ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………………., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Τσιώνα (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΚΑΙ των ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………………., 2) ………………………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Χρυσοφώτη (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ) και 3) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας ………………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαράλαμπο Ζαχαριάδη (με δήλωση, κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Η ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 14-9-2021, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………../20-10-2021, αγωγή της (εφεξής υπό στοιχείο Α), κατά των εναγόμενων – ήδη εφεσίβλητων.
Επίσης, Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ άσκησε ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, την από 6-9-2019, με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …………/6-9-2019, αγωγή του (εφεξής υπό στοιχείο Β) κατά των 1) …………- ήδη εκκαλούσας και 2) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας ……………..
Το ανωτέρω Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς), με την υπ΄αρ. 905/22-3-2022 οριστική απόφασή του, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρα 614 περ.6 επ. 591 ΚΠολΔ), αφού συνεκδίκασε τις παραπάνω αγωγές, αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε την υπό στοιχείο Α (αγωγή) και έκανε εν μέρει δεκτή την υπό στοιχείο Β.
Ήδη η ενάγουσα στην πρώτη (Α) αγωγή και πρώτη εναγόμενη στην δεύτερη (Β) αγωγή, προσβάλλει την απόφαση αυτή με την κρινόμενη από 4-5-2022 έφεσή της, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……./4-5-2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. …………/10-5-2022, προσδιορίστηκε δε η συζήτησή της για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο με αρ. 25.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ύστερα από δήλωσή τους που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση της εκκαλούσας (ενάγουσας στην ως άνω υπό στοιχείο Α αγωγή και πρώτης εναγόμενης στην ως άνω υπό στοιχείο Β αγωγή) κατά της υπ΄αρ. 905/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ειδικότερα των διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα καθώς και από τη σύμβαση ασφάλισής τους (άρθρα 614 παρ.6 επ., 591 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση της τελευταίας μέχρι την άσκηση της έφεσης δεν έχει παρέλθει διετία. Έχει κατατεθεί δε από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ παράβολο του Δημοσίου (βλ. σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν του δικογράφου της). Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς την παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 10 του Ν. ΓΠΝ/1911, 297, 298, 300, 330 εδ. β και 914 του AK, προκύπτει ότι, η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν καταβαλλόταν, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του παράνομου και ζημιογόνου αποτελέσματος. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει την ζημία και την επέφερε στην συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 301/2021, ΑΠ 705/2016, ΑΠ 1936/2013, Εφ.Πειρ. 532/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξη της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 1637/2011, ΑΠ 777/2007, Εφ.Πατρ. 85/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα – ήδη εκκαλούσα, εξέθετε στην ως άνω από 14-9-2021 και με Ε.Α.Κ. …../2021 (υπό στοιχείο Α) αγωγή της, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, στις 18-5-2018 και περί ώρα 22.30, ο πρώτος εναγόμενος – ήδη πρώτος εφεσίβλητος, οδηγώντας το υπ΄αρ. κυκλοφορίας ………. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγόμενου – ήδη δεύτερου εφεσίβλητου, που ήταν ασφαλισμένο, έναvτι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους, στην τρίτη εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία – ήδη τρίτη εφεσίβλητη, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά του, καθώς παραβίασε ερυθρό σηματοδότη, την σύγκρουση του ως άνω οχήματος με το υπ΄αρ. κυκλοφ. ………… Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο, που οδηγούσε η ίδια (ενάγουσα), ιδιοκτησίας της, η οποία (σύγκρουση) έγινε στον τόπο και κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή και είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ζητούσε δε ακολούθως η ενάγουσα, όπως παραδεκτά μετέτρεψε συνολικά το αγωγικό αίτημα από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις της), να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, το ποσό των 16.433,76 ευρώ, ως αποζημίωση για τη μίσθωση υπηρεσιών τρίτου προσώπου για τη φροντίδα της, λόγω του τραυματισμού της στο ένδικο ατύχημα, τις οποίες της παρείχε ο σύζυγός της με υπερένταση των προσπαθειών του, καθώς και το ποσό των 100.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ένεκα του τραυματισμού της αυτού, ήτοι το συνολικό ποσό των 116.433,76 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.
