ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(2Ο Τμήμα)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Τσιάλτα, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και τη Γραμματέα ……..
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριό του στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ανακόπτοντος-εκκαλούντος……….. που παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, Κωνσταντίνου Γ. Σπανορρήγα (Δ.Σ. Αθηνών με Α.Μ. ….. που προσκόμισε το με αριθμ. ……. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων).
Του καθ’ ου η ανακοπή- εφεσίβλητου: …………. που παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά της πληρεξουσίας του Ευαγγελίας Γ. Αποστολίδου ( Δ.Σ. Πειραιώς με Α.Μ. ….. που προσκόμισε το με αριθμ. …….. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων).
Ο ανακόπτων άσκησε στο παρόν Δικαστήριο την από 1-3-2022 (αριθ. κατ. ενδ. μέσου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……/2022 και αριθ. κατ. δικ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./2022) ανακοπή ερημοδικίας κατά της με αριθμ. 71/2022 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (τακτικής διαδικασίας) η οποία εγγράφηκε στο πινάκιο για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται κατέθεσαν προτάσεις, αιτούμενοι να γίνουν δεκτοί οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως «ανώτερη βία» νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό, είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που δικάστηκε ερήμην, ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης. Ειδικότερα, η εν λόγω δικονομική ανώτερη βία είναι έννοια ταυτιζόμενη, κατά τον πυρήνα της, προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, διαφοροποιούμενη έναντι της τελευταίας μόνον κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη τη δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, με ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση του δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζόμενη ως στενότερη έννοια έναντι του τυχηρού, το οποίο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη (ΑΠ 1260/2010, ΕφΠειρΜον 9/2021, ΕφΠειρΜον. 341/2021, EφΔυτΣτΕλλαδ 4/2020, δημ σε Τρ Νομ.Πκηρ. «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, Κατά το περιεχόμενο της η δικονομική ανώτερη βία είναι η κατάσταση της, παρά την καταβολή εξειδιασμένης προσοχής και επιμέλειας εκ μέρους του διαδίκου και του πληρεξουσίου του, αδυναμίας αυτού να ανταποκριθεί σε δικονομικό βάρος του, συνεπεία της οποίας η διαδικαστική πράξη πάσχει ακυρότητα ή απαράδεκτο (ΑΠ 2/2022, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. «Νόμος»). Το γεγονός θα πρέπει να είναι ανυπαίτιο και εντελώς εξαιρετικής φύσης, μη αναμενόμενο και μη δυνάμενο να προληφθεί ή να αποτραπεί από τον διάδικο ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης ανεξάρτητα αν το γεγονός είναι εσωτερικό ή όχι. Στην έννοια της «ανώτερης βίας», εκτός από την ασθένεια εμπίπτει και κάθε άλλο περιστατικό, που καθιστά παντελώς αδύνατη –και όχι απλώς δυσχερή ή δαπανηρή την αυτοπρόσωπη ή με πληρεξούσιο δικηγόρο– επιχείρηση διαδικαστικής πράξης. Σημειωτέον, ότι, όταν η ανωτέρα βία αφορά στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, για να διαπιστωθεί, εάν το σχετικό γεγονός συνιστά ανώτερη βία, πρέπει να χρησιμοποιηθούν όχι μόνον υποκειμενικά κριτήρια, όπως είναι εύλογο για το διάδικο, αλλά αντικειμενικά κριτήρια, αφού το λειτούργημα που ο δικηγόρος ασκεί, απαιτεί την προσήκουσα εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεων του ακόμη και από το μέσο νομικό παραστάτη (βλ. σχ. ΑΠ 1778/2013, Α.Π. 1506/2013, Εφ.Πειρ.87/2022, δημ. σε «Νόμος»). Ως εκ τούτου, τέτοιο γεγονός μπορεί να θεωρηθεί και η αιφνίδια ασθένεια του πληρεξούσιου δικηγόρου του διαδίκου ως εκ της οποίας αυτός δεν μπόρεσε να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεση ή να ειδοποιήσει τον εντολέα του για να προβεί έγκαιρα στην αντικατάστασή του. Για να είναι όμως ορισμένος ο, περί ανώτερης βίας, ισχυρισμός, όταν αυτή συνίσταται σε ασθένεια του πληρεξούσιου δικηγόρου του διαδίκου, πρέπει να προσδιορίζεται στο δικόγραφο της ανακοπής, ενόψει των άρθρων 505 παρ. 1 και 118 αρ. 4 του ΚΠολΔ, το είδος και η διάρκεια της ασθένειας, ώστε να μπορεί το δικαστήριο να κρίνει αν απετέλεσε ανυπέρβλητο κώλυμα για τη μη εμφάνιση του δικηγόρου στο δικαστήριο και ακόμη αν τον εμπόδισε να ενεργήσει με άλλο δικηγόρο, έστω και μη συνεργάτη του (Α.Π. 42/2004, δημ. σε «Νόμος»). Εξάλλου, κατά το άρθρο 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ και τους λόγους της ανακοπής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να περιέχει ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο από εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 501 του ΚΠολΔ, δηλαδή τη μη κλήτευση ή τη μη νόμιμη ή μη εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μη εμφάνιση του ανακόπτοντος στην ερήμην αυτού συζήτηση της υποθέσεως, επί της οποίας στηρίχτηκε η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση (βλ. σχ. ΑΠ 1537/2008). Αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 503 παρ. 1 και 505 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Άλλως, αν, δηλαδή, δεν πιθανολογηθεί η βασιμότητα κάποιου από τους λόγους της ανακοπής, το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο κατ’ άρθρο 509 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 4342/2022, Αρμ. 2022, σελ. 1627).
ΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο καθ’ ου η ανακοπή άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11-4-2014 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./29-4-2014) αγωγή, αιτούμενος τα αναφερόμενα σε αυτήν. Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε κατά την τακτική διαδικασία ερήμην του ανακόπτοντος-εναγομένου, εκδόθηκε η με αριθμό 3128/2020 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρεώθηκε ο τελευταίος να καταβάλει στον καθ’ ου η ανακοπή-ενάγοντα το ποσό των 50.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση καθώς και δικαστική δαπάνη ποσού 2.100 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής ο ανακόπτων-εναγόμενος άσκησε την από 20-11-2020 (αριθμ. εκθ. καταθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./4-12-2020) έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 71/2022 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία απέρριψε την έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, για τον λόγο ότι ο εκκαλών θεωρήθηκε δικονομικά απών, διότι η παράσταση του πληρεξουσίου του δικηγόρου με δήλωση που κατάθεσε, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και ότι συναινεί στη συζήτησή της, δεν ήταν προσήκουσα, αφού κατά τη συζήτηση έφεσης κατά απόφασης ερήμην του εναγομένου εκδοθείσας, είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του δικαστηρίου και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Ήδη κατά της απόφασης αυτής ο ανακόπτων-εκκαλών ασκεί την κρινόμενη ανακοπή ερημοδικίας, με την οποία ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να συζητηθεί εκ νέου η υπόθεση λόγω της συνδρομής λόγου ανωτέρας βίας που συνέτρεξε στο πρόσωπό του πληρεξουσίου του δικηγόρου, συνιστάμενης της ανώτερης βίας σε αιφνίδιο πρόβλημα υγείας του τελευταίου (πλήρης αδυναμία βάδισης και ομιλίας, εμέτους, εφίδρωση, περιστροφή αντικειμένων) το πρωί της ορισθείσας δικασίμου, με αποτέλεσμα να μην καταστεί δυνατή η παράστασή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, ώστε να ανακληθεί η προηγουμένως γενόμενη κατ’ άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ δήλωσή του και να υποβληθεί αίτημα αναβολής ενώ δεν ήταν δυνατή η εξουσιοδότηση προς τούτο, ενός χρονικού διαστήματος μιας ώρας άλλου δικηγόρου. Η κρινόμενη ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 501 παρ.1, 502 παρ.1 και 503 παρ.1 του ΚΠολΔ) καθότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στις 24-2-2022 (βλ. σχετ. επισημείωση του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….) και η ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 8-3-2022 (βλ. σχετ. έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου), ενώ για το παραδεκτό αυτής προκαταβλήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 505 παρ.2 εδ.β του ΚΠολΔ, το παράβολο ερημοδικία που ορίστηκε με την ανακοπτόμενη απόφαση (βλ. το με αριθμ. ………….. ηλεκτρονικό παράβολο και τη σχετική απόδειξη της Τράπεζας με την επωνυμία «Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.»). Ωστόσο η υπό κρίση ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, καθώς ο ανωτέρω εκτιθέμενος σ αυτήν λόγος, ο οποίος αναφέρεται σε συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μη εμφάνιση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ανακόπτοντος και τη μη ανάκληση της γενόμενης δήλωσης του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, είναι αόριστος και δε δύναται να θεμελιώσει περίπτωση «ανώτερης βίας» υπό την έννοια του άρθρου 501 του ΚΠολΔ. Και τούτο διότι δεν εκτίθεται σε αυτόν ο ακριβής χρόνος που εκδηλώθηκε το κώλυμα του πληρεξουσίου δικηγόρου (ενόψει του ότι η 11η πρωινή ορίζεται ως ώρα έναρξης της συνεδρίασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, σύμφωνα με την έκθεση κατάθεσης δικογράφου), η διάρκεια της ασθένειας του πληρεξουσίου δικηγόρου και για ποιον λόγο ήταν αδύνατη έστω και τηλεφωνική, ή με άλλο μέσο ειδοποίηση δικηγόρου, έστω και μη συνεργάτη του πληρεξουσίου του, προκειμένου να εμφανιστεί στο ακροατήριο του παρόντος Εφετείου, να ανακαλέσει τη γενόμενη δήλωση και να αιτηθεί τη αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης αφού γνωστοποιούσε στο Δικαστήριο το επικαλούμενο κώλυμα, καθόσον επρόκειτο για πρωτοείσακτη υπόθεση. Ενόψει αυτών, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη ανακοπή ερημοδικίας ως αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του προκαταβληθέντος, εκ μέρους του ανακόπτοντα, παραβόλου ποσού διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο. Τέλος, ύστερα από σχετικό αίτημα ο ανακόπτων πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η ανακοπή (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 1-3-2022 (αριθμ. εκθ. καταθ. ενδ. μέσου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……/2022, εκθ κατ δικογρ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2022) ανακοπή ερημοδικίας.
Απορρίπτει την ανακοπή ερημοδικίας
Διατάσσει την εισαγωγή του προκαταβληθέντος, εκ μέρους του ανακόπτοντα, παραβόλου για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας ποσού διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο και
Καταδικάζει τον ανακόπτοντα στα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό τετρακοσίων (400,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στον Πειραιά στις 14 Φεβρουαρίου 2023.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