Αριθμός 572/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. Κ. του Κ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Θεοδώρα Τζήκα, η οποία κατέθεσε προτάσεις με Αίτηση Επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση .
Των αναιρεσίβλητων: 1)Ε.-Λ. Κ. Τ., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου, Ιωάννη Φραγκούλη, 2)Κ.-Α. Κ. του Β. και 3) Δ. Κ. του Χ., ως ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων τους Η. Κ. και Α.-Β. Κ., κατοίκων …, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-6-2011 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:3457/2013 του ιδίου Δικαστηρίου και 3877/2015 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα, με την από 15-12-2015 αίτησή της και τους από 31-8-2016 πρόσθετους λόγους επ’ αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 22-9-2016 έκθεσή της, με την οποία εισηγείται να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι καθώς και η αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της αναιρεβληθείσας απόφασης .
Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας, ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, των πρόσθετων αυτής λόγων και της αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. …./15.7.2016, …/15.7.2016, …/1.9.2016 και …/1.9.2016 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Σ. Ρ., ακριβές αντίγραφο της αναιρέσεως και των προσθέτων αυτής λόγων, με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, από την επισπεύδουσα τη συζήτηση αναιρεσείουσα, προς τον δεύτερο και την τρίτη από τους αναιρεσίβλητους. Εφόσον όμως αυτοί δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ’ αυτό, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστούν σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία αυτών (άρθρ. 576 παρ. 2 ΚΠολΔικ).
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 556 και 558 ΚΠολΔικ, προκύπτει, ότι η αίτηση αναιρέσεως απευθύνεται κατ’ εκείνων, που προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, ότι ήταν διάδικοι στη δίκη, όπου εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση και μάλιστα αντίδικοι του αναιρεσείοντος, που νίκησαν, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους ως διαδίκων στον πρώτο βαθμό, δεν στρέφεται δε αναγκαία εναντίον όλων των αντιδίκων του αναιρεσείοντος, εκτός από τις περιπτώσεις της αναγκαστικής ομοδικίας. Στην προκειμένη περίπτωση η αναίρεση στρέφεται τόσο κατά της νικήσασας στην κατ’ εφεση δίκη πρώτης αναιρεσίβλητης, όσο και κατά των ηττηθέντων κατά τη δίκη εκείνη δεύτερου και τρίτης των αναιρεσιβλήτων, ως προς τους οποίους απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η έφεση, ως ασκηθείσα εναντίον τους από την ομόδικό τους εναγομένη και ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη, με την οποία συνδεόντουσαν με απλή ομοδικία. Ενόψει τούτων η αναίρεση κατά των δεύτερου και τρίτης των αναιρεσιβλήτων είναι απαράδεκτη, αφού αυτοί δεν ήταν νικήσαντες αντίδικοι στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση.
Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1711 εδβ, 1846, 1847, 1848, 1849, 1850, 1851 και 1856 ΑΚ συνάγεται ότι ο κληρονόμος είτε καλείται από διαθήκη, είτε εξ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομία με μόνο το θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή θέλησή του. Το δικαίωμα όμως αυτό της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομίας είναι προσωρινό και μετακλητό, γιατί τελεί υπό την τιθέμενη από το νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομίας (άρθρ. 1847 ΑΚ), δηλαδή δικαιούται ο κληρονόμος να αποποιηθεί, κατά βούληση, την κληρονομία που έχει επαχθεί σ’ αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, οπότε η κτήση αναιρείται εξαρχής και θεωρείται σαν να μην έγινε. Η αποποίηση της κληρονομίας είναι δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι αποκρούει – δεν δέχεται – την κληρονομία που έχει επαχθεί σ’ αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου. Η αποποίηση συνιστά μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα μη απευθυντέα σε τρίτο, υποκείμενη σε συστατικό τύπο και είναι ανεπίδεκτη οποιασδήποτε αίρεσης ή προθεσμίας, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών (άρθρο 1851 εδ.β ΑΚ). Η σχετική δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών (με τη διαφοροποίηση του άρθρου 1847 παρ. 2 ΑΚ), που αρχίζει από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής. Στην επαγωγή όμως από διαθήκη η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης (άρθρ. 1847 παρ. 1 εδβ ΑΚ). Από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αποποίησης τεκμαίρεται αμαχήτως από το νόμο (άρθρ. 1850 εδ.β ΑΚ) η αποδοχή της κληρονομίας. Η δήλωση αποποίησης έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, αφού δημιουργεί μία νέα νομική κατάσταση ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου. Η κληρονομία επάγεται σ’ εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος που αποποιήθηκε δεν ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου (άρθρ. 1856 ΑΚ). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 1 και 2 ΑΚ, η αποδοχή ή η αποποίηση της κληρονομίας είναι αμετάκλητη ενώ η αποδοχή ή η αποποίηση που οφείλεται σε πλάνη ή απάτη ή απειλή κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Δεν αποκλείεται όμως, παρά το ότι η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 1 ΑΚ καθιερώνει το αμετάκλητο της αποδοχής ή της αποποίησης ως μονομερούς δικαιοπραξίας, με προφανή σκοπό τη δημιουργία βεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του κληρονόμου, η αποδοχή και η αποποίηση να είναι συνέπεια πλάνης που δεν αναφέρεται στο λόγο της επαγωγής, ή που είναι αποτέλεσμα απάτης ή απειλής. Στις περιπτώσεις αυτές, η διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 2 ΑΚ παραβλέπει τη δυνατότητα ακύρωσης της αποδοχής ή αποποίησης, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για τις ακυρώσιμες δικαιοπραξίες (άρθρ. 140 επ. 147 επ. 150 επ.), που εφαρμόζονται ενόσω δεν τροποποιούνται από τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις των διατάξεων του άρθρου 1857 παρ. 2-4 ΑΚ. Έτσι αν πρόκειται για δήλωση από πλάνη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 140, 141 και 142 ΑΚ, αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, η δήλωση δεν συμφωνεί από ουσιώδη πλάνη με τη βούληση του δηλούντος, αυτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο ή ιδιότητα του προσώπου ή του πράγματος τέτοιας σπουδαιότητας για την όλη δικαιοπραξία ώστε, αν ο πλανηθείς γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε την δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο λόγω πλάνης όταν η με τον τρόπο αυτό συναγόμενη, κατά πλάσμα του νόμου, αποδοχή δεν συμφωνεί με τη βούλησή του από ουσιώδη πλάνη, δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως που διαμόρφωσε τη βούλησή του, αν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε, αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποιήσεως. Η εσφαλμένη γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί την μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερόμενων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομίας (Ολ.ΑΠ 858/1990) υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομίας και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται α) στο σύστημα της κτήσεως της κληρονομιάς κατά του ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει γιατί η άγνοια αποκλείει τη γνώση της επαγωγής της κληρονομίας και β) σε άγνοια μόνο της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης. Εάν έχει χωρήσει πλασματική αποδοχή της κληρονομίας λόγω της προαναφερθείσας πλάνης η έναρξη της προθεσμίας αποποιήσεως προϋποθέτει την ακύρωση της πλασματικής αποδοχής τελεσιδίκως, ώστε η εν συνεχεία αποποίηση να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματά της. Αποποίηση που γίνεται ενώ έχει επέλθει πλασματική αποδοχή λόγω πλάνης, δεν επιφέρει τις έννομες συνέπειές της, μη ανατρέπουσα από μόνη της τις συνέπειες της πλασματικής αποδοχής η ακύρωση της οποίας μόνο με αγωγή ή αντίστοιχη ένσταση της ΑΚ 1857 παρ. 2 μπορεί να γίνει. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 157 και 1857 παρ. 2 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή για την ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας που οφείλονται σε εξακολουθητική πλάνη, παραγράφεται μετά από ένα εξάμηνο, το οποίο αρχίζει αφότου παρήλθε η κατάσταση αυτή, από την άρση δηλαδή της πλάνης. Η αγωγή προς ακύρωση της αποδοχής της κληρονομίας και η αντίστοιχη ένσταση στρέφεται, σύμφωνα με τη διασταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 155 ΑΚ και κατά του αμέσως έλκοντος έννομο κληρονομικό συμφέρον από την έκπτωση αυτού που ακυρωσίμως – δηλαδή συνεπεία πλάνης – αποδέχθηκε και που στη συνέχεια θα αποποιηθεί, δηλαδή κατ’ εκείνου, στον οποίο θα επαχθεί η κληρονομία μετά την αποδοχή της αγωγής και την αποποίηση του ενάγοντος στην περί ακυρώσεως δίκη, καθώς επίσης και κατά του δανειστή της κληρονομίας. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένα η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Τέλος κατά την έννοια της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού της συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του, για ζήτημα με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Εξ ετέρου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις, να καλύπτεται από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μη καταλείπονται αμφιβολίες. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την αγωγή της αναιρεσείουσας περί ακυρώσεως, λόγω πλάνης, της εκ μέρους της πλασματικής αποδοχής της εξ αδιαθέτου κληρονομιάς του πατέρα της, λόγω παρόδου απράκτου της προς αποποίηση προθεσμίας.
