Ν. 4354/2015. Τρόπος συμμετοχής της ΕΔΑΔΠ στη δίκη μεταξύ πιστωτικού ιδρύματος και οφειλέτη. Αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση. Αντίθετη άποψη: αρκεί η κατάθεση προτάσεων. Ισχυρισμός προβαλλόμενος κατά τη διάταξη του άρθρου 765 ΚΠολΔ για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη ως λόγος έφεσης.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
ΕΦΕΣΗ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ Ν.3869/2010
Αριθμός Απόφασης 324/2021
(αριθμ.εκθ.καταθ.αίτησης ./2017)
(αριθμ.εκθ.καταθ.αίτησης ./2021, ΜΕ1./07.01.2021)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Προϊστάμενος του παρόντος Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα Μαρία Σπυροπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 26 Μαΐου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας-δεύτερης των καθών- υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση : Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία» και τον διακριτικό τίτλο «Eurobank», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Όθωνος αρ.8, με ΑΦΜ ., ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, με ΓΕΜΗ ., νόμιμα εκπροσωπούμενης ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ergasias Α.Ε.», με ΑΦΜ ., λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της πρώτης τραπεζικής εταιρείας (άρθρα 16 Ν.2515/1997, 57 παρ.3 και 59-74 Ν.4601/2019, Ανακοινώσεις για καταχώριση στο Γ.Ε.ΜΗ. υπ’’ αριθμ.. και ./20.3.2020), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Δημητρίου Κονδύλη (Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 000002, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Ηλείας με αριθμό Η./26.5.2021) και κατέθεσε προτάσεις.
Των εφεσίβλητων-αιτούντος-καθών η αίτηση : 1) ., κατοίκου . Κρεστένων Ηλείας, με ΑΦΜ ., ΔΟΥ ., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Λυσία Χριστοδουλόπουλου (Δικηγορικός Σύλλογος Πατρών, ΑΜ 001477, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Πατρών με αριθμό Α./25.5.2021) και κατέθεσε προτάσεις. 2) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Αιόλου αρ.86, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε. 3) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA BANK Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Σταδίου αρ.40, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε. 4) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Αμερικής αρ.4, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε. 5) Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «POSTCREDIT ΤΤ Α.Ε.», που εδρεύει στην Παιανία Αττικής, 40 χλμ Αττικής οδού ΣΕΑ 1 Μεσογείων, η οποία δεν παραστάθηκε.
Της προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ της εκκαλούσας : Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «doValue Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις και τον διακριτικό τίτλο «do Value Greece», πρώην με την επωνυμία «EUROBANK FPS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και διακριτικό τίτλο «EUROBANK FINANCIAL PLANNING SERVICES», η οποία εδρεύει στο Μοσχάτο Αττικής, επί της οδού Κύπρου αρ.27 και Αρχιμήδους, με ΑΦΜ ., με ΓΕΜΗ ., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το Ν.4354/2015, δυνάμει της υπ’ αριθμ.220/1/13.3.2017 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΦΕΚ τ.Β 880/16.3.2017), η οποία ενεργεί με την ιδιότητά της ως μη δικαιούχου και μη υπόχρεου διαδίκου, διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «CAIRO No 2 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», που εδρεύει στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, οδός George’s Dock αρ.3, 4ος όροφος, IFSC, Δουβλίνο 1, με αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών ., όπως εκπροσωπείται νόμιμα. Η ανωτέρω εταιρεία ειδικού σκοπού κατέστη ειδική διάδοχος της πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «Eurobank Ergasias», με ΑΦΜ ., ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, κατόπιν μεταβίβασης στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003. Μεταγενέστερα η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «Eurobank», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Όθωνος αρ.8, με ΑΦΜ ., ΔΟΥ ΦΑΕ Αθηνών, με Γ.Ε.ΜΗ. ., και εκπροσωπείται νόμιμα, κατέστη καθολική διάδοχος της ανωτέρω πρώην ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «Eurobank Ergasias» λόγω διασπάσεως της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της ως άνω νέας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας (άρθρα 16 Ν.2515/1997, 57 παρ.3 και 59-74 Ν.4601/2019, υπ’ αριθμ.. και ./20.3.2020 Ανακοινώσεις Γ.Ε.ΜΗ.). Η προσθέτως παρεμβαίνουσα παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Δημητρίου Κονδύλη (Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 000070, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Ηλείας με αριθμό Η./26.5.2021) και κατέθεσε προτάσεις.
Ο αιτών και ήδη πρώτος εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η από 05.12.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./05.12.2017 αίτηση περί ρύθμισης των οφειλών του και υπαγωγής του στις διατάξεις του Ν.3869/2010, την οποία απηύθυνε στο Ειρηνοδικείο Πύργου Ηλείας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 135/2020 οριστική απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση. Ήδη η δεύτερη των καθών – μετέχουσα στη δίκη πιστώτρια προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση με την από 03.01.2020 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./05.01.2021, προς προσδιορισμό δε δικάσιμου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΕ./07.01.2021 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (26ης.5.2021).
Η ανωτέρω προσθέτως παρεμβαίνουσα άσκησε με τις προτάσεις που κατέθεσε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εκκαλούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις που κατέθεσαν.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου είναι εκκρεμείς : α) η από 03.01.2020 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης ./05.01.2021) έφεση, που άσκησε η δεύτερη των καθών και ήδη εκκαλούσα κατά της υπ’αριθμ. 135/2020 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου, που εκδόθηκε κατά την εκούσια δικαιοδοσία, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 05.12.2017 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης ./05.12.2017) αίτηση, που άσκησε ο πρώτος εφεσίβλητος και β) η από 26.5.2021 πρόσθετη παρέμβαση, που άσκησε με τις προτάσεις της η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «doValue Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και τον διακριτικό τίτλο «do Value Greece» υπέρ της εκκαλούσας και κατά των λοιπών διαδίκων. Επομένως, πρέπει η έφεση και πρόσθετη παρέμβαση να συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης συνάφειας (άρθρα 31, 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ).
