Περίληψη
Καταδολίευση δανειστών συμπαιγνία μεταβιβάζοντος αποκτώντος – προϋποθέσεις, ορισμένο αγωγής
Μεταβίβαση επιχείρησης, ορισμένο αγωγής. Δεν απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρεται η αξία των μεταβιβαζόμενων, καθώς
Η περιορισμένη ευθύνη του αποκτώντος δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής, αλλά προτείνεται κατ` ένσταση από τον εναγόμενο.
Τρόπος διαδικασίας εκκαθάρισης ετερρόρυθμης εταιρίας ενδοτικό δίκαιο.
Νομικός χαρακτηρισμός των επικαλουμένων περιστατικών, στα οποία θεμελιώνεται το προβαλλόμενο με την αγωγή αίτημα, δεν είναι δεσμευτικός για το
Δικαστήριο. Περισσότερες ιστορικές βάσεις αγωγής.
Χρόνος γέννησης αξίωσης δανειστή σε περίπτωση μεταβίβασης περιουσίας. Εκκαλεί απόφαση.
Δέχεται εν μέρει αγωγή.
Αριθμός απόφασης : 187/ 2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : ……….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια της δικηγόρο, Ελένη Κεσσίδη. (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1. ………., 2. …………. οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο τους δικηγόρο Σπυρίδωνα Οικονόμου (με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Oι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες άσκησαν στο Δικαστήριο αυτό την από 15.7.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/2019 αγωγή της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αρ. 293/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έκανε δεκτή την αγωγή.
Κατά της απόφασης αυτής η πρώτη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα άσκησε την από 16-4-2021 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2021 έφεσή της, η οποία ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν όπως παραπάνω και αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους, που είχαν προκαταθέσει.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 1816-4-2021 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου, ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………./2021 έφεση της δεύτερης εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας κατά της με αρ. 293/2021 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 19.2.2021 (βλ. την με αρ. ……./19.2.2021 έκθεση επιδόσεως της δικ. επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……………. 14.4.2021, η δε κρινόμενη έφεση ασκήθηκε στις 27.4.201 στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι επίσης, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ……………. e παράβολο ποσού 100 €). Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες ισχυρίστηκαν στην από 15.7.2019 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………../2019 αγωγή τους στρεφόμενη κατά του μη διαδίκου πλέον …………………, και της ………….. δεύτερης εναγόμενης – εκκαλούσας, ότι το έτος 2012 εκμίσθωσαν ακίνητο ιδιοκτησίας τους στην ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……………», ομόρρυθμο μέλος και διαχειριστής της οποίας ετύγχανε ο πρώτος εναγόμενος και ετερόρρυθμο μέλος αυτής η δεύτερη εναγόμενη. Ότι την μισθωτική αυτή σύμβαση, κατήγγειλε η μισθώτρια στις 22.04.2016, τα αποτελέσματα της οποίας θα επέρχονταν εντός τριμήνου, η δε παράδοση του μισθίου έλαβε χώρα στις 12.8.2016, όταν παρέλαβαν τα κλειδιά αυτού με επιφύλαξη. Ότι όπως διαπίστωσαν κατά την παραλαβή του μισθίου η μισθώτρια είχε προξενήσει στο μίσθιο φθορές πέραν της συμφωνημένης χρήσης, καθώς παρέδωσε αυτό όχι στην κατάσταση που είχε παραλάβει, για την αποκατάσταση του οποίου απαιτείται δαπάνη 57.689,50 €, όπως αναλυτικά εκθέτουν στην αγωγή τους, ενώ επιπλέον έχουν απαίτηση αποζημίωσης ποσού 4.309,76 € ενός μισθώματος κατά το άρθρο 43 του π.δ. 34/1995. Ότι κατόπιν άσκησης της από 17.1.2017 και με αρ. καταθ. ……../2017 αγωγής τους, με τη με αρ. 2404/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που έχει καταστεί τελεσίδικη και αμετάκλητη, έχει αναγνωρισθεί ότι η μισθώτρια τους οφείλει από τις άνω αιτίες αντίστοιχα τα συνολικά 41.333,50 € και 20.665,00 €, και αν συνυπολογισθούν οι τόκοι υπερημερίας έως την άσκηση της παρούσας αγωγής οι απαιτήσεις τους ανέρχονται πλέον στα ποσά των 49.713,50 και 25.330 €. Ότι οι εναγόμενοι, σε συμπαιγνία μεταξύ τους, επιδιώκοντας να ματαιώσουν την ικανοποίηση των εναγουσών από την περιουσία της οφειλέτριας ετερόρρυθμης εταιρείας, προέβησαν εσπευσμένα σε λύση αυτής, και ως συνεκκαθαριστές της στην εκκαθάρισή της στις 12.9.2016 ένα μήνα μετά την απόδοση του μισθίου στις ενάγουσες (12.8.2016), την δε 22.09.2016 