Ανεξαρτησία της δικαιοσύνης – Πειθαρχική διαδικασία κατά δικαστών – Δικαστική Επιθεώρηση – Προϊστάμενος επιθεωρητής που έχει εξουσίες θέσπισης ρυθμίσεων, επιλογής, αξιολόγησης, διορισμού και πειθαρχικής έρευνας
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 11.05.2023 απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι το όργανο που είναι επιφορτισμένο με τις πειθαρχικές διαδικασίες κατά των δικαστών πρέπει να είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, οι κανόνες σχετικά με τον έλεγχο των πράξεων του προϊσταμένου επιθεωρητή θα πρέπει να είναι τέτοιοι που να μην αφήνουν περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία των πολιτών ως προς τις εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η R.I. είναι διάδικος σε διάφορες ποινικές διαδικασίες ενώπιον ρουμανικών δικαστηρίων. Η R.I. υπέβαλε διάφορες πειθαρχικές αναφορές ενώπιον της Δικαστικής Επιθεώρησης κατά δικαστών και εισαγγελέων των δικαστηρίων αυτών.
Επί των αναφορών αυτών εκδόθηκαν διάφορες αποφάσεις της Δικαστικής Επιθεώρησης περί περατώσεως της διαδικασίας. Η R.I. προσέβαλε ενώπιον του Curtea de Apel București (εφετείου Βουκουρεστίου, Ρουμανία) μία από τις αποφάσεις αυτές, την από 2 Ιουλίου 2018, την οποία είχε επικυρώσει ο N.L. ως προϊστάμενος επιθεωρητής.
Με απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2019, το ως άνω δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση αυτή. Το Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ρουμανία) απέρριψε, με απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2020, την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η Δικαστική Επιθεώρηση κατά της αποφάσεως του Curtea de Apel București (εφετείου Βουκουρεστίου, Ρουμανία).
Κατόπιν της δικαστικής αυτής διαδικασίας, η Δικαστική Επιθεώρηση εξέδωσε, στις 11 Μαρτίου 2021, νέα απόφαση περί περατώσεως της διαδικασίας σχετικά με την επίμαχη πειθαρχική αναφορά. Στις 31 Μαΐου 2021, ο N.L. απέρριψε τη διοικητική ένσταση που άσκησε η R.I. κατά της αποφάσεως αυτής. Η τελευταία άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της ως άνω αποφάσεως του N.L.
Στις 29 Νοεμβρίου 2019, η R.I., με υπόμνημα που απηύθυνε στο Ministerului Justilaboriei (Υπουργείο Δικαιοσύνης, Ρουμανία), διαμαρτυρήθηκε για την προσβολή των συνταγματικών δικαιωμάτων της και κατήγγειλε τη δράση μιας «ομάδας» προσώπων, συμπεριλαμβανομένου του N.L., τα οποία φέρεται ότι συνέβαλαν στην προσβολή των συνταγματικών δικαιωμάτων της και στις εις βάρος της ποινικές έρευνες. Με το υπόμνημα αυτό, η R.I. υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι ο N.L. είχε επιδιώξει να αποκρύψει τις καταχρήσεις και τις παρανομίες ορισμένων δικαστικών λειτουργών.
Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, θεωρώντας εαυτό αναρμόδιο να εξετάσει την εν λόγω αναφορά, την παρέπεμψε στη Δικαστική Επιθεώρηση. Επιπλέον, με αναφορά που υπέβαλε στη Δικαστική Επιθεώρηση στις 16 Φεβρουαρίου 2021, η R.I. προέβαλε μία ακόμη αιτίαση κατά του N.L.
Στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του οργάνου αυτού, η R.I. αποσαφήνισε τις αιτιάσεις της υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε διενεργηθεί πραγματική πειθαρχική έρευνα, ότι η απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2019 δεν είχε εκτελεστεί και ότι η εξέταση των ενστάσεών της είχε εκ προθέσεως καθυστερήσει προκειμένου να εκπνεύσει η προθεσμία παραγραφής.
Η διαδικασία επί της αναφοράς κατά του N.L. περατώθηκε στις 17 Μαρτίου 2021 με απόφαση δικαστικού επιθεωρητή ορισθέντος κατ’ εφαρμογή γενικών κανόνων που είχε θεσπίσει ο προϊστάμενος επιθεωρητής. Η διοικητική ένσταση που υπέβαλε η R.I. κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε στις 11 Μαΐου 2021 με απόφαση του αναπληρωτή προϊσταμένου επιθεωρητή.