“Στις 17-2-2009 απεβίωσε στο …, ο Κ. Κ. του Β.. Ο αποβιώσας, κατέλειπε την από 21-11-2000 μυστική διαθήκη, που κατατέθηκε στη συμβολαιογράφο Αθηνών Σ. Β. – Σ., σύμφωνα με την …/5-12-2000 πράξη της, και δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ. 4596/18-9-2009 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την ως άνω διαθήκη, ο αποβιώσας εγκατέστησε κληρονόμο του την ενάγουσα, θυγατέρα του από τον πρώτο του γάμο, ως μοναδική κληρονόμο σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, κάνοντας ειδική μνεία ότι δεν κατέλειπε τίποτε στους εγγονούς του Κ. – Α. και Ε. (τέκνα του προαποβιώσαντος υιού του από τον πρώτο του γάμο, Β.), με την αιτιολογία ότι είχε εν ζωή μεταβιβάσει σε αυτούς το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της. Η ενάγουσα, έχοντας πρόθεση να μην αναμιχθεί στην κληρονομιά, αλλά να αποποιηθεί αυτήν, εμφανίστηκε στο Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών και δήλωσε ότι αποποιείται την κληρονομιά που της έχει επαχθεί με την ως άνω μυστική διαθήκη, σύμφωνα με την …12-1-2010 έκθεση αποποίησης κληρονομιάς του Γενικού Αρχείου του Πρωτοδικείου Αθηνών. Στην ως άνω δήλωση, αναφέρεται ειδικότερα ότι η ενάγουσα “… αποποιείται την κληρονομιά του Κ. Κ. του Β. (πατέρα της) και της Β. που πέθανε στο Ψυχικό Αττικής την 17-2-2009 κατοίκου εν ζωή στην Αθήνα, …, η οποία της έχει επαχθεί εκ της από 21-11-2000 μυστικής διαθήκης που δημοσιεύτηκε από το Πρωτοδικείο Αθήνας κατά τη συνεδρίαση της 18-09-09 με το υπ’ αριθμ. 4596/2009 πρακτικό δημοσίευσης και στην οποία δεν αναμείχθηκε μέχρι σήμερα, ούτε θα αναμειχθεί στο μέλλον”. Μετά την αποποίηση αυτή εκ μέρους της ενάγουσας, χώρησε η εξ αδιαθέτου διαδοχή, στην οποία μετέχει και η ίδια, ως θυγατέρα του αποβιώσαντος. Ειδικότερα, κατά το χρόνο του θανάτου του, ο ως άνω κληρονομούμενος κατέλειπε ως πλησιέστερους συγγενείς και εξ αδιαθέτου κληρονόμους του α] την ενάγουσα (θυγατέρα του) και β] τους Κ. – Α. Κ. και Ε. Κ. (εγγονούς του), τέκνα του προαποβιώσαντος υιού του Β.. Δεδομένου ότι όπως αναφέρεται στην ως άνω μυστική διαθήκη, ο αποβιώσας δήλωσε ότι δεν καταλείπει τίποτε στον υιό του Β. και τα δύο τέκνα του, οι ανωτέρω εγγονοί του αποβιώσαντος κλήθηκαν ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας που θα δικαιούτο ο αποβιώσας πατέρας τους εάν ζούσε, διότι η παραπάνω δήλωση συνεπάγεται την “αποκλήρωσή” τους σε ευρεία έννοια (ήτοι, ακριβέστερα, τον αποκλεισμό του κληρονομικού τους δικαιώματος, κατ’ άρθρο 1713 ΑΚ), με την επιφύλαξη της νόμιμης μοίρας τους.
