Δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων για την εκδίκαση αγωγής με την οποία ζητείται αποζημίωση από Δήμο για πράξεις ή παραλείψεις υπαλλήλων του. Το Εφετείο, στο οποίο μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση της εφέσεως, εξετάζει αυτεπαγγέλτως τη δικαιοδοσία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και αν κρίνει ότι το δικαστήριο εκείνο δεν είχε δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αγωγής, με βάση την οποία έκρινε η εκκαλούμενη απόφαση, υποχρεούται, έστω και εάν δεν υπάρχει ειδικός λόγος εφέσεως, να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και να απορρίψει την αγωγή, διότι τούτο δεν αποτελεί χειροτέρευση της θέσεως του εκκαλούντος, χωρίς να ασκηθεί ξεχωριστή έφεση ή αντέφεση από τον εφεσίβλητο. Περιορισμός καταχρήσεως δικονομικών δυνατοτήτων. Η παράβαση του καθήκοντος αλήθειας επισύρει κατά του παραβάτη ποινές τάξεως του άρθρου 205 ΚΠολΔ. Το δικαστήριο έχει υποχρέωση να επιβάλει χρηματική ποινή εφόσον διαπιστωθεί δικονομική διαφορά η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. Προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής τάξης αποτελεί το στοιχείο της υπαιτιότητας με τη μορφή άμεσου δόλου.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3204/2021
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ: 1ο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: ʼννα Πελεκούδα, Πρόεδρο Εφετών, Απόστολο Ζαβιτσάνο, Αικατερίνη Μυλωνά – Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Ελένη Λιάσκου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 11 Μαΐου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπηθήκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο Βασιλική Κουρούσια δια δηλώσεως του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Δήμου Αθηναίων ΟΤΑ Α’ Βαθμού, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο Στυλιανό Μπεζαντέ.
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 20 Δεκεμβρίου 2017 αγωγή της, προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 4655/2017, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτή.
Το Δικαστήριο εκείνο, εξέδωσε την 2666/2020 οριστική του απόφαση, με την οποία απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή, προσέβαλε η εκκαλούσα, με την από 28 Σεπτεμβρίου 2020 έφεση της προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό 6409/2020.
Ήδη η υπόθεση, εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο με δηλώσεις τους κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου προς συζήτηση η από 28.9.2020 (ΓΑΚ ./2020 και ΕΑΚ εκδόντος δικαστηρίου ./2020) έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ» κατά του νικήσαντος εναγομένου ΟΤΑ α’ βαθμού με την επωνυμία «Δήμος Αθηναίων» και κατά της 2666/2020 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαγνωστική διαδικασία, επί της από 20.12.2017 (ΓΑΚ ./2017 ΕΑΚ ./2017) αγωγής της πρώτης κατά του δεύτερου.
Η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε νομότυπα με κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και εμπρόθεσμα, εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης στην εκκαλούσα, καθώς το δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, στις 29.9.2020, όπως προκύπτει από τη με την ίδια ημερομηνία έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου του Πρωτοδικείου, και η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα, στις 25.8.2020, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα και δεν αμφισβητεί ο εφεσίβλητος, μη συνυπολογιζομένου του χρονικού διαστήματος από 25.8 έως 31.8. στη (γνήσια) προθεσμία άσκησης της κρινόμενης έφεσης (147§2 ΚΠολΔ), και επομένως, τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 495. 496. 511, 513§ 1 β, 516. 518§1 ΚΠολΔ. Συνεπώς η έφεση είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί, περαιτέρω. Ως προς το παραδεκτό Αθηνών και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (522. 533§1 ΚΠολΔ). αφού σημειωθεί ότι η εκκαλούσα έχει καταθέσει το απαιτούμενο παράβολο ποσού 150,00 ευρώ που προβλέπεται στο άρθρο 495§3 του Κ.Πολ.Δ. [ως η §3 αντικαταστάθηκε από 23.01.2017 από το άρθρο 35§2 και 45 ν. 4446/2016 (ΦΕΚ 240/Α/22.12.2016) και ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης], ήτοι το με αριθμό ./2020 ε-ΠΑΡΑΒΟΛΟ [ως αναφέρεται στην έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου της γραμματέως του Πρωτοδικείου και προκύπτει και από το συνημμένο στο δικόγραφο της έφεσης αντίγραφο παράβολου.
Η ενάγουσα με την από 20.12.2017 (ΓΑΚ ./2017 ΕΑΚ ./2017) αγωγή της. όπως τη διόρθωσε παραδεκτά με τις έγγραφες προτάσεις της, κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ, ισχυρίστηκε ότι έχει στην -κατά τον εκτιθέμενο παράγωγο τρόπο- κυριότητα, νομή και κατοχή της το περιγραφόμενο σε αυτήν ενιαίο ακίνητο, αποτελούμενο από δύο όμορα οικόπεδα, εκτάσεως 1.172.48 τμ., που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Αθηναίων, επί των οδών Μητροπόλεως και Πανδρόσου. Ότι η εν λόγω ιδιοκτησία της απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά με τη με αριθμό ./14.02.1974 πράξη προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημίωσης της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχίας Αττικής, που εκδόθηκε σε εφαρμογή του από 18.9.1972 βδ/τος, επικυρωθείσα με τη με αριθμό ./1974 απόφαση του Νομάρχη Αττικής. Ότι για την απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία της εκδόθηκε ακολούθως η 6960/1978 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία καθορίστηκε οριστική τιμή μονάδος αποζημίωσης, πλην όμως μη καταβληθείσας, ούτε παρακατατεθείσας της εν λόγω αποζημίωσης εντός 18 μηνών από τη δημοσίευση της εν λόγω δικαστικής απόφασης εκδόθηκε η 8690/1982 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία βεβαιώθηκε ότι η κηρυχθείσα απαλλοτρίωση ανακλήθηκε αυτοδικαίως από τις 28.12.1979, ενώ προσέτι με την 5847/1992 απόφαση του Εφετείου Αθηνών αναγνωρίστηκε η αποκλειστική κυριότητα της επί του εν λόγω οικοπέδου. Ότι ο εναγόμενος ήδη από τις 14.02.1974, κατέλαβε παράνομα το ακίνητο της έκτοτε δε χρησιμοποιεί αυτό αυθαίρετα μετατρέποντας το σε πλατεία και εκμεταλλευόμενος αυτό ως χώρο αναψυχής, χωρίς να καταβάλει οποιοδήποτε τίμημα για τη χρήση του, παραλείπει δε να επιληφθεί εντός ευλόγου χρόνου, προκειμένου να αρθεί το ρυμοτομικό βάρος της ιδιοκτησίας της με τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, προκαλώντας της ζημία ισόποση προς τη μισθωτική αξία της ιδιοκτησίας της από την αναφερομένη δυνατότητα χρήσεως αυτής, την οποία με πιθανότητα και κατά τη συνήθη των πραγμάτων θα αποκέρδαινε από την εκμίσθωση της.
