ΑΠΟΦΑΣΗ
Dursun Aliyev κατά Αζερμπαϊτζάν της 27.04.2023 (αριθ.προσφ. 20216/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δίκαιη δίκη και αποδεικτική διαδικασία.
Ο προσφεύγων είναι αστυνομικός στο ανακριτικό τμήμα του αστυνομικού τμήματος της περιοχής που διαμένει. Κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε για εμπόριο ναρκωτικών ουσιών. Στη δίκη που διεξήχθη πρόβαλε πολλές ενστάσεις κυρίως όσον αφορά τα αποδεικτικά μέσα και τους μάρτυρες κατηγορίες, οι οποίες απορρίφθηκαν χωρίς αιτιολογία. Προσέφυγε στο ΕΔΔΑ ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι παγιδεύτηκε από την αστυνομία λόγω σύγκρουσης με τους ανωτέρους του και καταδικάστηκε βάσει «κατασκευασμένων» και αναξιόπιστων αποδεικτικών στοιχείων.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι σκοπός της ΕΣΔΑ είναι να εξασφαλιστεί ότι η δικαστική διαδικασία στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο συνελέγησαν τα αποδεικτικά στοιχεία, είναι δίκαιη.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι: α) οι μάρτυρες κατηγορίας μπορεί να μην ήταν αξιόπιστοι ή να στερούνταν προσωπικής ακεραιότητας, β) οι καταθέσεις τους, είχαν ασάφειες και ήταν αντιφατικές, γ) υπήρχαν αντιρρήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία, δ) δεν εξετάστηκε ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος για παράνομη βία κατά τη διάρκεια της προανάκρισης και τα εθνικά δικαστήρια έλαβαν υπόψη τους την απολογία του που είχε δοθεί υπό το πρίσμα απειλής και βίας και ε) το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν διεξήγαγε δικαστική έρευνα.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε πολλαπλή παραβίαση της δίκαιης δίκης και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 4.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1
Άρθρο 6§ 3(γ)
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, Dursun Israfil oglu Aliyev, είναι υπήκοος του Αζερμπαϊτζάν που γεννήθηκε το 1961 και ζει στο Μπακού.
Υπηρετούσε στα σώματα ασφαλείας με τον βαθμό του αξιωματικού σε αστυνομικό γραφείο. Η υπόθεση αφορούσε ποινική διαδικασία που κινήθηκε εναντίον του με την κατηγορία της εμπορίας ναρκωτικών.
Επικαλούμενος το άρθρο 6 §§ 1 και 3 (γ) (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι παγιδεύτηκε λόγω σύγκρουσης με τους ανωτέρους του και καταδικάστηκε βάσει «κατασκευασμένων» ή άλλως αναξιόπιστων αποδεικτικών στοιχείων, ότι δεν του δόθηκε η ευκαιρία να αμφισβητήσει λυσιτελώς τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία και να προβάλει λυσιτελώς επιχειρήματα προς υπεράσπισή του και ότι στερήθηκε την πρόσβαση σε αποτελεσματική νομική συνδρομή κατά την προανάκριση.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….
Μολονότι το άρθρο 6 εγγυάται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, δεν θεσπίζει κανόνες σχετικά με το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων αυτών καθαυτών, το οποίο ρυθμίζεται πρωτίστως από το εθνικό δίκαιο. Επομένως, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίσει, κατ’ αρχήν, αν συγκεκριμένα είδη αποδεικτικών στοιχείων – για παράδειγμα, αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν παράνομα από την άποψη του εσωτερικού δικαίου – μπορούν να είναι παραδεκτά ή, ακόμη, αν ο προσφεύγων ήταν ένοχος ή όχι. Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν η διαδικασία στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο συνελέγησαν τα αποδεικτικά στοιχεία, ήταν δίκαιη.
Το Δικαστήριο σημείωσε εξαρχής ότι ο προσφεύγων δεν αμφισβήτησε, ούτε στην εγχώρια διαδικασία ούτε ενώπιον του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι είχε στην κατοχή του, χωρίς να ακολουθήσει τις απαιτούμενες διαδικασίες και χωρίς έγγραφα, τα ναρκωτικά που είχαν βρεθεί στο γραφείο του στις 5 Ιουλίου 2011. Η κύρια γραμμή υπεράσπισής του ήταν το επιχείρημα ότι ουδέποτε είχε εμπλακεί σε εμπόριο ναρκωτικών και δεν είχε πωλήσει ναρκωτικά στον F.G. ούτε του τα είχε δώσει δωρεάν στις 5 Ιουλίου 2011. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η ποινική διαδικασία εναντίον του για την εικαζόμενη διακίνηση ναρκωτικών είχε κατασκευαστεί λόγω της σύγκρουσής του με δύο επικεφαλείς αξιωματικούς του Επαρχιακού Αστυνομικού Γραφείου Binagadi, στο οποίο υπηρετούσε.
(i) Ο τρόπος με τον οποίο οι εγχώριες αρχές αντιμετώπισαν την αξιοπιστία και την προσωπική ακεραιότητα των αστυνομικών μαρτύρων κατηγορίας.
Ο προσφεύγων επιχείρησε να αμφισβητήσει την αξιοπιστία και την προσωπική ακεραιότητα των F.G., D.G. και M.A. Υποστήριξε ότι είχαν συνεργαστεί με την αστυνομία για την κατασκευή της ποινικής υπόθεσης εναντίον του και ότι ο λόγος για αυτό ήταν η σύγκρουσή του με δύο επικεφαλείς αξιωματικούς του Περιφερειακού Αστυνομικού Γραφείου του Binagadi και η αντίστασή του στην πίεση που του είχαν ασκήσει αυτοί οι αξιωματικοί να παραιτηθεί. Ο προσφεύγων ζήτησε από τα εθνικά δικαστήρια να αποκλείσουν τις καταθέσεις των προαναφερθέντων μαρτύρων με το σκεπτικό ότι δεν είχαν δοθεί καλή τη πίστει και δεν είχαν καμία αξία.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το εγχώριο δίκαιο δεν προέβλεπε ότι οι ανακριτικές αρχές θα είχαν κατάλογο ατόμων που θα μπορούσαν να κληθούν ως μάρτυρες σε τακτική βάση. Αντίθετα, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας απαγόρευε ρητά την τακτική συμμετοχή ενός προσώπου ως μάρτυρα. Το γεγονός ότι οι D.G. και M.A. είχαν επανειλημμένα συμμετάσχει ως μάρτυρες ή ως μάρτυρες σε διάφορες ποινικές διαδικασίες για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως επιβεβαιώνεται από τις δικές τους καταθέσεις και από τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο προσφεύγων στο Δικαστήριο – στοιχεία για τα οποία η κυβέρνηση δεν έκανε παρατηρήσεις – ως εκ τούτου, εγείρει σοβαρές ανησυχίες ως προς τους πιθανούς δεσμούς μεταξύ του D.G. και του M.A. και της αστυνομίας, όπως ισχυρίστηκε ο προσφεύγων. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οποιαδήποτε τέτοια σύνδεση θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατάχρηση της διαδικασίας συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, τα εθνικά δικαστήρια αναμενόταν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά και να λάβουν μέτρα για να διαλύσουν αυτές τις ανησυχίες.
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι στην παρούσα υπόθεση υπήρχαν λόγοι που υποδείκνυαν ότι οι εν λόγω μάρτυρες μπορεί να μην ήταν αξιόπιστοι ή να στερούνταν προσωπικής ακεραιότητας. Επομένως, ελλείψει κατάλληλου δικαστικού ελέγχου, η βαρύτητα που αποδίδεται στη μαρτυρία τους εγείρει σοβαρά ζητήματα ως προς το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας.
(ii) Ο τρόπος με τον οποίο οι εγχώριες αρχές αντιμετώπισαν την αξιοπιστία των καταθέσεων που έδωσαν οι μάρτυρες κατηγορίας.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι ασάφειες μεταξύ των καταθέσεων των ίδιων των μαρτύρων κατηγορίας που δόθηκαν σε διάφορες χρονικές στιγμές, καθώς και οι ασυνέπειες μεταξύ των καταθέσεων των διαφόρων μαρτύρων κατηγορίας, δημιούργησαν σοβαρούς λόγους για την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας αυτών των μαρτύρων και της αποδεικτικής τους αξίας. Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια δεν εξέτασαν αυτές τις αντιρρήσεις και δεν τις έλαβαν υπόψη όταν στηρίχθηκαν στις μαρτυρίες ως βάση για την καταδίκη του προσφεύγοντος.
iii) Επί του τρόπου με τον οποίο οι εθνικές αρχές αντιμετώπισαν την αξιοπιστία των υλικών αποδεικτικών στοιχείων.
Οι αντιρρήσεις και τα αιτήματα σχετικά με αυτά τα φυσικά αποδεικτικά στοιχεία που είχε υποβάλει ο προσφεύγων στα εθνικά δικαστήρια υποστηρίχθηκαν από σημαντικά επιχειρήματα της υπεράσπισής του. Ωστόσο, τα δικαστήρια δεν εξέτασαν αυτές τις αντιρρήσεις ούτε παρείχαν επαρκείς ή σαφείς λόγους για την αποδοχή της έλλειψης συνεργασίας της κατηγορούσας αρχής.
(iv) Ο τρόπος με τον οποίο οι εγχώριες αρχές αντιμετώπισαν την αξιοπιστία των αρχικών εν μέρει αυτοενοχοποιητικών ομολογιών του ίδιου του προσφεύγοντος που δόθηκαν στην προανάκριση.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, κατά τη διάρκεια των αντιπαραθέσεών του με τους μάρτυρες κατηγορίας στο προανακριτικό στάδιο της διαδικασίας και όταν εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου, ο προσφεύγων ανακάλεσε τις αρχικές μερικώς αυτοενοχοποιητικές ομολογίες του και έκανε εντελώς διαφορετικές καταθέσεις. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι οι αρχικές αυτές ομολογίες ήταν ψευδείς και ότι τις είχε κάνει επειδή είχε υποστεί κακομεταχείριση στο αστυνομικό τμήμα και φοβόταν ότι θα υποστεί εκ νέου κακομεταχείριση.
Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ο προσφεύγων είχε υποβάλει τόσο στον εισαγγελέα όσο και στο εγχώριο δικαστήριο εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία που αποδείκνυαν ότι, όταν είχε μεταφερθεί από το αστυνομικό τμήμα στο κέντρο προσωρινής κράτησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης είχε αρκετά τραύματα στο σώμα του. Επιπλέον, ο Πρόεδρος της Επιτροπής κατά των Βασανιστηρίων του Αζερμπαϊτζάν, E.B., ακούστηκε ως ειδικός από το δικαστήριο και εξέφρασε την άποψη ότι ο προσφεύγων είχε υποστεί κακομεταχείριση. Αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία και η μαρτυρία του E.B. έδωσαν αξιοπιστία στον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι οι εν μέρει αυτοενοχοποιητικές ομολογίες του ήταν αποτέλεσμα αστυνομικής βίας. Υπό το πρίσμα αυτών των αποδεικτικών στοιχείων, το εγχώριο δικαστήριο θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικό κατά την εξέταση των ισχυρισμών του και θα έπρεπε να εξετάσει το παραδεκτό των επίμαχων ενστάσεων με υψηλό βαθμό ελέγχου, ακόμη και αν οι καταθέσεις αυτές δεν ήταν καθοριστικές για την εξασφάλιση της καταδίκης του προσφεύγοντος. Ωστόσο, το δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος για τυπικούς λόγους και δεν διεξήγαγε ανεξάρτητη και ολοκληρωμένη εξέτασή τους επί της ουσίας. Παρέλειψε να διερευνήσει, μεταξύ άλλων, εάν οι τραυματισμοί που τεκμηριώθηκαν στο αρχείο της 9 Ιουλίου 2011 ήταν εμφανείς στο σώμα του προσφεύγοντος πριν συλληφθεί και μεταφερθεί στο αστυνομικό τμήμα.
- v) Επί του τρόπου με τον οποίο τα δικαστήρια εξέτασαν τις εφέσεις του προσφεύγοντος.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα ανώτερα δικαστήρια με τη σειρά τους απέτυχαν να εξετάσουν τις ενστάσεις του προσφεύγοντος σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το δικαστήριο αντιμετώπισε αυτές, τα επιχειρήματα και τα αιτήματά του. Επιπλέον, το Εφετείο παρέλειψε να ελέγξει τις νέες πληροφορίες που παρείχε ο προσφεύγων σε σχέση με τον ισχυρισμό του ότι ο D.G. ήταν «πράκτορας» που συνεργαζόταν με την αστυνομία για την κατασκευή της ποινικής υπόθεσης εναντίον του, δεδομένου ότι το δικαστήριο αυτό αποφάσισε να εξετάσει την έφεση του προσφεύγοντος «χωρίς δικαστική έρευνα» και χωρίς να ζητήσει πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η καταδίκη του προσφεύγοντος για εμπόριο ναρκωτικών βασίστηκε σε αποδεικτικά στοιχεία αμφίβολης αξιοπιστίας και, δεδομένου ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν διεξήγαγαν επαρκή επανεξέταση των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος σχετικά με την αξιοπιστία και την αποδεικτική αξία των αποδεικτικών στοιχείων της κατηγορούσας αρχής, στερήθηκε αποτελεσματικής ευκαιρίας να αμφισβητήσει την αξιοπιστία των βασικών αποδεικτικών στοιχείων εναντίον του, να αντιταχθεί αποτελεσματικά στην χρήση τους στην εγχώρια διαδικασία και να προσκομίσει αποτελεσματικά αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του. Επιπλέον, τα εθνικά δικαστήρια δεν παρείχαν επαρκείς λόγους για να αρνηθούν να δεχτούν τα αιτήματα και τις ενστάσεις του προσφεύγοντος ή να απαντήσουν στα συγκεκριμένα και συναφή επιχειρήματά του, στερώντας του έτσι μια αποτελεσματική ευκαιρία να τα αμφισβητήσει ενώπιον των ανώτερων δικαστηρίων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη, όπως προστατεύεται από το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω ευρήματα, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν υπάρχει ανάγκη να εξεταστεί (i) εάν το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη παραβιάστηκε επίσης λόγω του γεγονότος ότι η ποινική δίωξη σε βάρος του είχε οργανωθεί χωρίς δικαστική εντολή και (ii) εάν κατά την προδικασία ο προσφεύγων είχε στερηθεί την πρόσβαση σε αποτελεσματική νομική συνδρομή.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 4.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες