπροσώπων της ανακόπτουσας Α.Ε. (τότε εφεσίβλητης και ήδη αναιρεσείουσας) ως μισθώτριας και των καθών η ανακοπή (τότε εκκαλουσών και ήδη αναιρεσίβλητων), ως εκμισθωτών, εκμισθώθηκε στην ανακόπτουσα – εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσείουσα μισθώτρια Α.Ε. υπό των καθών η ανακοπή (τότε εκκαλουσών και ήδη αναιρεσίβλητων), ως εκμισθωτών το αναλυτικά περιγραφόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση μίσθιο ακίνητο, ήτοι χώρος υπογείου ορόφου πολυκατοικίας, κείμενο στην Λαμία, προκειμένου η μισθώτρια (ανακόπτουσα – τότε εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσείουσα) να το χρησιμοποιήσει ως βοηθητικό αποθηκευτικό χώρο της επιχείρησης εστιατορίου ετοίμων εδεσμάτων (fast food) της αλυσίδας GOODY’S, που αυτή (ανακόπτουσα) λειτουργούσε στον ισόγειο όροφο της ίδιας πολυκατοικίας και τον οποίο είχε μισθώσει από τους ίδιους εκμισθωτές σε προηγούμενο χρονικό διάστημα, δυνάμει του από 18-4-2004 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης [δυνάμει του οποίου είχε παραταθεί η διάρκεια άλλης ήδη υφιστάμενης μίσθωσης, που είχε ήδη λήξει από τις 31-3-2003, είχε συναφθεί τόσον η μίσθωση όσο και η παράτασή της μεταξύ των ιδίων μισθώτριας και εκμισθωτών και αφορούσε ισόγειο χώρο με πατάρι, κείμενο στην ίδια πολυκατοικία, στον οποίο η ανακόπτουσα Α.Ε. – μισθώτρια λειτουργούσε επιχείρηση εστιατορίου ετοίμων εδεσμάτων (fast food) της αλυσίδας GOODY’S, κατά τους αναλυτικά αναφερόμενους στην προσβαλλόμενη απόφαση όρους και συμφωνίες]. Ότι η χρονική διάρκεια της ένδικης μισθώσεως του κείμενου στην ίδια πολυκατοικία υπογείου χώρου ορίστηκε εξαετής, αρχόμενη από την 1-4-2007 και λήγουσα την 31-3-2013. Ότι το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των 900 ευρώ, το οποίο οι διάδικοι συμφώνησαν κατά το έτος 2011 να μειωθεί στο ποσό των 683 ευρώ μηνιαίως. Ότι το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε υπό των διαδίκων να προκαταβάλλεται εντός του πρώτου δεκαήμερου κάθε μήνα μαζί με το επ’αυτού χαρτόσημο, ποσοστού 3,6%. Δέχθηκε ακολούθως η προσβαλλόμενη απόφαση ότι αποδείχθηκαν και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά αυτολεξεί στην συνέχεια παρατιθέμενα: << .. Κατά την κατάρτιση των πιο πάνω μισθώσεων η ανακόπτουσα, μισθώτρια εταιρεία κατέβαλε στους καθών, ως εγγυήσεις για την εκπλήρωση όλων των όρων της μισθώσεως, το ποσό των 1.800 ευρώ και 10.270 ευρώ αντίστοιχα, με την ειδικότερη συμφωνία ότι οι εν λόγω εγγυήσεις θα της επιστραφούν μετά την αποχώρησή της από το μίσθιο και την ολοσχερή εκπλήρωση όλων εν γένει των εκ της μισθώσεως συμβατικών υποχρεώσεών της, συμπεριλαμβανομένης και της εξόφλησης όλων των οφειλών της προς τους Οργανισμούς κοινής ωφελείας (ηλεκτρικό ρεύμα, ύδρευση, τηλέφωνα, δημοτικά τέλη, τέλη αποχετεύσεως κ.λ.π.) μη συμψηφιζομένων των εγγυήσεων με μισθώματα ή τυχόν άλλες ανταπαιτήσεις της μισθώτριας κατά των εκμισθωτών. Η ανακόπτουσα εταιρία κατέβαλε κανονικά τα μισθώματα της ένδικης μίσθωσης μέχρι και τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2011, ενώ περαιτέρω από τον μήνα Νοέμβριο του 2011 έπαψε να καταβάλει στους εκμισθωτές τα μισθώματα του ανωτέρω μισθίου και κατόπιν τούτου οι καθών η ανακοπή εκμισθωτές με την από 19 Ιουνίου 2012 έγγραφη διαμαρτυρία – όχληση που επιδόθηκε στην ανακόπτουσα στις 21-6-2012 διαμαρτυρήθηκαν για την καθυστέρηση καταβολής των ανωτέρω μισθωμάτων. Επί της διαμαρτυρίας αυτής των εκμισθωτών η ανακόπτουσα μισθώτρια ουδόλως απάντησε, αλλά συνέχισε να μην καταβάλλει στους καθών τα μισθώματα της ένδικης μίσθωσης των επόμενων μηνών μέχρι και τον Οκτώβριο του έτους 2012. Κατόπιν τούτου οι εκμισθωτές με την από 11 Οκτωβρίου 2012 αίτησή τους, ζήτησαν και πέτυχαν την έκδοση της υπ’αριθμ. 460/2012 ανακοπτόμενης διαταγής, με την οποία διατάχθηκε η ανακόπτουσα – μισθώτρια να αποδώσει στους καθών η ανακοπή – εκμισθωτές την χρήση του μισθίου ακινήτου καθώς και να καταβάλει συμμέτρως στον καθένα το συνολικό ποσό των 8.490 ευρώ, που αντιστοιχούσε στα μισθώματα των μηνών από τον Νοέμβριο του 2011 έως και τον Οκτώβριο του 2012. Κατά της ανωτέρω διαταγής η μισθώτρια εταιρία άσκησε την υπό κρίση ανακοπή. Με τον μοναδικό κύριο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι ουδέν ποσό οφείλει να καταβάλει στους καθών η ανακοπή, δεδομένου ότι κατά την έναρξη της παράτασης της από 1-4-2003 μίσθωσης και πριν ακόμη υπογραφεί μεταξύ αυτών το από 18-4-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, το οποίο υπογράφηκε ένα χρόνο μετά, κατέβαλε, πέραν της συμφωνηθείσας εγγυήσεως, ποσού 10.270 ευρώ, προκαταβολικά και τμηματικά προς τους καθών η ανακοπή εκμισθωτές έναντι των μελλοντικών μισθωμάτων το συνολικό ποσό των 148.380,84 ευρώ, προκειμένου να είναι “διασφαλισμένοι”, δεδομένου ότι το συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα ήταν αντικειμενικά υψηλό και η παράταση της μίσθωσης μακρόχρονη (δεκαετής, λήγουσα την 31-3-2013). Ειδικότερα η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι κατέβαλε στους εκμισθωτές: α) στις 10-6-2003 ποσό 78.360,30 ευρώ με μεταφορά στον τραπεζικό λογαριασμό του πρώτου των καθών, που τηρεί στην Ε.Τ.Ε. Α.Ε., β) την 30-12-2003 ποσό 44.020,54 ευρώ δυνάμει της υπ’αριθμ. …-4 επιταγής της Ε.Τ.Ε. Α.Ε., και γ) την 20-12-2004 ποσό 26.000 ευρώ δυνάμει της υπ’αριθμ. …-7 επιταγής της Ε.Τ.Ε. Α.Ε., καταρτίστηκε δε μεταξύ αυτής και των καθών η ανακοπή, προφορική συμφωνία να συμψηφιστεί το ανωτέρω συνολικό καταβληθέν ποσό με τα μισθώματα των τελευταίων μηνών της από 18-4-2004 μίσθωσης μέχρι την ολοσχερή κάλυψη του εν λόγω ποσού και ότι επίσης συμφωνήθηκε προφορικά, κατά την κατάρτιση της ένδικης μίσθωσης, να συμψηφιστεί το ανωτέρω συνολικό καταβληθέν ποσό των 148.380,84 ευρώ και με τα μισθώματα των τελευταίων μηνών της εν λόγω μίσθωσης του υπογείου μέχρι την ολοσχερή κάλυψή του. Ότι έτσι από τον μήνα Νοέμβριο 2011 έως και τον Οκτώβριο 2012 αυτή (ανακόπτουσα) συμψήφισε νομίμως το μηνιαίο μίσθωμα του υπογείου χώρου, μετά του αντιστοίχου χαρτοσήμου, ήτοι 12 μήνες Χ 707,58 ευρώ= 8.490,96 ευρώ και επομένως έχει συμψηφίσει νομίμως το αιτούμενο με την ανακοπτόμενη διαταγή απόδοσης μισθίου, συνολικό ποσό των 8.490,96 ευρώ. Διατείνεται περαιτέρω η ανακόπτουσα, αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό της, ότι αθροιζομένου του ανωτέρω ποσού που αφορά συμψηφισμένα μισθώματα της από 31-3-2007 μίσθωσης του υπογείου χώρου, με το ποσό των 69.469,76 ευρώ, που αφορά συμψηφισμένα μισθώματα της από 18-4-2004 μίσθωσης του ισογείου καταστήματος (επί τη βάση των οποίων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 459/2012 διαταγή απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, ανακοπτόμενη και αυτή), το συνολικό συμψηφισθέν ποσό ανέρχεται σε 77.960,72 ευρώ (69.469,76 + 8.490,96), με αποτέλεσμα μέχρι τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2012 να έχει συμψηφίσει σχεδόν το ποσό που αυτή (ανακόπτουσα) έχει καταβάλει στους εκμισθωτές με την από 10-6-2003 μεταφορά στον τραπεζικό λογαριασμό του πρώτου των καθών, που τηρεί στην Ε.Τ.