Δικαστήριο ΕΕ: Σε μία τέτοια περίπτωση η αεροπορική εταιρία δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωσή της να αποζημιώσει τους επιβάτες βάσει του δικαίου της Ένωσης
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 11.05.2023 απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η ματαίωση πτήσης λόγω του αιφνίδιου θανάτου του συγκυβερνήτη του αεροσκάφους δεν απαλλάσσει την αεροπορική εταιρία από την υποχρέωσή της να αποζημιώσει τους επιβάτες.
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, ο εν λόγω θάνατος, όσο τραγικός κι αν είναι, δεν συνιστά «εξαιρετική περίσταση», αλλά αντιθέτως, όπως ακριβώς κάθε αιφνίδια ασθένεια η οποία ενδέχεται να πλήξει ένα απολύτως απαραίτητο μέλος του πληρώματος, συνδέεται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας της αεροπορικής εταιρίας.
Ιστορικό της υπόθεσης
Στις 17 Ιουλίου 2019, η TAP Portugal έπρεπε να εκτελέσει στις 06:05 π.μ. πτήση από τη Στουτγάρδη (Γερμανία) στη Λισσαβώνα (Πορτογαλία). Την ίδια ημέρα, και συγκεκριμένα στις 04:15 π.μ., ο συγκυβερνήτης του αεροσκάφους που θα εκτελούσε την εν λόγω πτήση βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του δωματίου του ξενοδοχείου του. Σοκαρισμένο από το εν λόγω γεγονός, το σύνολο του πληρώματος δήλωσε ότι αδυνατούσε να εκτελέσει την πτήση, με αποτέλεσμα αυτή να ματαιωθεί. Το εφεδρικό πλήρωμα αναχώρησε από τη Λισσαβώνα στις 11:25 π.μ. και αφίχθη στη Στουτγάρδη στις 15:20. Στη συνέχεια, οι επιβάτες μεταφέρθηκαν στη Λισσαβώνα με εναλλακτική πτήση, η οποία προγραμματίστηκε για τις 16:40.
Ορισμένοι επιβάτες της ματαιωθείσας πτήσης εκχώρησαν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από την εν λόγω ματαίωση σε εταιρίες οι οποίες παρέχουν νομική συνδρομή στους επιβάτες αεροπορικών μεταφορών. Η TAP αρνήθηκε να καταβάλει στις εταιρίες αυτές την αποζημίωση που προβλέπεται στον κανονισμό για τα δικαιώματα των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, προβάλλοντας ότι ο αιφνίδιος θάνατος του συγκυβερνήτη του αεροσκάφους συνιστά έκτακτη περίσταση η οποία απαλλάσσει τον αερομεταφορέα από την υποχρέωση αποζημίωσης που υπέχει.
Το πρωτοδικείο Στουτγάρδης, το οποίο έχει επιληφθεί της υπόθεσης, ζήτησε από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τον ως άνω κανονισμό.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι τα μέτρα που αφορούν το προσωπικό του πραγματικού αερομεταφορέα, όπως τα μέτρα σχετικά με τον προγραμματισμό των πληρωμάτων και των ωραρίων εργασίας του προσωπικού, εμπίπτουν στην κανονική άσκηση των δραστηριοτήτων του αερομεταφορέα. Δεδομένου ότι η διαχείριση μιας αιφνίδιας απουσίας, λόγω ασθένειας ή θανάτου, ενός ή περισσότερων μελών του προσωπικού χωρίς τα οποία είναι αδύνατη η εκτέλεση μιας πτήσης, ακόμη δε και λίγο πριν από την αναχώρησή της, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το ζήτημα του προγραμματισμού του πληρώματος και των ωραρίων εργασίας του προσωπικού, μια τέτοια απουσία συνδέεται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του πραγματικού αερομεταφορέα και, επομένως, δεν εμπίπτει στην έννοια των «εξαιρετικών περιστάσεων». Ως εκ τούτου, ο αερομεταφορέας δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωσή του να καταβάλει αποζημίωση στους επιβάτες.
Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η περίπτωση του αιφνίδιου θανάτου, όσο τραγική καιι αμετάκλητη και αν είναι, δεν διαφέρει, από νομικής απόψεως, από εκείνη στην οποία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μια πτήση λόγω του ότι ένα μέλος του προσωπικού ασθένησε αιφνιδίως λίγο πριν από την αναχώρηση της πτήσεως. Επομένως, η απουσία καθεαυτή, και όχι η ακριβής ιατρική αιτία της, συνιστά γεγονός αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του αερομεταφορέα και, κατά συνέπεια, ο αερομεταφορέας πρέπει να αναμένει την επέλευση τέτοιων απρόβλεπτων γεγονότων στο πλαίσιο του προγραμματισμού των πληρωμάτων και των ωραρίων εργασίας του προσωπικού του.
Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι το γεγονός ότι το συγκεκριμένο μέλος του πληρώματος είχε υποβληθεί επιτυχώς στις περιοδικές ιατρικές εξετάσεις που επιβάλλει η εφαρμοστέα κανονιστική ρύθμιση δεν δύναται να ανατρέψει το ανωτέρω συμπέρασμα, διότι οποιοσδήποτε μπορεί να ασθενήσει ή να αποβιώσει αιφνιδίως ανά πάσα στιγμή.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA