Φορολογική διαφορά. Δικαίωμα και υποχρέωση του φορολογούμενου να υποδείξει στη φορολογική αρχή την πηγή της εισαγωγής στην περιουσία του ποσών που περιέχουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του. Παράλειψη εκτέλεσης της υποχρέωσης αυτής. Το εμμέσως αποδεικνυόμενο, εισόδημα, ως άγνωστης πηγής ή αιτίας, λογίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα. Η διάταξη του εδαφίου β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ν. 2238/1994, ως προς το σκέλος της που αφορά σε προσαύξηση περιουσίας από τραπεζική κατάθεση σημαντικού χρηματικού ποσού «άγνωστης πηγής ή αιτίας» εφαρμόζεται και σε υπόθεση όπου οι κινήσεις μεγάλων ποσών τραπεζικού λογαριασμού, που λαμβάνονται υπόψη από τη φορολογική αρχή για τη διαπίστωση διαφυγούσας φορολογητέας ύλης, πραγματοποιήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της (30.09.2010). Δεν έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα. Κρίσιμος όχι ο χρόνος διενέργειας του εμβάσματος αλλά είτε ο χρόνος της κατάθεσης του επίμαχου ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου, μέσω του οποίου έγινε το έμβασμα, είτε ο προγενέστερος αυτού χρόνος κατά τον οποίο προκύπτει ότι επήλθε η αντίστοιχη προσαύξηση της περιουσίας του, όπως ο χρόνος κατάθεσης του ποσού αυτού σε άλλον τραπεζικό λογαριασμό του ίδιου προσώπου, από τον οποίο το επίμαχο ποσό μεταφέρθηκε στο λογαριασμό του μέσω του οποίου διενεργήθηκε το έμβασμα. Εξουσία του διοικητικού δικαστηρίου όταν κρίνει καταλογιστική πράξη της φορολογικής αρχής η οποία φορολογεί ποσό τραπεζικού λογαριασμού, που τροφοδότησε έμβασμα, ως εισόδημα της χρήσης/διαχειριστικής περιόδου κατά την οποία πραγματοποιήθηκε το έμβασμα, χωρίς να εξετάζεται ο κρίσιμος χρόνος της επέλευσης της αντίστοιχης περιουσιακής προσαύξησης. Η διάταξη του εδαφίου β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ΚΦΕ εφαρμόζεται υπό την προϋπόθεση ότι η φορολογική διοίκηση δεν κατορθώνει να διαπιστώσει, κατά τρόπο αρκούντως τεκμηριωμένο και ασφαλή, τη συγκεκριμένη προέλευση της προσαύξησης, παρά τη λήψη των προβλεπόμενων στο νόμο αναγκαίων, κατάλληλων και εύλογων μέτρων. Συνδικαιούχοι τραπεζικού λογαριασμού. Εάν δεν προκύπτει κάποια ιδιαίτερη εσωτερική σχέση μεταξύ τους, εφαρμόζεται το τεκμήριο που θέτει το άρθρου 493 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη στο ενεργητικό του. Η μεταφορά χρηματικού ποσού από κοινό τραπεζικό λογαριασμό, που έχει ο φορολογούμενος με τη σύζυγό του στην ημεδαπή, σε άλλο κοινό τραπεζικό λογαριασμό τους στην ημεδαπή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προσαύξηση της περιουσίας του φορολογούμενου αυτού (και, δη, έχουσα το χαρακτήρα φορολογητέου εισοδήματός του, άγνωστης πηγής ή αιτίας, της χρήσης κατά την οποία έγινε η μεταφορά), κατ’ εφαρμογή του ως άνω τεκμηρίου του άρθρου 493 του Αστικού Κώδικα, δυνάμει του οποίου ο φορολογούμενος είναι δικαιούχος του ημίσεος του επίμαχου ποσού, τόσο πριν όσο και μετά από τη μεταφορά του από τον ένα κοινό λογαριασμό στον άλλο. Πραγματικά περιστατικά. Κρίση ότι η περιουσιακή προσαύξηση του προσφεύγοντος, ο οποίος ισχυρίσθηκε ότι ο ίδιος και η σύζυγός του είχαν λάβει σε προηγούμενα έτη ποσά, που αντιστοιχούσαν σε εισοδήματα ή κεφάλαια που είχαν προκύψει και εισαχθεί στην περιουσία του σε προηγούμενα έτη, δεν επήλθε κατά τη διαχειριστική περίοδο, εντός της οποίας ξεκίνησε η προθεσμιακή κατάθεση, αλλά σε προγενέστερες αυτής χρήσεις. Μη νόμιμη η πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος με την οποία θεωρήθηκε ως κρίσιμος χρόνος δημιουργίας της επίμαχης, φερόμενης ως άγνωστης προέλευσης περιουσιακής προσαύξησης, ο χρόνος της προθεσμιακής κατάθεσης και επιβλήθηκε σε βάρος του κύριος και πρόσθετος φόρος και εισφορά αλληλεγγύης. Δέχεται εν μέρει η προσφυγή.