Εξάλλου, ο ενάγων στην ως άνω από 6-9-2019 και με Ε.Α.Κ. ………./2019 (υπό στοιχείο Β) αγωγή (δεύτερος εναγόμενος στην υπό στοιχ. Α αγωγή – ήδη δεύτερος εφεσίβλητος), εξέθετε σε αυτήν, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, κατά τον παραπάνω χρόνο, ήτοι στις 18-5-2018 και περί ώρα 22.30, η πρώτη εναγόμενη (ενάγουσα στην υπό στοιχ. Α αγωγή – ήδη εκκαλούσα), οδηγώντας το υπ΄αρ. κυκλοφ. ……… Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της, που ήταν ασφαλισμένο, έναvτι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους, στη δεύτερη εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία (‘……..’’), προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά της, καθώς παραβίασε ερυθρό σηματοδότη, την ολοσχερή καταστροφή του υπ΄αρ. κυκλοφ. ……. Ι.Χ.Ε αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του, που οδηγούσε ο προστηθείς αυτού γιός του ………… (πρώτος εναγόμενος στην υπό στοιχ. Α αγωγή – ήδη πρώτος εφεσίβλητος) και ήταν ασφαλισμένο έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους στην ασφαλιστική εταιρεία ‘…………..’’ (τρίτη εναγόμενη στην υπό στοιχ. Α αγωγή – ήδη τρίτη εφεσίβλητη), κατά τη σύγκρουση των ως άνω οχημάτων, που έγινε στον τόπο και κάτω από τις συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή. Ζητούσε δε ακολούθως ο ενάγων, όπως παραδεκτά περιόρισε το αγωγικό αίτημα και έτρεψε αυτό από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό (με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και με τις πρωτόδικες προτάσεις του), να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, η κάθε μία εις ολόκληρο, να του καταβάλουν, το ποσό των 20.000 ευρώ ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την καταστροφή του αυτοκινήτου του και το ποσό των 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από το ένδικο ατύχημα, με το νόμιμο τόκο από την επίδoση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς επίσης, να αναγνωρισθεί ότι αυτές (εναγόμενες) οφείλουν περαιτέρω να του καταβάλουν, η κάθε μία εις ολόκληρο, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, το ποσό των 7.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο ως ανωτέρω.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 905/2022) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, συνεκδικάζοντας τις ως άνω αγωγές έκρινε αυτές ορισμένες και νόμιμες, πλην του αιτήματός τους να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή το οποίο, μετά την τροπή των αγωγικών αιτημάτων από καταψηφιστικά σε έντοκα αναγνωριστικά, έκρινε ότι καθίσταται μη νόμιμο (συνολικά στην πρώτη αγωγή, ενώ στη δεύτερη αγωγή στο βαθμό που τράπηκε το καταψηφιστικό αίτημά της σε αναγνωριστικό), καθώς συνάδει με τον καταψηφιστικό χαρακτήρα αυτών. Στη συνέχεια, απέρριψε την υπό στοιχείο Α αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και έκανε εν μέρει δεκτή την υπό στοιχείο Β αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ως άνω απόφαση (εκκαλουμένη). Υποχρέωσε δε τις εναγόμενες (στη Β αγωγή), την καθεμία εις ολόκληρο, να καταβάλουν στον ενάγοντα αυτής – ήδη δεύτερο εφεσίβλητο, το ποσό των 21.000 ευρώ (20.000 ευρώ ως αποζημίωση και 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), με το νόμιμο τόκο (επιδικίας) από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ενώ απέρριψε το αίτημα της αγωγής αυτής περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής ως ουσιαστικά αβάσιμο. Τέλος, επέβαλε τα δικαστικά έξοδα των εναγόμενων στην Α αγωγή, εις βάρος της ηττηθείσας ενάγουσας αυτής, τα οποία όρισε στο ποσό των 2.800 ευρώ, καθώς επίσης επέβαλε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος στη Β αγωγή, λόγω της εν μέρει νίκης του και ανάλογα με την έκταση αυτής, εις βάρος των εναγόμενων, τα οποία όρισε στο ποσό των 700 ευρώ.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται η ενάγουσα στην υπό στοιχείο Α αγωγή και πρώτη εναγόμενη στην υπό στοιχείο Β αγωγή – ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της και να απορριφθεί εξολοκλήρου η αγωγή του αντιδίκου της.