Υπό το εκτεθέν περιεχόμενο ζήτησε: α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει για το χρονικό διάστημα από 01.01.2012 έως 31.12.2017 κυρίως με βάση τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, ως αποζημίωση χρήσης επικουρικώς με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ως ωφέλεια που προσπορίστηκε χωρίς νόμιμη αιτία από την παράνομη κατάληψη του επίδικου ακινήτου της ενάγουσας για την οποία δεν κατέβαλε μίσθωμα, αφού αν η ίδια δεν δεχόταν την εν λόγο) εκμίσθωση, θα ήταν υποχρεωμένος να μισθώσει άλλο ακίνητο για να το χρησιμοποιήσει ως ανωτέρω, το συνολικό ποσό των [29.250 ευρώ (για το χρονικό διάστημα από 01.01.2012 έως 31.12.2012)+ 28.986 ευρώ (για το χρονικό διάστημα από 01.01.2013 έως 31.12.2013) + 28.609 ευρώ (για το χρονικό διάστημα από 01.01.2014 έως 31.12.2014) + 28.123,55 ευρώ (για το χρονικό διάστημα από 01.01.2015 έως 31.12.2015) + 27.898.57 ευρώ (για το χρονικό διάστημα από 01.01.2016 έως 31.12.2016) + 28.233.35 ευρώ (για το χρονικό διάστημα από 01.01.2017 έως 31.12.2017)=] 2.053.225,67 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τη λήξη εκάστου μηνός εντός του εκάστοτε εκτιθέμενου έτους, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση, β) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και γ) να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 2666/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαγνωστική διαδικασία, με την οποία κρίθηκε ότι η αγωγή είναι παραδεκτή: α) ως απευθυνόμενη σε δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της -όντας καθ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο – και β) ως περιέχουσα όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για τη νομική θεμελίωση και δικαστική εκτίμηση της. Ειδικότερα όσον αφορά στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου κρίθηκε ότι για τη φερόμενη προς διάγνωση κύρια και επικουρική αξίωση της ενάγουσας υφίσταται δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων δεδομένου ότι οι υλικές αυτές πράξεις των οργάνων του εναγομένου δεν συνδέονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας, αλλά με τη διαχείριση της ιδιωτικής του περιουσίας δημιουργώντας ιδιωτική διαφορά.
Περαιτέρω με την εν λόγοι απόφαση η αγωγή κρίθηκε νόμιμη τόσο ως προς την κύρια ερειδόμενη στην αδικοπραξία βάση της, όσο και ως προς την επικουρική ερειδόμενη στον αδικαιολόγητο πλουτισμό τοιαύτη, πλην του παρεπόμενου αιτήματος επιδίκασης τόκων από τη λήξη εκάστου μηνός εντός του αναφερόμενου στην αγωγή χρονικού διαστήματος, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο και τέλος κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά την κύρια βάση της, εκτιμώμενου ότι παρέλκει η εξέταση της επικουρικής τοιαύτης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα – εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση για τους ακολούθως εκτιθέμενους λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων. κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα κατωτέρω, ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεση της ώστε να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, και να γίνει δεκτή καθ6 μέρος απορρίφθηκε η αγωγή της, ήτοι κατά την κύρια βάση της.
Με τα άρθρα 94§§ 1,3 του Συντάγματος και 1 § § 1. 2 στοιχ. η’ του ν. 1406/1983 ορίζεται αντιστοίχως ότι «Η εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται όλες οι ιδιωτικές…» «Υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας που δεν έχουν μέχρι σήμερα υπαχθεί σ’ αυτή. Στις διαφορές περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την ευθύνη του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ». Επίσης με τα άρθρα 104, 105 εδ.α ΕισΝΑΚ. 