ΑΠΟΦΑΣΗ
Ηροδότου κατά Κύπρου της 23.05.2023 (αρ.προσφ. 16783/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για φερόμενη οφειλή σε πιστωτικό ίδρυμα. Κινήθηκε ποινική διαδικασία εναντίον του η οποία διήρκησε περίπου 4,5 έτη. Μετά ο Εισαγγελέας έκρινε ότι δεν συντρέχει λόγος άσκησης ποινικής δίωξης και αρχειοθέτησε την υπόθεση. Ο προσφεύγων αισθανόταν όλα αυτά τα χρόνια την αβεβαιότητα για την άσκηση ποινικής δίωξης. Άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για έλλειψη πραγματικής προσφυγής προκείμενου να αποζημιωθεί για την υπερβολική διάρκεια της υπόθεσής του.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο προσφεύγων δεν είχε στη διάθεσή του αποτελεσματική προσφυγή όσον αφορά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας εναντίον του και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ.
Ακολούθως το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κανένα πραγματικό περιστατικό ή επιχείρημα ικανό να δικαιολογήσει τη συνολική διάρκεια της διαδικασίας σε εθνικό επίπεδο καθόσον επρόκειτο για μη σοβαρό αδίκημα αυτό που είχε κατηγορηθεί,το οποίο επέσυρε μόνο χρηματική ποινή και η διερεύνηση του δεν απαιτούσε τόσο πολύ χρόνο.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε και παραβίαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε 4.200 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Μάριος Ηροδότου, είναι Κύπριος υπήκοος που γεννήθηκε το 1964 και ζει στην Πάφο.
Ο προσφεύγωνπροσέφυγε στο ΕΔΔΑ για την καθυστέρηση της ποινικής διαδικασίας εναντίον του για φερόμενη μη καταβολή οφειλής σε πιστωτικό ίδρυμα.
Η διαδικασία αρχειοθετήθηκε το 2019 με απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα. Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος), ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η διάρκεια της διαδικασίας εναντίον του, που διήρκεσε πάνω από τεσσεράμισι χρόνια, ήταν υπερβολική. Ισχυρίστηκε επίσης, βάσει του άρθρου 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής), ότι δεν είχε στη διάθεσή του αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα για να διαμαρτυρηθεί για τη διάρκεια της διαδικασίας.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1,
Άρθρο 13
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 13
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το άρθρο 13 εγγυάται αποτελεσματική προσφυγή ενώπιον εθνικής αρχής για εικαζόμενη παραβίαση, βάσει του άρθρου 6 § 1, ώστε να εκδικαστεί μια υπόθεση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Το αποτέλεσμα του άρθρου 13 είναι να απαιτεί την παροχή ενός εσωτερικού ένδικου μέσου για την αντιμετώπιση της ουσίας μιας «αμφισβητήσιμης καταγγελίας» σύμφωνα με τη Σύμβαση και τη χορήγηση κατάλληλης αποζημίωσης. Το ένδικο βοήθημα που απαιτείται από το άρθρο 13 πρέπει να είναι «αποτελεσματικό» τόσο στην πράξη όσο και στο νόμο.
Το κράτος δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος απόδειξης ότι το ένδικο βοήθημα ήταν αποτελεσματικό, και διαθέσιμο τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη με εύλογες πιθανότητες επιτυχίας.
Το Δικαστήριο εξέτασε και τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να ασκήσει αγωγή για την εικαζόμενη παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης μετά την αρχειοθέτησης της ποινικής δίωξης. Από την άποψη αυτή, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Σύνταγμα της Κύπρου, δεν αναφέρει εάν ο προσφεύγων στην παρούσα υπόθεση θα μπορούσε στην πραγματικότητα να είχε λάβει αποζημίωση με τέτοια προσφυγή σχετικά με το παράπονό του για τη διάρκεια της διαδικασίας. Αντιθέτως, η νομολογία στην οποία αναφέρθηκε η κυβέρνηση αφορούσε αποζημίωση, κατόπιν δικαστικής διαδικασίας που διήρκεσε πολλά έτη, λόγω προσβολής του δικαιώματος στη ζωή ή του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, δικαιώματα τα οποία δεν αμφισβητούνται εν προκειμένω.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της κυβέρνησης ως προς τη μη εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο προσφεύγων είχε στη διάθεσή του αποτελεσματικόένδικο μέσο όσον αφορά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας εναντίον του.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 6§1
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υπόθεσης και σε σχέση με τα ακόλουθα κριτήρια: την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος και των αρμόδιων αρχών και τι διακυβεύεται για τον προσφεύγοντα στη διαφορά.
Ομοίως, το Δικαστήριο δεν μπορεί να συμφωνήσει με το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων δεν υπέστη καμία σημαντικήσυνέπεια. Μολονότι είναι αληθές ότι το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε δεν ήταν ιδιαίτερα σοβαρό και δεν επισύρει ποινή φυλάκισης, αλλά μόνοχρηματική ποινή έως 5.000 ευρώ. Ταυτόχρονα, αν ο προσφεύγων είχε κριθεί ένοχος, θα ήταν επίσης υπόχρεος να καταβάλει τα οφειλόμενα ποσά μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 2013 και 1ης Ιανουαρίου 2015. Επίσης, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η παρατεταμένη ποινική διαδικασία να τον κρατούσε σε κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την τελική απόφαση. Επανέλαβε ότι το δικαίωμα ακρόασης της υπόθεσής του από δικαστήριο εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας, ιδίως στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, βασίζεται στην ανάγκη να διασφαλιστεί ότι οι κατηγορούμενοι δεν χρειάζεται να παραμένουν για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα σε κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την έκβαση της διαδικασίας εναντίον τους.Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι παρόλο που η ποινική διαδικασία εναντίον του προσφεύγοντος είχε αρχειοθετηθεί, λόγω nolleprosequi (παραγραφής) δεν μπορεί να εξομοιωθεί με αθώωση. Αντιθέτως, εν προκειμένω, η nolleprosequi(παραγραφή) εξασφάλισε το δικαίωμα του πιστωτικού ιδρύματος –όπως αυτό δημιουργήθηκε μετά τη συγχώνευση– να ασκήσει μελλοντική δίωξη κατά του προσφεύγοντος για τις φερόμενες ως μη καταβληθείσες δόσεις και, ως εκ τούτου, δημιούργησε περαιτέρω αβεβαιότητα ως προς τη δυνατότητα νέας ποινικής διαδικασίας για τις ίδιες κατηγορίες. Έτσι, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η σημασία της υπόθεσης για τον προσφεύγοντα δεν πρέπει να υποτιμάται και, κατά συνέπεια, απέρριψε την ένσταση της κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων δεν υπέστη κανένα σημαντικό μειονέκτημα.
Η καταγγελία του προσφεύγοντος σχετικά με τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας δεν έχει επιλυθεί σε εγχώριο επίπεδο, γιατί η αρχειοθέτηση δεν συνδέεται άμεσα με τη διάρκεια της διαδικασίας και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί, είτε άμεσα είτε έμμεσα, ως αναγνώριση παραβίασης του άρθρου 6 § 1 ή ως αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να προκλήθηκε στον προσφεύγοντα από τη διάρκεια της διαδικασίας. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, και αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που του υποβλήθηκαν, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κανένα πραγματικό περιστατικό ή επιχείρημα ικανό να δικαιολογήσει τη συνολική διάρκεια της διαδικασίας σε εθνικό επίπεδο. Λαμβανομένης υπόψη της σχετικής νομολογίας του, το Δικαστήριο κρίνει ότι, εν προκειμένω, η διάρκεια της διαδικασίας ήταν υπερβολική και δεν πληρούσε την απαίτηση του «εύλογου χρόνου».
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης και του άρθρου 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση:Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 4.200 ευρώ για ηθική βλάβη(επιμέλεια echrcaselaw.com).