Αριθμός 835/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Καλού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Φλουρή – Χαλεβίδου, Μαρία Τζανακάκη, Αικατερίνη Βλάχου και Ευστάθιο Νίκα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 6 Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων:
1) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΜΕΤΡΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ – ΕΜΠΟΡΙΑ ΕΙΔΩΝ ΣΥΣΚΕΥΑΣΙΑΣ», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα και
2) Α. Γ. του Λ., κατοίκου … Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Σιάρκο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της αναιρεσίβλητης: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «… Κ. & ΥΙΟΙ ΕΠΕ», που εδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευθύμιο Ναυρίδη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 09.03.2009 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 316/2012 μη οριστική και 378/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5561/2018 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19.02.2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Μαρία Τζανακάκη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[I] Η κρινόμενη από 19.02-2019 (αρ.κατ.140/2019) αίτηση για την αναίρεση της υπ’αρ. 5561/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρο 647 επ. ΚΠολΔ,όπως ίσχυε πριν από τον Ν. 4335/2015) έχει ασκηθεί νόμιμα και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ’ιδίαν λόγων αυτής (άρθρο 577 αρ.1 και 3 ΚΠολΔ).
[II] Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 αρ.2 ΚΠολΔ), αναφορικά με τη δικαστική πορεία της υπόθεσης, προκύπτουν τα εξής:
Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με την ιδιότητά της ως εκμισθώτρια άσκησε εναντίον των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων την από 09.03.2009 (αρ.κατ. 1565/2009) αγωγή, στην οποία ισχυρίστηκε ότι με τις από 01.05.2003 και 23.09.2003 συμβάσεις μίσθωσης εκμίσθωσε στην 1η εναγομένη και ήδη 1η αναιρεσείουσα, για να χρησιμοποιηθεί, ως επαγγελματική στέγη αυτής, το περιγραφόμενο στην αγωγή, κατά θέση και επιφάνεια ισόγειο κτίριο, ιδιοκτησίας της εκμισθώτριας, που βρίσκεται στη βιομηχανική ζώνη των … και ειδικότερα, το ανατολικό ισόγειο του ανωτέρω κτιρίου με νότια είσοδο, επιφάνειας 756 μ² και το ανατολικό ισόγειο με βόρεια είσοδο με ίδια επίσης επιφάνεια, για χρονικό διάστημα πέντε ετών, αντί μηνιαίου μισθώματος 2.440 και 2.950 ευρώ αντίστοιχα για κάθε μίσθιο, το οποίο θα αναπροσαρμοζόταν κατά τα συμφωνημένα• ότι την καλή εκτέλεση των όρων αμφοτέρων των συμβάσεων μίσθωσης εγγυήθηκε ο 2ος εναγόμενος και ήδη 2ος αναιρεσείων και ότι με την από 11.11.2008 εξώδικη δήλωση η 1η εναγομένη μισθώτρια εταιρεία και ήδη 1η αναιρεσείουσα κατήγγειλε αμφότερες τις συμβάσεις μίσθωσης λόγω δήθεν πραγματικών ελαττωμάτων των μισθίων κτιρίων και ειδικότερα: (1) εξαιτίας δήθεν αδυναμίας έκδοσης από τη μισθώτρια εταιρεία άδειας πυροπροστασίας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, που ήταν προϋπόθεση για να εκδοθεί η άδεια λειτουργίας μηχανολογικής εγκατάστασης, η έλλειψη της οποίας δημιουργούσε κίνδυνο για τη διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης της μισθώτριας εταιρείας• (2) εξαιτίας της αυξημένης τιμολόγησης της ΔΕΗ, διότι δήθεν η ΔΕΗ δεν αναγνώριζε την μισθώτρια εταιρεία ως βιομηχανική μονάδα λόγω της μη προσκόμισης εκ μέρους της μισθώτριας των απαραιτήτων αδειών λειτουργίας• και (3) εξαιτίας δήθεν της ζημίας, που υπέστη η μισθώτρια στα μηχανήματα και στα εμπορεύματά της, κατά τη διάρκεια του χειμώνα των ετών 2004-2005 και των ετών 2005-2006 λόγω πλημμύρας στα μίσθια ακίνητα, που προκλήθηκε από την εισροή υδάτων σε αυτά εξαιτίας δήθεν κακής κατασκευής του δαπέδου των μισθίων κτιρίων. Με το ιστορικό αυτό η ενάγουσα – εκμισθώτρια ζητούσε να αναγνωριστεί, ότι η ως άνω καταγγελία ήταν άκυρη ως προσχηματική, προκειμένου η μισθώτρια να αποφύγει την καταβολή των υποχρεώσεών της από μισθώματα. Επίσης, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες, σε ολόκληρο καθένας ,να της καταβάλουν, κυρίως το ποσό των 34.006,76 ευρώ ως δεδουλευμένα μισθώματα του χρονικού διαστήματος Δεκέμβριος 2008 έως Μάρτιος 2009, πλέον των αναπροσαρμογών των μισθωμάτων αυτών και της εγγύησης, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. Επικουρικά, για την περίπτωση που η καταγγελία ήθελε εκτιμηθεί ότι ήταν έγκυρη, η ενάγουσα εκμισθώτρια ζητούσε το ποσό των 18.885,92 ευρώ ως αναπροσαρμογές μισθωμάτων ,εγγύησης και ως αποζημίωση χρήσης.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αρ. 316/2012 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που διέταξε την διενέργεια δικαστικής πραγματογνωμοσύνης για τη διαπίστωση της ζημίας και στη συνέχεια, η οριστική υπ’ αρ. 378/2016 απόφαση, όπως διορθώθηκε με την υπ’ αρ. 1235/2013 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε, ότι υπήρχε πραγματικό ελάττωμα στα μίσθια ακίνητα λόγω της αδυναμίας έκδοσης της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης της μισθώτριας, εξαιτίας της ανυπαρξίας χωρίσματος πυροπροστασίας και πυράντοχης πόρτας, τα οποία, κατά τις παραδοχές της, όφειλε να κατασκευάσει η εκμισθώτρια και δεν το έπραξε, ότι το πραγματικό αυτό ελάττωμα η εκμισθώτρια το απέκρυψε δόλια από τη μισθώτρια, κατά την κατάρτιση των συμβάσεων μίσθωσης, με συνέπεια ο όρος αυτών περί απαλλαγής της ευθύνης της εκμισθώτριας για την περίπτωση, κατά την οποία η μισθώτρια τυχόν θα αδυνατούσε να εκδώσει την άδεια λειτουργίας της επιχείρησής της, να είναι άκυρος. Κατόπιν τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε, ότι συνέτρεξε σπουδαίος λόγος για την καταγγελία των συμβάσεων μίσθωσης από τη μισθώτρια και ήδη 1η αναιρεσείουσα και στη συνέχεια, απέρριψε την αγωγή της εκμισθώτριας, κατά την κύρια βάση αυτής. Αντίθετα, η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε την επικουρική βάση της αγωγής και υποχρέωσε τους εναγομένους και ήδη αναιρεσείοντες να καταβάλουν στην εκμισθώτρια σε ολόκληρο καθένας το ποσό των 18.361,88 ευρώ.
Κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η εκμισθώτρια – ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη άσκησε την από 17.05.2016 (αρ.κατ. 1601/2016) έφεση για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και για κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού αναφορικά με την απόρριψη της κύριας αγωγικής βάσης. Επί της έφεσης εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση και, αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, δέχθηκε, κατά συνοπτική παράθεση των αιτιολογιών της, που θα εκτεθούν αναλυτικά παρακάτω, ότι η καταγγελία της μισθώτριας δεν έγινε από σπουδαίο λόγο και είναι άκυρη, διότι δεν αποδείχθηκε, ότι τα μίσθια ακίνητα είχαν πραγματικά ελαττώματα και ειδικότερα, διότι (1) δεν αποδείχθηκε ότι ήταν αδύνατη η έκδοση του πιστοποιητικού πυρασφάλειας και συνακόλουθα της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης της μισθώτριας, αλλά ότι η αδυναμία έκδοσης της άδειας λειτουργίας οφείλεται σε παραλείψεις της μισθώτριας, η οποία δεν επιμελήθηκε, όπως όφειλε, για την έκδοση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησής της , συμμορφούμενη προς τις υποδείξεις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για την έκδοση του πιστοποιητικού πυροπροστασίας ,που ήταν προαπαιτούμενο για την έκδοση της άδειας λειτουργίας και διότι (2) δεν αποδείχθηκε ότι από κακή ποιότητα του τσιμεντένιου δαπέδου των μισθίων η μισθώτρια υπέστη ζημία στα μηχανήματα και στα εμπορεύματά της λόγω της πλημμύρας, ενώ επίσης το Εφετείο προς ενίσχυση της κρίσης αυτής επισήμανε, ότι η μισθώτρια δεν ακολούθησε την επίσημη διαδικασία πιστοποίησης των ζημίων της με τη σύνταξη πρωτοκόλλου καταστροφής, σύνταξη έκθεσης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και έλεγχο από την αρμόδια ΔΟΥ της σχετικής λογιστικής ζημίας , προκειμένου να αποδείξει την ανωτέρα ζημία της.
Κατόπιν τούτου το Εφετείο δέχθηκε την κύρια αγωγική βάση και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν, σε ολόκληρο καθένας, στην ενάγουσα εκμισθώτρια, το ποσό των 34.006,76 ευρώ για οφειλόμενα δεδουλευμένα μισθώματα ,καθώς επίσης για τις αναπροσαρμογές αυτών και της εγγύησης.
[III] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 650 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν τον Ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται στις μισθωτικές διαφορές και ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, κατά το άρθρο 654 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, το δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες. Την τήρηση της αναγκαίας αυτής προϋπόθεσης έχει υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να ερευνήσει και αυτεπαγγέλτως, διότι η έλλειψή της έχει ως συνέπεια, ότι η ένορκη βεβαίωση δεν είναι απλώς άκυρη, αλλά ανύπαρκτη ως αποδεικτικό μέσο. O έλεγχος αυτός γίνεται κατ’ αρχήν με βάση το προσκομιζόμενο από τον διάδικο αποδεικτικό επίδοσης της κλήσης προς τον αντίδικο του, το οποίο το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ακόμη και χωρίς επίκληση του, η οποία δεν είναι αναγκαία αφού, όπως προαναφέρθηκε, η έρευνα της τήρησης της ως άνω προϋπόθεσης γίνεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (ΑΠ 1323/2017, ΑΠ 638/2015, ΑΠ 1413/2011, ΑΠ 579/2011, ΑΠ 567/2004). Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας ότι οι με επίκληση προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις έχουν ή δεν έχουν ληφθεί νόμιμα ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από 24 τουλάχιστον ώρες, ανεξάρτητα από την επίκληση ή μη της σχετικής έκθεσης επίδοσης, αποτελεί εκτίμηση πραγματικού γεγονότος και δεν υπόκειται, σύμφωνα με το αρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1323/2017, ΑΠ 1352/2009, ΑΠ 1438/2004). Εξάλλου, οι συμβολαιογράφοι είναι αρμόδιοι για τη λήψη ένορκων βεβαιώσεων μαρτύρων, κατά τον Κώδικα Συμβολαιογράφων (άρθρο 1 παρ. 1 εδ. δ’ του Ν. 670/1977, ήδη άρθρο 1 παρ. 1 εδ. ε’ του Ν. 2830/2000), εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται η χρησιμοποίηση αυτών (ένορκων βεβαιώσεων). Πρέπει, όμως, όπως έχει προεκτεθεί, για να μπορούν οι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων να ληφθούν υπόψη ως νόμιμο αποδεικτικό μέσο, να έχει προηγηθεί νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου, με επιμέλεια του οποίου είχαν δοθεί, σύμφωνα με τα άρθρα 270 παρ. 2, 650 παρ. 1, 671 παρ. 1 και 681Β του ΚΠολΔ, που ίσχυαν μέχρι την 31η.12.2015, ήτοι μέχρι την κατάργησή τους με το άρθρο 1 του Ν. 4335/2015 (από την 01η.01.2016 ισχύει η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 421 του ΚΠολΔ), ώστε να δοθεί η δυνατότητα στον αντίδικο να παραστεί, να λάβει γνώση του περιεχομένου τους και να αποκρούσει αυτές με την προσκόμιση, κατά τη σχετική συζήτηση της υπόθεσης, αποδεικτικών στοιχείων περί του αντιθέτου, διαφορετικά δεν αποτελούν υποστατό αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 18/2018).
Επίσης, από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 650 παρ. 1 εδάφ. δ’ και 654 παρ. 2 εδάφ. α’ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 529 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι στην κατ’ έφεση δίκη είναι, κατά κανόνα, παραδεκτή η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, επομένως και ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου (ή προξένου), που έχουν δοθεί νόμιμα μετά τη συζήτηση στο πρωτόδικο δικαστήριο και πριν από τη συζήτηση της έφεσης, εκτός αν η προσκόμιση αυτών αποκρουστεί ρητά από το Εφετείο, διότι κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ο διάδικος δεν είχε προσκομίσει τα αποδεικτικά αυτά μέσα στην πρωτοβάθμια δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια (ΑΠ 204/2017, ΑΠ 17/2015, ΑΠ 1686/2011, ΑΠ 1450/2011, ΑΠ 1590/ 2010).
Τέλος, η διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ.α ΚΠολΔ ορίζει ότι αν το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, επιτρέπεται αναίρεση.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον 1ο λόγο της αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.11 περ.α’ ΚΠολΔ με την αιτίαση, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του τις υπ’ αρ. … και …/9-2-2011 ένορκες βεβαιώσεις, που συντάχηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, Χριστίνας Μάνδρου, αν και αυτές ήταν ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο, διότι όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, από το περιεχόμενο αυτών δεν προκύπτει η ώρα, που συντάχθηκαν και συνεπώς, δεν αποδεικνύεται ότι έχουν συνταχθεί νομότυπα κατά τη διάταξη του άρθρου 650 παρ.1 περ.δ’ΚΠολΔ,όπως ίσχυε πριν την κατάργησή της από το Ν. 4335/2015, δηλαδή πριν από 24 ώρες από την κλήτευση των αναιρεσειόντων για να παρασταθούν. Από την προσβαλλόμενη απόφαση που επισκοπείται επιτρεπτά για τις ανάγκες του ερευνώμενου 1ου αναιρετικού λόγου, (άρθρο 561 αρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Εφετείο για το ανωτέρω ζήτημα δέχθηκε τα ακόλουθα:
«| Στην προκειμένη περίπτωση για την εκτίμηση των αποδείξεων το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη:
(α) τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την μη οριστική απόφαση 316/2012 πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως τούτου,
(β) τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες … και …/8.2.2011 ένορκες βεβαιώσεις , οι οποίες λήφθηκαν νόμιμα με πρωτοβουλία των εναγομένων στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας δίκης ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, Μαργαρίτας I. Λουμάκη, σύμφωνα με τις διατυπώσεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 650 παρ. 1, δηλαδή μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της ενάγουσας που έγινε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως,
(γ) τις … και …/9.2.2011 ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν με πρωτοβουλία της ενάγουσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, Χριστίνας Μάνδρου, με τις ίδιες ως άνω νόμιμες προϋποθέσεις (βλ. τις … και … εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Αθανάσιου Γεωργιάδη), που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, οι οποίες δεν λήφθηκαν υπόψη από την εκκαλουμένη απόφαση διότι έλαβαν χώρα μετά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και προσκομίσθηκαν σ’αυτό με την προσθήκη και αντίκρουση των αρχικών προτάσεών της, πλην όμως λαμβάνονται υπόψη στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη (άρθρο 529 ΚΠολΔ) […]|».
Κρίνοντας έτσι το Εφετείο ορθά συνεκτίμησε και αξιολόγησε τις ανωτέρω δύο ένορκες βεβαιώσεις, για τις οποίες αιτιώνται οι αναιρεσείοντες ,οι οποίες αποτελούσαν οψιγενή αποδεικτικά μέσα, τα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση ανελέγκτως αναιρετικά έκρινε, ότι δεν είχαν προσκομιστεί το πρώτον στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο από βαρεία αμέλεια ή στρεψοδικία (άρθρο 529 ΚΠολΔ) και συνεπώς, ότι προσκομίστηκαν παραδεκτά ενώπιόν του. Εξάλλου, από τις υπ’ αρ. …/8-2-2011 και …/8-2-2011 εκθέσεις επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Θεόδωρου Αναστασιάδη, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται νόμιμα η αναιρεσίβλητη, προκύπτει ότι με την επιμέλεια αυτής κοινοποιήθηκε, κατ’ αρ. 129 αρ.1 ΚΠολΔ ,στους αναιρεσείοντες, την ανωτέρω ημερομηνία (08.02.2011) και ώρα 09:20 πμ, η από 07.02.2011 γνωστοποίηση και κλήση μαρτύρων ,για να παρασταθούν ενώπιον της ανωτέρω συμβολαιογράφου, την επομένη ημέρα (09.02.2011) και ώρα 10:00 πμ, κατά την οποία επρόκειτο να εξεταστούν οι μάρτυρες της αναιρεσίβλητης. Επομένως, η κλήτευση των αναιρεσειόντων έγινε πριν από 24 ώρες. Περαιτέρω, από την επιτρεπτή κατ’ αρ. 561 αρ.2 ΚΠολΔ επισκόπηση των δύο ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων, προκύπτει ότι η αρμόδια για την σύνταξή τους συμβολαιογράφος, παρέλειψε να αναφέρει την ώρα της σύνταξης αυτών. Όμως, το Εφετείο, ως Δικαστήριο ουσίας ερεύνησε αυτεπαγγέλτως την τήρηση της αναγκαίας ως άνω προϋπόθεσης της κλήτευσης πριν από 24 ώρες και δέχθηκε ανελέγκτως αναιρετικά, ότι η σύνταξη των δύο ενόρκων βεβαιώσεων έγινε με τις νόμιμες διατυπώσεις του άρθρου 650 παρ.1 ΚΠολΔ. Η κρίση αυτή όπως αναφέρθηκε στη νομική σκέψη, αποτελεί εκτίμηση πραγματικού γεγονότος και δεν υπόκειται στο έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρο 561 αρ.1 ΚΠολΔ). Επομένως, το Εφετείο, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη του υποστατό αποδεικτικό μέσο και συνεπώς, δεν ιδρύεται η αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.11 περ.α ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον 1ο λόγο της αίτησης αναίρεσης, που πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
[IV] Κατά τη διάταξη του άρθρου 574 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις εμπορικές μισθώσεις (άρθρο 29 Ν. 813/1978), με τη σύμβαση της μίσθωσης πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 340, 341 και 342 του ΑΚ, με σαφήνεια προκύπτει, ότι κύρια υποχρέωση του μισθωτή για την ομαλή λειτουργία της μισθωτικής σχέσης είναι η καταβολή του μισθώματος κατά το χρόνο που έχει συμφωνηθεί, διαφορετικά ο μισθωτής γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ορισμένης ημέρας και χωρίς όχληση• η δε υπαιτιότητά του, που αποτελεί στοιχείο της υπερημερίας, τεκμαίρεται με μόνη την παρέλευση του χρόνου καταβολής. Από την υποχρέωση καταβολής του μισθώματος δεν απαλλάσσεται ο μισθωτής, αν εμποδίζεται να χρησιμοποιήσει το μίσθιο από λόγους που αφορούν τον ίδιο ή δεν θέλει να κάνει χρήση, όπως όταν αποχωρήσει από αυτό πριν τη λήξη της μίσθωσης (άρθρο 596 ΑΚ). Αυτό δε γιατί, από το λόγο αυτό δεν επέρχεται λήξη της μισθωτικής σχέσης, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει, το δε μίσθωμα καταβάλλεται, όχι για την πράγματι ασκούμενη χρήση, αλλά για τη δυνατότητα της άσκησης της χρήσης, την οποία παρέχει ο εκμισθωτής.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574-576 ΑΚ προκύπτει, ότι ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραδώσει το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση και να το διατηρεί κατάλληλο σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης. Αν, όμως, κατά το χρόνο της παράδοσής του στο μισθωτή το μίσθιο έχει ελάττωμα, που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση ή αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίστηκε τέτοιο ελάττωμα, τότε ο μισθωτής έχει δικαίωμα να μην καταβάλει το μίσθωμα, αν η χρήση του μισθίου παρακωλύθηκε ολικά, και για όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αυτή ή να ζητήσει μείωση του μισθώματος, σε περίπτωση μερικής παρακώλυσης, ανάλογη με το βαθμό της ελάττωσης της χρήσης, έστω και αν δεν υπάρχει ολική αποβολή αυτού από το μίσθιο, εφόσον εξαιτίας του πραγματικού ελαττώματος, αναιρείται η δυνατότητα να κάνει χρήση ελεύθερη και ανενόχλητη, κατά τους όρους της σύμβασης, με αποτέλεσμα να καθίσταται χωρίς περιεχόμενο το δικαίωμά του και να αναιρείται και η γενόμενη παράδοση της χρήσης . Παράλληλα προς τα προαναφερόμενα δικαιώματα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος παρέχεται στο μισθωτή το πρόσθετο δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση, υπό τους όρους του άρθρου 585 ΑΚ, προκειμένου να επιφέρει τη λύση της για το μέλλον και να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής μισθωμάτων για τον μετά την καταγγελία χρόνο. Έτσι, για κάθε είδους αθέτηση της κύριας υποχρέωσης του εκμισθωτή να παραδώσει στο μισθωτή τη συμφωνημένη χρήση, στην οποία περιλαμβάνονται και τα πραγματικά ελαττώματα, ανεξάρτητα από το αν ο εκμισθωτής βαρύνεται ή όχι με υπαιτιότητα, ο μισθωτής δικαιούται να ασκήσει την καταγγελία της σύμβασης με δήλωση, που απευθύνεται στον εκμισθωτή, από την περιέλευση της οποίας και επέρχεται το αποτέλεσμά της (ΑΚ 167 σε συνδ. 585), δηλαδή, η λύση της μίσθωσης (ΑΠ 48/2000). Προηγουμένως, κατά ρητή απαίτηση της άνω διάταξης (άρθρο 585 ΑΚ), πρέπει ο μισθωτής να τάξει στον εκμισθωτή εύλογη προθεσμία για να αποκαταστήσει τη χρήση και αυτή να παρέλθει άπρακτη, εκτός αν εξαιτίας του λόγου της καταγγελίας, ο μισθωτής δεν έχει συμφέρον να εκτελέσει τη σύμβαση. Από την προεκτεθείσα ανάπτυξη προκύπτει σε σχέση με την έννοια του πραγματικού ελαττώματος, ότι για τη συγκρότηση του ελαττώματος δεν αρκεί οποιαδήποτε δυσμενής κατάσταση της υλικής υπόστασης του μισθίου πράγματος, αλλά απαιτείται κατάσταση τέτοια, που επηρεάζει την προσφορότητα για λειτουργική χρήση αυτού. Κατά συνέπεια, πραγματικό ελάττωμα του μισθίου αποτελούν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, τα οικοδομικά ελαττώματα, δηλαδή εκείνα που αναφέρονται στη φυσική ιδιοσυστασία αυτού ως πράγματος, όπως λ.χ. πλημμελείς κατασκευές τοίχων ή μονώσεων αυτών, λόγω των οποίων το μίσθιο εμφανίζει υγρασία ή διαρροή νερού, τοποθέτηση υλικών πλησίον του μισθίου από τρίτους ή από τον ίδιο τον εκμισθωτή και γενικά κάθε κατάσταση του μισθίου, που έχει σχέση με τη λειτουργικότητα του πράγματος για τη συγκεκριμένη χρήση. Αν το ελάττωμα του μισθίου είναι ασήμαντο και η εξαιτίας αυτού παρακώλυση της χρήσης επουσιώδης, κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (άρθρο 288 ΑΚ) δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη, δηλαδή δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ελάττωμα, οπότε δεν χορηγούνται τα άνω εξεταζόμενα δικαιώματα στο μισθωτή. Αν η χρήση του μισθίου δεν παρακωλύεται και ο μισθωτής απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα από τις σχέσεις του έναντι τρίτων συναλλασσομένων με αυτόν, στερείται των ίδιων ως άνω δικαιωμάτων.
Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 576 επ. ΑΚ, με τις οποίες ρυθμίζεται η ευθύνη του εκμισθωτή για κάθε είδους ελαττώματα του μισθίου, πραγματικά ή νομικά, όπως από αυτές τις ίδιες προκύπτει, είναι ενδοτικού δικαίου, με την έννοια ότι επιτρέπεται, με τους όρους πάντοτε των γενικών διατάξεων των άρθρων 332 επ. ΑΚ, να συμφωνηθεί ο αποκλεισμός ή ο περιορισμός της ειδικής αυτής ευθύνης του εκμισθωτή. Η συμφωνία αυτή, στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), με την οποία ο εκμισθωτής δεν φέρει καμία ευθύνη για φθορές ή βλάβες του μισθίου, που θα προκύψουν κατά την πορεία της μίσθωσης από οποιαδήποτε αιτία ακόμη και για τα τυχερά ή την ανώτερη βία, είναι άκυρη, αν τα ελαττώματα αποσιωπήθηκαν από δόλο ή βαριά αμέλεια (ΑΠ 1474/2004, ΑΠ 850/2004). Εφόσον συντρέχει η άνω προϋπόθεση, επέρχεται ακυρότητα της απαλλακτικής ρήτρας, πράγμα που σημαίνει, ότι δεν λαμβάνεται υπόψη αυτή και, επομένως, ο εκμισθωτής φέρει πλήρως την από το νόμο ευθύνη του. Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή δεν συντρέχει η άνω προϋπόθεση, η συμφωνία μη ευθύνης είναι έγκυρη (άρθρο 361 σε συνδ. με 332 παρ.1 ΚΠολΔ) και επιφέρει τα αποτελέσματά της, ήτοι απαλλάσσεται ο εκμισθωτής για την ευθύνη του από την ύπαρξη των πραγματικών ή νομικών ελαττωμάτων, μέσα στα πλαίσια και το εύρος της συγκεκριμένης κάθε φορά συμφωνίας (ΑΠ 1469/2013, ΑΠ 1015/2015). Εξάλλου, τέτοιο πραγματικό ελάττωμα είναι και η μη χορήγηση άδειας λειτουργίας της επιχείρησης του μισθωτή σ’αυτό ή η απαγόρευση της χρήσης αυτού από Δημοτική Αρχή (ΟλΑΠ 50/2005). Αν ωστόσο η χρήση του μισθίου δεν εμποδίζεται παρά την έλλειψη των νόμιμων προϋποθέσεων χορήγησης άδειας τότε δεν υπάρχει ελάττωμα και ο μισθωτής δεν μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα των άρθρων 575 επ. του ΑΚ (ΑΠ 896/2020, ΑΠ 399/2004).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες . Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες . Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν «αιτιολογία» της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 565/2018, ΑΠ 199/2018, ΑΠ 174/2015, ΑΠ 198/2015, ΑΠ 845/2012, ΑΠ 1351/2011).
Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 322/2020, ΑΠ 198/2015,ΑΠ 1987/2007).
Με τον 2ο λόγο της αίτησης αναίρεσης, κατά το Α’ σκέλος αυτού, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, για την εκ πλαγίου παραβίαση των ουσιαστικών κανόνων δικαίου διατάξεων των άρθρων 574 έως 578 και 585 ΑΚ , με την αιτίαση ότι το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι ο 2ος τούτων ευθύνεται δήθεν ως εγγυητής για την εκτέλεση των όρων των μισθωτικών συμβάσεων, χωρίς όμως να διαλάβει αιτιολογία για τον τρόπο με τον οποίο ο 2ος αναιρεσείων απέκτησε την ιδιότητα αυτή και ειδικότερα, αν συμβλήθηκε με την ιδιότητα του εγγυητή στις επίδικες δύο συμβάσεις μίσθωσης, στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση για το κρίσιμο ως άνω ουσιώδες ζήτημα, διότι δεν είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την δήθεν ευθύνη του 2ου αναιρεσείοντα από την δήθεν άκυρη καταγγελία των μισθώσεων εκ μέρους της μισθώτριας εταιρείας και ήδη 1ης αναιρεσείουσας λόγω της ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων των μισθίων ακινήτων, τα οποία είχε δόλια αποκρύψει η αναιρεσίβλητη εκμισθώτρια κατά την σύναψη των μισθωτικών συμβάσεων.
Με το Β’ σκέλος του ίδιου 2ου αναιρετικού λόγου, υποστοιχείο 1 αυτού, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη την ίδια αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, για την εκ πλαγίου παραβίαση των ίδιων ως άνω ουσιαστικών διατάξεων, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, αναφορικά με το κύρος της καταγγελίας των μισθωτικών συμβάσεων, εκ μέρους της αναιρεσείουσας μισθώτριας εταιρείας, με το να δεχθεί, ότι δήθεν αυτή όφειλε να υποβάλει αίτηση για να της χορηγηθεί πιστοποιητικό πυροπροστασίας με βάση την από 14.04.2003 εναλλακτική μελέτη του ηλεκτρολόγου – μηχανολόγου – μηχανικού, Γ. Τ., η οποία εγκρίθηκε από την Πυροσβεστική Υπηρεσία στις 19.05.2003, χωρίς όμως συγχρόνως να διευκρινίζει, αν η μελέτη αφορούσε και το ανατολικό ισόγειο κτίριο με βόρεια είσοδο, διέλαβε ελλιπείς αιτιολογίες και κατέστησε την απόφασή του αναιρετέα λόγω έλλειψης νόμιμης βάσης, διότι το ζήτημα αυτό, κατά την άποψη των αναιρεσειόντων, ασκούσε ουσιώδη επίδραση στο αποτέλεσμα της δίκης περί της εγκυρότητας της καταγγελίας των επίδικων μισθωτικών συμβάσεων.
Με το συναφές υποστοιχείο 2 του Β’σκέλους του 2ου λόγου αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες ψέγουν επίσης την προσβαλλόμενη για έλλειψη νόμιμης βάσης με την αιτίαση ότι το Εφετείο με το να δεχθεί αφ’ ενός μεν ότι στην από 03.04.2006 εξώδικη δήλωση της 1ης αναιρεσείουσας – μισθώτριας εταιρείας, αναφέρονταν δήθεν τα προβλήματα πυρασφάλειας των μισθίων και αφ’ ετέρου να δεχθεί ότι μετά τις επισημάνσεις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, η αναιρεσείουσα μισθώτρια δεν ενημέρωσε την εκμισθώτρια για τα ζητήματα της πυρασφάλειας, διέλαβε αντιφατική αιτιολογία, που αναιρεί την αρχική του κρίση και έτσι κατέστησε την απόφασή του αναιρετέα, διότι δεν είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για το κύρος της καταγγελίας των μισθώσεων, λόγω πραγματικών ελαττωμάτων των μισθίων και της δόλιας απόκρυψης αυτών από την εκμισθώτρια και ήδη αναιρεσίβλητη.
Επίσης, με το συναφές υποστοιχείο 3 του Β’ σκέλους του 2ου λόγου αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αιτιώνται για έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης (Α) λόγω αντιφατικής αιτιολογίας, με την ειδικότερη αιτίαση ότι η παραδοχή του Εφετείου ότι η πυροδιαμερισματοποίηση ως προαπαιτούμενο για τη χορήγηση πιστοποιητικού πυροπροστασίας αποτελούσε δήθεν υποχρέωση της μισθώτριας εταιρείας και ήδη 1ης αναιρεσείουσας, αντιφάσκει με την παραδοχή ότι ως μέτρο παθητικής πυροπροστασίας έπρεπε να υλοποιηθεί κατά την κατασκευή του κτιρίου, οπότε, όπως ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες, θα αποτελούσε υποχρέωση της εκμισθώτριας και (Β) λόγω ελλιπούς αιτιολογίας, με την ειδικότερη επίσης αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη δεν προσδιορίζει, σε τι συνίσταται και πώς πραγματοποιείται η τοποθέτηση του συστήματος αυτόματου καταιονισμού ως υποχρέωση της μισθώτριας, ζήτημα ουσιώδες για να διαπιστωθεί, εάν οι ενέργειες αυτές αποτελούν υποχρέωση της εκμισθώτριας και εάν η έλλειψή τους συνιστούσε πραγματικά ελαττώματα των μισθίων ακινήτων, που αυτή τα απέκρυψε από τη μισθώτρια κατά την κατάρτιση των μισθωτικών συμβάσεων.