Ε. και απομένει να συμψηφίσει μέχρι τέλους της μίσθωσης τα ποσά, που καταβλήθηκαν στους εκμισθωτές δυνάμει των προαναφερόμενων δύο επιταγών. Οι καθών η ανακοπή συνομολογούν ότι έχουν εισπράξει από την ανακόπτουσα το ανωτέρω ποσό, αρνούνται όμως ότι έλαβε χώρα μεταγενέστερη προφορική συμφωνία περί συμψηφισμού των τελευταίων μισθωμάτων της ένδικης μίσθωσης του υπογείου, με το προαναφερόμενο ποσό των 148.380,84 ευρώ και καθόσον μέρος αφορά αυτά. Ο πιο πάνω ισχυρισμός της ανακόπτουσας δεν αποδείχθηκε ουσιαστικά βάσιμος, αφού προεχόντως και ανεξαρτήτως της αιτίας για την οποία καταβλήθηκε το πιο πάνω ποσό των 148.380,84 ευρώ από την ανακόπτουσα μισθώτρια στους καθών η ανακοπή εκμισθωτές, κατά τη σύναψη της από 18-4-2004 μίσθωσης, ουδόλως αποδείχτηκε η ύπαρξη μεταγενέστερης προφορικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, η οποία να συνδέει το πιο πάνω ποσό των 148.380,84 ευρώ με τα μισθώματα της ένδικης μίσθωσης του υπογείου και μάλιστα με τα μισθώματα των μηνών από Νοέμβριο 2011 μέχρι Οκτωβρίου 2012. Από την ίδια την κατάθεση της μάρτυρας της ανακόπτουσας, στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία σημειωτέον είναι η μητέρα και η σύζυγος, των μετόχων της ανακόπτουσας Π. και Α. Π., αντίστοιχα, ουδόλως προέκυψε κάποια τέτοια μεταγενέστερη προφορική συμφωνία. Ειδικότερα η κατάθεση της μάρτυρας αυτής, ουδόλως συντελεί στην απόδειξη του κρίσιμου για την υπό κρίση υπόθεση ισχυρισμού της ανακόπτουσας περί μεταγενέστερης προφορικής συμφωνίας για συμψηφισμό του εν λόγω ποσού με τα τελευταία μισθώματα της ένδικης μίσθωσης του υπογείου, αφού είναι αόριστη. Από την κατάθεση δηλαδή της εν λόγω μάρτυρας όχι μόνο δεν αποδεικνύεται ο πιο πάνω ισχυρισμός της ανακόπτουσας περί μεταγενέστερης προφορικής συμφωνίας για συμψηφισμό του ανωτέρω ποσού με τα τελευταία μισθώματα της μίσθωσης του υπογείου, αλλά αντίθετα αποδεικνύεται ότι επειδή οι νόμιμοι εκπρόσωποι της ανακόπτουσας θεώρησαν ότι το ποσό των 148.380,84 ευρώ, που είχαν καταβάλει στους εκμισθωτές, κατά την σύναψη της από 18-4-2004 μίσθωσης και ανεξαρτήτως της αιτίας για την οποία καταβλήθηκε αυτή, ήταν μεγάλο και θέλησαν να το συμψηφίσουν μονομερώς, χωρίς όμως να έχουν τέτοιο δικαίωμα, με τα μισθώματα και της ένδικης μίσθωσης του υπογείου, από τον Νοέμβριο του 2011 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2012. Τα ανωτέρω προκύπτουν από την εξής περικοπή της κατάθεσης της πιο πάνω μάρτυρα της ανακόπτουσας, η οποία επί λέξει κατέθεσε τα εξής: <<………και εδώ ζητάμε συμψηφισμό …….Δεν είχαμε διαπραγματευτεί για το θέμα με την εγγύηση,……θεωρήσαμε ότι το ποσό είναι μεγάλο …….συζητήσαμε ότι και όλα τα μισθώματα του υπογείου θα μπούν στην εγγύηση αυτή,…….ήταν πολλά τα χρήματα και είπαμε να τα συμψηφίσουμε>>. Με βάση τα ανωτέρω περιστατικά ουδόλως αποδείχτηκε ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής και επομένως αυτό θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση του, δέχθηκε ότι υπήρξε μεταγενέστερη προφορική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για συμψηφισμό των μισθωμάτων της ένδικης μίσθωσης με το καταβληθέν ήδη από το έτος 2003 ποσό των 148.380,84 ευρώ και στη συνέχεια κάνοντας δεκτό, ως ουσιαστικά βάσιμο, το λόγο αυτό της ανακοπής, ως ουσιαστικά βάσιμο, ακύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως θα πρέπει να γίνει δεκτός ο συναφής λόγος της έφεσης και στη συνέχεια να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση από το παρόν Δικαστήριο και στη συνέχεια να απορριφθεί ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής. Εξάλλου