Αριθμός 331/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παρασκευή Καλαϊτζή, Γεώργιο Παπανδρέου, Αναστασία Περιστεράκη, Μαρία Κουφούδη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Μ. Κ. του Α. και της Ά., κατοίκου … Αττικής, 2) Γ. Κ. του Α. και της Ά., κατοίκου … Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φιλοποίμην Καρδάρα, που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων:
1) Ε., συζύγου Σ. Κ., το γένος Θ. Μ., κατοίκου … Χίου,
2) Β. Τ. του Χ., κατοίκου … Αττικής,
3) Σ. Β. του Ν., κατοίκου … Χίου,
4) Ιδρύματος µε την επωνυμία «Οίκος Ευγηρίας Καρδαμύλων η Αγία Μαρίνα» που εδρεύει στα Καρδάμυλα Χίου, και εκπροσωπείται νόµιµα,
5 ) Ιεράς Μονής Παναγιάς Μυρσινιδίου ή “Μερσινιδίου”, που εκπροσωπείται νόµιµα,
6) Κ. Κ. του Σ. και Μ.,
7) Σ. Τ. του Ν. και Μ., συζύγου Κ. Κ., αμφοτέρων ως ασκούντων την γονική μέριµνα των ανηλίκων θυγατέρων τους: α) Ν. Κ. του Κ. και της Σ., μαθήτριας, και β) Κ. Κ. του Κ. και της Σ.,
8) Μ. Κ. του Κ. και της Σ.,
9) Σ. Κ. του Κ. και της Σ.,
10) Τ. (T.) Μ. (M.) του Σ. (S.) και της Α. (A.), κατοίκων … Χίου, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σωτήριο Γεωργουλόπουλο, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17.02.2016 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 57/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 38/2019 του Τριμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 13.11.2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου η από 13.11.2019 αίτηση αναίρεσης κατά της υπ’ αριθ. 38/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου (Μεταβατική Έδρα Χίου). Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).-
Η διαδικαστική πορεία της υποθέσεως, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, έχει, κατ’ επιτρεπτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων, ως εξής:
Με την ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χίου από 17.02.2016 αγωγή τους κατά των αναιρεσιβλήτων οι αναιρεσείοντες ζήτησαν για τους αναφερόμενους στην αγωγή λόγους να αναγνωριστεί η ακυρότητα στο σύνολο της από 06.05.2015 ιδιόγραφης διαθήκης της Σ. Φ., αδελφής του πατέρα τους, με την οποία φέρεται ότι εγκατέστησεν ως κληρονόμους τους εναγόμενους και το δεύτερο ενάγοντα, επικαλούμενοι άμεσο έννομο συμφέρον, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της ως άνω αποβιώσασας, στους οποίους περιέρχεται ένα μέρος της κληρονομιάς λόγω της επικαλούμενης ακυρότητας. Ζήτησαν, επίσης να αναγνωρισθεί το κληρονομικό τους δικαίωμα σε ποσοστό 2/18 εξ αδιαιρέτου επί της κληρονομιαίας περιουσίας, έναντι των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων.
Επί της αγωγής αυτής το Πολυμελές Πρωτοδικείο Χίου, αφού δίκασε κατά την τακτική διαδικασία εξέδωσε αντιμωλία των διαδίκων την υπ’αριθ. 57/2018 οριστική απόφαση του, με την οποία απέρριψε την αγωγή (α) ως προς την θετική αναγνωριστική του κληρονομικού δικαιώματος αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω μη εγγραφής στα βιβλία διεκδικήσεων των υποθηκοφυλακείων των περιφερειών , όπου βρίσκονται τα’ ακίνητα, κατ’ άρθ. 220 του ΚΠολΔ και (β) ως προς την αρνητική αναγνωριστική της ακυρότητας της ιδιόγραφης διαθήκης αγωγή ως αβάσιμη κατ’ουσίαν.