Συνεπώς, καθένας από τους εγγονούς του αποβιώσαντος είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος σε ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου σε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, ενώ κατά το εναπομένον ποσοστό, προσαυξήθηκε η μερίδα της ενάγουσας, η οποία κατέστη εξ αδιαθέτου κληρονόμος σε ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου. Περαιτέρω, οι προαναφερόμενοι εγγονοί του αποβιώσαντος, Κ. – Α. και Ε., προέβησαν σε νόμιμη και εμπρόθεσμη αποποίηση της επαχθείσας σε αυτούς εξ αδιαθέτου κληρονομιάς, δυνάμει των υπ’ αριθμ. …/30-4-2010 και …18-1-2010 εκθέσεων αποποίησης του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών αντίστοιχα, ενώ α] μετά την αποποίηση του πρώτου εξ αυτών, συνέτρεξε διαδοχή κατά ρίζες από τα ανήλικα τέκνα του Η. και Α. – Β., κατά ποσοστό (1/8 : 2) 1/16 εξ αδιαιρέτου για τον καθένα, οι οποίοι θεωρούνται κληρονόμοι με το ευεργέτημα της απογραφής (ΑΚ 1527) και β] μετά την αποποίηση του δεύτερου εξ αυτών, ο οποίος δεν απέκτησε τέκνα και δεν συντρέχει διαδοχή κατά ρίζες, το μερίδιο του προσαυξάνει την κληρονομική μερίδα της ενάγουσας, η οποία καλείται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος κατά το συνολικό ποσοστό (3/4 ή 6/8 + 1/8) 7/8 εξ αδιαιρέτου. Η ενάγουσα, δεν προέβη σε αποποίηση του παραπάνω εξ αδιαιρέτου ποσοστού επί της κληρονομιάς του αποβιώσαντος πατέρα της, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την επαγωγή της σε αυτήν, ήτοι έως τις 13-5-2010 (δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε, η αποποίηση της εκ διαθήκης κληρονομιάς έγινε στις 12-1-2010), με αποτέλεσμα να θεωρείται, πλασματικά, ότι την αποδέχθηκε. Τούτο όμως, δεν αντιστοιχούσε στην πραγματική επιθυμία της ενάγουσας, η οποία ήταν να μην αναμιχθεί στην κληρονομιαία περιουσία του πατέρα της, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός της εμπρόθεσμης δήλωσης .αποποίησης στην οποία προέβη μετά τη δημοσίευση της παραπάνω αναφερόμενης διαθήκης. Ο λόγος δε, για τον οποίο η ενάγουσα είχε σχηματίσει τη συγκεκριμένη βούληση, ήταν ότι υπήρχαν σημαντικά χρέη στην κληρονομιά, τα οποία η ίδια δεν ήθελε να επωμισθεί. Ειδικότερα, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 4184/2007 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Κ. Κ. (ήτοι του αποβιώσαντος) να καταβάλει στην πρώτη εναγομένη Ε. – Λ. Κ. – Τ., με την ιδιότητά της ως μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμου της Φ. Κ. (πρώην συζύγου του κληρονομουμένου), το ποσό των 58.694 ευρώ. Με βάση την παραπάνω απόφαση, η τελευταία, προέβη στην έκδοση της υπ’ αριθμ. 2102/2008 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ επιπλέον, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 7938/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Κ. Κ. να καταβάλει στην ίδια (πρώτη εναγομένη), το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ. Έχοντας συνεπώς η ενάγουσα την πεποίθηση ότι με την προαναφερόμενη δήλωση, με την οποία αποποιήθηκε την κληρονομιά που της επήχθη με τη διαθήκη του αποβιώσαντος πατέρα της, αποποιήθηκε πλήρως του κληρονομικού της δικαιώματος, βρισκόταν σε πλάνη ως προς τα εξής γεγονότα: 1] ότι μετά την αποποίηση αυτή, χωρούσε η εξ αδιαθέτου διαδοχή, στην οποία επίσης η ίδια καλείτο ως κληρονόμος και 2] ότι μετά την εν λόγω αποποίηση, ξεκίνησε νέα προθεσμία τεσσάρων (4) μηνών, εντός