Ο πλημμεληματικός χαρακτήρας της πράξης έφερε την παραγραφή του αδικήματος
Ένας 37χρονος κατηγορούμενος για την πράξη της κατάχρησης σε ασέλγεια ανηλίκου, ο οποίος ανήλικος δεν μπορούσε να αντισταθεί λόγω της νοητικής του στέρησης, βρέθηκε σήμερα στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λάρισας. Για την πράξη αυτή, ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε πρωτοδίκως το 2017 από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Τρικάλων σε κάθειρξη 7 ετών.
Του ανταποκριτή μας από το larissanet.gr, Κωνσταντίνου Κοντοκώστα
Όπως έγινε γνωστό σήμερα κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, τον Αύγουστο του 2014 στη Λάρισα ο κατηγορούμενος είχε γνωρίσει τον τότε 14χρονο παθόντα. Οι δύο τους είχαν αναπτύξει φιλική και ερωτική σχέση και τον Φεβρουάριο του 2015 πήγαν μαζί στο Βόλο όπου και έμειναν σε ξενοδοχείο της πόλης.
Το βράδυ, και αφού είχε προηγηθεί ερωτική πράξη, ο 14χρονος αποχώρησε από το ξενοδοχείο, παίρνοντας μαζί του τη βαλίτσα του κατηγορούμενου, την οποία στη συνέχεια πέταξε στο λιμάνι κρατώντας μόνο τα χρήματα και κάποια προσωπικά αντικείμενα.
Ο κατηγορούμενος διαπιστώνοντας ότι λείπει η βαλίτσα ειδοποίησε τη ρεσεψιόν η οποία με τη σειρά της κάλεσε την αστυνομία που εντόπισε τον 14χρονο στον σταθμό του Βόλου και έτσι αποκαλύφθηκε η σχέση του κατηγορούμενου με τον ανήλικο.
Τι έγινε στη σημερινή δίκη
Ωστόσο, σήμερα στο δικαστήριο ο κατηγορούμενος αρνήθηκε τις κατηγορίες και τόνισε ότι δεν είχαν ερωτική σχέση παρά μόνο φιλική, ισχυρισμός ωστόσο που όπως του επεσήμανε η εισαγγελέας της έδρας έρχεται σε αντίθεση με τα όσα ο ίδιος κατέθεσε τόσο στις απολογίες του όσο και στο πρωτόδικο δικαστήριο. Τότε ο κατηγορούμενος είχε ισχυριστεί ότι είχαν ερωτική σχέση αλλά δεν γνώριζε για το πρόβλημα υγείας του 14χρονου ούτε ότι ήταν ανήλικος.
Νωρίτερα κατέθεσαν ο υπάλληλος του ξενοδοχείου και ο αστυνομικός, οι οποίοι ρωτήθηκαν μεταξύ άλλων από το δικαστήριο σχετικά με τη νοητική κατάσταση του 14χρονου. Αμφότεροι είπαν πως ο ανήλικος έδειχνε να έχει κάποιο «πρόβλημα» αλλά είχε αντίληψη του που βρισκόταν και του τι έκανε.
Αυτό ακριβώς το στοιχείο, δηλαδή το κατά πόσο ο 14χρονος είχε αντίληψη της κατάστασης, ήταν και το κρίσιμο για την υπόθεση σύμφωνα με την εισαγγελέα. Συγκεκριμένα στην αγόρευση της τόνισε ότι «το κρίσιμο ζήτημα είναι αν η νοητική στέρηση του παθόντος είναι τέτοιου βαθμού που να του στερεί την ικανότητα βούλησης και αντίληψης της πραγματικότητας και της συνολικής σημασίας των πράξεων του. Αν έχει απλώς νοητική στέρηση αλλά παρόλα αυτά αντιλαμβάνεται την ερωτική πράξη».
Στη συνέχεια η εισαγγελέας ανέφερε ότι στο πρωτόδικο δικαστήριο η μητέρα του παθόντα – που απουσίαζε σήμερα από το δικαστήριο όπως και ο παθόντας – κατέθεσε πως ο γιος της είχε κοπέλα και κοινωνική ζωή και πως κυκλοφορούσε ελεύθερα στη Λάρισα.
«Υπάρχει μια πραγματογνωμοσύνη από ψυχολόγο που λέει ότι μοιάζει με παιδί ηλικίας 6-8 ετών το οποίο δεν έχει σαφή αντίληψη, εν τούτοις όλο το συμβάν οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα. Συναποφασίζει με τον κατηγορούμενο να πάνε στο Βόλο. Το παιδί αυτό κάνει συγκεκριμένες ενέργειες που ταιριάζει σε άτομο φυσιολογικό. Δεν είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει αντίληψη του τι συμβαίνει. Φαίνεται ένα παιδί που μπορεί να λειτουργήσει φυσιολογικά. Ο παθών είναι ένα παιδί που έχει νοητική στέρηση ωστόσο έχει ερωτικές επιθυμίες και ερωτικές ορμές όπως άλλωστε φαντάζομαι ότι δικαιούτο να έχουνε και τα άτομα με αναπηρία» πρόσθεσε μεταξύ άλλων η εισαγγελέας και επεσήμανε σχετικά με το νόμο που αφορά ερωτικές πράξεις και άτομα με νοητική υστέρηση, ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να προστατέψει άτομα που δεν μπορούν να σταθούν πουθενά μόνα τους.
Κλείνοντας την αγόρευση της, η εισαγγελέας ανέφερε πως τα πραγματικά περιστατικά συγκροτούν το αδίκημα της αποπλάνησης παιδιού που έχει συμπληρώσει τα 14 αλλά όχι τα 15 έτη και το οποίο είναι πλημμεληματικού χαρακτήρα. Γι’ αυτό το λόγο όπως τόνισε, αν το δικαστήριο αποφασίσει ότι η πράξη αφορά αποπλάνηση, πρέπει να παύσει την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου λόγω παραγραφής του αδικήματος δεδομένου και του πλημμεληματικού χαρακτήρα της εν λόγω πράξης.
Και έτσι έπραξε τελικά το δικαστήριο, το οποίο αποφάσισε ομόφωνα την οριστική παύση της ποινικής δίωξης του κατηγορούμενου.