Από την εκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του πρώτου εναγόμενου στην υπό στοιχείο Α αγωγή (……….), ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση απομαγνητοφωνημένα πρακτικά αυτού, όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ανεξαρτήτως αν γίνεται ειδική μνεία σε κάποια από αυτά παρακάτω, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητά των οποίων δεν αμφισβητείται, όπως και οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που λήφθηκαν στα πλαίσια της ποινικής δικογραφίας, οι οποίες εκτιμώνται ελεύθερα ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς και της υπ’αρ. ……/3-2-2022 ένορκης βεβαίωσης του ……. ……, που προσκομίζει η εκκαλούσα (ενάγουσα στην Α αγωγή και πρώτη εναγόμενη στη Β) και λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς ……….., μετά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, εντός της προθεσμίας προσθήκης – αντίκρουσης, κατόπιν σχετικής δήλωσης της πληρεξούσιας δικηγόρου της ενώπιον του ακροατηρίου αυτού, που ισχύει ως κλήτευση των αντιδίκων της, την οποία έλαβε υπόψη η εκκαλουμένη, διότι, όπως κρίθηκε με αυτήν, λόγω ανωτέρας βίας ο ως άνω μάρτυρας δεν μπόρεσε να καταθέσει κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς είχε διαγνωσθεί θετικός στον ιό covid-19 (όπως προέκυψε από το σχετικό Ευρωπαϊκό Ψηφιακό Πιστοποιητικό Covid µε ισχύ έως 20-4-2022), σε κάθε δε περίπτωση η ένορκη αυτή βεβαίωση παραδεκτά προσκομίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στις 18-5-2018 και περί ώρα 22:30 ο ………, πρώτος εναγόµενος στην υπό στοιχείο Α αγωγή – ήδη πρώτος εφεσίβλητος, οδηγώντας το υπ’ αρ. κυκλοφορίας ………. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο µάρκας BMW, ιδιοκτησίας του πατέρα του …………., δεύτερου εναγόμενου στην υπό στοιχείο Α αγωγή και ενάγοντος στην υπό στοιχείο Β αγωγή – ήδη δεύτερου εφεσίβλητου, που ήταν ασφαλισµένο έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους στην τρίτη εναγόμενη στην υπό στοιχείο Α αγωγή ασφαλιστική εταιρεία – ήδη τρίτη εφεσίβλητη, κινείτο, με κανονική για τις επικρατούσες συνθήκες ταχύτητα, επί της λεωφόρου Θηβών µε κατεύθυνση από Πειραιά προς Αιγάλεω στο ύψος της διασταύρωσης µε την οδό Αγίων Αναργύρων, στην οποία (διασταύρωση) υπάρχουν οριζόντια και κάθετη σήµανση, διάβαση πεζών, καθώς και φωτεινοί σηµατοδότες, οι οποίοι λειτουργούσαν κανονικά, στη δε πορεία του ως άνω οδηγού είχαν πράσινη ένδειξη. Η εν λόγω λεωφόρος στο σημείο εκείνο είναι ευθεία, διπλής κατεύθυνσης µε δύο λωρίδες ανά ρεύμα κυκλοφορίας, υπερυψωµένη διαχωριστική νησίδα και πλάτος (στην ανωτέρω κατεύθυνση) 9,5 µέτρα. Το ανώτατο επιτρεπόµενο όριο ταχύτητας είναι 50 χλµ./ώρα, καθώς πρόκειται για κατοικηµένη περιοχή. Οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές και το οδόστρωµα (άσφαλτος) ξηρό και υπήρχε επαρκής δηµοτικός φωτισµός, ενώ η κυκλοφορία των οχηµάτων και των πεζών ήταν κανονική και η ορατότητα των οδηγών δεν περιοριζόταν από φυσικά ή τεχνητά εµπόδια (βλ. σχετικά με τα παραπάνω την από 18-5-2018 Έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήµατος, καθώς και το πρόχειρο σχεδιάγραµµα που συνέταξαν τα αρμόδια αστυνομικά όργανα του Τμήματος Τροχαίας Κορυδαλλού). Κατά τον ως άνω χρόνο, η ενάγουσα στην υπό στοιχείο Α αγωγή – πρώτη εναγόμενη στην υπό στοιχείο Β αγωγή, ήδη εκκαλούσα, που οδηγούσε το υπ΄αρ. κυκλοφορίας ……. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο µάρκας SUZUKI, ιδιοκτησίας της, το οποίο ήταν ασφαλισµένο, έναντι του κινδύνου πρόκλησης ζημιών σε τρίτους, στη δεύτερη εναγόμενη στην υπό στοιχείο Β αγωγή ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία (.. ……..) και κινείτο επί της οδού Αγίων Αναργύρων µε κατεύθυνση από Καµίνια προς Νίκαια, παραβίασε τον ερυθρό σηματοδότη που βρισκόταν στην πορεία της και διέσχισε κάθετα τη λεωφόρο Θηβών, στην οποία, όπως προαναφέρθηκε, ο φωτεινός σηματοδότης που ρύθμιζε την κυκλοφορία είχε πράσινη ένδειξη, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί το όχημά της (το εμπρόσθιο αριστερό μέρος του) με το εμπρόσθιο δεξιό μέρος του ως άνω οχήματος που οδηγούσε ο πρώτος εφεσίβλητος, που τη στιγμή εκείνη κινείτο κανονικά στην λεωφόρο αυτή. Ο τελευταίος, τροχοπέδησε (βρέθηκαν δύο ίχνη τροχοπέδησης μήκους 7,3 μ. και 5,8 μ., που προέρχονται από το εν λόγω όχημα, όπως αναφέρεται στην ως άνω έκθεση αυτοψίας και στο πρόχειρο σχεδιάγραμμα της τροχαίας), καθώς επίσης προέβη σε αριστερό ελιγμό προκειμένου να αποφύγει τη σύγκρουση, πλην όμως αυτό δεν κατέστη δυνατό, λόγω της αιφνίδιας κίνησης της οδηγού – εκκαλούσας κάθετα στη λεωφόρο Θηβών και της μικρής απόστασης μεταξύ των δύο οχημάτων. Η σύγκρουση είχε ως αποτέλεσμα να ανατραπεί το αυτοκίνητο της εκκαλούσας με την αριστερή του πλευρά να εφάπτεται επί του οδοστρώματος της λεωφόρου Θηβών στο ρεύμα προς Αιγάλεω και να εκτραπεί της πορείας του το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο πρώτος εφεσίβλητος, το οποίο ανήλθε επί της υπερυψωμένης διαχωριστικής νησίδας της ίδιας λεωφόρου. Η δε εκκαλούσα οδηγός, υπέστη τραυματισμό ένεκα του επίδικου ατυχήματος. Από τα παραπάνω, πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι, η πρόκληση του ένδικου ως άνω ατυχήματος οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα (αμέλεια) της τελευταίας, ήτοι της εκκαλούσας (ενάγουσας στην Α αγωγή και πρώτης εναγόμενης στη Β), η οποία δεν επέδειξε την επιμέλεια του μέσου συνετού οδηγού, που όφειλε και μπορούσε, υπό τις επικρατούσες περιστάσεις, να επιδείξει. Ειδικότερα, η υπαιτιότητά της συνίσταται στο ότι αυτή, οδηγώντας χωρίς σύνεση και χωρίς να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή της, παραβίασε τον ερυθρό σηματοδότη που υπήρχε στην πορεία της, κατά παράβαση των άρθρων 6 παρ. 1 περ. β’ και 12 παρ.1 του ΚΟΚ (ν. 2696/1999) και εισήλθε ανέλεγκτα στην λεωφόρο Θηβών, όπου οι κινούμενοι οδηγοί και συγκεκριμένα ο πρώτος εφεσίβλητος (πρώτος εναγόμενος στην Α αγωγή) είχαν στο ρεύμα πορείας τους, όπως προεκτέθηκε, πράσινο σηματοδότη. Τα ανωτέρω περιστατικά, ότι δηλ. η εκκαλούσα οδηγός ήταν αυτή που παραβίασε τον ερυθρό σηματοδότη και όχι ο εφεσίβλητος (όπως αυτή ισχυρίστηκε τόσο πρωτοδίκως όσο και με την κρινόμενη έφεσή της), αποδεικνύονται και από τα όσα καταθέτουν στις από 13-6-2018 και 14-6-2018 εκθέσεις ένορκης κατάθεσής τους, που λήφθηκαν κατά την αστυνομική προανάκριση, οι μάρτυρες ………..και ………….., αντίστοιχα. Ο πρώτος εξ αυτών αναφέρει στην ανωτέρω κατάθεσή του ότι, κατά τη στιγμή της σύγκρουσης βρισκόταν πεζός στο δεξιό πεζοδρόμιο του ρεύματος πορείας προς Αιγάλεω της λεωφ. Θηβών λίγα μέτρα πριν τον φωτεινό σηματοδότη που υπάρχει προ της διασταύρωσης με την οδό Αγ. Αναργύρων, σημείο στο οποίο είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητό του και κινείτο προς αυτό. Είδε δε ότι, στη λεωφ. Θηβών (όπου κινείτο ο πρώτος εναγόμενος στην Α αγωγή- ενάγων στη Β), τα φανάρια είχαν ένδειξη πράσινου χρώματος για τα οχήματα, τα οποία μάλιστα συνέχισαν να έχουν πράσινη ένδειξη και μετά τη σύγκρουση, γεγονός που τονίζει και ο δεύτερος ως άνω μάρτυρας (………….) στην κατάθεσή του. Ο τελευταίος αναφέρει ακόμη ότι, κατά το χρόνο του ατυχήματος κινείτο με το αυτοκίνητό του επί της λεωφ. Θηβών με πορεία από Αιγάλεω προς Πειραιά, πλησιάζοντας δε τη διασταύρωση με την οδό Αγ. Αναργύρων, είδε ‘’…ένα αυτοκίνητο BMW να κινείται επί της λεωφόρου με πορεία από Πειραιά προς Αιγάλεω και ένα αυτοκίνητο κόκκινο να κινείται στην Αγ. Αναργύρων με πορεία από Καμίνια προς Νίκαια. Ωστόσο, φθάνοντας τα δύο αυτοκίνητα στην ίδια διασταύρωση κα παρότι τα φανάρια επί της Θηβών συνέχιζαν να έχουν πράσινη ένδειξη το κόκκινο αυτοκίνητο (SUZUKI) δεν ανέκοψε καθόλου ταχύτητα και εισερχόμενο στη διασταύρωση χτύπησε το BMW’’. Συνεχίζοντας ο ίδιος μάρτυρας, καταθέτει ότι, ακριβώς πριν τη σύγκρουση, ο οδηγός του BMW πάτησε φρένο προφανώς επειδή αντιλήφθηκε ότι το έτερο αυτοκίνητο δεν σταματούσε, όμως η σύγκρουση ήταν αδύνατο να αποφευχθεί. Οι καταθέσεις των παραπάνω μαρτύρων, κρίνονται αξιόπιστες από το παρόν Δικαστήριο, όπως και από το πρωτοβάθμιο, δεδομένου ότι, αυτοί βρέθηκαν στο σημείο του ένδικου ατυχήματος όταν έφτασαν εκεί τα αστυνομικά όργανα της τροχαίας και καταγράφησαν ως αυτόπτες στην έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος, που αυτά συνέταξαν. Πέραν τούτου, ενώ δεν γνωρίζουν τους διαδίκους ούτε γνωρίζονται μεταξύ τους, υπάρχει απόλυτη σύμπτωση στα όσα καταθέτουν περί των συνθηκών του ατυχήματος και είναι κατηγορηματικοί ως προς το ότι η οδηγός του κόκκινου αυτοκινήτου μάρκας SUZUKI (δηλ. η ενάγουσα της Α αγωγής – πρώτη εναγόμενη της Β – ήδη εφεσίβλητη) ήταν αυτή που παραβίασε τον ερυθρό σηματοδότη. Το γεγονός ότι οι εν λόγω μάρτυρες αναγράφονται στην έκθεση αυτοψίας ως ‘’αυτόπτες μάρτυρες κατά δήλωσή τους’’, δεν σημαίνει ότι δεν ήταν αυτόπτες, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα στον δεύτερο λόγο της έφεσής της, ούτε μειώνει βέβαια την αξιοπιστία τους, καθώς η παραπάνω, είναι η πάγια έκφραση που χρησιμοποιείται στις εκθέσεις αυτοψίας, αφού, όταν προσέρχονται τα όργανα της τροχαίας, το ατύχημα έχει ήδη συμβεί και δεν είναι παρόντα κατά τη στιγμή της σύγκρουσης, ώστε να έχουν ιδίαν αντίληψη των αυτοπτών μαρτύρων, τους οποίους αναζητούν ανάμεσα στους παρευρισκόμενους στο σημείο εκείνο. Εξάλλου, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας, ότι η μαρτυρία του ως άνω ………….. (πεζού) θα έπρεπε να αξιολογηθεί ως αναξιόπιστη, επειδή, όπως υποστηρίζει στον ανωτέρω λόγο της έφεσής της, οι πεζοί δεν συνηθίζεται να προσέχουν τα φανάρια, δεν κρίνεται πειστικός. Όσον αφορά δε στην από 4-7-2018 έκθεση ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ………….., που δόθηκε επίσης κατά την αστυνομική προανάκριση, όπου αναφέρει ότι βρισκόταν με το όχημά του πίσω από το αυτοκίνητο της ενάγουσας – εκκαλούσας όταν συνέβη το ατύχημα και ο σηματοδότης στην πορεία τους ήταν πράσινος, αυτή (κατάθεση) δεν κρίνεται εξίσου αξιόπιστη με τις προαναφερθείσες καταθέσεις των ανωτέρω μαρτύρων, όπως επίσης ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κι αυτό διότι ο εν λόγω μάρτυρας, παρότι κατά τα αναφερόμενα στην κατάθεσή του, παρέμεινε στο σημείο του ατυχήματος μέχρι να καταφθάσει η τροχαία και η πυροσβεστική, εντούτοις δεν καταγράφηκε ως αυτόπτης στην έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος. Θα μπορούσε, άλλωστε, να δώσει τα στοιχεία του στα αρμόδια αστυνομικά όργανα και όχι μόνο στους συγγενείς της ενάγουσας, όπως ο ίδιος αναφέρει ότι έπραξε. Σε κάθε περίπτωση, οι σαφείς και κατηγορηματικές καταθέσεις δύο μαρτύρων στις οποίες υπάρχει ταύτιση, όπως προεκτέθηκε, σχετικά με τις συνθήκες του ατυχήματος και ειδικότερα αναφορικά με το γεγονός ότι η εκκαλούσα παραβίασε τον ερυθρό σηματοδότη, έναντι ενός μάρτυρα που καταθέτει το αντίθετο, κρίνεται ότι παρέχουν μεγαλύτερα εχέγγυα αξιοπιστίας. Περαιτέρω, ο ενόρκως βεβαιών ……………, σύζυγος της ενάγουσας στην Α αγωγή – ήδη εκκαλούσας, δεν ήταν παρών στο ένδικο ατύχημα και συνεπώς δεν έχει ιδίαν αντίληψη περί των συνθηκών αυτού. Με βάση, λοιπόν, όσα προεκτέθηκαν, ο ισχυρισμός της ως άνω ενάγουσας- εκκαλούσας, που πρόβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της, ότι αποκλειστικός υπαίτιος της επίδικης σύγκρουσης είναι ο πρώτος, εφεσίβλητος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς επίσης και η προβληθείσα από αυτήν ένσταση περί συνυπαιτιότητας αυτού (άρθρο 300 ΑΚ). Επίσης, σύμφωνα με τα παραπάνω, απορριπτέοι ως αβάσιμοι τυγχάνουν και οι ανωτέρω δεύτερος και τέταρτος λόγοι της ένδικης έφεσης με τους οποίους η εκκαλούσα παραπονείται ότι κακώς η εκκαλουμένη απέδωσε αυξημένη αποδεικτική ισχύ στις καταθέσεις των προαναφερθέντων μαρτύρων ……… και …….. και μειωμένη σε αυτήν του …….. Ακόμη, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι, ο οδηγός του υπ΄αρ. κυκλοφορίας ………… Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου – πρώτος εναγόμενος στην Α αγωγή – πρώτος εφεσίβλητος, έβαινε με μεγάλη ταχύτητα, όπως υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο της έφεσής της, με αποτέλεσμα να εμβολίσει το όχημα που οδηγούσε αυτή. Στο από 18-5-2018 Δελτίο ιχνών τροχοπέδησης οδικού τροχαίου ατυχήματος της Δ/νσης Τροχαίας Αττικής, του οποίου γίνεται μνεία και στην εκκαλουμένη, αναφέρεται ότι η ταχύτητα του εν λόγω αυτοκινήτου ήταν 35 χλμ/ώρα, πλέον της ταχύτητας που απορροφήθηκε από τη σύγκρουση, η οποία δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Σε συνδυασμό δε με την έκταση των βλαβών που υπέστησαν τα συγκρουσθέντα οχήματα, όπως αυτές απεικονίζονται και στις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, αλλά και τις καταθέσεις των παραπάνω μαρτύρων, εκτιμάται, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, ότι η ταχύτητά του ήταν μεν μεγαλύτερη των 35 χλμ/ώρα, αλλά δεν ξεπερνούσε το νόμιμο όριο των 50 χλμ/ώρα. Επομένως, κι αυτός ο λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, εξαιτίας της επίδικης σύγκρουσης, το ως άνω υπ΄αρ. κυκλοφορίας ……. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του ενάγοντος στην υπό στοιχείο Β αγωγή – δεύτερου εφεσίβλητου, υπέστη εκτεταμένες ζημίες στο εμπρόσθιο μέρος (προφυλακτήρα, καπό, αμορτιστέρ, δεξιό φτερό, δεξιό φανάρι, ζάντες) καθώς και στο πίσω δεξιά μέρος (φτερό και πόρτα), αλλά και στο εσωτερικό του (αερόσακο οδηγού), η αποκατάσταση των οποίων ήταν οικονομικά ασύμφορη. Ειδικότερα, όπως κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η εμπορική αξία του ως άνω αυτοκινήτου, μάρκας BMW, μοντέλο 520ί M-Technic, χρώματος μπλε, 1.995 κυβικών εκατοστών, με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας 11-8-2008, που είχε διανύσει κατά τον χρόνο του ατυχήματος 86.448 χιλιόμετρα, ανερχόταν, κατά τον ίδιο χρόνο, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αφού ληφθούν υπόψη η άριστη κατάσταση στην οποία βρισκόταν, ο (σχετικά) μικρός αριθμός των χιλιομέτρων που είχε διανύσει και ο εξοπλισμός του (δερμάτινα καθίσματα, ζάντες αλουμινίου κ.λπ.), σε 22.000 ευρώ. Για την αποκατάσταση δε των ανωτέρω ζημιών και συγκεκριμένα για προμήθεια ανταλλακτικών και μηχανικών μερών, τις εργασίες εξαγωγής, τοποθέτησης και επισκευής, καθώς και για βαφή, απαιτούνταν το συνολικό ποσό των 20.336,12 ευρώ συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. 24%, όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. ……/8-6-2018 έκθεση ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης (εκτίμησης ζημίας αυτοκινήτου) του πραγματογνώμονα-εκτιμητή ζημιών, ……….. Από το ποσό αυτό της αξίας του αυτοκινήτου κατά το χρόνο του ατυχήματος, πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 2.000 ευρώ, το οποίο εισέπραξε ο ως άνω ιδιοκτήτης αυτού από την πώλησή του (βλ. από 7-9-2018 υπεύθυνη δήλωση του αγοραστή ……….., που λήφθηκε σε ανύποπτο χρόνο), το οποίο κρίνεται εύλογο με δεδομένες τις εκτεταμένες ζημίες που υπέστη το εν λόγω όχημα, απορριπτομένης, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη, ως ουσιαστικά αβάσιμης της ένστασης, που πρόβαλαν πρωτοδίκως οι εναγόμενοι της Β αγωγής, περί συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος αυτής, στην έκταση της ζημίας του. Εποµένως, η περιουσιακή ζηµία του ενάγοντος της ως άνω αγωγής (υπό στοιχείο Β) και συνεπώς και η αποζημίωση που δικαιούται να λάβει για την αποκατάσταση αυτής, ανέρχεται στο ποσό των 20.000 ευρώ, ήτοι 22.000 ευρώ η αξία του αυτοκινήτου μείον 2.000 ευρώ, η υπολειµµατική αξία αυτού (σώστρα). Επιπλέον, όπως επίσης κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, ένεκα της καταστροφής του οχήµατός του κατά το ένδικο ατύχηµα, που του προκάλεσε στεναχώρια και ταλαιπωρία, ο ενάγων στην υπό στοιχείο Β αγωγή-δεύτερος εφεσίβλητος υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση τη οποίας πρέπει να του επιδικαστεί ως χρηµατική ικανοποίηση το ποσό των 1.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο µε βάση τα κριτήρια του άρθρου 932 ΑΚ και την αρχή της αναλογικότητας κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγµατος, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το ατύχηµα, την αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης εναγόµενης στην παραπάνω αγωγή (υπό στοιχείο Β), το είδος της βλάβης που επήλθε, καθώς και την κοινωνικοοικονοµική κατάσταση των διαδίκων, πλην της δεύτερης εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική. Σχετικά δε με τα ως άνω κονδύλια, που επιδικάστηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση (ήτοι την αποζημίωση του ενάγοντος στη Β αγωγή για την καταστροφή του αυτοκινήτου του και τη χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης του, συνολικού ποσού 21.000 ευρώ), δεν υπάρχει ειδικό παράπονο στην ένδικη έφεση. Συνεπώς, βάσει των προεκτεθέντων, η υπό στοιχείο Α αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό στοιχείο Β αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες σε αυτήν, η κάθε μία εις ολόκληρο, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 21.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο (επιδικίας), από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, και όχι υπερημερίας, όπως αιτήθηκε η εκκαλούσα – εναγόμενη πρωτοδίκως και επαναφέρει το αίτημά αυτό με τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, διότι δεν συντρέχουν οι προς τούτο προϋποθέσεις του άρθρου 346 ΑΚ. Με τον πέμπτο, τέλος, λόγο της κρινόμενης έφεσης, η εκκαλούσα- ενάγουσα στην Α αγωγή, παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε εις βάρος της, όσον αφορά στην αγωγή αυτή, το ποσό των 2.800 ευρώ ως δικαστικά έξοδα των εναγόμενων στην ίδια αγωγή, το οποίο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, είναι υπέρογκο. Ωστόσο, και ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι, το ως άνω ποσό των δικαστικών εξόδων που επιβλήθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην ενάγουσα της Α αγωγής -κατόπιν σχετικού αιτήματος των εναγόμενων αυτής- λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ), δεν είναι υπερβολικό και υπολογίστηκε με βάση το αντικείμενο της δίκης, όπως αυτό προσδιορίζεται από το αίτημα της αγωγής της, το οποίο ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 116.433,76 ευρώ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 63 παρ.1 στοιχ.i περ.α και 68 παρ.1 του ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) σε συνδυασμό με τα άρθρα 189 παρ.1 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ.
Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, επομένως, η κρινόμενη έφεση, ν΄ απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, θα επιβληθούν, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, εις βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ), όπως προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, θα διαταχθεί, κατ΄ αρθρο 495 παρ.3 εδ.ε΄, η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης, που κατέθεσε η εκκαλούσα, στο Δημόσιο ταμείο, κατά τα επίσης ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ΄αρ. 905/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών – διαφορές για ζημίες από αυτοκίνητα).
Απορρίπτει αυτήν στην ουσία.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης, που κατέθεσε η εκκαλούσα (e-παράβολο με αριθμό …………/2022 ποσού 100 ευρώ), στο Δημόσιο ταμείο.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 25 Ιανουαρίου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEΑΣ