Αριθμός 852/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου – Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημητρούλα Υφαντή, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Ειρήνη Καλού και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 2 Φεβρουαρίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. συζ. Δ. Λ., το γένος Δ. Λ. και 2) Δ. Λ. του Κ., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Φλώρα Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: ΝΠΔΔ με την επωνυμία “ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΒΟΛΟΥ – ΑΧΙΛΛΟΠΟΥΛΕΙΟ”, που εδρεύει στο Βόλο και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σοφία Αποστολάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-5-2012 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 391/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4823/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15-5-2017 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Χρήστο Βρυνιώτη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 15.5.2017 (με ειδ. αριθμ. κατάθεσης 297/2017) αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται, η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 647 επ. του Κ.ΠολΔ (μισθωτικών διαφορών), όπως ίσχυαν πριν από την ισχύ του Ν. 4335/2015, υπ’ αριθμό 4823/2015 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση του εκκαλούντος-αναιρεσιβλήτου, ΝΠΔΔ με την επωνυμία “ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΒΟΛΟΥ – ΑΧΙΛΛΟΠΟΥΛΕΙΟ”, κατά της υπ’ αριθμό 391/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αφού εξαφάνισε την τελευταία (που είχε κρίνει αντιθέτως), κράτησε και δίκασε την υπόθεση, δέχθηκε την ένδικη από 14.5.2012 αγωγή του εκκαλούντος – αναιρεσιβλήτου, που αφορούσε καταβολή καθυστερουμένων μισθωμάτων.
Κατά το άρθρο 574 ΑΚ, με τη σύμβαση μίσθωσης πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα, κατά δε το άρθρο 595 του ίδιου Κώδικα, το μίσθωμα καταβάλλεται στις συμφωνημένες ή στις συνηθισμένες προθεσμίες. Αν δεν υπάρχουν τέτοιες προθεσμίες, καταβάλλεται κατά τη λήξη της μίσθωσης και αν συμφωνήθηκε καταβολή σε μικρότερα διαστήματα κατά τη λήξη τους. Κατά την ΑΚ 597, αν ο μισθωτής καθυστερεί το μίσθωμα ολικά ή μερικά, ο εκμισθωτής δικαιούται να καταγγείλει τη μίσθωση τουλάχιστον πριν από ένα μήνα, αν πρόκειται για μίσθωση που η διάρκειά της συμφωνήθηκε για ένα χρόνο ή περισσότερο και πριν από δέκα ημέρες στις άλλες μισθώσεις… Η καταγγελία μένει χωρίς αποτέλεσμα αν ο μισθωτής πριν περάσει η προθεσμία αυτή καταβάλλει το καθυστερούμενο μίσθωμα μαζί με τα τυχόν έξοδα της καταγγελίας. Εξ άλλου κατά τη διάταξη της ΑΚ 601, ο μισθωτής, για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά τη λήξη της μίσθωσης οφείλει ως αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία. Η αμέσως, κατά το παραπάνω άρθρο, αξίωση του εκμισθωτή για αποζημίωση σε περίπτωση παρακράτησης του μισθίου από τον μισθωτή μετά τη λήξη της μίσθωσης δεν αφορά μισθώματα, διότι δεν έχει βάση τη μισθωτική σύμβαση αλλά το γεγονός της παρακράτησης μετά τη λήξη της μίσθωσης και εντεύθεν εξαιτίας της παράβασης αυτής προκύπτουσα υποχρέωση αποζημιώσεως (ΑΠ 7/2010).
