Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι από τον περιεχόμενο στη σύμβαση εργασίας χαρακτηρισμό αυτού ή από τον τρόπο της αμοιβής του. Εργασία δε εργάτη θεωρείται εκείνη που προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την καταβολή σωματικής ενέργειας, ενώ, όταν η εργασία είναι προϊόν πνευματικής καταβολής, τότε και εφόσον ο εργαζόμενος έχει την κατάρτιση και εξειδικευμένη εμπειρία που απαιτείται γι` αυτήν και την εκτελεί με υπευθυνότητα, αναπτύσσοντας συγχρόνως πρωτοβουλία, θεωρείται εργασία υπαλλήλου και εκείνοι που την ασκούν ανήκουν στην κατηγορία των ιδιωτικών υπαλλήλων. Κι αυτό διότι, όταν συντρέχουν τα ως άνω στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας, το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 203/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: …………. ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Αναστάσιου Κυριακίδη.
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Μονοπρόσωπης Ανώνυµης Εταιρείας µε την επωνυµία «………….», η οποία εδρεύει στον ……., επί των οδών ……. µε ΑΦΜ ……. – ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά και αριθµό ΓΕΜΗ …….., νοµίµως εκπροσωπούµενης, η οποία προέκυψε κατόπιν απόσχισης του κλάδου της διασπώµενης Ανώνυµης Εταιρείας µε την επωνυµία «……..» (αρχικής εναγόμενης) με έδρα στο …… . και αριθµό ΓΕΜΗ …………. (µε την οποία είχε συγχωνευθεί δι’ απορρόφησης η εταιρεία µε την επωνυµία «…………..») και απορρόφησής του από την υφιστάµενη ως άνω µονοπρόσωπη ανώνυµη εταιρεία µε την επωνυµία «………………», η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ευστάθιου Γραμμένου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο ΕΚΚΑΛΩΝ – ΕΝΑΓΩΝ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εναγόμενης – εφεσίβλητης, την από 15-2-2021, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………./2021, αγωγή.
Το παραπάνω Δικαστήριο με την υπ΄αρ. 736/11-3-2022 οριστική απόφασή του, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, απέρριψε την άνω αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο ενάγων – εκκαλών με την κρινόμενη από 7-6-2022 έφεσή του, κατά της εναγόμενης – εφεσίβλητης, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../28-11-2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../1-12-2022, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ.15.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνηση της έφεσης από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – ενάγοντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στην έφεση και στις προτάσεις του, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης – εναγόμενης, ύστερα από δήλωσή του, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ΄αρ. 736/11-3-2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 591, 614 περ. 3, 621-622 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση των εφέσεων, δεν έχει παρέλθει διετία.
Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία της, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτόν (άρθρο 522 ΚΠολΔ). Δεν απαιτείται δε στην ένδικη περίπτωση η κατάθεση του, προβλεπόμενου από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α΄ του ΚΠολΔ, παραβόλου, διότι, σύμφωνα με το εδ.στ΄ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠολΔ (εργατικές) όπως η προκείμενη.
