Αριθμός 23/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη, και Ασπασία Μαγιάκου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. χήρας Α. Β., το γένος Π. Κ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κυριάκο Μαρκιανό, με δήλωση του αρθρ. 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Ελένης συζ. Νικόλαου Μουχάλη, το γένος Π. Κ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Ρίζο, με δήλωση του αρθρ. 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-1-2011 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6132/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 2088/2013 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12-11-2013 αίτησή της και τους από 15-7-2014 πρόσθετους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ασπασία Μαγιάκου ανέγνωσε την από 10-9-2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη του άρθρου 1835 παρ.1 του ΑΚ ορίζεται, ότι κάθ δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία κατά το άρθρο 1831 υπολογίζεται στην κληρονομιά, μπορεί να ανατραπεί, εφόσον η κληρονομιά που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 1509 εδ.α’ του πιο πάνω κώδικα ορίζεται, ότι η παροχή περιουσίας στο τέκνο από οποιονδήποτε γονέα του, είτε για τη δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά μόνο ως προς το ποσόν που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις. Από το συνδυασμό των αμέσως πιο πάνω διατάξεων προκύπτει, ότι σε μέμψη υπόκεινται μόνο οι δωρεές, οι οποίες σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1831 παρ.2 ΑΚ, προστίθενται στην κληρονομιά, όπως αυτό ορίζεται ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 1835 του ίδιου Κώδικα, η οποία δεν τροποποιήθηκε με το ν. 1329/1983. Το γεγονός ότι η παροχή του γονέα προς το τέκνο, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 1509 εδ.α’ ΑΚ, δεν αποτελεί δωρεά, όταν είναι μέσα στα όρια που επιβάλλουν οι περιστάσεις, έχει ως συνέπεια, ότι η τελευταία δεν προσβάλλεται ως άστοργη, έστω και αν θίγει τη νόμιμη μοίρα, αφού, κατά τη διάταξη του άρθρου 1835 ΑΚ, σε μέμψη υπόκεινται μόνο οι δωρεές. Με τα δεδομένα αυτά, όταν με αγωγή μέμψης προσβάλλεται γονική παροχή που έγινε προς μεριδιούχο είτε για τη δημιουργία οικονομικής και οικογενειακής αυτοτέλειάς του είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, κατά την έννοια του άρθρου 1509 ΑΚ, πρέπει, για να είναι ορισμένη η αγωγή αυτή, να εκτίθενται σαφώς τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, ότι η γονική παροχή είναι δωρεά στο σύνολο της ή μερικώς, δηλαδή ότι υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις, το οποίο κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με βάση την περιουσιακή κατάσταση των γονέων, τον αριθμό των τέκνων, τις ανάγκες των τέκνων, την οικονομική κατάσταση των άλλων τέκνων κλπ. Εξάλλου, η νομική αοριστία της αγωγής, εκείνη δηλαδή που συνδέεται με την εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοσθεί, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για την κρίση του ως προς το νόμω βάσιμο της αγωγής, είτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί είτε αρκέστηκε σε λιγότερα, ενώ αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σ’ αυτή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχεται ως παράβαση από τους αρ.8 και 14 του ίδιου άρθρου. Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 20/1/2011 (υπ’ αριθ. έκθ. καταθ. Δικογρ. 3214/2011) αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, εξέθετε ότι η ίδια και η εναγομένη είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της μητέρας τους Ε. χήρα Π. Κ., που απεβίωσε στις 20/8/2010, χωρίς να αφήσει διαθήκη, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου η καθεμία. Ότι κατά το χρόνο του θανάτου της η άνω κληρονομούμενη άφησε ως κληρονομιαία περιουσία ένα ακίνητο (αγροτεμάχιο και ήδη, μετά την ένταξή του στο ρυμοτομικό σχέδιο, οικόπεδο), που βρίσκεται στην κτηματική περιοχή του Δ.Δ. Ασπροβάλτας του Δήμου Αγ. Γεωργίου Θεσσαλονίκης, το οποίο περιγράφεται με λεπτομέρεια στην αγωγή, πραγματικής αξίας κατά τον άνω το χρόνο 30.300 ευρώ, καθώς και το χρηματικό ποσό των 4.000 ευρώ. Ότι η άνω κληρονομούμενη, όσο ζούσε, είχε μεταβιβάσει στην εναγομένη τα περιγραφόμενα με λεπτομέρεια στην αγωγή ακίνητα και, συγκεκριμένα: α) δυνάμει του υπ’ αριθ. …/2000 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αργυρούς Νικόλτσου, που μεταγράφηκε νόμιμα, την πλήρη κυριότητα ενός ισογείου καταστήματος, που βρίσκεται στην οδό … στη Θεσσαλονίκη, αξίας 6.000.000 δρχ. κατά το χρόνο της μεταβίβασής του και 59.520,60 ευρώ κατά το χρόνο θανάτου της κληρονομουμένης β) δυνάμει του υπ’ αριθ. ….2-2- 2010 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης που μεταγράφηκε νόμιμα, την ψιλή κυριότητα, παρακρατώντας για τον εαυτό της την επικαρπία, 1) ενός διαμερίσματος που βρίσκεται επί της οδού … στη Θεσσαλονίκη και 2) ενός ισογείου καταστήματος που βρίσκεται επί των οδών … και … του Δήμου Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης, γ) δυνάμει του υπ’ αριθ. …/12-7-2010 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Δέσποινας Συνοδινού-Κυρατζή, που μεταγράφηκε νόμιμα, την ψιλή κυριότητα, παρακρατώντας για τον εαυτό της την επικαρπία, ενός διαμερίσματος που βρίσκεται επί της οδού …99 του Δήμου Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης αξίας (της ψιλής κυριότητας καθενός από τα πιο πάνω ακίνητα) 45.315,45000 και 52740 ευρώ, αντίστοιχα,κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή και δ) δυνάμει του υπ’ αριθ. …/2005 συμβολαίου πώλησης της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Δέσποινας Συνοδινού-Κυρατζή, που μεταγράφηκε νόμιμα, τρεις (3) αγρούς, που βρίσκονται στην κτηματική περιοχή του Δ.