απορριπτέος είναι και ο δεύτερος επικουρικός λόγος της ανακοπής που δεν εξετάσθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σύμφωνα με τον οποίο, η μη καταβολή των αιτούμενων με την ένδικη διαταγή πληρωμής μισθωμάτων δεν πρέπει να αποδοθεί σε δυστροπία αυτής (ανακόπτουσας), αλλά σε γεγονός για το οποίο δεν φέρει καμία ευθύνη, καθώς από δικαιολογημένη πλάνη ως προς τον προορισμό του ανωτέρω χρηματικού ποσού των 148.380,84 ευρώ, που καταβλήθηκε προς τους καθών η ανακοπή – εκμισθωτές προέβη νομίμως σε συμψηφισμό των ένδικων μισθωμάτων. Και τούτο διότι καμία τέτοια πραγματική πλάνη της ανακόπτουσας δεν προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία, σχετικά με τον προορισμό καταβολής του ανωτέρω ποσού, αφού όπως αποδείχθηκε ουδεμία προφορική συμφωνία έλαβε χώρα μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της ανακόπτουσας και των καθών η ανακοπή, που να συνδέει το παραπάνω ποσό με την ένδικη μίσθωση και η ανακόπτουσα ενήργησε μονομερώς συμψηφισμό των μισθωμάτων της ένδικης μίσθωσης του υπογείου με τμήμα του ως άνω ποσού των 148.380,84 ευρώ, χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα, αφού καμία σύνδεση του εν λόγω ποσού με τα μισθώματα της ένδικης μίσθωσης του υπογείου χώρου, δεν αποδείχτηκε ότι υπήρχε. Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος προς έρευνα άλλου λόγου ανακοπής, θα πρέπει να απορριφθεί ……>>. Με τις προαναφερόμενες παραδοχές του, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δικάζοντας κατ’αντιμωλία των διαδίκων, δέχθηκε ως και ουσιαστικά βάσιμη την υπ’αρ. εκθ. κατάθ. 54/07-06-2013 έφεση των εκκαλουσών – καθών η ανακοπή και ήδη αναιρεσιβλήτων, εξαφάνισε την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 134/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, διακράτησε την υπόθεση και δικάζοντας επί της υπ’ αρ. 2299/ΜΘ/381/28-11-2012 ανακοπής της ανακόπτουσας – εφεσίβλητης – ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ’αρ. 460/2012 Διαταγής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, απέρριψε την ως άνω ανακοπή και επικύρωσε την υπ’ αρ. 460/2012 Διαταγή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας στην οποία σωρεύονταν διαταγή πληρωμής μισθωμάτων και διαταγή αποδόσεως μισθίου. Ήδη η αναιρεσείουσα με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης, ο οποίος στηρίζεται στο άρθρο 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ., προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτιάσεις που συνίστανται στο ότι δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως ότι δεν έχει καθόλου αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι το Εφετείο στέρησε νομίμου βάσεως την προσβαλλόμενη απόφασή του επί ουσιώδους ζητήματος για την έκβαση της δίκης, και συγκεκριμένα επί της αιτίας της από την αναιρεσείουσα καταβολής του άνω χρηματικού ποσού ύψους 148.380,84 ευρώ, αλλά και του χαρακτήρα αυτής – ως πρόσθετης εγγύησης καλής εκτέλεσης των όρων της ένδικης μίσθωσης, όπως η αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε και ο οποίος συνέχεται άμεσα, με τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί συναφθείσας μεταξύ αυτής και των αντιδίκων – εκμισθωτών, συμφωνίας περί συμψηφισμού του ποσού αυτού με τα τελευταία μισθώματα της μίσθωσης του υπογείου. Ισχυρίζεται επίσης ότι το Εφετείο δεν αιτιολόγησε τον λόγο για τον οποίο έλαβε χώρα η εν λόγω καταβολή, και ότι η προσβαλλόμενη καταλήγει σε αυθαίρετη και παντελώς αναιτιολόγητη κρίση περί μη σύνδεσης της υπό της αναιρεσείουσας καταβολής στους εκμισθωτές του ανωτέρω ποσού με τα ένδικα μισθώματα. Ωστόσο από το ανωτέρω αυτολεξεί παρατεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι με την προσβαλλόμενη απόφασή του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά αιτιολογίες ως προς τα ζητήματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες (αιτιολογίες) καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των επικαλούμενων με την ένδικη ανακοπή διατάξεων του άρθρου 361 Α.Κ., 330, 342, 440-442 Α.Κ. και ειδικότερα ως προς τους έχοντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ισχυρισμούς της ανακόπτουσας – εφεσίβλητης και ήδη αναιρεσείουσας μισθώτριας. Συγκεκριμένα κρίνοντας όπως ανωτέρω αναλυτικά εξετέθη, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του αιτιολόγησε συνοπτικά αλλά εμπεριστατωμένα την απόρριψη ως κατ’ουσίαν αβάσιμου του (καταλυτικού των αξιώσεων των καθών – εκκαλούντων και ήδη αναιρεσιβλήτων για καταβολή των επιδικασθέντων με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής μισθωμάτων) ισχυρισμού της ανακόπτουσας και ήδη αναιρεσείουσας μισθώτριας ότι είχε συναφθεί μεταξύ αυτής και των αντιδίκων της – εκμισθωτών, συμφωνία ότι το ποσό των 148.380,84 ευρώ, το οποίο κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας είχε καταβληθεί υπ’ αυτής ως πρόσθετη εγγύηση καλής εκτέλεσης των όρων της ένδικης μίσθωσης τμηματικά τον Ιούνιο 2003 και τον Δεκέμβριο 2004, ήτοι πολύ πριν την σύναψη της ένδικης από 31-3-2007 μίσθωσης, θα συμψηφιζόταν με τα τελευταία μισθώματα της ένδικης μίσθωσης. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του αιτιολόγησε με σαφήνεια και πληρότητα τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι ο χαρακτήρας του προαναφερόμενου καταβληθέντος υπό της αναιρεσείουσας ποσού των 148.380,84 ευρώ δεν ήταν αυτός της πρόσθετης εγγύησης για την καλή εκτέλεση των όρων της ένδικης μίσθωσης, καθώς και ότι ουδόλως αποδείχτηκε η ουσιαστική βασιμότητα του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας ότι έλαβε χώρα μεταξύ των διαδίκων μεταγενέστερη της καταβολής του ως άνω ποσού προφορική συμφωνία, η οποία (συμφωνία) συνέδεε το πιο πάνω ποσό των 148.380,84 ευρώ με τα μισθώματα της ένδικης μίσθωσης του υπογείου και μάλιστα με τα μισθώματα των μηνών από Νοέμβριο 2011 μέχρι Οκτωβρίου 2012. Εν όψει των προαναφερθέντων και λαμβανομένου υπόψη και ότι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε, ο προαναφερθείς μοναδικός λόγος αναίρεσης, ο οποίος στηρίζεται στο άρθρο 559 αριθμ. 19 του ΚΠολΔ. είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, κατά τα προαναφερθέντα. Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης η κρινόμενη από 22-6-2015 αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. του ΚΠολΔ. όπως ισχύει). Τέλος η αναιρεσείουσα που νικήθηκε στη δίκη αυτή, πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά τους (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2ΚΠολΔ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-6-2015 αίτηση αναίρεσης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία << ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ ΛΑΜΙΑΣ – ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ>> κατά της υπ’ αριθμ. 11/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα, στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Δεκεμβρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Φεβρουαρίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προηγούμενο άρθροΤράπεζες: Πώς θα καθαρίσουν πλήρως από τα κόκκινα δάνεια ως το 2025