Κατά της πρωτόδικης αυτής αποφάσεως οι ήδη αναιρεσείοντες άσκησαν την από 25.01.2019 έφεση, επί της οποίας το Τριμελές Εφετείο Βορείου Αιγαίου (Μεταβατική Έδρα Χίου) εξέδωσε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, την αναιρεσιβαλλομένη 38/2019 απόφασή του, με την οποία δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσία την ως άνω έφεση.-
[I] Κατά το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ υπάρχει λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε απαράδεκτο από το δικονομικό δίκαιο δηλαδή, σε απαράδεκτο που ανάγεται στη διαδικασία, που είναι συνέπεια εφαρμογής δικονομικών διατάξεων και όχι σε ουσιαστικό απαράδεκτο (ΟλΑΠ 12/2000). Κατά δε το άρθρο 559 παρ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Εξάλλου, όταν προβάλλεται αιτίαση και εκτίθενται στο αναιρετήριο με πληρότητα όλα τα αναγκαία περιστατικά, ο Άρειος Πάγος εκτιμώντας το δικόγραφο υπάγει αυτεπαγγέλτως αυτά στον προσήκοντα λόγο αναιρέσεως, έστω και αν από τον αναιρεσείοντα γίνεται εσφαλμένα επίκληση της σχετικής διάταξης από το 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 301/2013).
Σύμφωνα με το άρθρο 220 παρ. 1 ΚΠολΔ, αγωγές στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι αναγνωριστικές ή ανακοπές εμπράγματες, μεικτές ή νομής, εκτός από τα ασφαλιστικά μέτρα νομής, οι οποίες αφορούν ακίνητα, εγγράφονται, ύστερα από αίτηση του ενάγοντος ή ανακόπτοντος στα βιβλία διεκδικήσεων του γραφείου της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο, μέσα σε τριάντα ημέρες από την κατάθεσή τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτες. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων και η αναγνωριστική αγωγή κληρονομικού δικαιώματος, αν στην κληρονομιά περιέχονται και ακίνητα, διότι ο λόγος, για τον οποίο θεσπίστηκε η διάταξη αυτή, δηλαδή η προστασία των τρίτων, συντρέχει και στην περίπτωση που ασκείται η προαναφερόμενη αγωγή (ΑΠ 491/2009).
Με τον πρώτο λόγο κατά πρώτο σκέλος, της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στο Εφετείο την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ συνισταμένη στο ότι παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτη την αναγνωριστική του κληρονομικού δικαιώματος τους αγωγή, λόγω μη εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων των υποθηκοφυλακείων των περιφερειών όπου βρίσκονται τ’ ακίνητα της κληρονομιαίας περιουσίας. Ο λόγος αυτός, όπως προβάλλεται στο αναιρετήριο είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η διάταξη του άρθρου 220 ΚΠολΔ, που φέρεται ότι παραβιάστηκε, είναι δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου, που προϋποθέτει η πλημμέλεια του άριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Εάν δε θεωρηθεί κατ’ ορθή εκτίμηση του λόγου αυτού, ότι προβάλλεται αιτίαση από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο λόγος τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι σύμφωνα με όσα παραπάνω διαλαμβάνονται απαιτείται εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων και της αναγνωριστικής αγωγής κληρονομικού δικαιώματος, αν στην κληρονομιά περιέχονται και ακίνητα, όπως εν προκειμένω.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς.
Ειδικότερα, στην περίπτωση της κατ’ ουσίαν έρευνας της υπόθεσης από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, για το ορισμένο του ανωτέρω από τον αριθμό 1 εδ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής β) οι παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά (ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού) και θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου ως προς τη βασιμότητα ή μη της αγωγής ή του ισχυρισμού και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλουμένη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου γ) το αποδιδόμενο στην προσβαλλομένη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, ήτοι η αποδιδομένη με τον λόγο αναίρεσης πλημμέλεια και η διαγνωσθείσα βάσει αυτής έννομη συνέπεια (ΟλΑΠ 1/2016). Δεν αρκεί δε, η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατ’ επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (ΟλΑΠ 28/1998). Στην περίπτωση, δε που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται εν όψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήσαν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΑΠ 1104/2018). Ο παραπάνω από τις διατάξεις του αριθμοί 1α ΚΠολΔ λόγος είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, (υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, διότι πλήττει την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου (ΑΠ 986/2019).