Στις 31 Μαΐου 2021, η R.I. άσκησε, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, προσφυγή με αίτημα, μεταξύ άλλων, την ακύρωση των αποφάσεων της 17ης Μαρτίου και της 11ης Μαΐου 2021, καθώς και την καταβολή αποζημίωσης για τη ζημία που υπέστη από τις ως άνω αποφάσεις.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η R.I. επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, διάφορες παρατυπίες σχετικά με τις εξουσίες του προϊσταμένου επιθεωρητή όσον αφορά την επιλογή των δικαστικών επιθεωρητών, τον διορισμό του αναπληρωτή προϊσταμένου επιθεωρητή και τη θέσπιση των κανόνων οργάνωσης της Δικαστικής Επιθεώρησης, καθώς και τη μη ύπαρξη επαρκών εγγυήσεων κατά της έλλειψης αμεροληψίας των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τη διερεύνηση αναφοράς κατά του προϊσταμένου επιθεωρητή. Η R.I. θεώρησε ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στη συγκέντρωση εξουσιών στο πρόσωπο του προϊσταμένου επιθεωρητή, λόγω της οποίας εμποδίζεται η άσκηση πειθαρχικών διώξεων κατά των δικαστών ή κατά του προϊσταμένου επιθεωρητή.
Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι η R.I. επικαλέσθηκε την απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ., C‑83/19, C‑127/19, C‑195/19, C‑291/19, C‑355/19 και C‑397/19, πλην όμως η απόφαση αυτή αφορά μόνον την πράξη διορισμού του προϊσταμένου επιθεωρητή, η οποία εξετάστηκε υπό το πρίσμα του κινδύνου κίνησης πειθαρχικής έρευνας κατά των δικαστών. Εν προκειμένω, η R.I. πρόβαλε, αντιθέτως, την αδυναμία άσκησης πειθαρχικής δίωξης λόγω του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας της Δικαστικής Επιθεώρησης.
Το αιτούν δικαστήριο υπογράμμισε, συναφώς, ότι η Δικαστική Επιθεώρηση μεταρρυθμίστηκε το 2012 προκειμένου να ενισχυθεί η επιχειρησιακή ανεξαρτησία της έναντι του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου και προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση προς την απόφαση 2006/928/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση μηχανισμού για τη συνεργασία και τον έλεγχο της προόδου στη Ρουμανία όσον αφορά την επίτευξη των ειδικών στόχων αναφοράς στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς. Πλείονες ρυθμίσεις σχετικές με την οργάνωση και λειτουργία της Δικαστικής Επιθεώρησης όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τη δομή της, τα καθήκοντα του προσωπικού, τη διαδικασία χειρισμού των αναφορών, τον διορισμό δικαστικών επιθεωρητών ή προσώπων που κατέχουν διευθυντικές θέσεις, απορρέουν από κανόνες που θέσπισε ο προϊστάμενος επιθεωρητής κατ’ εφαρμογήν των κανονιστικών εξουσιών που του έχει απονείμει η ρουμανική νομοθεσία. Βάσει των στοιχείων αυτών, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε, ειδικότερα, ως προς την αξιοπιστία του συστήματος εγγυήσεων της ρουμανικής νομοθεσίας όσον αφορά τον έλεγχο των πράξεων του προϊσταμένου επιθεωρητή.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel București (εφετείο Βουκουρεστίου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 2 και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με την απόφαση 2006/928/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση μηχανισμού για τη συνεργασία και τον έλεγχο της προόδου στη Ρουμανία όσον αφορά την επίτευξη των ειδικών στόχων αναφοράς στους τομείς της δικαστικής μεταρρύθμισης και της καταπολέμησης της διαφθοράς, αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, η οποία
– απονέμει στον διευθυντή οργάνου που είναι αρμόδιο για τη διεξαγωγή ερευνών και την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά των δικαστών και των εισαγγελέων την εξουσία έκδοσης κανονιστικών και ατομικών πράξεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, την οργάνωση του οργάνου αυτού, την επιλογή των υπαλλήλων του, την αξιολόγησή τους, την εκτέλεση των εργασιών τους ή ακόμη τον διορισμό αναπληρωτή διευθυντή,
– ενώ, πρώτον, οι υπάλληλοι και ο αναπληρωτής διευθυντής είναι οι μόνοι αρμόδιοι για τη διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας κατά του διευθυντή, δεύτερον, η σταδιοδρομία τους εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τις αποφάσεις του διευθυντή και, τέλος, η θητεία του αναπληρωτή διευθυντή λήγει ταυτόχρονα με τη θητεία του διευθυντή,
όταν η ρύθμιση αυτή δεν έχει διαμορφωθεί κατά τρόπο ώστε να μην μπορεί να δημιουργήσει στους πολίτες καμία εύλογη αμφιβολία όσον αφορά τη χρήση των εξουσιών και των αρμοδιοτήτων του οργάνου αυτού ως μέσου άσκησης πιέσεων στο έργο των δικαστών και των εισαγγελέων ή ως μέσου πολιτικού ελέγχου του έργου τους.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA