Αριθμός 884 /2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παρασκευή Καλαϊτζή, Γεώργιο Παπανδρέου, Αναστασία Περιστεράκη – Εισηγήτρια, Μαρία Μουλιανιτάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Νοεμβρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Γ. του Δ. και Α., 2) Ν. Γ. του Δ. και Α., 3) Χ. Γ. του Δ. και Α., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Μύρ. Γιαννακάκι με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Σ. του Α. και Χ., 2) Σ. Σ. του Α. και Χ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηρακλή Τσάγκα με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-6-2016 αγωγή των ήδη α’ αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Λιβαδειάς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 142/2017 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 37/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 5-4-2019 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1108 AK, αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αρνητική αγωγή ασκείται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, δηλαδή όταν ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλο τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, οπότε προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή κατ’ αυτού που κατέχει το πράγμα (άρθρο 1094 Α.Κ.). Διατάραξη της κυριότητας (ή συγκυριότητας) αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνο ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα, η δε διατάραξη αυτή έχει ως συνέπεια την μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση και απόλαυση ορισμένων μόνον εξουσιών εκ της κυριότητας επί του πράγματος. Έτσι, όπως προκύπτει, από τις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων 1094 και 1108ΑΚκαι του άρθρου 218 ΚΠολΔ δεν είναι επιτρεπτή η αντικειμενική σώρευση της διεκδικητικής και της αρνητικής αγωγής λόγω αντίφασης μεταξύ τους, αφού η πρώτη προϋποθέτει καθολική προσβολή της κυριότητας με στέρηση της νομής ή κατοχής, ενώ η δεύτερη προϋποθέτει μερική προσβολή, που δεν φθάνει μέχρι την ολική απώλεια της νομής. Συνακόλουθα προς τα ανωτέρω, αν με το αγωγικό δικόγραφο γίνεται επίκληση ολικής παράνομης κατακρατήσεως του ακινήτου εκ μέρους του εναγομένου και σωρεύεται η διεκδικητική της κυριότητας αγωγή με την αρνητική τοιαύτη, που αφορά το ίδιο ακίνητο, η τελευταία τυγχάνει μη νόμιμη. Περαιτέρω, η παράνομη και υπαίτια κατάληψη ξένου ακινήτου και η ανέγερση σ’ αυτό κατασκευασμάτων, που προκαλούν ζημία στον κύριο του ακινήτου, παρέχει στον τελευταίο, εκτός από τη διεκδικητική αγωγή και αγωγή αποζημιώσεως κατά τις διατάξεις των άρθρων 1099, 297, 298, 914, 932 ΑΚ. Η αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, οφειλόμενη κατ’ αρχή σε χρήμα (άρθρο 297 παρ.1 Α.Κ.), μπορεί να ζητηθεί να γίνει in natura (άρθρο 297 παρ. 2 Α.Κ.), δηλαδή με την υποχρέωση αποκατάστασης των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, δια της κατεδαφίσεως και απομακρύνσεως των κατασκευασμάτων. Πότε ένα τέτοιο σωρευόμενο στη διεκδικητική αγωγή αίτημα ασκείται ως αξίωση αποζημίωσης για την αποκατάσταση της ζημίας του κυρίου ή ως περιεχόμενο της αρνητικής αγωγής και προς προστασία της κυριότητος αποτελεί εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠοΛΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Κατά δε την διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 6 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-1-2016, μεταξύ άλλων και για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από την ημερομηνία αυτή (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού) και εφαρμόζεται, εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου καταθέσεως της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως (12.4.2019), η οποία είναι ταυτόσημη με την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, κατά των προαναφερομένων αποφάσεων (των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων), αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια του αναιρετικού αυτού λόγου, που δεν προβλεπόταν μεταξύ των περιοριστικά αναφερόμενων στο πιο πάνω άρθρο λόγων, όπως τούτο ίσχυε πριν αντικατασταθεί με το ν. 4335/2015 και αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνων ουσιαστικής φύσης και όχι δικονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαδικασία (ΑΠ 1454/2017). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στην θεμελίωση ή στην κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της αποφάσεως για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περιπτώσεως στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περιπτώσεως. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για την στοιχειοθέτηση της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της. Εξάλλου, στην περίπτωση που το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο ή περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες και με τους λόγους της αναίρεσης πλήττεται η μια μόνον από αυτές, οι λόγοι αυτοί της αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, αφού οι μη πληττόμενες αιτιολογίες στηρίζουν επαρκώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση που με τους λόγους της αναίρεσης πλήττονται όλες οι αιτιολογίες, αλλά η προσβολή της μιας από αυτές δεν τελεσφορεί (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 826/2018). Κατά δε το άρθρο 560 αρ. 5 ΚΠοΛΔ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπ` όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η οποία ταυτίζεται με αυτή του αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠοΛΔ., ως “πράγματα” θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλομΑΠ 25/2003). Δεν αποτελούν “πράγματα” η άρνηση αιτιολογημένη ή όχι αγωγής, ανταγωγής ή ενστάσεως ή τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων και που δεν έχουν “αυτοτέλεια” (ΟλομΑΠ 469/1984), έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης. Τούτο διότι το “πραγματικό επιχείρημα” δεν έχει αυτοτελή ύπαρξη, αλλά τείνει απλώς σε επίρρωση ή απόκρουση απόδειξης του πραγματικού ισχυρισμού, αναφερόμενο στο οντολογικό μέρος του. Ούτε αποτελούν πράγματα οι νομικοί ισχυρισμοί που αφορούν στην ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου, ούτε και η επιχειρηματολογία του διαδίκου (ΟλομΑΠ 3/1997). Κατά την ανωτέρω έννοια, δεν είναι “πράγμα” η επίκληση των αποδεικτικών μέσων και του περιεχομένου αυτών (ΑΠ 29/2020). Τέλος ,κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο για τους (περιοριστικά) αναφερόμενους στο άρθρο 560 ΚΠολΔ λόγους στους οποίους δεν περιλαμβάνεται ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11 γ` του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 45/1987).