Με το επίσης συναφές υποστοιχείο 4 του Β’ σκέλους του 2ου αναιρετικού λόγου οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την ίδια αναιρετική πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο με το να δεχθεί, ότι οι ενέργειες για την έκδοση πιστοποιητικού πυροπροστασίας απαιτούσαν μικρό χρόνο, χωρίς όμως να εξειδικεύσει τις επί μέρους προς τούτο ενέργειες και το χρόνο ολοκλήρωσης καθεμιάς από αυτές, στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση για το ουσιώδες ζήτημα της ευθύνης της εκμισθώτριας εξαιτίας πραγματικών ελαττωμάτων του μισθίου και συνακόλουθα της εγκυρότητας της καταγγελίας των μισθωτικών συμβάσεων εκ μέρους της μισθώτριας – αναιρεσείουσας εταιρείας.
Τέλος, με το επίσης συναφές υποστοιχείο 5 του Β’ σκέλους του ίδιου αναιρετικού λόγου, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την έλλειψη νόμιμης βάσης, διότι διέλαβε ελλιπείς και εν μέρει αντιφατικές αιτιολογίες με το να δεχθεί, ότι δήθεν η ανυπαρξία πραγματικών ελαττωμάτων των μισθίων κτιρίων επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η εκμισθώτρια και ήδη αναιρεσίβλητη λειτουργεί χωρίς κανένα πρόβλημα βιοτεχνία φινιστηρίου – βαφείου στον δίδυμο χώρο του ίδιου βιομηχανικού κτιρίου, ότι αυτή έχει λάβει πιστοποιητικό πυροπροστασίας από το έτος 2002 για την ανωτέρω επιχείρηση και ότι δήθεν μετά την αποχώρηση της αναιρεσείουσας – μισθώτριας εταιρείας, το μίσθιο μισθώθηκε από την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία ΑΦΟΙ … ΕΠΕ, της οποίας επίσης εγκρίθηκε η μελέτη πυροπροστασίας,χωρίς όμως συγχρόνως η προσβαλλόμενη απόφαση να αναφέρει, εάν για την τελευταία ως άνω επιχείρηση εκδόθηκε το πιστοποιητικό πυροπροστασίας, ούτε επίσης διευκρινίζει εάν η βιοτεχνία φινιστηρίου – βαφείου είναι εγκαταστημένη στον ίδιο ή σε άλλον χώρο, ούτε εάν οι ανωτέρω επιχειρήσεις είχαν τις ίδιες με την αναιρεσείουσα εταιρεία ελλείψεις – ζητήματα που κατά την άποψη των αναιρεσειόντων ήταν κρίσιμα, αναφορικά με την ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων των μισθίων, που δικαιολογούσαν την καταγγελία των μισθωτικών συμβάσεων εκ μέρους της μισθώτριας – αναιρεσείουσας εταιρείας.
Από την προσβαλλόμενη απόφαση που επισκοπείται επιτρεπτά κατ’ αρ. 561 αρ.2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί των πραγμάτων κρίση του, δέχθηκε για τα ερευνώμενα με τους ανωτέρω αναιρετικούς λόγους ζητήματα, αναφορικά με την ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων των μισθίων ακινήτων, την τυχόν δόλια απόκρυψή τους από την εκμισθώτρια και την εγκυρότητα ή όχι της καταγγελίας των μισθωτικών συμβάσεων εκ μέρους της αναιρεσείουσας εταιρείας τα ακόλουθα:
«| Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εταιρία τυγχάνει αποκλειστική κυρία κτιρίου επαγγελματικών χώρων, το οποίο αποτελείται από τέσσερεις ανισόπεδους χώρους και βρίσκεται στην περιοχή «…» στα …, εντός της βιομηχανικής ζώνης … . Ειδικότερα, πρόκειται για ισόγειο βιομηχανικό κτίριο με υπόγειο, το οποίο έχει αναγερθεί σε αγροτεμάχιο επιφάνειας 8.274,92 τ.μ. με βάση τις ακόλουθες οικοδομικές άδειες:
(α) την …/21.7.1998 άδεια κατασκευής βιομηχανικού κτιρίου υφαντήριου – φινιστηρίου,
(β) την από 20.07.1999 αναθεώρηση αυτής ως προς την προσθήκη υπογείου, και
(γ) την …/2002 άδεια προσθήκης δεξαμενής πυρόσβεσης και δεξαμενής υγραερίου στο βιομηχανικό κτίριο.
Το ισόγειο τμήμα του κτιρίου επιφάνειας 1.547,78 τ.μ. αποτελείται από διαμερισματοποιημένο χώρο σε δύο τμήματα επιφάνειας 773,89 τ.μ. το καθένα, ενώ οι αντίστοιχες διαμερισματοποιήσεις ισχύουν και για το χώρο του υπογείου. Με βάση τις από 01.05.2003 και 23.09.2003 διαδοχικές μισθωτικές συμβάσεις που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων η εκκαλούσα εκμίσθωσε στην εφεσίβλητη εταιρία, η οποία έχει ως αντικείμενο επαγγελματικής δραστηριότητας την παραγωγή και εμπορία ειδών συσκευασίας (κυτιοποιία), για να το χρησιμοποιήσει για τις ανάγκες της επιχείρησής της, το ανατολικό ισόγειο του ως άνω κτιρίου με νότια είσοδο επιφάνειας 756 τ.μ. περίπου καθώς και το ανατολικό ισόγειο του ίδιου κτιρίου με βόρεια είσοδο επιφάνειας 756 τ.μ. περίπου, τα οποία είναι κατασκευασμένα με σιδηροκατασκευή και πάνελ πολυουρεθάνης επικαλυμμένης με χαλύβδινες λαμαρίνες. Η διάρκεια των ως άνω μισθωτικών συμβάσεων, τους όρους των οποίων εγγυήθηκε προσωπικά ο δεύτερος εφεσίβλητος, ορίσθηκε πενταετής, με χρόνο λήξεως για την πρώτη στις 31.04.2008 και για τη δεύτερη στις 30.09.2008 , ενώ ως μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε για το ανατολικό ισόγειο με τη νότια είσοδο στο ποσό των 2.440 ευρώ για το πρώτο έτος, πλέον τέλους χαρτοσήμου σε ποσοστό 3,6%, αναπροσαρμοζόμενο έκτοτε ετησίως με βάση το ποσοστό του επίσημου πληθωρισμού προσαυξημένο κατά 3%• ενώ για το ανατολικό ισόγειο με τη βόρεια είσοδο συμφωνήθηκε στο ποσό των 2.950 ευρώ για το πρώτο έτος πλέον του ίδιου ως άνω τέλους χαρτοσήμου και του ίδιου ποσοστού ετήσιας αναπροσαρμογής.
Στον όρο 9 αμφοτέρων των ως άνω μισθωτικών συμβάσεων αναφέρονται τα εξής: «Η εκμισθώτρια δεν γνωρίζει & δεν φέρει ευθύνη αν το μίσθιο είναι ή θα κριθεί κατάλληλο για τη χρήση που επιθυμεί να κάνει σε αυτο ο μισθωτής. Συνεπώς δεν εγγυάται σ’ αυτόν ότι αυτός θα λάβει άδεια ιδρύσεως, εγκαταστάσεως, σκοπιμότητας ή λειτουργίας από το Υπουργείο Ανάπτυξης ή από οποιαδήποτε άλλη Αρχή, Δημοτική ή Κρατική. Τις όποιες ενέργειες, μελέτες & έξοδα ή απαιτούμενες εγκαταστάσεις για την λήψη αδείας, αναλάβει ο μισθωτής κατά τις ανάγκες του. Επίσης ο μισθωτής δηλώνει ότι έχει ελέγξει όλα τα ανωτέρω και ιδιαίτερα την πιθανότητα συστέγασης στο ίδιο κτίριο αλλά σε ξεχωριστούς χώρους με επιχείρηση υφαντήριου και φινιστηρίου της εκμισθώτριας».
Η πρώτη εφεσίβλητη εταιρία μετά την εγκατάστασή της στα επίδικα μίσθια υπέβαλε στο Τμήμα Βιομηχανίας και Ορυκτού Πλούτου της Γενικής Διεύθυνσης υποδομών και ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης … την από 23.04.2003 αίτησή της για τη χορήγηση αδείας μηχανολογικής εγκατάστασης, μετά δε την προσκόμιση των δικαιολογητικών που της ζητήθηκαν και τη διενέργεια αυτοψίας που έγινε στις 07.08.2003 από υπαλλήλους της ως άνω υπηρεσίας, της χορηγήθηκε άδεια εγκατάστασης με τους όρους που αναφέρονται στο με αριθμό πρωτοκόλλου …/29.8.2003 έγγραφο της ίδιας Υπηρεσίας. Μεταξύ των όρων αναφέρεται και η ολοκλήρωση της εγκατάστασης της εφεσίβλητης εταιρίας σε δύο (2) έτη γίνεται δε μνεία, ότι η απόφαση χορήγησης της άδειας μηχανολογικής εγκατάστασης δεν απαλλάσσει τους ενδιαφερομένους από την υποχρέωση να εφοδιασθούν με άδεια από άλλη δημόσια αρχή αν αυτό απαιτείται από τις κείμενες διατάξεις και ότι μετά την ολοκλήρωση της εγκατάστασης θα πρέπει ο ενδιαφερόμενος να ζητήσει με αίτησή του τη χορήγηση ειδικής άδειας λειτουργίας του εργοστασίου του που προβλέπεται από το Νόμο 2516/1997 και από το Β.Δ. της 15.10.22, προσκομίζοντας και δικαιολογητικά, μεταξύ των οποίων και πιστοποιητικό πυροπροστασίας. Για το ως άνω κτίριο είχε καταρτισθεί μελέτη παθητικής πυροπροστασίας από το μηχανικό Ν. Α., η οποία είχε εγκριθεί από 16.07.1999 και είχε επιστραφεί στην Πολεοδομία για την έκδοση της οικοδομικής άδειας. Στο κεφάλαιο 3.2(1) της ως άνω μελέτης με τον τίτλο ΠΥΡΟΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ αναφέρονται για τα πυροδιαμερίσματα ορόφων βιομηχανίας κατηγορίας Ζ2 τα εξής: «Επειδή το παρόν είναι πολυώροφο σύμφωνα με την παράγραφο 3.3 του άρθρου 11 των Ειδικών Διατάξεων, το μέγιστο επιτρεπόμενο εμβαδόν για τη δημιουργία πυροδιαμερίσματος, στο ισόγειο και στους ορόφους, είναι 500 μ². Το μέγιστο εμβαδόν του πυροδιαμερίσματος μπορεί να αυξηθεί κατά 50% διότι η περίμετρος του κτιρίου είναι κατά 100% προσπελάσιμη από πυροσβεστικά οχήματα. Όπως φαίνεται αναλυτικά στα σχέδια ικανοποιείται πλήρως αυτή η απαίτηση για το παρόν κτίριο». Σχετικά με τα πυροδιαμερίσματα υπογείων – αποθήκης Ζ2 αναφέρονται στην ίδια μελέτη τα εξής: «Για το υπάρχον υπόγειο το μέγιστο επιτρεπόμενο εμβαδόν πυροδιαμερίσματος είναι 300 μ². Η απαίτηση αυτή, λόγω της αυξήσεως των πυροδιαμερισμάτων κατά 50% για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω όπως φαίνεται και στα σχέδια, ικανοποιείται πλήρως […]». Το έτος 2002 κατατέθηκε εναλλακτική μελέτη πυροπροστασίας βάσει του π.δ/τος 71/88 για το τμήμα του κτιρίου που χρησιμοποιούσε η εκκαλούσα εταιρία, η οποία και εγκρίθηκε στις 15.03.2002. Η ως άνω μελέτη πυροπροστασίας αφορούσε την μηχανολογική εγκατάσταση βιομηχανικής επιχείρησης υφαντήριου – φινιστηρίου, κατά τα προαναφερόμενα, η μισθώτρια δε η οποία είχε διαφορετική επιχειρηματική δραστηριότητα όφειλε να εκδώσει νέα άδεια πυροπροστασίας σύμφωνη με τα δικά της μηχανολογικά δεδομένα στον μισθωμένο χώρο και πράγματι αυτή προέβη σε ενέργειες για την έκδοσή της. Έτσι υπέβαλε την από 14.04.2003 εναλλακτική μελέτη ενεργητικής πυροπροστασίας, που συντάχθηκε από τον ηλεκτρολόγο – μηχανολόγο μηχανικό, Γ. Τ., η οποία και εγκρίθηκε στις 19.05.2003 «υπό την απαράβατη προϋπόθεση τήρησης επί του κτιρίου των όρων της παθητικής πυροπροστασίας του άρθρου 11 του π. δ/τος 71/1988 […]» με τη μνεία, ότι σε διαφορετική περίπτωση δεν θα χορηγηθεί πιστοποιητικό πυροπροστασίας. Στη συνέχεια η εφεσίβλητη εταιρία χωρίς να υποβάλει αίτηση για χορήγηση πιστοποιητικού πυροπροστασίας προέβη στην υποβολή νέας από 20.05.2004 μελέτης ενεργητικής πυροπροστασίας του ίδιου ως άνω μηχανικού, όταν δε την υπέβαλε με την από 14.07.2004 αίτησή της στην αρμόδια Πυροσβεστική Υπηρεσία …, η τελευταία της την επέστρεψε για συμπλήρωση με το με αριθμό πρωτοκόλλου …/…/23.8.2004 έγγραφό της, στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται, ότι επιβάλλεται η Πυροδιαμερισματοποίηση ανάμεσα στο ισόγειο και το υπόγειο που χρησιμοποιεί η επιχείρηση και ο χωρισμός σε δύο πυροδιαμερίσματα του υπογείου, διαφορετικά επιβάλλεται η τοποθέτηση αυτόματου συστήματος καταιονισμού, ότι πρέπει να αναφερθεί αφενός μεν ο πυρ/χος διαχωρισμός 1ης επιχείρησης με άλλη παρακείμενη διαφορετικά να συνταχθεί ενιαία μελέτη ενεργητικής πυροπροστασίας αφετέρου δε να αναφερθεί αν το αντλητικό συγκρότημα είναι κοινό με την παρακείμενη επιχείρηση και σε καταφατική περίπτωση να προσκομισθεί υπεύθυνη δήλωση του ιδιοκτήτη της έτερης επιχείρησης που να δίνεται η άδεια χρησιμοποίησής του. Τα παραπάνω σημεία του εγγράφου της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας … είναι εκείνα στα οποία εστιάζονται οι παρατηρήσεις της εφεσίβλητης εταιρίας, ενώ στο ίδιο σημειώνονται και άλλες παραλήψεις όπως η τοποθέτηση φωτισμού ασφαλείας – φωτιστικών εξόδων διαφυγής, λόγω της δραστηριοποιήσεως της επιχείρησης της όχι μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας, η αναφορά των αποθηκευομένων ποσοτήτων μελανιού και κόλλας οι οποίες, εφόσον συντρέχει λόγος να αναφερθούν ως επικίνδυνες ύλες, αφού ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα πυροπροστασίας, καθώς και ότι υπάρχει διαφορά ως προς τα τετραγωνικά μέτρα επιφάνειας του υπογείου της επιχείρησης, ανάμεσα στη μελέτη πυροπροστασίας και στα σχέδια κάτοψης και τέλος ότι πρέπει να προσκομισθεί επικυρωμένο ενοικιαστήριο συμβόλαιο, μετά δε την εξάλειψη των παραπάνω παρατηρήσεων να επαναυποβληθεί η μελέτη πυροπροστασίας για έλεγχο και έγκριση.
