ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη, και Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Γ.Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Α. Από τις υπ΄αριθ. ……. και …… εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Πειραιώς ……, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό στοιχ. Δ ως κατωτέρω συνεκδικαζόμενης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους 5η και 6ο των εφεσιβλήτων. Οι τελευταίοι όμως δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο στη σημερινή δικάσιμο (524 παρ. 4α ΚΠολΔ) κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς πρέπει να δικαστούν ερήμην, η δε συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες, (524 παρ. 4 α΄ΚΠολΔ).
Β. Εισάγονται προς συζήτηση οι, στρεφόμενες κατά της υπ΄αριθ. 1957/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, (τακτικής διαδικασίας) : Α) από 1.11.2016 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……..) έφεση 1) της εδρεύουσας στη …… Αττικής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εκπροσωπείται νόμιμα, 2) του … …………. και 3) του …. …………. κατά του ………., Β) από 7.11.2016, (υπ΄αριθ. κατάθ. …….) έφεση της ………. κατά των 1)…… και 2) ………, Γ) από 11.11.2016 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……..) έφεση του … …………. κατά του …….. και Δ) από 7.11.2016 (υπ΄αριθ. κατάθ. …….) έφεση του ….. κατά 1) της …….., 2) της εδρεύουσας στη … Αττικής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……..», που εκπροσωπείται νόμιμα, 3) του . …………., 4) του . …………., 5) της εδρεύουσας στην .. ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……….» που εκπροσωπείται νόμιμα, 6) του .. …………. και του .. …………., οι οποίες, ως συναφείς μεταξύ τους πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται κι επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης κι επέρχεται μείωση των εξόδων, (246 ΚΠολΔ).
Γ. Οι ανωτέρω εφέσεις ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, (518 παρ. 1 ΚΠολΔ) όπως προκύπτει από την προεκτεθείσα ημερομηνία κατάθεσης στις σχετικές εκθέσεις κατάθεσης δικογράφου καθεμίας που συνέταξε ο Γραμματέας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε συνδυασμό με τις εκθέσεις επίδοσης της εκκαλουμένης, (με επίσπευση του εκκαλούντα της υπό στοιχ. Δ έφεσης), του ίδιου ως άνω δικαστικού Επιμελητή, ήτοι : Α. υπ΄αριθ. … και …….., ……. προς τους εκκαλούντες της υπό στοιχ. Α έφεσης, Β. υπ΄αριθ. …….. προς την εκκαλούσα της υπό στοιχ. Β έφεσης, και Γ. υπ΄αριθ. ………. προς τον εκκαλούντα της υπό στοιχ. Γ έφεσης. Για δε το παραδεκτό της συζήτησής τους καταβλήθηκε το αναγκαίο παράβολο έφεσης (495 παρ. 3γ ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τα υπ΄αριθ. Α. ………. e – παράβολο της Τράπεζας Alpha που πληρώθηκε στις 4.11.2016, B. Υπ΄αριθ. ……….. παράβολα Δημοσίου και ………. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, Γ. ……. παράβολα Δημοσίου και …… παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και Δ. ……… παράβολα Δημοσίου και ………. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, αντίστοιχα. Πρέπει συνεπώς να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων τους.
Δ. Με την 1) από 1.9.2010 αγωγή (υπ΄αριθ. κατάθ. …….), (που ασκήθηκε αρχικά από τη ……. για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου της ……, ο οποίος, μετά την ενηλικίωσή του, συνεχίζει τη δίκη στο δικό του όνομα), εξέθετε ότι στις 19.11.2015 τραυματίστηκε θανάσιμα ο πατέρας του ……., συνεπεία ατυχήματος, επισυμβάντος υπό τις αναφερόμενες αναλυτικά στην αγωγή συνθήκες, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης ηλεκτρολογικών εργασιών στον προαύλιο χώρο του α΄ορόφου (και ταράτσα του ισογείου) ενός τριωρόφου μεθ΄υπογείου κτηρίου, κειμένου στον Πειραιά, επί της οδού …….. Ότι οι εναγόμενοι, εκ των οποίων η 1η , …….., ως ιδιοκτήτρια της οικοδομής, η 2η, ανώνυμη εταιρία με το διακριτικό τίτλο “……….”, νόμιμα εκπροσωπούμενη από τους 3ο και 4ο των εναγομένων, ……. και ……, ως μισθώτρια του υπογείου και ισογείου ορόφου του ως άνω κτηρίου όπου λειτουργεί επιχείρηση βιβλιοπωλείου και προστήσασα την 5η εναγομένη – εργολήπτρια εταιρία, με το διακριτικό τίτλο «…….» που εκπροσωπείται νόμιμα από τους 6ο και 7ο των εναγομένων, … …………. και … …………., για την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών στο μίσθιο, ευθύνονται λόγω της αμελούς συμπεριφοράς τους για το θανάσιμο τραυματισμό του πατέρα του, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, ζητούσε, όπως η αγωγή παραδεκτά περιορίστηκε ως προς το κονδύλιο της ψυχικής οδύνης, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, α) το ποσό των 150.000 €, ως χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο του πατρός του, πλέον ποσού 44 € που είχε επιφυλαχθεί να ζητήσει ως πολιτικώς ενάγων στο ποινικό δικαστήριο, β) το ποσό των 28.667 €, σε κεφάλαιο, εφάπαξ, ως αποζημίωση για τη στερηθείσα, από το χρόνο του θανάτου του πατρός του μέχρι τη σύνταξη της αγωγής, (1.9.2010), διατροφή από τον τελευταίο και τα ανωτέρω ποσά νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και γ) το ποσό των 500 € μηνιαίως, αναπροσαρμοζόμενο ετησίως κατά ποσοστό 5%, καταβλητέο την 1η ημέρα κάθε μήνα, για το χρονικό διάστημα από 1.9.2010 έως 11.10.2017, ως διατροφή που μετά βεβαιότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ο θανών θα συνεισέφερε στη διατροφή του μέχρι την περάτωση των σπουδών του, νομιμοτόκως από την επομένη της καθυστέρησης καταβολής κάθε δόσης και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, ζητούσε να του επιδικαστεί η δικαστική του δαπάνη. Εξάλλου, με την από 17.11.2010 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση και την ενωμένη σε αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή της, η 1η εναγομένη, ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή και να υποχρεωθεί η καθ΄ης, ………., να της καταβάλει κάθε ποσό που αυτή τυχόν θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα της ως άνω κύριας αγωγής, καθώς και τους νόμιμους τόκους και έξοδα και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα.
Ε. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε ερήμην των 5ης και 6ου των εναγομένων, τις ως άνω κύρια και παρεμπίπτουσα αγωγές, και απέρριψε την εξ αυτών παρεμπίπτουσα ως μη νόμιμη, ως προς την κύρια αγωγή, αφ΄ενός μεν απέρριψε το υπό στοιχ. γ ως άνω αίτημα ως προώρως ασκηθέν, για το οποίο δεν μπορεί να προβλεφθεί η συνδρομή της προϋπόθεσης της παρακολούθησης σπουδών από τον ενάγοντα, ούτε να εξειδικευτούν οι κατ΄ιδίαν περιστάσεις αυτής, αφ΄ετέρου δε έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας από αυτούς στον ενάγοντα, ποσό 90.000 € ως χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο του πατρός του και ποσό 7.167 € που αντιστοιχεί στη διατροφή που θα συνεισέφερε ο θανών πατέρας του από το χρόνο θανάτου του μέχρι τη σύνταξη της αγωγής, μειωμένη κατά ποσοστό 50%, ως εκ της ομοίου ποσοστού συνυπαιτιότητας του θανόντος στον επισυμβάντα θάνατο αυτού, επίσης δε, υποχρέωσε τους 5η και 6ο των εναγομένων να καταβάλουν επιπλέον των ανωτέρω εις ολόκληρον με τους λοιπούς και το ποσό των 21.500 € εν όψει του τεκμηρίου ερημοδικίας τους ως προς το κονδύλιο της διατροφής. Τέλος, επεδίκασε υπέρ του ενάγοντα το ποσό των 4.000 € ως δικαστική δαπάνη.