Ο προβλεπόμενος από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εσωτερικού ή διεθνούς, στοιχειοθετείται όταν ο κανόνας αυτός, με βάση τις ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης, δεν εφαρμόζεται, παρότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή όταν εφαρμόζεται χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, καθώς και όταν εφαρμόζεται εσφαλμένα, η δε σχετική παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με εσφαλμένη ερμηνεία, είτε με εσφαλμένη εφαρμογή αυτού, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με αυτόν τον λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων και τα νομικά σφάλματα κατά την ουσιαστική διερεύνηση της επίδικης διαφοράς. Δηλαδή ελέγχεται αν η αγωγή και κάθε ισχυρισμός, που ασκεί έννομη επιρροή στη διαγνωστέα έννομη σχέση ή έννομη συνέπεια (ένσταση, αντένσταση κ.λπ.), απορρίφθηκαν ορθά ως μη νόμιμοι ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, η αγωγή ή η ένσταση κ.λπ. έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ.ΑΠ 27 – 28/1998). Περαιτέρω, ο προβλεπόμενος από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν από το αιτιολογικό της απόφασης τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία, για να κριθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση αν συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης που εφαρμόστηκε ή αν δεν συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις, που αποκλείουν την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως αιτιολογία δε που συγκροτεί τη νόμιμη βάση της απόφασης, της οποίας η έλλειψη θεμελιώνει τον προαναφερόμενο αναιρετικό λόγο, νοείται η παραδοχή ή άρνηση των περιστατικών που θεμελιώνουν το πραγματικό μέρος της οικείας διάταξης ουσιαστικού δικαίου, και όχι οι σκέψεις, κρίσεις ή τα επιχειρήματα, με τα οποία το δικαστήριο αιτιολογεί γιατί πείθεται ή δεν πείθεται, ως προς τη συνδρομή των εν λόγω περιστατικών. Στοιχειοθετείται δηλαδή ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν από τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, βάσει των οποίων και μόνο ελέγχεται η έλλειψη ή μη νόμιμης βάσης αυτής, δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη διάταξη ουσιαστικού νόμου. Αντίθετα, ο σχετικός λόγος αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται όταν η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει κρίση για την ουσία της υπόθεσης με διατύπωση σχετικού αποδεικτικού πορίσματος ή όταν πρόκειται για ασάφειες ή ελλείψεις που αφορούν απορριπτικό σκεπτικό αγωγής ή ένστασης ως μη νόμιμης ή ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, δηλαδή στην ανάλυση, αξιολόγηση και στάθμιση του αποδεικτικού υλικού, καθώς και στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, εφόσον αυτό διατυπώνεται με σαφήνεια και βεβαιότητα, ώστε να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος (Ολ.ΑΠ 3/1997 και 13/1995).
Στην προκειμένη περίπτωση, το δικάσαν Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 4823/2015 απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον, σχετικά με τους λόγους αναιρέσεως, τμήμα της, δέχθηκε ως αποδεχθέντα, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Με το από 1.7.2003 ιδιωτικό συμφωνητικό το ενάγον εκμίσθωσε στην πρώτη εναγομένη μία μονοκατοικία, εμβαδού 280 τ.μ., με το οικόπεδο και την αυλή της, εμβαδού 622 τ.μ., που βρίσκεται στην ….. στο ….. επί της οδού ….. αριθμ. … προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατοικία της ιδίας και της οικογένειάς της, για 5 έτη από 1-9-2003 έως 31-8-2008, αντί μηνιαίου μισθώματος 4.100 ευρώ, το οποίο συμφωνήθηκε να καταβάλλεται εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα. Το άνω μίσθιο έχει χαρακτηρισθεί με την υπ’ αρ. 82243/2000 απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, Υγείας και Πρόνοιας, ως διατηρητέο. Η άνω σύμβαση έγινε μετά τη διενέργεια δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού, κατόπιν της με αρ. 10/30-4-2003 αποφάσεως του Δ.Σ. του ενάγοντος και σύμφωνα με τη με αρ. 4726/15-5-2003 διακήρυξη του τότε διοικητή και προέδρου του Δ.Σ., κατά τον οποίο διαγωνισμό, η πρώτη εναγόμενη στις 6-6-2003 αναδείχθηκε πλειοδότης. Ο δεύτερος των εναγομένων εγγυήθηκε ατομικώς κάθε οφειλή της μισθώτριας προς τον εκμισθωτή πηγάζουσα από τη σύμβαση, ευθυνόμενος ως αυτοφειλέτης (18ος όρος της σύμβασης). Με τη σύμβαση αυτή συμφωνήθηκε ότι η μισθώτρια θα προβεί σε εργασίες αποκατάστασης, συντήρησης και αναπαλαίωσης του μισθίου, που κοστολογήθηκαν σε 200.000 ευρώ. Μέρος του μισθώματος συμφωνήθηκε να συμψηφισθεί με το κόστος των άνω εργασιών και ειδικότερα 50 πρώτους μήνες της μίσθωσης να συμψηφισθεί το ποσό των 4.000 ευρώ μηνιαία, ήτοι 4.000 χ 50 = 200.000 ευρώ. Το υπόλοιπο των 100 ευρώ μηνιαία και το ποσό των 147,6 ευρώ που αντιστοιχεί στο τέλος χαρτοσήμου (3,6%) επί του συνολικού μισθώματος θα προκαταβάλλεται ανά εξάμηνο και συγκεκριμένα κάθε 1η Σεπτεμβρίου και 1η Μαρτίου ετησίως θα καταβάλλει η μισθώτρια ποσό (100 + 147.60) χ 6 = 1.485,60 ευρώ. Μετά τους 50 μήνες συμφωνήθηκε το μίσθωμα των 4.100 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου (3,6%) να προκαταβάλλεται μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα και μάλιστα σε περίπτωση αναγκαστικής παράτασης της μίσθωσης και παραμονής της μισθώτριας πέραν της πενταετίας και για κάθε επόμενο μισθωτικό έτος μέχρι τη λήξη της μίσθωσης και την απόδοση του μισθίου, η μισθώτρια ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει ετησίως αυξημένο μίσθωμα, καθοριζόμενο σε ποσοστό 15% επί του εκάστοτε καταβαλλομένου μισθώματος του αμέσως προηγούμενου μισθωτικού έτους. Με τον 3ο όρο της επίδικης σύμβασης συμφωνήθηκε ότι το ποσό των 200.000 ευρώ. που αντιστοιχεί στις άνω συμφωνημένες εργασίες, θα είναι περιοριστικό και δεν είναι δυνατό ούτε να ξεπεραστεί, ούτε και να γίνουν λιγότερες εργασίες από αυτές που έχουν προβλεφτεί. Η εναγομένη παρέλαβε το μίσθιο και έκανε ακώλυτη χρήση αυτού καθ’ όλη τη διάρκεια της μίσθωσης. Με την υπ’ αρ. πρωτ. ..964/24.7.2008 επιστολή του Υποδιευθυντή της διοικητικής υπηρεσίας του ενάγοντος γνωστοποιήθηκε στην πρώτη εναγομένη ότι σύμφωνα με το προαναφερόμενο