Έκτοτε ουδεμία ενέργεια έγινε εκ μέρους της εφεσίβλητης εταιρίας «ΜΕΤΡΟΝ ΕΠΕ» για ικανό χρονικό διάστημα και οι επίδικες μισθωτικές συμβάσεις λειτουργούσαν κανονικά, τα προβλήματα δε στις σχέσεις των διαδίκων πλευρών άρχισαν από τον Μάρτιο του έτους 2006, οπότε και επακολούθησε ανταλλαγή εξωδίκων δηλώσεων και δικαστικές διενέξεις. Αρχή της εξέλιξης αυτής αποτέλεσε η από 27.03.2006 εξώδικη δήλωση της εκκαλούσας που επιδόθηκε στους εφεσίβλητους στις 28.03.2006, στην οποία γίνεται μνεία ότι από το έτος 2005 υπήρξε καθυστέρηση στην καταβολή των μισθωμάτων των μισθίων, η οποία αντιμετωπίσθηκε συναινετικά χωρίς έγγραφες εξώδικες οχλήσεις ή ένδικα βοηθήματα, πλην όμως οι καθυστερήσεις στις καταβολές μισθωμάτων συνεχίσθηκαν με αποτέλεσμα να οφείλονται τα μισθώματα Φεβρουάριου και Μαρτίου 2006 συνολικού ποσού 12.561,86 ευρώ μετά του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, η ολοσχερής εξόφληση των οποίων ζητήθηκε να γίνει εντός 48 ωρών από τη λήψη της εν λόγω εξώδικης δήλωσης με την επισήμανση της δικαστικής τους αναζήτησης σε διαφορετική περίπτωση. Οι εφεσίβλητοι με την από 03.04.2006 εξώδικη δήλωσή τους αρνήθηκαν την καθυστέρηση της καταβολής μισθωμάτων, δηλώνοντας ότι τούτα βρίσκονται στη διάθεση της εκκαλούσας αλλά η ίδια καθυστερεί να τα παραλάβει για να αποφύγει συμφωνημένη συνάντηση των διαδίκων μερών για την αντιμετώπιση και άλλων ζητημάτων, που αφορούσαν ελλείψεις των μισθίων και ζημίες από την είσοδο σ’ αυτά όμβριων υδάτων. Ειδικότερα, στην εξώδικη αυτή δήλωση, για πρώτη φορά γίνεται λόγος εγγράφως για την ύπαρξη ελαττωμάτων των μισθίων, με τη μνεία ότι σε χρονικό διάστημα προ δύο (2) ετών είχαν υπάρξει συζητήσεις προφορικές και τηλεφωνικές μεταξύ των διαδίκων μερών για «προβλήματα και ελλείψεις που υπάρχουν στα μίσθια (πυρασφάλεια, ρωγμές κλπ)…» η αποκατάσταση των οποίων ανήκει αποκλειστικά στην ευθύνη της εκκαλούσας και χωρίς την οποία καθίσταται προβληματική και ζημιογόνα η επιχείρηση της εφεσίβλητης εταιρίας, με την επί πλέον αναφορά, ότι οι διάδικες πλευρές έχουν συμφωνήσει για συνάντηση προκειμένου να γνωστοποιηθεί στην εκκαλούσα και το ύψος των ζημιών που υπέστη (καταστροφή χαρτιού κλπ.) από την είσοδο όμβριων υδάτων από το έδαφος στην ισόγεια αίθουσα του ανατολικού κτιρίου, αλλά η τελευταία αναβάλλει διαρκώς τη συζήτηση. Άμεσα η εκκαλούσα υπέβαλε αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, επιδιώκοντας τόσο την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων, όσο και οφειλόμενες αναπροσαρμογές των εγγυήσεων που είχαν καταβληθεί από τους εφεσίβλητους κατά την κατάρτιση των επίδικων μισθωτικών συμβάσεων, δεδομένου ότι με όρο αμφοτέρων είχε συμφωνηθεί ότι οι εγγυήσεις αυτές ανερχόμενες σε τρία (3) μηνιαία μισθώματα θα αναπροσαρμόζονται ετησίως όπως και το μίσθωμα, κατά τρόπο ώστε να ισούνται πάντα με τρία (3) μηνιαία μισθώματα.
Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η 5761/2006 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία διατάχθηκαν οι εφεσίβλητοι να καταβάλουν στην εκκαλούσα για τις ως άνω αιτίες το συνολικό ποσό των 20.860,63 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων. Κατά της διαταγής πληρωμής οι εφεσίβλητοι άσκησαν την από 06.06.2006 ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και συγχρόνως αίτηση αναστολής εκτελέσεως της διαταγής πληρωμής, υποστηρίζοντας, ότι κατά τον έλεγχο που διενήργησε η Πυροσβεστική Υπηρεσία κατά την άνοιξη του 2004 για την πυρασφάλεια του κτιρίου – αναγκαίου όρου για την άδεια λειτουργίας της επιχειρήσεως της πρώτης τούτων – διαπίστωσε, ότι δεν είχαν τηρηθεί οι όροι της εγκριθείσας μελέτης πυρασφάλειας και συγκεκριμένα ότι η εκμισθώτρια δεν είχε κατασκευάσει τα αναγκαία πυροδιαμερίσματα, τα οποία προέβλεπε η σχετική μελέτη, με συνέπεια, εξαιτίας της ελλείψεως αυτής να μην εκδίδεται η άδεια λειτουργίας της πρώτης εφεσίβλητης εταιρίας. Εξέθεταν επίσης, ότι η εκμισθώτρια τους διαβεβαίωνε για τη λύση του ως άνω προβλήματος, γεγονός που δεν συνέβη με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη εταιρία επειδή είχε ήδη προβεί στις εγκαταστάσεις των μηχανημάτων της στα επίδικα μίσθια, έχοντας υποβληθεί ως εκ τούτου σε πολύ μεγάλα έξοδα, να αναγκασθεί να παραμείνει σ’ αυτά και να λειτουργεί την επιχείρησή της χωρίς άδεια επί τρία (3) έτη. Παράλληλα επικαλέσθηκαν οι εφεσίβλητοι, ότι λόγω της κακής ποιότητας του τσιμεντένιου δαπέδου, τον χειμώνα των ετών 2004-2005 μετά από έντονες βροχοπτώσεις πλημμύρισε το κτίριο της νότιας εισόδου που βρίσκεται η μονάδα παραγωγής με συνέπεια να καταστραφούν εκτυπωτικοί τσίγκοι και να υποστεί ζημία 30.000 ευρώ, ενώ το επόμενο χειμώνα των ετών 2005-2006 από υγρασία που δημιουργήθηκε στ κτίριο της βόρειας εισόδου καταστράφηκαν 15 τόνοι χαρτιού συνολικής αξία 6.000 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω οι εφεσίβλητοι επικαλούμενοι ότι εκκαλούσα δολίως τους απέκρυψε την ύπαρξη ελαττωμάτων των μισθίων που δεν επιτρέπουν την λειτουργία της σ’ αυτά και ότι εξαιτίας του γεγονότος ότι αν δεν λάβει άδεια λειτουργίας θα αναγκασθεί να κλείσει το εργοστάσιο της και να υποβληθεί στην καταβολή προστίμων, ισχυρίσθηκαν ότι αρνήθηκαν «δικαιωματικά την καταβολή των μισθωμάτων των μηνών Φεβρουάριου, Μαρτίου και Απριλίου του έτους 2006» και ότι δεν έχουν περιέλθει σε υπερημερία, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για να καταστεί απαιτητό το μίσθωμα, επικουρικά δε ότι εξαιτίας των ζημιών που ανέφεραν ότι υπέστησαν, συνολικού ποσού 36.000 ευρώ ότι έχουν δικαίωμα συμψηφισμού των μισθωμάτων αυτών με το ποσό αυτό. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον της Προέδρου Πρωτοδικών στις 07.06.2006 για τη χορήγηση προσωρινής διαταγής αναστολής εκτελέσεως της ως άνω διαταγής πληρωμής, το αίτημα τούτο απορρίφθηκε από την ίδια και ορίσθηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της αιτήσεως αναστολής η 30.6.2006, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτηση της, αφού οι εφεσίβλητοι μετά την απόρριψη του αιτήματος περί χορηγήσεως προσωρινής διαταγής αναστολής εκτελέσεως της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής κατέβαλαν στην εκκαλούσα τα οφειλόμενα ποσά που όριζε αυτή. Ακολούθησε η από 17.07.2006 εξώδικη πρόσκληση της εκκαλούσας – εκμισθώτριας, η οποία επιδόθηκε στους εφεσίβλητους, στις 21.07.2006, όπως προκύπτει από τις … και …/21.7.2006 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Θεόδωρου Εμμ. Αναστασιάδη. Στην εξώδικη αυτή πρόσκληση η εκκαλούσα αναφέρθηκε στο γεγονός ότι μετά τη διένεξη που δημιουργήθηκε μεταξύ των διαδίκων μερών για την καταβολή οφειλόμενων μισθωμάτων, η μισθώτρια για πρώτη φορά, τρία (3) έτη μετά την κατάρτιση των μισθωτικών συμβάσεων, προέβαλε ισχυρισμούς περί «δήθεν πραγματικών ελαττωμάτων του κτιρίου που έχουν προκαλέσει ζημιές, καθώς και περί δήθεν αδυναμίας» της μισθώτριας για την έκδοση αναγκαίων αδειών για τη λειτουργία της επιχείρησής της αρμοδιότητας της Πυροσβεστικής και του Υπουργείου Ανάπτυξης, καθώς και στα περιστατικά που αφορούσαν την έκδοση της ως άνω Διαταγής Πληρωμής, της μη εκδόσεως προσωρινής διαταγής και της εξόφλησης των οφειλομένων. Στη συνέχεια η εκκαλούσα ανέφερε ότι επειδή η επιχείρηση της διέπεται πρωτίστως από αρχές καλόπιστης συναλλαγής, τελεί σε αναμονή της γνωστοποίησης των επικαλούμενων από τη μισθώτρια προβλημάτων στα μίσθια και δηλώνει προθυμία να παράσχει κάθε αναγκαία συνδρομή, εφόσον αυτή είναι πράγματι απαραίτητη, χωρίς αυτό να ισοδυναμεί με οποιαδήποτε εκ μέρους της αναγνώριση τυχόν ευθύνη της για τα επικαλούμενα από τη μισθώτρια προβλήματα. Ειδικά δε για το ζήτημα των αδειών επισημαίνεται στο ίδιο έγγραφο από την εκκαλούσα, ότι η δική της επιχείρηση που στεγάζεται πανομοιότυπο χώρο εντός του ίδιου χτίσματος δεν αντιμετώπισε κανένα απολύτως πρόβλημα για την έκδοσή τους και ότι είναι πρόθυμη γνωστοποιήσει στην μισθώτρια τις ακριβείς ενέργειες στις οποίες προέβη εκεί (εκμισθώτρια) για την αποτελεσματική διεκπεραίωση της συγκεκριμένες υποθέσεως. Το ζήτημα παρέμεινε εκκρεμές και μετέπειτα οι εφεσίβλητοι άσκησαν την από 20.11.2006 αγωγή τους κατά της εκκαλούσας, με την οποία ζητούσαν αποζημιώσεις για τις ζημίες που επικαλέσθηκαν ότι υπέστησαν εξαιτίας των προαναφερόμενων ελαττωμάτων των μίσθιων ακινήτων, δικάσιμος της οποίας ορίσθηκε στις 08.11.2007, όταν δε συζητήθηκε μετά από αναβολή στις 02.03.2009 εκδόθηκε επ’ αυτής η 3724/2009 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία ανέστειλε την έκδοση οριστικής αποφάσεως μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ως άνω ανακοπής που είχε ασκηθεί κατά της προεκτιθέμενης 5761/2006 Διαταγής Πληρωμής για οφειλόμενα μισθώματα, της οποίας είχε προηγηθεί η συζήτηση στις 02.05.2007 αντιμωλία των διαδίκων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Πιστωτικών Τίτλων) και είχε εκδοθεί επ’ αυτής η 613/2007 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία διέταξε την επανάληψη της συζητήσεως προκειμένου να προσκομισθούν αναγκαία έγγραφα. Τελικά οι εφεσίβλητοι με την από 23.03.2016 κλήση τους παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της ως άνω ανακοπής και ζήτησαν τον προσδιορισμό νέας δικασίμου για τη συζήτηση της ως άνω αγωγής τους. Κατά το χρονικό διάστημα πού μεσολάβησε οι μισθώτρια εταιρία παρέμενε στα μίσθια ακίνητα και κατέβαλε τα μισθώματα μέχρις ότου με την από 11.11.2008 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 14.11.2008 από την δικαστική επιμελήτρια στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Θεώνη Παπανδρέου, προέβη στην καταγγελία των επίδικων μισθωτικών συμβάσεων, δηλώνοντας ότι τις θεωρεί λυμένες από 30.11.2008. Ως λόγους της καταγγελίας των επίδικων συμβάσεων η εναγομένη επικαλέσθηκε την ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων του μισθίου, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς της, γνώριζε η εκμισθώτρια και της τα απέκρυψε δολίως. Συγκεκριμένα επικαλέσθηκε, ότι δεν κατέστη δυνατόν να λάβει τη σχετική άδεια λειτουργίας από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, αφού κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε από την ως άνω υπηρεσία διαπιστώθηκε ότι η ενάγουσα – εκμισθώτρια δεν είχε υλοποιήσει κατά το στάδιο κατασκευής των κτιρίων την εγκριθείσα μελέτη πυροπροστασίας, όπως αυτή προβλεπόταν από την οικοδομική άδεια, με αποτέλεσμα αφενός μεν να μην μπορεί να της χορηγηθεί ούτε άδεια μηχανολογικής εγκατάστασης, καθώς η προσωρινή τέτοια άδεια που της είχε χορηγηθεί, μετά την πάροδο διετίας είχε ήδη λήξει, αφετέρου δε, εξαιτίας του γεγονότος ότι η ΔΕΗ δεν αναγνώριζε την επιχείρησή της ως βιομηχανική, να έχει επιβαρυνθεί για το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του έτους 2005 μέχρι τον Νοέμβριο του έτους 2006 με το ποσό των 10.225 ευρώ, λόγω της τιμολόγησης του ηλεκτρικού ρεύματος με υψηλότερες τιμές. Συγχρόνως επικαλέσθηκε η εναγομένη μισθώτρια, ότι στη διάρκεια του χειμώνα των ετών 2004 – 2005 κατά την περίοδο των έντονων βροχοπτώσεων εξαιτίας της κακής κατάστασης και ποιότητας του τσιμεντένιου δαπέδου των επίδικων μισθίων (σαθρότητα υλικού, ρηγματώσεις κλπ) πλημμύρισε το κτίριο της νότιας εισόδου, όπου βρίσκονταν η μονάδα παραγωγής με συνέπεια να καταστραφούν οι εκτυπωτικοί πάγκοι συνολικής αξίας 30.000 ευρώ περίπου, ενώ στη διάρκεια του χειμώνα των ετών 2005 – 2006 εξαιτίας της υγρασίας που δημιουργήθηκε στο κτίριο της βόρειας εισόδου λόγω της κακής ποιότητας του δαπέδου καταστράφηκαν 11,5 τόνοι χαρτιού και 550 κιλά χαρτονιών περίπου, συνολικής αξίας 6.635 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω η εναγόμενη ανέφερε στην καταγγελία των επίδικων μισθωτικών συμβάσεων ότι η ύπαρξη των προεκτιθέμενων ελαττωμάτων των μισθίων ακινήτων καθιστούσαν ασύμφορη και επικίνδυνη την παραμονή της επιχείρησής της σ’ αυτά. Η ενάγουσα εκμισθώτρια αντέκρουσε την ως άνω καταγγελία των μισθωτικών συμβάσεων με την από 17.11.2008 εξώδικη δήλωσή της που γνωστοποιήθηκε στην μισθώτρια εταιρία στις 21.11.2008, με την οποία αρνείται τις αιτιάσεις των εφεσίβλητων περί υπάρξεως ελαττωμάτων στα μίσθια και αναφέρει ότι θεωρεί την καταγγελία προσχηματική και γενόμενη προκειμένου η μισθώτρια να αποφύγει την τήρηση της νόμιμης καταγγελίας των επίδικων συμβάσεων. Ακολούθησε η από 09.01.2009 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση των εφεσίβλητων με την οποία αυτοί αναφέρθηκαν σε άλλα μη επίδικα ζητήματα και δήλωσαν ότι παραδίδουν τα κλειδιά των μισθίων και σε περίπτωση αρνήσεως της εκκαλούσας να τα παραλάβει τα καταθέτουν στα χέρια της δικαστικής επιμελήτριας, Θεώνης Παπανδρέου, οπότε η τελευταία άσκησε την προκειμένη αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, επικαλούμενη κυρίως την ακυρότητα της καταγγελίας των επίδικων μισθωτικών συμβάσεων. Όσον αφορά τον λόγο της ως άνω καταγγελίας περί μη δυνατότητας της πρώτης εφεσίβλητης εταιρίας να λάβει άδεια λειτουργίας της επιχειρήσεώς της εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν κατέστη δυνατή η λήψη πιστοποιητικού πυρασφάλειας, αποδείχθηκε, καταρχήν, σχετικά με την πυροπροστασία των κτιρίων, ότι αυτή χωρίζεται σε παθητική και ενεργητική, ως παθητική δε πυροπροστασία εννοείται το σύνολο των μέτρων εκείνων που λαμβάνονται κατά την κατασκευή του κτιρίου, όπως π.χ. πυροδιαμερισματοποίησης των κτιρίων, επιλογή κατάλληλων φερόντων δομικών στοιχείων, οδεύσεις διαφυγής, φωτισμός των οδεύσεων διαφυγής, φωτεινή σήμανση κλπ., προκειμένου να εξασφαλίζεται η έγκαιρη και ασφαλής διαφυγή του κοινού από το κτίριο σε περίπτωση συμβάντος καθώς και η αποφυγή μεταδόσεως της πυρκαγιάς σε άλλους χώρους ή σε άλλα κτίρια, ενώ ως ενεργητική πυροπροστασία εννοείται το σύνολο των μέσων πυροπροστασίας που πρέπει να εγκαθίστανται σε ένα κτίριο, όπως υδροδοτικό πυροσβεστικό δίκτυο, αυτόματο σύστημα καταιονιστήρων, αυτόματο σύστημα πυρανιχνεύσεως, βοηθητικά εργαλεία και μέσα κλπ, και τα οποία αποσκοπούν στην έγκαιρη εξακρίβωση πυρκαγιάς ή την άμεση αντιμετώπισή της πριν αυτή καταστεί ανεξέλεγκτη. Για κάθε κτίριο συντάσσεται μελέτη πυροπροστασίας που εγκρίνεται η μεν μελέτη παθητικής από την Πολεοδομία, η δε μελέτη ενεργητικής από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, ενώ για την έκδοση αδείας λειτουργίας επιχειρήσεων σε επαγγελματικό χώρο, όπως συμβαίνει και στην προκειμένη υπόθεση, απαιτείται η έκδοση πιστοποιητικού πυροπροστασίας που εκδίδεται από την Πυροσβεστική Υπηρεσία. Η έλλειψη της δυνατότητας εκδόσεως του πιστοποιητικού αυτού, ώστε να προσκομισθεί ομού με άλλα δικαιολογητικά στην αρμόδια Υπηρεσία και να λάβει η πρώτη εφεσίβλητη την άδεια λειτουργίας της επιχειρήσεώς της δεν αποδείχθηκε από οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο. Αντίθετα, εκείνο που αποδείχθηκε, είναι, ότι μετά την υποβολή από την πρώτη εφεσίβλητη εταιρία μετά την εγκατάστασή της στα επίδικα μίσθια αιτήσεως στο Τμήμα Βιομηχανίας και Ορυκτού Πλούτου της Γενικής Διεύθυνσης υποδομών καϊ ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Βοιωτίας, την προσκόμιση των δικαιολογητικών που της ζητήθηκαν και τη διενέργεια αυτοψίας που έγινε στις 7.8.2003 από υπαλλήλους της ως άνω υπηρεσίας, της χορηγήθηκε προσωρινή άδεια εγκατάστασης με τους όρους που αναφέρονται στο με αριθμό πρωτοκόλλου 3813/29.8.2003 έγγραφο της ίδιας Υπηρεσίας και ότι όταν στη συνέχεια υποβλήθηκε από την ίδια η από 14.04.2003 εναλλακτική μελέτη ενεργητικής πυροπροστασίας, που συντάχθηκε από τον ηλεκτρολόγο – μηχανολόγο μηχανικό, Γ. Τ., αυτή εγκρίθηκε με την προϋπόθεση τήρησης επί του κτιρίου των όρων της παθητικής πυροπροστασίας. Στο στάδιο αυτό η πρώτη εφεσίβλητη όφειλε να υποβάλλει αίτηση να της χορηγηθεί το πιστοποιητικό αυτό, δεν το έπραξε όμως αλλά αντίθετα υπέβαλε νέα μελέτη ενεργητικής πυροπροστασίας, η οποία της επιστράφηκε για συμπλήρωση, κατά τα προαναφερόμενα. Η Πυροσβεστική Υπηρεσία …, δεν απάντησε στην αίτηση της πρώτης εφεσίβλητης αρνητικά, ότι δηλαδή δεν μπορεί να εκδοθεί πιστοποιητικό ενεργητικής πυροπροστασίας, αλλά ζήτησε τις συμπληρώσεις που αναφέρθηκαν αναλυτικά παραπάνω δηλαδή είτε την πυροδιαμερισματοποίηση ανάμεσα στο ισόγειο και το υπόγειο που χρησιμοποιεί η επιχείρηση και τον χωρισμό σε δύο πυροδιαμερίσματα του υπογείου, είτε την τοποθέτηση αυτόματου συστήματος καταιονισμού, επί πλέον δε και άλλες υποδεέστερες συμπληρώσεις όπως η τοποθέτηση φωτισμού ασφαλείας – φωτιστικών εξόδων διαφυγής, η αναφορά των αποθηκευομένων ποσοτήτων μελανιού και κόλλας οι οποίες, εφόσον συντρέχει λόγος να αναφερθούν ως επικίνδυνες ύλες, αφού ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα πυροπροστασίας, καθώς και ενοικιαστήριο συμβόλαιο. Ζητήθηκε δε από την ως άνω αρμόδια υπηρεσία, αφού πραγματοποιηθούν τα παραπάνω να υποβληθεί νέα αίτηση, ώστε να επακολουθήσει αυτοψία και να εκδοθεί τελικά το πιστοποιητικό πυρασφάλειας, ενέργειες στις οποίες ουδέποτε προέβη η πρώτη εφεσίβλητη.
Συνεπώς υπήρχε η δυνατότητα εκδόσεως πιστοποιητικού πυρασφάλειας και κατόπιν άδειας λειτουργίας της πρώτης εφεσίβλητης, απλώς έπρεπε προηγουμένως να γίνουν οι προαναφερόμενες ενέργειες και επομένως δεν μπορεί να γίνει λόγος για πραγματικό ελάττωμα ί ου κτιρίου που εμπόδιζε την έκδοση της αδείας λειτουργίας της πρώτης εφεσίβλητης. Τη δυνατότητα αντιμετωπίσεως του ζητήματος αυτού πιστοποιεί στην 316/2012 πραγματογνωμοσύνη του ο διορισθείς από το Δικαστήριο πραγματογνώμονας, πολιτικός μηχανικός, Γ. Α., ο οποίος αναφέρει ότι κατά την έκδοση της οικοδομικής αδείας για το όλο κτίριο είχε γίνει μελέτη παθητικής πυροπροστασίας από τον προαναφερόμενο μηχανικό Ν. Α. με την υπόθεση ότι το υπόγειο τμήμα του επίδικου χώρου θα λειτουργούσε ως αποθήκη κατηγορίας Ζ2, που είναι η κατηγορία μέσου βαθμού κινδύνου πυρκαγιάς και συνεπώς με αυτήν την υπόθεση και δεδομένου ότι η περίμετρος του κτιρίου στο οποίο ευρίσκεται αυτό είναι κατά 100% προσπελάσιμος προκύπτει από την τεχνική νομοθεσία (π.δ. 71/1988) ότι το μέγιστο εμβαδόν πυροδιαμερίσματος είναι 450 τ.μ., οπότε για το λόγο αυτό και δεδομένου ότι το υπόγειο τμήμα του επίδικου χώρου είναι 773,89 τ.μ. «είχε ορθώς προβλεφθεί από την εν λόγω μελέτη η πυροδιαμερισματοποίησή του σε δύο επί μέρους τμήματα». Επιβεβαιώνει δηλαδή ο πραγματογνώμονας ότι η εν λόγω πυροδιαμερισματοποίησή είχε προβλεφθεί στην μελέτη παθητικής πυροπροστασίας του μηχανικού Ν. Α. και στα σχέδια κατόψεως του ίδιου, τα οποία άλλωστε υποβλήθηκαν στην αρμόδια Πολεοδομία και δόθηκε η έγκριση της μελέτης παθητικής πυροπροστασίας του κτιρίου, που αφορούσε θέμα δικής της αρμοδιότητας, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν. Επίσης αναφέρεται το γεγονός, ότι σύμφωνα με τα όσα προκύπτουν από το ως άνω με αριθμό πρωτοκόλλου …/…/23.8.2004 έγγραφο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας …, κατά την αυτοψία που πραγματοποιήθηκε στους επίδικους χώρους από αξιωματικό της ίδιας, δεν υπήρχε χώρισμα (τοίχος) μετά των προβλεπομένων πυροδιαμερισμάτων και δεν ήταν απομονωμένο το υπόγειο τμήμα του χώρου από το ισόγειο τμήμα αυτού μέσω κλιμακοστασίου κατά τα προβλεπόμενα στη σχετική μελέτη του Ν. Α. (πυράντοχη πόρτα κλπ.) και δεν ήταν τοποθετημένος φωτισμός ασφαλείας – φωτιστικά εξόδων διαφυγής. Ο πραγματογνώμονας αναφέρει ότι ο ίδιος δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν είχε υπάρξει στο παρελθόν το ως άνω χώρισμα, επισημαίνει όμως ότι αντί της κατασκευής των πυροδιαμερισμάτων θα μπορούσαν να τοποθετηθούν αυτόματοι καταιονιστήρες, οπότε θα λυνόταν το πρόβλημα της χορηγήσεως πιστοποιητικού πυροπροστασίας, αφού με τον τρόπο αυτό το μέγιστο εμβαδόν πυροδιαμερίσματος των 450 τ.μ. θα διπλασιάζονταν και θα ήταν μεγαλύτερο του εμβαδού του υπογείου τμήματος. Παράλληλα, στο από 03.02.2011 έγγραφο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας … επιβεβαιώνονται τα παραπάνω περιστατικά περί εγκρίσεως μελέτης ενεργητικής πυροπροστασίας από την εκκαλούσα τα έτη 1998 και 1999, περί εγκρίσεως στις 15.03.2002 εναλλακτικής μελέτης πυροπροστασίας με βάση το Π.Δ. 71/88 για το τμήμα του βιομηχανικού κτιρίου που χρησιμοποιούσε η τελευταία και τη χορήγηση σχετικού πιστοποιητικού στις 1.8.2002 και περί υποβολής από την πρώτη εφεσίβλητη εταιρία το έτος 2003 εναλλακτικής μελέτης ενεργητικής πυροπροστασίας για το τμήμα του ίδιου κτιρίου που χρησιμοποιούσε η ίδια, η οποία και εγκρίθηκε στις 19.05.2003. Μετά από τα παραπάνω αναφέρεται στο ίδιο έγγραφο, ότι ύστερα από την έγκριση της εναλλακτικής αυτής μελέτης η πρώτη εφεσίβλητη «χωρίς να υποβληθεί αίτηση για χορήγηση πιστοποιητικού» υπέβαλε νέα εναλλακτική μελέτη το έτος 2004, η οποία και δεν εγκρίθηκε κατά τα όσα προεκτέθηκαν, καθώς και ότι έκτοτε «ουδέποτε έγινε άλλη ενέργεια […]» από την πρώτη εφεσίβλητη και μετά από έκτακτο έλεγχο της εν λόγω Πυροσβεστικής Υπηρεσίας στις 29.10.2008, στάλθηκε το …/29.10.2008 έγγραφο της προς το Τμήμα Βιομηχανίας της τότε Ν.Α. Βοιωτίας για το γεγονός ότι η πρώτη εφεσίβλητη ουδέποτε είχε λάβει πιστοποιητικό πυροπροστασίας και ότι δεν έχει εγκεκριμένη μελέτη παθητικής και ενεργητικής πυροπροστασίας «καθώς το πρόβλημα της παθητικής προέκυψε μετά από μικροαλλαγές στην παθητική που είχαν κατατεθεί από την εταιρία ΜΕΤΡΟΝ Ε.Π.Ε. με τη μη εγκριθείσα στις 23.8.2004 εναλλακτική μελέτη ενεργητικής πυροπροστασίας […]». Τέλος στο ίδιο έγγραφο επισημαίνεται, ότι ουδέποτε υποβλήθηκε από την πρώτη εφεσίβλητη εταιρία “αίτηση για χορήγηση πιστοποιητικού έστω και με την αρχική εγκεκριμένη εναλλακτική μελέτη της 19.05.2003.