ΣΤ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες των υπό στοιχ. Α, Β και Γ ως άνω εφέσεων για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν, αντίστοιχα, όπως, αφού γίνουν δεκτές οι εφέσεις τους και ως ουσιαστικά βάσιμες, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή, καθώς και να καταδικαστεί ο ενάγων – εφεσίβλητος – εκκαλών της υπό στοιχ. Δ έφεσης, στη δικαστική τους δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, επιπλέον δε οι εκκαλούντες της υπό στοιχ. Α έφεσης, άλλως και επικουρικώς να μειωθούν τα επιδικασθησόμενα κονδύλια κατά ποσοστό 99 %, δηλαδή κατά το αντίστοιχο ποσοστό συνυπαιτιότητας τους θανόντος, ο δε εκκαλών της υπό στοιχ. Δ έφεσης, ζητεί όπως δεκτής γενομένης της δικής του έφεσης να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει καθ΄ολοκληρίαν δεκτή η έφεσή του, καθώς και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στη δικαστική δαπάνη του και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Ι. Από τις διατάξεις των άρθ.86, 87 και 88 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η προσεπίκληση, η διαδικαστική δηλ. πράξη με την οποία εξαιρετικά επεκτείνονται τα υποκειμενικά όρια της έννομης σχέσης της δίκης επιτρέπεται σε τρεις μόνο περιπτώσεις και ειδικότερα (α) των ομοδίκων επί αναγκαστικής ομοδικίας (άρθ.86 ΚΠολΔ) (β) του αληθινού κυρίου ή νομέα, σε περίπτωση εμπράγματης αγωγής (άρθ.87 ΚΠολΔ) και (γ) του υποχρέου προς αποζημίωση σε περίπτωση ήττας του προσεπικαλούντος στην κύρια δίκη, δηλ, του καλουμένου δικονομικού εγγυητή (άρθ.88 ΚΠολΔ). Στην τελευταία αυτήν περίπτωση επιτρέπεται με την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή να σωρευθεί και παρεμπίπτουσα αγωγή, με την οποία να ζητείται η καταβολή στον προσεπικαλούντα από τον προσεπικαλούμενο (α) όλου ή μέρους εκείνου, το οποίο σε περίπτωση ευδοκίμησης της κατά του εναγομένου κύριας αγωγής θα υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα, όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον εναγόμενο ή (β) αποζημίωσης για την περίπτωση ήττας στην κύρια δίκη, όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον ενάγοντα. Από τα παραπάνω συνάγεται περαιτέρω, ότι κατά την έννοια του άρθ.88 ΚΠολΔ για το παραδεκτό της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή πρέπει ο προσεπικαλών να ισχυρίζεται ότι μεταξύ αυτού και του προσεπικαλουμένου υπάρχει, σύμφωνα με το νόμο ή σύμβαση, έννομη σχέση, η οποία, σε περίπτωση ήττας του στην κύρια δίκη, του παρέχει το δικαίωμα αποζημίωσης κατά του προσεπικαλουμένου. Απαιτείται δηλ. στην περίπτωση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή να υπάρχουν δύο έννομες σχέσεις, μία η επίδικη στην εκκρεμή δίκη και μία η ασκουμένη με την προσεπίκληση, επιπλέον δε η δεύτερη να εξαρτάται από την πρώτη, με την έννοια ότι μόνον εάν ο προσεπικαλών ηττηθεί ως προς αυτήν (πρώτη), αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης με βάση την δεύτερη κατά του προσεπικαλουμένου. Επομένως, βάση της κατά το άρθ.88 ΚΠολΔ ασκούμενης από τον εναγόμενο προσεπίκλησης και της ενωμένης σ’ αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής κατά του προσεπικαλούμενου τρίτου, περί καταβολής στον προσεπικαλούντα κάθε ποσού, το οποίο, σε περίπτωση ευδοκίμησης κατ’ αυτού της κύριας αγωγής, ήθελε υποχρεωθεί να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα, δεν μπορεί να είναι παρά μόνο η τυχόν συνδέουσα τον προσεπικαλούντα και τον προσεπικαλούμενο ειδική έννομη σχέση, από την οποία απορρέει υποχρέωση του δευτέρου να καταβάλει στον πρώτο την αποζημίωση που αξιώνει απ’ αυτόν (προσεπικαλούντα) ο κυρίως ενάγων. Ως εκ τούτου στοιχείο απαραίτητο της νομικής βασιμότητας της προσεπίκλησης και της ενωμένης σ’ αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής είναι η ύπαρξη της ως άνω ειδικής σχέσης μεταξύ προσεπικαλούντος και προσεπικαλούμενου, ενώ, σε περίπτωση που η ιστορική βάση αυτής (προσεπίκλησης) περιέχει μόνο τον ισχυρισμό ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ζημίας του κυρίως ενάγοντος, και γενικότερα υπόχρεος έναντι αυτού από την επίδικη έννομη σχέση, υπήρξε ο προσεπικαλούμενος τρίτος, τότε η προσεπίκληση (με την παρεμπίπτουσα αγωγή) είναι νομικά αβάσιμη, αφού η αλήθεια αυτού του αρνητικού της κύριας αγωγής ισχυρισμού που συνεπάγεται την απόρριψή της, αίρει ταυτόχρονα και τον νομικό λόγο της κατά το άρθρο 88 Κ.Πολ.Δ προσεπίκλησης και της ενωμένης σ’ αυτήν παρεμπίπτουσας αγωγής, ο οποίος είναι η ικανοποίηση του ηττηθέντος κυρίου διαδίκου σε μία και την αυτή δίκη, προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης (ΑΠ 1105/2017, 934/2013, 2077/2013, 415/2010, 960/1999, 1202/1994, ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα της υπό στοιχ. Β έφεσης, παραπονείται με τον 1ο λόγο αυτής ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την ως άνω προσεπίκληση και την ενωμένη με αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή, καθώς με την καθ΄ής το παραπάνω δικόγραφό της, τη συνέδεε σχέση μίσθωσης. Ωστόσο, σύμφωνα με τα αμέσως ανωτέρω προεκτεθέντα, ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε αυτήν ως μη νόμιμη, καθώς, όπως συνομολογείται και από την εκκαλούσα, αυτή συνδέεται με την καθ΄ης με την αυτοτελή έννομη σχέση μίσθωσης, χωρίς δηλαδή, ειδική έννομη σχέση που να δικαιολογεί την άσκησή της κατά της καθ΄ης και να συνδέεται με την έννομη σχέση που ασκείται με την κύρια αγωγή. Συνεπώς, ο σχετικός (1ος ) λόγος της υπό στοιχ. Β έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 ΑΚ προκύπτει ότι οι γονείς έχουν κοινή υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμα και αν τούτο έχει περιουσία, εφόσον όμως τα εισοδήματα από αυτήν ή από το προϊόν της εργασίας του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του τέκνου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του, και περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή καθώς και την επαγγελματική και εν γένει εκπαίδευση του. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβίωσης, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη εκπαίδευσης και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Εξάλλου, η κατά τα άνω υποχρέωση των γονέων προς διατροφή του τέκνου βαρύνει αυτούς ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Από αυτά, σε συνδυασμό και με το άρθρο 216 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, για το ορισμένο της αγωγής διατροφής ανήλικου τέκνου, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής η ιδιότητα του ενάγοντος ως τέκνου του εναγομένου, η έλλειψη εισοδημάτων του ανηλίκου και η αδυναμία του να εργασθεί, τα περιουσιακά στοιχεία του εναγομένου, οι ανάγκες του, που είναι προσδιοριστικές του ύψους της καταβλητέας διατροφής και το αιτούμενο συνολικό ποσό της διατροφής του (βλ. ΑΠ 1388/2009, ΕΠολΔ2010.428). Δεν απαιτείται να εκτίθενται στην αγωγή για το ορισμένο αυτής, οι διατροφικές ανάγκες του τέκνου αναλυτικώς και το ποσό που χρειάζεται για την κάλυψη καθεμιάς απ` αυτές, αφού με το συνηθισμένο και εύχρηστο νομικό όρο «διατροφή» νοείται σαφώς το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών του δικαιούχου, δηλαδή, για την τροφή, τη στέγαση, το φωτισμό, τη θέρμανση, την ένδυση, την ψυχαγωγία και τη νοσηλεία αυτού, καθώς και για την ανατροφή και την εκπαίδευση του (βλ. ΕφΑΘ 7546/01 Δνη 2003. 996, ΕφΘεσ 2/00 Αρμ 2003. 798, ΝΟΜΟΣ). Επίσης, δεν απαιτείται να εκτίθενται και οι οικονομικές δυνατότητες του άλλου γονέα, διότι το στοιχείο αυτό μπορεί να προτείνει ο εναγόμενος προς περιορισμό της υποχρέωσής του προς διατροφή, (ΑΠ 124/2017, ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών της υπό στοιχ. Α έφεσης με το 15ο , λόγο του και η εκκαλούσα της υπό στοιχ. Β έφεσης με τον 6ο λόγο αυτής, παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν απέρριψε ως αόριστο το αγωγικό κονδύλιο για διατροφή του ενάγοντα, καθώς δεν αναφέρεται σε αυτό ποια επιμέρους κονδύλια αντιστοιχούν στις αναφερόμενες ανάγκες του ενάγοντα. Σύμφωνα όμως με όσα προαναφέρθηκαν, η τέτοια αναφορά δεν είναι απαραίτητη και το σχετικό κονδύλιο της κρινόμενης αγωγής, ορθώς κρίθηκε ορισμένο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενώ οι εκκαλούντες δεν πρότειναν ένσταση συνεισφοράς ώστε να περιοριστεί η υποχρέωσή τους για διατροφή, (AΠ 924/2017, ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένων των ανωτέρω λόγων των κρινόμενων εφέσεων ως ουσιαστικά αβασίμων. ΙΙΙ. Στη διάταξη του άρθρου 925 του ΑΚ ορίζεται ότι ο κύριος ή νομέας κτίσματος ή άλλου έργου που συνέχεται με το έδαφος, ευθύνεται για τη ζημία, που προξενήθηκε σε τρίτον εξαιτίας ολικής ή μερικής πτώσης του, εκτός αν αποδείξει ότι η πτώση δεν οφείλεται σε ελαττωματική κατασκευή ή σε πλημμελή συντήρησή του. Με τη διάταξη αυτή, καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη του κυρίου ή νομέα κτίσματος ή άλλου έργου, για τη ζημία που προκάλεσε η πτώση του σε τρίτο και, αν υπάρχουν περισσότεροι συγκύριοι ή συννοµείς, του καθένα εις ολόκληρον για τη ζηµιά, που προκάλεσε η πτώση του σε τρίτο. Εάν στην κατοχή του κτίσµατος ευρίσκεται ο µισθωτής ή ο θεµατοφύλακας ή ο χρησάµενος, την ευθύνη δεν θα έχουν αυτοί (γιατί είναι απλοί κάτοχοι του κτίσµατος), αλλά ο νοµέας, για τον οποίο αυτοί ασκούν τη νοµή, και ο οποίος, ως εκ τούτου, απολαµβάνει τις, εκ του πράγµατος, ωφέλειες. Η διάταξη αυτή δεν αναφέρεται στην υπαιτιότητα του κυρίου ή νοµέα, αλλά στο πραγµατικό γεγονός ότι η πτώση του κτίσµατος οφείλεται στην ελαττωµατική κατασκευή ή στην πληµµελή συντήρησή του, δηλαδή σε ένα πραγµατικό γεγονός, που η διάταξη ανάγει έµµεσα σε προϋπόθεση εφαρµογής της. Το κρίσιµο ζήτηµα της διάταξης, δηλαδή, αποτελεί η αιτία της πτώσης και όχι η συµπεριφορά του κυρίου ή του νοµέα. Θέµα απόδειξης δεν είναι το πώς έγινε η κατασκευή, αλλά το πού οφείλεται η πτώση, η οποία ανάγεται κατά τη διάταξη αυτή στην πληµµελή κατασκευή ή συντήρηση. Έτσι, ο ενάγων τρίτος οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει μόνο την πτώση του κτίσματος ή άλλου έργου, τη ζημία του, τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ πτώσεως και ζημίας και την ιδιότητα του εναγομένου ως κυρίου ή νομέα του κτίσματος, στον εναγόμενο δε απομένει να ισχυριστεί με ένσταση και να αποδείξει προς απόκρουση της κατ΄ αυτού αγωγής ότι η πτώση δεν οφείλεται σε ελαττωματική κατασκευή ή πλημμελή συντήρηση του κτιρίου ή του όλου έργου άλλα σε άλλο λόγο, όπως είναι η ενέργεια τρίτου ή το γεγονός της ανώτερης βίας, διότι στις περιπτώσεις αυτές δεν υφίσταται η ως άνω αιτιώδης συνάφεια (ΑΠ 839/2000 ΕλλΔνη 2000.1578, ΕφΑθ 5890/2008 ΕλλΔνη 2011.508, ΕφΠατρ 216/2006 ΑχαΝομ 2007.43, ΕφΠατρ. 67/2004 ΑχαΝομ 2005.140, ΕφΠατρ 54/2002 ΑχαΝομ 2003.136, ΕφΑθ 3500/1989 ΑρχΝ 1990. 28, ΕφΠειρ 688/1989 ΑρχΝ 6.404, ΕφΑθ 9369/1987 ΑρχΝ 1988. 219, Μπαλή: Γενικές Αρχές, παρ. 173, Καυκά: Ενοχικό Δίκαιο, 1961, άρθρο 925, παρ. 2, Βοσινάκη σε Αστικό Κώδικα Σταθόπουλου – Γεωργιάδη, άρθρο 925, σελ. 766 – 770, Δεληγιάννη – Κορνηλάκη: Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, 1992, τ. III, παρ. 365, Απ. Γεωργιάδης: ΕλλΔνη 2001.1182). Πταίσμα του κυρίου ή νομέα, δικό του ή των προστηθέντων του, δεν απαιτείται ούτε τεκμαίρεται, ούτε και τον ωφελεί η απόδειξη ότι δεν βαρύνεται ο ίδιος με πταίσμα, αλλά κάποιος άλλος, ενδεχομένως ο κατασκευαστής ή ο δικαιοπάροχός του. Οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ως άνω διάταξης είναι: 1) ο υπεύθυνος προς αποζημίωση πρέπει να είναι κύριος ή νομέας του κτίσματος ή του συνεχόμενου μετά του εδάφους άλλου έργου κατά την πτώση αυτών. Υπεύθυνος, επομένως, προς αποζημίωση είναι: α) ο κύριος του κτίσματος, εφόσον ευρίσκεται στη νομή αυτού ο ίδιος ή δι΄ αντιπροσώπου και β) ο νομέας αυτού και 2) να πρόκειται περί κτίσματος ή άλλου έργου συνεχόμενου μετά του εδάφους. Ως κτίσμα νοείται κάθε ανθρώπινο δομικό δημιούργημα, που συνδέεται σταθερά με το έδαφος, πάνω ή κάτω από την επιφάνειά του, αδιάφορα από την κατάσταση ή τον προορισμό του. Στην έννοια του «άλλου έργου» περιλαμβάνεται κάθε τεχνητό αντικείμενο, που συνδέεται με το έδαφος και εγκυμονεί κίνδυνο από πιθανή κατάρρευσή του και που, λόγω του τρόπου κατασκευής και της ιδιομορφίας του, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν «κτίσμα» (κολώνες καλωδίων, σωλήνες ύδρευσης-αποχέτευσης, κεραίες, καπνοσυλλέκτες, διαφημιστικές πινακίδες κ.λ.π.). Η ζημία του τρίτου πρέπει να επήλθε εξαιτίας της πτώσεως του κτίσματος, ή του άλλου έργου, ολικής ή μερικής. Περαιτέρω, σαν πτώση νοείται η λύση των τεχνικών συνδέσμων των διαφόρων υλικών του και η ολική ή μερική κατάρρευσή του σύμφωνα με το νόμο της βαρύτητας ή και η ολική ή μερική υποχώρηση κάτω από μία συνηθισμένη δύναμη, όπως λ.χ. υποχώρηση μίας σκάλας ή δαπέδου κάτω από το βάρος ανθρώπινου σώματος (ΑΠ 755/2009, ΑΠ 839/2000 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 380/2010, βλ. Βοσινάκη στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 925, σελ. 766 – 769, Καυκά: Ενοχικόν Δίκαιον, έκδοση 1993, άρθρο 925, σελ. 864 – 869). Στις περιπτώσεις δε που τρίτη αιτία προκάλεσε την πτώση, επειδή βρήκε πρόσφορο έδαφος την ελαττωματική κατασκευή ή την πλημμελή συντήρηση, η αιτιώδης συνάφεια είναι, όπως προαναφέρθηκε, καθοριστική για την απάντηση στο πρόβλημα αν και σε ποιο βαθμό ευθύνεται ο κύριος ή ο νομέας (Απόστολου Γεωργιάδη – Μιχαήλ Σταθόπουλου: Αστικός Κώδικας, άρθρο 925, σελ. 766 επ.). Εξάλλου, ανώτερη βία συνιστά κάθε εξαιρετικό και απρόβλεπτο γεγονός, του οποίου η επέλευση ήταν αναπότρεπτη ως εκ της φύσεώς του, μη δυναμένη να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, τέτοια δε γεγονότα (φυσικά) είναι ο σεισμός, η καθίζηση του εδάφους, ο κεραυνός, η ασυνήθης καταιγίδα κ.λ.π. (Μπαλή: Γενικαί Αρχαί, παρ. 179, σελ. 387, Τούση: Γενικαί Αρχαί, παρ. 185, σελ. 852). Η ανώτερη βία συνιστά όχι μόνο λόγο απαλλαγής σε περίπτωση ευθύνης από τη μη εκπλήρωση ενοχής υφισταμένης από συμβατική σχέση, αλλά και από την εξ αδικοπραξίας, αφού, συντρέχουσας ανώτερης βίας, αίρεται το στοιχείο του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της επέλευσης της ζημίας και της εκ κατασκευής ή συντήρησης έλλειψης, με την έννοια της πρόσφορης αιτίας (ΕφΠατρ 67/2004, Καυκά: άρθρο 914, παρ. 36 Γ, σελ. 728). Κατά συνέπεια, κύριο ζήτημα για τη θεμελίωση της αστικής ευθύνης στη διάταξη του άρθρου 925 του ΑΚ, σε περίπτωση πτώσης οικοδομής λ.χ. από σεισμό, είναι εάν ο σεισμός αποτελεί τρίτη αιτία για την πτώση της οικοδομής και όχι απλά αφορμή για την εκδήλωση της ελαττωματικότητας της κατασκευής ή την πλημμέλεια της συντήρησής της. Έτσι, αν ο σεισμός προκάλεσε τη μερική ή ολική πτώση της οικοδομής, επειδή η τελευταία είχε κατασκευασθεί ή συντηρηθεί πλημμελώς, ευθύνη του κυρίου ή νομέα πρέπει να αναγνωρισθεί, στην έκταση που το υποδεικνύει η θεωρία της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας (Απ. Γεωργιάδη: Η αστική ευθύνη από σεισμό, ΕλλΔνη 2001.1181). Στις περιπτώσεις που η πτώση οφείλεται και σε αδικοπραξία κάποιου τρίτου, ευθυνόμενου κατά τις γενικές διατάξεις (άρθρο 914 του ΑΚ), τότε θα υπάρχει εις ολόκληρον ευθύνη αυτού και του κυρίου ή νομέα κατά τη διάταξη του άρθρου 926 του ΑΚ (ΕφΘεσ 863/1973 Αρμ 27.588, Βοσινάκη: οπ. π., σελ. 768), ο ζημιωθείς, όμως, εάν εναγάγει αυτόν (τρίτο), θα πρέπει να αποδείξει και την υπαιτιότητά του, διότι η ευθύνη του τρίτου βασίζεται στο άρθρο 914 του ΑΚ και όχι στο άρθρο 925 του ΑΚ (ΕφΠατρ 54/2002 ΑχαΝομ 2003.136). Κατά τα άλλα, η επίκληση της διάταξης του άρθρου 925 του ΑΚ δεν αποκλείει περαιτέρω την εφαρμογή και άλλων διατάξεων περί αδικοπραξιών, όπως αυτών περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (932-933 ΑΚ) (βλ. ΕφΛαμ 186/2011, ΕφΑθ 5890/2008 οπ. π.). IV. Σύμφωνα με το άρθρο 40 του π.δ.1073/1981, «Ανοίγματα οριζοντίων και κατακορύφων επιφανειών. 1. Καταπακταί δαπέδων, ανοίγματα κλιμάκων, υαλωταί στέγαι, φωταγωγοί, εκσκαφαί, τάφροι, φρεάτια αύλακες και άλλα επικίνδυνα χάσματα, καθώς και δεξαμεναί ή τάφροι περιέχουσαι θερμάς καυστικάς ή δηλητηριώδεις ουσίας ως και τάφροι φυλάξεως ασβέστου πρέπει να εξασφαλίζωνται κατά πτώσεων περιμετρικώς δια στηθαίου μετά χειρολισθήρος ελαχίστου ύψους ενός (1,00) μέτρου από του δαπέδου, σανίδος μεσοδιαστήματος και θωρακίου (σοβατεπί), ή δι` επικαλύψεως ικανής αντοχής. 2. Ομοια στηθαία απαιτούνται και εις τας περιπτώσεις καταπακτών, ανοιγμάτων κλιμάκων κ.λ.π, κλειστών δια κινητών καλυμμάτων ή θυρίδων. Εαν αι τοπικαί συνθήκαι δεν επιτρέπουν τούτο, τα καλύμματα ή θυρίδες πρέπει να είναι ούτω διατεταγμέναι, ώστε όταν είναι ανοικταί να παρέχουν και πάλιν ασφάλειαν. Εις καταπακτάς ελευθέρας επιφανείας μέχρι, δέκα πέντε εκατοστά (0,15) του τετραγωνικού μέτρου αντί στηθαίου δύναται να τοποθετηθή ανθεκτικόν δικτυωτόν κάλυμμα. Τα καλύμματα των καταπακτών και αι θυρίδες πρέπει να είναι επίπεδα και εφ` όσον δεν απομακρύνωνται, να στηρίζωνται με σιδηράς ράβδους προσηρμοσμένας καταλλήλως, ώστε να εξασφαλίζωνται έναντι ακουσίου κλεισίματος. 3. Στέγαι και φωταγωγοί με επικάλυψιν εκ κοινών υαλοπινάκων πρέπει να έχουν κάτωθεν αυτών επαρκώς ισχυράν προστασίαν εκ δικτυωτού συρματίνου πλέγματος, μόνιμον ή κινητήν. Εν περιπτώσει χρησιμοποιήσεως ωπλισμένων υαλοπινάκων η χρήσις συρματίνου πλέγματος μπορεί να παραλειφθή. Επί στεγών και φωταγωγών με ελαφράν επικάλυψιν (υαλωτήν, πλαστική αμιαντοτσιμέντου κ.λπ.) ή άνοδος επιτρέπεται μόνον όταν υπάρχουν ανθεκτικοί διάδρομοι επισκέψεως και ασφαλής πρόσβασις προς τούτους». V. Σύμφωνα με το άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ. η αγωγή, εκτός των άλλων, θα πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο αυτή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Συνεπώς, από τα παραπάνω προκύπτει υποχρέωση του ενάγοντος, αφενός μεν να επικαλεστεί την έννομη συνέπεια της οποίας ζητεί τη διάγνωση, αφετέρου δε να περιγράψει σαφώς το υλικό αντικείμενο της αγωγής και να εκθέσει τα κατά αυτόν παραγωγικά της έννομης συνέπειας γεγονότα τόσο λεπτομερώς, ώστε να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια να αμυνθεί και το Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις. Η έλλειψη ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα ανωτέρω στοιχεία, καθιστά την αγωγή αόριστη και συνιστά έλλειψη προδικασίας που εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, διότι ανάγεται στη δημόσια τάξη (Α.Π. 1374/1994 Δ/νη 37, 683, Εφ.Αθ. 7395/1998 Δ/νη 40, 1104). Η αοριστία της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευτεί, ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε μπορεί σε αυτή να γίνει επιφύλαξη διόρθωσης ή συμπλήρωσης από την προσαγωγή ή εκτίμηση αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 111 Κ.Πολ.Δ., των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπάγγελτα (Α.Π. 524/2002 Δ/νη 43, 1612). Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώνει άλλον παρανόμως και υπαιτίως, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για την ύπαρξη της αδικοπραξίας και την από αυτήν υποχρέωση του δράστη προς αποζημίωση του παθόντος απαιτείται α) επέλευση ζημίας, β) η ζημία αυτή να επήλθε από τον δράστη παρανόμως, συγχρόνως δε και υπαιτίως, ήτοι από δόλο ή αμέλεια (άρθρο 330 ΑΚ), γ) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και δ) να υφίσταται πρόσφορη (αιτιώδης) συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και της επελθούσης ζημίας, η οποία συντρέχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη λογική, η συμπεριφορά αυτή στον χρόνο και με τις συνθήκες που έλαβε χώρα ήταν ικανή κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, το οποίο και πράγματι επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. ΑΠ 996/2004 Δ/νη 47, 1624, ΑΠ 926/2004 Δ/νη 46, 1659, ΑΠ 1128/2000 Δνη42, 1281). Η αποζημίωση περιλαμβάνει σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 297- 298 ΑΚ, τόσο τη θετική, όσο και την αποθετική του ζημία, ακόμη δε, κατά τις διατάξεις των άρθρων 299 και 932 Α.