Στην προκείμενη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση, κατ’ άρθρο 561 παρ 2 ΚΠολΔ των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την από 21.06.2016 αγωγή τους ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λιβαδειάς, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι με παράγωγο τρόπο, δυνάμει των αναφερομένων συμβολαίων που έχουν μεταγραφεί νομίμως, είναι ο καθένας αποκλειστικός κύριος των περιγραφομένων στο δικόγραφο οριζόντιων ιδιοκτησιών μιας οικοδομής κτισμένης επί οικοπέδου εκτάσεως 193 τ.μ. ρυμοτομημένη, που είχε αρχικά επιφάνεια 300 τ.μ., που βρίσκεται στη συνοικία …, όπως αναλυτικά περιγράφεται. Ότι η οριζόντια ιδιοκτησία της πρώτης ενάγουσας, υπό στοιχ. Β (διαμέρισμα ισογείου), έχει ποσοστό συγκυριότητας επί του όλου οικοπέδου 219,75 χιλιοστά, η υπό στοιχ. Γ (αποθήκη ισογείου) ποσοστό συγκυριότητας 23,97 χιλιοστά και η υπό στοιχ. Β (δεύτερος υπέρ του ισογείου μελλοντικός όροφος) ποσοστό συγκυριότητας επί του όλου οικοπέδου 236,30 χιλιοστά, ενώ η οριζόντια ιδιοκτησία του δεύτερου ενάγοντος που βρίσκεται στον Α όροφο (διαμέρισμα) έχει ποσοστό συγκυριότητας επί όλου του οικοπέδου 249,70 χιλιοστά. Ότι τα ακίνητα αυτά περιήλθαν σ’ αυτούς από τον πατέρα τους Α. Σ. και σ’ αυτόν, το οικόπεδο επί του οποίου βρίσκεται η πιο πάνω οικοδομή, από τον Δ. Γ., με το υπ’ αριθ. …/1954 πωλητήριο συμβόλαιο του Συμβ/φου Λιβαδειάς Π. Δρόσου, νομίμως μεταγραμμένο. Με το παραπάνω συμβόλαιο ο ως άνω δικαιοπάροχος των εναγόντων και ο ανωτέρω Δ. Γ., δικαιοπάροχος των εναγομένων, συμφώνησαν να αφεθεί ακάλυπτη εδαφική λωρίδα μήκους 13 μέτρων και πλάτους από 1 μέτρο προς δυσμάς έως 2,5 μέτρα ανατολάς νοτίως του τοίχου της οικοδομής που θα ανήγειρε αυτός. Ότι πράγματι ο άνω δικαιοπάροχος των εναγόντων το 1957 ανήγειρε οικοδομή επί του πωληθέντος οικοπέδου αφήνοντας κατά τα συμφωνηθέντα ακάλυπτη εδαφική λωρίδα μήκους 13 μέτρων και πλάτους 1 μέτρου, στο νότιο τοίχο της οικοδομής του, και τοποθέτησε σ’ αυτήν τον αποχετευτικό αγωγό της οικοδομής του. Ότι επ’ αυτής της εδαφικής λωρίδας, τόσο ο δικαιοπάροχος των εναγόντων, όσο και αυτοί ασκούσαν πράξεις νομής και κατοχής για χρονικό διάστημα πέραν της πεντηκονταετίας, έχοντας εγκαταστήσει τους αγωγούς αποχέτευσης των υδάτων της οικιακής χρήσης των οριζοντίων ιδιοκτησιών τους, και, συνεπώς, έχουν καταστεί συγκύριοι κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου τόσο με τακτική όσο και με έκτακτη χρησικτησία. Ότι, ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, οι εναγόμενοι, συγκύριοι του όμορου προς νότο οικοπέδου, επί του οποίου έχουν ανεγείρει οικοδομή, τον Αύγουστο του 2008, προέβησαν παράνομα στην κατάληψη της ανωτέρω εδαφικής λωρίδας, την οποία επικάλυψαν με οπλισμένο σκυρόδεμα, πάνω στο οποίο κατασκεύασαν ψησταριά, ενώ προ μηνός από την άσκηση της κρινόμενης αγωγής κατασκεύασαν επί του επιδίκου εδαφικού τμήματος, τοίχο από τσιμεντόλιθους μήκους 2,5 μέτρων και ύψους 3 μέτρων, αποβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τους ενάγοντες από την επίδικη εδαφική λωρίδα κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά τους. Με αυτό το περιεχόμενο ζητούσαν να αναγνωρισθούν συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι της επίδικης εδαφικής λωρίδας, όπως αναλυτικά περιγράφεται στην αγωγή, κατά τα ανήκοντα σ’ αυτούς ποσοστά εξ αδιαιρέτου, να υποχρεωθούν να αποδώσουν σ’ αυτούς την ως άνω επίδικη λωρίδα κατά τα ανήκοντα στον καθένα ποσοστά συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου, να επαναφέρουν τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση αίροντας το σκυρόδεμα, την ψησταριά και τον τοίχο που κατασκεύασαν στην επίδικη λωρίδα ,άλλως να επιτραπεί αυτό στους ενάγοντες με δαπάνες των εναγομένων, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν στη δικαστική τους δαπάνη. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Λειβαδιάς ,δικάσαν ως Εφετείο, που επιλήφθηκε της υπόθεσης μετά από έφεση των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων κατά της 142/2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Λιβαδειάς, που έκανε δεκτή την άνω αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη,δέχθηκε με την προσβαλλόμενη 37/2018 απόφαση του ως προς τη νομιμότητα της αγωγής τα εξής: <Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες- εναγόμενοι επικαλούνται ότι στο κρινόμενο δικόγραφο σωρευόταν διεκδικητική και αρνητική αγωγή και συνεπώς η εκκαλουμένη απόφαση έσφαλε κάνοντας δεκτή την σωρευόμενη αρνητική αγωγή και υποχρέωσε αυτούς να επαναφέρουν τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση, ενώ θα έπρεπε η αρνητική αγωγή να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Ο λόγος αυτός, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση, από το σύνολο του περιεχομένου του δικογράφου εκτιμάται ότι δεν σωρεύεται αρνητική της κυριότητας αγωγή, όπως εσφαλμένα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, αλλά πρόκειται για αποκατάσταση in natura της ζημίας των εναγόντων, επαναφέροντας τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση, όπως οι τελευταίοι ζητούσαν με την αγωγή τους, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στην παραπάνω μείζονα σκέψη.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε νόμιμο το ως αίτημα, στηριζόμενο στις διατάξεις των άρθρων 999, 1000, 1094, 1033, 1192 επ ΑΚ δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, με αιτιολογία που συμπληρώνεται από την παρούσα ,και συνεπώς ,ο ως άνω συναφής λόγος έφεσης κρίνεται απορριπτέος >.
Έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το άνω δικαστήριο ορθά ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 1094, 1099, 297, 298, 914, 932 και 1108 ΑΚ και δεν εφάρμοσε την τελευταία (αρθ 1108 ΑΚ), αφού, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας, η παράνομη και υπαίτια κατάληψη ξένου ακινήτου και η ανέγερση σ’ αυτό κατασκευασμάτων, που προκαλούν ζημιά στον κύριο του ακινήτου παρέχει σ’ αυτόν εκτός από την διεκδικητική αγωγή και αγωγή αποζημίωσης κατά τα άρθρα 1099, 297, 298, 914 και 932 ΑΚ και, επομένως, δεν πρόκειται στην προκείμενη περίπτωση για σώρευση διεκδικητικής και αρνητικής αγωγής, αλλά για σώρευση διεκδικητικής αγωγής και αγωγής αποζημίωσης, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην μείζονα σκέψη Επομένως, ο τα αντίθετα υποστηρίζων πρώτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθ 561 παρ 2 ΚοΛΔ) προκύπτει ότι το δικαστήριο που την εξέδωσε, δέχτηκε μ’ αυτή, κατά την ανέλεγκτη, επειδή αφορά πραγματικά γεγονότα, κρίση του (αρθ 561 παρ 1 ΚΠοΛΔ), ότι από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει, αποδείχθηκαν τα εξής:< Δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/1983 συμβολαίου σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και προικοσυμφώνου της Συμβολαιογράφου Λιβαδειάς Ε. Σαράντη-Γ., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στον τόμο … και με αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του υποθ/κείου Λιβαδειάς, η πρώτη ενάγουσα Α. Σ. του Α. σύζυγος Ι. Ρ., απέκτησε για την παραπάνω αιτία από τον πατέρα της Α. Σ. που ήταν αληθής κύριος 1) το υπό στοιχ. Β διαμέρισμα του ισογείου, με τους αναλογούντες σ’ αυτό κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, που έχει επιφάνεια 97,20 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 219,75%0, 2) την υπό στοιχ. Γ αποθήκη του ισογείου, επιφάνειας 10,60 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου 23,97 % και 3) το υπό στοιχ. Β δεύτερο υπέρ το ισόγειο μελλοντικό όροφο, επιφάνειας 107,80 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 236,30 %. Ο δεύτερος ενάγων Σ. Σ. του Α. είναι κύριος ενός διαμερίσματος του Α ορόφου, πάνω από το ισόγειο, που έχει επιφάνεια 107,80 τ.μ., και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 249,70 %ο. Το ακίνητο αυτό περιήλθε σ’ αυτόν (δεύτερο ενάγοντα), δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/1991 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Λιβαδειάς Γ. Βασιλείου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στον τόμο … με αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Λιβαδειάς, λόγω γονικής παροχής από τον πατέρα του Α. Σ. ως αληθή κύριο αυτού. Οι ανωτέρω οριζόντιες ιδιοκτησίες των εναγόντων βρίσκονται σε οικοδομή επί οικοπέδου επιφάνειας 193 τ.μ., το οποίο αρχικά είχε επιφάνεια 300 τ.μ. περίπου και ρυμοτομήθηκε κατά τα υπόλοιπα τ.μ. από την δημοτική οδό …, βρίσκεται εντός του σχεδίου πόλης και σε πάροδο της παραπάνω οδού … στη συνοικία …, το οποίο οικόπεδο συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων I. Α. και Δ. Β., δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Γ. Γ., βόρεια με κληρονόμους Δ. Λ. και νότια με ιδιοκτησία των εναγομένων. Το οικόπεδο αυτό περιήλθε κατά κυριότητα στον δικαιοπάροχο των εναγόντων πατέρα τους Α. Σ. με αγορά από τον αληθή κύριο αυτού Δ. Γ., δικαιοπάροχο των εναγομένων, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/1954 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Λιβαδειάς Π. Δρόσου, νομίμως μεταγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του οικείου υποθηκοφυλακείου στον τόμο … με αριθμό …. Επί του παραπάνω πωλητηρίου συμβολαίου είχε τεθεί από τους ανωτέρω συμβαλλόμενους δικαιοπαρόχους των διαδίκων, ο όρος ότι σε περίπτωση κατά την οποία θα ανεγερθεί στο οικόπεδο αυτό οικοδομή, ο νότιος τοίχος της ανεγερθησομένης υπό του αγοραστή οικοδομής, να απέχει από του ορίου της νότιας πλευράς του αγοραζομένου οικοπέδου τουλάχιστον ένα (1) μέτρο , ήτοι ο νότιος τοίχος της ανεγερθησομένης οικοδομής υπό του αγοραστού θ’ απέχει τουλάχιστον 2,5 μέτρα από της βόρειας πλευράς της εν συνεχεία κειμένης οικίας του πωλητή (Γ.). Πράγματι το έτος 1957 ο ανωτέρω δικαιοπάροχος των εναγόντων κατασκεύασε την προπεριγραφείσα οικοδομή, τον νότιο τοίχο της οποίας τον κατασκεύασε σε απόσταση ενός (1) μέτρου από το νότιο όριο του οικοπέδου του, αφήνοντας καθ’ όλο το μήκος της νότιας πλευράς του οικοπέδου του 13 μέτρων, λωρίδα πλάτους ενός μέτρου από το οικόπεδό του, η οποία συνορεύει ανατολικά σε πλευρά ενός μέτρου με ιδιοκτησία των εναγομένων, δυτικά σε πλευρά ενός μέτρου με ιδιοκτησία κληρονόμων Γ. Γ., βόρεια με πλευρά 13 μέτρων με την οικοδομή των εναγόντων και νότια σε πλευρά 13 μέτρων με ιδιοκτησία εναγομένων. Στην εδαφική αυτή λωρίδα ο δικαιοπάροχος των εναγόντων Α. Σ. τοποθέτησε σε ικανό βάθος σωρούς από πέτρες για την καλύτερη αποχέτευση των όμβριων υδάτων, τα οποία λόγω του επικλινούς του εδάφους θα σωρεύονταν από το οικόπεδο των εναγομένων στο σημείο αυτό και θα κατέληγαν στον νότιο τοίχο της οικοδομής του. Εν συνεχεία τοποθέτησε στην εδαφική αυτή λωρίδα τους αγωγούς αποχέτευσης και έκτοτε η αποχέτευση των υδάτων της οικοδομής γίνεται μέσω αυτών. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι είναι συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι του ακινήτου που βρίσκεται νότια του ακινήτου των εναγόντων που περιγράφεται πιο πάνω, το οποίο αποτελείται από οικοδομές επί οικοπέδου συνολικής έκτασης 427,045 τ.μ, το οποίο οικόπεδο έχουν υπαγάγει στο σύστημα της οριζόντιας ιδιοκτησίας κατ’ έκταση, με το υπ’ αριθμ. …/1984 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Λιβαδειάς Γ. Τζέμου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στον τόμο … με αριθμό … των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Λιβαδειάς και έχει προβεί ο καθένας απ’ αυτούς σε ανέγερση οικοδομής επί του τμήματος που έχει λάβει, έχοντας ίσα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας επί του κοινού οικοπέδου τους. Το ακίνητό τους αυτό συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία Γ. Π., δυτικά με ιδιοκτησία Γ. Γ., βόρεια με την ιδιοκτησία των εναγόντων και νότια με δημοτική οδό …, έχει δε περιέλθει σ’ αυτούς κατά κυριότητα κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά του προαναφερθέντος πατρός τους Δ. Γ. , την οποία αποδέχθηκαν με την υπ’ αριθμ. ../1982 πράξη του Συμβολαιογράφου Λιβαδειάς Γ. Τζέμου, νομίμως μεταγραμμένου. Το έτος 2005 ο ανωτέρω αγωγός της αποχέτευσης της οικοδομής των εναγόντων που βρίσκεται στην προαναφερόμενη επίδικη εδαφική λωρίδα με κατεύθυνση προς τα ανατολικά και συνδέεται με τον κεντρικό δημοτικό αποχετευτικό αγωγό, θραύστηκε με αποτέλεσμα τα λύματα να εμποτίζουν το νότιο τοίχο της οικίας της πρώτης ενάγουσας δημιουργώντας φθορές σ’ αυτό. Τότε οι εναγόμενοι αρνήθηκαν να της επιτρέψουν την είσοδο στο οικόπεδό τους, που ήταν απαραίτητη για την εκτέλεση των εργασιών επί της προαναφερθείσας επίδικης εδαφικής λωρίδας, και για το λόγο αυτό η πρώτη ενάγουσα αναγκάσθηκε τότε να καταθέσει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο Ειρηνοδικείο Λιβαδειάς κατά των εναγομένων στην παρούσα δίκη, προκειμένου να προβεί σε εργασίες αποκατάστασης της βλάβης του αγωγού αποχέτευσης. Κατά τη συζήτηση της ως άνω αίτησης οι καθού η αίτηση ασφαλιστικών και ήδη εναγόμενοι προέβαλαν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί της ανωτέρω επίδικης εδαφικής λωρίδας, πλην όμως οι διάδικοι στα πλαίσια της ανωτέρω δίκης συμβιβάσθηκαν με τα υπ’ αριθμ. 16/2005 πρακτικά του Ειρηνοδικείου, αφού επιφυλάχθηκαν για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίδικης εδαφικής λωρίδας, και η πρώτη ενάγουσα προέβη στην εκσκαφή της λωρίδας για την αποκατάσταση της βλάβης του αγωγού, την ρίψη σκυροδέματος στη βάση τάφρου που διάνοιξε, στην μόνωση του τοίχου της οικίας της και στην επιχωμάτωση στη συνέχεια της διανοιγείσας τάφρου. Περαιτέρω, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού αποδείχθηκε ότι η ως άνω περιγραφείσα εδαφική λωρίδα αποτελεί τμήμα του οικοπέδου που απέκτησε ο δικαιοπάροχος των εναγόντων Α. Σ. και εν συνεχεία μεταβίβασε στους ενάγοντες με τα στην αρχή αναφερόμενα συμβόλαια. Ειδικότερα, από τον ως άνω αναφερόμενο όρο στο πωλητήριο συμβόλαιο του δικαιοπαρόχου των εναγόντων (υπ’ αριθμ. …/1954) προκύπτει ότι το νότιο όριο του οικοπέδου του δικαιοπαρόχου των εναγόντων απείχε 1,5 μέτρο από την πέτρινη οικία του προαναφερομένου δικαιοπαρόχου των εναγόμενων Δ. Γ., η οποία έχει κατεδαφισθεί με την υπ’ αριθμ. …/1984 οικοδομική άδεια. Η απόσταση αυτή του 1,5 μέτρου αναγράφεται και στο τοπογραφικό που συνοδεύει το συμβόλαιο αγοράς του Α. Σ.. Από το προσκομιζόμενο τοπογραφικό διάγραμμα που συνέταξε η διορισθείσα πραγματογνώμονας που συνέταξε την από 3.10.2011 πραγματογνωμοσύνη, η οποία όπως προαναφέρθηκε λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο, προκύπτει ότι οι αποστάσεις της πέτρινης οικίας του δικαιοπαρόχου των εναγομένων Δ. Γ. από το νότιο σύνορο της ιδιοκτησίας Σ., όπως αυτό αναφέρεται στο τοπογραφικό της άδειας της νέας οικίας Γ., είναι 3,35 ή 3,05 μ. και 2,5 μ από τα άκρα. Στο προσκομιζόμενο τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού Δ. Τ. οι αντίστοιχες αποστάσεις είναι 3,00 και 2,5 μέτρα, δηλαδή ο νότιος τοίχος της οικίας του δικαιοπαρόχου των εναγόντων απέχει αποστάσεις 3,00 και 2,5 μέτρα από την παλαιά θέση του βορείου τοίχου της πέτρινης οικίας του Δ. Γ.. Επομένως, είναι μεγαλύτερες της απόστασης του 1,5 μέτρου που θέτει ως όρο το προαναφερόμενο συμβόλαιο αγοράς του οικοπέδου του Α. Σ. δικαιοπαρόχου των εναγόντων. Κατά συνέπεια η σημερινή οικοδομή των εναγόντων δεν εφάπτεται του νοτίου ορίου του οικοπέδου τους, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, αλλά απέχει απόσταση απ’ αυτό που κυμαίνεται από (3,00-1,5 μ.=) 1,5 μ. Έως (2,5-1,5=) 1,00 μ. Απ’ όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα αποτελεί μέρος του ακινήτου (οικοπέδου) των εναγόντων όπως αυτό περιήλθε κατά κυριότητα σ’ αυτούς κατά τα παραπάνω αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου δυνάμει των παραπάνω αναφερομένων συμβολαιογραφικών τίτλων. Επ’ αυτής (επίδικης εδαφικής λωρίδας), τόσο οι ενάγοντες από τα έτη 1983 και 1991 αντίστοιχα που απέκτησαν αυτό κατά τα παραπάνω αναφερόμενα ποσοστά συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου, όσο και ο δικαιοπάροχος πατέρας τους από το έτος 1957 ασκούσαν όλες τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής με διάνοια κυρίων κατά τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα, χρησιμοποιώντας αυτή για την εγκατάσταση των αγωγών αποχέτευσης των υδάτων της οικιακής χρήσης των οριζόντιων ιδιοκτησιών τους, συνεχώς, για διάστημα πλέον της πεντηκονταετίας, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανένα. Κατά τον τρόπο αυτό οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι κατά τα παραπάνω ποσοστά και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Αντιθέτως, ουδόλως αποδείχθηκε ότι τόσο οι εναγόμενοι όσο και ο δικαιοπάροχος πατέρας τους Δ. Γ.ς άσκησαν οποιαδήποτε πράξη νομής επί του επιδίκου ούτε και ότι αυτό αποτελεί μέρος της ιδιοκτησίας τους (οικοπέδου) που περιγράφεται στους ανωτέρω τίτλους κτήσεώς τους. Το Δικαστήριο, εξάλλου, δεν μπορεί να οδηγηθεί σε διαφορετική κρίση από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Χ. Π., που προσκομίζουν οι εναγόμενοι, καθόσον από το σύνολο αυτής προκύπτει ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν έχει σαφή γνώση επί του αποδεικτέου θέματος.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός των εναγομένων περί ιδίας κυριότητας επί της επιδίκου εδαφικής λωρίδας, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος, και κατά συνέπεια και οι συναφείς λόγοι έφεσης (δεύτερος και πέμπτος). Οι εναγόμενοι προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως το υπ’ αριθμ. …/….11.2015 έγγραφο του Τμήματος Δόμησης και Πολεοδομικών Εφαρμογών της Δ/νσης Πολεοδομίας του Δήμου Λιβαδειάς, το οποίο εκδόθηκε σε απάντηση κατόπιν της από 18.11.2015 αιτήσεως του εναγομένου Χ. Γ., κατά το οποίο σύμφωνα με τα σχέδια του φακέλου της …/1988 οικοδομικής άδειας, που αφορά ιδιοκτησία Α. Ρ. (πρώτης ενάγουσας), το νότιο όριο της εν λόγω ιδιοκτησίας, ταυτίζεται με το νότιο όριο της οικοδομής, η οποία έχει κατασκευασθεί βάσει των …/1988 κι …/1970 οικοδομικών αδειών. Περαιτέρω, στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται ότι το παραπάνω όριο αποτελεί κοινό όριο με το οικόπεδο ιδιοκτησίας Δ. Γ. (δικαιοπάροχο των εναγομένων) ή των κληρονόμων του (εναγόμενοι). Επ’ αυτού λεκτέα τα ακόλουθα: σύμφωνα με την πρώτη άδεια οικοδομής του δικαιοπαρόχου των εναγόντων Α. Σ. με αριθμ. …/54 προβλέπεται η κατασκευή ισογείου επιφάνειας 66, τ.μ. επί οικοπέδου 200 τ.μ. Στο επισυναπτόμενο τοπογραφικό του Πολιτικού Μηχανικού Β. Γ. φαίνεται η απόσταση του νοτίου ορίου του οικοπέδου των εναγόντων από την πέτρινη οικία Γ., η οποία μετρούμενη επί της κλίμακας του σχεδίου είναι περίπου 1 μέτρο. Το τοπογραφικό της άδειας συμφωνεί σε γενικές γραμμές με το προαναφερόμενο συμβόλαιο αγοράς του δικαιοπαρόχου των εναγόντων όσον αφορά τις διαστάσεις των πλευρών αν αφαιρεθεί το ρυμοτομούμενο τμήμα. Το δε προς ανέγερση κτίσμα φαίνεται να απέχει από το νότιο όριο του οικοπέδου περί τα 7,5 μέτρα. Στην δεύτερη άδεια οικοδομής στο όνομα του δικαιοπαρόχου των εναγόντων με αριθμό …/65 του πολιτικού μηχανικού Ε. Θ., προβλέπεται η προσθήκη ημιυπόγειου , ισογείου και πρώτου ορόφου. Στο τοπογραφικό που συνοδεύει αυτήν το οικόπεδο των εναγόντων έχει παραπλήσιες διαστάσεις με το οικόπεδο που αποτυπώνεται στην προαναφερόμενη πρώτη άδεια και με το συμβόλαιο αγοράς του δικαιοπαρόχου τους Α. Σ., αν, αφαιρεθεί το ρυμοτομούμενο τμήμα. Στο τοπογραφικό αυτό που συνοδεύει την προαναφερόμενη άδεια οικοδομής φαίνεται η απόσταση του νοτίου ορίου του οικοπέδου των εναγόντων από την πέτρινη οικία Γ., η οποία μετρούμενη επί της κλίμακας του σχεδίου είναι 3,00 μέτρα και 2,20 μ από τα άκρα του σχεδίου. Οι αποστάσεις αυτές είναι παρόμοιες με τις πραγματικές, όπως αυτές αναφέρθηκαν παραπάνω. Και στην παρούσα περίπτωση το προς προσθήκη κτίσμα απέχει από το νότιο όριο του οικοπέδου περίπου 4 μ. Περαιτέρω, η τρίτη άδεια οικοδομής στο όνομα του δικαιοπαρόχου των εναγόντων με αριθμ. …/70, προβλέπει προσθήκη κατ’ επέκταση ισογείου και πρώτου ορόφου 11,02 τ.μ. έκαστος. Στο συνοδεύον τοπογραφικό του του Πολιτικού Μηχανικού Γ. Ζ., το οικόπεδο των εναγόντων δηλώνεται 193 τ.μ., οι δε διαστάσεις του απέχουν κατά πολύ από τις διαστάσεις και το σχήμα του οικοπέδου που φαίνεται στις προηγούμενες άδειες και στο συμβόλαιο αγοράς του Α. Σ.. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το νότιο όριο του οικοπέδου έχει μήκος 16,70 μ., ενώ το ορθό είναι 13 μ., όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Σ’ αυτό το τοπογραφικό το προς προσθήκη κτίσμα εφάπτεται του νοτίου ορίου του οικοπέδου, όπως αναφέρεται και στο προαναφερόμενο υπ’ αριθμ. …/….11.2015 έγγραφο της πολεοδομίας, που επικαλούνται οι εναγόμενοι, ενώ η απόσταση του νοτίου ορίου του οικοπέδου των εναγόντων από την πέτρινη οικία Γ. μετρούμενη επί της κλίμακας του σχεδίου φαίνεται 5,00μ. και 2,50 μ. αντίστοιχα από τα άκρα του σχεδίου. Το έτος 1978 συντάχθηκε από τον Πολιτικό Μηχανικό Α. Β. το τοπογραφικό διάγραμμα που αναφέρεται στην αρχή αναφερόμενη πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και το προικοσύμφωνο με αριθμό …./1983. Το τοπογραφικό αυτό ταυτίζεται απόλυτα με το τοπογραφικό που συνοδεύει την παραπάνω αναφερόμενη με αριθμ. …/70 οικοδομική άδεια, πλην όμως και τα δύο αυτά τοπογραφικά δεν αποτυπώνουν την πραγματική κατάσταση ως προς το σχήμα του οικοπέδου των εναγόντων και ως προς τις διαστάσεις του. Και στα δύο αυτά τοπογραφικά ο νότιος τοίχος της οικοδομής των εναγόντων και του δικαιοπαρόχου τους που σ’ αυτά ταυτίζεται με το νότιο όριο του οικοπέδου αυτών, φαίνεται να απέχει αποστάσεις 5,00 μ. και 2,5 μ. από τον απέναντι τοίχο της πέτρινης οικίας του δικαιοπαρόχου των εναγομένων Δ. Γ.. Όπως, όμως, προκύπτει από τα προαναφερόμενα οι αποστάσεις αυτές στην πραγματικότητα είναι 3,00 μέτρα και 2,50 μέτρα αντίστοιχα. Επομένως, το κτίσμα των εναγόντων στο παραπάνω τοπογραφικό κατά τη νοτιοδυτική του γωνία αποτυπώνεται κτισμένο 2,00 μέτρα πιο πίσω απ’ ότι θα έπρεπε, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το τοπογραφικό αυτό είναι λανθασμένο. Επιπλέον, στο ίδιο σχέδιο ο νότιος τοίχος της οικίας των εναγόντων έχει σχεδιαστεί σε ευθυγραμμία σχεδόν με τον νότιο τοίχο της σε επαφή προς τα ανατολικά οικίας Δ. Κ., το οποίο όμως δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα. Αντιθέτως, από την ορθοφωτογραφία του Κτηματολογίου και την αεροφωτογραφία της ΓΥΣ του 1977 σχηματίζεται εμφανώς αμβλεία γωνία από τους νότιους τοίχους των δύο ιδιοκτησιών. Τέλος, στην τελευταία άδεια οικοδομής των εναγόντων με αριθμ. …./1988 προβλέπεται προσθήκη κατ’ επέκταση και καθ’ ύψος, πλην, όμως το τοπογραφικό της Πολιτικού Μηχανικού Π. Π. που συνοδεύει αυτή την άδεια είναι λανθασμένο όπως και το προαναφερόμενο για τους ίδιους ως άνω αναφερόμενους λόγους. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι το νότιο όριο του οικοπέδου των εναγόντων ταυτίζεται με το νότιο όριο της οικοδομής των εναγόντων, όπως αναφέρεται και στο ανωτέρω έγγραφο της πολεοδομίας, βάσει των υπ’ αριθμ. …/1988 και …/1970 οικοδομικών αδειών τυγχάνει αβάσιμος καθώς, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού τα τοπογραφικά στα οποία στηρίζονται οι ανωτέρω άδειες οικοδομής είναι λανθασμένα… Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούντες προσάπτουν με τον συναφή τρίτο λόγο εφέσεως στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απέδωσε την αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων στα προαναφερόμενα έγγραφα, ήτοι την υπ’ αριθμ. …/1970 οικοδομική άδεια του Πολεοδομικού γραφείου Λιβαδειάς, την υπ’ αριθμ. …/1994 οικοδομική άδεια της Πολεοδομίας Λιβαδειάς, την υπ’ αριθμ. …/1984 οικοδομική άδεια κατεδάφισης διώροφης οικοδομής των εκκαλούντων, την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. …/….11.2015 απάντηση του Τμήματος Δόμησης και Πολεοδομίας Λιβαδειάς, καθώς και την στην αρχή αναφερόμενη υπ’ αριθμ. …/….02.1983 πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και προικοσυμφώνου, που αποτελούν δημόσια έγγραφα, με αποτέλεσμα να απορρίψει τον ισχυρισμό τους ότι το νότιο όριο της ιδιοκτησίας των εναγόντων εξικνείται μέχρι το νότιο τοίχο των οικοδομών τους και πέραν αυτού (νοτίου τοίχου) βρίσκεται εν επαφή η ιδιοκτησία των εναγομένων. Όμως, κατά του ως άνω περιεχομένου των επικαλουμένων εγγράφων χωρεί ανταπόδειξη, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να προσβληθούν τα ως άνω έγγραφα ως πλαστά, καθόσον πρόκειται για διαπιστώσεις, κατά τα παραπάνω αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, και πράγματι κατά τα παραπάνω αναφερόμενα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, όπως προέκυψαν από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω ισχυρισμός των εναγομένων τυγχάνει αβάσιμος.
Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε ως αποδειχθέν ότι ο νότιος τοίχος της ιδιοκτησίας των εναγόντων δεν ταυτίζεται με το νότιο όριο του οικοπέδου τους, δεν υπέπεσε στην επικαλούμενη πλημμέλεια της παραβίασης των προεκτεθεισών διατάξεων σχετικά με την αποδεικτική δύναμη των προαναφερομένων εγγράφων, γι’ αυτό και ο σχετικός λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι τον Αύγουστο του έτους 2008 οι εναγόμενοι προέβησαν χωρίς την θέληση των εναγόντων στην κατάληψη της επίδικης εδαφικής λωρίδας, την οποία επικάλυψαν με οπλισμένο σκυρόδεμα και εν συνεχεία επ’ αυτής κατασκεύασαν ψησταριά αποβάλλοντας τους ενάγοντες κατ’ αυτόν τον τρόπο από τη νομή τους επί του επιδίκου εδαφικού τμήματος. Η πρώτη ενάγουσα άσκησε την από 01.04.2009 αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λιβαδειάς επί της οποίας, όπως προειπώθηκε, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 106/2010 απόφαση που διέταξε πραγματογνωμοσύνη και αφού αυτή διενεργήθηκε, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 391/2014 οριστική απόφαση, με την οποία αναγνώρισε την ενάγουσα ως συγκυρία της επίδικης εδαφικής λωρίδας. Η απόφαση αυτή εξαφανίσθηκε κατόπιν ασκήσεως εφέσεως από τους εναγομένους με την υπ’ αριθμ. 6/2016 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή ως αόριστη. Οι εναγόμενοι ένα μήνα πριν την άσκηση της κρινόμενης αγωγής από τους ενάγοντες κατασκεύασαν στην επίδικη εδαφική λωρίδα έναν τοίχο από τσιμεντόλιθους ύψους 3 μέτρων και μήκους 2,5 μέτρων. Απ’ όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι οι εκκαλούντες – εναγόμενοι κατέλαβαν το επίδικο εδαφικό τμήμα, αποβάλλοντας απ’ αυτό τους εφεσιβλήτους- ενάγοντες, κατά το έτος 2008 και εκείνοι αμέσως εναντιώθηκαν με την άσκηση των προαναφερομένων αγωγών, ουδόλως αδράνησαν έχοντας γνώση της προσβολή του δικαιώματος τους. Επομένως ο ισχυρισμός των εναγομένων που προβάλλεται με τον συναφή έβδομο λόγο έφεσης ότι η προσβολή της κυριότητας του επίδικου εδαφικού τμήματος έγινε κατά την ανέγερση των οικοδομών των εναγομένων με την υπ’ αριθμ. …/1984 οικοδομική άδεια που εκδόθηκε από την Πολεοδομία Λιβαδειάς, οπότε μέχρι την άσκηση της από 01.04.2009 διεκδικητικής αγωγής της πρώτης ενάγουσας έχουν συμπληρωθεί 25 έτη, τυγχάνει ουσιαστικά αβάσιμος. Σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε κατάληψη της επιδίκου εδαφικής λωρίδας πριν το 2008, αντιθέτως μέχρι τότε ασκούσαν τα δικαιώματά τους οι ενάγοντες επί της επιδίκου εδαφικής λωρίδας όπου υπήρχε ο αποχετευτικός αγωγός τους, η δε αποτύπωση στην προαναφερόμενη οικοδομική άδεια να εφάπτεται ο νότιος τοίχος της ιδιοκτησίας των εναγόντων στο όριο της ιδιοκτησίας των εναγομένων δεν αποτελεί κατάληψη, αλλά αμφισβήτηση της κυριότητας των εναγόντων επί του επιδίκου, αφού όπως προκύπτει από τα άρθρα 249, 251, 1094 και 1095 ΑΚ η παραγραφή της διεκδικητικής αγωγής είναι 20ετής και αρχίζει από την κατάληψη του πράγματος από τον εναγόμενο, με την οποία επέρχεται η προσβολή του δικαιώματος της κυριότητας, έτσι ώστε αυτό δεν είναι πλέον δυνατόν να ασκηθεί… Αφετέρου η αναγνωριστική αγωγή κυριότητας δεν υπόκειται σε παραγραφή … Για τους ίδιους λόγους τυγχάνει απορριπτέα και η προβαλλόμενη ένσταση καταχρηστικής αξίωσης του δικαιώματος των εναγόντων και ο συναφής λόγος έφεσης, καθόσον για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ και, συνεπώς, απαγορευμένη, ως υπερβαίνουσα προφανώς τα αναφερόμενα στο άρθρο αυτό όρια, απαιτείται αφενός μεν η επί μακρόν αδράνεια του δικαιούχου, αφετέρου δε συνδρομή και άλλων περιστατικών ή ειδικών συνθηκών και περιστάσεων, προερχομένων από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, από τις οποίες, ενόψει και της αδράνειας του τελευταίου, να δημιουργήθηκε ευλόγως στον υπόχρεο η πεποίθηση της μη ασκήσεως του δικαιώματος στο μέλλον, οπότε η μεταγενέστερη άσκησή του, ως τείνουσα στην ανατροπή της καταστάσεως, η οποία δημιουργήθηκε υπό τις ανωτέρω ορισμένες συνθήκες και διατηρήθηκε για μακρό χρονικό διάστημα, αντίκειται προφανώς στις αρχές του παραπάνω άρθρου… Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, ουδόλως αποδείχθηκε ότι αδράνησαν οι ενάγοντες στην άσκηση του δικαιώματος τους. Σε κάθε δε περίπτωση το ότι εκδόθηκαν οι υπ’ αριθμ. …/1984, …/1984 και …/1994 οικοδομικές άδειες της Πολεοδομίας Λιβαδειάς με τα συνοδεύοντα αυτές τοπογραφικά διαγράμματα, στις οποίες απεικονίζεται η ιδιοκτησία των εναγομένων προς βορρά να εξικνείται έως το νότιο τοίχο των κτισμάτων των εναγόντων, δεν οδηγεί σε διαφορετική κρίση, καθόσον ουδόλως αποδείχθηκε ότι αυτά ήταν σε γνώση των εναγόντων και του δικαιοπαρόχου τους, ακόμα δε και εάν είχαν αναρτηθεί στο οικόπεδο των εναγομένων δεν είχαν ιδιαίτερο λόγο να τα αναζητήσουν στο πολεοδομικό γραφείο και να τα ελέγξουν, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα οποιαδήποτε οικοδομική εργασία εκ μέρους των εναγομένων επί της επιδίκου εδαφικής λωρίδας, όπως αυτοί αβασίμως ισχυρίζονται και συνεπώς δεν είχαν λόγο οι ενάγοντες να αντιδράσουν νομικά.
Συνεπώς οι ανωτέρω ενστάσεις των εναγομένων είναι απορριπτέες, ενώ η αγωγή είναι βάσιμη κατ’ ουσία. Εφόσον, λοιπόν, και η εκκαλουμένη έτσι έκρινε και, αν και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία παραδεκτώς κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ συμπληρώνεται με την παρούσα, αφού απέρριψε τις ανωτέρω ενστάσεις των εναγομένων, έκανε δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε τους ενάγοντες συγκυρίους κατά τα αναφερόμενα ποσοστά έκαστο επί του επιδίκου, όπως περιγράφεται καθ’ όρια και έκταση σ’ αυτή, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει οι συναφείς έκτος και έβδομος λόγοι της εφέσεως, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο εφέσεως οι εκκαλούντες-εναγόμενοι επικαλούνται ότι η δικάσασα πρωτοδίκως Ειρηνοδίκης δεν έπρεπε να δικάσει την υπό κρίση υπόθεση και θα έπρεπε να αυτοεξαιρεθεί, καθόσον είχε ασχοληθεί και στο παρελθόν με την συναφή με την παρούσα υπόθεση, οπότε είχε εκδώσει την υπ’ αριθμ. 391/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λιβαδειάς, με την οποία είχε κάνει δεκτή την συναφή αγωγή της πρώτης των εναγόντων που αφορά το επίδικο εδαφικό τμήμα, η οποία όμως εξαφανίσθηκε με την υπ’ αριθμ. 6/2016 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, πλην όμως αυτή δίκασε την κρινόμενη αγωγή αν και την πρώτη φορά είχε υποπέσει σε πλείστες νομικές πλημμέλειες. Ο λόγος αυτός της έφεσης, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον το γεγονός ότι ο δικαστής που μετείχε σε σύνθεση Δικαστηρίου που δίκασε συναφή υπόθεση προς την εκδικαζόμενη ή εξέφρασε τη γνώμη του σε άλλη παρεμφερή δίκη ή εξέφρασε σε προηγούμενη υπόθεση κρίση που δεν συμφέρει τους αιτούντες (Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος I, άρθ. 52, σελ. 118 με τις εκεί παραπομπές σε νομολογία), δεν αποτελεί λόγο εξαίρεσης. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία…>. Στην προκειμένη περίπτωση, με τους δεύτερο,τρίτο ,καθώς και με το πρώτο σκέλος των τέταρτου και πέμπτου λόγων αναίρεσης οι αναιρεσείοντες ψέγουν την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη νόμιμης βάσης (άρθ 560 αρ 6 ΚΠολΔ).Ειδικότερα ,με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης ισχυρίζονται ότι αν και η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ότι το αρχικό οικόπεδο ήταν έκτασης 300τμ και μετά τη ρυμοτομία έγινε 193τμ, δεν διαλαμβάνει τις πλευρικές διαστάσεις τόσον του αρχικού ακινήτου των 300τμ όσο και του εναπομείναντος, μετά τη ρυμοτομία 193 τμ, έτσι ώστε να δημιουργούνται ελλείψεις και ασάφειες οι οποίες καθίστανται εναργέστερες καθόσον όλως αντιφατικώς, αφενός μεν δέχεται ότι το μετά τη ρυμοτομία το ακίνητο των 193τμ έχει όριο την οδό …, αφετέρου δε, στη συνέχεια το εμφανίζει ως τυφλό αν και στο …/1983 συμβόλαιο σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και προικοσυμβόλαιο της Σ/φου Λιβαδειάς νόμιμα μεταγραμμένο, αυτό φέρεται να έχει όριο δυτικώς, μεταξύ άλλων, και την οδό … . Με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναιτιολογήτα δεν αναφέρει τα όρια των οριζοντίων ιδιοκτησιών των αναιρεσιβλήτων προς νότο, που αν τα ανέφερε θα προέκυπτε ότι οι προς νότο τοίχοι των άνω ιδιοκτησιών εφάπτονται του οικοπέδου τους, όπως διαλαμβάνεται στην πίσω σελίδα του τρίτου φύλλου του προαναφερθέντος …./1983 συμβολαίου και δεν υπάρχει η επίδικη εδαφική λωρίδα ως μη αφεθείσα από τον δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων. Εξάλλου, δεν αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ποιες συγκεκριμένες πράξεις νομής ασκούσαν οι αναιρεσίβλητοι και ο δικαιοπάροχός τους έτσι ώστε να δύναται να ελεγχθεί αν συμπληρώθηκε η 20ετής άσκηση νομής έκτακτης χρησικτησίας, ενώ περαιτέρω δέχεται ότι ενώ το τοπογραφικό διάγραμμα που συνοδεύει την …/70 άδεια οικοδομής ταυτίζεται με αυτό που προσαρτάται στο …/1983 συμβόλαιο, στα οποία εμφανίζεται το νότιο όριο των οριζοντίων ιδιοκτησιών των αναιρεσιβλήτων να βρίσκεται σε επαφή με το νότιο τμήμα του οικοπέδου τους και δεν έχει αφεθεί λωρίδα γης, στη συνέχεια όλως αναιτιολόγητα δέχεται ότι αυτά δεν αποτυπώνουν την πραγματική κατάσταση. Ομοίως, δεν αιτιολογεί γιατί όταν θραύστηκε ο αγωγός αποχέτευσης των ιδιοκτησιών των αναιρεσιβλήτων που διέρχεται κάτω από την επίδικη λωρίδα ζήτησαν την άδεια των αναιρεσειόντων για να εισέλθουν στο ακίνητό τους και να τον επισκευάσουν, καθώς και γιατί δεν δέχεται την κατάθεση του μάρτυρά τους Χ. Π. που περιέχεται στην …/2016 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Σ/φου Φωτ Στεργιούλα. Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογεί για ποιο λόγο δέχεται τα λοιπά αποδεικτικά μέσα που επικαλείται προς μόρφωση της κρίσης της και δεν αξιολογεί παντάπασιν την ληπτέα και αυτεπαγγέλτως υπόψη ΑΠ 1301/1998 απόφαση και δεν δέχεται την δικαστική ομολογία που διαλαμβάνεται στην από 5-1-2005 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που υπερτερεί των ληφθέντων υπόψη αποδεικτικών μέσων της οποίας κάνει ρητή μνεία στο σκεπτικό της ,η οποία μάλιστα έχει αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σύμφωνα με την οποία ο τοίχος των οριζοντίων ιδιοκτησιών των αναιρεσιβλήτων εφάπτεται με το νότιο τμήμα του οικοπέδου τους και δεν υφίσταται ακάλυπτη εδαφική λωρίδα στο οικόπεδό τους. Εξάλλου, με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι χωρίς αιτιολογία απέρριψε τον ισχυρισμό τους περί ιδίας κυριότητας επί της επίδικης λωρίδας που προέβαλαν με λόγο έφεσης.
Από τις προαναφερθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι έτσι που έκρινε και με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, διέλαβε σαφείς, επαρκείς και μη αντιφατικές αιτιολογίες όσον αφορά την κυριότητα των αναιρεσιβλήτων επί της επίδικης λωρίδας γης, τη θέση την έκταση και τα όρια της. Συγκεκριμένα, το Μονομελές Πρωτοδικείο, δικάζον ως Εφετείο, δέχθηκε ότι οι οριζόντιες ιδιοκτησίες των αναιρεσιβλήτων βρίσκονται σε οικοδομή επί οικοπέδου 193τμ, το οποίο αρχικά είχε επιφάνεια 300τμ περίπου και ρυμοτομήθηκε κατά τα λοιπά τμ από την οδό …, ευρισκόμενο εντός του σχεδίου πόλης και σε πάροδο της άνω οδού … ,δηλαδή, δεν έχει πρόσωπο επί της άνω οδού, στη συνοικία του …, συνορεύει δε ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Ι. Α. και Δ. Β., δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Γ. Γ. ,βόρεια με κληρονόμους Δ. Ότι σύμφωνα με τον όρο του …/1954 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, νόμιμα μεταγραμμένου, ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων άφησε, χωρίς να κτίσει, τμήμα γης, στο νότιο τμήμα της ιδιοκτησίας του ,όπου και το σύνορο με την ιδιοκτησία των αναιρεσειόντων, κατά την κατασκευή της ιδιοκτησίας του πλάτους τουλάχιστον 1 μέτρο και μήκους 13 μ, έκταση που αποτελεί το επίδικο, στο οποίο αρχικά τοποθέτησε σε ικανό βάθος σωρούς από πέτρες για την καλύτερη αποχέτευση των όμβριων υδάτων ,τα οποία, λόγω του επικλινούς του εδάφους θα σωρεύονταν από το οικόπεδο των αναιρεσειόντων στο σημείο αυτό και θα κατέληγαν στο νότιο τμήμα της οικοδομής του και, στη συνέχεια, τοποθέτησε αγωγούς αποχέτευσης με κατεύθυνση προς τα ανατολικά προκειμένου να συνδεθεί με τον κεντρικό αποχετευτικό αγωγό, έκτοτε δε η αποχέτευση των υδάτων της οικοδομής των αναιρεσιβλήτων, γινόταν μέσω αυτού του αγωγού. Το έτος δε 2005, όταν θραύστηκε ο αγωγός αυτός, με αποτέλεσμα τα λύματα να εμποτίζουν το νότιο τμήμα της οικίας της πρώτης αναιρεσίβλητης δημιουργώντας φθορές σ’ αυτό οι αναιρεσείοντες αρνήθηκαν να επιτρέψουν την είσοδο στο οικόπεδό τους που ήταν απαραίτητη για την εκτέλεση των εργασιών αποκατάστασης, ασκήθηκε δε σχετικά αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αλλά τελικά το θέμα διευθετήθηκε συμβιβαστικά. Περαιτέρω, δέχθηκε ότι οι αναιρεσείοντες το έτος 2008 κατέλαβαν την επίδικη λωρίδα, την επικάλυψαν με σκυρόδεμα και κατασκεύασαν επ’ αυτής ψησταριά και στη συνέχεια κατασκεύασαν τοίχο με τσιμεντόλιθους, αποβάλλοντες τους αναιρεσίβλητους από αυτήν, η οποία ανήκε στην κυριότητά τους, τόσον παραγώγως όσο και πρωτοτύπως με την άσκηση των αναφερομένων παραπάνω πράξεων νομής (τοποθέτηση πετρών σε βάθος επί του επιδίκου για την αποχέτευση των όμβριων υδάτων και στη συνέχεια αποχετευτικού αγωγού από τον οποίο αποχετεύονταν τα ύδατα της οικοδομής τους) από το έτος 1954 και απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου των αναιρεσειόντων. Επομένως, οι δεύτερος, τρίτος και κατά το πρώτο σκέλος τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι. Οι λοιπές αιτιάσεις που αναφέρονται: α) στην αντίφαση μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων (…/1983, …/1954 συμβόλαια, την …/70 άδεια οικοδομής με τοπογραφικό διάγραμμα ,και το από 1978 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Β.), β) στη μη αναφορά πράξεων νομής τουλάχιστον επί 20ετία ώστε να αποκτήσουν κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία επί της επίδικης λωρίδας γης, καθώς και στην αντίφαση μεταξύ του ότι οι αναιρεσίβλητοι ασκούσαν πράξεις νομής επί του επίδικου και του ότι δεν μπορούσαν να εισέλθουν στο επίδικο, διότι δεν τους επέτρεπαν οι αναιρεσείοντες, προκειμένου να επισκευάσουν το έτος 2005 τον αποχετευτικό αγωγό τους, και γ) στη μη αιτιολογία, ως προς την μη αποδοχή από το δικαστήριο της ουσίας, της κατάθεσης του μάρτυρά τους Χ. Π. που περιέχεται στην …/2016 ένορκη βεβαίωση της Σ/φου Φωτ Στεργιούλα, επειδή δήθεν δεν είχε ιδία γνώση, καθώς και της δικαστικής ομολογίας των αναιρεσιβλήτων που περιέχεται στην από 5-1-2005 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λιβαδειάς, που παράγει πλήρη απόδειξη σχετικά με το ότι ο τοίχος της ιδιοκτησίας των αναιρεσιβλήτων εφάπτεται της ιδιοκτησίας τους και δεν υπάρχει λωρίδα γης 13 τμ, είναι απαράδεκτες, οι μεν υπό στοιχ α και γ, γιατί αφορούν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων η δε υπό στοιχ β (αιτίαση) είναι αλυσιτελής, γιατί με αυτή πλήττεται μόνον η επάλληλη αιτιολογία περί κτήσης κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου των αναιρεσιβλήτων με έκτακτη χρησικτησία και όχι και αυτή της κτήσης κυριότητας επ’ αυτού με παράγωγο τρόπο (συμβόλαιακαι μεταγραφή), που στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ σε κάθε περίπτωση η πιο πάνω αιτίαση είναι αβάσιμη, αφού στην απόφαση διαλαμβάνονται οι πράξεις νομής που άσκησαν επί 20ετία οι ενάγοντες στο επίδικο ακίνητο.
Με τους τέταρτο και πέμπτο, κατά το δεύτερο σκέλος λόγους αναίρεσης οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για την πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ 5 ΚΠοΛΔ. Συγκεκριμένα υποστηρίζουν: α) ότι η απόφαση, με το να μην εκτιμήσει την δικαστική ομολογία της δεύτερης των αναιρεσιβλήτων, που περιέχεται στην από 5-1-2005 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λιβαδειάς, στην οποία αναφέρεται ότι η ιδιοκτησία της συνορεύει <νότια με όριο του οικοπέδου προς την πλευρά αυτή και φωταγωγό>, δεν έλαβε υπόψη της ουσιώδη ισχυρισμό που αποτελεί <πράγμα > κατά την έννοια του αριθ 5 του άνω άρθρου και β) ότι μολονότι προέβαλαν νόμιμα με τις προτάσεις τους και επανέφεραν με το έκτο λόγο της έφεσής τους την ένσταση ιδίας κυριότητας επί της επίδικης λωρίδας, το δικάσαν ως Εφετείο δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αυτόν τον ουσιώδη ισχυρισμό τους που συνιστά <πράγμα>, κατά την έννοια του αριθ 5 του άνω άρθρου.
Ο τέταρτος, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το μέρος εκείνο, με το οποίο αποδίδεται στην πληττόμενη απόφαση η από το άρθρο 560 αριθμ. 5 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη την δικαστική ομολογία των αναιρεσιβλήτων που περιέχεται στην άνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, γιατί οι αναιρεσείοντες δεν αναφέρουν ότι τον ισχυρισμό αυτόν τον προέβαλαν πρωτοδίκως και τον επανέφεραν νόμιμα με λόγο έφεσης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λιβαδειάς που δικάζει ως Εφετείο, κυρίως είναι απαράδεκτος, γιατί, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, τα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι η δικαστική ομολογία δεν είναι “πράγματα”, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως. Εξάλλου, ο πέμπτος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο σκέλος του είναι αβάσιμος γιατί, όπως προκύπτει από τις προαπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό τους περί ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου και τον απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο .
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρ. 281 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη η πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ` αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται ν` ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει καταχρηστική την επιγενόμενη άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια, συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται κυρίως με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας την στάση του επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της καταστάσεως που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται από την επιχειρούμενη ανατροπή αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο καταστάσεις, αλλά αρκεί να επέρχονται δυσμενείς (επαχθείς) απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις, στην περίπτωση δε αυτήν η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (Ολ. ΑΠ 33/2005, Ολ. ΑΠ 7/2002). ). Με τον τελευταίο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες ψέγουν την προσβαλλόμενη απόφαση για τις πλημμέλειες του άρθρου 560 αρ 1 και 6 ΚΠοΛΔ, υποστηρίζοντας ότι το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.
Από τις παραπάνω αναφερόμενες παραδοχές προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την άνω ένσταση ως ουσία αβάσιμη, δεχθέν, ότι οι αναιρεσίβλητοι δεν αδράνησαν όταν καταλήφθηκε από τους αναιρεσείοντες η επίδικη λωρίδα γης το έτος 2008,αλλά εναντιώθηκαν άμεσα, αρχικά η πρώτη αναιρεσίβλητη με την άσκηση της, από 14-4-2009 αγωγής της ,ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λιβαδειάς, το οποίο με την 106/2010 απόφασή του διέταξε τη διενέργεια πραγ/νης και στη συνέχεια με την 391/2014 απόφασή του αναγνώρισε την ανωτέρω κυρία του επίδικου, πλην όμως μετά την άσκηση έφεσης κατ’ αυτής, με την 6/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, η απόφαση αυτή εξαφανίστηκε και η άνω αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη , ακολούθως δε, άσκησαν αμφότεροι οι αναιρεσίβλητοι την ένδικη αγωγή, αντιδρώντας έτσι στην προσβολή της κυριότητάς τους. Επίσης, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι αναιρεσίβλητοι και ο δικαιοπάροχός τους γνώριζαν ότι οι …/1984, …/1984 και …/1994 άδειες οικοδομής της Πολεοδομίας Λιβαδειάς με τα τοπογραφικά διαγράμματα που τις συνοδεύουν ,που ήταν αναρτημένες στην ιδιοκτησία των αναιρεσειόντων, απεικονίζουν την ιδιοκτησία των αναιρεσειόντων προς βορρά να φθάνει μέχρι το νότιο τμήμα των κτισμάτων των αναιρεσιβλήτων, ούτε είχαν ιδιαίτερο λόγο να αναζητήσουν τα σχεδιαγράμματα στην Πολεοδομία και να τα ελέγξουν, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι έγινε οποιαδήποτε οικοδομική εργασία στο επίδικο από τους αναιρεσείοντες και, ως εκ τούτου, οι αναιρεσίβλητοι δεν είχαν λόγο να αντιδράσουν νομικά .Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 281ΑΚ και διέλαβε σαφείς, επαρκείς και μη αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την ένσταση αυτή, μη παραβιάζοντας ευθέως και εκ πλαγίου την άνω διάταξη ουσιαστικού δικαίου. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παρβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθ 495 παρ 3 ΚΠοΛΔ) και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, λόγω της ήττας του (αρθ 176, 183, 191 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-4-2019 αίτηση αναίρεσης των Π. Γ., Ν. Γ. και Χ. Γ. κατά της 37/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, που δίκασε ως Εφετείο
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο
Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειόντων τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700)ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Ιουνίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και ταύτης καθώς και των λοιπών μελών της συνδέσεως αποχωρησάντων, η αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Ιουλίου 2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προηγούμενο άρθροΤι χαρτιά μπορεί να σας ζητήσει ανά πάσα στιγμή η Εφορία