κατέθεσαν στο ΓΕΜΗ το συμφωνητικό λύσης της ως άνω εταιρείας, παραβιάζοντας την υποχρέωση τους για ρευστοποίηση του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση εταιρείας και την εξόφληση των οφειλών τους προς τους εταιρικούς δανειστές. ¨Ότι περαιτέρω την ίδια ημέρα (12.9.2016) διοχέτευσαν παράνομα, και χωρίς οποιοδήποτε αξιόχρεο αντάλλαγμα, το σύνολο του ενεργητικού της οφειλέτριας εταιρείας, τη φήμη και την πελατεία, το προσωπικό και το μηχανολογικό εξοπλισμό αξίας άνω των 200.000,00 € σε ατομική επιχείρηση ιδίου αντικειμένου (αρτοποιείου) που άνοιξε η δεύτερη εναγόμενη, στεγαζόμενη σε ακίνητο όμορο με το μίσθιο ως άνω ετερόρρυθμη εταιρεία, με συνέπεια να είναι αδύνατη η ικανοποίησή των απαιτήσεων των εναγουσών, τόσο από την περιουσία της οφειλέτριας, όσο και από αυτή του πρώτου εναγόμενου, ομόρρυθμου εταίρου αυτής. Ότι οι εναγόμενοι ως εκκαθαριστές της μισθώτριας εταιρίας παραλείπουν μέχρι και σήμερα να αναβιώσουν την εκκαθάριση της εταιρείας και να συντάξουν ισολογισμό εκκαθάρισης. Ότι από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων, ήτοι τη μεταβίβαση του συνόλου των υλικών και άυλων στοιχείων του ενεργητικού της ετερόρρυθμης εταιρείας στη δεύτερη εναγόμενη και την άρνηση τους να προβούν σε αναβίωση της ετερόρρυθμης εταιρείας και στη σύνταξη ισολογισμού εκκαθάρισης, έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία, ισόποση με τις ως άνω απαιτήσεις τους έναντι της ετερόρρυθμης εταιρείας. Με βάση τα ανωτέρω ζήτησαν, αφού περιόρισαν το καταψηφιστικό τους αίτημα σε αναγνωριστικό, με δήλωση τους περιεχόμενη στις προτάσεις τους (άρθρα 223 εδ. β’, 294 εδ. α’, 295 § 1 εδ. β’, 297 ΚΠολΔ) ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, οφείλουν να καταβάλουν στην πρώτη εξ αυτών το ποσό των 49.713,50 € και στη δεύτερη το ποσό των 25.330,00 €, ποσά που αντιστοιχούν στο κεφάλαιο των αναγνωρισθέντων δικαστικώς απαιτήσεων τους, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 293/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έκανε δεκτή την αγωγή, στηρίζοντας αυτή στις διατάξεις περί καταδολίευσης δανειστών και αδικοπραξίας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η δεύτερη εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.
Οι διατάξεις των άρθρων 939 έως 945 ΑΚ, που προβλέπουν την προστασία των δανειστών σε περίπτωση που ο οφειλέτης τους προβαίνει σε απαλλοτρίωση των περιουσιακών του στοιχείων με σκοπό τη βλάβη τους, προκύπτει, ότι οι προϋποθέσεις για τη διάρρηξη της απαλλοτριώσεως είναι: α) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη, β) σκοπός βλάβης των δανειστών, η οποία προκαλείται με την ελάττωση λόγω της απαλλοτρίωσης της περιουσίας του οφειλέτη, με αποτέλεσμα η περιουσία που απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των αξιώσεων των δανειστών και γ) γνώση του τρίτου, προς τον οποίο γίνεται η απαλλοτρίωση, ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει με σκοπό τη βλάβη των δανειστών. Η καταδολίευση δανειστών, που ρυθμίζεται ειδικώς από τα άρθρα 939 επ. του ΑΚ, δεν αποτελεί και αδικοπραξία υπό την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, γιατί είναι μεν παράνομη συμπεριφορά, αφού απαγορεύεται, ως συνέπειά της όμως τάσσεται με το νόμο όχι η αποζημίωση, αλλά η διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξεως. Ακόμη και όταν η καταδολιευτική απαλλοτρίωση πληροί την αντικειμενική υπόσταση του κατά το άρθρο 397 ΠΚ εγκλήματος, δεν έχει ως συνέπεια την αποζημίωση, αλλά τη διάρρηξη (ΑΠ 1396/2015, ΑΠ 1531/2013, ΑΠ 1734/2007). Όμως, ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει και είναι δυνατή η εφαρμογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων, όταν συντρέξουν στοιχεία περισσότερα ή βαρύτερα από εκείνα που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 939 επ. ΑΚ. Αυτό συμβαίνει, πλην άλλων περιπτώσεων, και όταν συντρέξουν οι όροι του άρθρου 386 ΠΚ ή όταν υπάρχει συμπαιγνία μεταξύ του οφειλέτη και του τρίτου. Πρέπει να σημειωθεί ότι η συμπαιγνία αποτελεί περιστατικό το οποίο βρίσκεται πέρα από το «δόλο του οφειλέτη» και τη «γνώση του τρίτου», που αποτελούν κατά τα άρθρα 939 και 941 ΑΚ προϋποθέσεις της διαρρήξεως, εμφανίζει δε την συμπεριφορά αυτών ιδιαίτερα αξιόμεμπτη, αφού ο τρίτος όχι μόνον γνωρίζει και αποδέχεται ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβην των δανειστών του, αλλά αμφότεροι, με βάση σχέδιο το οποίο έχουν καταστρώσει, επιδιώκουν αυτό, συνεργαζόμενοι και ενεργώντας με διάφορα τεχνάσματα. Με την έννοια αυτή παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, που δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση κατά το άρθρο 914 ΑΚ, υπάρχει και στην περίπτωση της καταδολίευσης των δανειστών (ΟλΑΠ 12/2008, ΑΠ 601/2022, ΑΠ 184/2020, ΑΠ 1383/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο με δεδομένο ότι η σχετική αγωγή στηρίζεται και στη διάταξη του άρθρου 939 ΑΚ πρέπει να συντρέχουν και τα λοιπά στοιχεία αυτής και ειδικότερα στο δικόγραφο αυτής να περιγράφεται i) η απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη γεγενημένη κατά το χρόνο της απαλλοτριώσεως και ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής ii) το απαλλοτριωθέν περιουσιακό στοιχείο με προσδιορισμό της αξίας αυτού κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (ii) ότι η υπολειπομένη εμφανής, μετά την απαλλοτρίωση, περιουσία του οφειλέτη κατά το χρόνο ομοίως άσκησης της αγωγής δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή ενάγοντα (Ολ ΑΠ 15/2012, Ολ ΑΠ 6/2003, ΑΠ 661/2015, ΑΠ 869/2021, ΑΠ 1341/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι «Αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει.…», καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 του ιδίου Κώδικα και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά το χρόνο της μεταβίβασης (ΑΠ 1146/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στρεφόμενος ο δανειστής κατά του αποκτώντος οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει α) τη σύμβαση μεταβίβασης περιουσίας ή επιχείρησης ή άλλο νόμιμο λόγο που θεμελιώνει τη μεταβίβαση, λ.χ. μονομερή δικαιοπραξία, διάταξη νόμου κλπ, β) την απαίτησή του εναντίον εκείνου που μεταβίβασε την επιχείρηση ή περιουσία του και γ) αν έχουν μεταβιβασθεί μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία που εξαντλούν την περιουσία ή το σημαντικότερο μέρος αυτής και ότι το γεγονός τούτο το γνώριζε υπό τις εκτιθέμενες ειδικές συνθήκες ο εναγόμενος. Δεν αποτελεί όμως αναγκαίο στοιχείο της αγωγής η αναφορά και της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάστηκαν, καθώς η μέχρι της αξίας αυτής ευθύνη εκείνου που τα απέκτησε, προβάλλεται μόνο κατ’ ένσταση (ΑΠ 409/2020, ΝοΒ 2020/1244, ΑΠ 318/2008 Δνη 2009/482, ΕφΠειρ 544/2022, ΕφΠειρ 699/2020). Γίνεται, ωστόσο, δεκτό στη θεωρία και στη νομολογία ότι, σύμφωνα με τον σκοπό της ΑΚ 479 (δηλαδή την προστασία των δανειστών), η διάταξη εφαρμόζεται και αν ακόμη δεν καταρτίσθηκε καμία ενοχική σύμβαση ή εκείνη που καταρτίσθηκε, είναι άκυρη. Αρκεί ότι πράγματι επακολούθησε μεταβίβαση της επιχειρήσεως με την εκτέλεση των μεταβιβαστικών πράξεων, ήτοι αρκεί να έλαβε χώρα η εμπράγματη μεταβίβαση της περιουσίας ή της επιχειρήσεως και ειδικότερα, των κατ’ ιδίαν στοιχείων που απαρτίζουν την περιουσία, για τα οποία πρέπει να τηρηθεί ο τύπος που αρμόζει σε καθένα, δηλαδή παράδοση για τα κινητά, μεταγραφή για τα ακίνητα και εκχώρηση και αναγγελία για τις απαιτήσεις (ΕφΛαμ 23/2013 TNΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1.831/2008 ό.π., ΕφΠατρ 798/2004 ΑχΝομ 2005, 103, ΕφΑθ 5235/1990 ΕλλΔνη 1990.1.532, Κρητικός σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 479, αριθμ. 3, Φίλιος, σελ. 185, Απ. Γεωργιάδης, ό.π., παρ. 43, αριθμ. 58, σελ. 447, Βαθρακοκοίλης, Ερμ. νομ. Α.Κ. 479, αριθμ. 7, σελ. 674). Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει του ότι του μεταβιβάστηκε όλη η περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (ΑΠ 1179/2020, ΑΠ 1995/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 451/2012, Ε7 2013/251, ΑΠ 910/2010, ΕπισκΕΔ 2010/1053). Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάσθηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτή την ίδια τη σύμβαση και, ώστε, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (ΑΠ 829/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 699/2020, ο.π.). Περαιτέρω, επιχείρηση (ως αντικείμενο δικαίου), αποτελεί σύνολο ποικίλων ανομοιογενών στοιχείων, πραγμάτων, δικαιωμάτων, άυλων αγαθών (εμπορική επωνυμία, σήμα, διακριτικά γνωρίσματα), πραγματικών καταστάσεων και σχέσεων προς την αγορά, στην οποία δραστηριοποιείται (πελατεία, φήμη, θέση καταστήματος, αναπτυξιακές προοπτικές και ελπίδες), το οποίο (σύνολο) τελεί υπό οικονομική οργάνωση και ενότητα που ανήκει σε ορισμένο φορέα. ‘Ετσι η επιχείρηση συνιστά αναμφίβολα μία οικονομική ενότητα, που οργανώνεται στη βάση μιάς συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιδέας και δραστηριότητας, οι οποίες αποτελούν προϊόν της διανοίας του επιχειρηματία. Με την έννοια αυτή η επιχείρηση συνιστά αυτή καθαυτή άυλο αγαθό, που περιλαμβάνει το σύνολο των κατ’ιδίαν εμπραγμάτων, ενοχικών ή άλλων επί άυλων αγαθών δικαιωμάτων, με τα οποία ο επιχειρηματίας εξουσιάζει καθένας από τα περιουσιακά στοιχεία από τα οποία απαρτίζεται η επιχείρηση, όπως ακίνητα, κινητά, επωνυμία σήμα, διακριτικά γνωρίσματα (Ολ. ΑΠ 7/2009 Νόμος). Εξάλλου, ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε νοούνται οποιασδήποτε φύσης είτε από σύμβαση είτε από αδικοπραξία (εκτός των προσωποπαγών), αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ενώ, δεν απαιτείται για τη δημιουργία ευθύνης του αποκτώντος, να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών κατά τη μεταβίβαση ούτε να είχαν, μέχρι τότε, αναγνωριστεί, δικαστικώς, σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή. Με την έννοια αυτή εμπίπτουν στη ρύθμιση του άρθρου 479 ΑΚ και τα χρέη που τελούσαν, κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης, υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από αλλοίωση ή επέκταση της αρχικής ενοχής, εφόσον αυτή υπήρχε, ήδη, κατά το χρόνο της μεταβίβασης (βλ. ΑΠ 708/2020, ΑΠ 1987/2014, ΑΠ 909/2010, ΑΠ 829/2003 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ΑΠ 1154/1998, Δνη 1998/1572 και 1623, ΕφΠειρ. 545/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τις παραπάνω διατάξεις επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σε αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβίβασης, μεταξύ δε των ως άνω συνοφειλετών δημιουργείται δικονομικός δεσμός απλής ομοδικίας (ΕφΘεσ. 424/2008, Αρμ. 2009/534, ΕφΑθ. 6812/2005, ΔΕΕ 2006/71). Συνεπώς, για τη γένεση της ευθύνης του αποκτώντα, δεν είναι νομικά αναγκαία η ύπαρξη έγκυρης υποσχετικής δικαιοπραξίας, αλλά αρκεί ότι έχει συντελεστεί η εκποιητική σύμβαση [Αρχανιωτάκης, Μεταβίβαση περιουσίας ή επιχείρησης (1997), σελ. 189, όπου και περαιτέρω παραπομπές, ΕφΘεσ. 1831/2008, ό. π., ΕφΑΘ 5235/1990, ό. π.)]. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 777 επ. συνάγεται ότι οι εταίροι εκκαθαριστές μπορούν να αποκλίνουν ως προς τον τρόπο εκκαθάρισης, ενόψει του ενδοτικού χαρακτήρα των ειδικότερων για την εκκαθάριση των εταιριών διατάξεων των άρθρων. Έτσι, εφόσον οι εκκαθαριστές εταίροι συμφωνούν, μπορούν να αποσπάσουν λ.χ. την εταιρική περιουσία από το νομικό πρόσωπο και να την αποδώσουν στους εαυτούς τους, διανέμοντας την με όποιο τρόπο επιθυμούν, είτε παραμένοντας συγκύριοι όλοι, είτε μεταβιβάζοντάς την σε κάποιον από αυτούς ή τρίτο που θα αναλάβει τις υποχρεώσεις, είτε πουλώντάς την ως ενιαία εταιρική επιχείρηση, χωρίς προηγούμενη ικανοποίηση του παθητικού της εταιρίας. Τούτο μάλιστα και διότι η εις ολόκληρον ευθύνη των ομόρρυθμων εταίρων δεν επηρεάζεται, αφού η ευθύνη τους αυτή διατηρείται, εφόσον υφίσταται εταιρική οφειλή ΑΠ 288/2014, ΑΠ 120/1998, ΑΠ 412/1990 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Ρόκας Εμπορικές Εταιρίες 2019, σελ. 105). Για την επανάληψη δε των εργασιών της εκκαθάρισης, δεν απαιτείτο απόφαση των εταίρων της ομόρρυθμης εταιρείας, ούτε διατυπώσεις δημοσιότητας, διότι στην υπό κρίση περίπτωση, δεν πρόκειται για αναβίωση (επαναλειτουργία) της ομόρρυθμης εταιρείας, ώστε να απαιτείται ομόφωνη απόφαση των εταίρων και τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας κατά τα άρθρα 42 και 46 ΕμπΝ. (ΕφΠειρ 81/2021). Τέλος, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ. 2, 216 παρ. 1, 335, 337, 338 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο νομικός χαρακτηρισμός των επικαλουμένων περιστατικών, στα οποία θεμελιώνεται το προβαλλόμενο με την αγωγή αίτημα, δεν είναι δεσμευτικός για το Δικαστήριο, το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή των εννόμων σχέσεων που αναδύονται εκ των επικαλουμένων κατά τρόπο σαφή πραγματικών περιστατικών, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού η βάση αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από το διδόμενο από τον ενάγοντα νομικό τους χαρακτηρισμό (ΑΠ 659/2022 σε www.areiospagos.gr).
Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση αγωγή μπορεί να υπαχθεί σε περισσότερες διατάξεις, ιστορικές βάσεις, που στηρίζουν το αίτημά της και ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 75 ΑΚ, 939, 914, 479 επ. ΑΚ. ¨Όμως ως προς την ιστορική της βάση καταδολίευσης/αδικοπραξίας, ενώ αναφέρεται η συμπεριφορά των εναγόμενων, που συνιστούσε δόλια συμπαιγνία για την αποτροπή της ικανοποίησης της απαίτησης των εναγουσών (εσπευσμένη εκκαθάριση της ετερόρρυθμης εταιρίας και μεταβίβαση του συνόλου των στοιχείων αυτής στη δεύτερη εναγόμενη) δεν προσδιορίζονται καθόλου τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας αυτής και η αξία αυτών, τα οποία μεταβιβάσθηκαν στην επιχείρηση της δεύτερης εναγόμενης, από τα οποία και θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν οι ενάγουσες. Γίνεται μόνο αναφορά ότι μεταβιβάστηκε στην επιχείρηση της δεύτερης εναγόμενης το σύνολο του «σημαίνοντος ενεργητικού, προσωπικού, αξιόλογης φήμης ευρείας πελατείας, υπαλληλικού προσωπικού και του σύγχρονου μηχανολογισμού εξοπλισμού, (ζυμωτήρια μίξερ, μηχανές παραγωγής, κλιβάνους πλυντήριο, ψυγεία καταψύκτες ζυγοκοπτικά, πλάστιγγες αποστειρωτές λαμαρίνες σκεύη), συνολικής αξίας του ενεργητικού άνω των 200.000 €» (σελ. 20 του δικογράφου), χωρίς να προσδιορίζονται ειδικότερα τα στοιχεία αυτά του ενεργητικού (δηλαδή τα κινητά πράγματα που αποτελούσαν τον εξοπλισμό της οφειλέτριας) και η αξία τους. Με βάση όμως τα όσα προεκτέθηκαν, αντικείμενο της σχετικής αγωγής αδικοπραξίας που στηρίζεται στην συμπαικτική καταδολίευση (όπως και γενικά της αγωγής διαρρήξεως) είναι η απαλλοτρίωση συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων για την ματαίωση της ικανοποίησης του ενάγοντος, ώστε τα περιουσιακά στοιχεία αυτά, από τα οποία μπορούσε να ικανοποιηθεί η απαίτησή του, έπρεπε να προσδιορίζονται στην αγωγή και περαιτέρω να αποδεικνύεται ότι υπήρχαν στην περιουσία/ επιχείρηση του οφειλέτη (και όχι απλώς να συνάγεται η ύπαρξή τους) και απαλλοτριώθηκαν προς βλάβη του δανειστή σε συμπαιγνία μεταβιβάζοντος – αποκτώντος. Συνεπώς η αγωγή ως προς την άνω ιστορική της βάση, λόγω μη αναφοράς των στοιχείων αυτών είναι αόριστη, που έχει ως συνέπεια ότι το Δικαστήριο αδυνατεί να διατάξεις τις δέουσες αποδείξεις και να αμυνθούν οι εναγόμενοι. Εξάλλου μη νόμιμη είναι επίσης η αγωγή ως προς την ιστορική της βάση, που στηρίζεται στην ευθύνη των εναγόμενων ως συνεκκαθαριστών της οφειλέτριας ετερρόρυθμης εταιρίας. Και αυτό γιατί με βάση όσα προεκτέθηκαν, οι διατάξεις περί εκκαθάρισης προσωπικών εταιριών είναι ενδοτικού δικαίου κι επιπλέον αν διαπιστωθεί ότι παρά την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης υπάρχουν και άλλες απαιτήσεις δανειστών επαναλαμβάνονται οι εργασίες της εκκαθάρισης, χωρίς να θεωρείται ότι πρόκειται για περίπτωση αναβίωσης της εταιρίας (ΕφΠειρ 81/2021). Συνεπώς, εφόσον ο δανειστής διατηρεί την απαίτησή του κατά της ίδιας της εταιρίας και των εταίρων αυτής (του πρώτου εναγόμενου ως ομορρύθμου εταίρου), δεν είναι δυνατό να έχει ταυτόχρονα και αξίωση αποζημίωσης κατά των εκκαθαριστών για το ίδιο το ποσό της απαίτησής του. Αντίθετα η αγωγή μπορεί να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ ως προς την δεύτερη εναγόμενη (εκκαλούσα), καθώς αναφέρεται ότι μεταβιβάσθηκε εν τοις πράγμασι σ΄αυτή η επιχείρηση αρτοποιείου της οφειλέτριας ετερρόρυθμης εταιρίας (από τον πρώτο εναγόμενο/ομόρρυθμο εταίρο συννεκαθαριστή και την ίδια την εναγόμενη ως συνεκκαθαρίστρια) και οι ενάγουσες έχουν απαίτηση, η οποία ήταν γεγεννημένη κατά το χρόνο της μεταβίβασης που αναφέρεται στην αγωγή (12.9.2016 χρόνο ολοκλήρωσης της εκκαθάρισης της οφειλέτριας ετερόρρυθμης εταιρίας). Δεν ήταν απαραίτητο για την ιστορική αυτή βάση, να προσδιορίζονται τα κατ΄ιδίαν στοιχεία του ενεργητικού της επιχείρησης της οφειλέτριας και η αξία τους, αφού αυτό είναι αντικείμενο έντασης από πλευράς των εναγόμενων (της δεύτερης εναγόμενης ειδικότερα). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε την αγωγή ορισμένη ως προς την ιστορική της βάση από αδικοπραξία/καταδολίευση και ερεύνησε αυτή, ώστε, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της έφεσης, αλλά και μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου (άρθρο 522 ΚΠολΔ), θα πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να διακρατηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί αυτή ως προς την βάση της, που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, (481 επ. 297,298, 599, 592, 594 και 602 ΑΚ) αφού απορριφθεί και η βάση της που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 75 ΑΚ. Εξάλλου με δεδομένου ότι εξαφανίστηκε η υπόθεση, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα (άρθρο 495 εδ.4 ΚΠολΔ).
Από τα έγγραφα που νομίμως και με επίκληση προσκομίζουν οι διάδικοι, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, της υπ’ αριθ. …../21.11.2019 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ……….., ενώπιον του Συμβολαιογράφου Νίκαιας …………………., η οποία ελήφθη με επιμέλεια των εναγουσών κατόπιν προηγούμενης κλήτευσης των εναγόμενων (σχετ. ……/18.11.2019 και …../18.11.2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………..), των υπ’ αριθ. …, …. και ……./11.11.2019 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων …………., ενώπιον της συμβολαιογράφου Περιστερίου ………., οι οποίες ελήφθησαν με επιμέλεια της δεύτερης εναγόμενης κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των εναγουσών (σχετ. οι υπ’ αριθ. ……. και ……/6.11.2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………) και τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγουσες ως συνεπικαρπώτριες κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου η πρώτη και σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου η δεύτερη, καταστήματος του κείμενου στη Νίκαια Αττικής επί της οδού ………. (πρώην ….) αρ……. ακινήτου, αποτελούμενου από υπόγειο εμβαδού 126,30τμ, ισόγειο χώρο εμβαδού 124,60τμ και ημιώροφο (πατάρι) εμβαδού 62,50τμ εκμίσθωσαν με το από 03-09-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό επαγγελματικής μίσθωσης στην ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «……………………», με ομόρρυθμο μέλος και διαχειριστή τον πρώτο εναγόμενο και ετερόρρυθμο μέλος αυτής tη δεύτερη εναγόμενη. Η μίσθωση ορίστηκε για χρονικό διάστημα για χρονικό διάστημα 6 ετών από 03-09-2012 έως 02-09-2018 προκειμένου αυτή να το χρησιμοποιήσει η άνω ετερόρρυθμη εταιρεία εργαστήριο ζαχαροπλαστικής κατάστημα πώλησης άρτου και συναφών ειδών, με μηνιαίο μίσθωμα για το διάστημα από 03-09-2012 έως 02-03-2013 στο ποσό των 3.500€, από 03-03-2013 έως 02-09-2013 στο ποσό των 3.700€, από 03-09-2013 έως 02-09-2014 στο ποσό των 4.000€ ενώ από 03-09-2014 με ετήσια αναπροσαρμογή ετησίως κατά ποσοστό 4% ετησίως, πλέον χαρτοσήμου 3.6% καταβλητέο του πρώτου τριημέρου κάθε μήνα. Σύμφωνα με το από 3.9.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό, η μισθώτρια ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη κ για κάθε φθορά και ζημία που θα προξενείτο στο μίσθιο πέραν της συνήθους χρήσεως, ακόμα και αυτών που θα προκληθούν εκ τυχόν διαρρήξεως. Με νεότερη συμφωνία των εναγουσών και της ετερόρρυθμης εταιρείας τροποποιήθηκε η αρχική συμφωνία τους, ώστε για το μισθωτικό έτος 03-09-2014 έως 02-09-2015 να μην ισχύσει η ανωτέρω αναπροσαρμογή με αποτέλεσμα το μισθωτικό έτος από 03-09-2015 έως 02-09-2016 το μηνιαίο μίσθωμα να ανέλθει στο ποσό των 4.309,76€ με συνυπολογισμό ου τέλους χαρτοσήμου 3,6%. Η μισθώτρια ετερόρρυθμη εταιρεία με την από 20-04-2016 καταγγελία της που επιδόθηκε στις ενάγουσες στις 22.04.2016 κατήγγειλε τη μεταξύ τους μισθωτική σχέση κατ’ άρθρο 43 ΠΔ 34/1995, (καταγγελία μεταμέλειας) τα αποτελέσματα της οποίας θα επέρχονταν μετά τρίμηνο και απέδωσε το μίσθιο στις 12.08.2016, το οποίο οι ενάγουσες παρέλαβαν με επιφύλαξη, ώστε από την ημερομηνία αυτή λύθηκε η μίσθωση. Ωστόσο δεν κατέβαλε την προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση ενός μισθώματος, ήτοι το ποσό των 4.309,76 €, όπως όριζε η άνω διάταξη (άρθρο 43 του π.δ. θεωρούμενης ως μίσθωση, που καταρτίσθηκε πριν το άρθρο 13 παρ.1-2 Ν.4242/2014), συμπεριλαμβανομένου τέλους χαρτοσήμου 3,6%, από το οποίο αναλογεί 2.873 € στην πρώτη ενάγουσα και 1.436 € στη δεύτερη Επιπροσθέτως, διαπίστωσαν κατά την απόδοση του μισθίου ότι αυτό παρουσίαζε φθορές προκληθείσες πέραν της συνήθους χρήσης και ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, καθώς ειδικότερα είχαν αφαιρεθεί: α) μηχανήματα κλιματισμού, στην οροφή του ισογείου, αεραγωγοί ψευδοροφές με φωτιστικά και για στην οροφή του υπογείου μέρος των φωτιστικών β) ασφάλειες ρελέ και διακόπτες του ηλεκτρικού πίνακα, γ) τηλεφωνικό κέντρο δ) τηλεχειριζόμενα ρολά ασφαλείας στ) πάτωμα laminate, το οποίο αποξηλώθηκε και ζ) προέκταση δαπέδου, η οποία καθαιρέθηκε. Επίσης είχαν γίνει έγιναν διαρρυθμίσεις των χώρων με σύστημα γυψοσανίδων κι επενδύσεις τοίχων με πλακίδα για τις ανάγκες του καταστήματος χωρίς να επαναφερθούν στην προτέρα αυτών κατάσταση. Για την αποκατάσταση των φθορών και την επαναφορά του μισθίου στην αρχική του κατάσταση, όπως είχε υποχρέωση η μη διάδικος άνω εταιρεία βάσει της μεταξύ τους μισθωτικής σχέσης, απαιτείτο να διενεργηθούν εργασίες συνολικού ποσού 57.689,50 €, με βάση την από Δεκέμβριο του 2016 έκθεση και προσφορά του πολιτικού μηχανικού ……….. (αναλογούν 38.460,50 € στην πρώτη εναγόμενη και 19.229 € στη δεύτερη εναγόμενη). Κατόπιν αυτών, οι ενάγουσες άσκησαν, για τις ως άνω αιτίες, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την υπ’ αριθ. καταθ. …………/2017 αγωγή τους κατά της ετερόρρυθμης εταιρείας, η οποία συζητήθηκε με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-μισθωτικών διαφορών και επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2404/2018 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία αναγνωρίστηκε ότι η εκεί εναγόμενη εταιρεία, οφείλει να καταβάλλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 41.333,50 € (2.873 + 38.460,50) και στην δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 20.665 € (1.436 +19.229), με το νόμιμο τόκο από την 21.11.2017. Η ως άνω απόφαση κατέστη τελεσίδικη και αμετάκλητη λόγω μη άσκησης ενδίκων μέσων (βλ. υπ’ αριθ. ………/2018 πιστοποιητικό της τμήματος ενδίκων μέσων της γραμματείας του Πρωτοδικείου Πειραιά σε συνδυασμό με την με αρ,). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενοι την 12.9.2016 προέβησαν σε λύση της ως άνω ετερόρρυθμης εταιρείας, η οποία δημοσιεύτηκε στο ΓΕΜΗ την 22.9.2016 με ΚΑΚ ……….., τέθηκε δε αυτή σε εκκαθάριση και οι εναγόμενοι αρχικοί εταίροι αυτής ορίστηκαν εκκαθαριστές. Μετά την καταγγελία της μίσθωσης, ήτοι την 4.7.2016, η δεύτερη εναγόμενη ίδρυσε 3 ατομικές επιχειρήσεις, η μία από τις οποίες στο ακριβώς διπλανό κατάστημα, με το μίσθιο επί της οδού …………., με αντικείμενο εργαστήριο ζαχαροπλαστικής κατάστημα πώλησης άρτου και συναφών ειδών, ήτοι με πανομοιότυπο κύκλο εργασιών με αυτό της ως άνω ετερόρρυθμης εταιρείας. Το όμορο αυτό κατάστημα λειτούργησε σχεδόν αμέσως μετά τη λύση της μίσθωσης (βλ. το από 1.6.2016 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, ή) είχε το ίδιο ακριβώς σήμα – διακριτικό τίτλο «…………….», όπως αυτό της μισθώτριας ετερόρρυθμης εταιρίας (βλ. και το ιδιωτικό συμφωνητικό αυτής) πωλούσε τα ίδια προϊόντα άρτου και ζύμης, είχε το ίδιο προσωπικό και σχεδόν την ίδια διαρρύθμιση, όπως καταθέτει ο ως άνω μάρτυρας των εναγουσών …….., ο οποίος επισκέφθηκε ως πελάτης το νέο κατάστημα (βλ. την με αρ. …………./21.11.2019 ένορκη βεβαίωση). Είναι πρόδηλο επομένως ότι ολόκληρος ο μηχανολογικός εξοπλισμός της επιχείρησης της μισθώτριας, που συνιστούσε οικογενειακή επιχείρηση, μετά την καταγγελία της μίσθωσης μεταφέρθηκε και μεταβιβάσθηκε σταδιακά ατύπως στην ατομική επιχείρηση πλέον της δεύτερης εναγόμενης, η οποία λόγω της άμεσης εγγύτητας διατήρησε επιπλέον τη φήμη και πελατεία της πρώτης, δηλαδή όπως φαινόταν στους τρίτους ήταν μία μεταφορά της επιχείρησης σε όμορο κατάστημα. Η δεύτερη εναγόμενη – εκκαλούσα, αρνείται την αγωγή και ισχυρίζεται ότι συμμετείχε τυπικά τόσο στην ετερόρρυθμη εταιρία, όσο και στην νέα ατομική, επιχείρηση, την οποία ίδρυσε και λειτουργούσε κατ΄ουσίαν ο πρώτος εναγόμενος πατέρας της, με τον οποίο η ίδια είχε κακές σχέσεις. Επιπλέον ισχυρίζεται ότι ουδέποτε έλαβε χώρα οποιαδήποτε μεταφορά εξοπλισμού και γενικότερα μεταβίβαση της επιχείρησης, ενώ η ίδια δεν γνώριζε για τα οικονομικά της επιχείρησης του πατέρα της. Είναι άξιο μνείας ότι η δεύτερη εναγόμενη λίγες ημέρες μετά την καταγγελία της ως άνω μίσθωσης με το με αρ. …./27.5.2016 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Χαϊδαρίου ……….. παραχώρησε στον πρώτο εναγόμενο πατέρα της ευρύτατες γενικές και ειδικές εντολές, προκειμένου να προβαίνει ο τελευταίος στην ίδρυση και λειτουργία επιχειρήσεων οιασδήποτε μορφής στο όνομα της και για λογαριασμό της, κατά την απόλυτη κρίση του και με αυτοσυμβάσεις, να κινεί τους τραπεζικούς της λογαριασμούς, μισθώνει. Το άνω πληρεξούσιο προφανώς χρησιμοποιήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο για την ίδρυση της νέας ατομικής επιχείρησης και νέων υποκαταστημάτων επ’ ονόματι της δεύτερης εναγόμενης, και δεικνύει όχι την τυπική συμμετοχή της δεύτερης, αλλά την στενή συνεργασία των εναγόμενων πατέρα και κόρης και μάλιστα αμέσως εμτά την καταγγελία της μίσθωσης. Εξάλλου δεν προσκομίζεται (ανταποδεικτικά) κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει ότι η ατομική επιχείρηση στην οδό …………. ήταν τελείως νέα και δεν είχε σχέση με την προηγούμενη (λ.χ. τιμολόγιο αγοράς εξοπλισμού, αναγγελία πρόσληψης νέου προσωπικού, φωτογραφίες της αρχικής και της νέας επιχείρησης, από τις οποίες να φαίνονται διαφορές αυτών). Ενόψει αυτών είναι πρόδηλο ότι στη νέα επιχείρηση μεταφέρθηκε ο εξοπλισμός της προηγούμενης, το προσωπικό, αλλά και τα άυλα στοιχεία αυτής (φήμη πελατεία), το οποίο επιρρωνύει ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι την ατομική επιχείρηση λειτούργησε ουσιαστικά πάλι ο πρώτος εναγόμενος, όπως και την επιχείρηση της ετερρόρυθμης εταιρίας, στο μίσθιο της οδού …………. Το ζήτημα πάντως της τυπικής ή μη συμμετοχής της εναγόμενης στην επιχείρηση της μισθώτριας και στην νέα επ’ ονόματί της επιχείρηση δεν είναι καθαυτό κρίσιμο, παρά μόνο αν η ίδια γνώριζε και ήταν σε θέση να αντιληφθεί ότι έγινε μεταβίβαση επιχείρησης. Ενόψει των άνω συνθηκών ιδίως της συγγενικής σχέσης του πρώτου με τη δεύτερη εναγόμενη και την στενή τους συνεργασία, αλλά και την ίδια τη φύση της σύμβασης (μεταβίβαση επιχείρησης ως συνόλου) είναι εμφανές ότι η δεύτερη εναγόμενη γνώριζε ότι μεταβιβάστηκε σ΄αυτή η επιχείρηση ως σύνολο της ετερόρρυθμης εταιρίας, στην οποία ήταν και η ίδια εταίρος. Αποδεικνύεται επομένως ότι έλαβε μεταβίβαση της επιχείρησης της ετερόρρυθμης εταιρίας στην δεύτερη εναγόμενη, (ατομική επιχείρηση αυτής), ώστε η τελευταία ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτή για τα γεγενημένα χρέη της έως την ημέρα της μεταβίβασης. Όπως εκτέθηκε ο εξοπλισμός μεταφέρθηκε σταδιακά στο νέο κατάστημα μετά την καταγγελία της μίσθωσης (4.4.2016) και ολοκληρώθηκε σε ημερομηνία που δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί ακριβώς, καθώς η παράδοση του μισθίου έλαβε χώρα στις 12.8.2016, από δε το καλοκαίρι του ιδίου έτους λειτούργησε το κατάστημα-νέα επιχείρηση της δεύτερης εναγόμενης. Όμως ο ακριβής αυτός χρόνος δεν έχει σημασία, καθώς με την καταγγελία της μίσθωσης από την μισθώτρια, με επέλευση των αποτελεσμάτων της σε 3 μήνες από αυτή, γεννήθηκαν οι επίδικες αξιώσεις των εναγουσών, ώστε είχαν παραχθεί τα δικαιοπαραγωγικά αυτών γεγονότα, το χρόνο της μεταβίβασης του εξοπλισμού, που τοποθετείται το άνω διάστημα (4.4.2016-12.8.2016 και σε κάθε περίπτωση έως τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους). Ειδικότερα, όπως εκτέθηκε με την καταγγελία της μίσθωσης από τη μισθώτρια γεννήθηκε η αξίωση των εναγουσών για καταβολή της ειδικής αποζημίωσης του άρθρου 43 του π.δ. 43/1995, η οποία θα καθίστατο απαιτητή με τη λήξη αυτής. Επίσης η αξίωση των εναγουσών αποζημίωσης λόγω φθορών του μισθίου από κακή και πέρα από τη συμφωνημένη χρήση αποτελεί αλλοίωση της αρχικής ενοχής της μισθώτριας, υποχρέωσης καλής χρήσης του μισθίου, γεγενημένης, ενόσω διαρκούσε η μίσθωση και απόδοσης αυτού στην κατάσταση που το είχε παραλάβει, που είχε γεννηθεί επίσης με την καταγγελία της μίσθωσης και ήταν ληξιπρόθεσμη με τη λήξη αυτής (5.7.2016 πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας). Είναι άξιο μνείας ότι η εκκαλούσα – β’ εναγόμενη δεν πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι ο εξοπλισμός της επιχείρησης που μεταβιβάστηκε σ’ αυτή κατ’ αξία ήταν κατώτερος από την απαίτηση των εναγουσών, που συνιστά ένσταση, ενώ δεν ήταν απαραίτητο να γίνεται η μνεία στην αγωγή ενός προς ένα των επιμέρους μεταβιβασθέντων περιουσιακών στοιχείων και της αξίας τους (που πάντως προσδιορίζεται στην αγωγή στο συνολικό ποσό των 200.000 €, που δεν αντικρούεται από τους εναγόμενους). Η δεύτερη εναγόμενη εκκαλούσα προβάλλει (όπως είχε προβάλει στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, βλ. τον τέταρτο λόγο της έφεσης) την ένταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (ΑΚ 281), ισχυριζόμενη ότι οι ενάγουσες άσκησαν την επίδικη αγωγή εκβιαστικά ως μέσο πίεσης κατά του πατέρα της, προέβησαν σε εκτίμηση των εργασιών 6 μήνες μετά την αποχώρηση της μισθώτριας από το μίσθιο και άσκησαν την επίδικη αγωγή 3 έτη μετά την υποτιθέμενη απαλλοτρίωση των περιουσιακών της στοιχείων. Όμως τα περιστατικά που εκθέτει δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος, αφού δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένη συμπεριφορά των εναγουσών, από την οποία να δημιουργήθηκε σ΄αυτή η πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσουν το δικαίωμά τους. Συνεπώς η δεύτερη εναγόμενη -εκκαλούσα ευθύνεται εις ολόκληρον με την ετερόρρυθμη εταιρία (και τον πρώτο εναγόμενο ομόρρυθμο εταίρο αυτής) για την καταβολή των ποσών στα οποία ανέρχονταν ο απαιτήσεις των εναγουσών κατά το χρόνο της μεταβίβασης της επιχείρησης (και όχι στα ποσά, που είχαν ανέλθει οι απαιτήσεις τους κατά το μεταγενέστερο χρόνο άσκησης της παρούσας αγωγής) ήτοι το ποσό των 41.333,50 € στην πρώτη ενάγουσα και το ποσό των 20.665 €, στη δεύτερη ενάγουσα. Συνεπώς η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι η δεύτερη εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στις ενάγουσες τα άνω ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Σε βάρος της δεύτερης εναγόμενης πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα των εναγουσών, μειωμένα όμως ενόψει της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία της την έφεση
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση, ως προς την δεύτερη εναγόμενη- εκκαλούσα.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η δεύτερη εναγόμενη οφείλει να καταβάλει ήτοι το ποσό των σαράντα ενός χιλιάδων τριακοσίων τριάντα τριών ευρώ 41.333,50 € στην πρώτη ενάγουσα και το ποσό των είκοσι χιλιάδων εξακοσίων εξήντα πέντε (20.665) €, στη δεύτερη ενάγουσα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της δεύτερης εναγόμενης μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγουσών τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) €.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξούσιου δικηγόρου του εφεσίβλητου, στις 30.3.2023.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