Δ. Ασκού του Δήμου Σοχού Θεσσαλονίκης, αξίας 11.295 ευρώ. Ότι η παραπάνω σύμβαση πώλησης είναι εικονική και υποκρύπτει σύμβαση δωρεάς από τη μητέρα της προς την εναγομένη, για τους αναφερόμενους στην αγωγή λόγους. Περαιτέρω, εξέθετε ότι το σύνολο της πλασματικής κληρονομιαίας περιουσίας της άνω αποβιώσασας με το συνυπολογισμό (συνεισφορά) και των άνω συνεισενεκτέων παροχών, που έγιναν χωρίς αντάλλαγμα προς την εναγομένη, ανέρχεται σε [34.300 ευρώ (πραγματική κληρονομιά) + 59.520,60 + 45.315 + 45.000 + 52.740 + 11.295 =] 248.170,60 ευρώ και, συνακόλουθα, η πλασματική κληρονομιαία μερίδα, τόσο της ίδιας όσο και της εναγομένης, ανέρχεται σε [248.170,60 : 2 =] 124.085,30 ευρώ για την καθεμία. Ότι ενόψει του ότι η αξία των άνω συνεισενεκτέων παροχών προς την εναγομένη υπερβαίνει το ποσό που αντιστοιχεί στο κληρονομικό της δικαίωμα (124.085,30 ευρώ), δεν δικαιούται αυτή (εναγομένη) πραγματική κληρονομική μερίδα και, ως εκ τούτου, όλη η πραγματική κληρονομιά θα περιέλθει στην ίδια (ενάγουσα), αφού η μερίδα της επί της πραγματικής κληρονομίας δεν μπορεί να καλύψει την εξ αδιαθέτου μερίδα της, όπως υπολογίστηκε με βάση την πλασματική κληρονομιά. Περαιτέρω, εξέθετε το άνω κληρονομιαίο ακίνητο (αγροτεμάχιο στην Ασπροβάλτα) βαρύνεται, μετά τη ρυμοτόμησή του, με χρέη από την άνω αιτία που ανέρχονται στο ποσό των 12.232 ευρώ, και επομένως η αξία της πραγματικής κληρονομιάς, μετά την αφαίρεση των άνω χρεών, που βαρύνουν την κληρονομιά, ανέρχεται σε 34.300 – 12.232 = 22.068 ευρώ. Άλλως, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι το ποσό των 12.232 ευρώ δεν αποτελεί χρέος που βαρύνει την κληρονομιά, η αξία του κληρονομιαίου ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των (30.300 – 12.232 =) 18.068 ευρώ, καθόσον λόγω των υποχρεώσεων αυτών μειώνεται η αγοραστική του αξία κατά το άνω ποσό των 12.232 ευρώ. Ότι με βάση τα παραπάνω, η νόμιμη μοίρα της ενάγουσας (1/2 της εξ αδιαθέτου μερίδας της) ανέρχεται σε (235.938,60 x 1/4 =) 58.984,65 ευρώ, δηλαδή υπερβαίνει κατά (58.916,65 – 22.068 =) 36.916,65 ευρώ την κατά τα ανωτέρω αξία της πραγματικής κληρονομιάς, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι όλες οι προαναφερθείσες γονικές παροχές, που έγιναν χωρίς αντάλλαγμα προς την εναγομένη, συνιστούν δωρεές, καθώς δεν έγιναν για τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 1509 ΑΚ, άλλως, έγιναν καθ’ υπέρβαση του μέτρου που ορίζεται στην άνω διάταξη, και ειδικότερα, δεν έγιναν για την επαγγελματική αποκατάσταση της εναγομένης, καθόσον κατά το έτος 2010 αυτή ήταν 62 ετών και η κληρονομούμενη 83 ετών και είχε ήδη προχωρημένη ηλικία για την έναρξη επαγγελματικής δραστηριότητας, ενώ δεν αφορούσαν τη συνέχιση επαγγελματικής δραστηριότητας, διότι αυτή ασχολούνταν με τα οικιακά και δεν είχε κάποια ιδιαίτερη επαγγελματική ενασχόληση, όσον αφορά δε τους αγρούς δεν ασχολείτο με γεωργικές εργασίες. Ότι επίσης, δεν έγιναν για την οικογενειακή της αυτοτέλεια, αλλά ούτε και για την οικονομική της αυτοτέλεια, καθόσον λόγω της ηλικίας της δεν ήταν δυνατόν να την επιδιώκει, αλλά και λόγω του ότι η ίδια η εναγομένη είχε μεταβιβάσει κατά πλήρη κυριότητα, λόγω δωρεάς κατά το έτος 2004 προς τη μητέρα της το 1/2 εξ αδιαιρέτου στο ισόγειο κατάστημα στους Αμπελόκηπους. Ότι οι παροχές αυτές έγιναν, προκειμένου να καταστρατηγηθούν οι διατάξεις περί νομίμου μοίρας, λαμβανομένου υπόψη ότι η κληρονομούμενη δεν προέβη σε κάποια παροχή προς την ενάγουσα. Ότι εν όψει του ότι δεν επαρκεί η πραγματική κληρονομιαία περιουσία (18.068 + 4.000 =) 22.068 ευρώ για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας της (58.916,65 ευρώ), πρέπει να ανατραπεί η τελευταία δωρεά, ήτοι αυτή της ψιλής κυριότητας επί του διαμερίσματος που βρίσκεται στην οδό της …, που έγινε με το υπ’ αριθ. …/12-7-2010 συμβόλαιο γονικής παροχής, ώστε να καλυφθεί η νόμιμη μοίρα της κατά το υπόλοιπο ποσό (58.916,65 – 22.068 =) 36.916,65 ευρώ, και συγκεκριμένα, να ανατραπεί κατά ποσοστό (36.916,65 x 100/52.750 =) 70%. Ότι παρόλο που το κληρονομικό της δικαίωμα αφορά ολόκληρη την (πραγματική) κληρονομιαία περιουσία, η εναγομένη κατακρατεί το σύνολο των χρημάτων (4.000 ευρώ), καθώς και ολόκληρο το κληρονομιαίο ακίνητο, που βρίσκεται στην Ασπροβάλτα, θεωρώντας τον εαυτό της κληρονόμο κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στην άνω κληρονομιαία περιουσία, αρνούμενη να της αποδώσει αυτήν (κληρονομιαία περιουσία) κατά το άνω ποσοστό. Ότι επίσης, κατακρατεί παράνομα και χωρίς καμία αιτιολογία και το ποσό των 2.000 ευρώ, εν γνώσει της ότι όφειλε να της το αποδώσει αμέσως μετά την εύρεσή του, ως κληρονόμο της μητέρας της, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί (η ενάγουσα) κατά το άνω ποσό. Με βάση τα παραπάνω, ζητούσε: α) να αναγνωρισθεί το κληρονομικό της δικαίωμα στο σύνολο της άνω κληρονομιαίας περιουσίας της μητέρας της, που αποτελείται από το άνω ακίνητο και το ποσό των 4.000 ευρώ και να υποχρεωθεί η εναγομένη να της αποδώσει τη νομή κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του άνω ακινήτου, καθώς και το ποσό των 2.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, τα οποία κατακρατεί ως κληρονόμος αυτών, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της αποδώσει το υπόλοιπο ποσό των 2.000 ευρώ (πλέον του ανωτέρω), το οποίο κατακρατεί παράνομα, με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, άλλως του αδικαιολογήτου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, γ) να ανατραπεί, ως άστοργη, η γονική παροχή που αποτελεί δωρεά, η οποία έγινε με το υπ’ αριθ. …/2010 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Δέσποινας Συνοδινού-Κυρατζή, που μεταγράφηκε νόμιμα, με το οποίο μεταβιβάσθηκε στην εναγομένη η ψιλή κυριότητα του αναφερομένου σ’ αυτό διαμερίσματος και της υπόγειας αποθήκης ως παρακολουθήματος αυτού, το οποίο βρίσκεται επί της οδού … στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης, δ) να καταδικαστεί η εναγομένη σε δήλωση βουλήσεως, με την οποία θα της μεταβιβάζει την κυριότητα του άνω διαμερίσματος και της αποθήκης κατά 70% εξ αδιαιρέτου, άλλως, την ψιλή κυριότητα κατά το άνω ποσοστό, ε) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της αποδώσει τη νομή του άνω ακινήτου κατά ποσοστό 70% εξ αδιαιρέτου. Η αγωγή αυτή είναι ορισμένη και νόμιμη, μεταξύ άλλων, και ως προς το αίτημά της περί ανατροπής της γονικής παροχής που έγινε με το άνω συμβόλαιο, κατά το αναφερόμενο ποσοστό 70% εξ αδιαιρέτου (υπό στοιχ. γ’ αίτημα), αφού αναφέρονται σε αυτήν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για τη θεμελίωσή του και, συγκεκριμένα, ότι αυτή (γονική παροχή) αποτελεί στο σύνολο της δωρεά, διότι δεν έγινε για τους σκοπούς του άρθρου 1509 ΑΚ, δηλαδή για τη δημιουργία ή διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας ή για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος της εναγομένης, αλλά ότι έγινε, στο σύνολο της, καθ’ υπέρβαση του μέτρου που επιβάλλουν οι περιστάσεις, όπως αυτές αναφέρθηκαν παραπάνω.