Υπό τα δεδομένα αυτά αποδείχθηκε, ότι η πρώτη εφεσίβλητη η οποία όπως και κάθε επιχείρηση είχε την ευθύνη να επιμεληθεί για την έκδοση αδείας λειτουργίας της, αφού έλαβε την προσωρινή άδεια υπέβαλε μόνο μελέτη ενεργητικής πυροπροστασίας και στη συνέχεια εναλλακτική τέτοια μελέτη, χωρίς ουδέποτε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια για την έκδοση του πιστοποιητικού πυροπροστασίας που αποτελούσε προϋπόθεση για την έκδοση αδείας λειτουργίας της. Παρέμεινε αδρανής ως προς το ζήτημα αυτό, λειτουργώντας μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2005 με προσωρινή άδεια και ουδέποτε επικοινώνησε με την εκκαλούσα ώστε να της εκθέσει τα επικαλούμενα προβλήματά της για την έκδοση του πιστοποιητικά πυροπροστασίας, ούτε διαμαρτυρήθηκε για οποιοδήποτε ελάττωμα των μισθίων που εμπόδιζε την έκδοσή του, ενώ γνώριζε ήδη από τον Αύγουστο του έτους 2004 τις ενέργειες στις οποίες έπρεπε να προβεί για να της χορηγηθεί το εν λόγω πιστοποιητικό. Εξακολούθησε δε να παραμένει στα μίσθια ακίνητα άνευ αδείας λειτουργίας και μετέπειτα όταν προέβη στην εξόφληση των οφειλόμενων μισθωμάτων, χωρίς να ενοχλεί την εκκαλούσα – εκμισθώτρια, παρά το γεγονός ότι η τελευταία αρνήθηκε την ύπαρξη των επικαλούμενων από τους εφεσίβλητους προβλημάτων – ελαττωμάτων του μισθίου και τους δήλωσε την πρόθεσή της να συνδράμει στην έκδοση της άδειας λειτουργίας της πρώτης τούτων και ενώ γνώριζε ότι η λειτουργία της στα επίδικα μίσθια χωρίς νόμιμη άδεια σηματοδοτούσε κινδύνους για την ίδια, όπως επιβολή προστίμων, πράγμα που συνέβη αργότερα, αλλά και οικονομικές ζημίες της, όπως μη δυνατότητα να ενταχθεί στην κατηγορία πελατών κατανάλωσης βιομηχανικής κατηγορίας ρεύματος στη Δ.Ε.Η., όπως αυτή εκ των υστέρων επικαλείται. Από τα παραπάνω αποδείχθηκε με σαφήνεια, ότι δεν υφίστατο πραγματικό ελάττωμα των μισθίων ακινήτων που να αφορά στη μη δυνατότητα έκδοσης αδείας λειτουργίας, αφού το πιστοποιητικό πυροπροστασίας που εμπόδιζε την έκδοσή της, υπήρχε ευχέρεια να εκδοθεί εφόσον πραγματοποιούνταν τα όσα απαιτούσε η Πυροσβεστική Υπηρεσία κατά τα προαναφερόμενα, εντοπιζόμενα κυρίως είτε στην κατασκευή πυράντοχου χωρίσματος και πυράντοχης πόρτας, είτε στην εγκατάσταση κεφαλών καταιονισμού. Η ύπαρξη τέτοιου ελαττώματος θα μπορούσε να πιστοποιηθεί και να αποδοθεί στην εκκαλούσα, μόνο στην περίπτωση που η πρώτη εφεσίβλητη εταιρία αφού προέβαινε σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες και κατέθετε αίτηση για να της χορηγηθεί πιστοποιητικό πυροπροστασίας, λάμβανε την απάντηση από την αρμόδια πυροσβεστική υπηρεσία, ότι μετά από αυτοψία του χώρου πραγματοποιηθείσα μετά την κατάθεση της αιτήσεως δεν υπήρχε δυνατότητα να της δοθεί άδεια για λόγους που αφορούσαν στο κτίριο που στεγάζονταν, πράγμα που δεν συνέβη, αφού η πρώτη εφεσίβλητη μετά τις επισημάνσεις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για τις ενέργειες στις οποίες έπρεπε να προβεί αδιαφόρησε και δεν ενημέρωσε την εκκαλούσα, αφού, όπως επικαλείται, την θεωρούσε υπεύθυνη για την αποκατάσταση των ως άνω ενεργειών. Οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι αναφερόμενοι σε πραγματικό ελάττωμα του μισθίου από την ως άνω αιτία, δεν υποστηρίζουν ρητά ότι δεν υπήρχε δυνατότητα εκδόσεως του ως άνω πιστοποιητικού, αλλά ότι η εκκαλούσα ήταν εκείνη που όφειλε να επιμεληθεί για τις ενέργειες που έπρεπε να προηγηθούν για την έκδοση του, ισχυρισμός αβάσιμος, δεδομένου ότι η διαδικασία για την έκδοση αδείας λειτουργίας της κάθε επιχείρησης αποτελεί ζήτημα που επιμελείται η ίδια όταν εγκαθίσταται σε μίσθιο ακίνητο, αφού, άλλωστε ο κάθε εκμισθωτής δεν μπορεί να γνωρίζει τα ειδικότερα δεδομένα της συγκεκριμένης επιχειρηματικής της δραστηριότητας με βάση τα οποία θα εκδοθούν τα απαιτούμενα πιστοποιητικά για τη λήψη αδείας λειτουργίας της. Για το λόγο αυτό στις επίδικες μισθωτικές συμβάσεις είχε περιληφθεί συμφωνία για τη μη ευθύνη της εκμισθώτριας και για την περίπτωση της εμφάνισης προβλήματος σχετικού με την έκδοση αδείας λειτουργίας αλλά και συμφωνία ότι η μισθώτρια θα αναλάμβανε ενέργειες μελέτης, έξοδα και απαιτούμενες εγκαταστάσεις για τη λήψη άδειας λειτουργίας κατά τα προαναφερόμενα. Ακόμη και ο πολιτικός μηχανικός, Ι. Τ., στην από 20.10.2006 τεχνική έκθεση που έχει συντάξει για λογαριασμό των εφεσίβλητων, κάνει μνεία ότι είναι αδύνατη η έκδοση πιστοποιητικού λόγω της μη κατασκευής πυράντοχου χωρίσματος και πυράντοχης πόρτας «τα οποία πρέπει να κατασκευασθούν από τον ιδιοκτήτη, διότι ανήκουν στις δομές του κτιρίου […]», δεν αναφέρεται δηλαδή στον αποκλεισμό εκδόσεως αδείας λειτουργίας, αλλά στη δυνατότητα να δοθεί αυτή εφόσον κατασκευασθούν τα παραπάνω, εκφράζοντας την άποψη ότι υπεύθυνος για την κατασκευή τους είναι ο ιδιοκτήτης επειδή οι προαναφερόμενες κατασκευές ανήκουν στην δομή του κτιρίου. Ο ίδιος όμως, αμέσως παραπάνω στην τεχνική έκθεση έχει αναφερθεί στο γεγονός ότι αντί των ως άνω κατασκευών, το πρόβλημα θα λύνονταν και με την τοποθέτηση κεφαλών καταιονισμού «οι οποίες θα έδιναν τη δυνατότητα της μη κατασκευής του πυράντοχου χωρίσματος και της πυράντοχης πόρτας […]», ταυτιζόμενος με την άποψη του διορισθέντος από το Δικαστήριο ως άνω πραγματογνώμονα που επισήμανε ότι αντί της κατασκευής των πυροδιαμερισμάτων θα μπορούσαν να τοποθετηθούν αυτόματοι καταιονιστήρες, ενέργεια που δεν αφορά στις κτιριακές δομές εντάσσεται στα πλαίσια της ενεργητικής πυροπροστασίας όπως ήδη εκτέθηκε. Η κρίση του Δικαστηρίου περί μη ύπαρξης ελαττώματος που αφορά στην έκδοση αδείας λειτουργίας της πρώτης εφεσίβλητης και η δυνατότητα εκδόσεώς της, επιβεβαιώνεται αποφασιστικά από το γεγονός, ότι η εκκαλούσα λειτουργεί τη βιοτεχνία της φινιστηρίου – βαφείου στον δίδυμο με τον επίδικο χώρο του ίδιου βιομηχανικού κτιρίου και έχει λάβει πιστοποιητικό πυροπροστασίας, όχι μόνο το έτος 2002, πριν από τη σύναψη των μισθωτικών συμβάσεων με τους εφεσίβλητους, αλλά και μετέπειτα το έτος 2008, σύμφωνα με το με αριθμό πρωτοκόλλου …/… πιστοποιητικό ενεργητικής πυρασφάλειας και το έτος 2016, σύμφωνα με το με αριθμό πρωτοκόλλου …/15.9.2016 πιστοποιητικό ενεργητικής πυροπροστασίας, αμφότερα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας …, αλλά και από το γεγονός, ότι ο επίδικος μίσθιος χώρος στον οποίο στεγάζονταν η πρώτη εφεσίβλητη εκμισθώθηκε μετά την αποχώρηση της τελευταίας, με το από 10.12.2009 μισθωτήριο συμφωνητικό στην εταιρία με την επωνυμία «ΑΦΟΙ … ΕΠΕ», με αντικείμενο δραστηριότητας την επεξεργασία ξύλου κοπή, συναρμολόγηση και βαφή ξύλινων προϊόντων) της οποίας έχει εγκριθεί η μελέτη πυρασφάλειας, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτοκόλλου …/…/30.7.2010 έγγραφο της πυροσβεστικής υπηρεσίας …, όπου αναφέρεται η αποστολή εγκεκριμένης μελέτης πυρασφάλειας και ζητείται να επανέλθει η ως άνω μισθώτρια με νέα αίτηση για τη χορήγηση του πιστοποιητικού πυρασφάλειας, προσκομίζοντας δικαιολογητικά όπως υπεύθυνη δήλωση του κατασκευαστή ή προμηθευτή πυροσβεστήρων που πωλήθηκαν ή αναγομώθηκαν για λογαριασμό της και ότι αυτοί πληρούν τις απαιτούμενες προδιαγραφές, φωτοτυπία τιμολογίου αγοράς ή αναγόμωσης τούτων και υπεύθυνη δήλωση μηχανικού που να αναφέρει ότι έχουν ληφθεί όλα τα μέσα και μέτρα πυροπροστασίας, λειτουργούν καλώς και έχουν κατασκευαστεί σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές. Στην δε από 25.01.2011 τεχνική έκθεση του χημικού μηχανικού, Π. Μ., ο οποίος ανέλαβε την αδειοδότηση της ως άνω εταιρίας αναφέρεται ότι στην εγκριθείσα μελέτη ενεργητικής πυροπροστασίας αυτής δεν προκύπτει καμία απαίτηση εγκατάστασης καταιονιστήρων ή λοιπών τεχνικών μέσων καθώς και ότι η δραστηριότητα παραγωγής υλικών συσκευασίας της πρώτης εφεσίβλητης από πλευράς επικινδυνότητας και πυρασφάλειας είναι της ίδιας κατηγορίας με εκείνη της παραγωγής επίπλων της νέας μισθώτριας εταιρίας «ΑΦΟΙ … ΕΠΕ» στον ίδιο χώρο. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, αποδείχθηκε, ότι υπήρχε δυνατότητα εκδόσεως αδείας λειτουργίας της πρώτης εφεσίβλητης και ότι η μη έκδοσή της οφείλεται σε λόγους που αφορούν την ίδια, η οποία δεν επιμελήθηκε προς τούτο, ούτε ζήτησε την συνδρομή της εκκαλούσας, παρόλο που επικαλέσθηκε ότι η τελευταία ήταν εκείνη που όφειλε να προβεί σε ενέργειες για τη χορήγηση του πιστοποιητικού πυρασφάλειας, πολύ δε περισσότερο αφού επρόκειτο για ενέργειες, οι οποίες απαιτούσαν μικρό χρόνο για τη διενέργεια τους.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι υπήρχε πραγματικό ελάττωμα στα επίδικα μίσθια, εντοπιζόμενο στη μη δυνατότητα λήψεως αδείας λειτουργίας της εφεσίβλητης εταιρίας εξαιτίας της μη ύπαρξής χωρίσματος πυροπροστασίας και πυράντοχης πόρτας, δεχόμενο ότι αυτά έπρεπε να κατασκευασθούν από τον ιδιοκτήτη, δηλαδή την εκκαλούσα, και ότι η τελευταία δολίως απέκρυψε το ελάττωμα αυτό κατά την κατάρτιση των εν λόγω μισθωτικών συμβάσεων, με συνέπεια να είναι άκυρος ο όρος τούτων περί απαλλαγής της ευθύνης της τελευταίας σε περίπτωση που η πρώτη εφεσίβλητη δεν θα λάμβανε άδεια λειτουργίας και αφού θεώρησε έγκυρη την καταγγελία των μισθωτικών συμβάσεων εξαιτίας σπουδαίου λόγου, απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής της εκκαλούσας περί ακυρότητας της καταγγελίας και οφειλής μισθωμάτων, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις όπως βάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα με τους λόγους εφέσεώς της. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να κρατηθεί και δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο η αγωγή της εκκαλούσας και ως προς τα λοιπά ζητήματα. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, ότι την ίδια αμελή και αδιάφορη συμπεριφορά επέδειξαν οι εφεσίβλητοι και ως προς τα επικαλούμενα ελαττώματα των μισθίων του αφορούν στην ισχυριζόμενη κακή ποιότητα του τσιμεντένιου δαπέδου. Ειδικότερα, ενώ όπως υποστηρίζουν από τον χειμώνα των ετών 2004-2005 μετά από έντονες βροχοπτώσεις πλημμύρισε το κτίριο της νότιας εισόδου που βρίσκεται η μονάδα παραγωγής με συνέπεια να καταστραφούν εκτυπωτικοί τσίγκοι και να υποστούν ζημία 30.000 ευρώ, ουδεμία όχληση έκαναν προς την εκκαλούσα για την αποζημίωσή τους, δεν το έπραξαν δε ούτε τον επόμενο χειμώνα των ετών 2005-2006, οπότε υποστηρίζουν ότι από υγρασία που δημιουργήθηκε στο κτίριο της βόρειας εισόδου καταστράφηκαν 15 τόνοι χαρτιού συνολικής αξίας 6.000 ευρώ. Μόνο όταν η εκκαλούσα τους επέδωσε την εξώδικη δήλωσή της για την καταβολή οφειλόμενων μισθωμάτων στις 28.03.2006, ανακίνησαν ζήτημα ύπαρξης ελαττωμάτων του μισθίου, το οποίο κατά την κατάρτιση των μισθωτικών συμβάσεων είχαν βρει κατάλληλο για τη στέγαση και λειτουργία της επιχειρήσεώς τους. Σχετικά με τα επικαλούμενα ως άνω ελαττώματα των μισθίων ο διορισμένος από το Δικαστήριο πραγματογνώμονας σε αυτοψία που διενέργησε στα επίδικα μίσθια ακίνητα διαπίστωσε, ότι σε κάποια σημεία του δαπέδου του υπογείου υπάρχουν ρηγματώσεις που έχουν κατά μεγάλη πιθανότητα προκληθεί από το γεγονός ότι μεταξύ του δαπέδου και του εδάφους δεν τοποθετήθηκε κατά την κατασκευή του κτιρίου το απαραίτητο πάχος χαλικιού που θα περιόριζε την ανύψωση των υπογείων υδάτων στην περίπτωση έντονης βροχοπτώσεως, εξαιτίας δε του γεγονότος αυτού δεν μπορεί να αποκλεισθεί σε καμία περίπτωση η πιθανότητα να ανέβλυσαν πράγματι νερά στο δάπεδο, όπως ισχυρίζονται οι εφεσίβλητοι όμως πιθανολογεί ότι αν συνέβη κάτι τέτοιο, θα έγινε σε κάποια περιορισμένη έκταση του χώρου, καθώς οι ρηγματώσεις δεν είναι εκτεταμένες. Αναφέρει επίσης, ότι από μακροσκοπική παρατήρηση της στέγης- του υπογείου του επίδικου χώρου δεν διαπίστωσε κάποιο ελάττωμα, αλλά και πάλι κρίνοντας από τις φωτογραφίες των εφεσίβλητων, η ποσότητα νερού, που κατ αυτούς εισέρρευσε από τη στέγη, είναι μικρή και σε συγκεκριμένα σημεία του χώρου, οπότε αυτό θα μπορούσε να συμβεί και εξαιτίας ελαττωμάτων μη ορατών από μακροσκοπική παρατήρηση. Για τις παραπάνω παρατηρήσεις του ο πραγματογνώμονας επισυνάπτει και αντίστοιχα φωτοαντίγραφα φωτογραφιών που του προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι, ενώ σχετικά με την καταστροφή των εκτυπωτικών πλακών που επικαλούνται οι τελευταίοι, δίνει τις πληροφορίες ότι πρόκειται περί φύλλων αλουμινίου που εισάγονται στις κατάλληλες εκτυπωτικές μηχανές, προκειμένου να αναπαραχθεί το θέμα που έχει «χαραχθεί» σ’ αυτές, η μέθοδος δε αυτή εκτυπώσεως που ονομάζεται «offset», είναι η εξέλιξη της γνωστής λιθογραφίας, και ότι τα φύλλα αυτά παρά το γεγονός ότι έρχονται σε επαφή με το νερό κατά την εκτυπωτική διαδικασία, αν πρόκειται να επαναχρησιμοποιηθούν, αποθηκεύονται σε μέρη όπου επικρατούν συγκεκριμένες συνθήκες θερμοκρασίας (περίπου 18-27° C) και υγρασίας (περίπου 50% + 5%) προκειμένου να προστατευθούν από την οξείδωση, ενώ επίσης πρόσθετο και απαραίτητο μέτρο αντιοξειδωτικής προστασίας είναι η επικάλυψη των πλακών με γόμα κατά την αποθήκευση. Μετά από τις ως άνω τεχνικές πληροφορίες ο πραγματογνώμονας πιστοποιεί, ότι οι εκτυπωτικές πλάκες κινδυνεύουν να οξειδωθούν όχι μόνο αν πλημμυρίσει ο χώρος στον οποίο έχουν αποθηκευθεί με το ύψος των υδάτων να υπερβαίνει το ύψος των παλετών επί των οποίων αυτές ενδεχομένως εδράζονται, αλλά απλώς και μόνο από ένα αυξημένο ποσοστό υγρασίας που ενδεχομένως επικρατεί στο χώρο, καθώς και ότι παρόμοιες προφυλάξεις σχετικά με τη θερμοκρασία και την υγρασία λαμβάνονται και για την αποθήκευση χαρτονιών (περίπου 21° C και 40% αντίστοιχα). Σύμφωνα με τον πραγματογνώμονα από κανένα προσκομιζόμενο στον ίδιο έγγραφο όπως π.χ. της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας δεν προκύπτει ότι πράγματι συνέβη πλημμύρα στο ακίνητο, δηλαδή ότι ανέβλυσαν ύδατα από το δάπεδο του υπογείου ή/και εισέρρευσαν όμβρια ύδατα από τη στέγη του υπογείου κατά την επίδικη χρονική περίοδο και τα φερόμενα ως κατεστραμμένα αντικείμενα (εκτυπωτικές πλάκες – χαρτόνια) υπήρχαν στο κτίριο κατά την αυτοψία, ενώ από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις προκύπτει μεν ότι οι εφεσίβλητοι αγόρασαν κατά το έτος 2005 εκτυπωτικές πλάκες και χαρτόνια, χωρίς όμως να προκύπτει ότι αυτά αγοράσθηκαν προς αντικατάσταση άλλων που καταστράφηκαν. Εκτιμώντας δε τις φωτογραφίες του ισογείου και του υπογείου χώρου, τις οποίες του προσκόμισαν εφεσίβλητοι, καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι σ’ εκείνες του ισογείου όπου φυλάσσονταν οι κούτες χαρτονιών φαίνονται ίχνη υδάτων που ακόμη και έχουν εισρεύσει από τη στέγη, είναι αρκετά μικρής ποσότητας αφενός μεν για να δικαιολογείται η καταστροφή τόσο μεγάλης ποσότητας χαρτιού, όσο αι που αναφέρουν οι εφεσίβλητοι αφετέρου δε για να προκαλέσουν υγρασία ικανή να διαποτίσει το χαρτί σε ένα χώρο τόσο μεγάλης έκτασης όσο ο επίδικος (περίπου 750 τ.μ.) σ’ εκείνες δε του υπογείου, όπου φυλάσσονταν εκτυπωτικές πλάκες επί ξύλινων παλετών φαίνονται ίχνη υδάτων, που ακόμη κι αν έχουν αναβλύσει από το δάπεδο είναι ελάχιστου ύψους (της τάξεως του χιλιοστομέτρου) για να υποθέσει κανείς ότι ποτίστηκε το ξύλο και ανέβηκε νερό μέχρι του ύψους των πλακών σε ένα χώρο τόσο μεγάλο όσο είναι επίδικος.
Κατά συνέπεια, με βάση τα παραπάνω δεν αποδείχθηκε, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, ότι υπήρχαν πραγματικά ελαττώματα του μισθίου τα οποία επέφεραν τις επικαλούμενες από τους εφεσίβλητους ζημίες, αξίζει δε σημειωθεί, ότι και ο ως άνω πραγματογνώμονας εντοπίζει την έλλειψη οποιοσδήποτε επίσημου εγγράφου από οποιαδήποτε αρχή, ώστε να υπάρξει δυνατότητα διαπίστωσης της έκτασης της αναφερόμενης από τους εφεσίβλητους πλημμύρας στους επίδικους χώρους και η εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων. Η αναφορά αυτή του πραγματογνώμον γίνεται ακριβώς για το λόγο ότι σε ανάλογες περιπτώσεις καταστροφών από φυσικά φαινόμενα, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ζημίες επιχειρήσεων ακολουθείται ορισμένη διαδικασία, ώστε να πιστοποιηθούν αυτές αρμοδίως. Ειδικότερα, σύμφωνα με το έγγραφο που επιγράφεται βεβαίωση – τεχνική έκθεση της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «… Ο.Ε. ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ- ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΑ», σε περίπτωση που η επιχείρηση επιθυμεί να δικαιολογήσει ζημία από καταστροφή εμπορευμάτων, οφείλει να ακολουθήσει την ακόλουθη διαδικασία: Δημιουργία επιτροπής από υπαλλήλους της επιχείρησης ή τρίτους, η οποία θα προβεί στην επαλήθευση της αχρησίας των αγαθών και στην καταστροφή τους και θα συντάξει Πρωτόκολλο Καταστροφής, που θα περιλαμβάνει τα ονόματα των μελών της επιτροπής, την ποσότητα των προς καταστροφή ειδών και την αξία κτήσεως τους ή την αξία που ήταν γραμμένο- στην απογραφή και τον λόγο της αχρήστευσής τους. Συγχρόνως το πρωτόκολλο καταστροφής θα πρέπει να συνοδεύεται και από οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο από τα οποία θα αποδεικνύεται, κατά κάποιο τρόπο, η πραγματοποίηση της καταστροφής, π.χ. σε γεγονότα ανωτέρας βίας, όπως είναι, μεταξύ άλλων και η πλημμύρα, έκθεση πυροσβεστικής υπηρεσίας, και γενικά σε πραγματικά περιστατικά τα οποία θα εξετασθούν κατά τον έλεγχο από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Το ως άνω πρωτόκολλο υπογεγραμμένο από την επιτροπή και τον επιτηδευματία με σαφή ημερομηνία και ώρα θεωρούνται νόμιμα δικαιολογητικά εγγραφής στα βιβλία Γ κατηγορίας ή δικαιολογία της εμφάνισης μειωμένης απογραφής σε περίπτωση τήρησης βιβλίων Β’ κατηγορίας, η δε ζημία που υφίσταται η επιχείρηση από την καταστροφή των αγαθών στα μεν βιβλία Γ’ κατηγορίας γίνεται με την σχετική λογιστική εγγραφή, στα δε βιβλία Β’ κατηγορίας παρουσιάζεται εμμέσως με τον μη συνυπολογισμό της αξίας των καταστραφέντων στην απογραφή λήξεως, αφού όσο μικραίνει η αξία της απογραφής λήξεως της χρήσης τόσο μειώνονται τα κέρδη της επιχείρησης. Οι εφεσίβλητοι όμως σε ουδεμία από τις προαναφερόμενες ενέργειες προέβησαν, ούτε ζήτησαν τη συνδρομή οποιοσδήποτε υπηρεσίας ώστε να υφίσταται ασφαλής καταγραφή της έκτασης και των συνεπειών της επικαλούμενης πλημμύρας και των συνεπειών της, όπως θα ήταν εύλογο να πράξουν και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και τα κρατούντα σε ανάλογες περιπτώσεις και συναλλαγές, επιχειρούν δε να αποδείξουν τόσο την ισχυριζόμενη ύπαρξη ελαττώματος των μισθίων που εμπόδιζε την έκδοση άδειας λειτουργίας της επιχείρησης της πρώτης τούτων όσο και τις επικαλούμενες μεγάλης έκτασης ζημίες τους και την διαπιστωμένη έλλειψη οποιοσδήποτε οχλήσεως της εκκαλούσας, με καταθέσεις μαρτύρων εργαζομένων στην επιχείρησή της, ή οικείων τους, αναφερομένων, μεταξύ άλλων, σε προφορικές οχλήσεις της εκκαλούσας, οι οποίες όμως ενόψει των όσων παραπάνω αποδείχθηκαν δεν κρίνονται πειστικές και δυνάμενες να ανατρέψουν το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχαν ελαττώματα του κτιρίου τα οποία εξαιτίας βροχοπτώσεων, δημιούργησαν τις επικαλούμενες ζημίες ενόψει του γεγονότος ότι πρόκειται περί εταιριών που δεν συναλλάσσονται με προφορικές συμφωνίες. Αντίθετα αποδείχθηκε, ότι η πρώτη εφεσίβλητη, η οποία ήδη κατά το χρόνο κατάρτισης των μισθωτικών συμβάσεων προέβαινε σε κατασκευή ιδιόκτητου κτιρίου για τη στέγασή της στον Πειραιά, όπου και πράγματι εγκαταστάθηκε μετά την αποχώρηση της από τα επίδικα μίσθια, έχοντας υπόψη της την επικείμενη αναχώρησή της δεν επιμελήθηκε ώστε να εκδοθεί η άδειά λειτουργίας της και επικαλέσθηκε ελαττώματα των επίδικων μισθίων προκειμένου να αποφύγει να προβεί σε έγκυρη καταγγελία των σχετικών μισθωτικών συμβάσεων με τις νόμιμες διατυπώσεις, όπως της ζητούσε η εκκαλούσα δηλαδή με την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 43 του π.δ. 34/1995, όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο πριν από την αντικατάστασή του με την παρ. 1 του άρθρου 17 του Ν. 3853/2010 (ΦΕΚ Α 90/17.6.2010), ειδικότερα, με έγγραφη καταγγελία της οποίας τα αποτελέσματα επέρχονται μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από τη γνωστοποίησή της και καταβολής αποζημιώσεως ποσού ίσου με τέσσερα (4) μηνιαία μισθώματα όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί κατά το χρόνο καταγγελίας των μισθωτικών συμβάσεων. Λόγω δε της ακυρότητας της καταγγελίας των επίδικων μισθωτικών συμβάσεων, αφού δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη σπουδαίου λόγου γι’ αυτήν η οποία εξακολουθούσε να είναι σε αναγκαστική ισχύ, η πρώτη εφεσίβλητη οφείλει να καταβάλλει στην εκκαλούσα:
(Α) Για μισθώματα ανατολικού ισογείου με νότια είσοδο: για μίσθωμα των μηνών Δεκεμβρίου 2008, Ιανουάριου, Φεβρουάριου και Μαρτίου 2009, το συνολικό ποσό των 13.698 ευρώ (3.305,50 ευρώ μηνιαίο μίσθωμα + τέλος χαρτοσήμου 3,6%, 119 ευρώ= 3.424,50 ευρώ Χ 4 μήνες).
(Β) Για μισθώματα ανατολικού Ιανουάριου, Φεβρουάριου και Μαρτίου 2009, το συνολικό ποσό των 16.543,68 ευρώ (3.992,20 ευρώ μηνιαίο μίσθωμα + τέλος χαρτοσήμου 3,6%, 143,72 ευρώ = 4.135,92 ευρώ Χ 4 μήνες). Επί πλέον, κατά τη διάρκεια των επίδικων μισθώσεων, η πρώτη εφεσίβλητη – μισθώτρια δεν κατέβαλε τις συμφωνημένες αναπροσαρμογές μισθωμάτων, με συνέπεια να οφείλει τις διαφορές που προκύπτουν από τα μισθώματα που κατέβαλε και εκείνα που όφειλε να καταβάλλει μετά την αναπροσαρμογή τους, οι οποίες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 2.235,89 ευρώ αναλυόμενες σε 1.651,85 ευρώ για τα μισθώματα ανατολικού ισογείου με νότια είσοδο και σε 584,24 ευρώ για τα μισθώματα του ανατολικού ισογείου με βόρεια είσοδο και ειδικότερα: α) για το ανατολικό ισόγειο με νότια είσοδο: για τους μισθωτικούς μήνες Μάιο 2008 μέχρι και Νοέμβριο 2008 όφειλε να καταβάλλει το συνολικό ποσό των 23.971,70 ευρώ (3.424,50 ευρώ νέο μίσθωμα μετά χαρτοσήμου Χ 7 μήνες) ενώ κατέβαλε το ποσό των 22.319,85 ευρώ (3.188,55 ευρώ προηγούμενο μίσθωμα Χ 7 μήνες), οπότε οφείλει τη διαφορά των 1.651,85 ευρώ (23.971,70 ευρώ – 22.319,85 ευρώ), β) για το ανατολικό ισόγειο με βόρεια είσοδο: για τους μισθωτικούς μήνες Οκτώβριο 2008 και Νοέμβριο 2008 όφειλε να καταβάλλει το συνολικό ποσό των 8.271,84 ευρώ (4.135,92 ευρώ νέο μίσθωμα μετά χαρτοσήμου Χ 2 μήνες) ενώ κατέβαλε το ποσό των 7.687,60 ευρώ ( 3.843,80 ευρώ προηγούμενο μίσθωμα Χ 2 μήνες ), οπότε οφείλει τη διαφορά των 584,24 ευρώ (8.271,84 ευρώ – 7.687,60 ευρώ).
Τέλος , η πρώτη εφεσίβλητη – μισθώτρια, ενώ, κατά τα προαναφερόμενα, με όρο των μισθωτικών συμβάσεων είχε συμφωνηθεί και η αναπροσαρμογή της εγγύησης, ώστε να είναι ίση πάντοτε με τρία μηνιαία μισθώματα δεν κατέβαλε την αναπροσαρμογή της, ανερχόμενη στο ποσό των 1.529,19 ευρώ για αμφότερα τα μίσθια, αναλυόμενη σε 683,25 ευρώ για το ανατολικό ισόγειο με νότια είσοδο και σε 845,94 ευρώ για το ανατολικό ισόγειο με βόρεια είσοδο. Συγκεκριμένα: α) για το ανατολικό ισόγειο με νότια είσοδο η αναπροσαρμοσμένη εγγύηση που είχε καταβάλλει η μισθώτρια ανέρχονταν ήδη στο ποσό των 9.233,25 ευρώ, ενώ για τη μισθωτική περίοδο από 01.05.2008 μέχρι 01.05.2009 όταν το μηνιαίο μίσθωμα είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 3.305,50, ανέρχονταν στο ποσό των 9.916,50 ευρώ (3.305,50 μηνιαίο μίσθωμα Χ 3 μισθώματα = 9.916,50 ευρώ), οπότε οφείλεται η διαφορά των 683,25 ευρώ (9.916,50 ευρώ – 9.238,25 ευρώ), β) για το ανατολικό ισόγειο με βόρεια είσοδο η εγγύηση που είχε καταβάλλει η μισθώτρια ανέρχονταν ήδη στο ποσό των 11.130,66 ευρώ, ενώ για τη μισθωτική περίοδο από 01.10.2008 μέχρι 01.09.2005 όταν το μηνιαίο μίσθωμα είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 3.992,20 ευρώ, ανέρχονταν στο ποσό 11.976,60 ευρώ (3.992,20 μηνιαίο μίσθωμα Χ 3 μισθώματα = 11.976,60 ευρώ οπότε οφείλεται η διαφορά των 845,94 ευρώ (11.976,60 ευρώ – 11.130,66 ευρώ).
Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η από 09.03.2009 αγωγή της ενάγουσας – εκκαλούσας και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι – εφεσίβλητοι η πρώτη ως μισθώτρια και ο δεύτερος ως εγγυητής, να της καταβάλουν ευθυνόμενοι σε ολόκληρο ο καθένας, το συνολικό ποσό των τριάντα τεσσάρων χιλιάδων έξι ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (34.006,76) για τις προαναφερόμενες αιτίες (13.698 ευρώ + 16.543,68 ευρώ + 1.651,65 ευρώ + 584,24 ευρώ + 683,25 ευρώ + 845,94 ευρώ). Η ένσταση συμψηφισμού του ως άνω οφειλόμενου ποσού, με τις ζημίες που ισχυρίσθηκαν ότι υπέστησαν οι εναγόμενοι από τα επικαλούμενα ελαττώματα των επίδικων μισθίων, την οποία πρότειναν παραδεκτά οι ίδιοι ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και παραδεκτά επανέφεραν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένου ότι η ένσταση συμψηφισμού προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης και στην προκειμένη περίπτωση αυτή δεν ερευνήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς έγινε δεκτό, ότι αφορούσε μόνο την περίπτωση της αποδοχής της κυρίας βάσης της αγωγής, ενώ τούτο δέχθηκε την επικουρική βάση της, είναι απορριπτέα, αφού δεν αποδείχθηκε ότι τα επίδικα μίσθια είχαν ελαττώματα συνδεόμενα αιτιωδώς με τις επικαλούμενες ζημίες των εναγόμενων, ακόμη και αν αυτές συνέβησαν, πράγμα που όμως εδώ δεν αποδείχθηκε […]|».
Με τις ανωτέρω παραδοχές το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα ,ότι η καταγγελία της μισθώτριας εταιρείας και ήδη 1ης αναιρεσείουσας ήταν άκυρη, ως προσχηματική, διότι, σύμφωνα με τις ανέλεγκτες αναιρετικά παραδοχές του, δεν αποδείχθηκε αφενός μεν ότι τα μίσθια ακίνητα είχαν πραγματικά ελαττώματα, που εμπόδιζαν την έκδοση της άδειας πυροπροστασίας και συνακόλουθα την έκδοση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης της μισθώτριας εταιρείας και αφετέρου ότι από το ελαττωματικό δάπεδο των μισθίων προκλήθηκε η είσοδος υδάτων, που προκάλεσε πλημμύρα και συνακόλουθα ζημίες στα μηχανήματα και στα εμπορεύματα της μισθώτριας. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, ορθά ερμήνευσε τις ουσιαστικού κανόνα δικαίου διατάξεις των άρθρων 574 έως 578 και 585 ΑΚ, το πραγματικό των οποίων πληρούσαν τα περιστατικά ,που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και συνεπώς δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση.
