Αριθμός Απόφασης: 1785/20220(11ο Τριμελές)
Πρόεδρος: Τ. Μαριά ,Πρόεδρος Πρωτοδικών ΔΔ
Εισηγήτρια: Μ. Φακουρέλη
Ο ενάγων, ο οποίος μαζί με την ανήλικη κόρη του εγκλωβίσθηκε στον ανελκυστήρα που βρίσκεται στο κτήριο όπου στεγάζεται το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά κατόπιν αιφνίδιας διακοπής λειτουργίας του, άσκησε αγωγή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ αιτούμενος αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που, κατά τους ισχυρισμούς του, υπέστη ο ίδιος και η ανήλικη κόρη του από παράνομες παραλείψεις οργάνων του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά.
Το Δικαστήριο έκρινε αυτεπαγγέλτως ότι η αγωγή κατά το μέρος που ασκήθηκε από την ανήλικη ενάγουσα ιδίω ονόματι, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι αυτή ήταν ανήλικη τόσο κατά τον χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής όσο και κατά τον χρόνο συζήτησης αυτής και δεν διέθετε, ως εκ τούτου, πλήρη δικαιοπρακτική και κατ’ επέκταση δικανική ικανότητα, όπως απαιτείται από το άρθρο 24 παρ.1 του ΚΔΔ. Αντιθέτως, η αγωγή κατά το μέρος που ασκήθηκε από την πρώτη ενάγουσα και τον δεύτερο ενάγοντα για λογαριασμό του ανήλικου τέκνου τους (ως συνασκούντων τη γονική μέριμνα και ως εκ τούτου νόμιμων αντιπροσώπων του κατ’ άρθρο 24 παρ.3 του ΚΔΔ), ασκήθηκε παραδεκτώς
Στα πλαίσια της δίκης αυτής οι ενάγοντες απέδωσαν παράνομες παραλείψεις σε υπαλλήλους και λοιπούς προστηθέντες του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά καθώς και στο Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του εν λόγω Δικαστηρίου. Κρίθηκε, σχετικώς, ότι αρμόδια αρχή για τη σύνταξη της κατά την παρ. 1 του άρθρου 129 του ΚΔΔ, έκθεσης απόψεων, είναι η αρχή η οποία διευθύνει το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά και εκπροσωπεί τούτο, κατά τον νόμο, ενώπιον κάθε άλλης αρχής, άρα και ενώπιον των λοιπών Δικαστηρίων της Χώρας, ήτοι ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του εν λόγω Δικαστηρίου. Εξάλλου, η ως άνω αρχή υπάγεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης προς το οποίο έγιναν οι κατά τον νόμο επιδόσεις της κρινόμενης αγωγής. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι δεν απαιτείται η αναγραφή στην έκθεση των απόψεων των στοιχείων νομιμοποίησης του συλλογικού οργάνου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, όπως της συγκρότησης, της σύνθεσης και της διάρκειας της θητείας του, προκειμένου η έκθεση αυτή να κριθεί νομίμως συνταχθείσα.
Σχετικά με το αίτημα των εναγόντων να παραπεμφθεί η υπόθεση προς εκδίκαση σε οιοδήποτε άλλο Διοικητικό Πρωτοδικείο της Ελληνικής Επικράτειας, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι: α) σύμφωνα με την αρχή του φυσικού δικαστή (βλ. ΣτΕ 1580/2021 σκ. 14) και το άρθρο 7 παρ. 1 του ΚΔΔ, φυσικός δικαστής για την εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά, καθόσον στην περιφέρεια αυτού εδρεύει η αρχή από παραλείψεις οργάνων της οποίας, κατά τους ισχυρισμούς των εναγόντων, δημιουργήθηκε η διαφορά και στο οποίο, απευθύνθηκαν οι ενάγοντες καταθέτοντας την κρινόμενη αγωγή, β) οι δικαστές χαίρουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τόσο έναντι της εκτελεστικής όσο και έναντι της δικαστικής εξουσίας και δεν υπάγονται σε οιασδήποτε μορφής ιεραρχικό ή υπηρεσιακό έλεγχο για τη δικανική τους κρίση από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης ή από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Διοικητικού Εφετείου στην περιφέρεια του οποίου υπηρετούν και γ) κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι δικαστές υπακούν μόνο στον νόμο και τη συνείδηση τους. Κατόπιν των ανωτέρω, και ενόψει των άρθρων 11 και 12 του ΚΔΔ, το Δικαστήριο έκρινε ότι η οιονεί διοικητικής φύσεως υποχρέωση της σύνταξης έκθεσης απόψεων από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, καθώς και η εκδίκαση της τυχόν ασκηθείσας έφεσης κατά της οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου από το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά, δεν συνιστά λόγο παραπομπής της υπόθεσης προς εκδίκαση σε άλλο Διοικητικό Δικαστήριο της Επικράτειας. Εξ άλλου, και υπό την εκδοχή ότι ο ως άνω ισχυρισμός των εναγόντων περί χειραγωγούμενης σύνθεσης, ήτοι περί δημιουργίας αμφιβολίας ως προς την αντικειμενική άσκηση των καθηκόντων όλων των δικαστών του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, ήθελε θεωρηθεί ως αίτηση εξαίρεσης αυτών από την εκδίκαση της υπό κρίση αγωγής, αυτή κρίθηκε απορριπτέα, αφενός διότι τέτοια εξαίρεση δεν προτάθηκε προσηκόντως (παρ. 2 του άρθρου 17 του ΚΔΔ), αφετέρου, διότι δεν επιτρέπεται αίτηση εξαίρεσης όλων των μελών του Δικαστηρίου στο οποίο υπηρετούν πάνω από πέντε δικαστές.
Από τις διατάξεις για τη λειτουργία και τη συντήρηση ανελκυστήρων (άρθρο 25 παρ. 2 του βδ 37/1966, ΦΑ/9.2/Οικ.28425/1245/22.12.2008 απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων), συνάγεται η υποχρέωση τόσο του ιδιοκτήτη του κτιρίου όσο και του συντηρητή του ανελκυστήρα να μεριμνούν για τη σωστή και ασφαλή λειτουργία του, προβαίνοντας στις επιβαλλόμενες ενέργειες προς τούτο (έλεγχος, συντήρηση, αντικατάσταση εξαρτημάτων κλπ.) και τηρώντας τα ειδικά προβλεπόμενα στοιχεία για τις ενέργειες αυτές, ώστε να είναι δυνατόν ανά πάσα στιγμή να ελεγχθεί και να διαπιστωθεί η κατάσταση και η πορεία λειτουργίας και συντήρησης του ανελκυστήρα. Οι υποχρεώσεις δε αυτές, η παράβαση των οποίων επισύρει και την επιβολή των σχετικών προστίμων, ισχύουν και προκειμένου για το Δημόσιο υπό την απαραίτητη προϋπόθεση το τελευταίο να είναι ιδιοκτήτης του κτιρίου στο οποίο λειτουργεί ο ανελκυστήρας (πρβλ. Δ.Εφ.Αθ. 354/2004).
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τα εξής: α. Κατά τα υποστηριζόμενα με την αγωγή, η ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες συνδέεται αιτιωδώς με την πλημμελή συντήρηση του ανελκυστήρα εκ μέρους των υπευθύνων υπαλλήλων και λοιπών προστηθέντων του εναγομένου και με την πλημμελή εποπτεία αυτών από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά το οποίο δεν είχε αναθέσει, όπως προβάλλουν, τη μηνιαία συντήρηση του επίμαχου ανελκυστήρα σε υπεύθυνο αδειούχο συντηρητή με έγκυρη κατά νόμο καταρτισθείσα σύμβαση. β. Πλην, όμως, από σχετική αναφορά του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, προκύπτει ότι το ένδικο κτίριο, στο οποίο στεγάζεται το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά, ανήκει κατά κυριότητα σε ιδιώτες γεγονός, εξ άλλου, για το οποίο οι ενάγοντες δεν αντιλέγουν. Οι εν λόγω ιδιοκτήτες υπό την ιδιότητά τους αυτή υποχρεούνται, να αναθέτουν τη συντήρηση του ανελκυστήρα σε υπεύθυνο αδειούχο συντηρητή, να μεριμνούν για την περιοδική επιθεώρηση του ανελκυστήρα και να τηρούν τις λοιπές υποχρεώσεις που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη. γ. Οι ισχυρισμοί των εναγόντων σχετικά με το ότι οι συμβάσεις μίσθωσης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των ιδιοκτητών του κτιρίου είναι άκυρες, είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι καθόσον η εγκυρότητα ή μη των συμβάσεων αυτών ουδεμία επιρροή ασκεί στο κρίσιμο για την κρινόμενη υπόθεση γεγονός ότι ιδιοκτήτης του κτιρίου και υπεύθυνος εκ του νόμου για τη συντήρηση του ένδικου ανελκυστήρα δεν είναι το εναγόμενο. δ. Ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι ο ανελκυστήρας παρουσίαζε συχνά λειτουργικά προβλήματα πρέπει να απορριφθεί ως αναπόδεικτος καθόσον από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός των εναγόντων περί παράλειψης του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά να διορίσει και να απασχολήσει οδηγό ανελκυστήρα κατά τη λειτουργία αυτού, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι οι έχοντες το βάρος απόδειξης ενάγοντες δεν επικαλούνται ούτε αποδεικνύουν ότι ο ένδικος ανελκυστήρας δεν διέθετε σύστημα αυτόματης επιλογής και εκτέλεσης κλήσεων (COLLECTIVE-SELECTIVE), έλλειψη η οποία καθιστά τη συνοδεία οδηγού ανελκυστήρα απαραίτητη για τη λειτουργία του κατ’ άρθρο 25 παρ. 2 του β.δ. 37/1966. Μόνη δε η επίκληση της παλαιότητας του ανελκυστήρα από τους ενάγοντες δεν αρκεί. Ούτε εξ άλλου, οι ενάγοντες επικαλέστηκαν ούτε και απέδειξαν ότι το ιστορούμενο στην αγωγή συμβάν οφείλεται σε αυθαίρετες υλικές ενέργειες υπαλλήλων του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά ή του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης αυτού όσον αφορά στην εγκατάσταση, λειτουργία και συντήρηση του ανελκυστήρα. Κατόπιν των ανωτέρω, κρίθηκε ότι οι έχοντες το βάρος απόδειξης ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι έλαβαν χώρα παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του εναγομένου οι οποίες να συνδέονται αιτιωδώς με το ζημιογόνο αποτέλεσμα το οποίο επικαλούνται και, ως εκ τούτου, δεν στοιχειοθετείται ευθύνη του εναγόμενου, για αποζημίωση των εναγόντων με βάση το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ. Απορρίπτει την αγωγή.