συμφωνητικό το μίσθωμα από 1/9/2008 μέχρι 31/8/2009 διαμορφώνεται σε 4.715 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου. Η ανωτέρω με την από 5/9/2008 επιστολή της προς το ενάγον απάντησε ότι θεωρεί την αναπροσαρμογή αυτή υπερβολική και ζήτησε μια λογική αναπροσαρμογή του μισθώματος. Γνωστοποίησε επίσης ότι για να συνεχισθεί η μίσθωση είναι αναγκαία η επισκευή της στέγης η οποία λόγω παλαιότητας παρουσιάζει διαρροή, καθώς και η εκτέλεση των εργασιών μόνωσης στο υπόγειο και ισόγειο της κατοικίας για την αντιμετώπιση της υγρασίας. Ανέφερε ότι οι εργασίες αυτές θα ανέλθουν στο ποσό των 30.000 ευρώ περίπου και ζήτησε από το ενάγον να την ενημερώσει αν τις εργασίες αυτές θα τις εκτελέσει το ίδιο ή εκείνη και το ποσό που θα δαπανήσει να συμψηφισθεί με μελλοντικά μισθώματα. Το Δ.Σ. του ενάγοντος με την υπ’ αρ. 34/30-9-2008 απόφασή του απέρριψε τα αιτήματα της εναγομένης, επικαλούμενο το άρθρο 12 του συμφωνητικού, σύμφωνα με το οποίο “κάθε επισκευή, προσθήκη ή βελτίωση του μισθίου (πέρα από τις προγραμματισμένες με την τεχνική έκθεση) θα γίνεται με δαπάνες της μισθώτριας…”. Με την ίδια απόφαση το Δ.Σ. αποφάσισε να εμμείνει στην τήρηση των όρων του συμφωνητικού με αναπροσαρμογή του μισθώματος κατά 15% ετησίως. Με την υπ’ αρ. 32728/15-10-2008 επιστολή του Υποδιευθυντή της Διοικητικής Υπηρεσίας του Νοσοκομείου, η εναγόμενη έλαβε γνώση της απόρριψης των αιτημάτων της. Η κατά τα άνω έγγραφη επικοινωνία μεταξύ των συμβαλλομένων σταμάτησε και η εναγόμενη παρέμεινε στο μίσθιο. Η επίδικη μίσθωση μετά την πάροδο του συμβατικού της χρόνου έληξε και η μισθώτρια υποχρεούτο. σύμφωνα με τον 13ο όρο του συμφωνητικού και μάλιστα χωρίς όχληση να εκκενώσει το μίσθιο και να το αποδώσει στον εκμισθωτή ελεύθερο “ευθυνόμενη διαφορετικά σε κάθε αποζημίωση από τη μη έγκαιρη απόδοση του μισθίου”. Με τον ίδιο τρόπο συμφωνήθηκε ότι δεν χωρεί αναμίσθωση σιωπηρή, με αποτέλεσμα να μην τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρ. 611 του Α.Κ. Παρά ταύτα, η εναγόμενη παρακράτησε το μίσθιο και συνέχισε να καταβάλει το συμφωνηθέν μίσθωμα έως και τον Απρίλιο 2009. Από τον Μάρτιο 2009 το μίσθιο εμφάνισε προβλήματα λειτουργικά, κυρίως σχετικά με τη στέγη του. τη δαπάνη για την αποκατάσταση της οποίας δεν αναλάμβανε ούτε ο εκμισθωτής, ούτε η μισθώτρια. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι εξ αιτίας αυτού του γεγονότος η μισθώτρια αποφάσισε να αποχωρήσει από το μίσθιο, ειδοποιώντας και το ενάγον, απευθυνόμενη σχετικά στον προϊστάμενο της τεχνικής του υπηρεσίας και ότι τελικά αποχώρησε στις 30-4-2009, χωρίς έκτοτε να οχληθεί από το ενάγον για οποιοδήποτε ζήτημα αφορά στο επίδικο ακίνητο. Από κανένα όμως στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι πράγματι η εναγόμενη αποχώρησε από το μίσθιο στις 30-4-2009, αφού δεν προέβη σε καμία επιμελή πράξη να γνωστοποιήσει την απόφασή της αυτή με κάποιο ασφαλή τρόπο, έστω με τηλεγράφημα, fax, e-mail κ.λπ., όπως αντίθετα έκανε ζητώντας την αναπροσαρμογή του μισθώματος και την εκτέλεση εργασιών αποκατάστασης του μισθίου με την από 5-9-2008 επιστολή της, που πρωτοκολλήθηκε στο ενάγον στις 16-9-2008. Ως εκ τούτου, την επιμέλεια που επέδειξε η εναγομένη για ελάσσονα ζητήματα, όπου δεν αρκέσθηκε σε προφορικές συζητήσεις με αναρμόδιους υπαλλήλους του ενάγοντος, αλλά απέστειλε επιστολή, η οποία και πρωτοκολλήθηκε, δεν επέδειξε για το μείζον ζήτημα της αποχώρησής της και της νομότυπης απόδοσης της χρήσης του μισθίου, για την οποία επικαλείται συνομιλία τηλεφωνική με υπαλλήλους του ενάγοντος, μη εξουσιοδοτημένους προς τούτο. Ούτε, άλλωστε, από την άνω από 5-9-2008 επιστολή προέκυπτε ότι αν δεν γίνονταν δεκτοί οι όροι που έθετε με αυτή στο ενάγον η ίδια θα αποχωρούσε από το μίσθιο. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι τουλάχιστον μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής δεν είχε αποδοθεί νομίμως η χρήση του μισθίου στο ενάγον, ώστε να μπορέσει αυτό να αξιοποιήσει με νέα περαιτέρω μίσθωση. Ούτε μπορούσε το ενάγον να εισέλθει αυτοβούλως στο μίσθιο χωρίς να έχει προηγηθεί νομότυπη παράδοσή του από την εναγομένη. Όπως αποδεικνύεται από τον προσκομισθέντα λογαριασμό της ΔΕΗ στο όνομα της εναγομένης, με ημερομηνία λήξεως πληρωμής 21/10/2013, περιόδου κατανάλωσης 29/7/2013 έως 26/9/2013, με οφειλόμενο ποσό 1.419 ευρώ που αφορά το ένδικο ακίνητο, αυτή δεν έχει διακόψει την παροχή ρεύματος του μισθίου και ο λογαριασμός εκδίδεται στο όνομά της. Έτσι, το ενάγον με το από 4-5-2012 εξώδικό του ζήτησε από την εναγομένη την καταβολή καθυστερουμένων μισθωμάτων, γεγονός που η ίδια αρνήθηκε με την από 21-11-2012 εξώδικη διαμαρτυρία της, επιδοθείσα στις 27-11-2012 στο ενάγον, στην οποία πλην των άλλων, δήλωνε ότι αποχώρησε από το μίσθιο στις 30-4-2009, τούτο δε παρέλαβε ο τότε προϊστάμενος της τεχνικής του υπηρεσίας. Μόνο όμως με το από 26-4-2013 εξώδικό της η εναγομένη εξέφρασε στο ενάγον τη ρητή δήλωσή της ότι “…δικαιούστε να εισέλθετε στο ακίνητο…”. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στο ενάγον τα παρακάτω μισθώματα συνολικού ύψους 223.292,15 ευρώ και τέλη χαρτοσήμου, τα οποία δεν κατέβαλε από δυστροπία, αν και χρησιμοποίησε ανενόχλητα το μίσθιο. Συγκεκριμένα α) για το χρονικό διάστημα από 1/5/2009 μέχρι 31/8/2010 ποσό 18.860 ευρώ (4.715 Ε μηνιαίως χ 4 μήνες), β) για το χρονικό διάστημα από 1/9/2009 μέχρι 31/8/2010 ποσό 65.067 ευρώ (5.422,25 Ε μηνιαίως χ 12 μήνες), γ) για το χρονικό διάστημα από 2/9/2010 μέχρι 31/8/2011 ποσό 74.826.96 ευρώ (6.235,58 ευρώ χ 12 μήνες) και δ) για το χρονικό διάστημα από 1/9/2011 μέχρι 30/5/2012 ποσό 64.538.19 ευρώ (7.170.91 Ε μηνιαίως χ 9 μήνες). Για την καταβολή του άνω ποσού συνυπεύθυνος αλληλέγγυα και εις ολόκληρον είναι και ο δεύτερος εναγόμενος, ως εγγυητής για την καλή εκτέλεση των υποχρεώσεων της μισθώτριας και ιδιαίτερα οφειλής αυτής συμβατικής ή αποζημιωτικής πηγάζουσας από την επίδικη σύμβαση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι παρά την αποχώρηση της εναγομένης από το μίσθιο στις 30-4-2009, αυτή δεν παρέδωσε προσηκόντως το μίσθιο, ευθυνόμενη προς τούτο τυπικά μεν σε αποζημίωση χρήσης για την επίδικη περίοδο (1-5-2009 έως και 30.5.2012), απαίτηση όμως που, κατά την κρίση του, το ενάγον ασκεί καταχρηστικά (ΑΚ 281), μετά από παραδοχή ουσιαστικά βασίμου της σχετικής ενστάσεως που προέβαλαν οι εναγόμενοι. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προέκυψε ότι το ενάγον αδιαφόρησε τόσο για την προσήκουσα παράδοση, όσο και για την καταβολή μισθωμάτων, δημιουργώντας την πεποίθηση στη μισθώτρια ότι ουδέποτε θα εγείρει εναντίον της οιαδήποτε απαίτησή του. Έτσι, το ενάγον άσκησε νόμιμο δικαίωμά του, μέσα στα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός αυτού και τα αντίθετα υποστηριζόμενα κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα”. Ακολούθως το Εφετείο δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την έφεση του εκκαλούντος-αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 391/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή, την οποία δέχθηκε στο σύνολό της και υποχρέωσε τους εναγομένους, εις ολοκλήρον, να καταβάλουν στο ενάγον το ποσό των 223.292,15 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο, κατ’ εκτίμηση της ιστορικής βάσεως και νομικής θεμελιώσεως της αγωγής, παραβίασε ευθέως τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 361, 574, 575, 597, 599, 611 ΑΚ, καθότι απέδωσε στο περιεχόμενο εκείνων εκ των ως άνω διατάξεων που αφορούν στη διάρκεια της μισθώσεως την έναρξη και τη λήξη της και ορίζουν τις προϋποθέσεις και τα δικαιώματα των μερών, μη προσήκον και δη ευρύτερο περιεχόμενο από εκείνο που κατ’ ορθή ερμηνεία έχουν, υπολαμβάνον εσφαλμένα ότι η σύμβαση μισθώσεως καθιδρύει υποχρέωση του μισθωτή προς καταβολή του μισθώματος και μετά τη λύση της για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο έως την απόδοση του μισθίου στον εκμισθωτή. Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία των ως άνω διατάξεων η υποχρέωση καταβολής του μισθώματος υφίσταται μέχρι την καθ’ οιονδήποτε νόμιμο τρόπο λύση της μισθώσεως. Έτσι, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του έσφαλε κατά την υπαγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του, στο πραγματικό των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου, διότι τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, δεν ταυτίζονται, ούτε ερμηνευτικά εξομοιώνονται με το πραγματικό των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν με συνέπεια η κρίση περί υποχρεώσεως καταβολής μισθωμάτων, η μη καταβολή των οποίων οφειλόταν σε δυστροπία, στην αναφερθείσα στις παραδοχές της προσβαλλόμενης επίμαχη περίοδο, να μην εμφανίζεται ως αναγκαίο επακόλουθο της γενόμενης υπαγωγής. Σε κάθε περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραβίασε τις παραπάνω διατάξεις εκ πλαγίου, διαλαβόν στην απόφασή του, ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης ζήτημα και συγκεκριμένα ως προς τον χρόνο λύσεως της μισθώσεως, οι οποίες καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των διατάξεων εκείνων εκ των άνω άρθρων που αφορούν στη διάρκεια της μισθώσεως και ιδίως στη λήξη της και δεν δικαιολογούν την υπαγωγή όσων περιστατικών κρίθηκαν ως αποδεχθέντα στο πραγματικό αυτών, ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία, για το ότι συνέτρεξε περίπτωση εφαρμογής τους. Έτσι η συναχθείσα έννομη συνέπεια, ήτοι η υποχρέωση της μισθώτριας προς καταβολή μισθωμάτων από τον μήνα Μάϊο 2009 έως τον Μάϊο 2012 να μη επέρχεται ως λογικό επακόλουθο της γενόμενης υπαγωγής, εφόσον δεν καθορίζεται με σαφήνεια και πληρότητα, ο χρόνος λήξεως της μισθώσεως. Ειδικότερα, ενώ δέχθηκε το Εφετείο ότι η ένδικη μίσθωση συνεχίσθηκε και μετά την πάροδο της αρχικής πενταετίας, για την οποία είχε συμφωνηθεί η διάρκεια της μίσθωσης και ως τον μήνα Μάϊο του 2012 και ότι δεν καταβλήθηκαν από δυστροπία από την πρώτη αναιρεσείουσα (μισθώτρια), τα μισθώματα από τον Μάϊο 2009 έως τον Μάϊο 2012, συγχρόνως αντιφατικά δέχθηκε ότι η ένδικη μίσθωση μετά την πάροδο του συμβατικού της χρόνου (πενταετία) έληξε και η μισθώτρια υποχρεούτο να αποδώσει το μίσθιο ακίνητο στον εκμισθωτή, ευθυνόμενη, κατά σχετικό συμβατικό όρο, σε αποζημίωση, για την μη έγκαιρη απόδοσή του, αφού συμφωνήθηκε ότι δεν χωρεί σιωπηρή αναμίσθωση (άρθρ. 611 ΑΚ). Κατά τις παραδοχές λοιπόν της αποφάσεως του Εφετείου, το μεν έγινε δεκτό ότι η μίσθωση συνεχίσθηκε έως τον Μάϊο του 2012 το δε ότι η μίσθωση έληξε με την πάροδο του συμβατικού της χρόνου (πενταετίας), ήτοι την 31.8.2008. Όμως, ο ακριβής χρόνος διάρκειας της μισθώσεως ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, διότι μόνο αν γινόταν δεκτό ότι η μίσθωση έληξε τον Μάϊο 2012 ή ότι συνεχίζεται και μετά την άσκηση της αγωγής, θα υπήρχε υποχρέωση της μισθώτριας προς καταβολή του μισθώματος, ενώ στην αντίθετη περίπτωση που θα είχε γίνει δεκτό ότι η μίσθωση έληξε την 31.8.2008 τέτοια υποχρέωση δεν θα υπήρχε. Διαφορετικό δε είναι το ζήτημα ότι η μισθώτρια, όπως έγινε δεκτό, δεν απέδωσε το μίσθιο, αλλά το παρακράτησε παράνομα, αφού η ενέργεια αυτή θα είχε άλλες συνέπειες και θα έθετε σε εφαρμογή το άρθρο 601 ΑΚ, που προβλέπει αποζημίωση χρήσης για όσο χρόνο ο μισθωτής, μετά τη λήξη της μίσθωσης, παρακρατεί το μίσθιο. Είναι συνεπώς, βάσιμος ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. και πρέπει κατά παραδοχή του λόγου αυτού, παρελκούσης της εξετάσεως των λοιπών λόγων αυτής, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση και πρέπει ακολούθως να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, κατά την παρ. 3 του άρθρου 580 Κ.Πολ.Δ. και να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου στους αναιρεσείοντες. Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων που νίκησαν και δεν κατέθεσαν προτάσεις, πρέπει κατά το βάσιμο αίτημά τους να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσιβλήτου που ηττήθηκε, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρ. 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 4823/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από δικαστή άλλο από αυτόν που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει την επιστροφή στους αναιρεσείοντες του παραβόλου που κατατέθηκε από αυτούς, ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ για την άσκηση της αναίρεσης. Και
Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Απριλίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαΐου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