Κ. και χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης. Ειδικότερα όταν η ψυχική οδύνη του δικαιούχου προήλθε από θανάτωση συγγενούς του σε ατύχημα, οφειλόμενου σε υπαιτιότητα προσώπου ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων λόγω μη τήρησης των προβλεπομένων και οφειλομένων όρων ασφαλείας, η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ. Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, καθώς και εκείνες των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αριθμ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης από θανάτωση προσώπου σε ατύχημα, εξαιτίας του οποίου οι ενάγοντες, μέλη της οικογενείας του, υπέστησαν ψυχικό πόνο και στενοχώρια, πρέπει να εκτίθεται σ` αυτή (αγωγή) ο βαθμός συγγένειας των εναγόντων με τον θανατωθέντα, η βλάβη του σώματος ή της υγείας και ο εξ αιτίας αυτών θάνατός του, η απόδοση του ατυχήματος σε πταίσμα του εναγομένου, ήτοι οποιασδήποτε μορφής αμέλεια ή δόλου αυτού και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του νόμιμου λόγου ευθύνης του υπαιτίου και του επελθόντος θανάτου. Η παράλειψη όμως αναφοράς στην αγωγή διευκρινιστικών της αγωγής περιστατικών, όπως της ακριβούς εργασίας που πραγματοποιούσε ο παθών, της ειδικότητας και εξειδίκευσης που αυτός είχε, τα υλικά που χρησιμοποιούσε, κλπ. δεν καθιστά αυτή (αγωγή) αόριστη, διότι πρόκειται για περιστατικά τα οποία μπορεί να προκύψουν από τις αποδείξεις. Επίσης, ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως του υπαιτίου κλπ, αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθορισθεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες). Δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (Α.Π. 212/2014, Α.Π. 578/2009, Α.Π. 242/2008, Εφ.Θεσ. 1447/2012, Εφ.Θεσ. 1053/2009, Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την απλή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι ο ενάγων, αναλυτικά στην ανωτέρω αγωγή του αναφέρει τις παράνομες πράξεις των εναγομένων, το βαθμό της υπαιτότητάς τους, τα περιστατικά και το είδος του τραυματισμού του θανόντος, τη σχετική αιτιώδη συνάφεια τη ζημία που υπέστη συνεπεία της πράξης των εναγομένων. Πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι για την πληρότητα της ανωτέρω αγωγής δεν είναι απαραίτητη η αναφορά των ποσών που ο ενάγων «θα λάβει, ή έλαβε ως αποζημιώσεις από τον ασφαλιστικό φορέα του αποβιώσαντος ως σύνταξη, ή άλλα ποσά που τυχόν έχει εισπράξει, από τυχόν ιδιωτική ασφάλιση…», όπως επί λέξει αναφέρεται στο α΄σκέλος του ιδίου, (1ου) λόγου της υπό στοιχ. Γ έφεσης. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό του εκκαλούντος Β. …………., περί αοριστίας της αγωγής, στην οποία περιγράφονται με λεπτομέρεια τα ως άνω απαραίτητα για την πληρότητά της στοιχεία. Ομοίως, το παρόν δικαστήριο, σύμφωνα με τα ανωτέρω, κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος ο ίδιος ισχυρισμός του εκκαλούντος που επαναφέρεται με τον 1ο λόγο της έφεσής του, περί αοριστίας της αγωγής διότι α) δεν αναφέρονται τυχόν ποσά που έλαβε ή θα λάβει ο ενάγων, ή άλλα ποσά που τυχόν έχει εισπράξει από ιδιωτική ασφάλιση και β) δεν περιγράφονται οι ακριβείς εργασίες που πραγματοποιούσε ο θανών, η ιδιότητα και η εξειδίκευση που είχε, τα υλικά που χρησιμοποιούσε, κλπ., καθώς στην αγωγή περιλαμβάνονται όλα τα αναγκαία για την πληρότητά της στοιχεία και περιστατικά. VI. Από το συνδυασμό των άρθρων 321 και 250 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι υπό το κράτος του ΚΠολΔ, που δεν περιέχει διάταξη όμοια με εκείνη του άρθ. 12 τις προϊσχύσασας πολιτικής δικονομίας, δεν παράγεται δεδικασμένο, δεσμευτικό για τα πολιτικά δικαστήρια ως προς τα αστικής φύσεως θέματα από τις (αμετάκλητες) αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων, εκτός από το θέμα της πολιτικής αγωγής για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω (ηθικής βλάβης ή) ψυχικής οδύνης, των κατ΄άρθρ. 63 ΚΠΔ προσώπων, (65, 67 ΚΠΔ), η οποία δεν μπορεί να ασκηθεί πλέον στα πολιτικά δικαστήρια (παρά μόνο για την εκκαθάριση των ζημιών που γεννήθηκαν μετά την απόφαση). Αυτό δε, σημαίνει ότι από την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου δημιουργείται δεδικασμένο που δεσμεύει και τα πολιτικά δικαστήρια, μόνον, όμως, κατά το μέρος, κατά το οποίο κρίθηκε η αξίωση του παθόντος από το ποινικό δικαστήριο (ΑΠ 1098/2011), δηλ. ως προς το κύριο ζήτημα της επιδίκασης ή μη της αποζημίωσης ή της χρηματικής ικανοποίησης, όχι όμως και ως προς την έννομη σχέση της αδικοπραξίας (ΑΠ 1735/2013, ΝΟΜΟΣ), ούτε ως προς την υπαιτιότητα του υποχρέου, (ΟλΑΠ 1/1997, ΑΠ 874/2015, ΑΠ 550/2010, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της διάταξης του άρθρου 71 ΑΚ, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων, που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης. Στην περίπτωση δε που η πράξη ή η παράλειψη του αρμοδίου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης για τον πράξαντα ή παραλείποντα, ευθύνεται και αυτό σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο, δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητα αυτής του νομικού προσώπου (ΕφΑθ 2551/2008, ΕφΠατρ 46/2004, ΕφΑΘ 5661/2003 ΕλλΔνη 45,536, ΕφΑΘ 6286/2000 ΕλλΔνη 42,202, ΕφΑΘ 766/2006 ΕλλΔνη 2006,1107 και ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τα άρθρα 16, 17 και 18, σε συνδυασμό με αυτά των άρθρων 8 και 8α του ν. 3190/1955, η διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων και η εκπροσώπηση της εταιρίας ανήκει, εάν δεν συνεφωνήθη άλλως, εις όλους τους εταίρους δρώντας συλλογικώς, εφόσον για τα σχετικά θέματα έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας. Ακόμη δε και στην περίπτωση κατά την οποία το καταστατικό της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης επιτρέπει, κατ΄εξαίρεση, ότι οι διαχειριστές και νόμιμοι εκπρόσωποί της μπορούν να δρούν και μεμονωμένα, αυτό δεν σημαίνει, εκτός εάν αποδειχθεί, ότι ο έτερος διαχειριστής και εκπρόσωπος αγνοεί, ή δεν συμμετέχει στις πράξεις και συμβάσεις που λαβαίνουν χώρα από τον άλλον, στο όνομα της εταιρίας. Αντίθετα, οι εταίροι διαχειριστές βαρύνονται με την υποχρέωση διαρκούς παρακολούθησης των εταιρικών υποθέσεων και συνεχούς επαφής μεταξύ τους. Αυτή η υποχρέωση υφίσταται ακόμη και αν οι αποφάσεις των διαχειριστών λαμβάνονται κατά πλειοψηφία. Εάν έχει συμφωνηθεί ότι κάθε εταίρος διαχειριστής θα ενεργεί μεμονωμένα, σε περίπτωση αμφιβολίας, καθένας από τους εταίρους θα δύναται να εναντιώνεται σε κάθε ενέργεια των άλλων διαχειριστών, («Το δίκαιο της επε», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 1994, κάτω από το άρθρο 16, σημ. 4, σελ. 288), δεδομένου ότι διαχειριστική υποκατάσταση στην επε δεν μπορεί να υπάρξει, (ΑΠ 240/2009, ΝΟΜΟΣ). Τέλος, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση νομίμων δικαιωμάτων από το δικαιούχο, ιδίως δε όταν γίνεται εμπρόθεσμα. VII. Tέλος, κατά το άρθρ. 914 του ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα στα άρθρ. 297 και 298 του Κώδικα αυτού, ενώ κατά το άρθρ. 932 του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, ιδίως σ` εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του, σε περίπτωση δε θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Από τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, συνδυαζόμενες και με τις διατάξεις των άρθρ. 330 του ΑΚ και 15 του ΠΚ, συνάγεται ότι προϋποθέσεις της αδικοπρακτικής ευθύνης προς καταβολή αποζημίωσης ή (και) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και επομένως στοιχεία της σχετικής αγωγής προκειμένου αυτή να είναι κατά το άρθρ. 216§1 του ΚΠολΔ ορισμένη είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς, οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του δράστη, η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης και η αιτιώδης μεταξύ τους συνάφεια. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που προσβάλλει τα προστατευόμενα από το νόμο δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου και μπορεί να συνίσταται σε πράξη ή παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Αυτό συμβαίνει όταν υφίσταται από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη και το γενικό πνεύμα του δικαίου υποχρέωση προστασίας και ειδικότερα όταν κάποιος δημιούργησε με προηγούμενη πράξη του κατάσταση επικινδυνότητας, χωρίς να έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την αποτροπή του κινδύνου (ΑΠ 906/2001, 508/2003, 647/2004, 996/2004, 174/2005, 831/2005, 118/2006, 1861/2013). Υπαίτια είναι η συμπεριφορά που επιτρέπει να αποδοθεί στο δράστη προσωπική μομφή, δηλαδή η υπαιτιότητα βασίζεται στον ψυχικό δεσμό του δράστη με την αδικοπραξία. Έτσι αν η ζημία οφείλεται σε υπαιτιότητα του ίδιου του παθόντος δεν δικαιούται αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης, ενώ σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσματός του το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρ. 300 του ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Με την έννοια αυτή η υπαιτιότητα ως όρος της αδικοπρακτικής ευθύνης διακρίνεται από τον παράνομο χαρακτήρα της προσβολής δικαιώματος ή έννομου συμφέροντος, ενδέχεται όμως η αμέλεια στη συμπεριφορά να την καθιστά συγχρόνως και παράνομη ή αντιστρόφως η πράξη της παράνομης προσβολής να υποδηλώνει η ίδια και την ύπαρξη υπαιτιότητας με την μορφή ειδικότερα της αμέλειας, που συμβαίνει όταν η προσβολή συνίσταται στην παράβαση του γενικού καθήκοντος επιμέλειας, σύμφωνα με το οποίο αξιώνεται από κάθε κοινωνό να συμπεριφέρεται όπως ο μέσος συνετός συναλλασσόμενος, άσχετα αν κατά τα λοιπά η συμπεριφορά του αποτελεί ή όχι και παράβαση συγκεκριμένου απαγορευτικού ή επιτακτικού κανόνα δικαίου (ΑΠ 1361/2013).
Ζ. Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά και των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται και χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει του από 31.7.2000 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, η 1η εναγομένη, εκμίσθωσε στη 2η εναγομένη ανώνυμη εταιρία, την οποία εκπροσωπούν οι 3ος και 4ος εναγόμενοι, ένα κατάστημα στον Πειραιά και στην οδό …………, αποτελούμενο από υπόγειο και ισόγειο, επιφανείας 182 τ.μ. κάθε όροφος, το οποίο ανήκει κατά πλήρη κυριότητα στην 1η εναγομένη, για να χρησιμοποιηθεί ως βιβλιοπωλείο. Το κτήριο στο οποίο βρίσκεται το μίσθιο, αποτελείται από τριώροφη οικοδομή, στο ισόγειο της οποίας υπάρχει άλλο κατάστημα και η σκάλα ανόδου προς τον 1ο όροφο, ο οποίος υπολείπεται σε επιφάνεια από το ισόγειο, τουλάχιστον κατά το μέρος που καταλαμβάνει η αυλή του 1ου ορόφου και από την οποία ήταν προσβάσιμος ο φωταγωγός του κτηρίου, εκτεινόμενος από το υπόγειο ως το δώμα, διαστάσεων 3.6 Χ 1.75 μ. Δυνάμει του από 5.1.2001 ιδιωτικού συμφωνητικού εργολαβίας, η 2η εναγομένη εταιρία ανέθεσε στην 5η εναγομένη τεχνική εταιρία την πραγματοποίηση εκτεταμένων οικοδομικών εργασιών στο μίσθιο κατάστημα, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά τους μήνες Ιανουάριο – Φεβρουάριο του ίδιου έτους. Στο πλαίσιο των εργασιών αυτών, πραγματοποιήθηκε η αυθαίρετη αλλαγή της χρήσης του φωταγωγού και η ενοποίηση της χρήσης του με τους χώρους κύριας χρήσης του υπογείου και του ισογείου μετά από καθαίρεση των τοίχων που τον ορίζουν, όπου τοποθετήθηκε μεταλλική περιστρεφόμενη σκάλα με ξύλινα σκαλοπάτια για την πρόσβαση μεταξύ υπογείου και ισογείου, επιπλέον τοποθετήθηκε ανελαστική κατασκευή αποτελούμενη από κολώνα, στηριζόμενη στο δάπεδο του υπογείου που υψωνόταν μέχρι και πάνω από τη σκάλα, με επ΄αυτής ημικυκλικό πλατό στην κορυφή, όπου ήταν τοποθετημένα σπότ φωτισμού, εξυπηρετώντας τόσο το φωτισμό της σκάλας, όσο και τη διακοσμητική ανάγκη του χώρου, ενώ για το άνοιγμα του φωταγωγού στο ύψος 7,4 μ. από το δάπεδο του υπογείου, που συμπίπτει με την οροφή του ισογείου και το δάπεδο του 1ου ορόφου, τοποθετήθηκε γυάλινο στέγαστρο, ώστε να εξυπηρετεί το υπόγειο από άποψη φωτισμού και προστασίας από τη βροχή. Το τελευταίο, αποτελούνταν από 6 γυάλινες πλάκες τύπου «διαμαντέ», δηλαδή ημιδιαφανούς κοινού τζαμιού, άνισου πλάτους, (0,40, Ο,60 και 0,94 μ.), οι οποίες εφάπτονταν μεταξύ τους και στηρίζονταν σε σιδεριά με μονοκόμματες διαιρέσεις, κάτω από την οποία και σε όλη την επιφάνεια του στεγάστρου δεν είχε τοποθετηθεί προστασία από δικτυωτό μεταλλικό πλέγμα, ισχυρό και ανθεκτικό, είτε πακτωμένο στον τοίχο, ώστε να εμποδίζει την πτώση ανθρώπου στο κενό από το ανωτέρω ύψος (7,40 μ.), ούτε, εναλλακτικά, οπλισμένος υαλοπίνακας, λαμβανομένων υπ΄όψιν ότι, οι μεν γυάλινες πλάκες ήταν από σχετικά λεπτό και μη ενισχυμένο με μεταλλικό πλέγμα τζάμι, καθώς από κανένα στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι επρόκειτο για οπλισμένους υαλοπίνακες, ή έφεραν άλλο στοιχείο που τα καθιστά άθραυστα ή ανθεκτικά στη θραύση, δε σιδεριά δεν είχε διαιρεθεί στο πλάτος (1,75 μ.), και έτσι τα υπάρχοντα ανοίγματα, τα οποία δεν ήταν δικτυωτά, επέτρεπαν την πτώση ανθρώπου από (βλ.από 4.7.2009 τεχνική έκθεση ………… και 40 πδ 1073/1981). Επομένως, το εν λόγω στέγαστρο ήταν στατικώς ανεπαρκής και επικίνδυνη κατασκευή, ενώ συνολικά οι επεμβάσεις στο μίσθιο κατάστημα έγιναν χωρίς την απαιτούμενη οικοδομική άδεια και μελέτη στατικής επάρκειας, χαρακτηρίζονται δε αυθαίρετες, (βλ. υπ΄αριθ. 13/2006 έκθεση αυτοψίας αυθαιρέτου και …….. έγγραφα Πολεοδομίας Πειραιά, Τμήματα Αυθαιρέτων και Ελέγχου Κατασκευών, αντίστοιχα), για τα οποία η ανωτέρω Υπηρεσία επέβαλε πρόστιμο ανέγερσης και διατήρησης, (βλ. υπ΄αριθ. πρωτ. …….. ένσταση 2ης εναγομένης ως προς το ύψος του προστίμου). Συνεπώς, οι ανωτέρω αυθαίρετες κατασκευές ήταν επικίνδυνες. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, το εν λόγω στέγαστρο, ήταν προσβάσιμο από την αυλή του 1ου ορόφου, υπό την έννοια της συνέχειας της επιφάνειας της οροφής του ισογείου. Ωστόσο, η 2η εναγομένη, είχε κατασκευάσει από το 2001, σιδερένια κατασκευή με πόρτα και προστατευτικό τοιχίο ύψους 1μ.. Για να καταστεί δυνατή η πρόσβαση από την αυλή του 1ου ορόφου προς το χώρο του στεγάστρου, απαιτείτο να διέλθει κάποιος από πόρτα του 1ου ορόφου προς την αυλή, να διασχίσει αυτήν και στη συνέχεια να ξεκλειδώσει τη σιδερένια πόρτα που είχε κατασκευάσει η 2η εναγομένη και τέλος να υπερβεί το προστατευτικό τοιχίο. Το κλειδί της σιδερένιας πόρτας από τον 1ο όροφο είχε παραδοθεί από τη 2η εναγομένη στον εκάστοτε μισθωτή αυτού, ο οποίος είχε συνεπώς πρόσβαση στο χώρο του φωταγωγού εφόσον το επιθυμούσε, ο ίδιος ή οι εκάστοτε προστηθέντες τεχνικοί ή εργάτες, καθώς η σιδερένια πόρτα και το προστατευτικό τοιχίο εμπόδιζαν απλώς, αλλά δεν αναιρούσαν την πρόσβαση προς το γυάλινο στέγαστρο, ούτε επισήμαιναν οποιαδήποτε απαγόρευση εν όψει της επικινδυνότητας των κατασκευών και ιδίως του στεγάστρου. Εάν, αντιστρόφως, υποτεθεί ότι η ανωτέρω σιδερένια πόρτα και το τοιχίο, (το οποίο σημειωτέον δεν έφερε χειρολισθήρες), κατασκευάστηκαν για να επισημαίνουν απλώς την υφιστάμενη επικινδυνότητα του στεγάστρου, τότε η αναίρεση του κινδύνου μπορούσε να επιτευχθεί με επιπλέον τοποθέτηση ανθεκτικού, δικτυωτού μεταλλικού πλέγματος κάτω από τους υαλοπίνακες του στεγάστρου, ώστε να εμποδίζει οποιαδήποτε πτώση δια μέσου του στεγάστρου, ή να κατασκευαστεί εξ αρχής επιφάνεια από οπλισμένο υαλοπίνακα. Και τούτο, διότι, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα καθίσταται προφανής η ανάγκη επίσκεψης στο χώρο του φωταγωγού από τεχνίτες ή εργάτες ή τους ενοίκους, ανεξαρτήτως της απαγόρευσης της χρήσης αυτού ως κυρίου χώρου, ή βοηθητικού χώρου, καθώς, οι προαναφερθείσες κατασκευές υφίσταντο παρά το γεγονός ότι από το χώρο του φωταγωγού διέρχονταν εναερίως μπουριά εξαερισμού, καλώδια και σωληνώσεις, ως συνέχεια εγκαταστάσεων και συστημάτων που εξυπηρετούσαν τα μίσθια και συνεπώς καθιστούσαν αναγκαία την πρόσβαση στο χώρο σε περίπτωση ανάγκης ή επισκευής, ανεξαρτήτως του ότι ο χώρος του φωταγωγού προορίζεται αποκλειστικά και μόνο για εξαερισμό και φωτισμό και όχι για διέλευση. Περαιτέρω, δυνάμει του από 12.5.2005 ιδιωτικού συμφωνητικού, η 1η εναγομένη εκμίσθωσε προς τη ……., τον 1ο και 2ο ορόφους του κτηρίου (180 τμ έκαστος), με τη σκάλα ανόδου από το ισόγειο, για να το χρησιμοποιήσει ως αναψυκτήριο. Η ανωτέρω μισθώτρια εργαζόταν από την έναρξη της μίσθωσης μαζί με μνηστήρα της, ………., ηλικίας τότε 40 ετών, πρώην σύζυγο της αρχικής ενάγουσας, ……. και πατέρα του εφεσιβλήτου – εκκαλούντα …….., για να προετοιμάσουν το κατάστημα με τις αναγκαίες ανακαινίσεις και επισκευές και να καταστήσουν το μίσθιο λειτουργικό για τη συμφωνηθείσα χρήση. Στις εργασίες ανακαίνισης – επισκευής που αναλάμβανε ο ……. τον βοηθούσε ενίοτε και ο πατέρας του, ….. Για δε την εκτέλεση αυτών, πολλές φορές οι …. και ….. χρειαζόταν να μεταβούν στην αυλή του 1ου ορόφου και να πατήσουν στο άνοιγμα του γυάλινου στέγαστρου, αφού το κάλυπταν με ξύλινες δοκούς που στήριζαν στα μεταλλικά στοιχεία του στεγάστρου προκειμένου να δημιουργήσουν ασφαλές έδαφος εργασίας. Στις 19.11.2005 και περί ώρα 20.00, ο ……., προκειμένου να ολοκληρώσει τη σύνδεση ηλεκτρικών εγκαταστάσεων στον 1ο όροφο, μετέβη στην αυλή του 1ου ορόφου όπου βρίσκονταν διερχόμενα καλώδια ηχείων και πάτησε πάνω σε μία από τις γυάλινες πλάκες που στέγαζαν το φωταγωγό, με αποτέλεσμα αυτό να υποχωρήσει και ο …. … να πέσει στο κενό και από το στέγαστρο προς το μίσθιο της 2ης εναγομένης, όπου αφού προσέκρουσε (στο κεφάλι) στην κολώνα φωτισμού η οποία στρεβλώθηκε από την πρόσκρουση, (βλ. κατάθεση μάρτυρα απόδειξης στα πρακτικά, κατάθεση ……., πατέρα του θανόντος, …….. – υπαλλήλου του βιβλιοπωλείου και …… (και στα πρακτικά της υπ΄αριθ. 744,1083,1289/12 απόφασης Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς) και ……. στα πρακτικά της υπ΄αριθ. 651/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά και προσκομιζόμενες φωτογραφίες), κατέληξε στο κιγκλίδωμα της μεταλλικής σκάλας και εν τέλει στα τελευταία σκαλοπάτια αυτής, έχοντας υποστεί βαριές σωματικές κακώσεις, (βλ. κατάθεση ……..– υπαλλήλου του βιβλιοπωλείου στα πρακτικά της υπ΄αριθ. 651/2013 ως άνω απόφασης και φωτογραφίες που προσκομίζονται από τον ενάγοντα). Ειδικότερα, υπέστη, κάταγμα κροταφικού αριστερά θόλου και μετωπιαίας βάσης, κάταγμα κροταφικό (λιθοειδές) αριστερά, κάταγμα Α6 αυχενικού σπονδύλου, κάταγμα της 8ης πλευράς αριστερά – παρασπονδυλικά, εξ αιτίας των οποίων (βαρέων κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων) επήλθε ο θάνατός του. Κατά το χρόνο εκείνο, ο θανών είχε καταναλώσει από το μεσημεριανό γεύμα αλκοόλ (κρασί) σε συγκέντρωση 0,61 γραμ. ανά 1.000 κ.εκ (λίτρου) αίματος, (βλ. κατάθεση ……. στα πρακτικά της υπ΄αριθ. 744, 1083, 1289/2012 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά και 651/2013 Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά), υπ΄αριθ. πρωτ. ……. έκθεση τοξικολογικής εξέτασης του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών), δηλαδή μικρή ποσότητα, η οποία εν σχέσει με το φύλο, το βάρος και το ύψος του, καθώς και τις συνήθειές του, (ήταν υγιής και εργατικός και μπορούσε να πιει ένα ή δύο ποτήρια κρασί με το μεσημεριανό φαγητό, χωρίς να καταναλώνει γενικά μεγάλες ποσότητες, ή να είναι αλκοολικός), δεν ήταν ικανή να επηρεάσει την ισορροπία και την αντίληψή του περί του κινδύνου, ούτε να του προκαλέσει αστάθεια, αντιστοιχεί δε σε δύο ποτήρια κρασί ή σε ένα μπουκάλι μπύρα, (βλ. κατάθεση μάρτυρα ………., ιατρού παθολόγου, στα πρακτικά της υπ΄αριθ. 651/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά). Σχετικά, κατέθεσε στην προανάκριση ο ιατρός – ιατροδικαστής ………., (βλ. από 17.12.2008 κατάθεση ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιά ….. …), ότι η ανωτέρω ποσότητα αλκοόλ είναι ικανή να προκαλέσει ζάλη – αστάθεια και εσφαλμένη εκτίμηση του διατρέχοντος κινδύνου, με συνέπεια, στη συγκεκριμένη περίπτωση, την επακολουθήσασα πτώση του θανόντος, χωρίς ωστόσο να εξειδικεύονται στην ανωτέρω κατάθεση, τα κριτήρια επιρροής του οινοπνεύματος στον οργανισμό του θανόντα σε σχέση με τη σωματική κατάσταση αυτού και τη χρονική απόσταση από την κατανάλωση του αλκοόλ, ενώ επιπλέον, η υποθετική φράση «είναι ικανή», δεν επιτρέπει το, με βάση την ανωτέρω κατάθεση, σχηματισμό ασφαλούς δικανικής πεποίθησης ως προς την επίδραση της ως άνω ποσότητας οινοπνεύματος στον οργανισμό του θανόντα σε τέτοιο βαθμό ώστε να προκληθεί κατά τα ανωτέρω, η πτώση από το στέγαστρο με επακόλουθο το θάνατό του. Σημειωτέον δε ότι ο ως άνω ιατροδικαστής δεν εμφανίστηκε και δεν εξετάστηκε στο ακροατήριο του Β Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς όπου δικαζόταν το ποινικό σκέλος της υπόθεσης. Επίσης, στην ίδια, ως άνω, τοξικολογική έκθεση, αναφέρεται ανίχνευση προποφόλης, μιδαζολάμης, θειοπεντάλης και του μεταβολίτη αυτής, πεντοβαρβιτάλη, σε θεραπευτικές συγκεντρώσεις, σημειώνεται δε ότι η μιδαζολάμη αποτελεί τη δραστική ουσία του σκευάσματος dormicum που προορίζεται για ενδονοσοκομειακή και μόνο χρήση. Τα ανωτέρω στοιχεία προέρχονται από την ιατρική αντιμετώπιση του θανόντος κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο, άλλωστε, δεν είναι δυνατή η προμήθεια του ανωτέρω σκευάσματος από ιδιώτες, (βλ. κατάθεση ιατρού παθολόγου, ………. στα πρακτικά της ως άνω πρωτοβάθμιας ποινικής δίκης) και σε κάθε περίπτωση, η ανίχνευση των ανωτέρω κατέδειξε θεραπευτικές συγκεντρώσεις. Τέλος, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι ο θανών βρισκόταν σε κατάσταση υπαίτιας μέθης. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η πτώση του θανόντα έγινε από την ταράτσα του κτηρίου και όχι από τον 1ο όροφο, καθώς, η διαμόρφωση του χώρου του φωταγωγού με τα εντός αυτού μπουριά και μεταλλικές κατασκευές, θα οδηγούσε σε στρέβλωση ή αλλοίωση αυτών λόγω της πρόσκρουσης του σώματος του θανόντα επ΄αυτών, όπως στη θραύση περισσοτέρων υαλοπινάκων του στεγάστρου, πράγμα που δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, αντίθετα δε, στις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, τα εν λόγω αντικείμενα εντός του χώρου του φωταγωγού φαίνονται άθικτα, ενώ από τους έξι υαλοπίνακες έσπασε μόνον ένας, ο δεύτερος από την πόρτα και μάλιστα χωρίς να στρεβλωθεί το μεταλλικό πλαίσιο, είτε στην περίμετρο, είτε στις διαιρέσεις αυτού, πράγμα που σημαίνει ότι ο θανών δεν έπεσε από την ταράτσα στον 3ο όροφο του κτηρίου, αλλά πάτησε στο γυάλινο στέγαστρο. Επίσης, ο χώρος που εργαζόταν ο θανών αν και δεν είχε αυτόνομο φωτισμό, ωστόσο φωτιζόταν από τα φώτα του 1ου ορόφου, (βλ. κατάθεση ………. στα πρακτικά της υπ΄αριθ. 651/2013 ως άνω απόφασης). Εν όψει των ανωτέρω, οι εναγόμενοι, ήτοι η 1η εναγομένη ως ιδιοκτήτρια του κτηρίου και εκμισθώτρια του μισθίου στην εναγομένη, με δυνατότητα τακτικής επίσκεψης και επιθεώρησης αυτού, (όρος 10.3 του από 31.7.2000 μισθωτηρίου), υπόχρεη δε για τη στατική επάρκεια του όλου κτηρίου και των επί μέρους κατασκευών του και για να το διατηρεί σε κατάσταση σύμφωνη με τις προαναφερθείσες στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας πολεοδομικές διατάξεις και τους όρους ασφαλείας, ώστε να εξασφαλίζει τους ενοίκους και τις επισκέπτες από κινδύνους ζωής, η 2η εναγομένη ως μισθώτρια και παράλληλα, οι 3ος και 4ος εναγόμενοι ως νόμιμοι εκπρόσωποι αυτής, καθώς και η 5η εναγομένη ως εργολάβος των ως άνω τεχνικών επεμβάσεων και 6ος και 7ος εναγόμενοι ως διαχειριστές νόμιμοι εκπρόσωποι αυτής, ευθυνόμενοι παράλληλα με αυτήν, που προέβησαν αυθαίρετα, ήτοι χωρίς την έκδοση πολεοδομικής άδειας και χωρίς μελέτη μέτρων ασφαλείας σε κατάργηση του φωταγωγού, διαστάσεων 3,6 Χ 1,75 μ. στο υπόγειο και στο ισόγειο του κτηρίου και την ενσωμάτωση του χώρου αυτού στο χώρο του μισθίου, επιπλέον δε παράνομα κατά τα ανωτέρω, τοποθέτησαν σιδερένια μεταλλική περιστρεφόμενη σκάλα με ξύλινα σκαλοπάτια και μεταλλικά κιγκλιδώματα, κολώνα φωτισμού με ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις και γυάλινο στέγαστρο πάνω από αυτά στο ύψος του δαπέδου του 1ου ορόφου, για το οποίο δεν φρόντισαν για τη στατική του επάρκεια, καθόλο το χρονικό διάστημα από τις ως άνω αυθαίρετες επεμβάσεις, μέχρι και τις 19.11.2005, επέδειξαν αμελή συμπεριφορά, (συγκλίνουσα αμέλεια) καθώς, επενέβησαν αυθαίρετα στο ανωτέρω κτήριο, τοποθέτησαν και διατηρούσαν τις ως άνω αυθαίρετες κατασκευές (στέγαστρο, ενσωμάτωση χώρου φωταγωγού στους ορόφους του κτηρίου, διατήρηση σκάλας και κολώνας φωτισμού), παραλείποντας να τις απομακρύνουν, χωρίς παράλληλα να φροντίσουν για τον οπλισμό του γυάλινου στεγάστρου με ισχυρό μεταλλικό πλέγμα, ή την τοποθέτηση μεταλλικού πλέγματος στο χώρο του φωταγωγού κατά τρόπο ώστε να αποτρέπεται η θραύση του στεγάστρου από πτώση ανθρώπου, καθώς και να αποκλείσουν την πρόσβαση στο χώρο του φωταγωγού όπως είχε διαμορφωθεί, αλλ΄αντ΄αυτών, πάνω από τις ως άνω αυθαίρετες και επικίνδυνες κατασκευές είχαν τοποθετήσει στέγαστρο με ακατάλληλο (κοινό) τζάμι, παρά το γεγονός ότι, σε περίπτωση διέλευσης ανθρώπου, υπήρχε κίνδυνος υποχώρησης αυτού και ήταν δυνατή η διέλευση ανθρώπινου σώματος από τη μεταλλική κατασκευή και τις γυάλινες πλάκες οι οποίες στηρίζονταν σε αυτό, με αποτέλεσμα, από την αμελή αυτή συμπεριφορά τους, να επέλθει, κατά τα ανωτέρω, η πτώση και ο θανάσιμος τραυματισμός του . …, ο οποίος, αφού πάτησε στις γυάλινες πλάκες του στεγάστρου το οποίο υποχώρησε λόγω της στατικής ανεπάρκειάς του, έπεσε και τραυματίστηκε από την πρόσκρουση στην κολώνα φωτισμού και στη σιδερένια σκάλα που βρίσκονταν κάτω από το στέγαστρο, με αποτέλεσμα να υποστεί βαριές σωματικές κακώσεις, συνεπεία των οποίων επήλθε αιτιωδώς ο θάνατός του. Η δε αμέλειά τους όπως προαναφέρθηκε τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν ζημιογόνο αποτέλεσμα και έτσι κατέστησαν συνυπαίτιοι για το θανάσιμο τραυματισμό του ………. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι, ως προς την 1η εναγομένη, ιδιοκτήτρια του κτηρίου, (για την οποία, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι είναι μόνιμη κάτοικος εξωτερικού), αυτή δεν απέδειξε ότι η πτώση και ο εξ αυτής θάνατος του ……., οφείλεται σε ανωτέρω βία, ή σε ενέργεια τρίτου, ώστε να αναιρείται η αιτιώδης συνάφεια, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας. Και τούτο διότι, ανωτέρα βία ή ενέργεια τρίτου δεν αποτελεί το βάρος του θανόντος (ως υπερβολική δύναμη ασκηθείσα από τρίτο), ούτε η ίδια αποδεικνύει ότι η πτώση μετά την υποχώρηση του στεγάστρου δεν οφείλεται σε πλημμελή κατασκευή ή συντήρηση του κτηρίου, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει με τους σχετικούς λόγους της υπό στοιχ. Β έφεσής της, (με το 2ο λόγο, ότι ο θάνατος του .. .. οφείλεται σε αποκλειστικά δική του υπαιτιότητα, με τον 3ο λόγο, ότι είναι μόνιμη κάτοικος εξωτερικού, με τον 4ο λόγο, ότι είχε άγνοια των ένδικων κατασκευών, με τον 5ο λόγο ότι δεν έχει αντικειμενική ευθύνη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 ΑΚ ως ιδιοκτήτρια του κτηρίου, διότι η πτώση οφείλεται σε άσκηση υπερβολικής δύναμης από τρίτο, και με τον 8ο λόγο ότι εσφαλμένως κρίθηκε ότι δεν τηρήθηκαν οι πολεοδομικές διατάξεις για τους φωταγωγούς και δεν υπήρχε στατική επάρκεια του κτηρίου και των εγκαταστάσεών του), είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της εκκαλουμένης απόφασης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς εφάρμοσε μεταξύ άλλων διατάξεων και αυτήν του άρθρου 925 ΑΚ, ως προς την ευθύνη της εκκαλούσας της υπό στοιχ. Β έφεσης και συνεπώς, ο 2ος λόγος της υπό στοιχ. Δ έφεσης με την οποία ο εκκαλών παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπ΄όψιν την αντικειμενική ευθύνη της ανωτέρω εκκαλούσας, πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επίσης, ως προς τον 7ο των εναγομένων – εκκαλούντα της υπό στοιχ. Γ έφεσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η άσκηση της αγωγής από τον ενάγοντα δεν αποτελεί καταχρηστική συμπεριφορά υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, εν όψει του ότι η εμπρόθεσμη άσκησή της εντός της νομίμου προθεσμίας της πενταετίας και εναντίον του, μεταξύ των άλλων εναγομένων, αποτελεί δικαίωμα του ενάγοντα, η δε νομική μορφή της 5ης εναγομένης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης της οποίας είχε οριστεί διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος, ενεργών από κοινού με τον 6ο ενάγοντα ή κεχωρισμένως, όντας μάλιστα και μοναδικοί εταίροι αυτής, (βλ. καταχώρηση καταστατικού της εταιρίας «………» στο υπ΄αριθ. …….. ΦΕΚ, τ. αν. ετ. & επε, στο οποίο αναφέρεται ότι οι 6ος και 7ος εναγόμενοι, οι οποίοι κάλυψαν το κεφάλαιο της ως άνω εταιρίας εξ ημισείας με το ποσό των 5.000.000 δρχ. έκαστος και καθίστανται συνδιαχειριστές και εκπρόσωποι αυτής, ενεργούντες από κοινού ή κεχωρισμένως), δεν αποκλείει τη δική του υπαιτιότητα μόνον από το γεγονός ότι δεν έλαβε την ιδιότητα του κατηγορουμένου και δεν καταδικάστηκε από το ποινικό δικαστήριο, λόγω της υπογραφής του ιδιωτικού συμφωνητικού εργολαβίας μόνον από το συνέταιρό του που ενεργούσε ως εκπρόσωπος και συνδιαχειριστής της 5ης εναγομένης τεχνικής εταιρίας, εφόσον για το ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν αποδείχθηκε ότι εναντιώθηκε στην κατασκευή των ανωτέρω αυθαίρετων και επικίνδυνων τεχνικών έργων, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, ανεξαρτήτως του τυχαίου γεγονότος ότι στο από 5.1.2001 ιδιωτικό συμφωνητικό εργολαβίας υπέγραψε ο συνεταίρος και συνδιαχειριστής του, 6ος εναγόμενος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό του, έστω και με ατελή αιτιολογία, η οποία παραδεκτά (ΚΠολΔ 534) συμπληρώνεται με την παρούσα, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (2ος) της υπό κρίση υπό στοιχ. Γ έφεσής του, με τον οποίο παραπονείται ότι η άσκηση της αγωγής εναντίον του είναι καταχρηστική, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επίσης, εν όψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και απέρριψε τους ισχυρισμούς που επαναφέρονται με τους 3ο και 4ο (συναφείς) λόγους της υπό στοιχ. Γ έφεσης, με τους οποίους ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η ως άνω εκπροσωπουμενη από αυτόν εταιρία και κατ΄επέκταση ο ίδιος, υπέχουν ευθύνη για τις ως άνω αυθαίρετες και επικίνδυνες κατασκευές, το μέν διότι δεν αποδείχτηκε ότι κατασκευάστηκαν από την εταιρία, το δε διότι δεν περιλαμβάνονταν στο ως άνω συμφωνητικό εργολαβίας και μάλιστα ότι για τις συμφωνηθείσες σε αυτό (εργολαβικό) εργασίες, δεν απαιτείτο οικοδομική άδεια. Ειδικότερα, τόσο από την απολογία του … …………., νόμιμου εκπρόσωπου της μισθώτριας εταιρίας – 2ου εκκαλούντα της υπό στοιχ. Α έφεσης ο οποίος δεν αμφισβήτησε το παράνομο της κατασκευής και κατέθεσε ότι «σε συνεργασία με την τεχνική εταιρία ενισχύσαμε το κτήριο, ο φωταγωγός ήταν ένα μέρος του έργου», (βλ υπ΄αριθ. 744, 1083, 1289/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς), και «Εμείς αναθέσαμε στην τεχνική εταιρία να γίνουν κάποια σοβαρά έργα. … … … Προκρίναμε τον τρόπο χρήσης του φωταγωγού, βάσει μελετών της τεχνικής εταιρίας. Δεχτήκαμε την πρότασή τους. …», (βλ.πρακτικά της υπ΄αριθ. 651/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς), καθώς και την απολογία του .. …………. στην ως άνω απόφαση του Πλημμελειοδικείου «Ο φωταγωγός έκλεισε με την τζαμαρία με την προϋπόθεση μαζί με την πόρτα να μην υπάρχει πρόσβαση στο φωταγωγό»), αποδεικνύεται, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι το ένδικο έργο είχε αναλάβει η ως άνω εταιρία – 5η εναγομένη, κατά τη σύνταξη δε του εργολαβικού συμφωνητικού, όπως είναι εύλογο, δεν αναφέρθηκαν λεπτομερώς οι πραγματοποιηθησόμενες εργασίες, λόγω του παράνομου χαρακτήρα τους, για το λόγο δε αυτόν αναγράφηκε στο συμφωνητικό μόνον ότι δεν απαιτείται οικοδομική άδεια. Εν όψει των ανωτέρω, το ποσοστό συνυπαιτιότητας των εναγομένων, ανέρχεται σε 70%, ενώ κατά ποσοστό 30% συνυπαίτιος είναι και ο θανών, ο οποίος, αν και γνώριζε την επικινδυνότητα της διέλευσης από το χώρο του φωταγωγού, παρόλ΄αυτά, επιχείρησε εργασίες χωρίς προηγουμένως να καλύψει με ξύλινες δοκούς το άνοιγμα του φωταγωγού όπως συνήθιζε σε τέτοιες περιπτώσεις, ώστε να δημιουργήσει ασφαλές έδαφος εργασίας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως ότι ο θανών έχει συνυπαιτιότητα ως προς την επέλευση του θανάτου του και έκανε εν μέρει δεκτή τη σχετική ένσταση των εναγομένων από το άρθρο 300 ΑΚ, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο 1ος λόγος της υπό στοιχ. Δ έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένως κρίθηκε συνυπαιτιότητα του θανόντος πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Εξάλλου, ο θανών, που ήταν 40 ετών, όπως προαναφέρθηκε, ήταν υγιής και διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον ενάγοντα γιό του που τότε ήταν 12 ετών και με τον οποίο είχαν συχνή επικοινωνία, υφισταμένου μεταξύ τους στενού ψυχικού δεσμού και αγάπης, επιπλέον δε ο θανών, ως πατέρας, αγωνιούσε για την εξασφάλιση του ενάγοντα και κατηύθυνε την εργατικότητα και δημιουργικότητά του προς το σκοπό αυτό, (βλ. κατάθεση …….. στα πρακτικά της υπ΄αριθ. 651/2013 ως άνω απόφασης). Ο στενός δεσμός τους ως πατέρα και γιου ενισχύεται και από το γεγονός ότι μετά το θάνατό του, ο ενάγων χρειάστηκε να λάβει ψυχολογική υποστήριξη, (βλ. υπ΄αριθ. …….. βεβαίωση της εταιρίας Φροντίδας Παιδιών και Οικογενειών στην Αρρώστια και στο Θάνατο «Μέριμνα»). Ετσι, συνεπεία του απροσδόκητου και υπό τις εκτεθείσες συνθήκες θανάτου του ….., ο ενάγων υπέστη ψυχική οδύνη, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να επιδικασθεί σε αυτόν χρηματική ικανοποίηση, η οποία, λαμβανομένων υπ΄όψιν όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του ενδίκου ατυχήματος, μεταξύ των άλλων, το είδος της προσβολής που δέχθηκε, τη διάρκεια και την ένταση της θλίψης και του ψυχικού άλγους που δοκίμασε, το μέγεθος και την ένταση της οδυνηρής εμπειρίας που βίωσε, την απαιτούμενη για την καταπολέμησή του (του ψυχικού άλγους) προσπάθειά του, το στενό συναισθηματικό σύνδεσμό του και το βαθμό της συγγένειας που τον συνέδεε με το θανόντα, την ηλικία του τελευταίου, αλλά και του ενάγοντα, τις ιδιαίτερες παραπάνω συνθήκες του αδικήματος, το βαθμό και τη βαρύτητα του πταίσματος των εναγομένων, όπως και το βαθμό του συντρέχοντος πταίσματος του ίδιου του θανόντα, καθώς και την κοινωνική θέση και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων φυσικών προσώπων, η εύλογη, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, που δικαιούται ο ενάγων, πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 70.000 €, χωρίς να περιλαμβάνεται το ποσό των 44 € το οποίο επιδικάστηκε στον ενάγοντα από το ποινικό δικαστήριο, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο στην κρινόμενη περίπτωση, εν όψει δε των ανωτέρω κριτηρίων, με την επιδίκαση του ανωτέρω ποσού ως αποζημίωση για την ψυχική οδύνη του ενάγοντα, δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας με την έννοια της σχέσης ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλαδή δεν υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη δικαστική πρακτική των δικαστηρίων, (ΑΠ 90/2017, ΝΟΜΟΣ).Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που επεδίκασε το ποσό των 90.000 € για την ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης του ενάγοντα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός, (14ος) λόγος της υπό στοιχ. Β έφεσης με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι, με την επιδίκαση του ανωτέρω ποσού παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας, διότι το ποσό είναι υπερβολικό (Β έφεση) πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος και αντίστοιχα, ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος και ο 5ος λόγος της υπό στοιχ. Δ έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι έπρεπε να επιδικαστεί ολόκληρο το αιτούμενο ποσό των 150.000 €. Σημειωτέον ότι για τον προσδιορισμό του ύψους της “εύλογης” χρηματικής ικανοποίησης, το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη, εκτός από τα λοιπά προσδιοριστικά στοιχεία (συνθήκες ατυχήματος, έκταση της προκληθείσας σωματικής βλάβης και συνέπειες αυτής, οικονομική κατάσταση των μερών κ.λπ.) και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, το οποίο συνεκτιμάται με τα ως άνω στοιχεία γι` αυτό και δεν επιτρέπεται, μετά τον τελικό καθορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως, να μειωθεί εκ νέου τούτο ανάλογα με το ποσοστό της συνυπαιτιότητας, (ΑΠ 703/2013 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ότι ο θανών είχε συνυπαιτιότητα 50 % και το ποσό της ικανοποίησης της ψυχικής οδύνης που πρέπει να επιδικαστεί στον ενάγοντα ανέρχεται σε 90.000 €, εκ του αιτουμένου με την αγωγή 150.000 €, δεν έσφαλε ως προς τον υπολογισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης και ορθώς το νόμο εφάρμοσε και οι σχετικοί λόγοι των κρινόμενων εφέσεων, με τους οποίους οι εκκαλούντες υποστηρίζουν ότι το ανωτέρω ποσό υπολογίστηκε εσφαλμένα, (13ος της υπό στοιχ. Α έφεσης, 7ος της υπό στοιχ. Β έφεσης, και 5ος της υπό στοιχ. Γ έφεσης), πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, ανεξαρτήτως του ότι μετά τον ανωτέρω καθορισμό της ικανοποίησης της ψυχικής οδύνης στο ποσό των 70.000 €, αλυσιτελώς προβάλλονται.
Περαιτέρω, ο θανών κατά το χρόνο του θανάτου του δεν είχε μόνιμη και σταθερή εργασία αλλ΄ απασχολούνταν περιστασιακά ως ηλεκτρολόγος, ενώ εκμεταλλευόταν μαζί με τη μνηστή του, …….., το αναψυκτήριο που είχε μισθώσει εκείνη στο μίσθιο κατάστημα, στην ίδια οικοδομή. Ο ενάγων, ως ανήλικος, στερούνταν ιδίων περιουσιακών στοιχείων και λόγω της ηλικίας του δεν μπορούσε να εργαστεί. Οι δαπάνες του για διατροφή, ένδυση, ψυχαγωγία και εκπαίδευση, ήταν οι συνήθεις της ηλικίας του, επιπλέον δε πάσχει από σκολίωση σπονδυλικής στήλης και απαιτείται κηδεμόνας τύπου DDR, αξίας 1.550 €, (βλ. από 2.12.2009 ιατρική γνωμάτευση νοσοκομείου ΚΑΤ και από 16.12.2009 προσφορά εταιρίας ….). Μετά το θάνατο του πατέρα του στερήθηκε τη διατροφή και τις λοιπές υπηρεσίες που ο τελευταίος ήταν υποχρεωμένος να του παρέχει και εφόσον δεν είχε επέλθει ο θάνατός του θα ήταν υποχρεωμένος να διαθέτει για διατροφή του ανηλίκου τέκνου του το ποσό των 250 € μηνιαίως, εν όψει των συνθηκών εργασίας και των εν γένει βιοτικών συνθηκών του. Δεν αποδείχτηκε ότι ο θανών κέρδιζε 3.000 € μηνιαίως από τη λειτουργία του αναψυκτηρίου και από τη λειτουργία του καταστήματος «……», όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών της υπό στοιχ. Δ έφεσης, ούτε ότι ο θανών δεν ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει διατροφή για τον ενάγοντα, απορριπτομένων ως αβασίμων όσων ισχυρίζεται ο ενάγων – εκκαλών με τον 3ο λόγο της έφεσής του. Έτσι, από το χρόνο θανάτου (19.11.2005), μέχρι το χρόνο σύνταξης της αγωγής, (1.9.2010), ήτοι για 57 μήνες και 10 ημέρες θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει το ποσό των 14.250 € (14.250 + 84), εκ των οποίων, εν όψει του ποσοστού συνυπαιτιότητας του θανόντος (30%), πρέπει να του καταβληθεί το ποσό των 9.975 €. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε ότι ο θανών κατέστη συνυπαίτιος του ένδικου δυστυχήματος και δη κατά ποσοστό 50%, λόγω αφ΄ενός της παράλειψής του να χρησιμοποιήσει ξύλινες δοκούς ώστε να δημιουργήσει ασφαλές έδαφος εργασίας, αλλά και αφ΄ετέρου, λόγω του είχε καταναλώσει την ανωτέρω ποσότητα αλκοόλ και ότι πρέπει να του επιδικαστεί για την ικανοποίηση της ψυχικής οδύνης το ποσό των 90.000 €, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει να εξαφανισθεί, να κρατηθεί η υπόθεση, (η από 1.9.2010 αγωγή, με αριθ. κατάθ. …….) και να δικαστεί κατ΄ουσίαν από το παρόν δικαστήριο. Η αγωγή είναι ορισμένη, νόμιμη και βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 922, 925, 926, 928, 930 παρ. 1, 932, 71, 481, 330, 340, 341, 345 και 346 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ. Δεν είναι νόμιμη η αγωγή ως προς το κονδύλιο που αφορά την αποζημίωση λόγω στέρησης διατροφής για το χρονικό διάστημα από 1.9.2010 έως 11.10.2017 κατά το οποίο ο ενάγων προσδοκά ότι θα φοιτά στο Πανεπιστήμιο. Και αυτό διότι, αφ΄ενός μεν ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό των αναγκών του δικαιούχου (ενάγοντος) είναι αυτός της άσκησης της αγωγής και όχι της συζήτησης αυτής, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων στο σχετικό λόγο της υπό στοιχ. Δ έφεσης, αφ΄ετέρου δε αφορά τις υπάρχουσες ανάγκες κατά το χρόνο εκείνο, ενώ η δαπάνη που ανεφάνη σε μεταγενέστερο χρόνο από την άσκηση της αγωγής, όπως στην προκειμένη περίπτωση κατά τη συζήτηση της αγωγής κατά τον οποίο ο ενάγων είναι φοιτητής, μόνον προσδιοριστικά μπορεί να ληφθεί υπ΄όψιν και δεν αποτελεί νόμιμο αίτημα, καθώς ασκήθηκε πρόωρα. Δηλαδή για μελλοντικά έξοδα σπουδών (λ.χ. για την περίπτωση επιτυχίας σε ανώτατη σχολή) δεν μπορεί να ζητηθεί διατροφή, διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιτυχία του είναι προσδοκώμενη, (ΕφΠατρ 242/2002, ΕφΘεσσ 2510/2000, ΕφΑθ 8200/84 Αρμ 39.218). Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών της υπό στοιχ. Δ έφεσης, παραπονείται με τον 4ο λόγο της έφεσής του καικατά το β΄σκέλος αυτού, ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε ως προώρως ασκηθέν, το αίτημά του περί επιδίκασης αποζημίωσης λόγω στέρησης διατροφής για το χρονικό διάστημα από 1.9.2010, (ημερομηνία άσκησης της αγωγής) μέχρι 11.10.2017, οπότε θα έχει σπουδάσει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και θα έχει εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, τα ανωτέρω αποτελούν προσδοκώμενες δαπάνες και όχι υφιστάμενες κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς το νόμο εφάρμοσε και απέρριψε το εν λόγω κονδύλιο και ο σχετικός 4ος λόγος της υπό στοιχ. Δ έφεσης, πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τέλος, εν όψει όλων των ανωτέρω αποδειχθέντων, το αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης, η οποία διατάσσεται ως μέσο για την εκτέλεση της απόφασης, πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, διότι δεν αποδείχθηκε η συνδρομή των ουσιαστικών κριτηρίων για την επιβολή της. Ειδικότερα, η επιβολή προσωπικής κράτησης από το δικαστήριο είναι δυνητική, στην προκειμένη δε περίπτωση, δεν αποδείχτηκε κακή πίστη εκ μέρους των υποχρέων, αφερεγγυότητα αυτών ή προσπάθεια εκ μέρους τους για απόκρυψη της περιουσίας τους, ορθώς δε το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε το σχετικό αίτημα ως ουσιαστικά αβάσιμο και ο σχετικός (6ος) λόγος της υπό στοιχ. Δ έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι 1η, 2η, 3ος, 4ος και 7ος των εναγομένων, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας από αυτούς, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 79.975 €, (= 70.000 + 9.975 €) και δη νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, ως προς δε τους 5η και 6ο των εναγομένων, οι οποίοι ερημοδίκησαν, να καταβάλουν το επιπλέον ποσό των 18.692 € [(70.000 + 28.667 = 98.667) – 79. 975 €]. Πρέπει επίσης να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου έφεσης στους εκκαλούντες της υπό στοιχ. Α έφεσης (495 παρ. 3 ΚΠολΔ) και τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των εναγομένων αλλά μειωμένα, κατά το λόγο μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, (178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, Α) την από 1.11.2016 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………), Β) την από 7.11.2016, (υπ΄αριθ. κατάθ. ………), Γ) την από 11.11.2016, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……….) και Δ) την από 7.11.2016, (υπ΄αριθ. κατάθ. ………), εφέσεις κατά της υπ΄αριθ. 1957/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (Τακτικής Διαδικασίας).
Δέχεται τυπικά αυτές και απορρίπτει κατ΄ουσίαν τις υπό στοιχ. Β, Γ και Δ εφέσεις.
Δέχεται κατ΄ουσίαν την υπό στοιχ. Α έφεση.
Εξαφανίζει την υπ΄αριθ. 1957/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (Τακικής Διαδικασίας).
Κρατεί την υπόθεση.
Δικάζει κατ΄ουσίαν την από 1.9.2010, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……..) αγωγή.
Απορρίπτει ό,τι έκρινε απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη.
Υποχρεώνει τους 1η, 2η, 3ο, 4ο και 7ο των εναγομένων, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστο, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των εβδομήντα εννέα χιλιάδων εννιακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ, (79.975 €).
Υποχρεώνει τους 5η και 6ο των εναγομένων, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστο, να καταβάλουν στον ενάγοντα το επιπλέον ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα δύο ευρώ, (18.692 €) και όλα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
Επιβάλλει, σε βάρος των εναγομένων, μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων διακοσίων ευρώ (6.000 €).
Διατάσει την επιστροφή του παραβόλου υπ΄αριθ. ……… e – παράβολο της Τράπεζας Alpha, που πληρώθηκε στις 4.11.2016, στους εκκαλούντες της υπό στοιχ. Α έφεσης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 21η Ιουνίου 2018 και δημοσιεύθηκε στις 10 Ιουλίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