Με τη διάταξη του άρθρου 10 του Ν. 3514/1928, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το από 8/13.12.1928 Π.Δ/μα, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρ. 7 του Ν. 4558/1930 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ/τος 2655/1953, ορίζεται ότι: ‘’Ιδιωτικός υπάλληλος κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου θεωρείται παν πρόσωπο κατά κύριον επάγγελμα ασχολούμενον επ’ αντιμισθία, ανεξαρτήτως τρόπου πληρωμής, εις υπηρεσίαν ιδιωτικού καταστήματος, γραφείου ή εν γένει επιχειρήσεως ή οιασδήποτε εργασίας και παρέχον εργασίαν αποκλειστικώς ή κατά κύριον χαρακτήρα μη σωματικήν. Δεν θεωρούνται ιδιωτικοί υπάλληλοι οι υπηρέται πάσης κατηγορίας, καθώς καιπάν εν γένει πρόσωπον, το οποίον χρησιμοποιείται εν τη παραγωγή αμέσως ως βιομηχανικός, βιοτεχνικός, μεταλλευτικός ή γεωργικός εργάτης ή ως βοηθός ή μαθητευόμενος των εν λόγω κατηγοριών ή παρέχει υπηρετικάς εν γένει υπηρεσίας’’. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι από τον περιεχόμενο στη σύμβαση εργασίας χαρακτηρισμό αυτού ή από τον τρόπο της αμοιβής του. Εργασία δε εργάτη θεωρείται εκείνη που προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την καταβολή σωματικής ενέργειας, ενώ, όταν η εργασία είναι προϊόν πνευματικής καταβολής, τότε και εφόσον ο εργαζόμενος έχει την κατάρτιση και εμπειρία που απαιτείται γι` αυτήν και την εκτελεί με υπευθυνότητα, θεωρείται εργασία υπαλλήλου και εκείνοι που την ασκούν ανήκουν στην κατηγορία των ιδιωτικών υπαλλήλων. Συνεπώς, για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου, απαιτείται εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση και ιδίως ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού (Α.Π. 1391/2018, Α.Π. 1114/2017, Α.Π. 464/2014, Α.Π. 1137/2013, Εφ.Πειρ.(Μον). 46/2020, Εφ.Θεσ.(Μον). 502/2018, Εφ.Θεσ.(Μον). 2264/2018 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 656 ΑΚ, 1 και 3 του Ν. 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4558/1930 σε συνδυασμό με το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955, συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου θεωρείται έγκυρη, εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και ότι, αν γίνει καταγγελία της σύμβασης μισθωτού, ως έχοντος την ιδιότητα εργάτη, ενώ είχε την ιδιότητα υπαλλήλου και καταβληθεί μικρότερη αποζημίωση από τη νόμιμη, η καταγγελία είναι άκυρη. Η ακυρότητα αυτή είναι σχετική υπέρ του μισθωτού, ο οποίος έχει την ευχέρεια, είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει τις αποδοχές του, λόγω υπερημερίας του εργοδότη, προσφέροντας κανονικώς τις υπηρεσίες του, είτε, παραιτούμενος ρητώς ή σιωπηρώς του δικαιώματος προσβολής του κύρους της καταγγελίας, να τη θεωρήσει έγκυρη και να ζητήσει την πλήρη αποζημίωσή του, που ορίζει ο νόμος (ΑΠ 1165/1999, ΕλλΔ/νη 41.395, ΑΠ 1176/1995, ΕΕργΔ 56.472, ΕφΑθ 6759/2003, ΔΕΕ 2004/1193). Για τον καθορισμό δε της καταβλητέας αποζημίωσης του Ν. 2112/1920 λαμβάνεται υπόψη η κατά το χρόνο της απόλυσης ιδιότητα του απολυόμενου μισθωτού, ως υπαλλήλου ή εργάτη, χωρίς να ασκεί επιρροή η τυχόν προγενέστερη διαφορετική ιδιότητά του, συνυπολογιζομένου του χρόνου που εργάστηκε και με την προηγούμενη ιδιότητα του εργάτη (Εφ.Λαρ. 527/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ.(Μον). ο.π.).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων εξέθετε στην ως άνω από 15-2-2021 (με ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2021) αγωγή του ότι, στις 20-7-2002 προσλήφθηκε, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης από την εταιρεία με την επωνυμία «……………..» – ήδη εναγόμενη, προκειμένου να απασχοληθεί ως εργατοτεχνίτης στο ψυχαγωγικό πάρκο, που αυτή διατηρεί, με ημερομίσθιο το οποίο διαμορφώθηκε στο ποσό των 48 ευρώ. Ότι, στην πραγματικότητα απασχολήθηκε με την ιδιότητα του υπαλλήλου, εκτελώντας τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή καθήκοντα. Ότι, η εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του στις 12-10-2020, χωρίς, όμως, να του καταβάλει πλήρη τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, ύψους 19.600 ευρώ, αλλά μικρότερο ποσό και συγκεκριμένα 5.600 ευρώ, καθώς, κατά τον υπολογισμό της, δεν έλαβε υπόψη της την πραγματική ιδιότητά του ως υπαλλήλου, αλλά αυτή του εργατοτεχνίτη, με αποτέλεσμα να του οφείλει τη διαφορά. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητούσε να αναγνωριστεί ότι παρείχε την εργασία του στην εναγόμενη με την ιδιότητα του υπαλλήλου (και όχι του εργάτη) και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει, για την ως άνω αιτία, το ποσό των 14.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης μέχρι την εξόφληση και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά του έξοδα.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 736/2022), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη, καθώς περιέχει τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για τη θεμελίωση της αγωγικής αξίωσης (παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της εναγόμενης) και νομικά βάσιμη, ακολούθως την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη και καταδίκασε τον ενάγοντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης τα οποία όρισε στο ποσό των 300 ευρώ.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο ενάγων- ήδη εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του (με το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε του δικογράφου της προγενεστέρως ασκηθείσας από 1-11-2022 έφεσης), για τον λόγο που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνιση της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή του.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, …….. και ………….., αντίστοιχα, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του (σταθμιζομένων κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας καθένα εξ αυτών), καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η εναγόμενη εταιρεία με την επωνυμία «…………..», η οποία προέκυψε κατόπιν απόσχισης του κλάδου της διασπώμενης ανώνυμης εταιρείας «…………» (αρχικής εναγόμενης) με την οποία είχε συγχωνευθεί δια απορρόφησης η εταιρεία «…………..», δραστηριοποιείται στον κλάδο της ψυχαγωγίας και τεχνολογίας, εκμεταλλεύεται δε, σύμφωνα με τον εμπορικό σκοπό της, το ψυχαγωγικό πάρκο «………» που βρίσκεται στον Δήμο …….., στο οποίο απασχολεί πολυάριθμο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό. Ο ενάγων προσλήφθηκε από την ως άνω εταιρεία «………………» (ήδη εναγόμενη) στις 24-7-2002, δυνάμει έγγραφης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης για να απασχοληθεί στο προαναφερθέν πάρκο («……………..»), που ξεκινούσε τότε τη λειτουργία του, ως εργατοτεχνίτης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω σύμβαση εργασίας του, αντί ημερομισθίου αρχικά 22,35 ευρώ, το οποίο καθορίστηκε ακολούθως την 1-2-2017 στο ποσό των 48 ευρώ. Πέραν των άλλων ειδικοτήτων, η εναγόμενη εταιρεία είχε το τεχνικό τμήμα αυτής, το οποίο αποτελείτο από δύο ομάδες εργαζόμενων και συγκεκριμένα την ομάδα των ηλεκτρολόγων και αυτήν των μηχανικών, στην οποία ανήκε και ο ενάγων, στην κάθε μία από τις οποίες απασχολούνταν πέντε ή έξι άτομα, που ήταν επιφορτισμένα με τη σωστή συντήρηση και λειτουργία των μηχανημάτων – παιχνιδιών, υπό τις γενικές οδηγίες και εποπτεία του τεχνικού διευθυντή της εναγόμενης εταιρείας …………., ο οποίος εξετάστηκε, όπως προεκτέθηκε, ως μάρτυρας ανταπόδειξης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Περαιτέρω προέκυψε ότι, κατά τις πρωινές ώρες των καθημερινών ημερών, οπότε το πάρκο ήταν κλειστό για το κοινό, γινόταν τακτική συντήρηση – έλεγχος λειτουργίας των μηχανημάτων, κατά τον οποίο και συμπληρώνονταν σχετικά έγγραφα (δελτία) από τον εργαζόμενο που διενεργούσε τον έλεγχο στο μηχάνημα και τον ως άνω τεχνικό διευθυντή της εταιρείας, ο οποίος με την ειδικότητα του μηχανολόγου – μηχανικού ήταν γενικός υπεύθυνος για τη συντήρηση όλων των μηχανημάτων και των παιχνιδιών του πάρκου. Στην τακτική πρωινή συντήρηση περιλαμβάνονταν ο καθημερινός επιτόπιος έλεγχος των μηχανημάτων, οι δοκιμές και η καταγραφή λειτουργίας αυτών, η επισήμανση βλαβών ή δυσλειτουργιών που παρουσιάζονταν στα παιχνίδια, η εξακρίβωση των αιτιών τους καθώς και προτάσεις για την επιδιόρθωσή τους, η επιλογή και παραγγελία αναλώσιμων, η συντήρηση των μηχανημάτων του πάρκου κ.α. Τα αποτελέσματα των ως άνω ελέγχων που πραγματοποιούσαν, ανέφεραν οι εργαζόμενοι – μέλη των ομάδων (ήτοι κι ο ενάγων) στον ανωτέρω τεχνικό διευθυντή. Κατόπιν, ο τελευταίος, ως έχων τη γενική εποπτεία, πραγματοποιούσε τον τελικό έλεγχο, ελέγχοντας τα αποτελέσματα του ελέγχου από τους εργαζόμενους, έδινε δε τις οδηγίες και εντολές, σε άλλους εργαζόμενους – τεχνικούς, για την επισκευή και τη συντήρησή τους στην οποία ενίοτε συμμετείχε ο ενάγων. Μετά τις 17 μ.μ., οπότε ξεκινούσε το ωράριο λειτουργίας του πάρκου για το κοινό, δεν διενεργούνταν τακτικός έλεγχος και συντήρηση των μηχανημάτων, αλλά κατά τις ώρες αυτές (στο πάρκο) απασχολούνταν ένας εργαζόμενος από το τμήμα των ηλεκτρολόγων και ένας από το τμήμα των μηχανικών (οι οποίοι αποκαλούνταν υπεύθυνοι βάρδιας), ο υπεύθυνος λειτουργίας του πάρκου, καθώς και οι χειριστές των παιχνιδιών. Στα καθήκοντα του υπευθύνου βάρδιας από το τμήμα των μηχανικών και συνεπώς και του ενάγοντος όταν αυτός είχε τέτοια υπηρεσία, ήταν ο εντοπισμός – διαπίστωση βλαβών στα μηχανήματα – παιχνίδια, η αντιμετώπιση (επισκευή) αυτών, αν ήταν τέτοιου είδους και έκτασης που ήταν δυνατή η άμεση επιδιόρθωσή τους και υπήρχαν τα απαραίτητα ανταλλακτικά, καθώς και η ενημέρωση του τεχνικού διευθυντή τηλεφωνικά (διότι ο τελευταίος δεν βρισκόταν στο χώρο του πάρκου μετά τις 17μ.