Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Ο τραυματισθείς εργαζόμενος σε εργατικό ατύχημα, είτε ασκεί την εκ του Ν. 551/1914 αξίωση, είτε όταν εγείρει αγωγή αποζημίωσης με βάση το κοινό δίκαιο, μπορεί επί πλέον να αξιώσει καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 299 και 932 του ΑΚ, οι οποίες και δεν προσκρούουν στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, το οποίο δεν απαιτείται να είναι το ειδικό πταίσμα της μη τήρησης των όρων ασφαλείας, αλλά αρκεί και το κατά το κοινό δίκαιο πταίσμα.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 83/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………….., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Γεωργίου Δημακόπουλου.
Της ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ……………………, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Κρυσταλλίας Δικαιάκου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ).
Ο ΕΚΚΑΛΩΝ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ – ΕΝΑΓΩΝ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εναγόμενης – εφεσίβλητης – εκκαλούσας, την από 14-2-2021, με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης και Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης αντίστοιχα (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………../2021, αγωγή. Επίσης, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου η ως άνω εναγόμενη άσκησε την από 25-5-2021 και με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/2021 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία ‘………….., που εδρεύει στο …….. Αττικής (………) και εκπροσωπείται νόμιμα. Το παραπάνω Δικαστήριο με την υπ΄αρ. 738/11-3-2022 οριστική απόφασή του, συνεκδικάζοντας, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, τα ως άνω δικόγραφα, έκανε εν μέρει δεκτή την (κύρια) αγωγή, ενώ, κατόπιν παραίτησης εκ μέρους της προσεπικαλούσας εταιρείας από το αίτημα της παρεμπίπτουσας αγωγής περί αποζημίωσης, δεν ασχολήθηκε με την ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση.
Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο ενάγων – εκκαλών με την κρινόμενη από 7-6-2022 (υπό στοιχείο Α΄) έφεσή του, κατά της εναγόμενης – εφεσίβλητης, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ………/7-6-2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/7-6-2022.
Επίσης, την ίδια απόφαση προσβάλλει η εναγόμενη – εκκαλούσα με την κρινόμενη από 26-10-2022 (υπό στοιχείο Β΄) έφεσή της κατά του ενάγοντος – εφεσίβλητου, απευθυνόμενη στο παρόν Δικαστήριο, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) …………/4-11-2022, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.) ……………/4-11-2022.
Οι ανωτέρω εφέσεις προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο με αρ. 12 και 37, αντίστοιχα.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή των εφέσεων αυτών από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – εφεσίβλητου – ενάγοντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις του, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης – εκκαλούσας – εναγόμενης, ύστερα από δήλωσή της, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς εκδίκαση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οι κάτωθι εφέσεις: Α) η από 7-6-2022 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης (Ε.Α.Κ.) ……./2022 και Β) η από 26-10-2022 και με Ε.Α.Κ. ……../2022, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).
Οι ανωτέρω υπό κρίση εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 738/11-3-2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών (άρθρα 614 περ. 3 επ. ΚΠολΔ), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση των εφέσεων, δεν έχει παρέλθει διετία. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, στην ουσία τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ). Εκ του περισσού δε κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στην υπό στοιχείο Α΄ έφεση, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α΄ του ΚΠολΔ, παράβολο (όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης της έφεσης αυτής), αν και στην ένδικη περίπτωση δεν απαιτείται η κατάθεσή του, διότι, σύμφωνα με το εδ.στ΄ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 ΚΠολΔ (εργατικές). Ως εκ τούτου και ανεξάρτητα από την κρίση του Δικαστηρίου επί της ουσιαστικής βασιμότητας της εν λόγω έφεσης, θα διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στον εκκαλούντα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
Κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 551/1914 ‘’περί ευθύνης προς αποζημίωση των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων’’, ο οποίος κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. με το άρθρο 38 εδ. α΄ του Εισαγωγικού του Νόμου, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 αυτού και για το οποίο ατύχημα παρέχεται δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις διατάξεις και εντός των καθοριζομένων πλαισίων του νόμου αυτού, θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος ή της υγείας του εργαζόμενου που είναι αποτέλεσμα βίαιας και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγόμενου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο και δεν θα συνέβαινε αν δεν υπήρχε η σχέση παροχής των υπηρεσιών και η, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, προσφορά τους (Ολ.ΑΠ 1287/1986 ΕΕργΔ 46.73, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 460/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ανωτέρω νόμου ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με το άρθρο 2 αυτού, σαφώς προκύπτει ότι, εκείνος που από εργατικό ατύχημα έπαθε ανικανότητα, ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι κατά το άρθρο 6 του ιδίου νόμου συγγενείς του, έχουν το εκλεκτικό δικαίωμα να εγείρουν κατά του εργοδότη αγωγή και να ζητήσουν, είτε την αποζημίωση του νόμου τούτου, επικαλούμενοι, απλώς ότι έλαβε χώρα εργατικό ατύχημα, κατά την παραπάνω έννοια του όρου, είτε πλήρη αποζημίωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 του ΑΚ. Την αποζημίωση όμως αυτή του κοινού δικαίου, μπορούν να τη ζητήσουν μόνον αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του, ή όταν πραγματοποιήθηκε σε εργασία ή επιχείρηση στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων σ’ αυτές, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων τούτων (Ολ.ΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 37.38, Ολ.ΑΠ 965/1985 ΕΕργΔ 45.779, ΑΠ 1185/1993 ΕλλΔνη 36. 359, ΑΠ 1029/1993 ΕΕργΔ 54. 325). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, δηλαδή και όταν ασκούν την εκ του Ν.551/1914 αξίωση, καθώς και όταν εγείρουν αγωγή αποζημίωσης με βάση το κοινό δίκαιο, μπορούν επί πλέον να σωρεύσουν στην αγωγή τους και αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (ή ψυχικής οδύνης επί θανάτου του παθόντος), κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 299 και 932 του Α.Κ., οι οποίες δεν προσκρούουν στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, το οποίο, όμως, δεν απαιτείται να είναι το ειδικό πταίσμα της μη τήρησης των όρων ασφαλείας, αλλά αρκεί το κατά το κοινό δίκαιο πταίσμα (Oλ.ΑΠ 18/2008, ΑΠ 374/2018, 1048/2018, ΑΠ 182/2015, ΑΠ 931/2011, ΑΠ 814/2011, ΑΠ 52/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 71 εδ. α΄ ΑΚ, κατά την οποία ‘’Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης’’, συνάγεται ότι, στην περίπτωση αδικοπραξίας των οργάνων που αντιπροσωπεύουν το νομικό πρόσωπο, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται και σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, βάσει της γενικής διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ, η οποία παρέχει χρηματική ικανοποίηση σε κάθε περίπτωση ηθικής βλάβης, δηλαδή όταν αυτή προέρχεται από οποιαδήποτε αδικοπραξία (Ολ.ΑΠ 8/2008, ΑΠ 542/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων (ήδη εκκαλών στην υπό στοιχείο Α΄ έφεση και εφεσίβλητος στην υπό στοιχείο Β ΄ έφεση), εξέθετε στην ως άνω από 14-2-2021 (με Ε.Α.Κ. ………../2021) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου της, ότι, στις 14-1-2019 προσλήφθηκε από την εναγόμενη εταιρεία, δυνάμει σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειµένου να απασχοληθεί, ως τεχνίτης – οικοδόμος, στην εκτέλεση οικοδοµικών – τεχνικών έργων, που αυτή αναλάµβανε. Ότι, στις 15-2-2019 και κατά την παροχή της εργασίας του για την επισκευή – αποκατάσταση
της δεξαµενής πόσιµου νερού στην Ύδρα, έργο που είχε αναλάβει η εναγόμενη εταιρεία, υπέστη, υπό τις συνθήκες που αναλυτικά εκτίθενται στην αγωγή, εργατικό ατύχηµα, συνεπεία της πτώσης του από ικρίωµα ύψους περίπου 4 μ., που είχε ως αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό του. Ότι το ως άνω ατύχηµα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της εργοδότριας εταιρείας, δια των οργάνων που την εκπροσωπούν, η οποία παρέλειψε να λάβει τα απαραίτητα µέτρα ασφαλείας, σύμφωνα με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ζητούσε δε ακολούθως ο ενάγων, να υποχρεωθεί η εναγόµενη να του καταβάλει, ως χρηµατική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, ένεκα του τραυµατισµού του στο επίδικο ατύχημα, το ποσό των 200.000 ευρώ, µε το νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής, µέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς επίσης να του χορηγήσει βεβαίωση εργοδότη µε τα απαραίτητα για το ένδικο ατύχηµα στοιχεία, απειλουμένης χρηματικής ποινής 5.000 ευρώ για κάθε ημέρα µη συμμόρφωσής της.
Με την ως άνω από 5-5-2021 (με Ε.Α.Κ. ………/2021) ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε παρέμβαση και τη σωρευόμενη σε αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, η εναγόμενη στην κύρια αγωγή εταιρεία, ζητούσε να υποχρεωθεί η καθ΄ής η ανακοίνωση – προσεπικαλούμενη σε παρέμβαση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία ‘……………’’, να καταβάλει το ποσό που τυχόν κληθεί η παρεμπιπτόντως ενάγουσα – εναγόμενη στην κύρια αγωγή, να καταβάλει στον ενάγοντα της κύριας αγωγής, σε περίπτωση που η τελευταία γίνει δεκτή, ευθυνόμενη ως δικονομική εγγυήτρια. Κι αυτό διότι, κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος, αυτή (περεμπιπτόντως εναγόμενη), δυνάμει έγκυρης σύμβασης ασφάλισης που είχε συνάψει με την παρεμπιπτόντως ενάγουσα, είχε αναλάβει την ασφαλιστική κάλυψη της τελευταίας, λόγω αστικής ευθύνης, κατά παντός κινδύνου του προσωπικού που απασχολείται με οποιαδήποτε συμβατική σχέση εργασίας στα πλαίσια συγκεκριμένου έργου.
Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 738/2022), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, συνεκδικάζοντας την κύρια αγωγή και την προσεπίκληση, μετά την παραδεκτή παραίτηση, εκ μέρους της προσεπικαλούσας – παρεμπιπτόντως ενάγουσας (με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, αλλά και τις πρωτόδικες προτάσεις της) από το ως άνω αίτημα της σωρευόμενης παρεμπίπτουσας αγωγής περί αποζημίωσης, έκρινε την (κύρια) αγωγή ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο, για τη στοιχειοθέτηση της ένδικης αξίωσης, στοιχεία, παρά τον αβάσιμο περί του αντιθέτου ισχυρισμό της εναγόμενης, και νόμιμη, όπως και την προσεπίκληση. Στη συνέχεια, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 8.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, κηρύσσοντας την απόφαση, κατόπιν σχετικού αιτήματος του ενάγοντος, προσωρινώς εκτελεστή. Περαιτέρω, υποχρέωσε την εναγόμενη να χορηγήσει στον ενάγοντα πιστοποιητικό εργασίας με τα αναφερόμενα σε αυτήν (εκκαλουμένη) στοιχεία, απειλουμένης χρηματικής ποινής ποσού 100 ευρώ για κάθε άρνηση συμμόρφωσής της με την αμέσως παραπάνω υποχρέωση. Επέβαλε, τέλος, μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, κατόπιν επίσης αιτήματός του, εις βάρος της εναγόμενης λόγω της εν μέρει ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής, τα οποία όρισε στο ποσό των 400 ευρώ. Όσον αφορά δε στην προσεπίκληση, κατόπιν της προαναφερθείσας παραίτησης εκ μέρους της προσεπικαλούσας από το ως άνω αίτημα της σωρευόμενης παρεμπίπτουσας αγωγής περί αποζημίωσης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν ασχολήθηκε με αυτήν, καθώς η προσεπίκληση δεν περιέχει ίδιο αίτημα που να πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει, ούτε καν σιωπηρά, το δικαστήριο, αλλά απλώς διευρύνει τα υποκειμενικά όρια της δίκης, αποτέλεσμα το οποίο επέρχεται αμέσως μετά την άσκησή της.
Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης, παραπονείται ο ενάγων- εκκαλών στην κρινόμενη υπό στοιχείο Α΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει συνολικά δεκτή η άνω αγωγή του και να καταδικαστεί η αντίδικός του στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Στο σημείο τούτο, πρέπει να αναφερθεί ότι, ο ενάγων – εκκαλών, με τις προτάσεις του ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, επανυποβάλλει τους πρωτοδίκως προταθέντες ισχυρισμούς του (στα πλαίσια των λόγων της ως άνω έφεσής του), σε σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης (ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) συζήτησης, που τους περιέχουν, τις οποίες προσκομίζει σε αντίγραφο, σύμφωνα με το άρθρο 240 ΚΠολΔ, ώστε να αποτελέσουν αναπόσπαστο τμήμα των νέων (ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου) προτάσεών του, ενώ περαιτέρω, στις τελευταίες παραθέτει κατάλογο με τα προσκομιζόμενα από αυτόν έγγραφα, παρά τα όσα αβασίμως περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εναγόμενη – εφεσίβλητη, στην προσθήκη των προτάσεών της.
Ακόμη, κατά της ίδιας οριστικής απόφασης (εκκαλουμένης) παραπονείται η εναγόμενη – εκκαλούσα στην κρινόμενη υπό στοιχείο Β΄ έφεση, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν, οι οποίοι επίσης ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί συνολικά η ως άνω αγωγή του αντιδίκου της και να καταδικαστεί αυτός στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της εναγόμενης …………., ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, της υπ’ αρ. ……./8-3-2021 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρα …………… – συζύγου του ενάγοντος, που ο τελευταίος προσκομίζει και λήφθηκε, με επιμέλειά του, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., κατόπιν νομότυπης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου του (βλ. υπ’ αρ……./26-2-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ………. ……..), καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Η εναγόμενη ανώνυμη τεχνική εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στη μελέτη, επίβλεψη και εκτέλεση δημόσιων και ιδιωτικών τεχνικών έργων, προσέλαβε στις 14-1-2019 τον ενάγοντα, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αoρίστoυ χρόνου, προκειμένου να εργαστεί σε αυτήν µε την ειδικότητα του τεχνίτη – οικοδόµου. Ο τελευταίος απασχολήθηκε στο έργο που είχε αναλάβει η εναγόμενη (με την από 20-4-2018 σύμβαση ανάθεσης κατασκευής) και αφορούσε τις εργασίες επισκευής και εκτεταμένης συντήρησης των δεξαμενών πόσιμου ύδατος στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου του Δήμου Ύδρας. Τµήµα. του ως άνω έργου, ήταν η καθαίρεση και ανακατασκευή της υφιστάµενης φθαρµένης οροφής της· δεξαµενής από οπλισµένο σκυρόδεµα καθώς και η τοποθέτηση µόνωσης σε αυτή. Κατά τη διάρκεια των εργασιών ρηγµατώθηκε το υφιστάµενο στηθαίο, που υπήρχε στη βορειοδυτική πλευρά της πλάκας της δεξαµενής ύψους 1µ. περίπου, οπότε ανέκυψε η ανάγκη εκτέλεσης εργασιών ανακατασκευής του ανωτέρω στηθαίου. Στις 15-2-2019, ο ενάγων ευρισκόµενος στο χώρο του εργοταξίου απασχολούταν στο στήσιµο και την ανέγερση του καλουπιού για την ενίσχυση του εν λόγω στηθαίου της οροφής της δεξαµενής. Για τη δηµιουργία του καλουπιού, αλλά και για την
αντιστήριξή του, είχε στηθεί ικρίωµα, το οποίο αποτελούταν από μεταλλικά κατακόρυφα στοιχεία (πύργους) και ξύλινο δάπεδο. Ο ενάγων, µαζί µε τους συναδέλφους του ………. και ………., είχαν ανέβει στο ικρίωµα µήκους περίπου 5µ. και ύψους 4µ. για να ολοκληρώσουν το καλούπωµα του τοιχίου και καθώς αυτός (ενάγων), προσπαθούσε να αποµακρύνει κάποια φουρκέτα (µεταλλικό στοιχείο που βοηθά στο στήσιµο του καλουπιού), έχασε την ισορροπία του με αποτέλεσμα να πέσει από το ικρίωµα, µε συνέπεια τον τραυµατισµό του κυρίως στο δεξί κάτω άκρο, όπως θα αναφερθεί αναλυτικότερα παρακάτω. Το γεγονός ότι ο ενάγων βρισκόταν, κατά το χρόνο της πτώσης του, στο ικρίωμα (σκαλωσιά) ύψους 4µ., εκτός από τον ίδιο, το επιβεβαιώνουν και οι ως άνω αναφερθέντες, παρόντες στο συμβάν, συνάδερφοί του, τόσο στις εκθέσεις ένορκης εξέτασής τους, που λήφθηκαν από τα αστυνομικά όργανα, την ίδια ηµέρα του ατυχήµατος (15-2-2019), όσο και στις από 12-1-2021 προανακριτικές καταθέσεις τους ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιώς, παρά τα όσα διαφορετικά ισχυρίζεται η εναγόμενη – εκκαλούσα στη Β΄ έφεση. Αντίθετα, ο εξετασθείς, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μάρτυρας ανταπόδειξης …………, τεχνικός ασφαλείας στο εν λόγω έργο, δεν ήταν παρών στο ατύχημα. Είχε επιβλέψει δε τα προηγούμενα στάδια του έργου και είχε εγκρίνει κατά τις επισκέψεις του (περίπου μία φορά το μήνα) όλα τα ικριώματα που είχαν κατασκευαστεί για τις ανάγκες του, αλλά όχι το συγκεκριμένο, καθώς η τελευταία του επίσκεψη είχε πραγματοποιηθεί δέκα περίπου ημέρες πριν την ημερομηνία του ατυχήματος. Σημειωτέον δε ότι και ο …………, ιατρός – παθολόγος, συνεργαζόμενος με το νοσοκοµείο ‘…………..’’ στην Ύδρα, με ασθενοφόρο του οποίου μετέβη στον τόπο του ατυχήματος λίγο μετά το συμβάν, αναφέρει στην από 15-2-2019 ιατρική βεβαίωσή του ότι ‘’…Κατά την προσέλευσή μου στο συγκεκριμένο σημείο, διαπίστωσα ότι ο ως άνω ασθενής (ενν. ο ενάγων), είχε πέσει στο έδαφος από σκαλωσιά ύψους περίπου τεσσάρων μέτρων, κατά τη διάρκεια οικοδομικών εργασιών’’. Το ίδιο αναφέρεται σχετικά με το ατύχημα (πτώση από σκαλωσιά) και στο βιβλίο συμβάντων της του Αστυνομικού Τμήματος Ύδρας, που αφορά στην ως άνω ημέρα (15-2-2019). Με βάση, επομένως, όσα προεκτέθηκαν, προέκυψε ότι, ο ενάγων τραυµατίστηκε συνεπεία πτώσης του από σκαλωσιά 4µ., κατά τη διάρκεια εργασιών καλουπώματος, ενώ ουδόλως αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της εναγόμενης, τον οποίο επαναλαμβάνει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της (υπό στοιχείο Β΄), ότι δηλ. ο ενάγων έπεσε από φορητή μεταλλική κλίµακα, προκειµένου να µεταφέρει υλικό που θα χρειαζόταν για το καλούπωµα. Εξάλλου, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα, προέκυψε ότι, το δάπεδο στο ικρίωµα, που ο ίδιος ο ενάγων και οι δύο ως άνω συνάδελφοί του κατασκεύασαν, πληρούσε τις προδιαγραφές που ορίζονται στο άρθρο 13 παρ.1 του π.