της οποίας όφειλε να προβεί σε συμπληρωματική αποποίηση, αυτή τη φορά της κληρονομιάς που της επήχθη εξ αδιαθέτου. Η παραπάνω θέση, δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η ενάγουσα, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας που εξετάστηκε με επιμέλειά της στο ακροατήριο, συμβουλεύτηκε δικηγόρο πριν προβεί στην προαναφερόμενη δήλωση αποποίησης, καθώς μόνο το γεγονός αυτό δεν αρκεί για να αποδειχθεί ο αντίθετος ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης, σύμφωνα με τον οποίο η ενάγουσα γνώριζε ότι έπρεπε να προβεί και σε νέα δήλωση αποποίησης. Δεν αναιρείται επίσης και από το γεγονός ότι οι εγγονοί του κληρονομουμένου και ανεψιοί της ενάγουσας, Ε. και Κ. – Α. Κ., προέβησαν σε διπλή αποποίηση της κληρονομιάς που τους επήχθη, αφού οι αποποιήσεις αυτών έγιναν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο από τη δήλωση αποποίησης της ενάγουσας (18-1-2010 και 30-4-2010 αντίστοιχα), ενώ από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε συνεννόηση μεταξύ αυτών και της ενάγουσας σχετικά με τις ενδεδειγμένες ενέργειες αναφορικά με την κληρονομιά του Κ. Κ.. Τέλος, ούτε το γεγονός ότι ο αποβιώσας είχε την ιδιότητα του δικηγόρου (από την οποία είχε παυθεί το έτος 1955 – βλ. σκεπτικό της 7938/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), αναιρεί το γεγονός ότι η ενάγουσα τελούσε στην πλάνη που αναφέρθηκε παραπάνω. Η πλάνη όμως αυτή, αποδείχθηκε ότι διήρκεσε μέχρι το τέλος του μηνός Μαΐου του 2010, χωρίς να έχει αποδειχθεί ακριβής ημερομηνία. Ειδικότερα, στο ανωτέρω χρονικό σημείο, αποδείχθηκε ότι ο μάρτυρας της πρώτης εναγομένης και υιός της, Δ. Κ., είχε τηλεφωνική συνομιλία με την ενάγουσα, στο πλαίσιο της προσπάθειας εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης, αναφορικά με τις οφειλές του αποβιώσαντος Κ. Κ. προς την πρώτη εναγομένη, οι οποίες (οφειλές) βάρυναν πλέον την ενάγουσα, με την ιδιότητα της τελευταίας ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του οφειλέτη. Στη συνομιλία αυτή, η ενάγουσα αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε ευθύνη για τα χρέη του πατέρα της, λέγοντας ότι έχει αποποιηθεί την κληρονομιά, ο Δ. Κ. όμως της επεσήμανε ότι δεν είχε αποποιηθεί πλήρως την κληρονομιά, αφού είχε κάνει μόνο μία δήλωση αποποίησης, που αφορούσε την κληρονομιά εκ διαθήκης. Η συνομιλία αυτή, την πραγματοποίηση της οποίας δεν αρνείται ειδικά η ενάγουσα (βλ. σελ. 10 των προτάσεών της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπου επιβεβαιώνει ότι ο αριθμός τηλεφώνου που επικαλείται η πρώτη εναγομένη αντιστοιχεί στην οικία της), επιβεβαιώνεται ως προς το περιεχόμενο της, από το περιεχόμενο της υπ’ αριθμ. …2012 ένορκης βεβαίωσης, στην οποία ο μάρτυρας Δ. Μ. κατέθεσε, έχοντας ιδία αντίληψη, αφού η συνδιάλεξη έγινε μπροστά του, ότι πράγματι ο υιός της πρώτης εναγομένης συνομίλησε με την ενάγουσα προκειμένου να εξευρεθεί συμβιβαστική λύση για τις παραπάνω αναφερόμενες οφειλές, καθώς και ότι της επεσήμανε ότι δεν είχε κάνει σωστή αποποίηση, συνεπώς η ενάγουσα έπρεπε να καταβάλει τα οφειλόμενα. Επομένως, από το χρονικό αυτό σημείο, η πλάνη της ενάγουσας ως προς το γεγονός ότι μετά την αποποίηση της εκ διαθήκη κληρονομιάς, κλήθηκε ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος στην κληρονομιά του αποβιώσαντος πατέρα της, έπαψε να υφίσταται, ενώ παράλληλα, άρχισε να κινείται η εξάμηνη προθεσμία εντός της οποίας έπρεπε να ασκηθεί η αγωγή ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής της κληρονομιάς, η οποία έληξε στα τέλη Νοεμβρίου του 2010. Η κρινόμενη αγωγή όμως, κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών στις 3-6-2011, επιδόθηκε δε στην πρώτη εναγομένη στις 8-6-2011 όπως συνομολογεί η τελευταία (δεδομένου ότι δεν προσκομίζονται οι εκθέσεις επίδοσης της αγωγής), με αποτέλεσμα το δικαίωμα της ενάγουσας να προβεί σε δικαστική ακύρωση της πλασματικής αποδοχής που αναφέρθηκε παραπάνω, να έχει υποκύψει σε παραγραφή (άρθρο 1857 παρ. 2 εδ. β’ ΑΚ), σύμφωνα και με το σχετικό ισχυρισμό που πρότεινε η πρώτη εναγομένη με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου με τον σχετικό λόγο έφεσης.
Με βάση τις αποδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση της πρώτης εναγομένης – αναιρεσίβλητης και αφού εξαφάνισε την κρίνασα αντιθέτως εκκαλουμένη δίκασε εκ νέου την αγωγή, την οποία και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη και δή ως παραγεγραμμένη, λόγω αποδοχής της οικείας περί παραγραφής ενστάσεως της εναγομένης – αναιρεσίβλητης, καθόσον η αναιρεσείουσα άσκησε την ένδικη αγωγή του άρθρου 1852 παρ. 2 ΑΚ, μετά την παρέλευση εξαμήνου από του χρόνου άρσεως της εξακολουθητικής πλάνης της, ως προς τις συνέπειες της μη αποποιήσεως και της εξ αδιαθέτου κληρονομιάς του πατέρα της και της εντεύθεν επελθούσας πλασματικής αποδοχής της κληρονομιάς αυτής. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την επικαλούμενη διάταξη του άρθρου 1847 εδ α ΑΚ, καθώς και τις αυτεπαγγέλτως προστιθέμενες διατάξεις των άρθρων 1711 εδ. α, 1846, 1847 εδ. β, 1848, 1849, 1857 παρ. 1 και 2 ΑΚ, που αναφέρονται στη νομική σκέψη (άρθρ. 562 παρ. 4 ΚΠολΔικ), αφού υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Επομένως ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ’ αυτήν σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της γνώσεως του λόγου επαγωγής της κληρονομίας, ήτοι της εξ αδιαθέτου διαδοχής, της πλασματικής αποδοχής της κληρονομιάς αυτής λόγω άπρακτης παρόδου της προς αποποίηση προθεσμίας, της εξακολουθητικής πλάνης της ενάγουσας – αναιρεσείουσας αναφορικά με το δικαίωμά της προς αποποίηση της κληρονομιάς αυτής, της διαλύσεως της εν λόγω πλάνης και συνακόλουθα της ενάρξεως έκτοτε του χρόνου παραγραφής του άρθρου 1857 παρ. 2 ΑΚ προς άσκηση της περί ακυρώσεως αγωγής της προαναφερθείσας πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας. Ειδικότερα αναφέρεται στην απόφαση ότι μετά την αποποίηση από την αναιρεσείουσα στις 12.1.2010 της εκ διαθήκης κληρονομιάς του πατέρα της, χώρησε η εξ αδιαθέτου διαδοχή και άρχισε η προθεσμία των τεσσάρων μηνών του άρθρου 1847 εδ α ΑΚ προς αποποίηση της κληρονομιάς αυτής, που συμπληρώθηκε στις 13.5.2010, η οποία προθεσμία εφόσον παρήλθε άπρακτη είχε ως συνέπεια την πλασματική αποδοχή της κληρονομίας και ότι η ενάγουσα – αναιρεσείουσα κατά το τέλος Μαΐου του 2010 πληροφορήθηκε από τον γυιό της εναγομένης – αναιρεσίβλητης, ότι η δήλωση αποποίησης που είχε κάνει, αφορούσε την εκ διαθήκης και μόνο κληρονομιά του πατέρα της και ότι για την εξ αδιαθέτου κληρονομιά του εν λόγω κληρονομουμένου, έπρεπε να είχε γίνει άλλη αποποίηση και ότι επομένως από το χρονικό αυτό σημείο (τέλη Μαΐου) ήρθη η πλάνη της και συνακόλουθα άρχισε η προαναφερθείσα εξάμηνη προθεσμία για ακύρωση της προαναφερθείσας πλασματικής αποδοχής της κληρονομίας, η οποία συμπληρώθηκε στα τέλη Νοεμβρίου του 2010, με αποτέλεσμα το οικείο δικαίωμα να έχει αναλωθεί λόγω παραγραφής, με επακόλουθο η ασκηθείσα μετά τη συμπλήρωση του χρόνου αυτού και δη στις 8.6.2011 ένδικη αγωγή, προς ακύρωση της πλασματικής αυτής αποδοχής, να είναι απορριπτέα ως παραγεγραμμένη. Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την εφαρμογή ή μη των προδιαληφθεισών διατάξεων των άρθρων 1847 παρ. 1 εδ α και 1857 παρ. 2 και 4 ΑΚ και οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα δύο λόγοι της αναιρέσεως και ο τέταρτος λόγος του προσθέτου δικογράφου πρέπει να απορριφθούν, ενώ οι αιτιάσεις του δεύτερου αναιρετικού λόγου, κατά τις οποίες η απόφαση πάσχει κατά τις αιτιολογίες της, αφού αναφέρεται μόνο στην άρση της πλάνης ως προς το δικαίωμα αποποιήσεως και όχι και σε εκείνο της προθεσμίας αποποιήσεως είναι αλυσιτελείς, αφού κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη η έναρξη της προθεσμίας αυτής, επί υπάρξεως πλασματικής αποδοχής λόγω πλάνης, προϋποθέτει την τελεσίδικη ακύρωση της πλασματικής αυτής αποδοχής. Ενόψει τούτων οι ερευνώμενοι δύο λόγοι της αναιρέσεως, καθώς και οι πρώτος και τέταρτος από τους λόγους του προσθέτου δικογράφου πρέπει να απορριφθούν.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της αποφάσεως (ΟλΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκοσμισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Καμμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων (έγγραφα, μάρτυρες, ένορκες βεβαιώσεις κλπ), από δε την αναφορά στην απόφαση μερικών από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, ως εχόντων ιδιαίτερη σημασία, δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν εκτιμήθηκαν τα μη ιδιαιτέρως αναφερόμενα. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 2/2008) ή κατ’ άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (ΟλΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο λόγος του αριθμού 11γ του παραπάνω άρθρου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο του προσθέτου δικογράφου των λόγων της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, κατά τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως ως προς το χρόνο κατά τον οποίο η ενάγουσα – αναιρεσείουσα έλαβε γνώση ότι η αποποίηση της εκ διαθήκης κληρονομιάς του πατέρα της δεν κάλυπτε και το δικαίωμά της προς αποποίηση της εξ αδιαθέτου κληρονομιάς του ίδιου διαθέτης, δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω, νομίμως επαναπροσκομισθέντα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, έγγραφα και συγκεκριμένα α) την νόμιμα ληφθείσα ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης υπ’ αριθμ. …/17.9.2011 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος Α. Ρ. του Χ., β) την ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρα Ι. Κ. του Χ., γ) την με αριθμό κατάθεσης …12.4.2011 αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της πρώτης εναγομένης αναιρεσίβλητης περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων και εκδόσεως προσωρινής διαταγής και δ) την από 6.5.2011 εξώδικη δήλωση της αναιρεσείουσας προς την πρώτη αναιρεσίβλητη, που επιδόθηκε στις 14.5.2011. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ), όπου τα δύο πρώτα από τα παραπάνω έγγραφα ρητά αναφέρονται (φύλλο 4ο), σε συνδυασμό με το περιεχόμενό της, δεν καταλείπεται καμμιά αμφιβολία ότι τα επίμαχα αυτά έγγραφα λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για την εξαγωγή, ως προς το παραπάνω ζήτημα, του αποδεικτικού του πορίσματος. Η άποψη της αναιρεσείουσας ότι η διαφορετική εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν ως προς τον επίμαχο χρόνο γνώσεως και τις συνέπειές του, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος τρίτος λόγος του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επειδή στους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τον πρώτο από τους οποίους, που εφαρμόζεται επί μονομερών δικαιοπραξιών, όπως είναι η αποποίηση της κληρονομίας, ορίζεται ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης – βουλήσεως αναζητείται η αληθής βούλησης, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και ο οποίος εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση μονομερούς δηλώσεως, κατά την οποία υπάρχει κενό στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για τη δήλωση βουλήσεως. Μέσα από την εφαρμογή της διατάξεως αυτής θα ανευρεθεί και θα κατανοηθεί το πραγματικό περιεχόμενο μιάς μονομερούς δικαιοπραξίας, κατά τρόπο ώστε τούτο να ανταποκρίνεται στην πραγματική θέληση του δικαιοπρακτούντος. Η προσφυγή στη διάταξη αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη μονομερή δικαιοπραξία, που διαπιστώνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο, έστω και έμμεσα, οπότε σε περίπτωση μη αναζήτησης του αληθινού περιεχομένου της δικαιοπραξίας βάσει της διατάξεως αυτής ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο μολονότι εμμέσως πλην σαφώς διαπίστωσε ασάφεια στην δήλωση της αναιρεσείουσας περί αποποιήσεως της εκ διαθήκης κληρονομιάς του πατέρα της, η οποία ως εκ τούτου έχρηζε ερμηνείας, παρέλειψε να προσφύγει στον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 173 ΑΚ. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος καθόσον, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της αποφάσεως το δικαστήριο, ανέλεγκτα, δεν διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στην επίμαχη δήλωση αποποιήσεως και γιαυτό δεν συνέτρεξε λόγος προσφυγής στην επικαλούμενη ερμηνευτική διάταξη. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (δεύτερος προσθέτου δικογράφου), καθώς και οι αναίρεση και οι λοιποί πρόσθετοι λόγοι, στο σύνολό τους, πρέπει να απορριφθούν, ενώ η υποβληθείσα με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (ήτοι στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της αναιρεσιβληθείσας αποφάσεως) κατά το άρθρο 579 παρ. 2 ΚΠολΔικ, έχει ως προϋπόθεση την παραδοχή της αναίρεσης, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση και γιαυτό πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔικ). Η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της παρασταθείσας αναιρεσίβλητης, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15.12.2015 αίτηση και τους από 31.8.2016 προσθέτους λόγους της Μ. Κ. του Κ. κατά των Ε. – Λ. Κ. – Τ. κλπ, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 3877/2015 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Απορρίπτει την αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της παρασταθείσας αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, την 1η Νοεμβρίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προηγούμενο άρθροAirbnb: Σε φορο-ελεγκτικό κλοιό 140.000 ακίνητα