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1718 και 1721 παρ. 1, 3 και 4 ΑΚ η ιδιόγραφη διαθήκη, απαιτείται πλην άλλων, να γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, να χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν. Από τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης. Απλές προσθήκες σε περιθώριο ή σε υστερόγραφο υπογράφονται από το διαθέτη, διαφορετικά θεωρούνται σαν να μην έχουν γραφεί. Διαγραφές, παρεγγραφές, ξύσματα ή άλλα τέτοια εξωτερικά ελαττώματα βεβαιώνονται από το δικαστήριο που δημοσίευσε τη διαθήκη και μπορούν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, να επιφέρουν ολικά ή μερικά την ακυρότητα της διαθήκης. Στην τελευταία διάταξη, ο νομοθέτης απαριθμεί ενδεικτικά ορισμένα εξωτερικά ελαττώματα της διαθήκης, όπως είναι οι διαγραφές αλλά και η απάλειψη ή μεταβολή λέξης ή αριθμού της διαθήκης. Οι διορθώσεις που γίνονται στο έγγραφο της διαθήκης από τον ίδιο το διαθέτη είναι επιτρεπτές, εφόσον όμως έχουν το χαρακτήρα εξωτερικών ελαττωμάτων παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο, μετά από ελεύθερη εκτίμηση του είδους και της σημασίας των ελαττωμάτων, να κηρύξει ολική ή μερική ακυρότητα της διαθήκης.
Με τον δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου από το άρθρο 559 αριθ. 1α ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες μέμφονται το Εφετείο ότι έκρινε εσφαλμένα αναφορικά με την ερμηνεία των περί διαθηκών διατάξεων των άρθρων 1710, 1712, 1714, 1718, 1721, 1774, 1776, 1777 ΑΚ, με αποτέλεσμα να απορρίψει την έφεση τους κατά της υπ’ αριθ. 57/2016 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χίου δυνάμει της οποίας απορρίφθηκε η αρνητική αναγνωριστική ακυρότητας της διαθήκης αγωγή τους. Προς θεμελίωση δε του εν λόγω ισχυρισμού τους, οι αναιρεσείοντες, παραθέτουν το παρακάτω επιλεγέν από αυτούς απόσπασμα της αναιρεσιβαλλομένης:
«Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν πρόκειται για διαγραφή των λέξεων αυτών, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι ενάγοντες, αλλά αντίθετα για υπογράμμιση των λέξεων, απλώς λόγω της προχωρημένης ηλικίας της διαθέτιδας πιθανόν να έτρεμε το χέρι της, με αποτέλεσμα να φαίνεται σαν να διέγραφε τις λέξεις αυτές. Άλλωστε, εάν επρόκειτο για διαγραφές, η διαθέτιδα θα είχε διαγράψει ολόκληρη την πρόταση και όχι μόνο μεμονωμένες λέξεις. Στην κρίση αυτή οδηγείται το Δικαστήριο ιδίως από το ότι σε δύο διαφορετικά σημεία της διαθήκης της, η διαθέτης αναφέρει ρητά ότι αποκλείει τον πρώτο ενάγοντα από την κληρονομιαία περιουσία, τονίζοντας μάλιστα και την αιτία για την απόφασή της αυτή (ότι τον έχει τακτοποιήσει εν ζωή), δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την πνευματική της διαύγεια, την εξαίρετη μνήμη της, αλλά και τη σαφή βούληση της προς τούτο.
Συνεπώς, ουδεμία ακυρότητα στις συγκεκριμένες διατάξεις της διαθήκης, αλλά ούτε και στο σύνολο αυτής επιφέρουν οι παραπάνω γραμμές».
Στη συνέχεια παραθέτουν ότι «η προσβαλλομένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη τα αναφερόμενα στο άρθρο 1721 παρ. 4 ΑΚ, εξωτερικά ελαττώματα της ένδικης διαθήκης, δηλαδή (τις διαγραφές των λέξεων σε όλες τις σελίδες αυτής, που δεν έχει μονογράψει ή υπογράψει η διαθέτης και δεν γνωρίζουν, από ποιόν έχουν γίνει αυτές οι διαγραφές, προκειμένου να καταλήξουν ότι εάν μεν θεωρηθεί ότι έγιναν από την ίδια την διαθέτιδα και δια χειρός αυτής, τότε και εφόσον διέγραψε η ίδια τις λέξεις που έχουν διαγραφεί, το κείμενο της διαθήκης καθίσταται παντελώς ακατάληπτο, εάν δε έχουν γίνει από άλλο πρόσωπο, τότε δεν φέρει τα χαρακτηριστικά ιδιογράφου διαθήκης και σαφώς δεν αποτυπώνει την τελευταία βούληση της διαθέτιδος και ότι σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο που την δημοσίευσε και αυτό που την κήρυξε κυρία δεν βεβαίωσε την διαγραφή των λέξεων αυτών, ως είχε υποχρέωση κατά την διάταξη του άρθρου 1721 ΑΚ».
Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Τούτο δε διότι, πλην του παραπάνω αποσπάσματος της αναιρεσιβαλλομένης, δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο, με πληρότητα και σαφήνεια και τα λοιπά πραγματικά περιστατικά, με βάση τα οποία το Εφετείο οδηγήθηκε στην κρίση του περί εγκυρότητας της επίδικης διαθήκης, ώστε να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της βασιμότητας αυτού του λόγου και, συγκεκριμένα, να μπορεί να ελεγχθεί αν τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε το Εφετείο ότι αποδείχθηκαν, ορθώς ή εσφαλμένα υπήχθησαν, από αυτό (Εφετείο), στις προαναφερθείσες διατάξεις. Το γεγονός που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες ότι το Δικαστήριο που δημοσίευσε και κήρυξε κυρία τη διαθήκη δεν βεβαίωσε τα παραπάνω εξωτερικά ελαττώματα ουδεμία ασκεί επιρροή, αφού την ύπαρξη αυτών δεν αρνήθηκαν οι αναιρεσίβλητοι εναγόμενοι κατά την εκδίκαση της ουσίας της υποθέσεως περί ακυρότητας της επίμαχης διαθήκης. Τα όσα, κατά τα λοιπά, αναφέρονται, στον ως άνω λόγο, ανάγονται σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και δεν υπόκεινται, σύμφωνα με το άρθρο 561 αριθ.1 του ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου.
[III] Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Καμιά, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, έγγραφα, πραγματογνωμοσύνη, ένορκες βεβαιώσεις κ.λπ.). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ’ άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (ΟλΑΠ 13-14-15/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο από το άρθρο 559 αριθ. 11 γ αναιρετικός λόγος (ΑΠ 1482/2017). Για να είναι ορισμένος και άρα, παραδεκτός ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου, το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, παρά το νόμο, αποδεικτικό μέσο, να προσδιορίζεται το αποδεικτικό μέσο κατά τρόπο, που να προκύπτει η ταυτότητά του και να καθορίζεται το περιεχόμενο του, ώστε να είναι δυνατόν να κριθεί αν αυτό είναι κρίσιμο για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του ισχυρισμού (ΑΠ 180/2017). Για τον έλεγχο, όμως, της ουσιαστικής βασιμότητας του λόγου αυτού αναίρεσης είναι αναγκαία η προσκόμιση των αποδεικτικών μέσων, που αφορά η σχετική αναιρετική αιτίαση, προκειμένου να διακριβωθεί το επικαλούμενο περιεχόμενο αυτών, με βάση το οποίο θα ελεγχθεί η μη λήψη του από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1081/2020).
Στη προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες επικαλούμενοι την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό, κατ’ ορθή εκτίμηση, 11γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τον δεύτερο και κατά το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως μέμφονται το Εφετείο διότι δεν έλαβε υπόψη:
(1) τις σελίδες που δημοσιεύθηκαν ως διαθήκη, από τις οποίες προκύπτει ότι είχαν αποκοπεί από ένα τετράδιο και δεν ήταν συνεχόμενες, ούτε είχε συνοχή και αλληλουχία το περιεχόμενο τους•
(2) τις σελίδες στις οποίες είχαν γραφεί διατάξεις τελευταίας βουλήσεως της διαθέτιδας και οι οποίες «εμφανίστηκαν από τους τρεις πρώτους αντιδίκους (κατά την διαδικασία κήρυξης αυτής κυρίας ενώπιον του Ειρηνοδικείου) και οι οποίες ήταν συνεχόμενες με αυτές της επίδικης διαθήκης και εξ αυτών των εγγράφων το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επίδικη διαθήκη όχι μόνο ήταν γραμμένη σε φύλλα τετραδίου που δεν είχαν συνέχεια μεταξύ τους, αλλά και ότι στα φύλλα που παρεμβάλλονταν – και δεν είχαν αποκοπεί από το τετράδιο – ήταν γραμμένη επίσης διατάξεις τελευταίας βούλησης της θανούσης που προσκομίσθηκαν μετά την δημοσίευση της επίδικης διαθήκης (κατά την διαδικασία κήρυξης αυτής κυρίας ενώπιον του Ειρηνοδικείου) και εμφανίστηκαν ως δείγμα γραφής από τους τρεις πρώτους διαδίκους•
(3) την υπ’αριθ. 23/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χίου εκδοθείσα κατά την διαδικασία κήρυξης κυρίας της επίδικης διαθήκης, κατόπιν αιτήματος των τριών πρώτων εφεσιβλήτων, στο σκεπτικό της οποίας αναφέρονται μεταξύ άλλων:
«[…] Το Δικαστήριο πιθανολογεί ότι τα φύλλα στα οποία συντάχθηκε από την διαθέτη η επίδικη από 06.05.2015 ιδιόγραφη διαθήκη προέρχεται από το ίδιο ως άνω τετράδιο και όχι από έτερο όμοιο του, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι αιτούντες στην προσθήκη τους. Και αυτό, διότι από το τετράδιο αυτό έχουν αποκοπεί οι σελίδες με αριθμούς 20,21,23 και 25 αυτού, δηλαδή οι σελίδες στις οποίες έχει γραφεί η επίδικη από 06.05.2015 ιδιόγραφη διαθήκη, την οποία οι αιτούντες ζητούν να κηρυχθεί κυρία. Πλην όμως, όπως προεξετέθη, μεταξύ αυτών των σελίδων εμφανίζεται στις σελίδες με αριθμούς 22,22 και 24, οι οποίες δεν έχουν αποκοπεί από το εν λόγω τετράδιο σημειώσεων να παρεμβάλλεται και έτερη ιδιόγραφη διαθήκη της Σ. Φ. (η οποία βέβαια δεν φέρει υπογραφή) με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αλληλουχία στην αρίθμηση•
(4) Το πρακτικό δημοσίευσης της διαθήκης, στο οποίο δεν γίνεται μνεία για την ύπαρξη φακέλου εντός του οποίου περιέχονταν η επίδικη διαθήκη•
(5) την με αριθ. καταθ. 59/2016 αίτηση των τριών πρώτων αναιρεσιβλήτων, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Χίου, για έκδοση κληρονομητηρίου, στην οποία αναφέρεται ότι η ιδιόγραφη αυτή διαθήκη βρέθηκε μετά το θάνατο της διαθέτιδας στην οικία της στα … Χίου.
Τέλος, με τον παραπάνω λόγο μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση διότι δεν αξιολογήθηκαν από αυτή τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη που διατάχθηκε με την 23/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χίου, της Δικαστικής-γραφολόγου πραγματογνώμονος Ό. Γ.. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από τη ρητή διαβεβαίωση του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ειδικά μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα, τις μαρτυρικές καταθέσεις, τις ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Συμβολαιογράφου Πειραιώς τις οποίες προσδιόρισε κατ’αριθμό και λοιπά στοιχεία, όλα τα έγγραφα τα οποία προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και την από Νοέμβριο 2017 γραφολογική πραγματογνωμοσύνη της ειδικής γραφολόγου- πραγματογνώμονα, σε συνδυασμό με το σύνολο των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασής, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το πιο πάνω Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε μαζί με τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα και ανωτέρω έγγραφα, καθώς και την αναφερόμενη έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Επιπλέον, το εφετείο ανεξαρτήτως του ότι δεν ήταν αναγκαία η επί μέρους αναφορά, εξειδίκευση και αξιολόγηση των άνω αποδεικτικών μέσων, στα οποία στηρίχθηκε, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, προέβη και σε ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα εξ αυτών (της επίδικης διαθήκης στα φύλλα 5-14, των σελίδων στις οποίες έχουν γραφεί ημιτελείς διατάξεις τελευταίας βουλήσεως της διαθέτιδος στο φύλλο 9 δεύτερη σελίδα, της 23/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Χίου και το πρακτικό δημοσίευσης της ιδιόγραφης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Χίου, στο 5ο φύλλο δεύτερη σελίδα).
Συνεπώς, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ενώ ως προς την αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη δεν αξιολόγησε τα συμπεράσματα της αναφερόμενης πραγματογνωμοσύνης, τυγχάνει απαράδεκτος διότι καμία διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική και αναλυτική μνεία και αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 1/2016).
[IV] Με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, (όπως ισχύει από 01.01.2002 μετά την απάλειψη της φράσης «ή δεν διέταξε απόδειξη γι’ αυτά» με το άρθρο 17 παρ. 2 του Ν. 2915/2001, λόγω της κατάργησης του κατά τα άρθρα 341 επόμ. του ΚΠολΔ συστήματος της διεξαγωγής των αποδείξεων με την έκδοση παρεμπίπτουσας (προδικαστικής) περί αποδείξεων απόφασης, ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο ανωτέρω λόγος ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται πράγματα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη γι’ αυτά, χωρίς να απαιτείται η επί μέρους αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή η εξειδίκευση των εγγράφων, ούτε η ιδιαίτερη αναφορά των εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη για άμεση ή έμμεση απόδειξη, προκειμένου το δικαστήριο της ουσίας να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα (ΑΠ 78/2020).
Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του και κατά το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου, κατ’ εκτίμηση αυτών, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθ. 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, διότι δέχθηκε, χωρίς αποδείξεις, ως αληθινά με την προσβαλλόμενη απόφαση, για την διατύπωση του αποδεικτικού της πορίσματος, τους ισχυρισμούς των αναιρεσιβλήτων περί εγκυρότητας της ένδικης διαθήκης, παρά τα υπάρχοντα σ’ αυτή εξωτερικά ελαττώματα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το αποδεικτικό πόρισμα αυτής διαμορφώθηκε με βάση τις προσκομισθείσες από τους διαδίκους αποδείξεις, δηλαδή, τις μαρτυρικές καταθέσεις, τις ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Συμβολαιογράφου Πειραιώς τις οποίες προσδιόρισε κατ’ αριθμό και λοιπά στοιχεία, όλα τα έγγραφα τα οποία προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και την από Νοέμβριο 2017 γραφολογική πραγματογνωμοσύνη της ειδικής γραφολόγου- πραγματογνώμονα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της “ανεπαρκής αιτιολογία” ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/2020, 6/2019, 1/1999). Αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν ορθώς εφαρμόστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα δε, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. (ΑΠ 96/2019).Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα, ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα, δε, του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε, εξ άλλου, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1081/2020).
Για να είναι δε ορισμένος ο πιο πάνω αναιρετικός λόγος πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αναίρεσης:
(α) η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το περιεχόμενο αυτής,
(β) οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης,
(γ) ο ισχυρισμός και τα περιστατικά, οι οποίοι προτάθηκαν για τη θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή αντίφαση και η σύνδεσή του με το διατακτικό, εφόσον αυτή δεν είναι αυτονόητη,
(δ) η εξειδίκευση της πλημμέλειας του δικαστηρίου της ουσίας, αν πρόκειται, δηλαδή για παντελή έλλειψη αιτιολογίας ή ποίες είναι οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή να διαλαμβάνεται ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΟλΑΠ 20/2005).
Δεν αρκεί η μνεία αποσπασματικών παραδοχών της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης κατ’ επιλογή του αναιρεσείοντος, αλλά πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, με βάση τα οποία η προσβαλλομένη κατέληξε σε δυσμενές για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα (ΟλΑΠ 28/1998).
Με το τελευταίο σκέλος του τρίτου λόγου και με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση του Εφετείου την από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ πλημμέλεια της ελλείψεως επαρκούς αιτιολογίας. Ειδικότερα, με το τελευταίο σκέλος του τρίτου λόγου οι αναιρεσείοντες προσάπτουν την πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν αναφέρεται σ’αυτήν ποια από τα αντικρουόμενα αποδεικτικά μέσα προέκρινε και για ποιον λόγο. Ο λόγος αυτός κατά το παραπάνω σκέλος του, είναι απαράδεκτος, καθόσον καμία διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική και αναλυτική μνεία και αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου και της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου (ΑΠ 1/2016). Στη συνέχεια, κατά το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου, οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλομένη απόφαση ότι προσέδωσε ερμηνευτικό νοηματικό περιεχόμενο στον κρίσιμο όρο της πραγματικής βουλήσεως της διαθέτιδας, χωρίς ν’ αναφέρονται σ’ αυτήν τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία αντλείται η αληθής αυτή βούληση και χωρίς ν’αναφέρει από ποια αποδεδειγμένα γεγονότα και ποιες συγκεκριμένες συνήθειες συγκρότησαν το μέτρο για την ερμηνεία του επίδικου περιεχομένου, ως προς τις παραδοχές που αποσπασματικά αναφέρονται, όπως ακριβώς αναφέρονται στο πρώτο λόγο κατά το δεύτερο σκέλος του. Ο λόγος αυτός, κατά το παραπάνω σκέλος, τυγχάνει αόριστος και, ως εκ τούτου, απορριπτέος, διότι σ’αυτόν δεν διαλαμβάνονται οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης ως προς την παραπάνω αναφερόμενη πλημμέλεια, παρά μόνο αποσπασματικές και κατ’ επιλογή των αναιρεσειόντων παραδοχές. Κατά το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού, οι αναιρεσείοντες, αποδίδουν στην πληττόμενη απόφαση την πλημμέλεια της ελλείψεως νόμιμης βάσης) διότι με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες παρά τις υπάρχουσες διαγραφές και προσθήκες , στην ένδικη διαθήκη δέχθηκε την εγκυρότητα αυτής, παραθέτοντας και πάλι αποσπασματικές κατ’ επιλογή τους αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης και προβαίνοντας σε διαφορετική εκτίμηση των αποδείξεων, προκειμένου να καταλήξουν στο δικό τους συμπέρασμα ότι οι υπάρχουσες διαγραφές και προσθήκες στην ένδικη διαθήκη επισύρουν απόλυτη ακυρότητα αυτής καθόσον το εναπομείναν κείμενο είναι στα περισσότερα σημεία ακατάληπτο και ότι η ένδικη διαθήκη τυγχάνει ακατάληπτη, με συνέπεια την ακυρότητα αυτής. Ο λόγος αυτός τυγχάνει απαράδεκτος, καθόσον η μνεία των αποσπασματικών παραδοχών, κατ’επιλογή των αναιρεσειόντων, χωρίς να περιλαμβάνονται οι κρίσιμες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή, τα πραγματικά εκείνα περιστατικά που δέχθηκε το Δικαστήριο ως θεμελιωτικά της κρίσης του ότι η ένδικη διαθήκη είναι έγκυρη, παρά τις υπάρχουσες διαγραφές και προσθήκες, δεν αρκούν για να στηρίξουν τον παραπάνω λόγο αναίρεσης. Εξάλλου, τ’ αναφερόμενα στο λόγο αυτό επιχειρήματα των αναιρεσειόντων, για τις υπάρχουσες διαγραφές και προσθήκες στην ένδικη διαθήκη εξ’αιτίας των οποίων η διαθήκη, έπρεπε να κριθεί άκυρη, ανάγονται στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, με βάση τις οποίες κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, αναφορικά με το ουσιώδες ζήτημα της εγκυρότητας της ένδικης διαθήκης, παρά τα αναφερόμενα εξωτερικά ελαττώματα επ’ αυτής και, επομένως ο σχετικός λόγος πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτος , αφού με αυτόν πλήττεται απαραδέκτως, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ , η ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου.
Κατ’ ακολουθία, εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος αναιρετικός λόγος, πρέπει ν’απορριφθεί η από 13.11.2019 αίτηση για αναίρεση της 38/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Χίου και να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, ως ισχύει η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε από τους αναιρεσείοντες κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και επισυνάφθηκαν στη σχετική από 14.11.2019 έκθεση κατάθεσης του Γραμματέα του Εφετείου Βορείου Αιγαίου (Μεταβατική Έδρα Χίου).
Τέλος, στους αναιρεσείοντες που ηττήθηκαν πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων κατά το σχετικό νόμιμο και βάσιμο αίτημα τους (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13.11.2019 αίτηση των 1) Μ. Κ. του Α. 2) Γ. Κ. του Α. αναίρεση της 38/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου (Μεταβατική Έδρα Χίου).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου που έχει κατατεθεί για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης στο Δημόσιο Ταμείο. Και
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων εις βάρος των αναιρεσειόντων τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Ιανουαρίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