ΑΠΟΦΑΣΗ
Panju κατά Βελγίου 23.05.2023 (αρ. 2) (αρ. προσφ. 49072/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Απόρριψη αγωγής για πρόσθετη αποζημίωση και ηθική βλάβη του προσφεύγοντος από τα εθνικά δικαστήρια για διαπιστωμένη – από προγενέστερη απόφαση του ΕΔΔΑ- υπερβολική διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Κατά τα εγχώρια δικαστήρια η ηθική βλάβη επανορθώθηκε αφού κηρύχθηκε απαράδεκτη η ποινική δίωξη και δεν αποδείχθηκε ζημία, ώστε να επιδικαστεί αποζημίωση. Δεν προέκυψε δε υλική ζημία από την υπερβολική διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε καμία παραβίαση της ΕΣΔΑ.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1
Άρθρο 13
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Το 2002 εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του προσφεύγοντος για παράνομη διακίνηση χρυσού και για παραβίαση της νομοθεσίας για ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Μετά από προσφυγή του προσφεύγοντος το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρώπων Δικαιωμάτωνστις 28 Οκτωβρίου 2014, εξέδωσε απόφαση (Panju κατά Βελγίου της 28.10.2014, αρ. προσφ. 18393/09) διαπιστώνοντας ότι η διάρκεια της ποινικής διαδικασίας είχε υπερβεί το εύλογο χρονικό διάστημα για τους σκοπούς του άρθρου 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη εντός εύλογου χρόνου). Το αρμόδιο δικαστήριο των Βρυξελλών κήρυξε στη συνέχεια την ποινική δίωξη του προσφεύγοντος απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι η υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας είχε καταστήσει αδύνατο να ασκήσει ο ίδιος τα υπερασπιστικά του δικαιώματα και ότι αυτό είχε βλάψει ανεπανόρθωτα το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη.
Μετά την απόφαση αυτή, ο προσφεύγων άσκησε αγωγή αποζημίωσης κατά του Βελγικού Δημοσίου βάσει των άρθρων 1382 και 1383 του εγχώριου ΑΚ, ζητώντας αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας. Η αγωγή απορρίφθηκε από τα βελγικά δικαστήρια, τα οποία έκριναν ότι η ηθική βλάβη που ανέφερε ο προσφεύγων είχε αποκατασταθεί με την απόφαση να κηρυχθεί η ποινική δίωξη ως απαράδεκτη, και ότι η ζημιά δεν προέκυψε από τη διάρκεια της διαδικασίας, αλλά μάλλον από την καθυστέρηση στην επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων και του χρυσού που κατασχέθηκαν από τον Μάιο του 2011 και μετά.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Στο πλαίσιο του αιτήματός του προσφεύγοντος για αποζημίωση, ταεθνικά δικαστήριααφού παραδέχτηκαν το πταίσμα του Δημοσίου λόγω της υπερβολικής διάρκειας της ποινικής διαδικασίας, έκριναν ότι η υλική ζημία δεν προέκυψε από τη διάρκεια της ποινικής έρευνας, αλλά προήλθε από την καθυστέρηση της επιστροφής των περιουσιακών στοιχείων και του χρυσού που κατασχέθηκε, σημειώνοντας την παρατυπία της διαδικασίας.
Υπό το πρίσμα του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, το απαράδεκτο της διαδικασίας μπορούσε να αποτελέσει κατάλληλο μέσο για την αποκατάσταση της υπέρβασης της εύλογης προθεσμίας, δεδομένου ότι, στο βελγικό δίκαιο, συνεπαγόταν την αναγνώριση ανεπανόρθωτης βλάβης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη και έθετε οριστικό τέλος στη διαδικασία καθώς και στη διάρκειά της.
Το Δικαστήριο δεν είχε κανένα λόγο να αμφισβητήσει την εκτίμηση του Εφετείου ότι το απαράδεκτο της διαδικασίας έθεσε τον προσφεύγοντα σε μια κατάσταση τέτοια σαν να μην είχε παραβιαστεί η εύλογη διάρκεια των ποινικών διαδικασιών.
Δεν μπορούσε να αποδεχθεί τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος όταν ο τελευταίος κατήγγειλε ότι τα δικαστήρια όφειλαν να του καταβάλουν, εκτός από την κήρυξη ως απαράδεκτης της ποινικής διαδικασίας, χρηματική αποζημίωση. Μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 13 δεν μπορούσε να συναχθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου.
Επιπλέον, το Δικαστήριο είχε ήδη αποφανθεί ότι μια σημαντική μείωση της ποινής ή η ακύρωσή της από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο λόγω υπέρβασης της εύλογης προθεσμίας μπορούσε να συνιστά επαρκή επανόρθωση και να οδηγήσει στην απώλεια της ιδιότητας του θύματος. Το ίδιο συμπέρασμα μπορούσε κατά μείζονα λόγο να συναχθεί και στην περίπτωση που κηρύχθηκε απαράδεκτηη ποινική διαδικασία.
Επιπλέον, το βελγικό δίκαιο δεν αποκλείει τη χορήγηση πρόσθετης αποζημίωσης για το απαράδεκτο της διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύεται ζημία που δεν έχει αποκατασταθεί επαρκώς αυτό το εν λόγω απαράδεκτο. Εν προκειμένω, η απουσία αποζημίωσης για τον προσφεύγοντα δεν προέκυψε από αποκλεισμό που προβλέπεται από τους ισχύοντες κανόνες του εθνικού δικαίου, αλλά από την έλλειψη απόδειξης σύμφωνα με τους κανόνες του εθνικού δικαίου. Τέλος, ο προσφεύγων επέκρινε τους δικαστές του Εφετείου ως προς το ότι δεν προέβησαν σε εκτίμηση in concreto της υλικής ζημίας που υπέστην ως αποτέλεσμα της καθυστερημένης επιστροφής των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων και του κατασχεθέντος χρυσού. Για το Εφετείο, αυτή η ζημία δεν απέρρεε από την υπερβολική διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που ξεκίνησε κατά του προσφεύγοντος το 2002, αλλά προέκυπτε από την καθυστέρηση της αποκατάστασης της δέσμευσης της περιουσίας και της κατάσχεσης του χρυσού. Το Εφετείο έκρινε ότι, ενώ ο προσφεύγων δικαιολογημένα επέκρινε την καθυστερημένη επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων και του χρυσού που κατασχέθηκαν από τον Μάιο του 2011, η οποία έλαβε χώρα στις αρχές του 2013, δεν είχε ωστόσο αποδείξει με βεβαιότητα την ύπαρξη της ζημίας του, παραλείποντας να προσκομίσει έγγραφα που να αποδεικνύουν την ύπαρξή της.
Λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων των εθνικών δικαστηρίων, το Δικαστήριο δεν εντόπισε κανέναν λόγο να θεωρήσει ότι ο προσφεύγων δεν είχε το όφελος αποτελεσματικού ένδικου μέσου με σκοπό να λάβει αποζημίωση για την εικαζόμενη ζημία που προέκυψε από την υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας, όπως το ΕΔΔΑδιαπίστωσε στην απόφασή του της 28 Οκτωβρίου 2014.
Συμπερασματικά το Δικαστήριο του Στρασβούργου(ομόφωνα)δεν εντόπισε καμία παραβίαση (επιμέλεια: echrcaselaw.com).