μ.), αν οι βλάβες ήταν μεγαλύτερης έκτασης, ο οποίος, όπως ο ίδιος αναφέρει στην κατάθεσή του, με βάση την περιγραφή που του έκανε ο υπεύθυνος βάρδιας, αποφάσιζε αν έπρεπε να κλείσει το μηχάνημα ή όχι. Η φύση της εργασίας του ενάγοντος, όπως αυτή περιγράφηκε παραπάνω, τόσο κατά τις πρωινές ώρες, όσο και -ακόμη περισσότερο- μετά τις 17 μ.μ., απαιτούσε μηχανoλογικές γνώσεις, εμπειρία, πνευματική (και όχι μόνο σωματική) ενέργεια, καθώς επίσης λήψη πρωτοβουλίας, ειδικά στη βάρδια του ως υπεύθυνου μηχανικού, αλλά και υπευθυνότητα στους χειρισμούς, αφού μόνος του ο ενάγων (όταν καλούνταν από τον υπεύθυνο λειτουργίας, ο οποίος δεν είχε μηχανολογικές γνώσεις, ότι κάποιο παιχνίδι παρουσίαζε πρόβλημα) διαπίστωνε τυχόν μηχανικές βλάβες, προέβαινε στην επιδιόρθωσή τους άμεσα αν ήταν εφικτό, ή αποφάσιζε τη διακοπή λειτουργίας του παιχνιδιού, ενημερώνοντας συγχρόνως και τον τεχνικό διευθυντή, ο οποίος λάμβανε την τελική απόφαση, κατόπιν περιγραφής της βλάβης από τον ενάγοντα και την πρόταση αυτού, σχετικά με τη διακοπή ή μη της λειτουργίας του. Η εξακρίβωση δε της βλάβης κάποιου μηχανήματος και του είδους αυτής, στην οποία προέβαινε ο ενάγων, ώστε ακολούθως να κριθεί αν είναι δυνατή η άμεση επιδιόρθωσή της με τον προσήκοντα τρόπο, ή το κλείσιμο του μηχανήματος, μέχρι την επισκευή της κατά την τακτική συντήρηση, ήταν σημαντικά για την εύρυθμη λειτουργία του πάρκου και κυρίως για την ασφάλεια των επισκεπτών. Ο τεχνικός διευθυντής, είχε βέβαια τη γενική εποπτεία και έλεγχο, λαμβάνοντας την τελική απόφαση, στηριζόμενος, όμως, στην αναφορά εκ μέρους των μηχανικών, καθώς αυτός δεν ήταν δυνατόν να ελέγχει προσωπικά όλα τα μηχανήματα. Σημειωτέον δε ότι, ο ενάγων, ηλικίας 44 ετών κατά το ως άνω έτος (2002) πρόσληψής του από την εναγόμενη, δεν κατείχε μεν πτυχίο μηχανικού, αλλά είχε πολυετή εμπειρία στο χώρο, απασχολούμενος στο ίδιο αντικείμενο και στη χώρα καταγωγής του την Αλβανία, όπου είχε λάβει και σχετική επιμόρφωση. Κατά τον χρόνο δε της καταγγελίας της σύμβασής του από την εναγόμενη, που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 2020, είχε ήδη συμπληρώσει σε αυτήν 18 έτη προϋπηρεσίας, ήταν δε ο παλαιότερος εργαζόμενος στην ομάδα των μηχανικών. Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα, η εργασία του ενάγοντος δεν απαιτούσε μόνο ή κατά κύριο έστω λόγο, καταβολή σωματικής ενέργειας, αλλά αντίθετα απαιτούσε, όπως προαναφέρθηκε, εξειδικευμένη εμπειρία, μηχανολογικές γνώσεις, έστω κι αν ο ενάγων δεν είχε πτυχίο, πνευματική ενέργεια και εγρήγορση, πρωτοβουλία, αλλά και υπευθυνότητα κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Επομένως η εργασία του, σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, φέρει το χαρακτήρα της εργασίας υπαλλήλου (βλ. και ΑΠ 1137/2013 ο.π.) και όχι εργάτη, όπως εσφαλμένα κρίθηκε με την εκκαλουμένη, γενομένου δεκτού του σχετικού (μοναδικού) λόγου της έφεσης. Το γεγονός ότι στη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος αναφέρεται ότι προσλήφθηκε με την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη αμειβόμενου με ημερομίσθιο (όπως και στις συμβάσεις των λοιπών εργαζόμενων στο τμήμα μηχανικών της εναγόμενης, τις οποίες αυτή επικαλείται, όπου, ωστόσο, ως ειδικότητά τους αναφέρεται αυτή του μηχανοτεχνίτη), δεν αναιρεί τα παραπάνω αποδειχθέντα, καθώς, κατά τα επίσης αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι από τον περιεχόμενο στη σύμβαση εργασίας χαρακτηρισμό αυτού ή από τον τρόπο της αμοιβής του. Εξάλλου, όσον αφορά στον συνάδερφο του ενάγοντος ……………. (ο οποίος είχε τα ίδια καθήκοντα με αυτόν, ανήκων στην ομάδα των μηχανικών και, όπως φαίνεται από τις έγγραφες αναφορές ‘’power cart’’, εκτελούσε χρέη υπεύθυνου τεχνικού βάρδιας, εναλλάξ με τον ενάγοντα και άλλους εργαζόμενους της ίδιας ομάδας), στις από 1-2-2017 και 20-10-2020 συμβάσεις εργασίας του, ως ειδικότητά του αναφέρεται αυτή του τεχνολόγου – μηχανολόγου, προσιδιάζουσα δηλ. στη θέση του υπαλλήλου. Τα ανωτέρω περιστατικά για τις συνθήκες εργασίας και τα καθήκοντα του ενάγοντος, επιβεβαιώνει και ο μάρτυρας απόδειξης …………., ο οποίος γνωρίζει όσα καταθέτει από ιδίαν αντίληψη, διότι ήταν συνάδερφός του, εργαζόμενος στο τμήμα των ηλεκτρολόγων και συχνά εκτελούσε χρέη υπεύθυνου βάρδιας (από το τμήμα των ηλεκτρολόγων) μαζί με τον ενάγοντα, ο οποίος ήταν υπεύθυνος βάρδιας από το τμήμα των μηχανικών. Χαρακτηριστικά δε αναφέρει ο ανωτέρω μάρτυρας, μεταξύ άλλων, τα εξής: ‘’Τα δικά του καθήκοντα (ενν. του ενάγοντος) ήταν μηχανικός, όταν κάναμε τις βάρδιες ήταν υπεύθυνος για το μηχανολογικό κομμάτι, ότι γινόταν ζημιά ή οτιδήποτε γινόταν, πήγαινε εκείνος και είχε και την επίβλεψη να αν είναι όντως να το δώσει σε λειτουργία ή μη λειτουργία’’. Το ότι ο ως άνω μάρτυρας είχε προβεί σε επίσχεση εργασίας, λόγω καθυστέρησης της καταβολής των αποδοχών του από την εναγόμενη, δεν μειώνει την αξιοπιστία του, όπως αυτή υποστηρίζει, καθώς και η ίδια δεν αρνείται ότι πράγματι καθυστερούσε να καταβάλει τις αποδοχές των εργαζομένων της, όπως αναφέρει και ο δικός της μάρτυρας. Περαιτέρω, την καθυστέρηση της καταβολής των αποδοχών του (πέραν των δύο μηνών) επικαλείται και ο ενάγων, στην από 1-10-2020 εξώδικη δήλωση, που απέστειλε στην εναγόμενη, θεωρώντας την καθυστέρηση αυτή ως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του, που συνιστά άτακτη καταγγελία της τελευταίας και ζήτησε από την εναγόμενη να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση. Ακολούθως η εναγόμενη προέβη στην από 12-10-2020 έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, καταβάλλοντάς του, όμως, την αποζημίωση που αντιστοιχεί στην ιδιότητα του εργάτη και όχι του υπαλλήλου. Τα παραπάνω ενισχύονται επίσης και από τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα ως άνω αναφερθέντα δελτία συντήρησης μηχανημάτων, υπογεγραμμένα από τον ίδιο με το όνομα ………. (όπως αποκαλούσαν τον ενάγοντα) στη θέση του ‘’συντηρητή’’ και τον ανωτέρω τεχνικό διευθυντή ………….., στη θέση του ‘’υπεύθυνου συντήρησης’’, όπου αναγράφεται η ημερομηνία ελέγχου και οι μηχανολογικές εργασίες που έγιναν στα παιχνίδια. Κατά την κρίση δε και του παρόντος Δικαστηρίου, όπως και του πρωτοβάθμιου, δεν συντρέχει περίπτωση διαβίβασης της δικογραφίας, κατ΄άρθρο 39 ΚΠΔ, προς διερεύνηση τυχόν τέλεσης εκ μέρους του ενάγοντος του αδικήματος της υπεξαγωγής εγγράφου (άρθρο 222 ΠΚ) αναφορικά με τα προσκομιζόμενα από αυτόν ως άνω έγγραφα (δελτία και αναφορές), όπως ζήτησε πρωτοδίκως η εναγόμενη. Κι αυτό διότι, τα έγγραφα αυτά, αφενός φέρουν την υπογραφή και του ίδιου του ενάγοντος, ο οποίος τα κρατούσε προς διασφάλισή του, αφετέρου δεν αποτελούν επίσημα έγγραφα της εταιρείας ούτε φέρουν σφραγίδα αυτής, αλλά ο ως άνω τεχνικός διευθυντής, για δική του ενημέρωση, όπως αναφέρει και στην κατάθεσή του, διατηρούσε αρχείο (και πλέον ηλεκτρονικό) με τα δελτία αυτά. Τέλος, ο ισχυρισμός (ένσταση) της εναγόμενης – εφεσίβλητης, περί καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος του ενάγοντος, για το λόγο ότι, ενώ ο ίδιος την εξώθησε (με το προαναφερθέν εξώδικο) να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του, κατόπιν της οποίας του κατέβαλε αποζημίωση, στη συνέχεια αυτός άσκησε την υπό κρίση αγωγή με αίτημα να λάβει μεγαλύτερη αποζημίωση, τυγχάνει απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθώς, αληθή υποτιθέμενα τα ως άνω περιστατικά που επικαλείται η εναγόμενη, δεν στοιχειοθετούν την, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος. Κατ΄ ακολουθίαν, λοιπόν, των προαναφερθέντων, η οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης του ενάγοντος ως υπαλλήλου, ανερχόταν, με βάση το χρόνο προϋπηρεσίας του στην εναγόμενη (18 έτη), σε 19.600 ευρώ {ήτοι οι μικτές μηνιαίες αποδοχές του (48 ευρώ ημερησίως χ 25 ημέρες =) 1.200 ευρώ χ 14 μήνες =16.800 ευρώ, προσαυξημένο κατά 1/6 (2.800 ευρώ), ως αναλογία δώρων εορτών και λοιπών επιδομάτων. Αντί του ποσού αυτού, του καταβλήθηκε, όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, το ποσό των 5.600 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αποζημίωση απόλυσης του εργατοτεχνίτη. Επομένως, οφείλεται από την εναγόμενη στον ενάγοντα το υπόλοιπο ποσό των 14.000 ευρώ, το οποίο ζητεί με την ένδικη αγωγή, με το νόμιμο τόκο από την καταγγελία της σύμβασης, χρόνος κατά τον οποίο έπρεπε να καταβληθεί, έως την εξόφληση.
Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση και αφού δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει δεκτή η αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να αναγνωριστεί ότι ο ενάγων παρείχε την εργασία του στην εναγόμενη με την ιδιότητα του υπαλλήλου (και όχι του εργάτη) και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 14.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του έως την εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα θα συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω του δυσερμήνευτου του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε (άρθρα 179 εδ.α, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την από 7-6-2022 έφεση κατά της υπ΄αρ. 736/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσία την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση.
Κρατεί και δικάζει κατ΄ ουσία την από 15-2-2021 (με ειδικό αριθμό κατάθεσης ……../2021) αγωγή.
Δέχεται αυτήν.
Αναγνωρίζει ότι ο ενάγων – εκκαλών παρείχε την εργασία του στην εναγόμενη με την ιδιότητα του υπαλλήλου.
Υποχρεώνει την εναγόμενη – εφεσίβλητη να καταβάλει στον ενάγοντα – εκκαλούντα το ποσό των δεκατεσσάρων χιλιάδων (14.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του μέχρι την εξόφληση.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, συνολικά μεταξύ των διαδίκων.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 6 Απριλίου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓPAMMATEAΣ