ΤΜΗΜΑ 4°
ΑΡΙΘΜΟΣ 353/2022
Αποτελούμενο από το Δικαστή Αντώνιο Μελισσινό, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Ελισσάβετ Τσιτσικάου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Ιανουαρίου 2021 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωσή της κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Πέτρο Τσαντίνη.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …. και 53) …., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν με δήλωσή του κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ., από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Ιωάννη Κυριακόπουλο.
Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, με την από 9 Ιανουαρίου 2019 αγωγή τους, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό …./2019, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 243/2020 οριστική του απόφαση με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εκκαλούσα, με την από 23 Ιουνίου 2020 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό …/2020.
Ήδη η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
Η κρινόμενη από 23/06/2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/2020 έφεση της εναγομένης ήδη εκκαλούσης, κατά της 243/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 496§§1,2, 496, 518 και 591 §1 του ΚΠολΔ), αφού από τα έγγραφα που προσκομίζονται δεν προκύπτει λόγος απαραδέκτου. Συνεπώς, είναι τυπικά δεκτή (άρθρα 19, 511, 513, 516§1, 517, 520§1 και 581§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία.
Με την από 09/01/2019 αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλούμενη απόφαση, οι ενάγοντες εξέθεταν ότι, είναι πρώην εργαζόμενοι – συνταξιούχοι της εναγομένης και δικαιούχοι των μηνιαίων επικουρήσεων του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., ο οποίος συστάθηκε το 1949 με συμφωνία των εργαζομένων της Εθνικής Τράπεζας και της Διοικήσεως αυτής και λειτούργησε έκτοτε ως εσωτερική της υπηρεσία. Ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. συνιστά λογαριασμό συγκεντρώσεως περιουσίας, χωρίς νομική προσωπικότητα, ταυτιζόμενος ουσιαστικά με το νομικό πρόσωπο της εναγομένης και ότι από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα λειτουργεί λογιστικώς ως σύστημα καθορισμένων παροχών. Ότι η εναγόμενη μέχρι και το έτος 2017 επιδοτούσε ανελλιπώς τον ως άνω λογαριασμό, καταβάλλοντας πλέον της προβλεπόμενης εισφοράς της τα απαιτούμενα ποσά για την κάλυψη των ταμειακών ελλειμμάτων του, με αποτέλεσμα να καταβάλλονται μέχρι τότε στο ακέραιο στους ενάγοντες οι προβλεπόμενες επικουρήσεις. Ότι η συνεχής έλλειψη από την εναγομένη των ελλειμμάτων ρευστότητας του λογαριασμού και η αδιάκοπη επί σειρά ετών καταβολή στους ενάγοντες των προβλεπόμενων μετεργασιακών επικουρήσεων έχει καταστεί επιχειρησιακή συνήθεια στην εκμετάλλευση της εναγομένης, η οποία απετέλεσε όρο των συμβάσεων των εναγόντων. Ότι από το μήνα Δεκέμβριο του 2017 η εναγόμενη διέκοψε μονομερώς και αυθαιρέτως τη χρηματοδότηση του ως άνω λογαριασμού, γεγονός που προκάλεσε την αιφνίδια περικοπή των καταβαλλομένων στους ενάγοντες μηνιαίων επικουρήσεων. Ότι, η ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης προσέβαλε την προσωπικότητά τους, άλλως ως αδικοπρακτική συμπεριφορά, τους προκάλεσε ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό τούτο, οι ενάγοντες επικαλούμενοι 1) συμβατική ευθύνη της εναγομένης, που απορρέει από τις διατάξεις περί καλόπιστης εκπλήρωσης των ενοχών (Α.Κ. 288), λόγω της ήδη διαμορφωθείσης πρακτικής- επιχειρησιακής συνήθειας (Α.Κ. 361), ως προς την κάλυψη από την ίδια των εκάστοτε χρηματικών ελλειμμάτων του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. προκειμένου να καταβάλλονται στους δικαιούχους του οι προβλεπόμενες από τον κανονισμό του μηνιαίες επικουρήσεις και επικαλούμενη επικουρικώς τις διατάξεις περί εντολής (Α.Κ. 713 επ.), συμβάσεις υπέρ τρίτου (Α.Κ. 410επ.), παρακαταθήκης (Α.Κ. 822 επ.), μεσεγγύησης (Α.Κ. 833) και κοινωνίας δικαιώματος (Α.Κ. 785 επ.), 2) τη διάταξη περί απαγορεύσεως καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος (Α.Κ. 281) και 3) τις διατάξεις περί προστασίας εργασιακών αμοιβών, ζητούσαν: α) Να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει σε ένα έκαστο τούτων, από τον μήνα Ιανουάριο του 2018 και μετά, την καθορισμένη από τον κανονισμό του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. μηνιαία επικουρική παροχή νομιμοτόκως από την 28η ημέρα εκάστου μηνός, άλλως από τις επιδόσεις της αγωγής, όπως ειδικότερα προσδιορίζουν και αναφέρουν τα ποσά τούτα στην αγωγή τους, β) Να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να εξακολουθήσει να καταβάλλει σε κάθε ενάγοντα, πλέον των ανωτέρω αναφερομένων μηνιαίων επικουρήσεων, μία μηνιαία επικούρηση κατ’ έτος, ως επίδομα δώρου Χριστουγέννων, μισή μηνιαία επικούρηση κατ’ έτος ως επίδομα δώρου Πάσχα και μισή μηνιαία επικούρηση κατ’ έτος ως επίδομα αδείας, γ) άλλως, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να εξακολουθήσει να καταβάλλει στο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. τα προκύπτοντα μηνιαίως χρηματικά ελλείμματα για τη συνέχιση καταβολής στους ενάγοντες των προβλεπομένων από το καταστατικό του ανωτέρου λογαριασμού μηνιαίων επικουρήσεων, για το χρονικό διάστημα από το Δεκέμβριο του 2017 και μετά, όπως το ποσό των επικουρήσεων είχε διαμορφωθεί κατά το Νοέμβριο του 2017, δ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει σε κάθε ενάγοντα 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την προσβολή της προσωπικότητας αυτών, άλλως λόγω της ηθικής βλάβης που τους προκάλεσε η αδικοπρακτική συμπεριφορά της.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ως απαράδεκτα: α) το υπό στοιχείο γ’ επικουρικό αίτημα, β) και τις επικουρικές αγωγικές βάσεις, λόγω της αοριστίας τους και ως εκ τούτου έκρινε απορριπτέα τα αιτήματα τούτα απορριπτέα, όπως (απορριπτέο έκρινε) και το αίτημα καταβολής χρηματικής αποζημιώσεως, ως μη νόμιμο, αλλά και την επικουρική βάση της αγωγής που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί κοινωνίας, ως νόμω αβάσιμη, επί της ουσίας δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλλει σε έκαστο ενάγοντα από το μήνα Ιανουάριο του 2018 και μετά, την καθορισμένη από τον κανονισμό του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. μηνιαία επικούρηση πλέον της μηνιαίας επικούρησης κατ’ έτος ως επίδομα δώρου Χριστουγέννων, της μισής μηνιαίας επικούρησης κατ’ έτος ως επίδομα δώρου Πάσχα και της μισής μηνιαίας επικούρησης κατ’ έτος ως επίδομα αδείας με τον νόμιμο τόκο, όπως διαλαμβάνεται αναλυτικά στο σκεπτικό και στο διατακτικό της εκκαλουμένης.
Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα, για όσους λόγους εκθέτει στην κρινόμενη έφεσή της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή.
Με το άρθρο 62 ΚΠολΔ ορίζεται ότι όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, έχει την ικανότητα να είναι διάδικος. Ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρίες, που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ικανότητα του διαδίκου ρυθμίζεται σε άμεση συσχέτιση με το ουσιαστικό δίκαιο και επομένως, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 34, 35, 61, 72 και 748 ΑΚ διάδικος μπορεί να είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων, που επιδιώκουν κάποιο σκοπό χωρίς να είναι σωματεία ή εταιρίες, που δεν έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα, ή σύνολο περιουσίας, η οποία έχει ταχθεί για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, εφόσον όμως έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα, κατά τους όρους του νόμου. Ειδικότερα, όσον αφορά στην τελευταία περίπτωση (σύνολο περιουσίας), κατά το άρθρο 361 ΑΚ, μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ του εργοδότη και των εργαζομένων σε μία επιχείρηση ή υπηρεσία ή συγκέντρωση περιουσίας σε ειδικό λογαριασμό για ορισμένο σκοπό (παροχή εφάπαξ βοηθημάτων κ.λ.π.). Τέτοιους ειδικούς λογαριασμούς δεν τους αποκλείει η νομοθεσία μας, αλλά αντιθέτως τους προβλέπει ειδικώς στα πλαίσια ασφαλιστικών οργανισμών και για ασφαλιστικές παροχές (άρθρο 4 παρ. 7 του α.ν. 1022/1946). οι λογαριασμοί αυτοί, κατά κανόνα, δεν έχουν νομική προσωπικότητα, για την απόκτηση της οποίας απαιτούνται οι νόμιμες, κατά περίπτωση, διατυπώσεις και δεν αποτελούν αστικές εταιρίες, ενώ δεν έχουν και ικανότητα να είναι διάδικοι, σύμφωνα με τη διάταξη 62 παρ. 2 ΚΠολΔ, αφού δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως εταιρίες χωρίς νομική προσωπικότητα και ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία. Για τις ενώσεις προσώπων το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 12 παρ. 1 ότι οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις, τηρώντας τους νόμους του κράτους το άρθρο 107 εδ. α’ ΑΚ ότι η ένωση προσώπων για την επιδίωξη σκοπού, όταν δεν αποτελεί σωματείο, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, διέπεται από τις διατάξεις για την εταιρία. Η διάταξη αυτή .ρυθμίζει ενώσεις προσώπων που έχουν σωματειακή υφή, οι οποίες ως εκ τούτου διαφέρουν σημαντικά από τις εταιρίες.
Περαιτέρω ορίζεται με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ότι «καθένας έχει δικαίωμα ν’ αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του» και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», με το άρθρο 20 παρ. 1 ότι «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί ν’ αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει» και με το άρθρο 6 παρ. Ια της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων, ισχύ, ότι «κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσή του δικαστεί δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργεί νόμιμα και θ’ αποφασίσει είτε για τις αμφισβητήσεις στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του αστικής φύσεως, είτε για το βάσιμο κάθε εναντίον του) κατηγορίας ποινικής φύσεως» (ΟλΑΠ 25/2008 ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη» και «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2992/2002) ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση του εσωτερικού νομοθέτη προς τον Κανονισμό 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 19-7-2002 «Για την Εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων» και τον Κανονισμό 1725/2003 της Επιτροπής της 19-9-2003 «Για την υιοθέτηση ορισμένων Διεθνών Λογιστικών Προτύπων σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου», οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών επιχειρήσεις, όπως είναι και οι τράπεζες, υποχρεώθηκαν από την 1-1-2005 (ΥΑ 53705/994/2003, ΦΕΚ Β 1129/2003) να εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ΔΛΠ) και ιδίως το ΔΛΠ αρ.19, το οποίο επιβάλλει την ακριβή λογιστική αποτύπωση όλων των παροχών του εργοδότη προς το προσωπικό του (ημερομίσθια, μισθούς, εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων, μελλοντικά προγράμματα παροχών μετά την απασχόληση κλπ), ακόμη και των μη ληξιπροθέσμων. Με την εφαρμογή αυτή, τα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992, που με βάση ιδιωτικές συμφωνίες είχαν αναλάβει στο διηνεκές τη δέσμευση να καλύπτουν τα ελλείμματα των ταμείων επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού τους για την καταβολή συντάξεων, οφείλουν να αναγράφουν στους ισολογισμούς τους τις υποχρεώσεις αυτές σαν υποχρεώσεις προς οποιαδήποτε ιδιωτική ασφάλιση, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα το να εμφανίζουν μεγαλύτερο παθητικό και χαμηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Το αποτέλεσμα αυτό δεν θα υπήρχε, αν το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων ασφαλιζόταν και για τις επικουρικές παροχές (πολύ περισσότερο, γι’ αυτές που μέχρι τότε καταβάλλονταν στο πλαίσιο προγραμμάτων προκαθορισμένων παροχών) σε κρατικό φορέα (κοινωνικής ασφάλισης, διότι τότε οι σχετικές υποχρεώσεις θα αντιμετωπίζονταν ως υποχρεώσεις του αρμόδιου κρατικού φορέα και, κατ’ επέκταση, του κοινωνικού συνόλου, αλλά όχι των πιστωτικών ιδρυμάτων, που θα περιορίζονταν στις εργοδοτικές εισφορές (όπως συμβαίνει στα ασφαλιστικά προγράμματα προκαθορισμένων εισφορών) και θα απαλλάσσονταν από την κάλυψη των ελλειμμάτων. Προκειμένου να αποσοβηθούν οι κίνδυνοι, τους οποίους τα πιστωτικά ιδρύματα θα αντιμετώπιζαν ως προς την περαιτέρω λειτουργία τους από την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και την εξ αυτής λογιστική μείωση της κεφαλαιακής τους επάρκειας και, παράλληλα, προκειμένου να ενοποιηθεί η κρατική μέριμνα στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, με το ν. 3371/2005 «Θέματα Κεφαλαιαγοράς και άλλες διατάξεις» (ιδίως με τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΙΓ αυτού, άρθρα 57 ως 64) καθορίσθηκαν τα ακόλουθα: Ως προς την κυρία ασφάλιση, το προσωπικό -των πιστωτικών ιδρυμάτων υπήχθη στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ). Ως προς την επικουρική ασφάλιση, προβλέφθηκε η υποχρεωτική και αυτοδίκαιη υπαγωγή όλων, των προσλαμβανομένων στα πιστωτικά ιδρύματα από 1 – 1-2005, στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ). Ως προς τους ήδη ασφαλισμένους και συνταξιούχους των ταμείων επικουρικής ασφαλίσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων προβλέφθηκε επίσης, η υπαγωγή στην υποχρεωτική επικουρική ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ, συντελούμενη, όμως, μετά τη διάλυση των ήδη υφισταμένων ταμείων, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις ή τα καταστατικά αυτών. Για την αντιμετώπιση, κυρίως, ζητημάτων μεταβατικής φύσεως, για τη μη απώλεια δικαιωμάτων που είχαν αποκτηθεί από τους παλαιούς ασφαλισμένους και για την εξίσωση των παροχών που καταβάλλονταν από τα υπό διάλυση ταμεία, προς αυτές που θα καταβάλλονται στο μέλλον από το ΕΤΕΑΜ. ιδρύθηκε το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ). Επιπρόσθετα, προβλέφθηκε η λειτουργία του ΕΤΑΤ ως φορέως σύνδεσης και διαμεσολάβησης μεταξύ του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και του ΕΤΕΑΜ, ενώ και πάλι ορίσθηκε ότι στην ασφάλιση του ΕΤΑΤ υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που εργάζονται στα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992 και ασφαλίζονται για επικουρική ασφάλιση στα οικεία ταμεία ασφάλισης του προσωπικού τους μετά τη διάλυσή τους σύμφωνα με την διαδικασία που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις ή τα καταστατικά αυτών. Η πρόβλεψη του νομοθέτη ήταν να γίνει η διάλυση των κατ’ ιδίαν ταμείων επικουρικής ασφάλισης με συναίνεση των ενδιαφερομένων και, μετά την ένταξη των ασφαλισμένων και συνταξιούχων στο ΕΤΑΤ, να περιέλθει σ’ αυτό το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας των ταμείων που θα διαλυθούν. Προβλέφθηκε, ακόμη, ότι το ποσό της επιβάρυνσης εκάστου πιστωτικού ιδρύματος και του αντίστοιχου, παλαιού ταμείου από την υπαγωγή των ασφαλισμένων και συνταξιούχων στο ΕΤΑΤ θα προσδιορισθεί με εκπόνηση ειδικής οικονομικής μελέτης. Παρά ταύτα, ορίσθηκε ότι σε περίπτωση που δεν αποφασισθεί εκουσίως η διάλυση των επικουρικών ταμείων ή των κλάδων σύνταξης αυτών ή των ενώσεων προσώπων ή των ειδικών λογαριασμών, αλλά θα προκύπτουν δικαστικές διενέξεις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων στο πλαίσιο των ιδιωτικών συμφωνιών που είχαν καταρτίσει μεταξύ τους για την ίδρυση και λειτουργία των ταμείων κλπ, το ΕΤΑΤ, με αίτημα του αρμόδιου οργάνου του εργοδότη ή των εργαζομένων ή του ταμείου (δηλαδή, υποβαλλόμενο και μονομερώς), αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση και διαχείριση των πάσης φύσεως υποθέσεων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των οικείων επικουρικών ταμείων που αφορούν σε ασφαλιστικά ή συνταξιοδοτικά τους ζητήματα, όπως είσπραξη εισφορών ή απονομή συντάξεων, χωρίς, όμως, να εμπλέκεται στις αντιδικίες αυτές. Με τις εν λόγω ρυθμίσεις, ο νομοθέτης απέβλεψε, προέχοντος, στην επέκταση του δημόσιου, υποχρεωτικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης και στο προσωπικό πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 22 παρ, 5 του Συντάγματος και της συνταγματικής αρχής της ισότητας, ούτως ώστε η επιβαλλομένη από αυτές μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των τραπεζοϋπαλλήλων να μην υπολείπεται εκείνης για την κοινωνική ασφάλιση των λοιπών εργαζομένων (ΟλΣτΕ 2197 – .2202/2010). Ταυτόχρονα, όμως, η παρέμβασή του υπαγορεύτηκε από την σπουδαιότητα, την οποία ο ίδιος αναγνώρισε στο περιστατικό ότι η εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων από τα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992, σε συνδυασμό αφ’ ενός με τη διαιώνιση της υποχρέωσης αυτών να εξασφαλίζουν στα οικεία επικουρικά ταμεία τους πόρους, που απαιτούνταν εκάστοτε για την από τα ταμεία πληρωμή των οφειλομένων ασφαλιστικών παροχών και αφ’ ετέρου με την αναμενόμενη σημαντική μείωση των προς τα ταμεία ασφαλιστικών εισφορών μετά την από 1-1-2005 υποχρεωτική υπαγωγή των νέων ασφαλισμένων στο ΕΤΕΑΜ, θα έθετε σε διακινδύνευση την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Και εφ’ όσον η έλλειψη κεφαλαιακής επάρκειας οδηγούσε στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας ενός ή πλειόνων πιστωτικών ιδρυμάτων, θα ετίθετο ζήτημα που ενδιέφερε γενικότερα την εθνική οικονο ία (ΟλΑΙΙ 9/2012 ΧρΙδΔ 2012/685).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 649, 653 ΑΚ και 1 της 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως “περί προστασίας του ημερομισθίου” που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, συνάγεται ότι στη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ως μισθός θεωρείται κάθε παροχή, την οποία σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει στον εργαζόμενο, ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Πέραν του μισθού, όμως, ενδέχεται κατά τη διάρκεια της συμβάσεως ο εργοδότης να προβαίνει σε διάφορες, πρόσθετες παροχές προς τον εργαζόμενο, σε χρήμα ή σε είδος, τις οποίες δεν χορηγεί από νομική υποχρέωση, αλλά για ποικίλους λόγους ευαρέσκειας ή σκοπιμότητας, -απλά και μόνο επειδή ο ίδιος το θέλει (= εκουσίως, από ελευθεριότητα), οι παροχές αυτές, που δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού, αποκαλούνται συνήθως “οικειοθελείς”. Ο εργοδότης μπορεί να διακόψει τη χορήγησή τους κατά πάντα χρόνο και, για το λόγο αυτό, ο εργαζόμενος δεν αποκτά αξίωση για την καταβολή τους. 2. Περαιτέρω, είναι ενδεχόμενο μία παροχή, η χορήγηση της οποίας άρχισε ως “οικιοθελής”, να εξελιχθεί κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας σε επιχειρησιακή συνήθεια” και να καταστεί υποχρεωτική. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η χορήγηση παροχής επαναλαμβάνεται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα, με τρόπο που από τις δημιουργούμενες συνθήκες να συνάγεται σιωπηρώς η βούληση αφ’ ενός του. εργοδότη να τη διατηρήσει στο διηνεκές και αφ’ ετέρου του εργαζόμενου να την αποδέχεται, προσβλέποντας σ’ αυτήν σαν σε μισθολογική παροχή. Οπότε, παράγεται σιωπηρή συμφωνία, από την οποία η μεν παροχή αποκτά μισθολογικό χαρακτήρα, ο δε εργοδότης δεν μπορεί να αποστεί μονομερώς από τη χορήγησή της. 3. Η ως άνω (αρ.2) εξέλιξη, όμως, αποκλείεται να επέλθει, όταν εξ αρχής ο εργοδότης κατέστησε γνωστό στον εργαζόμενο ότι η παροχή χορηγείται με την “επιφύλαξη ελευθεριότητας”. II επιφύλαξη έχει την έννοια ότι ο εργοδότης χορηγεί μεν την παροχή με τη θέλησή του, αλλά επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να τη διακόψει οποτεδήποτε, μονομερώς και αναιτιολόγητα, όταν και πάλι ο ίδιος το θελήσει. Στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος δεν δικαιολογείται να προσβλέπει στη διηνεκή διατήρηση της παροχής. Οπότε, η χορήγησή της, ανεξάρτητα προς το αν παρατείνεται για μακρό χρονικό διάστημα, ούτε επιχειρησιακή συνήθεια ούτε σιωπηρή συμβατική δέσμευση του εργοδότη και αντίστοιχη αξίωση του εργαζόμενου δημιουργεί. Ο εργοδότης, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να προβεί σε κάποια πανηγυρική, διαπλαστική δήλωση, μπορεί κατά πάντα χρόνο να παύσει την καταβολή της παροχής. 4. Διαφορετική έννοια και λειτουργία ως προς την “επιφύλαξη ελευθεριότητας” έχει η διατύπωση της “ρήτρας ανακλήσεως” κατά την έναρξη χορήγησης της οικειοθελούς παροχής (ΑΚ 185, 186). Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα ανάκλησης δεν εμποδίζει τη δημιουργία επιχειρησιακής συνήθειας και, κατ’ επέκταση, σιωπηρής συμβατικής δέσμευσης του εργοδότη και αντίστοιχης αξίωσης του εργαζόμενου για την καταβολή της παροχής, όταν αυτή χορηγείται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο εργοδότης όμως, έχει την ευχέρεια να ανατρέψει την κατάσταση αυτή) ασκώντας με μονομερή, απευθυντέα δήλωσή του το δικαίωμα ανακλήσεως. Η διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων έγκειται στο ότι στην πρώτη (“επιφύλαξη ελευθεριότητας”) δεν γεννιέται αξίωση του εργαζόμενου για να λάβει την παροχή, ενώ στη δεύτερη (“ρήτρα ανακλήσεως”) γεννιέται τέτοια αξίωση, η οποία απόλλυται για το μέλλον, μετά την άσκηση του δικαιώματος ανακλήσεως (ΑΠ 1174/2017 ΝΟΜΟΣ.)
