ΑΠΟΦΑΣΗ
A.E. κατά Βουλγαρίας της 23.05.2023 (αριθ.προσφ. 53891/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ενδοοικογενειακή βία σε βάρος ανήλικης συντρόφου καιεξευτελιστικήμεταχείριση.
Η ανήλικη προσφεύγουσα είχε πέσει θύμα ενδοοικογενειακής βίας από τον σύντροφο της με τον οποίο συζούσε. Παρά τα καταγεγραμμένα περιστατικά επιθέσεων που είχε δεχτεί από τον σύντροφο της, ο εισαγγελέας δεν άσκησε ποινική δίωξη θεωρώντας ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι η ζωή της ανήλικης κινδύνευε καθόσον δεν συζούσε πλέον μαζί του. Άσκησε προσφυγή για εξευτελιστική μεταχείριση και απαγορευμένη διάκριση.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι το νομικό πλαίσιο που ίσχυε στο καθ΄ού κράτος της Βουλγαρίας ήταν ανεπαρκές. Η απαίτηση επαναλαμβανόμενης βίας αλλά και ύπαρξης γάμου για την παρέμβαση του κράτους δεν ανταποκρίνονταν στην υποχρέωση των αρχών να κινητοποιηθούν αμέσως σε ισχυρισμούς ενδοοικογενειακής βίας. Η μη άσκηση δίωξης παρά την ευάλωτη θέση του θύματος που ήταν ανήλικη και τις πολλαπλές καταγγελίες που είχε ασκήσει, απέδειξαν ότι το κράτος απέτυχε να προστατεύσει επαρκώς την προσφεύγουσα είτε νομικά είτε πραγματικά, οδηγώντας σε παραβίαση του άρθρου 3.
Ακολούθως το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το καθ’ ού κράτος απέτυχε να διαψεύσει τη θεσμική αδράνεια εκ μέρους των αρχών. Δεδομένου ότι δεν ήταν απαραίτητο για την προσφεύγουσα να αποδείξει ότι ήταν ατομικά θύμα προκατάληψης εκ μέρους των αρχών, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 (απαγόρευση διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 3 (απαγόρευση εξευτελιστικής μεταχείρισης).
Το Δικαστήριο επιδίκασε στην προσφεύγουσα 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 3,
Άρθρο 14
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα, A.E., είναι υπήκοος Βουλγαρίας που γεννήθηκε το 2004 και ζει στο Kostinbrod (Βουλγαρία).
Το 2018, έχοντας μόλις κλείσει τα 15, ηA.E. μετακόμισε και συζούσε με έναν 23χρονο άνδρα, τον D.M. Ισχυρίσθηκε ότι την χτυπούσε τακτικά. Μετά από μια τέτοια επίθεση τον Σεπτέμβριο του 2019, πήγε στο νοσοκομείο για να ζητήσει ιατρική βοήθεια. Καταγράφηκε να έχει, μεταξύ άλλων τραυματισμών, εκτεταμένους μώλωπες, οι οποίοι είχαν προκληθεί από χτυπήματα από σκληρά αντικείμενα. Η μητέρα της Α.Ε. πήγε στις κοινωνικές υπηρεσίες μετά το περιστατικό και αυτές με τη σειρά τους επικοινώνησαν με την εισαγγελία. Συνέταξαν έκθεση με περιγραφή των περιστάσεων και των διαφόρων επιθέσεων που φέρεται να είχε υποστεί η Α.Ε. από τον D.M τονίζοντας ότι ήταν ανήλικη. Δεδομένου ότι η μητέρα της δεν ήταν σε θέση να ασκήσει γονικό έλεγχο, εκδόθηκε εντολή από τις κοινωνικές υπηρεσίες για την τοποθέτηση της Α.Ε. εκτός της γονικής μέριμνας.
Ο εισαγγελέας του Kostinbrod διέταξε προκαταρκτικό έλεγχο, ο οποίος θα διενεργούνταν από την αστυνομία σχετικά με τις καταγγελίες. Η αστυνομία πήρε καταθέσειςαπό την Α.Ε. και τη μητέρα της, με την τελευταία να ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η κόρη της είχε κλωτσηθεί στο στομάχι και στραγγαλιστεί από τον D.M. Στην κατάθεσή του στην αστυνομία, ο D.M. αρνήθηκε τόσο τη σωματική όσο και την ψυχολογική κακοποίηση.
ΤονΝοέμβριο του 2019 ο εισαγγελέας αποφάσισε να μην ασκήσει ποινική δίωξη διαπιστώνοντας ότι είχε διαπραχθεί μόνο ένα αδίκημα που απαιτούσε έγκληση από την παθούσα, δηλαδή ελαφρά σωματική βλάβη. Η A.E. άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής, αλλά ο εισαγγελέας εφετών της Σόφιας την απέρριψε, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπήρχαν ενδείξεις ότι η ζωή της κινδύνευε και ότι δεν συζούσε πλέον μαζί με τονD.M. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε αργότερα από τον εισαγγελέα του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου.
Επικαλούμενη τα άρθρα 3 (απαγόρευση εξευτελιστικής μεταχείρισης) και 14(απαγόρευση διακρίσεων), η προσφεύγουσα παραπονέθηκε, ειδικότερα, για την αποτυχία του κράτους να την προστατεύσει από την ενδοοικογενειακή βία και να διερευνήσει επαρκώς τις καταγγελίες της σχετικά με αυτό, καθώς και ότι είχε υποστεί διακρίσεις λόγω ηλικίας και φύλου
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….