914 ΑΚ ορίζεται αντίστοιχος ότι: «Για πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου που ανάγονται στις έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου ή σχετικές με την ιδιωτική του περιουσία, το Δημόσιο ευθύνεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα». «Για παράνομες πράξεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που του έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση εκτός εάν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος». «Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Από τις διατάξεις αυτές συνδυαζόμενες με τη διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ προκύπτει ότι μπορεί μεν να δημιουργηθεί ευθύνη του δημοσίου προς αποζημίωση κατά το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ και από υλική πράξη οργάνου του, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, και συνεπώς να δημιουργηθεί εντεύθεν διοικητική διαφορά υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίου, μόνον όμως, όταν η πράξη αυτή ενέχει άσκηση δημοσίας εξουσίας, είτε γιατί εντάσσεται σε έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη, την οποία πραγματώνει ή επ’ ευκαιρία της οποίας τελείται, είτε γιατί συνιστά καθ εαυτή δραστηριότητα που αναπτύσσεται υπό καθεστώς – νομοθετικής υπεροχής έναντι των πολιτών που αρμόζει αποκλειστικά στο κράτος ή στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ως φορείς δημόσιας εξουσίας. Αντίθετα, αν η υλική πράξη δεν συνδέεται αιτιωδώς με έννομη σχέση του δημοσίου δικαίου μεταξύ κράτους και πολίτη, ούτε καλύπτεται καθ εαυτή από εξαιρετική νομοθετική ρύθμιση, δημιουργική σχέσεως υπεροχής έναντι των πολιτών, αλλά με την διαχείριση της ιδιωτικής του περιουσίας, τότε η πηγάζουσα από αυτή ευθύνη του δημοσίου προς αποζημίωση θεμελιώνεται αναγκαίος στις διατάξεις ιδιωτικού δικαίου και συνεπώς η ανακύπτουσα διαφορά είναι ιδιωτική (ΑΠ 599/2013 ΤΝΠ Νόμος). Οι παραπάνω δε διατάξεις εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων ν.π.δ.δ. από πράξεις ή παραλείψεις των προσώπων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους (ΑΕΔ 5/1995, 599/2013). Περαιτέρω, στο μεν άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ. ορίζεται ότι για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος, μαζί δε με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των διατάξεων για την ευθύνη των υπουργούν. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που η εκδίκαση τους υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων είναι κατά κύριο λόγο εκείνες που πηγάζουν από πράξεις των οργάνων του δημοσίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ενέχουν άσκηση δημόσιας εξουσίας, με προέχον δηλαδή στοιχείο την επιβολή της υπέρτερης μονομερούς βούλησης αυτών, χωρίς να αποκλείονται και εκείνες που προκύπτουν από υλικές ενέργειες των ιδίων οργάνων, όταν αυτές απορρέουν από την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή τελέστηκαν σε συνάρτηση προς την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας ή εξαιτίας τους και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας του Δημοσίου ή των οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου που έχει ενεργήσει εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθήκοντος του. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων η ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη έκδοσης τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ή από παραλείψεις οφειλομένων νομίμων υλικών ενεργειών αυτών, όπως, όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών των οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ή τελέσθηκαν εξ αιτίας αυτής και δεν συνδέονται με την ιδιωτική διαχείριση της περιουσίας των πιο πάνω προσώπων, ούτε οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου, που ενήργησε εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ακόμη και όταν επιδιώκεται αποζημίωση για παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αλλά η επικαλούμενη ως παράνομη ενέργεια, πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια που εκδηλώθηκε στο πλαίσιο εννόμου σχέσεως του ιδιωτικού δικαίου ή συνδέεται με τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου, ή των οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, συντελέσθηκε μέσα στα πλαίσια ή έχει ως υπόβαθρο τέτοια σύμβαση, όπως μια σύμβαση έργου, η ευθύνη για την αποκατάσταση κάθε θετικής ή αποθετικής ζημίας και καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης θεμελιώνεται σια άρθρα 104 και 105 ΕισΝΑΚ και οι εντεύθεν διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίου (ΑΕΔ 7/2014, ΑΕΔ 3/2004, ΑΕΔ 5 και 53/1995, ΑΠ 347/2014, AΠ 1175/2014, ΕφΑθ 6087/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προέκυψαν τα ακόλουθα: Με τη με αριθμό ./14.02.1974 πράξη προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημίωσης της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχίας Αττικής, που εκδόθηκε σε εφαρμογή του από 18.9.1972 βδ/τος, επικυρωθείσα με τη με αριθμό ./1974 απόφαση του Νομάρχη Αττικής η ιδιοκτησία της ενάγουσας συνιστάμενη σε ένα ενιαίο ακίνητο (οικόπεδο) εκτάσεως, κατά τους τίτλους κτήσεως 1.172,48 τ.μ., αποτελούμενο από δύο όμορα οικόπεδα, εκτάσεως 911,00 τ.μ. και 261,48 τ.μ. που βρίσκονται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Αθηναίων, εντός σχεδίου πόλεως, στο ΟΤ 15/60 και επί των οδών Μητροπόλεως και Πανδρόσου, απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά λόγω της επείγουσας ανάγκης εφαρμογής του ρυμοτομικού σχεδίου της πόλης και με το ανωτέρω βδ η απαλλοτριωθείσα έκταση χαρακτηρίστηκε κοινόχρηστος χώρος για τη δημιουργία πλατείας. Μεταγενέστερα εκδόθηκε για την απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία η 6960/1978 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία καθορίστηκε οριστική τιμή μονάδος αποζημίωσης, πλην όμως δεν καταβλήθηκε, ούτε παρακατατέθηκε η εν λόγω αποζημίωση εντός 18 μηνών από τη δημοσίευση της εν λόγω δικαστικής απόφασης, με αποτέλεσμα να εκδοθεί η 8690/1982 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία βεβαιώθηκε ότι η κηρυχθείσα απαλλοτρίωση ανακλήθηκε αυτοδικαίως από τις 28.12.1979. Έκτοτε το πολεοδομικό καθεστώς της ιδιοκτησίας της ενάγουσας παραμένει αρρύθμιστο και το ακίνητο δεν δύναται να οικοδομηθεί, διότι απαιτείται τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου με ρητή πράξη της αρμόδιας διοικητικής αρχής, που ουδέποτε έχει λάβει χώρα (ΣτΕ 1151/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ενώ ο εναγόμενος επιθυμώντας να αποδεσμεύσει την επίδικη έκταση από το καθεστώς πολεοδομικής ομηρίας στο οποίο έχει περιέλθει, στο πρόσφατο παρελθόν (24.01.2017) προσφέρθηκε να εξετάσει από κοινού με την ενάγουσα ένα πρόσφορο τρόπο απόκτησης του επίδικου, ώστε να αποδοθεί αυτό σε κοινωφελή χρήση και να αποζημιωθεί η ενάγουσα (24.01.2017) και με σχετικές αποφάσεις του Δημοτικού του Συμβουλίου, μεταγενέστερα (28.02.2019), ενέκρινε την κατ’ άρθρο 186 και 191 ΚΔΚ απευθείας εξαγορά του με πρόβλεψη συγκεκριμένου κωδικού στον προϋπολογισμό του και λίγο αργότερα (31.10.2019) ανέστειλε προσωρινά για χρονικό διάστημα έως 6 μηνούν την υλοποίηση της προηγούμενης εγκριτικής απόφασης του, προκειμένου να εξασφαλίσει τη σταδιακή προσαρμογή του σχετικού επενδυτικού προγράμματος και να διερευνήσει τη δυνατότητα χρηματοδότησης του από άλλες πηγές εσόδων (ΕΣΠΑ, πράσινο ταμείο για απαλλοτριώσεις κ.τλ). Τέλος για το ανωτέρω ακίνητο, με αφορμή εμπράγματες και ενοχικές διαφορές των διαδίκων, έχουν εκδοθεί οι ακόλουθες αποφάσεις: α) η 5847/1992 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την επί του εν λόγω οικοπέδου, β) η 3182/2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καταστάσα τελεσίδικη με την 8232/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και αμετάκλητη με την 945/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία διατάχθηκε ο εναγόμενος να αποδώσει το επίδικο ακίνητο και έτσι εξοπλίστηκε με εκτελεστό τίτλο η εναντίον του επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης και η σύνταξη της με αριθμό ./08.01.2010 έκθεσης αποβολής εγκατάστασης και καταγραφής του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ., με την οποία ο εναγόμενος αποβλήθηκε τελικώς από το διαφιλονικούμενο ακίνητου, της ενάγουσας εγκαθισταμένης στη νομή του και γ) η 1170/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών με την οποία, αφού συνεκδικάστηκαν οι μεταξύ των διαδίκων αντίθετες εφέσεις τους κατά της 4681/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έγιναν τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτές αυτές και εξαφανισθείσας της προσβαλλόμενης απόφασης υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το οποία αναγνωρίστηκε η έναντι του εναγομένου συνολικό ποσό των 269.200.00 ευρώ το οποίο προσπορίστηκε χωρίς νόμιμη αιτία από την αυθαίρετη κατάληψη και χρήση του επίδικου ακινήτου της ενάγουσας κατά το χρονικό διάστημα από 14.02.1974 έως 30.4.1998 εξοικονομώντας αντίστοιχη δαπάνη στην οποία θα υποβαλλόταν εάν το εκμίσθωνε. Μετά τα ανωτέρω δεδομένα με την ένδικη αγωγή, όπως το περιεχόμενο της εκτέθηκε ανωτέρω, εισάγεται διαφορά δημοσίου δικαίου, καθόσον η υλική πράξη που περιγράφεται στην αγωγή, δηλαδή, η γενεσιουργός της ζημίας της ενάγουσας παράνομη και υπαίτια συνεχιζόμενη συμπεριφορά του εναγομένου δια των οργάνων του, εκκινώντας από τις 14.02.1974, ήτοι από την έκδοση της ανωτέρω πράξης προσκύρωσης και αναλογισμού αποζημίωσης της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχίας Αττικής σε εφαρμογή του από 18.9.1972 βδ/τος, οπότε καταλήφθηκε η ιδιοκτησία της ενάγουσας, συνεχιζόμενη καθ όλο το ενδιάμεσο αλλά και το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, οπότε εξακολούθησε η κατοχή και εκμετάλλευση της επίδικης ιδιοκτησίας παρά την 8690/1982 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, περί αυτοδίκαιης ανάκλησης της κηρυχθείσας απαλλοτρίωσης και παρά την 5847/1992 απόφαση του Εφετείου Αθηνών περί αναγνώρισης της αποκλειστικής κυριότητας της ενάγουσας επί του εν λόγω οικοπέδου, διατηρούμενη δε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 01.01.2012 έως και τις 31.12.2017, που είναι μεταγενέστερο της 11.6.1985 (άρθρο 9 §1 εδ γ’ και 2 ν. 1406/1983), ενέχει άσκηση δημόσιας εξουσίας, αφού συνιστά καθ εαυτή δραστηριότητα που αναπτύσσεται υπό καθεστώς νομοθετικής υπεροχής του εναγόμενου έναντι της ενάγουσας, λαμβάνοντας υπόψη ότι τελέστηκε στα πλαίσια επισπευδόμενης αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και συνεπούς το εναγόμενο διοικητικό όργανο, έδρασε στη προκειμένη περίπτωση ως polentior persona, δηλαδή έκανε χρήση της ειδικής κατά νόμο υπερέχουσας θέσης του έναντι της ενάγουσας ως άλλου υποκειμένου, προβαίνοντας σε διαχείριση του επίδικου χώρου που παραλήφθηκε κατά την εφαρμογή εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου με το οποίο ορίστηκε (ο χώρος) ως κοινόχρηστος και συνεχίζοντας τη διατήρηση της κατάστασης αυτής και μετά την άρση της ρυμοτομικής απαλλοτρίωσης, κατά την οποία (άρση) δεν προσδόθηκε στο ακίνητο οικοδομησιμότητα, αφού δεν ακολούθησε τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου με ρητή πράξη της αρμόδιας διοικητικής αρχής. Επομένως, το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως αναφυόμενη κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά την ευθύνη του εναγόμενου Ο ΤΑ, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε το έτος 2017, το οποίο (έτος) καθορίζει στο πλαίσιο παροχής δικαστικής προστασίας την δικαιοδοσία των δικαστηρίων, δεδομένου ότι κρίσιμος χρόνος για τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων είναι ο χρόνος ασκήσεως της αγωγής, ήτοι στις 27.12.2017, σύμφωνα με την με αριθμό ./2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, που εδρεύει στο Πρωτοδικείο Αθηνών … και ενδεχόμενη μεταγενέστερη της ασκήσεως νομοθετική μεταβολή της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων δεν επιδρά στο ένδικο βοήθημα που έχει ήδη κατατεθεί και εκκρεμεί σ’ αυτά, ούτε καθιστά ανίσχυρη την εκδιδόμενη υπ’ αυτού δικαστική απόφαση.
Περαιτέρω, από τα άρθρα 4, 522, 533 § 2 και 536 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο, στο οποίο μεταβιβάζεται η υπόθεση με την άσκηση της εφέσεως, εξετάζει αυτεπαγγέλτως τη δικαιοδοσία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εάν κρίνει ότι το Δικαστήριο εκείνο δεν είχε δικαιοδοσία για την εκδίκαση της αγωγής, με βάση την οποία έκρινε, η εκκαλουμένη απόφαση, υποχρεούται, έστω και εάν δεν υπάρχει ειδικός λόγος εφέσεως, το οποίο συμβαίνει όταν ο εκκαλών – ενάγων παραπονείται για την κατά νόμω ή ουσία απόρριψη της αγωγής, να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση και να απορρίψει την αγωγή, διότι τούτο δεν αποτελεί χειροτέρευση της θέσεως του εκκαλούντος. χωρίς να ασκηθεί ξεχωριστή έφεση ή αντέφεση από τον εφεσίβλητο, αφού η απόφαση αυτή δεν είναι επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα. από αυτήν που προσβλήθηκε (All 820/1977 ΝοΒ 26 517, ΕφΠειρ 314/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 328/2009 ΕλΔνη 2009 1514, ΕφΝαυπλ 126/1988 Αρμ 1988 1 139, Δ.Δημητρίου. Το αντικείμενο της πολιτικής δίκης κατ’ έφεση, σ. 2, Σ.Σαμουήλ, η έφεση, έκδ. ΣΤ, § 1137). Ενόψει τούτων, εφόσον, κατά τα παραπάνω η ένδικη αγωγή με βάση την, κατά την κύρια βάση, αξίωση της ενάγουσας, την οποίαν εισάγει ενώπιον των πολιτικών Δικαστηρίων, εμπίπτει στη δικαιοδοσία των διοικητικών Δικαστηρίων, γεγονός που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση κατ’ ουσίαν, δεδομένου ότι η εκκαλούσα – ενάγουσα παραπονείται για την απόρριψη της αγωγής της, ως αβάσιμης, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και στη συνέχεια πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση, να δικαστεί η από 20.12.2017 (ΓΑΚ ./2017 ΓΛΚ ./2017) αγωγή, κατά την κύρια βάση της, και να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, αφού η παρούσα απόφαση είναι για την εκκαλούσα – ενάγουσα επωφελέστερη από αυτήν που έχει προσβληθεί.
Σημειώνεται ότι ως προς την κατά την επικουρική βάση αξίωση της ενάγουσας δεν θα διαληφθεί διάταξη, διότι με την άσκηση της κρινόμενης εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάσθηκε στο Εφετείο μόνο κατά το μέρος της κύριας βάσης της αγωγής, ενώ δεν μεταβιβάσθηκε ως προς την επικουρική βάση της αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, που έμεινε αδίκαστη (γιατί εκτιμήθηκε πρωτοδίκως ότι παρέλκει η εξέταση της), αφού ως προς αυτήν δεν διατυπώθηκε παράπονο.
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 116 ΚΠολΔ, οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι πληρεξούσιοι αυτών οφείλουν να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς όπως τα γνωρίζουν με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις. Η διάταξη αυτή που αποσκοπεί στον περιορισμό της καταχρήσεως των δικονομικοί δυνατοτήτων επιβάλλει στο διάδικο την τήρηση, κατά τη διενέργεια των διαφόρων διαδικαστικών πράξεων, των κανόνων των χρηστών ηθών και της καλής πίστεως. Επίσης, καθιερώνει ως γνήσια υποχρέωση (και όχι απλώς ως δικονομικό βάρος) την τήρηση του καθήκοντος αλήθειας. Τούτο απαγορεύει στα ανώτερω πρόσωπα να προβάλλουν αναληθείς πραγματικούς ισχυρισμούς, την ανακρίβεια των οποίων γνωρίζουν, και αφετέρου να αμφισβητούν πραγματικούς ισχυρισμούς του αντιδίκου, καίτοι γνωρίζουν ότι είναι αληθείς. Δηλαδή, η παράβαση του καθήκοντος αυτού προϋποθέτει ενσυνείδητο ψεύδος επισύρει κατά του παραβάτη ποινές τάξεως κατ’ άρθρο 205 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1480/2017 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το Ν. 4335/2015, το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, με την οριστική απόφαση του, επιβάλλει στον διάδικο ή στον νόμιμο αντιπρόσωπο του ή στο δικαστικό του πληρεξούσιο, ανάλογα με την ευθύνη καθενός, χρηματική ποινή από χίλια (1.000) ευρώ έως δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, που περιέρχεται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο, ον προκύψει από τη δίκη που έγινε, ότι, αν και το γνώριζαν: 1) άσκησαν προφανώς αβάσιμη αγωγή, ανταγωγή ή παρέμβαση ή προφανούς αβάσιμο ένδικο μέσο ή 2) διεξήγαγαν τη δίκη παρελκυστικά ή δεν τήρησαν τους κανόνες των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ή το καθήκον της αλήθειας. Με τη διάταξη αυτή, η οποία εναρμονίζεται με το άνω άρθρο 116 ΚΠολΔ, καθιερώνεται αποκλειστικά για την εξασφάλιση της διαδικαστικής τάξης, χωρίς καμία επίδραση στο περιεχόμενο της απόφασης, η υποχρέωση του δικαστηρίου και όχι η διακριτική ευχέρεια αυτού, για την επιβολή χρηματικής ποινής, εφόσον διαπιστωθεί δικονομική συμπεριφορά, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή δικαιοσύνης. Κύρια προϋπόθεση για την επιβολή της ποινής τάξης του άρθρου 205 ΚΠολΔ, αποτελεί το στοιχείο της υπαιτιότητας με την μορφή άμεσου δόλου, χωρίς να αρκεί ενδεχόμενος δόλος ή βαριά αμέλεια, τα πραγματικά δε περιστατικά της συγκεκριμένης περιπτώσεως οριοθετούν την ευθύνη του διαδίκου, του νομίμου αντιπροσώπου και του δικαστικού πληρεξουσίου (ΑΠ 602/2016 1443/2014, ΑΠ 738/2012 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση ο εφεσίβλητος-εναγόμενος, με τις ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προτάσεις του, ζητά να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας – ενάγουσας, χρηματική ποινή, κατ’ άρθρο 205 του ΚΠολΔ, ισχυριζόμενος ότι εν γνώσει της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου άσκησε πρόδηλα απαράδεκτη, μη νόμιμη και αβάσιμη αγωγή και μετά την αναμενόμενη απόρριψη της άσκησε πρόδηλα απορριπτέα έφεση παραβιάζοντας την υποχρέωση της για την τήρηση του καθήκοντος αλήθειας και την καλόπιστη διεξαγωγή δίκης. Κατά την κρίση, όμως, του Δικαστηρίου τούτου, υπό την επίκληση και μόνο της άνω δικονομικής συμπεριφοράς της ενάγουσας δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 205 σε συνδ. με άρθρο 116 του ΚΠολΔ, όπως ανωτέρω αναφέρθηκαν, ενώ από τα υπάρχοντα στη δικογραφία στοιχεία, δεν προκύπτει ότι αυτή ενήργησε παρελκυστικά ή κατά παράβαση του καθήκοντος της αλήθειας ή των κανόνων των χρηστών ηθών ή της καλής πίστης ασκώντας την αγωγή της, ενώ, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, και η έφεση της δεν τυγχάνει τελικώς απορριπτέα. Επομένως το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Τέλος η δικαστική δαπάνη των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί εν όλω λόγω του δυσερμήνευτου των διατάξεων που εφαρμόστηκαν (179 εδ τελ., 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 28.9.2020 (ΓΑΚ ./2020 ΕΑΚ εκδόντος δικαστηρίου ./2020) έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη 2666/2020 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μόνο ως προς τη διάταξη αυτής η οποία αφορά στην κύρια βάση της αγωγής.
Κρατεί και δικάζει την από 20.12.2017 (ΓΑΚ ./2017 ΕΑΚ ./2017) αγωγή.
Απορρίπτει την αγωγή.
Συμψηφίζει εν όλω τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6.07.21 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι, στις 12.07.21.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