Από την εκτίμηση της ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρος των εναγόντων …, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από τις γνωμοδοτήσεις που προσκομίσθηκαν και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, στα οποία περιλαμβάνονται και οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν στο πλαίσιο άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, χωρίς να απαιτείται η ιδιαίτερη μνεία εκάστης τούτων (Α.Π. 187/2010, Α.Π.722/2004 – ΝΟΜΟΣ), άλλων προς άμεση απόδειξη και άλλων προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 ΚΠολΔ), σε μερικά εκ των οποίων γίνεται ειδική μνεία, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως (Α.Π. 250/2000, Δνη 41/980) και των διδαγμάτων της κοινής πείρας (άρθρο 336§4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στην από 12/11/1949 υπ’ αριθμόν 13 συνεδρίαση του Δ.Σ. της εναγομένης συστάθηκε ο Λογαριασμός Επικούρησης του Προσωπικού της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.) με ταυτόχρονη έγκριση του Κανονισμού Λειτουργίας του. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1§1 του Κανονισμού του, ο εν λόγω έντοκος ειδικός λογαριασμός ιδρύθηκε με σκοπό την παροχή μηνιαίας επικουρήσεως στους υπαλλήλους της Ε.Τ.Ε. που είχαν ήδη εξέλθει ή επρόκειτο να εξέλθουν από την ενεργό υπηρεσία, με την πρόβλεψη ότι στον λογαριασμό τούτο θα πιστώνονται οι προβλεπόμενοι από τη διάταξη του άρθρου 3 του Κανονισμού πόροι. Ο ως άνω εξάλλου εγκριθείς από το Γενικό Συμβούλιο Της εναγομένης Κανονισμός, που τέθηκε σε ισχύ την 1/10/1949, μετά τη συγχώνευση της Εθνικής Τράπεζας με την Τράπεζα Αθηνών, (προκειμένου να εισέλθει στην επικούρηση και το προερχόμενο από την Τράπεζα Αθηνών προσωπικό), τροποποιήθηκε και αναμορφώθηκε από την 1/1/1996, μετονομαζόμενος έκτοτε σε «Ειδικό Κανονισμό Επικουρήσεως του Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος». Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του νέου Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., ο τελευταίος συστάθηκε, παρά τη Εθνική Τράπεζα, ως κοινός ειδικός λογαριασμός «επί τω σκοπό της επικουρήσεως, υπό του Ταμείου Αλληλοβοήθειας των υπαλλήλων της Εθνικής ‘Τραπέζης της Ελλάδος και του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Εισπρακτόρων και Κλητήρων Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, των μελών αυτών, εξελθόντων και εξερχομένων της υπηρεσίας της Τραπέζης ταύτης, συμφώνως προς τα εδάφια ε’ των άρθρων 2 των Καταστατικών αμφοτέρων των ειρημένων Ταμείων». Από την παράγραφο δε 2 του άρθρου 1 του νέου Ειδικού Κανονισμού, συνάγεται ότι προϋπόθεση παροχής της μηνιαίας επικουρήσεως στο εξερχόμενο προσωπικό είναι η ιδιότητά του, προ της εξόδου του, ως ασφαλισμένου στο Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού της Τραπέζης (πρώην) Εθνικής ή το τοιούτο της Τραπέζης (πρώην) Αθηνών και η συνταξιοδότηση του, παρά των Ταμείων αυτών. Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 2 του Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε, όπως αυτός τροποποιήθηκε με υπ’ αριθμ. 1359/2008 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Τράπεζας, τον Λογαριασμό διαχειρίζεται οκταμελής Διαχειριστική Επιτροπή, απαρτιζόμενη από: α) Τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της Εθνικής Τράπεζας ως Πρόεδρο, β) Δύο υπαλλήλους της Εθνικής Τράπεζας εκ των υπηρετούντων στην Αθήνα, με τον βαθμό τουλάχιστον του Υποδιευθυντή Β’, οι οποίοι ορίζονται από τη Διοίκηση της Τράπεζας, γ) Τούς προέδρους των διοικητικών συμβουλίων: 1) του Τ.Υ.Π.-Ε.Τ.Ε., 2) του Συλλόγου Υπαλλήλων ΕΤΕ και 3) του Συλλόγου Εργαζομένων στην ΕΤΕ Ταμιακών, Τεχνικών και κλάδου Ασφαλείας (ΣΥΤΑΤΕ), οριζόμενων από τα αντίστοιχα διοικητικά συμβούλια, δ) Ένα μέλος του Δ.Σ. του Τ.Υ.Π.Ε.Τ.Ε., οριζόμενο από το Δ.Σ. του εν λόγω Ταμείου ε) Τον Πρόεδρο του Δ.Σ. του Συλλόγου των Συνταξιούχων ΕΤΕ, οριζόμενο από το ΔΙΣ. του Συλλόγου. Κατά δε την παρ. 2 του άρθρου 2 του ανωτέρω Ειδικού Κανονισμού« Η Διαχειριστική Επιτροπή διοικεί και διαχειρίζεται την περιουσίαν του Ειδικού Λογαριασμού και μεριμνά δια την επωφελεστέραν τοποθέτησιν των διαθεσίμων κεφαλαίων, απαγορευομένης πάσης χορηγήσεως δανείων, μεριμνά και ελέγχει την κανονικήν είσπραξη των εισφορών και των λοιπών πόρων αυτού, ως και των υπ’ αυτού ενεργούμενων καταβολών, συμφώνως προς τα δια των σχετικών άρθρων καθοριζόμενα. Ομοίως αποφασίζει κυριαρχικώς, συμφώνως τω άρθρω 9, εδαφ. 3, περί του ποσού της καταβλητέας εκάστοτε εις τους δικαιούχους επικουρήσεως, αναλόγως των οικονομικών δυνατοτήτων του Ειδικού Λογαριασμού, της αποφάσεώς της ισχυούσης καθολικώς δι’άπαντας τους επικουρουμένους, ήτοι τόσον δια τους μέχρι της ισχύος τούτης επικουρουμένους όσον και τους μετ’ αυτήν, ή περί επιστροφής γενομένων κρατήσεων εις μη δικαιωθέντας επικουρήσεως, ή περί διακοπής απονεμηθείσης επικουρήσεως και εγκρίνει τους προϋπολογισμούς, ισολογισμούς και απολογισμούς, βάσει του ημερολογιακού έτους». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 3 του Ειδικού Κανονισμού «Η Υπηρεσία του Ειδικού Λογαριασμού εν γένει διεξάγεται υπό υπαλλήλων της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, οριζομένων υπό του Προέδρου της Διαχειριστικής Επιτροπής Διευθύνοντος Συμβούλου της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος ή, απόντος ή κωλυομένου αυτού, υπό του αναπληρωτού του. Μεταξύ των υπαλλήλων τούτων ορίζεται υπό της Δ.Ε. ο Διευθυντής και ο αναπληρωτής αυτού ως και ο Προϊστάμενος του Γραφείου», ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ειδικού Κανονισμού : « Πόροι (του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.) είναι οι κάτωθι: 1) Εισφορά των εν ενεργεία ή διαθεσιμότητι μισθωτών της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος 3,5%, επί των πάσης φύσεως αποδοχών αυτών ως και τυχόν καταβαλλομένων . ποσοστών επί των κερδών της Τραπέζης, 2) Εισφορά της Εθνικής Τραπέζης τής Ελλάδος 9% επί των αυτών ποσών (εφ1 ων υπολογίζεται η εισφορά των μισθωτών ως αμέσως ανωτέρω αναφέρεται), 3) Εφ’ άπαξ εισφορά των από της ισχύος του παρόντος εις πρώτον γάμον ερχομένων ασφαλισμένων, ίση προς το λόγω γάμου παρεχόμενον υπό της Τραπέζης επίδομα τριών μηνών 4) Εφ’ άπαξ εισφορά δι’ έκαστον αποκτώμενον τέκνον, ίση προς το λόγω του δηλουμένου τέκνου παρεπόμενον υπό της Τραπέζης επίδομα τριών μηνών 5) Εισφορά της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος ίση με την καταβαλλομένην τοιαύτην παρά των ησφαλισμένων ή συνταξιούχων λόγω γάμου και τέκνων, κατά τα εις τα υπ’ αριθ. 3 και 4 εδάφια του παρόντος άρθρου αναφερόμενα, 6) Ποσόν εκ των προμηθειών εξ ασφαλιστικών εργασιών , διενεργούμενων μέσω των υπηρεσιών της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, καθοριζομένου εκάστοτε υπό τις Διοικήσεως της Τραπέζης ταύτης, 7) Οι τόκοι των κεφαλαίων του Ειδικού Λογαριασμού ι οι πρόσοδοι εξ επενδύσεων τούτων, 8) Οι πρόσοδοι εξ εκποιήσεως αχρήστου τη Εθνική Τραπέζη της Ελλάδος υλικού και 9) Πάσα άλλη πρόσοδος εις δωρεάς, κλπ. Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 του ως άνω Ειδικού Κανονισμού, περί των αποθεματικών παροχών του Λογαριασμού: «1. Εκ του συνόλου των ετησίων εσόδων του Ειδικού Λογαριασμού, καθορίζεται υπό της Διαχειριστικής Επιτροπής το ποσοστό της κρατήσεως βάσει των εκάστοτε λογιστικών δεδομένων, δια τον σχηματισμόν αποθεματικού. Το απομένον υπόλοιπο χρησιμοποιείται προς εξυπηρέτηση των επικουρήσεων, 2. Η Επικούρηση των δικαιούχων του άρθρου 8 του παρόντος, καθορίζεται σε ποσοστά επί των συνταξίμων αποδοχών, ανάλογα των συνταξίμων ετών, πλέον οικογενειακών επιδομάτων, όπως παρακάτω 5. Ως συντάξιμες αποδοχές, με εξαίρεση τις περιπτώσεις της παρ. 6, λαμβάνονται υπόψη αποκλειστικά και μόνο: α) Ο βασικός μισθός του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού που κατείχαν ή κατέχουν οι ασφαλισμένοι ή οι επικουρούμενοι κατά την ημερομηνία κατά την οποία εξήλθαν ή εξέρχονται από την ενεργό υπηρεσία της Τραπέζης β) Τυχόν προσαυξήσεις των βασικών μισθών, εφόσον λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της χορηγούμενης συντάξεως, κατά τις διατάξεις του Κανονισμού του Ταμείου Συντάξεων, γ) Το επίδομα πολυετούς υπηρεσίας, το οποίο υπολογίζεται επί του βασικού μισθού και των προσαυξήσεων των εδ. α’ και β’ της παρούσης, για κάθε συντάξιμο έτος, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 3 του παρόντος, με τα ίδια ποσοστά, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και στην ίδια έκταση, όπως κατ’αναλογία χορηγείται κάθε φορά από την Τράπεζα στο εν ενεργεία προσωπικό της, δ) Το επιστημονικό επίδομα το οποίο υπολογίζεται επί του βασικού μισθού και των προσαυξήσεων των εδ. α’ και β’ της παρούσης, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και στην ίδια έκταση, όπως κατ’ αναλογία χορηγείται κάθε φορά από την Τράπεζα στο εν ενεργεία προσωπικό της ε) Το επίδομα του βαθμού, τον οποίο οι ασφαλισμένοι ή επικουρούμενοι κατείχαν κατά την έξοδό τους από την Τράπεζα και το οποίο υπολογίζεται όπως το χορηγεί η Τράπεζα στους εν ενεργεία υπαλλήλους της του αντίστοιχου βαθμού, 8. Το κατώτατο ποσό καταβλητέας επικούρησης δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τα εκάστοτε ισχύοντα κατώτατα όρια των παροχών του ΙΚΑ TEAM για περιπτώσεις γήρατος ή θανάτου, 9. Με κάθε αναπροσαρμογή του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού της Τραπέζης, η Διαχειριστική Επιτροπή αποφασίζει ανάλογη αναπροσαρμογή των επικουρήσεων, με βάση τα απολογιστικά στοιχεία της προηγούμενης χρήσεως και τα προϋπολογιστικά της τρέχουσας. Η Διαχειριστική Επιτροπή, αν βάσει των παραπάνω στοιχείων, ότι η οικονομική κατάσταση του Λογαριασμού δεν το επιτρέπει, μπορεί να αποφασίζει την αναστολή της αναπροσαρμογής για όσο διάστημα κρίνει αναγκαίο ή τη σταδιακή αναπροσαρμογή των επικουρήσεων ή την αναπροσαρμογή τους σε μικρότερο ποσοστό…… Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. συνιστά συμβατικής προέλευσης (ΑΚ 361) ειδικό λογαριασμό συγκέντρωσης περιουσίας, ο οποίος στερείται νομικής προσωπικότητας και έχει ως βασικό σκοπό την μετεργασιακή επικούρηση των αποχωρούντων από την ενεργό υπηρεσία υπαλλήλων της εναγομένης (με τη μορφή της παροχής σε αυτούς εν είδει επικουρικής μηνιαίας σύνταξης). Πρόκειται επομένως για ειδικό λογαριασμό ιδιωτικής προαιρετικής επικουρικής ασφάλισης, ο οποίος ιδρύθηκε και διατηρείται επί περίπου εβδομήντα έτη από την εναγόμενη ως εργοδότρια, λειτουργώντας ως εσωτερική υπηρεσία στελεχωμένη από υπαλλήλους της, οι οποίοι ορίζονται κάθε φορά από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγομένης και Πρόεδρο της Διαχειριστικής Επιτροπής του λογαριασμού (βλ. σχετικά άρθρο 3 του Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.). Συνακόλουθα ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. δεν συνιστά φορέα επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη, ενόψει και του ότι ουδέποτε υπήρξε στον εν λόγω λογαριασμό οιαδήποτε κρατική εποπτεία ή παρέμβαση τόσο κατά την ίδρυσή του όσο και κατά τη λειτουργία του και ιδίως τη χρηματοδότησή του (βλ. σχετικά με την αρχή της τριμερούς χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης Κρεμαλή Κ., Γνωμοδοτήσεις κοινωνικού δικαίου, Αθήνα 2000, σελ. 308) οι ανωτέρω παραδοχές δεν αναιρούνται από την, κατά τα άρθρα 57-64 του ν. 3371/2005, υποχρεωτική υπαγωγή στην ασφάλιση των προσλαμβανομένων από την 1/1/2005 εργαζομένων της εναγομένης στο επικουρικό κοινωνικοασφαλιστικό ταμείο του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. (Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών) αντί αυτής του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., δοθέντος ότι ο νομοθέτης δύναται να δημιουργεί ασφαλιστικούς φορείς, υπάγοντας υποχρεωτικώς σε αυτούς κατηγορίες εργαζομένων και συνταξιούχων, έστω και αν αυτοί καλύπτονται ασφαλιστικώς από ταμεία, στηριζόμενα στην ιδιωτική βούληση και, μάλιστα, ανεξαρτήτως των συμφωνιών μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, εφόσον, όμως, τα ταμεία αυτά ούτε διαλύονται με νόμο, ούτε αφαιρείται η περιουσία τους και, ως εκ τούτου, καταλείπεται έδαφος να συνεχίσουν τη λειτουργία τους, σύμφωνα, κατ’ αρχήν, με τις ειδικότερες συμφωνίες των μερών (ΟλΣτΕ 2200/2010 ΝΟΜΟΣ). Ενόψει των ανωτέρω παραδοχών και εφόσον ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. δεν συστάθηκε ούτε λειτούργησε ως φορέας κοινωνικής ασφάλισης, ουδέποτε η εναγόμενη, μέχρι και το έτος 2017, εφάρμοσε στον λογαριασμό τις κοινωνικοασφαλιστικές διατάξεις του ν. 2084/1992, όπως εκείνη του άρθρου 52 παρ. 2 περί εισφοράς 1 προς 1 ασφαλισμένου και εργοδότη στους πόρους του λογαριασμού, ενώ αντίθετα εξακολούθησε να εφαρμόζει την προβλεπόμενη από το άρθρο 5 του Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. εισφορά 3,5% από τους ασφαλισμένους επί των πάσης φύσεως μισθολογικών αποδοχών τους προς 9% επί των ως άνω αποδοχών από την ίδια. Το γεγονός δε ότι ο λογαριασμός δεν συνιστά φορέα κοινωνικής ασφάλισης, αλλά φορέα ιδιωτικής προαιρετικής επικουρικής ασφάλισης επιβεβαίωσε ομόφωνα και η Διαχειριστική Επιτροπή του κατά την υπ’ αριθμ. 241/26-10-1995 συνεδρίασή της κατά την οποία ρητώς αποδέχθηκε τη συμβατική φύση του λογαριασμού και προσδιόρισε τον κύριο σκοπό του, ως αναγόμενο στην οικονομική ενίσχυση των αποχωρούντων από την υπηρεσία εργαζόμενων της Ε.Τ.Ε., εκ των οποίων συνάγεται ότι η προβλεπόμενη από τον Κανονισμό του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. μηνιαία επικούρηση δεν έχει τον χαρακτήρα της επικουρικής σύνταξης, αλλά εκείνον της εργοδοτικής παροχής, που είχε καταστεί περιεχόμενο των ατομικών συμβάσεων εργασίας του προσωπικού της εναγομένης. Επιχείρημα υπέρ της θέσεως αυτής προκύπτει και από το γεγονός ότι ήδη από το έτος 1995, με τροποποίηση του άρθρου 9 του Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. και κατόπιν ομόφωνης απόφασης της Διαχειριστικής του Επιτροπής, αποσυνδέθηκε ο υπολογισμός των χορηγούμενων επικουρήσεων του λογαριασμού επί των εκάστοτε καταβαλλόμενων συντάξιμων αποδοχών των δικαιούχων και πλέον έκτοτε γίνεται ετεί των εκάστοτε καταβαλλόμενων μισθολογικών αποδοχών των εν ενεργεία υπαλλήλων της εναγομένης (βλ. Ιδίως άρθρο 9 παρ. 5 Ειδικού Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., όπως τροποποιήθηκε το έτος 1995, κατά την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. 241/26-10-1995 συνεδρίαση της Διαχειριστικής .Επιτροπής σε συνδυασμό και με την υπ’ αριθμ. 1047/22- 11-1995 συνεδρίασή της). Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι, με την ίδια, από έτους 1995 τροποποίηση του Κανονισμού του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., καταργήθηκε η παρ. 3 του άρθρου 9 του εν λόγω κανονισμού, η οποία προέβλεπε τη δυνατότητα μείωσης των χορηγούμενων από επικουρήσεων, κατόπιν απόφασης της Διαχειριστικής Επιτροπής και έγκρισης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγομένης, βάσει της εκάστοτε οικονομικής κατάστασης του λογαριασμού και ως εκ τούτου δεν υπόκειται πλέον στη διακριτική ευχέρεια των οργάνων διαχείρισης του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. η περικοπή του ύψους των καταβαλλόμενων επικουρήσεων στους δικαιούχους του. Ωστόσο, επειδή, από την επισκόπηση του Ειδικού Κανονισμού του λογαριασμού, δεν προκύπτει ότι προβλέπεται από συγκεκριμένη διάταξή του νομική δέσμευση της εναγομένης να καλύπτει, πέραν της προβλεπομένης στο άρθρο 5 εισφοράς της, τα όποια προκύπτοντα χρηματικά ελλείμματα του λογαριασμού, ώστε να συνεχίζεται απρόσκοπτα η καταβολή στους ασφαλισμένους του των προβλεπόμενων μηνιαίων επικουρήσεων, συνάγεται καταρχήν ότι προϋπόθεση καταβολής των επικουρήσεων είναι η οικονομική βιωσιμότητα του λογαριασμού, ο οποίος συνακόλουθα δεν λειτουργεί ρητά ως πρόγραμμα καθορισμένων παροχών, σύμφωνα με το υπ’αριθμ. 19 Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο (βλ. τα διαλαμβανόμενα στην υπό II. νομική σκέψη). Ερευνητέον επομένως εάν υφίσταται τεκμαιρόμενη δέσμευση της εναγομένης ως εργοδότριας να καλύπτει τις οικονομικές αδυναμίες του Λογαριασμού για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, βάσει πρακτικής με την μακρόχρονη εις μέρους της κάλυψη των σχετικών ταμειακών ελλειμμάτων, ώστε να προκύπτει η κατάρτιση σιωπηρής συμφωνίας των μερών για τη συνέχιση της πρακτικής αυτής στο διηνεκές. Όπως εκτίθεται στην υπό κρίση αγωγή και συνομολογείται από την εναγόμενη, η τελευταία προέβαινε, κατά τα τελευταία δέκα τουλάχιστον έτη, σε αδιάλειπτη κάλυψη των ταμειακών -ελλειμμάτων του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. και μάλιστα, παρά τα οριζόμενα στη διάταξη του εδ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 52 του ν. 2084/1992, ο οποίος απαγόρευε στους εργοδότες των ασφαλισμένων σε επικουρικούς φορείς κοινωνικής ασφάλισης (όπως ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης) να καλύπτουν τα οργανικά ελλείμματα των φορέων αυτών με ποσά που υπερέβαιναν τα καταβληθέντα για την κάλυψη των ελλειμμάτων του έτους 1992. Η ανάγκη χρηματοδότησης του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. ανέκυψε επιτακτικά από το 2005, όταν ο λογαριασμός άρχισε να εμφανίζει ταμειακά ελλείμματα, οφειλόμενα αφενός στις αποφασισθείσες αυξήσεις των καταβαλλόμενων επικουρήσεων σε όλους του εξερχόμενους πριν την 1/11/2004 δικαιούχους του και αφετέρου -ιδίως- στην υποχρεωτική, βάσει του ν. 3371/2005, υπαγωγή των νεοπροσλαμβανόμενων από την 1/1/2005 εργαζομένων της εναγομένης στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και όχι στον Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., με αποτέλεσμα ο τελευταίος να καταστεί φηματοδοτούμενος από κλειστή ομάδα εν ενεργεία εργαζομένων της Ε.Τ.Ε., που βαίνουν συνεχώς μειούμενοι, γεγονός που είχε ως συνέπεια να μειώνεται βαθμιαία η τροφοδότηση του λογαριασμού από εισφορές των εργαζομένων και της εναγόμενης και να αναμένεται μελλοντικά η παύση χρηματοδότησης του λογαριασμού από τις πηγές αυτές. Για τον λόγο δε αυτό και προκειμένου να διασφαλιστεί η ταμειακή επάρκεια του Λογαριασμού, ο οποίος από την ίδρυσή του λειτουργεί ως ομάδα περιουσίας, αποφασίστηκε ομόφωνα, κατά την υπ’ αριθμ. 395/26-10-2005 συνεδρίαση της Διαχειριστικής του Επιτροπής, η ανασυγκρότηση της επιτροπή επενδύσεών του, έτσι ώστε να μετέχουν σε αυτήν, εκτός από τους Προέδρους των Δ.Σ. του Τ.Υ.Π.Ε.Τ., του Σ.Υ.Ε.Τ.Ε. και του Συλλόγου Συνταξιούχων της Ε.Τ.Ε., που την συγκροτούσαν μέχρι τότε και δύο υψηλόβαθμα διευθυντικά στελέχη της εναγομένης και συγκεκριμένα ο Γενικός Διευθυντής της Διεθνικής Α.Ε. και ο Διευθυντής Διαχείρισης και Χρηματαγοράς, οι οποίοι διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις της χρηματαγοράς και οι οποίοι, κατόπιν ρητής απόφασης της Διαχειριστικής Επιτροπής του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. θα συνεργάζονταν υποχρεωτικά με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εναγομένης και Πρόεδρο του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. για θέματα επενδύσεων του αποθεματικού του λογαριασμού (βλ. σχετικά την πέμπτη ομόφωνη απόφαση της υπ’ αριθμ. 395/26-1-2005 συνεδρίασης της Διαχειριστικής Επιτροπής). Έκτοτε έγινε προσπάθεια οικονομικής ενδυνάμωσης του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. με επενδυτικές κινήσεις, που οδήγησαν μάλιστα την κατηγοριοποίηση του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. σε «επαγγελματία πελάτη» κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 3606/2007, όπως άλλωστε επιβεβαιώθηκε ομόφωνα στην υπ’ αριθμ. 455/23-2-2010 .συνεδρίαση Διαχειριστικής Επιτροπής του. Πλην όμως, αν και μοναδικός σκοπός της επενδυτικής επιτροπής ήταν η επωφελής τοποθέτηση των διαθεσίμων κεφαλαίων του λογαριασμού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 2 του Ειδικού Κανονισμού του, η επιτροπή, υπό τη νέα διευρυμένη σύνθεσή της, προέβη συστηματικά σε επένδυση των αποθεματικών του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. αποκλειστικά σε μετοχές της Ε.Τ.Ε., με αποτέλεσμα, όταν με την πάροδο των ετών μειώθηκε ραγδαία η αξία των εν λόγω μετοχών, να μειωθούν αναλόγως τα αποθεματικά του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. και να σημειωθούν τα πρώτα ταμειακά του ελλείμματα. Στην οικονομική αποδυνάμωση του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. συνέτειναν περαιτέρω οι επιχειρηματικές αποφάσεις της εναγομένης να εξαγγέλλει, κατά καιρούς, προγράμματα εθελούσιας εξόδου των εργαζομένων της, προκειμένου να πετύχει μείωση των δαπανών της από μισθολογικό κόστος (ενδεικτικά αναφέρονται τα προγράμματα εθελούσιας εξόδου των ετών 2000, 2001, 2002, 2004, 2006, 2008, 2013, 2016, κατά διάρκεια των οποίων αποχώρησαν από την Ε.Τ.Ε. πάνω από 7.000 εργαζόμενοι). Συγκεκριμένα από την εφαρμογή των διαφόρων προγραμμάτων εθελούσιας εξόδου ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. αφενός απώλεσε σημαντικό ποσοστό των πόρων του και δη των εργατικών και εργοδοτικών εισφορών, λόγω της αποχώρησης προώρως από την ενεργό υπηρεσία μεγάλου αριθμού εργαζομένων και αφετέρου υποβλήθηκε πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι αναμενόταν στο κόστος της καταβολής επικουρήσεων στους συμμετέχοντες στις εθελούσιες εξόδους και συνακόλουθα συνταξιοδοτούμενους δικαιούχους. Ως εκ τούτου με τα προγράμματα εθελούσιας εξόδου της εναγομένης ανατράπηκε η αναλογιστική ισορροπία του λογαριασμού, αφού αποδυναμώθηκε το κεφάλαιό του. Κατόπιν των ανωτέρω, σε όλους τους προϋπολογισμούς του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., από το έτος 2005 και μετά, τα έξοδα του λογαριασμού (από τις παροχές) άρχισαν να υπερβαίνουν βαθμιαία τα έσοδά του (από τις εισφορές), γεγονός που οδήγησε σε κίνδυνο βιωσιμότητάς του και οξύ πρόβλημα ταμειακής ρευστότητας, ως προς την απρόσκοπτη καταβολή των μηνιαίων επικουρήσεων στους δικαιούχους του.
Εξάλλου, σε σχέση την κάλυψη από την εναγόμενη των ταμειακών ελλειμμάτων του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. παρατηρείται ότι, από το έτος 2007 μέχρι και το έτος 2017, ακολουθήθηκε η αδιάλειπτη χρηματοδότηση του λογαριασμού εις μέρους της, με την καταβολή, πέραν της προβλεπόμενης εισφοράς της 9% επί των αποδοχών των εν ενεργεία εργαζομένων της, των απαιτούμενων κάθε φορά ταμειακών ελλειμμάτων του λογαριασμού, ώστε να καθίσταται εφικτή η συνέχιση καταβολής των προβλεπόμενων επικουρήσεων στους δικαιούχους του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 9 του Κανονισμού του.
Ειδικότερα, το έτος 2007, η Ε.Τ.Ε. κατέβαλε στον ΛΕ.Π.Ε.Τ.Ε. το ποσό των 13.631.000 ευρώ, το έτος 2008 τα ποσά των 3.500.000, 3.000.000, 6.100.000 και 3.550.000 ευρώ, το έτος 2009 τα ποσά των 3.500,000, 3.550.000 και 3.600.000 ευρώ, το έτος 2010 το ποσό των 2.260.000 ευρώ, το έτος 2011 το ποσό του 1.565.000 ευρώ, το έτος 2012 το ποσό των 5.350.000 ευρώ, το έτος 2013 το ποσό των 3.900.000 ευρώ, το έτος 2014 το ποσό των 6.600.000 ευρώ, το έτος 2015 το ποσό των 7.800.000 ευρώ, το έτος 2016 το ποσό των 6.900.00 ευρώ και το έτος 2017 το ποσό των 12.160.000 ευρώ. Για όλες τις ανωτέρω καταβολές καταρτιστήκαν μεταξύ της καταβάλλουσας εναγομένης και του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε, εκπροσωπούμενου από τον Διευθυντή της Διαχειριστικής Επιτροπής του, ιδιωτικά συμφωνητικά συμβάσεων δανείων, στα οποία προβλέφθηκε ότι οι χορηγήσεις των αντίστοιχων ποσών συνιστούσαν απλώς έκτακτες ταμειακές διευκολύνσεις, χωρίς να δημιουργούν δέσμευση της εναγομένης για την καταβολή τους στο μέλλον και χωρίς να συνιστούν αναγνώριση της υποχρέωσης της εναγομένης να τις καταβάλλει και ότι, περαιτέρω, ο δανειζόμενος Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. αναλάμβανε την υποχρέωση να επιστρέφει στην εναγομένη τις εν λόγω καταβληθείσες ταμειακές διευκολύνσεις, το συντομότερο δυνατόν, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητές του. Οι ως άνω ωστόσο επικαλούμενες από την εναγόμενη δανειακές συμβάσεις είναι άκυρες, καθόσον καταρτίστηκαν εκ μέρους της με αντισυμβαλλόμενο τον Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., ο οποίος, ως μη αυτοτελές νομικό πρόσωπο ή αναγνωρισμένη από την έννομη τάξη αυτόνομη οντότητα και δη ως ομάδα περιουσίας, δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα ούτε ικανότητα διαδίκου (βλ. ανωτέρω ΟλΑΠ 25/2008) και ως εκ τούτου στερείται δικαιοπρακτικής ικανότητας για την ανάληψη συμβατικής ευθύνης από την κατάρτιση δανείου, ενόψει και του ότι αφίσταται του καταστατικού σκοπού του εν λόγω νομικού μορφώματος η κατάρτιση εκ μέρους του αμφοτεροβαρών συμβάσεων, όπως το -άτοκο έστω- εν προκειμένω δάνειο (ΑΠ 1081/2015 ΝΟΜΟΣ), ως νομικώς αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου συγκεκριμένου σκοπού του δικαιοπραξία (βλ. σχετικά με την ατελή ικανότητα δικαίου οντοτήτων χωρίς νομική προσωπικότητα, όπως οι ομάδες περιουσίας, Κ. Παναγόπουλο, Τα «οιωνεί» νομικά πρόσωπα ως υποκείμενα δικαίου; εκδ. 2016, σελ. 41). Περαιτέρω, ο Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. δεν δύνατο να εκπροσωπηθεί δικαιοπρακτικά για την κατάρτιση δανειακών συμβάσεων από την Διαχειριστική του Επιτροπή, καθόσον από καμία διάταξη του Ειδικού Κανονισμού του δεν χορηγείται αρμοδιότητα ανάληψης υποχρεώσεων για τον λογαριασμό από την Επιτροπή αυτή, η οποία και μόνο δύναται να. διαχειρίζεται την περιουσία του (βλ. σχετικά άρθρο 2 παρ. 2 του Κανονισμού, όπου περιοριστικά αναφέρονται οι αρμοδιότητες της Διαχειριστικής Επιτροπής, χωρίς να περιλαμβάνονται σε αυτές η ικανότητά της να δεσμεύει νομικά το λογαριασμό, με την κατάρτιση επαχθών ή μη δικαιοπραξιών στο όνομά του. Σε κάθε όμως περίπτωση, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι ανωτέρω συμβάσεις είχαν καταστιστεί νόμιμα μεταξύ της εναγομένης και του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., προκύπτει αδιαμφισβήτητα από το περιεχόμενό τους ότι επρόκειτο για συμβάσεις, που χαρακτηρίστηκαν προσχηματικά από αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη ως δανειακές, καθόσον αμφότεροι οι αντισυμβαλλόμενοι γνώριζαν εξαρχής ότι υπήρχε αντικειμενική αδυναμία επιστροφής των χρημάτων από τον Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε. στην εναγόμενη εις το διηνεκές, ενόψει της προδιαγεγραμμένης αδυναμίας οικονομικής ανάκαμψης του λογαριασμού στο μέλλον.
Επρόκειτο συνεπώς για εικονικές και ως εκ τούτου άκυρες δανειακές συμβάσεις, οι οποίες συνιστούσαν στην πραγματικότητα οικειοθελείς παροχές της εναγομένης προς τους δικαιούχους του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., με τη μορφή της άνευ νομικής υποχρέωσης διαρκούς χρηματοδότησής του προς επίτευξη της αδιάλειπτης εκ μέρους του παροχής των επικουρήσεων. Οι ως άνω μάλιστα οικειοθελείς παροχές της εναγομένης έλαβαν χώρα χωρίς διατύπωση ρητής επιφύλαξης διακοπής τους στο μέλλον, καθόσον προϋπόθεση της «επιφύλαξης ελευθεριότητας» της οικειοθελούς παροχής στο μέλλον συνιστά η προηγούμενη γνωστοποίησή της από τον εργοδότη στον εργαζόμενο (βλ. σχετικώς τα διαλαμβανόμενα στην υπό III. νομική σκέψη), η οποία ωστόσο (γνωστοποίηση) ουδέποτε υπήρξε στην υπό κρίση περίπτωση, καθόσον δεν προέκυψε ότι το περιεχόμενο των επικαλούμενων από την εναγόμενη ιδιωτικών συμφωνητικών δανείων κατέστη γνωστό στους εργαζόμενους της εναγομένης ή ότι ενημερώθηκαν αυτοί καθοιονδήποτε τρόπο από την εναγόμενη για το ενδεχόμενο διακοπής καταβολής των επικουρήσεων στο μέλλον. Συνεπώς, ευλόγως δημιουργήθηκε στους δικαιούχους των επικουρήσεων (πρώην και νυν εργαζομένους της Ε.Τ.Ε.), μεταξύ των οποίων οι ενάγοντες, η πεποίθηση ότι οι επικουρήσεις θα εξακολουθούσαν να καταβάλλονται ανελλιπώς και στο μέλλον, παρά τις όποιες ταμειακές δυσχέρειες του λογαριασμού, δημιουργώντας βάσιμο δικαίωμα προσδοκίας για την παροχή τους. Ενόψει όλων των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι από την γενική, μακρόχρονη και ομοιόμορφη συμπεριφορά της εναγομένης, που συνίσταται στην κάλυψη, επί έντεκα τουλάχιστον συναπτά έτη, των ταμειακών ελλειμμάτων του Α.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., ώστε να λαμβάνουν οι δικαιούχοι του τις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό του μηνιαίες επικουρήσεις, καταρτίστηκε μεταξύ αφενός της εναγομένης και αφετέρου των εργαζομένων της- δικαιούχων του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε.- σιωπηρή, σε συνέχεια της αρχικής, συμφωνία, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη δεσμεύτηκε να χρηματοδοτεί και στο μέλλον τον ανωτέρω λογαριασμό, ώστε να είναι εφικτή η καταβολή των μηνιαίων επικουρήσεων τόσο στο σύνολο των δικαιούχων του λογαριασμού όσο και για το σύνολο των οφειλόμενων παροχών του. Όταν επομένως τον Δεκέμβριο του 2017 η εναγόμενη διέκοψε την καταβολή των μηνιαίων επικουρήσεων στους ενάγοντες καθώς και στους λοιπούς δικαιούχους του Λ.Ε.Π.Ε.Τ.Ε., προβαίνοντας ταυτόχρονα σε αιφνίδια διακοπή της χρηματοδότησής του, παραβίασε συμβατική της υποχρέωση. Επομένως η απόφαση της εναγομένης να παύσει μονομερώς τη χορήγηση των επικουρήσεων αποτελεί μη νόμιμη ανάκληση συμβατικής παροχής και ως εκ τούτου συνιστά αυθαίρετη αθέτηση της προαναφερόμενης σιωπηρής συμφωνίας, αφού εκ των ανωτέρω, σαφώς προέκυψε αφενός, ο χαρακτήρας του λογαριασμού ως συνόλου περιουσίας ειδικού σκοπού τηρουμένου από την εναγομένη και ως επί το πλείστον, χρηματοδοτουμένου από την ίδια και αφετέρου ως αποτελούσα υποχρεωτική της εναγομένης παροχή, έναντι των εναγόντων ως επιχειρησιακή συνήθεια.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το δικάσαν πρωτοδίκως Δικαστήριο που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν δεν έσφαλε, αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε το Νόμο και (ορθώς) εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη έφεση αβάσιμη και να συμψηφισθούν, κατ’ άρθρον 173 ΚΠολΔ, τα δικαστικά έξοδα, μεταξύ των διαδίκων, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, διότι η ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερείς.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 23/06/2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …/2020 έφεση της εναγομένης κατά της 243/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου 2022, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