Αναστολή της εκδίκασης της υπόθεσης της κύριας δίκης από το εθνικό δικαστήριο που υποβάλλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ – Δυνατότητα αναστολής εν μέρει
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 17.05.2023 απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι το αιτούν δικαστήριο μπορεί, μετά την υποβολή αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, να συνεχίσει εν μέρει την εκδίκαση της υπόθεσης της κύριας δίκης.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, το αιτούν δικαστήριο μπορεί να προβεί στις αναγκαίες, κατά την κρίση του, διαδικαστικές πράξεις, όπως είναι η συγκέντρωση αποδείξεων, οι οποίες δεν το εμποδίζουν να συμμορφωθεί προς την απάντηση που θα δώσει μεταγενέστερα το Δικαστήριο.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η βουλγαρική εισαγγελία απήγγειλε κατηγορίες εις βάρος δύο προανακριτικών αστυνομικών υπαλλήλων για πράξεις διαφθοράς. Ένας εξ αυτών αμφισβήτησε τον εκ μέρους της εισαγγελίας νομικό χαρακτηρισμό της διαφθοράς. Το βουλγαρικό δικαστήριο στο οποίο διαβιβάστηκε το κατηγορητήριο είχε αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον ήταν αρμόδιο να προβεί σε επαναχαρακτηρισμό της επίμαχης αξιόποινης πράξης χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του κατηγορουμένου. Ως προς το ζήτημα αυτό απηύθυνε (μια πρώτη) αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο. Η αίτηση αυτή αποτελεί αντικείμενο άλλης υπόθεσης, η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ήτοι της υπόθεσης C-175/22 BK (Νέος χαρακτηρισμός του αδικήματος)1.
Το βουλγαρικό δικαστήριο διερωτήθηκε, ακολούθως, αν μπορεί να αναστείλει στο σύνολό της τη διαδικασία έως την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου ή αν μπορεί να συνεχίσει την εκδίκαση της υπόθεσης και, ειδικότερα, τη συγκέντρωση αποδείξεων, εξυπακουομένου ότι δεν πρόκειται να εκδώσει απόφαση επί της ουσίας πριν λάβει την απάντηση του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, υπέβαλε στο Δικαστήριο δεύτερη αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προς αποσαφήνιση του εν λόγω ζητήματος.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο απάντησε ότι το δίκαιο της Ένωσης επιτρέπει σε εθνικό δικαστήριο που υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως να αναστείλει την κύρια δίκη μόνον ως προς τις πτυχές της υπόθεσης που μπορούν να επηρεαστούν από την απάντηση του Δικαστηρίου επί της αιτήσεως αυτής.
Συγκεκριμένα, η διατήρηση της πρακτικής αποτελεσματικότητας της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής δεν καθίσταται πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής σε περίπτωση που εθνικός κανόνας επιτρέπει τη συνέχιση της κύριας δίκης, μεταξύ της υποβολής της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως και της απάντησης του Δικαστηρίου, προς τον σκοπό της διενέργειας διαδικαστικών πράξεων. Πρόκειται για πράξεις που κατά την κρίση του αιτούντος δικαστηρίου είναι αναγκαίες και αφορούν ζητήματα μη συνδεόμενα με τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, ήτοι διαδικαστικές πράξεις οι οποίες, ως εκ της φύσεώς τους, δεν εμποδίζουν το αιτούν δικαστήριο να συμμορφωθεί προς την απάντηση του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης.
Δεδομένου ότι αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μπορεί να υποβληθεί στο Δικαστήριο ακόμη και σε πρώιμο στάδιο της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να είναι σε θέση, εν αναμονή της απάντησης του Δικαστηρίου στην αίτηση αυτή, να συνεχίσει τη δίκη προβαίνοντας σε τέτοιες διαδικαστικές πράξεις.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA
- 1.Η υπόθεση αυτή αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (ΕΕ 2012, L 142, σ. 1), και του θεμελιώδους δικαιώματος πρόσβασης σε αμερόληπτο δικαστήριο που κατοχυρώνεται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.