δ. 778/1980, ήτοι υπήρχε δάπεδο εργασίας πλάτους 60 εκ. Εξ΄αρχής δε, κανείς από τους εργαζόμενους δεν έθιξε το θέµα ασφάλειας της κατασκευής ως προς το πλάτος των ξύλινων µαδεριών, ούτε και ο ίδιος ο ενάγων. Ωστόσο, ο τελευταίος, ο οποίος είχε πολυετή εµπειρία ως τεχνίτης – οικοδόµος, έχασε την ισορροπία του επί της σκαλωσιάς, και έπεσε από ύψος 4 μ., γεγονός που δεν θα συνέβαινε αν το ικρίωµα διέθετε χειρολισθήρα και µεσοδιάστηµα για την αποφυγή πτώσης των εργαζόμενων. Πρόκειται, λοιπόν, για εργατικό ατύχηµα, υπό την έννοια του Ν. 551/1915, δεδοµένου ότι ο τραυµατισµός του παθόντος ενάγοντος ήταν αποκλειστική συνέπεια της πτώσης του από τη σκαλωσιά από ύψος 4 µ. κατά την εκτέλεση της εξαρτηµένης εργασίας του, χωρίς να αποδειχθεί άλλη οργανική ή παθολογική προδιάθεση αυτού, το δε ατύχηµα δεν θα λάµβανε χώρα, χωρίς την παροχή της εργασίας του και την εκτέλεσή της, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες. Υπαιτιότητα (αμέλεια) στην επέλευση του ένδικου εργατικού ατυχήματος και του εξαιτίας αυτού τραυματισμού του ενάγοντος, βαρύνει την εργοδότριά του – εναγόμενη εταιρεία, η οποία διά των νομίμων οργάνων που την εκπροσωπούν και τους προστηθέντες αυτής, δεν επέδειξε την επιμέλεια που όφειλε και μπορούσε υπό τις περιστάσεις να επιδείξει, και συγκεκριμένα δεν έλαβε τα κατάλληλα µέτρα ασφαλείας ώστε να εξασφαλίζει την υγεία και την σωµατική ακεραιότητα του ενάγοντος – εργαζομένου της, όπως υποχρεούται από το άρθρο 42 του Ν. 3850/2010. Ειδικότερα, η εναγόμενη δεν μερίμνησε, προκειμένου να υπάρχει υπεύθυνος, που να επιβλέπει την κατασκευή του ικριώµατος, το οποίο ο ενάγων και οι συνάδελφοί του χρησιμοποιoύσαν την ηµέρα του ένδικου ατυχήµατoς, καθώς και την τήρηση των μέτρων ασφαλείας κατά τις διενεργούμενες σε αυτό εργασίες, µε αποτέλεσµα το εν λόγω ικρίωμα να µην πληροί τις προδιαγραφές που ορίζει η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 6 του π.δ. 778/1980, σύμφωνα με την οποία ‘’τα ικριώµατα πρέπει να φέρουν µεταλλικόν χειρολησθήρα εις ύψος 1,00 µ. από του δαπέδου εργασίας και ράβδον µεσοδιαστήµατος’’, στοιχεία που δεν έφερε το ως άνω ικρίωμα, κατά παράβαση της ως άνω διάταξης, αλλά και των διατάξεων των άρθρων 42 του Ν. 3850/2010 και 662 ΑΚ (βλ. σχετικά και από 13-5-2019 ‘’Έκθεση αυτοψίας με έλλειψη μέτρων ασφαλείας – μηνυτήρια αναφορά’’ της Επιθεωρητή Εργασίας ………..). Οι προαναφερθείσες υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις της εναγόμενης, συνδέονται αιτιωδώς με το ένδικο ατύχημα, καθώς, εάν είχαν τηρηθεί τα ανωτέρω μέτρα ασφαλείας, θα είχε αποφευχθεί ο τραυματισμός του ενάγοντος. Ακόμη δε κι αν υποτεθεί αληθής ο ισχυρισμός της εναγόμενης, ότι ο ενάγων έπεσε από μεταλλική σκάλα, πράγμα που ουδόλως, όπως προαναφέρθηκε, δέχεται το παρόν Δικαστήριο, δεν αναιρείται η υπατιότητά της ως προς την επέλευση του ατυχήματος, καθώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ως άνω Έκθεση αυτοψίας, το ατύχημα θα μπορούσε να αποφευχθεί αν, όπως προβλέπεται από άρθρο 2 παρ. 4,3,2 του π.δ. 155/2004, ‘’… η κλίμακα είχε χρησιμοποιηθεί με τρόπο ώστε ο εργαζόμενος να έχει πάντα ασφαλή στήριξη και χειρολαβή…’’. Ωστόσο, στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος, όπως προκύπτει από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, υφίσταται συνυπαιτιότητα (αμέλεια) και του παθόντος – ενάγοντος, ο οποίος, δεν επέδειξε την επιμέλεια του μέσου συνετού τεχνίτη, που όφειλε και μπορούσε, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, λόγω και της εμπειρίας του, να επιδείξει, καθώς, παρότι αισθανόταν αδιάθετος, όπως τούτο βεβαιώνεται από τις καταθέσεις των δύο συναδέλφων του, αλλά και από το ιατρικό προσωπικό που προσέτρεξε να τον περιθάλψει, εντούτοις εργάστηκε την ημέρα αυτή. Ο ισχυρισμός που διατυπώνει (ο ενάγων) στον πρώτο λόγο της ένδικης (υπό στοιχείο Α΄) έφεσής του, ότι το γεγονός αυτό (περί της αδιαθεσίας του κατά την ημέρα του ατυχήματος), δεν είναι αληθές και ότι, οι ως άνω μάρτυρες το καταθέτουν, υιοθετώντας τους ισχυρισμούς της εναγόμενης, διότι τους συνδέει σχέση εργασιακής εξάρτησης με την τελευταία, δεν κρίνεται πειστικός. Κι αυτό διότι, αν κάτι τέτοιο ίσχυε, οι ίδιοι μάρτυρες είναι λογικό να υιοθετούσαν, στις εν λόγω καταθέσεις τους, και τον έτερο, και πλέον κρίσιμο για τις συνθήκες του ατυχήματος, ισχυρισμό της εναγόμενης ότι δηλ. ο ενάγων έπεσε από μεταλλική κλίμακα. Αντίθετα, αυτοί αναφέρουν ότι ο τελευταίος βρισκόταν στην σκαλωσιά όταν έπεσε, όπως δέχθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά και το παρόν. Βάσει των παραπάνω, το Δικαστήριο κρίνει ότι το ποσοστό συνυπαιτιότητας της εναγόμενης ως προς την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος και του συνεπεία αυτού τραυματισμό του ενάγοντος, ανέρχεται σε ποσοστό 80%, ενώ το ποσοστό συνυπαιτιότητας του ίδιου του ενάγοντος ως προς αυτό, ανέρχεται σε 20%, γενομένης εν μέρει δεκτής (ως προς το ποσοστό αυτό), της σχετικής ένστασης της εναγόμενης (300 ΑΚ) και ως ουσιαστικά βάσιμης, όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως, απορριπτέοι ως αβάσιμοι, τυγχάνουν, τόσο ο πρώτος λόγος της Α΄ έφεσης, με τον οποίο ο ενάγων – εκκαλών ισχυρίζεται ότι αποκλειστικά υπαίτια του επίδικου ατυχήματος, άλλως συνυπαίτια σε μεγαλύτερο του ως άνω ποσοστού (80%), είναι η εναγόμενη – εφεσίβλητη, όσο και ο πρώτος λόγος της Β΄ έφεσης, με τον οποίο η εναγόμενη – εκκαλούσα υποστηρίζει αντίθετα ότι, αποκλειστικά υπαίτιος του επίδικου ατυχήματος, άλλως συνυπαίτιος σε μεγαλύτερο του ως άνω ποσοστού (20%), είναι ο ενάγων – εφεσίβλητος.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, μετά το ένδικο ατύχημα στον χώρο του εργοταξίου μετέβη ο προαναφερθείς ιατρός – παθoλόγoς, όπου διαπίστωσε τον, συνεπεία της πτώσης, τραυματισμό του ενάγοντος στο δεξιό κάτω άκρο, στο οποίο έγινε επίδεση και παυσίπονη ένεση. Κατόπιν, ο ενάγων μεταφέρθηκε με το ασθενοφόρο στο νοσοκομείο ‘………..’’ στην Ύδρα, όπου η κλινική εξέταση ανέδειξε δυσκινησία του άκρου με έντονο άλγος κυρίως περιγονάτια του δεξιού άκρου καθώς και της κνήμης, όπως επίσης και άλγος της συστοίχου ποδοκνημικής άρθρωσης και τραύμα της αριστερής ποδοκνημικής άρθρωσης. Τοποθετήθηκε νάρθηκας στο δεξιό σκέλος, έγινε επίδεση αριστερής και δεξιάς ποδοκνημικής άρθρωσης, τοποθέτηση κολάρου στην αυχενική μοίρα, ενώ δόθηκε και φαρμακευτική αγωγή για διαπιστούμενη αρτηριακή υπέρταση. Ακολούθως, ο ενάγων διακομίσθηκε την ίδια ημέρα (15-2-2019) στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά ‘’Τζάνειο’’, όπου και παρέμεινε νοσηλευόμενος μέχρι την 22-2-2019, για κάταγμα της διάφυσης του μηριαίου οστού, ενώ επιχειρήθηκε και εσωτερική οστεοσύνθεση, εξερχόμενος δε έλαβε από τους θεράποντες ιατρούς του αναρρωτική άδεια τριάντα (30) ημερών (έως 23-3-2019). Στη συνέχεια, εξετάσθηκε στα εξωτερικά ιατρεία της ορθοπεδικής κλινικής του ως άνω νοσοκομείου στις 13-3-2019, όπου κρίθηκε ότι χρήζει αναρρωτικής άδειας για δύο μήνες σε συνέχεια της προηγούμενης (ήτοι μέχρι τις 23-5-2019), η οποία, κατόπιν εκ νέου εξέτασης από τους θεράποντες ιατρούς του στις 17-5-2015 και 19-6-2019, παρατάθηκε για έναν ακόμη μήνα κάθε φορά (ήτοι μέχρι τις 23-6-2019 και 23-7-2019 αντίστοιχα). Στις 6-9-2019 ο ενάγων εξετάσθηκε και πάλι από τους ιατρούς της ορθοπεδικής κλινικής του ‘’Τζάνειου’’ νοσοκομείου, όπου διαπιστώθηκε δυσκαμψία γόνατος, και κρίθηκε ότι χρήζει αναρρωτικής άδειας ενός μηνός, ενώ αναρρωτική άδεια της ίδιας διάρκειας συστήθηκε και στις 12-12-2019. Παράλληλα κατόπιν εξέτασης του ενάγοντος από το νευρολόγο – ψυχίατρο ……………. στις 2-12-2019, διαπιστώθηκε ότι αυτός πάσχει από μετατραυματικό έντονο ψυχικό άλγος και από καταθλιπτική συνδρομή σuνεπεία του ένδικου ατυχήματος, έκρινε δε ότι συνεπεία της ψυχικής του υγείας δε δύναται να εργαστεί. Λόγω της ανωτέρω κατάστασης της υγείας του συνεπεία του ένδικου ατυχήματος (ήτοι χειρουργημένο κάταγμα δεξιού μηριαίου με ανάπτυξη αλγοδυστροφίας και δυσκαμψίας ισχίου και γόνατος σύστοιχα), γνωστοποιήθηκε στον ενάγοντα από την Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του ΚΕ.Π.Α. συνολικό ποσοστό αναπηρίας ανερχόμενο σε ποσοστό 55% για το χρονικό διάστημα από 15-6-2020 έως 30-6-2021. Περαιτέρω, στην από 11-4-2022 Γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας του Προϊσταμένου της Δ/νσης Ιατρικής Αξιολόγησης του Ε.Φ.Κ.Α. (Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης), με ημερομηνία 11-4-2022, που προσκομίζεται το πρώτον στο παρόν Δικαστήριο, καθώς είναι μεταγενέστερη της έκδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, αναφέρεται ότι στον ενάγοντα διαπιστώθηκαν, μετά από αξιολόγηση από την Δευτεροβάθμια Υγειονομική Επιτροπή του ΚΕ.Π.Α., οι εξής παθήσεις: χειρουργηθέν κάταγμα ΔΕ μηριαίου προ 2ετίας πλήρως πωρωθέν με ήπια δυσκαμψία ΔΕ γόνατος, ήπια γνωσιακή διαταραχή λόγω ΚΕΚ (κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης) από τα οποία προκύπτει ότι το συνολικό ποσοστό αναπηρίας του ανέρχεται σε 60% για το χρονικό διάστημα, κατά ιατρική πρόβλεψη, από 1-7-2021 έως 30-6-2023, οφειλόμενο στο ατύχημα της 15ης -2-2019. Ακολούθως, με την από 29-6-2022 Απόφαση του Διευθυντή του Ε.Φ.Κ.Α. (Τοπική Δ/νση ΙΑ ΚΤ Αθήνας), παρατάθηκε η χορήγηση σύνταξης αναπηρίας στον ενάγοντα για το ανωτέρω διάστημα. Στο ως άνω έγγραφο, συσχετίζεται ρητά η ήπια γνωσιακή διαταραχή του ενάγοντος με την κρανιοεγκεφαλική κάκωση (που υπέστη στο ατύχημα). Ο ισχυρισμός της εναγόμενης – εφεσίβλητης στην Α΄ έφεση και εκκαλούσας στη Β΄, ότι πουθενά στα προηγούμενα ιατρικά έγγραφα δεν αναφέρεται ότι ο ενάγων υπέστη κάκωση στο κεφάλι, κατά την πτώση του στο ένδικο ατύχημα, αναιρείται από τα αναφερόμενα στην προσκομιζόμενη υπ΄αρ. ………./5-4-2019 Ιατροδικαστική Έκθεση του ιατροδικαστή της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών …………, ο οποίος, αφού προέβη σε εξέταση του ενάγοντος, κατόπιν σχετικής από 20-2-2019 παραγγελίας του αναπλ. Διοικητή του Α.Τ. Ύδρας, διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι αυτός έφερε τραύμα σε επούλωση κατά το τριχωτό της κεφαλής βρεγματικά, ενώ επίσης του ανέφερε ότι έχει εμμένουσα κεφαλαλγία ζάλη και επεισόδια σύγχυσης. Τέλος, στην από 15-11-2022 ιατρική βεβαίωση – γνωμάτευση του ιατρού της ορθοπεδικής κλινικής ως άνω νοσοκομείου ‘’Τζάνειου’’, η οποία χορηγήθηκε στον ενάγοντα, κατόπιν αίτησής του, για δικαστική χρήση, αναφέρεται ότι, ο ενάγων πάσχει από συντριπτικό κάταγμα μηριαίου μετά από αναφερόμενο εργατικό ατύχημα και περαιτέρω ότι υπεβλήθη σε οστεοσύνθεση με πλάκα – βίδες (χειρουργική θεραπεία), ανέπτυξε μετεγχειρητικά αλγοδυστροφία, καθυστερημένη πώρωση και τελικώς φέρει μετατραυματική αρθρίτιδα γόνατος. Έκτοτε δε είναι ανίκανος για εργασία και έχει δυσχέρεια στη βάδιση. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι, ο ενάγων, ο οποίος επί σειρά ετών πριν το ατύχημα εργαζόταν ως τεχνίτης – οικοδόμος, δεν είναι ικανός έκτοτε να εργαστεί. Το Δικαστήριο κρίνει ότι, τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα τα προαναφερθέντα ιατρικά πιστοποιητικά κ.λπ., επαρκούν για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης σχετικά με την κατάσταση της υγείας του ενάγοντος ένεκα του τραυματισμού του στο ένδικο ατύχημα, απορριπτομένου, ως εκ τούτου, του αιτήματος περί διενέργειας σχετικής ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, που πρόβαλε η εναγόμενη – εκκαλούσα στη Β΄ έφεση. Οι δύο φωτογραφίες που η τελευταία (εναγόμενη) επικαλείται και προσκομίζει, όπου απεικονίζεται ο ενάγων να κρατάει μπαλόνια, ακόμη κι αν γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της ότι τα πωλούσε, (ο ίδιος ο ενάγων υποστηρίζει ότι βοηθούσε για λίγη ώρα έναν φίλο του), επιβεβαιώνει ακριβώς το γεγονός ότι ο αυτός (ενάγων) δεν είναι ικανός, μετά το ατύχημα, να εργαστεί ως τεχνίτης – οικοδόμος.
Εξάλλου, από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο ενάγων, υπέστη ηθική βλάβη από την αδικοπραξία της εναγόμενης, διά των οργάνων που την αντιπροσωπεύουν, σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη. Λαμβάνοντας δε υπόψη τις συνθήκες τις οποίες συνέβη το εν λόγω ατύχημα, την ηλικία του ενάγοντος κατά το χρόνο αυτού (59 ετών), τη βαρύτητα και το είδος του τραυματισμού του, την ταλαιπωρία και τη στεναχώρια που δοκίμασε εξαιτίας του, τη βλάβη της υγείας που υπέστη και την αδυναμία του να συνεχίσει να εργάζεται (ως οικοδόμος), τουλάχιστον μέχρι και τις 30-6-2023, κατά τα προεκτεθέντα, το βαθμό του πταίσματος της εναγόμενης, αλλά και του ίδιου του ενάγοντος, όπως παραπάνω προσδιορίστηκαν και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των μερών (η εναγόμενη είναι μια τεχνική εταιρεία που αναλαμβάνει δημόσια και ιδιωτικά έργα, ενώ ο ενάγων ένας βιοπαλαιστής), σε συνδυασμό με τη συμπεριφορά της εναγόμενης μετά το ατύχημα και ειδικότερα την άρνησή της να χορηγήσει στον ενάγοντα στοιχεία σχετικά με αυτό, απαραίτητα ώστε ο τελευταίος να λάβει επίδομα εργατικού ατυχήματος (τα οποία τελικά του χορήγησε αφού υποχρεώθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση), το παρόν Δικαστήριο κρίνει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, ότι πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση, το ποσό των 15.000 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι εύλογο, βάσει των ως άνω ληφθέντων υπόψη στοιχείων και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος), όπως η αρχή αυτή εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, και όχι το ποσό των 8.000 ευρώ που επιδικάστηκε με την εκκαλουμένη, γενομένου εν μέρει δεκτού του σχετικού δεύτερου και τελευταίου λόγου της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης και συνακόλουθα του σχετικού αιτήματος της αγωγής ως προς το ποσό αυτό, απορριπτομένου δε ως αβάσιμου του δεύτερου και τελευταίου λόγου της Β΄ έφεσης, με τον οποίο η εκκαλούσα αυτής – εναγόμενη, υποστηρίζει ότι το ως άνω επιδικασθέν με την εκκαλουμένη απόφαση ποσό είναι υπερβολικό. Τέλος, η εκκαλουμένη απόφαση έκανε δεκτό κι ως ουσιαστικά βάσιμο, όπως προεκτέθηκε, το σχετικό αίτημα του ενάγοντος και διέταξε τη χορήγηση σε αυτόν από την εναγόμενη πιστοποιητικού εργασίας (με αναφορά στην ημερομηνία πρόσληψής του, το ωράριο εργασίας του την ημέρα του ατυχήματος, την ακριβή ώρα του ατυχήματος, συνοπτική περιγραφή αυτού κ.λπ.), διότι η εναγόμενη, αρνείτο να το χορηγήσει σε αυτόν, παρά τις σχετικές οχλήσεις του. Τα στοιχεία αυτά, όπως επίσης αναφέρθηκε, έχουν ήδη χορηγηθεί από την εναγόμενη, ως προς την εν λόγω διάταξη δε της εκκαλουμένης, δεν υπάρχει λόγος έφεσης.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, στο βαθμό που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, ήτοι μόνο ως προς το ύψος της επιδικασθείσας στον ενάγοντα χρηματικής ικανοποίησης, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά τον βάσιμο περί τούτου ως άνω (δεύτερο) λόγο της έφεσής του, να εξαφανισθεί ως προς το κεφάλαιό της αυτό, ενώ δεν θίγεται, ως προς το κεφάλαιό της με το οποίο υποχρέωσε την εναγόμενη να χορηγήσει στον ενάγοντα πιστοποιητικό εργασίας με τα αναφερόμενα σε αυτήν (εκκαλουμένη) στοιχεία. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί κατ΄ ουσία η υπό στοιχείο Β΄ έφεση της εναγόμενης και να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό στοιχείο Α΄ έφεση του ενάγοντος κι ως ουσιαστικά βάσιμη, αφού κρατηθεί δε η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσία, πρέπει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει, στον ενάγοντα, για την ανωτέρω αιτία, το ποσό των 15.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση. Πρέπει, τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου στην Β΄ έφεση, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, να επιβληθούν εις βάρος της εκκαλούσας της έφεσης αυτής, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, ενώ μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος στην Α΄ έφεση θα επιβληθούν και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ομοίως κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος της εναγόμενης – εφεσίβλητης στην ως άνω έφεση, λόγω της εν μέρει ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής (άρθρα 178, 183 ΚΠολΔ), όπως επίσης ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, τις κάτωθι εφέσεις: Α) την από 7-6-2022 (με Ε.Α.Κ. ………/2022) και Β) την από 26-10-2022 (με Ε.Α.Κ. ……./2022).
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου του Δημοσίου (ήτοι του e- παραβόλου με αρ. …………./2022, ποσού 100 ευρώ), στον καταθέσαντα αυτό εκκαλούντα της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης.
Δέχεται τυπικά τις ως άνω εφέσεις.
Απορρίπτει την από 26-10-2022 (υπό στοιχείο Β΄) έφεση κατ΄ ουσία.
Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου στην έφεση αυτή, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
Δέχεται εν μέρει την από 7-6-2022 (υπό στοιχείο Α΄) έφεση και κατ΄ ουσία.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’αρ. 738/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών (εργατικών) διαφορών, ως προς το αναφερθέν στο σκεπτικό κεφάλαιό της.
Κρατεί την αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση.
Επιβάλλει μέρος από τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος της εναγόμενης, τα οποία ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.
KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 2 Φεβρουαρίου 2023, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