Άρθρο 3
Η Α.Ε. παραπονέθηκε τόσο για το νομικό πλαίσιο που ισχύει για την ενδοοικογενειακή βία, ιδίως ότι η βία έπρεπε να επαναληφθεί ή τουλάχιστον να θεωρηθεί μέτριας σοβαρότητας για να ακολουθήσει ποινική δίωξη, όσο και για την αντίδραση των αρχών στις συγκεκριμένες καταγγελίες της. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η σωματική βία που είχε υποστεί η Α.Ε., σε συνδυασμό με τον εκφοβισμό και την αγωνία που αισθάνθηκε, ήταν αρκετά σοβαρή για να χαρακτηρίσει τη μεταχείριση που είχε υποστεί ως «εξευτελιστική». Θεωρώντας τις ιδιωτικές καταγγελίες ως ανεπαρκές μέσο διασφάλισης της δικαιοσύνης σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι αυτό επιβάρυνε υπερβολικά το θύμα και δεν μπορούσε να αποτρέψει την επανάληψη παρόμοιων περιστατικών. Προκειμένου η ενδοοικογενειακή βία να διώκεται δημοσίως σύμφωνα με το βουλγαρικό δίκαιο, έπρεπε να διαπιστωθούν επαναλαμβανόμενες πράξεις βίας. Δεδομένης της τάσης για επιδείνωση της βίας με την πάροδο του χρόνου, η απαίτηση επαναλαμβανόμενης βίας για την παρέμβαση του κράτους δεν ανταποκρίθηκε στην υποχρέωση των αρχών να κινητοποιηθούν αμέσως σε ισχυρισμούς ενδοοικογενειακής βίας και να επιδείξουν ιδιαίτερη επιμέλεια στο πλαίσιο αυτό.
Όσον αφορά την άρνηση των εθνικών αρχών να χαρακτηρίσουν τις επιθέσεις ως ενδοοικογενειακή βία, καθώς η σχέση του ζευγαριού δεν είχε αναγνωρισμένη νομική μορφή, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι αυτό θα φίλτραρε πολλά περιστατικά βίας κατά των γυναικών από τους συντρόφους τους και δεν θα πληρούσε τις υποχρεώσεις της Βουλγαρίας βάσει του άρθρου 3. Έκρινε ότι η Βουλγαρία δεν είχε θεσπίσει αποτελεσματικό σύστημα για την τιμωρία όλων των μορφών ενδοοικογενειακής βίας και την παροχή επαρκών εγγυήσεων στα θύματα.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι κοινωνικές υπηρεσίες είχαν ενημερώσει τον εισαγγελέα για την επανειλημμένη και σοβαρή φύση των καταγγελλομένων επιθέσεων, οι οποίες είχαν διερευνηθεί. Αντ’ αυτού, ο εισαγγελέας στηρίχθηκε εξ ολοκλήρου στην προκαταρκτική εξέταση. Η μη άσκηση ποινικής δίωξης ήταν ακόμη πιο σοβαρή δεδομένης της ευάλωτης κατάστασης της προσφεύγουσας.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Βουλγαρία δεν είχε θεσπίσει αποτελεσματικό σύστημα για την τιμωρία όλων των μορφών ενδοοικογενειακής βίας και την παροχή επαρκών εγγυήσεων στα θύματα. Το κράτος απέτυχε να προστατεύσει επαρκώς την Α.Ε. είτε νομικά είτε πραγματικά, οδηγώντας σε παραβίαση του άρθρου 3.
Άρθρο 14
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι αυτή ήταν η τρίτη παρόμοια υπόθεση κατά της Βουλγαρίας και ότι οι γυναίκες είναι τα κύρια θύματα ενδοοικογενειακής βίας στη Βουλγαρία. Ως γυναίκα θύμα ενδοοικογενειακής βίας στη Βουλγαρία, η A.E. βρισκόταν σε άνιση θέση, η οποία απαιτούσε την ανάληψη δράσης εκ μέρους των αρχών προκειμένου να αποκατασταθεί το μειονέκτημα που συνδέεται με το φύλο της στο πλαίσιο αυτό. Η κυβέρνηση απέτυχε να δείξει ποιες πολιτικές είχε ακολουθήσει για την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και την τιμωρία των παραβατών. Το Δικαστήριο διαπίστωσε στην περίπτωση της προσφεύγουσας σύμφωνα με το άρθρο 3, ότι η σχετική νομοθεσία ήταν ελλιπής.
Επιπλέον, το Δικαστήριο προειδοποίησε το κράτος για τη συνεχιζόμενη απουσία επίσημων ολοκληρωμένων στατιστικών, δεδομένου του επιπέδου της ενδοοικογενειακής βίας στη Βουλγαρία και της υποχρέωσης να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις επιπτώσεις στις γυναίκες και να ενεργήσει ανάλογα. Επισήμανε επίσης ότι η Βουλγαρία δεν είχε κυρώσει τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η κυβέρνηση απέτυχε να διαψεύσει τη θεσμική αδράνεια εκ μέρους των αρχών. Δεδομένου ότι δεν ήταν απαραίτητο για την Α.Ε. να αποδείξει ότι ήταν ατομικά θύμα προκατάληψης εκ μέρους των αρχών, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 3.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Βουλγαρία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια echrcaselaw.com).