Πιο συγκεκριμένα και αναφορικά με τις αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι ο 2ος αναιρεσείων εγγυήθηκε την καλή εκτέλεση των όρων των δύο μισθωτικών συμβάσεων ,που είχαν πενταετή διάρκεια και ότι συνεπώς υπέχει συμβατική ευθύνη έναντι της εκμισθώτριας για την τήρηση των όρων των συμβατικών μισθώσεων, ότι επίσης στις μισθωτικές συμβάσεις περιλαμβάνεται ρητός όρος, με τον οποίο συμφωνήθηκε, ότι η μισθώτρια ήταν εκείνη, που όφειλε να εκτελέσει τις ενέργειες για την έκδοση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησής της, με αντικείμενο την κυτιοποιεία, ότι στη μισθώτρια χορηγήθηκε ,κατόπιν της από 23.04.2003 αίτησης αυτής προς το Τμήμα Βιομηχανίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Βοιωτίας, η άδεια εγκατάστασης, με τους όρους που αναφέρονται στο υπ’ αρ. 3813/29-8-2003 έγγραφο της ανωτέρω δημόσιας υπηρεσίας, μεταξύ των οποίων ήταν η έκδοση του πιστοποιητικού πυροπροστασίας ,το οποίο ήταν αναγκαίο για την έκδοση της άδειας λειτουργίας του εργοστασίου της, ότι για ολόκληρο το μίσθιο κτίριο είχε καταρτισθεί μελέτη παθητικής πυροπροστασίας από την εκμισθώτρια και ήδη αναιρεσίβλητη, η οποία είχε εγκριθεί από την Πολεοδομική Υπηρεσία ,ως αρμόδια για την έκδοση της οικοδομικής άδειας για λογαριασμό της εκμισθώτριας – ιδιοκτήτριας του όλου κτιρίου,ότι η ανωτέρω μελέτη παθητικής πυροπροστασίας αφορούσε την επιχειρηματική δραστηριότητα, την οποία ασκούσε η εκμισθώτρια στο κτίριο (ως υφαντήριο- φινιστήριο) και ότι η μισθώτρια -1η αναιρεσείουσα, που είχε διαφορετική επιχειρηματική δραστηριότητα ήταν εκείνη, που όφειλε να εκδώσει την άδεια ενεργητικής πυροπροστασίας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ,σύμφωνη με τα δικά της μηχανολογικά δεδομένα στα μίσθια κτίρια, τα οποία δεν θα μπορούσε να γνωρίζει η εκμισθώτρια, ότι προς τούτο η μισθώτρια είχε υποβάλει την από 14.04.2003 εναλλακτική μελέτη ενεργητικής πυροπροστασίας ,η οποία εγκρίθηκε από την Πυροσβεστική Υπηρεσία ,χωρίς όμως να υποβάλει συγχρόνως και την αίτηση για την χορήγηση του πιστοποιητικού πυροπροστασίας , όπως όφειλε, αλλά αντίθετα ότι στις 20.05.2004 υπέβαλε νέα μελέτη ενεργητικής πυροπροστασίας στην Πυροσβεστική Υπηρεσία ,η οποία όμως επιστράφηκε στην μισθώτρια, για να συμπληρωθεί και ειδικότερα για να διενεργηθεί η πυροδιαμερισματοποίηση ανάμεσα στο ισόγειο και το υπόγειο και ο χωρισμός του υπογείου σε δύο πυροδιαμερίσματα, ενώ υπήρχε και η εναλλακτική πρόταση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για την τοποθέτηση αυτόματου συστήματος καταιονισμού, ότι η μισθώτρια αδράνησε προς τις ανωτέρω υποδείξεις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και συνέχισε να λειτουργεί την επιχείρησή της στα μίσθια κτίρια έως τον μήνα Μάρτιο του έτους 2006,οπότε λόγω καθυστέρησης καταβολής μισθωμάτων ποσού 12.561,86 ευρώ, η εκμισθώτρια και ήδη αναιρεσίβλητη την όχλησε με την από 27.03.2006 εξώδικη δήλωση και ότι τότε, για πρώτη φορά, η μισθώτρια με την από 03.04.2006 εξώδικη δήλωση ισχυρίστηκε, ότι είχε υποστεί ζημία από την είσοδο όμβριων υδάτων στα μίσθια ακίνητα και ότι υπήρχαν στα μίσθια εν γένει προβλήματα, χωρίς να τα εξειδικεύει, αλλά ανέφερε, με γενικόλογη αναφορά, την ύπαρξη προβλημάτων σε πυρασφάλεια και ρωγμές στο δάπεδο των μισθίων, ότι κατόπιν τούτου η εκμισθώτρια πέτυχε να εκδοθεί σε βάρος της μισθώτριας η υπ’ αρ. 5761/2006 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για δεδουλευμένα μισθώματα ύψους 20.860,63 ευρώ, κατά της οποίας η μισθώτρια εταιρεία άσκησε την από 06.06.2006 ανακοπή, στην οποία ισχυρίστηκε, ότι η εκμισθώτρια ήταν εκείνη, που όφειλε να κατασκευάσει τα πυροδιαμερίσματα, ότι η ανακόπτουσα μισθώτρια είχε υποστεί ζημίες στα εμπορεύματά της λόγω της πλημμύρας στα μίσθια και ότι δολίως η εκμισθώτρια της είχε αποκρύψει τα ελλατώματα των μισθίων. Επίσης, εκτός των ανωτέρω,το Εφετείο δέχθηκε, ότι η εκμισθώτρια άμεσα αρνήθηκε τους ανωτέρω ισχυρισμούς της μισθώτριας με την από 17.07.2006 εξώδικη δήλωσή της και κάλεσε την μισθώτρια να ακολουθήσει τις ίδιες ενέργειες, στις οποίες είχε προβεί και αυτή (εκμισθώτρια) για την έκδοση των αδειών λειτουργίας στον ίδιο χώρο, χωρίς πρόβλημα, ότι η διένεξή τους είχε παραμείνει σε εκκρεμότητα μέχρι τις 23.03.2016, οπότε η μισθώτρια παραιτήθηκε από το δικόγραφο της ανωτέρω ανακοπής και ότι τελικά, στις 11.11.2008 η μισθώτρια κατήγγειλε τις ένδικες μισθωτικές συμβάσεις , υποστηρίζοντας ότι η εκμισθώτρια από δόλο της απέκρυψε τα πραγματικά ελαττώματα των μισθίων ακινήτων , δηλαδή την αδυναμία έκδοσης του πιστοποιητικού πυροπροστασίας και της άδειας λειτουργίας της επιχείρησής της, με συνακόλουθο την υπερτιμολόγηση του ηλεκτρικού ρεύματος από τη ΔΕΗ, η οποία δεν αναγνώριζε τη λειτουργία της μισθώτριας, ως βιομηχανικής επιχείρησης. Επίσης, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης η μισθώτρια στην καταγγελία της ανέφερε, ότι είχε υποστεί ζημία από την πλημμύρα, που προκλήθηκε με την είσοδο ομβρίων υδάτων από τις ρωγμές του δαπέδου των μισθίων,λόγω της κακής κατάστασης του τσιμεντένιου δαπέδου αυτών.
Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, που το Εφετείο ανελέγκτως αναιρετικά δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν , κατέληξε με σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία στο πόρισμα ότι η μισθώτρια και ήδη 1η αναιρεσείουσα ήταν εκείνη, που όφειλε να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες, για να εκδοθεί από την Πυροσβεστική Υπηρεσία το πιστοποιητικό πυροπροστασίας , ότι η έκδοση αυτού ήταν εφικτή , εάν η μισθώτρια συμμορφωνόταν προς τις υποδείξεις, που της έκανε η Πυροσβεστική Υπηρεσία, για να πραγματοποιηθεί η πυροδιαμερισματοποίηση ή εναλλακτικά η εγκατάσταση συστήματος αυτόματου καταιονισμού, πλην όμως ότι η μισθώτρια παρέμεινε αδρανής, συνέχιζε τη χρήση των μισθίων ακινήτων και συνεπώς, δεν μπορούσε να γίνει λόγος για πραγματικά ελαττώματα των μισθίων ακινήτων, που να εμπόδιζαν την έκδοση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησής της. Επίσης, με σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες το Εφετείο δέχθηκε, ότι ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε η μισθώτρια για συγκεκριμένα ελαττώματα, μέχρι και το μήνα Μάρτιο 2006, οπότε κοινοποίησε την από 27.03.2006 εξώδικη δήλωση, η οποία ήταν γενικόλογη, χωρίς σαφή αναφορά σε συγκεκριμένο ελάττωμα. Τέλος, το Εφετείο με επαρκή αιτιολογία δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχαν ρηγματώσεις στο τσιμεντένιο δάπεδο των μισθίων ,που προκάλεσαν την εισροή υδάτων και επισημαίνει, ότι η μισθώτρια δεν φρόντισε να πιστοποιήσει τη ζημία με επίσημο έγγραφο. Εκτός των ανωτέρω ,το Εφετείο δέχθηκε επίσης ,ότι η καταγγελία της μισθώτριας εταιρείας ήταν προσχηματική, διότι σκόπευε να αποφύγει να προβεί σε νόμιμη καταγγελία μεταμέλειας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 43 του ΠΔ 34/1995, οπότε θα έπρεπε να καταβάλει τέσσερα μηνιαία μισθώματα , διότι επρόκειτο να μετεγκατασταθεί σε ιδιόκτητο κτίριο στον Πειραιά, που ήδη είχε αρχίσει να κατασκευάζει κατά τον χρόνο σύναψης των μισθωτικών συμβάσεων. Οι ανωτέρω σαφείς και χωρίς αντιφάσεις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης για την δυνατότητα εκ μέρους της μισθώτριας έκδοσης πιστοποιητικού πυρασφάλειας και άδειας λειτουργίας της επιχείρησής της και της ανυπαρξίας πραγματικών ελαττωμάτων των μισθίων στηρίζουν το διατακτικό της απόφασής του, που έχει νόμιμη βάση και συνεπώς, όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον ερευνώμενο 2ο αναιρετικό λόγο, υποστοιχεία αυτού 1 έως 5 , πρέπει να απορριφθούν πρωτίστως ως απαράδεκτα, κατά το άρθρο 561 αρ.1 ΚΠολΔ, διότι υπό την επίφαση της αναιρετικής πλημμέλειας εκ του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ οι αναιρεσείοντες επιχειρούν να πλήξουν την ανέλεγκτη κρίση του Δικαστή ουσίας ως προς το αποδεικτικό υλικό και σε κάθε περίπτωση ως ουσιαστικά αβάσιμα.
Ειδικότερα:
(1) αναφορικά με τον 2ο υποστοιχείο Α’ αναιρετικό λόγο το Εφετείο με σαφή αιτιολογία δέχθηκε, ότι ο 2ος αναιρεσείων συμβλήθηκε ρητά με τον 16ο όρο των συμβάσεων μίσθωσης ως εγγυητής για την καλή εκτέλεση των όρων τους, οι οποίες σημειωτέον, αν και είναι αποδεικτικά έγγραφα, επισκοπούνται επιτρεπτά προκειμένης αναιρετικής πλημμέλειας εκ του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ , στοιχείο που άλλωστε ούτε οι αναιρεσείοντες αμφισβήτησαν.
(2) αναφορικά με τον 2ο λόγο κατά το Β’ σκέλος του, υποστοιχείο 1 αυτού, η προσβαλλόμενη (βλ.σελίδες 6β έως 10α αυτής) διέλαβε σαφή αιτιολογία που στηρίζει το διατακτικό της για την ανυπαρξία ελαττώματος των μισθίων ως προς την έκδοση άδειας λειτουργίας της επιχείρησης, διότι κατά τις επαρκείς αιτιολογίες της υπεύθυνη για την μελέτη της ενεργητικής πυροπροστασίας ήταν η μισθώτρια εταιρεία, ενώ με εκτενή ανάλυση διακρίνει τα είδη της πυροπροστασίας σε παθητική (για την οποία αρμόδια είναι η Πολεοδομία) και σε ενεργητική (για την οποία αρμόδια είναι η Πυροσβεστική Υπηρεσία) και με σαφή αιτιολογία δέχθηκε, ότι είχε καταρτιστεί για όλο το κτίριο η μελέτη της παθητικής πυροπροστασίας, που είχε εγκριθεί από την Πολεοδομία στις 16.07.1999, ότι την ολοκλήρωση της μελέτης της ενεργητικής πυροπροστασίας για όλο το μίσθιο κτίριο και συνεπώς και για το ανατολικό ισόγειο με βόρεια είσοδο, όφειλε να επιμεληθεί η μισθώτρια – 1η αναιρεσείουσα και να συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις της Πυροσβεστικής, πλην όμως ότι αυτή αδράνησε.
(3) αναφορικά με το υποστοιχείο 2 του Β’ σκέλους του 2ου αναιρετικού λόγου το Εφετείο με σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία δέχθηκε ότι η από 03.04.2006 εξώδικη δήλωση της μισθώτριας περί πραγματικών ελαττωμάτων του μισθίου ήταν γενικόλογη ,χωρίς να προσδιορίζει το είδος αυτών ,ότι η εκμισθώτρια άμεσα αρνήθηκε την ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων και επιδίωξε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής για τα δεδουλευμένα οφειλόμενα μισθώματα εναντίον της οποίας η μισθώτρια άσκησε ανακοπή, στην οποία επανέλαβε τους ισχυρισμούς για πραγματικά ελαττώματα των μισθίων , από την οποία όμως παραιτήθηκε, χωρίς περαιτέρω να υποστηρίξει αυτούς τους ισχυρισμούς.
(4) αναφορικά με το υποστοιχείο 3 του Β’ σκέλους του 2ου λόγου αναίρεσης το Εφετείο με σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία δέχθηκε,ότι η εκμισθώτρια και ήδη αναιρεσίβλητη τήρησε της διαδικασία παθητικής πυροπροστασίας για ολόκληρο το κτίριο κατά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας, η οποία βάρυνε αυτήν ως ιδιοκτήτρια του κτιρίου,όπως άλλωστε κατά τις παραδοχές πιστοποιεί και η υπ’αρ. 316/2012 δικαστική πραγματογνωμοσύνη και ότι αντιθέτως η έκδοση του πιστοποιητικού ενεργητικής πυροπροστασίας ήταν υποχρέωση της μισθώτριας, διότι ήταν εκείνη που γνώριζε τα δεδομένα της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, σύμφωνα με τα οποία θα συντασσόταν το πιστοποιητικό αυτό, του οποίου η έκδοση ήταν εφικτή, εάν αυτή είχε συμμορφωθεί προς τις υποδείξεις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, ενώ δεν ήταν αναγκαίο το Εφετείο να αιτιολογήσει, σε τι συνίσταται και πώς πραγματοποιείται η τοποθέτηση του συστήματος αυτόματου καταιονισμού, την εγκατάσταση του οποίου, επίσης, κατά τις σαφείς παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρούσαν εφικτή, τόσο ο δικαστικός πραγματογνώμονας ,όσο και η Πυροσβεστική Υπηρεσία. Άλλωστε, οι σχετικές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων αποτελούν πληρέστερη ανάλυση του αποδεικτικού υλικού, κατά τη δική τους άποψη και όχι ελλιπή αιτιολογία.
(5) αναφορικά με το υποστοιχείο 4 του Β’ σκέλους του ίδιου αναιρετικού λόγου η προσβαλλόμενη (βλ.σελ. 10β αυτής) με επαρκή αιτιολογία αναφέρει τις επί μέρους συμπληρωματικές ενέργειες, τις οποίες όφειλε να εκτελέσει η μισθώτρια για την έκδοση του πιστοποιητικού ενεργητικής πυροπροστασίας, τις οποίες αδράνησε να εκτελέσει και ειδικότερα, τον χωρισμό του υπογείου σε δύο πυροδιαμερίσματα, την τοποθέτηση του συστήματος αυτόματου καταιονισμού, του συστήματος φωτισμού, και ασφάλειας των εξόδων διαφυγής και εξειδικεύει επίσης με επάρκεια τις επικίνδυνες ύλες που θα έπρεπε να αποφεύγεται η χρήση τους ,ενώ δεν ήταν αναγκαίο για τη θεμελίωση των υποχρεώσεων της μισθώτριας να προσδιορίσει το χρόνο ολοκλήρωσης των ενεργειών αυτών, εφόσον κατά τις παραδοχές, η μισθώτρια επί έξη έτη χρησιμοποιούσε τα μίσθια, χωρίς να εκτελέσει κάποια από τις ανωτέρω επιβεβλημένες εργασίες στα μίσθια.
(6) τέλος, αναφορικά με το υποστοιχείο 5 του Β’ σκέλους του 2ου αναιρετικού λόγου οι σχετικές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων για ελλιπή και εν μέρει αντιφατική αιτιολογία είναι απορριπτέες πρωτίστως ως απαράδεκτες, διότι η αναφορά της προσβαλλόμενης για τη λειτουργία βαφείου – φινιστηρίου από την εκμισθώτρια στα μίσθια ακίνητα αποτελούσαν επιχειρήματα, που άντλησε από το αποδεικτικό υλικό και όχι αιτιολογίες, προς ενίσχυση της κρίσης του ότι δεν υπήρχαν πραγματικά ελαττώματα και ότι ήταν εφικτή η έκδοση άδειας λειτουργίας, εάν η μισθώτρια συμμορφωνόταν προς τις υποδείξεις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Σε κάθε περίπτωση οι αναιρεσείοντες υπό την επίφαση ελλιπούς και αντιφατικής αιτιολογίας επιχειρούν να πλήξουν την ανέλεγκτη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού από το Δικαστήριο της ουσίας (άρθρο 561 αρ.1 ΚΠολΔ).
[V] Κατόπιν όλων αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για να ερευνηθεί, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες στο Δημόσιο Ταμείο για την άσκηση της αναίρεσης (άρθρο 495 παρ.3 περ.Βδ’ ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειόντων λόγω της ήττας αυτών (άρθρα 176,183 ΚΠολΔ) τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις κατά το νόμιμο αίτημα αυτής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19.02.2019 (αρ.κατ. 140/2019) αίτηση για την αναίρεση της υπ’ αρ. 5561/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών).
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, που έχει κατατεθεί στο Δημόσιο Ταμείο για την άσκηση της αίτησης αναίρεσης.
ΚΑΙ
Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Απριλίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιουνίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