Επομένως, το Εφετείο που δεν κήρυξε απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, την ένδικη αγωγή ως προς το ανωτέρω αίτημά της δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 1509 ΑΚ και δεν υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες των αρ.1 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Συνεπώς, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι πρώτος και δεύτερος πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, αντίστοιχα, με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827, 1831 και 1834 του ΑΚ συνάγεται ότι για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας οποιουδήποτε μεριδιούχου, η οποία συνίσταται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας, λαμβάνεται ως βάση η κατάσταση και η αξία της κληρονομιάς κατά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, δηλαδή όλα τα υπάρχοντα στην κληρονομιά, κατά το χρόνο αυτόν, περιουσιακά στοιχεία (πραγματική κληρονομική ομάδα), από την οποία αφαιρούνται τα χρέη της κληρονομιάς, οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου, ως και οι δαπάνες απογραφής, προστίθενται δε ακολούθως σε αυτά και θεωρούνται, ως υπάρχουσες στην κληρονομιά (πλασματική κληρονομική ομάδα) κατά την αξία του χρόνου της πραγματοποιήσεώς τους, οι παροχές των άρθρων 1831 παρ.2 και 1833 του ΑΚ, που έγιναν από τον κληρονομούμενο, όσο ζούσε, προς τους μεριδούχους ή τρίτους, επί της δε προσδιοριζόμενης κατά τον τρόπο αυτόν αυξημένης (πλασματικής) κληρονομικής ομάδας, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του κληρονόμου. Ειδικότερα, για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας του μεριδούχου: α) εκτιμάται η αξία όλων των αντικειμένων της κληρονομιάς κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, β) αφαιρούνται από την αξία αυτή της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς τα χρέη της και οι δαπάνες κηδείας του κληρονομουμένου και απογραφής της κληρονομιάς, γ) στο ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση των παραπάνω χρεών, προσθέτονται με την αξία που είχαν κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν οι πιο πάνω παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους ή τρίτους, δ) με βάση την αυξημένη (πλασματική) κληρονομική ομάδα, που προσδιορίζεται κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, εξευρίσκεται η νόμιμη μοίρα του μεριδούχου, ε) από το ποσό αυτής (νόμιμης μοίρας) αφαιρείται η αξία των πραγμάτων, στα οποία τυχόν έχει εγκατασταθεί ο μεριδιούχος, καθώς και η αξία της παροχής που τυχόν είχε λάβει και υπόκειται σε συνεισφορά και στ) σχηματίζεται ένα κλάσμα με αριθμητή το ποσό της εξευρισκόμενης με τον πιο πάνω τρόπο νόμιμης μοίρας του και παρονομαστή την αξία εκείνων των στοιχείων της πραγματικής ομάδας, από τα οποία, χωρίς αφαίρεση χρεών και δαπανών, θα λάβει ο μεριδούχος το απαιτούμενο ποσοστό για τη νόμιμη μοίρα του. Το κλάσμα αυτό ή δεκαδικός αριθμός που προκύπτει από τη διαίρεση του αριθμητή με τον παρονομαστή παριστά το ποσοστό που πρέπει να πάρει ο μεριδούχος αυτούσιο σε κάθε αντικείμενο της πραγματικής ομάδας της κληρονομιάς, για να λάβει έτσι τη νόμιμη μοίρα του (474/2010). Όπως προαναφέρθηκε, στη νόμιμη μοίρα κάθε μεριδούχου καταλογίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1831 παρ.2 και 1833 του ΑΚ, κάθε παροχή από ελευθεριότητα που έγινε από τον κληρονομούμενο στο μεριδούχο, αφού, μετά το ν. 1329/1983, αυτή είναι κατά νόμο καταλογιστέα, εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά.
Συνεπώς, όταν δεν υπάρχει διαφορετική βούληση του κληρονομουμένου, στη νόμιμη μοίρα καταλογίζεται και η δωρεά προς το μεριδούχο που έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας, αφού και αυτή δεν παύει να είναι παροχή από ελευθεριότητα, που δόθηκε, δηλαδή, από τον κληρονομούμενο χωρίς νόμιμη υποχρέωση (ΑΠ 171/2003). Ενόψει αυτών, στις προστιθέμενες, κατά το άρθρο 1831 παρ.2 ΑΚ, στην κληρονομιά παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους, περιλαμβάνονται οι χωρίς αντάλλαγμα γενόμενες προς αυτούς παροχές, έστω και αν έγιναν από λόγους ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο ηθικόν καθήκον. Στις παροχές χωρίς αντάλλαγμα υπάγονται και οι γονικές παροχές, οι οποίες συνυπολογίζονται στην κληρονομιά σε όλη τους την έκταση με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, οποτεδήποτε και αν έγιναν, ενώ η δωρεά (προς μεριδούχο ή προς τρίτο) μπορεί να καλύπτεται και υπό εικονική σύμβαση πώλησης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1832 παρ.1 ΑΚ, η αξία της κληρονομιάς, εφόσον είναι αναγκαία, βρίσκεται “‘με εκτίμηση”. Σε περίπτωση που επήλθε μετά την παροχή και μέχρι το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, ο οποίος είναι και ο κρίσιμος, κατά το άρθρο 1831 ΑΚ, για τον υπολογισμό της αξίας της κληρονομιάς, ουσιώδης υποτίμηση της δραχμής, τότε πρέπει, κατ’ εφαρμογή και της κατά το άρθρο 288 ΑΚ αρχής της καλής πίστεως, να αναχθεί η αξία της παροχής, την οποία αυτή είχε κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκε, στο ισάξιο του ποσού αυτού σε δραχμές κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομούμενου, οπότε και αποτιμάται η κληρονομιά, με βάση τη μεταξύ των δύο αυτών χρονικών σημείων σχέση της αξίας της δραχμής, η οποία (αξία) εξευρίσκεται με αναγωγή σε χρυσές λίρες Αγγλίας. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 138 ΑΚ, δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη. Άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της. Επομένως, εικονική είναι η δήλωση βούλησης, η οποία, σε γνώση του δηλούντος, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Σκοπός της εν λόγω δήλωσης είναι να δημιουργηθεί στους άλλους η εντύπωση μεταβολής της νομικής κατάστασης, χωρίς να υπάρχει πρόθεση τέτοιας πραγματικής μεταβολής στον δηλούντα. Εικονική μπορεί να είναι η δήλωση βούλησης όχι μόνο σε μονομερή δικαιοπραξία, αλλά και σε σύμβαση, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση για την αντίστοιχη ακυρότητα της σύμβασης προϋποτίθεται γνώση της εικονικότητας από τον αντισυμβαλλόμενο του δηλούντος. Τέλος, κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 513 ΑΚ. ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης πώλησης είναι το πράγμα, το τίμημα και η συμφωνία των συμβαλλομένων για τη μετάθεση της κυριότητας και την πληρωμή του τιμήματος, η οποία, προκειμένου για ακίνητο, πρέπει να περιβληθεί το συμβολαιογραφικό τύπο (άρθρο 369 ΑΚ). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ουσιώδες στοιχείο για την εικονικότητα μίας σύμβασης είναι η γνώση και η συμφωνία όλων των κατά το χρόνο της κατάρτισής της συμβαλλομένων για το ότι η σύμβαση που συνάφθηκε είναι εικονική και δεν παράγει έννομες συνέπειες. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος κατά το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν, κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της διάταξης που εφαρμόστηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν ορθώς εφαρμόστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα δε, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετ’ ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Στις 20.8.2010 απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη η Ε., χήρα Π. Κ., κάτοικος εν ζωή Θεσσαλονίκης χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από τις θυγατέρες της, μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, ήχοι την ενάγουσα και την εναγομένη, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου από την καθεμία. Κατά το χρόνο του θανάτου της η άνω κληρονομουμένη άφησε ως κληρονομιαία περιουσία ένα αγροτεμάχιο με αριθμό 6, εμβαδού 200,34 τ.μ., το οποίο κατά τον αρχικό τίτλο κτήσης αποτελεί διαιρετό τμήμα του 537 κληροτεμαχίου Α’ κατηγορίας, βρίσκεται στην κτηματική περιοχή του Δ.Δ. Ασπροβάλτας του Δήμου Αγίου Γεωργίου Θεσσαλονίκης και συνορεύει βόρεια με το με αριθμό 5 τεμάχιο κλήρου, το οποίο αποτελούσε επίσης τμήμα του 537 κληροτεμαχίου, σε πλευρά 16,81 γραμμικών μέτρων, νότια με το με αριθμό 7 αγροτεμάχιο, ομοίως τμήμα του ως άνω 537 κληροτεμαχίου, επί πλευράς 16,81 γραμμικών μέτρων, ανατολικά με ιδιωτικό δρόμο πλάτους 5 μέτρων επί πλευράς 11,89 τ.μ. και δυτικά με το 547 κληροτεμάχιο επί πλευράς 11,89 γραμμικών μέτρων. Ήδη, μετά την ένταξη της περιοχής σε ρυμοτομικό σχέδιο, το ως άνω αγροτεμάχιο μετατράπηκε σε οικόπεδο, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 71/2005 πράξης εφαρμογής πολεοδομικής μελέτης ένταξης σε ρυμοτομικό σχέδιο περιοχών β’ κατοικίας του Δ.Δ. Ασπροβάλτας, η οποία έχει κυρωθεί με την υπ’ αριθμ. 29/13237/1-8-2005 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, που μεταγράφηκε νόμιμα στις 26-10-2005 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Λαγκαδά, στον τόμο 1323 και με α.α.55 και εντάχθηκε στο 579 οικοδομικό τετράγωνο με διακριτικό αριθμό 003 και αριθμό κτηματογράφησης 010266. Το οικόπεδο αυτό είχε υποχρέωση εισφοράς σε γη έκτασης 10,02 τ.μ. και θεωρητική εισφορά σε χρήμα αντίστοιχη με την αξία 1,90 τ.μ. πριν την τακτοποίηση. Μετά την ρυμοτόμηση, λόγω της δημιουργίας κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων, η οφειλόμενη εισφορά σε γη ανήλθε σε 10,57 τ.μ. και η επιφάνεια της ιδιοκτησίας μετά τη ρυμοτόμηση έπρεπε να είναι 189,76 τ.μ. και η οφειλόμενη προς την ιδιοκτησία επιφάνεια ήταν 0,56 τ.μ. Επίσης, μετά την τακτοποίηση προσκυρώθηκε από όμορη ιδιοκτησία στο ως άνω οικόπεδο έκταση εμβαδού 146,6.4 τ.μ. και το τελικό εμβαδόν του οικοπέδου σήμερα ανέρχεται σε 336,41 τ.μ., οι υποχρεώσεις σε χρήμα ανέρχονται στην αξία των 146,64 τ.μ., τα οποία προσκυρώθηκαν στο ως άνω οικόπεδο και στην αξία 6,82 τ.μ., που είναι η συνολική εισφορά σε χρήμα μετά την τακτοποίηση. Το οικόπεδο αυτό, όπως διαμορφώθηκε μετά την κατά τα άνω ρυμοτόμηση του, συνορεύει νότια με την οδό Αμύντα σε πρόσοψη μέτρων γραμμικών 16,02, ανατολικά με ανώνυμη οδό σε πρόσοψη μέτρων γραμμικών 21, βόρεια με το υπ’ αριθμ. 002 οικόπεδο και δυτικά με το υπ’ αριθμ. 004 οικόπεδο του ιδίου οικοδομικού τετραγώνου. Η κληρονομούμενη απέκτησε την πλήρη κυριότητα του ως άνω ακινήτου (αγροτεμαχίου και ήδη οικοπέδου), δυνάμει του …/30.11.1978 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Δημητρίου Σερεμέτη, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα σια βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης στον τόμο … και με α.α.48. Η αξία του άνω ακινήτου, κατά το χρόνο θανάτου της άνω κληρονομουμένης ανέρχονταν σε 90 ευρώ ανά τ.μ. και επομένως, η συνολική πραγματική αξία του, υπολογιζόμενη χωρίς τις άνω υποχρεώσεις, ανέρχονταν σε (336,41 τ.μ. Χ 90 ευρώ=) 30.276,90 ευρώ. Για τον καθορισμό όμως της πραγματικής αξίας του, κατά τον άνω χρόνο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι αυτό βαρύνεται με εισφορά σε χρήμα ίση με (6,82 τ.μ. Χ 90 ευρώ=) 613,80 ευρώ και αποζημίωση λόγω προσκύρωσης ίση με (146,64 τ.μ. Χ 90 ευρώ=) 13.197,60 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις άνω υποχρεώσεις που βαρύνουν το άνω κληρονομιαίο ακίνητο, εκτιμά ότι η πραγματική του αξία, κατά τον άνω χρόνο, ανέρχονταν σε (30.276,90 -13.197,60 =) 17.079,30 ευρώ, καθόσον κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής η αξία του μειώνεται λόγω των άνω υποχρεώσεων που το βαρύνουν κατά το αντίστοιχο ποσό, αφού για να αποκτήσει αυτό την αξία των 30.276, 90 ευρώ θα πρέπει να καταβληθούν τα άνω ποσά από τον υπόχρεο ιδιοκτήτη, διαφορετικά οποιοσδήποτε μελλοντικός αγοραστής θα λάβει υπόψη του τις άνω υποχρεώσεις και θα αφαιρέσει το αντίστοιχο ποσό από τίμημα. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η άνω κληρονομουμένη κατέλειπε κατά το χρόνο του θανάτου της το ποσό των 4.000 ευρώ, το οποίο είχε στην οικία της σε δύο πορτοφόλια. Περί της ύπαρξης του άνω χρηματικού ποσού στην κληρονομιαία περιουσία, είναι σαφής η κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης (συζύγου της ενάγουσας), ο οποίος κατέθεσε ότι η εναγομένη είπε στην ενάγουσα ότι ψάχνοντας στην οικία της μητέρας της βρήκε ένα πορτοφόλι με 3.500 ευρώ και ένα άλλο με 500 ευρώ, γεγονός που δεν αναιρείται από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, ο οποίος δεν κατέθεσε κάτι σχετικό με το θέμα αυτό, αλλά ούτε και από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Επομένως, η αξία της πραγματικής κληρονομιάς, κατά το χρόνο θανάτου της άνω κληρονομουμένης, ανέρχονταν στο συνολικό πόσο των (17.079, 30 + 4.000 =) 21.079, 30 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η άνω κληρονομουμένη, όσο ζούσε, είχε μεταβιβάσει στην εναγομένη τα παρακάτω ακίνητα: α) Δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/29-2-2000 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αργυρούς Νικόλτσου που μεταγράφηκε νόμιμα, την πλήρη κυριότητα, ενός ισογείου καταστήματος, που βρίσκεται σε πολυώροφη οικοδομή επί της οδού Θεοτοκοπούλου αριθμ. 26 στη Θεσσαλονίκη, με πρόσοψη στην άνω οδό, εμβαδού 18,20 τ.μ., που φέρει αριθμό εσωτερικής αρίθμησης ένα (1) και συμμετέχει στην εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησία όλου του οικοπέδου και των λοιπών κοινόχρηστων και κοινόκτητων χώρων, μερών και εγκαταστάσεων όλης της οικοδομής με το ποσοστό των 2,28%. Η εν λόγω οικοδομή κτίσθηκε με την υπ’ αριθ. 20104/1969 άδεια του Γ.Π. Θεσ/νίκης, σ1 ένα οικόπεδο συνολικής έκτασης 237 τ.μ. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, τη θέση, το εμβαδόν και την παλαιότητα του άνω καταστήματος, καθώς και το γεγονός ότι η αντικειμενική του αξία προσδιορίσθηκε στο ποσό των 3.336.476 δρχ. ευρώ, οδηγείται στην κρίση ότι η πραγματική αξία του, κατά το χρόνο που έγινε η μεταβίβαση ανέρχονταν στο ποσό των 6.000.000 δρχ. (330 ευρώ ανά τ.μ.). Περαιτέρω, από τον ανωτέρω χρόνο, κατά τον οποίο η προαναφερόμενη αποβιώσασα προέβη στην ανωτέρω γονική παροχή (29-2-2000) και μέχρι το θάνατο της (20-8-2010), το νόμισμα έχει υποστεί ουσιώδη υποτίμηση, ώστε να επιβάλλεται από την αρχή της καλής πίστης (άρθρο 288 ΑΚ) ο υπολογισμός της αξίας της παροχής αυτής να γίνει σε ευρώ της ίδιας πραγματικής αξίας με εκείνη κατά το χρόνο του θανάτου της. Για τον υπολογισμό αυτό λαμβάνεται υπόψη η τιμή της χρυσής λίρας Αγγλίας κατά το χρόνο της παροχής και του θανάτου της κληρονομούμενης. Ειδικότερα, στις 29-2-2000, που είναι ο χρόνος της ως άνω παροχής προς την εναγόμενη, η μέση τιμή της χρυσής λίρας Αγγλίας ανερχόταν στο ποσό των 24.250 δρχ. και η αξία της παροχής σε (6.000.0000/ 24.250=) 247,42 χρυσές λίρες Αγγλίας. Την 20-8-2010 που απεβίωσε η κληρονομούμενη, η μέση τιμή της χρυσής λίρας Αγγλίας ανερχόταν στο ποσό των 240,565 ευρώ. Επομένως, η αξία της παροχής προς την εναγόμενη κατά το χρόνο που έγινε, αναγόμενη σε χρηματική αξία κατά το χρόνο του θανάτου της κληρονομούμενης, ανέρχεται σε {247,42 (η αξία κατά το χρόνο της παροχής) Χ 240,565 (η μέση τιμή της λίρας κατά το χρόνο του θανάτου) =) 59.520,60 ευρώ. β) Δυνάμει του υπ’ αριθ. …/2-2-2010 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Δέσποινας Συνοδινού Κυρατζή, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, μεταβίβασε στην εναγομένη την ψιλή κυριότητα (παρακρατώντας για τον εαυτό της την επικαρπία) 1) ενός διαμερίσματος, που βρίσκεται στον τρίτο όροφο άνωθεν του ανωγείου ορόφου, ο οποίος (ανώγειος όροφος) βρίσκεται άνωθεν του ημιυπόγειου ορόφου της πολυκατοικίας, έχει πρόσοψη στην οδό Σαχίνη, αριθμός 18, εμβαδού 53 τ.μ. μικτών, καθαρών δε 47,7 τ.μ., το οποίο αποτελείται από ένα δωμάτιο, σαλοτραπεζαρία, μαγειρείο, αποχωρητήριο και χωλ, με το αναλογούν σε αυτό ποσοστό εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου και των λοιπών κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων, μερών και εγκαταστάσεων της όλης οικοδομής 41%ο μιας πολυωρόφου οικοδομής – πολυκατοικίας, κτισμένης επί ενός οικοπέδου που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Θεοοαλονίκης, στην οδό Σαχίνη 18, εκτάσεως 157,90 τ.μ. και 2) ενός ισογείου καταστήματος, υπ’ αριθ. 3, του ισογείου ορόφου μιας πολυκατοικίας, γωνιαίου με προσόψεις στις οδούς …, αριθ. 22-28 και … (πρώην Ηλιουπόλεως) του Δήμου Αμπελοκήπων Ν. Θεσσαλονίκης, εμβαδού κατά το μεν υπ’ αριθ. …/23-11-1977 προσύμφωνο δωρεάς του Συμβ/φου Θεσσαλονίκης Χαρίλαου Σουμελίδη 17,92 τ.μ., κατά τη δε υπ’αριθμ. …/2000 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της Συμβ/φου Θεσσαλονίκης Αργυρώς Νικόλτσου, 22,30 τ.μ., με το αναλογούν σε αυτό ποσοστό 7% εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου και των λοιπών κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων, μερών και εγκαταστάσεων της όλης πολυωρόφου οικοδομής – πολυκατοικίας, κτισμένης σε ένα οικόπεδο εκτάσεως κατά το μεν υπ’ αριθ. …/1977 προσύμφωνο 124,70 τ.μ. κατά δε την υπ’ αριθ. …/2000 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς 141 τ.μ., κειμένου επί της διασταυρώσεως των οδών … του Δήμου Αμπελοκήπων. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, τη θέση, το εμβαδόν και την παλαιότητα των άνω δύο ακινήτων (διαμερίσματος και καταστήματος), καθώς και το γεγονός ότι η αντικειμενική τους αξία προσδιορίσθηκε στο συνολικό ποσό των 68.827,85 ευρώ (δεν διευκρινίζεται στο άνω συμβόλαιο η αντικειμενική αξία εκάστου ακινήτου), οδηγείται στην κρίση ότι η πραγματική αξία του διαμερίσματος, κατά το χρόνο που έγινε η μεταβίβαση (2-2-2010), ανέρχονταν σε 950 ευρώ ανά τ.μ και συνολικά σε (950 Χ 53=) 50.350 ευρώ, η πραγματική αξία δε της ψιλής κυριότητας, λαμβανομένης υπόψη και της ηλικίας της παρέχουσας μητέρας της, που κατά τον άνω χρόνο είχε υπερβεί το 80° έτος της ηλικίας της, σε (50.350 ευρώ Χ 9/10=) 45.315 ευρώ και η πραγματική αξία του καταστήματος, κατά το χρόνο που έγινε η μεταβίβαση (2-2-2010), ανέρχονταν σε 50.000 ευρώ (2.250 ευρώ ανά τ.μ. περίπου), η πραγματική αξία δε της ψιλής κυριότητας, λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας της παρέχουσας μητέρας της, που κατά τον άνω χρόνο είχε υπερβεί το 80° έτος της ηλικίας της, σε (50.000 ευρώ Χ 9/10=) 45.000 ευρώ. γ) Δυνάμει του υπ’ αριθ. …/12-7-2010 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Δέσποινας Συνοδινού – Κυρατζή, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε στην εναγομένη την ψιλή κυριότητα (παρακρατώντας για τον εαυτό της την επικαρπία) ολοκλήρου του τρίτου πάνω από το ισόγειο ορόφου μιας οικοδομής ανεγερθείσης βάσει της υπ’ αριθ. …/2004 αδείας οικοδόμησης της Πολεοδομίας Δυτικής Θεσσαλονίκης σε ένα οικόπεδο εμβαδού 125,034 τ.μ., που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Αμπελοκήπων Ν. Θεσσαλονίκης και επί της οδού …. Ο προαναφερθείς τρίτος όροφος της οικοδομής είναι διαμορφωμένος σε ένα διαμέρισμα κατοικίας, εμβαδού 62 τ.μ. μικτών και 35,52 τ.μ. καθαρών, με το αναλογούν σε αυτό ποσοστό 15% εξ αδιαιρέτου στο όλο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, μέρη και εγκαταστάσεις της όλης οικοδομής. Παρακολούθημα του διαμερίσματος αποτελεί μια αποθήκη, η υπ’ αριθ. 4, του υπογείου ορόφου της οικοδομής εμβαδού 3,69 τ.μ., την ψιλή κυριότητα στην οποία επίσης μεταβίβασε αιτία γονικής παροχής η κληρονομουμένη στην εναγομένη. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, τη θέση, το εμβαδόν και την παλαιότητα του άνω διαμερίσματος, καθώς και το γεγονός ότι η αντικειμενική του αξία προσδιορίσθηκε στο ποσό των 41.639,72 ευρώ, οδηγείται στην κρίση ότι η πραγματική αξία του, κατά το χρόνο που έγινε η μεταβίβαση (12-7-2010) ανέρχονταν σε 58.600 ευρώ (1.100 ευρώ ανά τ.μ. περίπου), η πραγματική αξία δε της ψιλής κυριότητας, λαμβανομένης υπόψη και της ηλικίας της παρέχουσας μητέρας της, που κατά τον άνω χρόνο είχε υπερβεί το 80° έτος της ηλικίας της, σε (58.600 ευρώ Χ 9/10=) 52.740 ευρώ. ε) Δυνάμει του υπ’ αριθ. …/23-2-2005 συμβολαίου πώλησης και μεταβίβασης μεταβίβασε αιτία πώλησης στην εναγομένη τα παρακάτω αγροτεμάχια που βρίσκονται στην κτηματική περιοχή του Δημοτικού Διαμερίσματος Ασκού του Σοχού Θεσσαλονίκης ήτοι: 1) Τον υπ’ αριθ. … αγρό στη θέση “Ράπινα”, εμβαδού 1.250 τ.μ., που συνορεύει γύρω ανατολικά με δρόμο, βόρεια με αγρό Δ. Γ. και νότια με δρόμο, βόρεια με αγρό Δ. Γ. και νότια με δρόμο, 2) τον υπ’ αριθ. 348 αγρό επίσης στη θέση “Ράπινα”, εμβαδού 6.250 τ.μ., που συνορεύει γύρω ανατολικά με αγρούς Παρούσας Κ. και Κ. Σ., δυτικά με δρόμο, βόρεια με χέρσο και νότια με αγρό Π. Ε., 3) τον υπ’ αριθ. … αγρό, τρίτης κατηγορίας, στη θέση “Κουρί”, επί της επαρχιακής οδού Ασκού – Ανοιξιάς, εμβαδού 3.7 95 τ.μ., που συνορεύει γύρω ανατολικά με αγρούς Β. Π. και Θ. Κ., δυτικά με αγρό Ν. Δ., βόρεια με δρόμο και νότια με δρόμο. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, τη θέση και το εμβαδόν των άνω αγρών, καθώς και το γεγονός ότι η αντικειμενική τους αξία προσδιορίσθηκε στο συνολικό ποσό των 3.365,39 ευρώ, οδηγείται στην κρίση ότι η πραγματική αξία τους, κατά το χρόνο που έγινε η μεταβίβαση (23-2-2005), ανέρχονταν σε 700 ευρώ ανά στρέμμα και συνολικά σε { (1.250 τ.μ. + 6.250 τ.μ + 3.795 τ.μ. =) 11.295 τ.μ. Χ 7,00 ευρώ =} 7.906,5 ευρώ. Η παραπάνω σύμβαση πώλησης είναι εικονική και υποκρύπτει σύμβαση δωρεάς από την φερόμενη ως πωλήτρια προς την εναγομένη. Η πραγματική βούληση των συμβληθείσών ήταν η άνευ ανταλλάγματος και ειδικότερα λόγω δωρεάς, μεταβίβαση των αγρών αυτών στην εναγομένη και όχι η μεταβίβαση αιτία πώλησης αντί τιμήματος 3.365,59 ευρώ, όπως δηλώθηκε κατά την κατάρτιση της άνω σύμβασης. Στην κρίση αυτή οδηγείται το Δικαστήριο από το γεγονός ότι η φερόμενη ως πωλήτρια κατά τον άνω χρόνο ήταν κυρία και άλλων ακινήτων, ήτοι αυτών που μεταβιβάσθηκαν στην εναγομένη μεταγενέστερα (κατά ψιλή κυριότητα) με γονικές παροχές, τα οποία της απέφεραν εισόδημα μέχρι το θάνατο της (αφού είχε παρακρατήσει την επικαρπία τους), επιπλέον δε εισέπραττε και σύνταξη και ως εκ τούτου δεν είχε ανάγκη να πωλήσει τους άνω αγρούς ώστε να εισπράξει τίμημα. Άλλωστε, η μητέρα της εναγομένης μεταβίβασε όλη την υπόλοιπη περιουσία της στην ίδια (εναγομένη), λόγω γονικής παροχής, όπως ήδη προαναφέρθηκε, με συμβόλαια που καταρτίστηκαν τόσο πριν (κατά το έτος 2000) όσο και μετά (κατά το έτος 2010) την κατάρτιση της άνω σύμβασης (2005), πράξη που καταδεικνύει ότι η πρόθεσή της ήταν να μεταβιβάσει χωρίς αντάλλαγμα το σύνολο της περιουσίας της στην εναγομένη, δεν προέκυψε δε ότι άλλαξε κάτι στις σχέσεις μεταξύ της εναγομένης και της μητέρας της κατά τον άνω χρόνο (2005) ώστε να προβεί η τελευταία σε μεταβίβαση των άνω αγρών προς την εναγομένη αιτία πώλησης έναντι τιμήματος (και όχι σε μεταβίβαση αυτών χωρίς αντάλλαγμα, όπως έγινε σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις). Εξάλλου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, η εναγομένη δεν θα δαπανούσε χρήματα για την αγορά των άνω αγρών, καθόσον, όπως και η ίδια ισχυρίζεται, δεν είχε εισοδήματα πέραν της σύνταξης χηρείας που ελάμβανε, επιπλέον δε κατά τον άνω χρόνο (23-2-2005) διήνυε το 57° έτος της ηλικίας της, ήταν και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να είναι κάτοικος Θεσσαλονίκης, ασχολούνταν με τα οικιακά και όχι με γεωργικές εργασίες και επομένως δεν είχε λόγο, υπό αυτές τις συνθήκες, να προβεί στην αγορά των αγρών είτε για ιδιόχρηση είτε ως “επένδυση”. Όλες οι παραπάνω παροχές, που έγιναν χωρίς αντάλλαγμα προς την εναγομένη, πρέπει να συνεισφερθούν για τον υπολογισμό του κληρονομικού μεριδίου των διαδίκων, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε, αλλά ούτε και η εναγομένη επικαλείται ότι η κληρονομουμένη όρισε αυτές ως μη συνεισενεκτέες κατά το χρόνο που έγινε η κάθε παροχή ( άρθρ. 1895 ΑΚ) . Πρέπει να σημειωθεί ότι η άνω κληρονομουμένη δεν προέβη σε καμία παροχή προς την ενάγουσα θυγατέρα της. Επομένως, η αξία των άνω συνεισενεκτέων παροχών προς την εναγομένη ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (59.520,60 + 45.315 + 45.000 + 52.740 + 7.906,5=) 210.482,10 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω, το σύνολο της πλασματικής κληρονομιαίας περιουσίας της άνω αποβιώσασας, με το συνυπολογισμό και των άνω συνεισενεκτέων παροχών που έγιναν χωρίς αντάλλαγμα προς την εναγομένη, ανέρχεται σε {21.079,30 ευρώ (πραγματική κληρονομία)+ 210.482,10 ευρώ (οι συνεισενεκτέες παροχές)=} 231.561,40 ευρώ και συνακόλουθα, οι πλασματικές κληρονομικές μερίδες των κληρονόμων – διαδίκων ανέρχονται σε (231.561,40 Χ/12/=) 115.780,70 ευρώ, για την καθεμία. Ενόψει δε του ότι η αξία των άνω συνεισενεκτέων παροχών προς την εναγομένη (210.482,10 ευρώ) υπερβαίνει το ποσό που αντιστοιχεί στο κληρονομικό της δικαίωμα (115.780,70 ευρώ), δεν δικαιούται αυτή (εναγομένη) μερίδιο από την πραγματική κληρονομιαία περιουσία και ως εκ τούτου, όλη η πραγματική κληρονομιά θα περιέλθει στην ενάγουσα, αφού το μερίδιο της επί της πραγματικής κληρονομιάς (21.079,30 : 2 =) 10.539,65 ευρώ δεν επαρκεί για να καλύψει το εξ αδιαθέτου μερίδιο της (115.780,70 ευρώ), όπως αυτό υπολογίστηκε με βάση την πλασματική κληρονομιά (άρθρ. 1399 παρ. 1 και 1900 ΑΚ). Περαιτέρω, η νόμιμη μοίρα της ενάγουσας (1/2 της εξ αδιαθέτου μερίδας της), υπολογιζόμενη επί της πλασματικής κληρονομιαίας περιουσίας {21.079,30 ευρώ (η πραγματική κληρονομιά) + 210.482,10 ευρώ (οι συνεισενεκτέες και καταλογιστέες παροχές που έγιναν προς την εναγομένη)=} 231.561,40 ευρώ, ανέρχεται σε (231.561,40 Χ 1/4 =) 57.890,35 ευρώ, δηλαδή υπερβαίνει κατά (57.890,35 -21.079,30 =) 36.811,05 ευρώ την κατά τα ανωτέρω αξία της πραγματικής κληρονομιάς, η οποία (πραγματική κληρονομιά), όπως προαναφέρθηκε, περιέρχεται εξ ολοκλήρου στην ενάγουσα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η τελευταία γονική παροχή προς την εναγομένη, ήτοι αυτή της ψιλής κυριότητας επί του διαμερίσματος που βρίσκεται στην οδό …, που έγινε με το υπ’ αριθμ. …/12-7-2010 συμβόλαιο γονικής παροχής, συνιστά δωρεά στο σύνολο της, καθόσον δεν έγινε για τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 1509 ΑΚ, σε κάθε δε περίπτωση έγινε καθ’ υπέρβαση του μέτρου που ορίζεται στην άνω διάταξη. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι αυτή δεν έγινε για την επαγγελματική αποκατάσταση της εναγομένης, καθόσον κατά το έτος 2010 αυτή ήταν 62 ετών (και η κληρονομουμένη 83 ετών) και ήταν ήδη προχωρημένης ηλικίας για την έναρξη επαγγελματικής δραστηριότητας, ενώ δεν αφορούσε την εξακολούθηση επαγγελματικής δραστηριότητας, διότι αυτή ασχολούνταν με τα οικιακά και δεν είχε κάποια ιδιαίτερη επαγγελματική ενασχόληση. Επίσης, δεν έγινε για την οικογενειακή της αυτοτέλεια, διότι είχε αποκτήσει προ πολλού οικογενειακή αυτοτέλεια, αλλά ούτε και για την οικονομική της αυτοτέλεια, καθόσον, λόγω της ηλικίας της, δεν ήταν δυνατόν να επιδιώκει την οικονομική της αυτοτέλεια, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι η ίδια η εναγομένη είχε μεταβιβάσει κατά πλήρη κυριότητα, λόγω δωρεάς, κατά το έτος 2004 προς τη μητέρα της το 1/2 εξ αδιαιρέτου στο ισόγειο κατάστημα στους Αμπελόκηπους. Εξάλλου, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η άνω κληρονομουμένη είχε ήδη μεταβιβάσει χωρίς αντάλλαγμα (με γονικές παροχές και δωρεά) σε προγενέστερους χρόνους (29-2-2000, 23-2-2005 και 2-2-2010) το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας της προς την εναγομένη (έξι από τα οκτώ ακίνητα που είχε) και επομένως, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η εν λόγω τελευταία γονική παροχή έγινε για τους σκοπούς του άρθρου 1509 ΑΚ, άποψη που δεν δέχεται το Δικαστήριο, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η κληρονομουμένη δεν προέβη σε καμία παροχή προς την ενάγουσα, η παροχή αυτή υπερβαίνει στο σύνολο της το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, όπως αυτές αναλύθηκαν παραπάνω, και συνεπώς, αποτελεί στο σύνολο της δωρεά, η οποία δεν αποδείχθηκε ότι έγινε από λόγους ευπρεπείας ή ιδιαίτερου καθήκοντος της κληρονομουμένης προς την εναγόμενη. Κατά συνέπεια, εν όψει του ότι δεν επαρκεί η πραγματική κληρονομιαία περιουσία (21.079,30 ευρώ) για την κάλυψη της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας (57.890,35 ευρώ), πρέπει να ανατραπεί η τελευταία αυτή γονική παροχή, που συνιστά δωρεά κατά τα προαναφερθέντα, ήτοι αυτή της ψιλής κυριότητας επί του διαμερίσματος και της αποθήκης που αποτελεί παρακολούθημα αυτού, το οποίο βρίσκεται στην οδό …, που έγινε με το υπ’ αριθμ. …/12-7-2010 συμβόλαιο γονικής παροχής, η αξία της οποίας (ψιλής κυριότητας) ανέρχεται σε (58.600 Χ 9/10=) 52.750 ευρώ, ώστε να καλυφθεί (συμπληρωθεί) η νόμιμη μοίρα της κατά το υπόλοιπο ποσό (57.890,35 -21.079,30 =) 36.811,05 ευρώ και συγκεκριμένα να ανατραπεί αυτή κατά ποσοστό (36.811,05 Χ 100/ 52.750=) 69,78%. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι παρόλο που το κληρονομικό δικαίωμα της ενάγουσας αφορά ολόκληρη την (πραγματική) κληρονομιαία περιουσία, η εναγομένη αμφισβητεί το δικαίωμά της αυτό και επιπλέον κατακρατεί ολόκληρο το κληρονομιαίο ακίνητο που βρίσκεται στην Ασπροβάλτα, καθώς και το σύνολο των χρημάτων (4.000 ευρώ), θεωρώντας τον εαυτό της εξ αδιαθέτου κληρονόμο της μητέρας της κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, αρνούμενη να αποδώσει στην ενάγουσα την κληρονομιαία περιουσία κατά το άνω ποσοστό. Επίσης, κατακρατεί παράνομα και χωρίς καμία αιτιολογία και το ποσό των 2.000 ευρώ (4.000 Χ 1/2), εν γνώσει της ότι όφειλε να το αποδώσει, αμέσως μετά την εύρεση του, στην ενάγουσα ως κληρονόμο της μητέρας της, ζημιώνοντας έτσι αυτήν (ενάγουσα) κατά το αντίστοιχο ποσό.”.
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι η ένδικη αγωγή της αναιρεσίβλητης ως προς: α) την αναγνώριση του κληρονομικού της δικαιώματος στο σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας της μητέρας της, β) την υποχρέωση της αναιρεσείουσας να της αποδώσει το ποσό των 4.000 ευρώ, γ) την ανατροπή, ως άστοργης δωρεάς, της γονικής παροχής που έγινε με το …/2010 συμβόλαιο, δ) την καταδίκη της αναιρεσείουσας σε δήλωση βουλήσεως για τη μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας του αναφερόμενου στο πιο πάνω συμβόλαιο ακινήτου, κατά ποσοστό 69,78% εξ αδιαιρέτου και ε) την απόδοση της νομής, κατά ποσοστό ιΑ εξ αδιαιρέτου, επί του οικοπέδου στην Ασπροβάλτα, είναι εν μέρει ουσιαστικά βάσιμη και αφού δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει (εν μέρει) αντίθετα. Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1509, 1831 εδ.2, 1835 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, περιέλαβε δε στην προσβαλλόμενη απόφαση του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς τα ουσιώδη (μεταξύ άλλων) ζητήματα: α) της αναγνώρισης του δικαιώματος νόμιμης μοίρας της αναιρεσίβλητης στην κληρονομιά της μητέρας της, στην οποία (νόμιμη μοίρα) καταλογίζεται και κάθε δωρεά προς την αναιρεσείουσα (μεριδούχο), έστω και αν έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον β) της ανατροπής, ως άστοργης δωρεάς, της γονικής παροχής που έλαβε η αναιρεσείουσα με το …/2010 συμβόλαιο και γ) της εικονικότητας της σύμβασης πώλησης που καταρτίσθηκε δυνάμει του …/2005 πωλητηρίου συμβολαίου, ως υποκρύπτουσας σύμβαση δωρεάς από τη φερόμενη ως πωλήτρια (μητέρα των διαδίκων) προς την αναιρεσείουσα. Επομένως, οι πρώτος και τέταρτος λόγοι του κυρίου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης και ο τρίτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης από τους αρ.1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, οι δε περαιτέρω αναφερόμενες στους λόγους αυτούς αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι ανάγονται στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Ο κατά το άρθρο 559 αρ.1 εδ.β’ ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας θεμελιώνεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένως χρησιμοποιεί ή παραλείπει να χρησιμοποιήσει τα διδάγματα αυτά, προκειμένου να εξειδικεύσει τις αόριστες νομικές έννοιες και να υπαγάγει σ’ αυτές τα πραγματικά γεγονότα της διαφοράς, όχι όμως και όταν τα εν λόγω διδάγματα χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση των αποδείξεων προς εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων (ΑΠ 66/2004). Διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι γενικές αρχές που αντλούνται από την παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας με τη βοήθεια των γενικών τεχνικών ή επιστημονικών γνώσεων. Για να είναι ορισμένος ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος δεν αρκεί να μνημονεύονται ή να παρατίθενται οι διατάξεις που φέρονται ότι παραβιάσθηκαν, καθώς και η νομική κρίση του δικαστηρίου επ’ αυτών, αλλά απαιτείται επιπλέον να εκτίθενται σαφώς και τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας και σε τι συνίσταται το σφάλμα της απόφασης περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου (ολ ΑΠ 20/2005). Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.1 β’ ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στο Εφετείο η αιτίαση ότι “χρησιμοποίησε και ερμήνευσε λάθος τα διδάγματα της κοινής πείρας” είναι παντελώς αόριστος και, συνεπώς, απορριπτέος ως απαράδεκτος.
Σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ.8 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη πράγματα μη προταθέντα ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα προταθέντα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, θεωρούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση ή κατάργηση δικαιώματος, όχι δε και οι αρνητικοί ισχυρισμοί της αγωγής ή της ένστασης, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.8 ΚΠολΔ (όχι και από τον αρ.1 του ίδιου άρθρου, όπως αναφέρεται στο αναιρετήριο), με τον οποίο προσάπτεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι “δεν δέχθηκε τη φύση των χαριστικών προς την αναιρεσείουσα πράξεων ως προερχόμενων από ιδιαίτερο καθήκον, ενώ αν εκτιμούσε ορθά το αποδεικτικό υλικό θα οδηγούνταν στην απόρριψη της αγωγής της αναιρεσίβλητης, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι δεν συνιστούν πράγματα οι πιο πάνω ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας, αλλά άρνηση της ένδικης αγωγής, πέραν του ότι υπό την επίφαση συνδρομής των προϋποθέσεών του πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου ως προς την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων.
Ο αναιρετικός λόγος από τον αρ. 11 περ.γ1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται και αν το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να λάβει υπόψη, κατά τη διαμόρφωση της αποδεικτικής του κρίσης, αποδεικτικά μέσα που παραδεκτώς και νομίμως προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και τα οποία ήταν χρήσιμα προς άμεση ή έμμεση απόδειξη πραγματικών γεγονότων με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (ολ ΑΠ 42/2002). Για να είναι ορισμένος ο αναιρετικός αυτός λόγος, πρέπει, εκτός των άλλων, να καθορίζεται ο ισχυρισμός, το βάσιμο ή αβάσιμο του οποίου θα αποδεικνυόταν με το αποδεικτικό μέσο και οι λόγοι, για τους οποίους ο ισχυρισμός αυτός ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Τέλος, ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως αβάσιμος, όταν το Εφετείο βεβαιώνει στην προσβαλλόμενη απόφασή του ότι έλαβε υπόψη όλα τα κατ’ είδος έστω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, έστω και χωρίς ειδική μνεία ή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, εκτός αν, παρά τις διαβεβαιώσεις αυτές, από το περιεχόμενο της απόφασης, ιδίως δε από τις αιτιολογίες, καταλείπονται αμφιβολίες για τη λήψη υπόψη όλων ή συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο από το άρθρο 559 αρ. 11γ’ ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης αποδίδεται στο Εφετείο η αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, ένορκες βεβαιώσεις και έγγραφα) που προσκόμισε η αναιρεσείουσα για την απόδειξη των ισχυρισμών της. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως αόριστος και, συνεπώς, απαράδεκτος, αφού δεν καθορίζονται οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας, το βάσιμο ή αβάσιμο των οποίων θα αποδεικνυόταν με τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα ούτε οι λόγοι για τους οποίους οι ισχυρισμοί αυτοί θα ασκούσαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα, με τον τέταρτο λόγο του δικογράφου πρόσθετων λόγων αναίρεσης, προσάπτει στο Εφετείο την ίδια πιο πάνω αναιρετική πλημμέλεια, διότι δεν έλαβε υπόψη την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρά της και τις τρεις ένορκες βεβαιώσεις που προσκόμισε για την απόδειξη του ισχυρισμού της ότι οι προς αυτήν παροχές της κληρονομούμενης μητέρας της έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Από την επισκόπηση, όμως, του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασης και από την περιεχόμενη σε αυτή ειδική μνεία ότι λήφθηκαν, μεταξύ άλλων, υπόψη τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα που επικαλείται η αναιρεσείουσα, δεν γεννάται καμία αμφιβολία ότι το Εφετείο για τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη και αυτά και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Επομένως, ο πιο πάνω πρόσθετος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.10 περ.α’ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 17 παρ.2 του ν. 2915/2001, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή, όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη γι’ αυτά. Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ.9 ΚΙΊολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας άφησε αδίκαστη αυτοτελή αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας και εισάγεται ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης. Τέτοια, όμως, αυτοτελή αίτηση δεν υφίσταται, όταν το δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει το σχετικό αίτημα, όπως είναι και εκείνο για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον έκτο και τελευταίο λόγο του κυρίου δικογράφου της αίτησης αναίρεσης, αποδίδονται στο Εφετείο οι πλημμέλειες, κατά το πρώτο μέρος, από τον αρ. 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι δέχθηκε χωρίς απόδειξη “την εκτίμηση της αξίας των ακινήτων που πρότεινε η αναιρεσίβλητη” και κατά το δεύτερο μέρος, από τον αρ.9 του πιο πάνω άρθρου, ότι απέρριψε το αίτημα της αναιρεσείουσας για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης ως προς τον υπολογισμό της αξίας των πιο πάνω ακινήτων. Ο λόγος αυτός, κατά το πρώτο μέρος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο κατέληξε στην αποδεικτική του κρίση ως προς την πραγματική αξία των ακινήτων με βάση τα αποδεικτικά μέσα που διαλαμβάνονται σε αυτή (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις, διδάγματα κοινής πείρας). Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο μέρος, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού η διενέργεια ή μη πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της παριστάμενης αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημά της (άρθρα 176, 183. 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12/11/2013 αίτηση και τους από 15/7/2014 πρόσθετους λόγους για αναίρεση της 2088/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της παριστάμενης αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 14 Ιανουαρίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