Από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα με αριθμούς ./13.01.2021, ./13.01.2021, ./13.01.2021 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, ., και την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη με αριθμό ./08.02.2019 έκθεση επίδοσης της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών . αποδεικνύεται ότι ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα της κρινόμενης έφεσης, με πράξη έκθεσης κατάθεσης στον Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Πύργου, με πράξη έκθεσης κατάθεσης στον Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (26.5.2021), επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στους δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη των εφεσίβλητων, με επιμέλεια της εκκαλούσας, η οποία επέσπευσε τη συζήτηση της έφεσης (ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της εκκαλούσας που υπογράφει το εφετήριο δικόγραφο προχώρησε και στην κατάθεση πράξης για προσδιορισμό δικασίμου στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου). Οι ανωτέρω, όμως, δεν παραστάθηκαν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο. Το Δικαστήριο, όμως, θα προχωρήσει στη συζήτηση της έφεσης σαν να ήταν παρούσες και η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη και η πέμπτη των εφεσίβλητων (άρθρα 524 παρ. 4 και 764 παρ. 2 ΚΠολΔ). Παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας δεν θα οριστεί, διότι η άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου δεν προβλέπεται στην προκειμένη περίπτωση (άρθρο 14 του Ν. 3869/2010).
Η από 03.01.2020 έφεση της ηττηθείσας δεύτερης των καθών ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ανώνυμη Εταιρεία» κατά της υπ’’ αριθμ.135/17.11.2020 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου, το οποίο δίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ερήμην της 1ης, 3ης, 4ης, 5ης των καθών και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα, με την κατάθεση δικογράφου στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό 01/05.01.2021, και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 08 Δεκεμβρίου 2020, όπως προκύπτει από την υπ’’ αριθμ../08.12.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, ., που προσκομίζει με επίκληση ο πρώτος εφεσίβλητος (άρθρα 495 παρ.1, 511, 513 αρ.1, 518 παρ.1 ΚΠολΔ). Επομένως η έφεση, η οποία αρμοδίως φέρεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία που εφάρμοσε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εφόσον για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί το νόμιμο ηλεκτρονικό παράβολο, που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την από 04.01.2021 ηλεκτρονική απόδειξη συναλλαγής της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ΑΕ».
(α) Από τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλείται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής του από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 του ΚΠολΔ. Συνέπειες δε της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ως προς την διαδικαστική θέση του αυτοτελώς παρεμβαίνοντα είναι η χωριστή κίνηση προθεσμιών με τις προς αυτόν επιδόσεις, ελεύθερη εκτίμηση της ομολογίας του και ο αποκλεισμός της εξέτασής του ως μάρτυρα, η επέλευση βίαιης διακοπής της δίκης (286 του ΚΠολΔ) με τη μεταβολή του προσώπου του, η εκπροσώπησή του κατά την απουσία του από τον υπέρ ου η παρέμβαση και αντιστρόφως, η καταδίκη στα έξοδα κατά τους κανόνες του άρθρου 180 του ΚΠολΔ και η απεύθυνση των ενδίκων μέσων και κατά αυτού. Από τις διατάξεις των άρθρων 80 και 83 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, τόσο η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση όσο και η μη αυτοτελής ή απλή πρόσθετη παρέμβαση, ήτοι όταν στην πρώτη περίπτωση το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος στηρίζεται στο γεγονός ότι, η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις αυτού ή στις θεσπισμένες από το νόμο αρμοδιότητες αυτού, και στη δεύτερη περίπτωση όταν το έννομο συμφέρον στηρίζεται σε άλλο γεγονός, δεν εισάγουν νέα δίκη, δεδομένου ότι με την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση η δίκη που δημιουργείται δεν είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη, αφού η παρέμβαση δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της αρχικής αίτησης αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που άρχισε με την αίτηση ή το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωρισθεί, γι` αυτό η περάτωση της κύριας δίκης συνεπιφέρει αυτοδικαίως κατάργηση και της δίκης για την παρέμβαση. Επομένως, η πρόσθετη παρέμβαση (αυτοτελής ή απλή) δεν περιέχει αίτημα, αφού δεν ζητεί ο παρεμβαίνων παροχή έννομης προστασίας για τον ίδιο ούτε υποβάλλει δικαίωμα προς διάγνωση (ΑΠ 368/2019, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 1260/2019, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΕφΛαρ 477/2019, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).
(β) Οι διατάξεις του Ν.4335/2015 καθιερώνουν δύο μορφές ανωνύμων εταιρειών ειδικού σκοπού, την Εταιρεία Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΑΑΔΠ) και την Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες τελούν υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπουν δύο νέα συμβατικά μορφώματα, την σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και την σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Στις μεν πρώτες (ΕΑΑΔΠ) μεταβιβάζονται οι απαιτήσεις πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων καθιστάμενες ούτως εκδοχείς των εκχωρούμενων αιτία πωλήσεως χρηματοπιστωτικών απαιτήσεων, χωρίς όμως να νομιμοποιούνται στην έγερση των αγωγών και στη διεξαγωγή των σχετικών δικών ως δικαιούχοι διάδικοι, στις δε δεύτερες (ΕΔΑΔΠ) δεν μεταβιβάζονται κατά κυριότητα οι απαιτήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων και των ΕΑΑΔΠ, με αποτέλεσμα να μην καθίστανται ειδικοί διάδοχοι αυτών και να νομιμοποιούνται στη διεξαγωγή των δικών που αφορούν τις διαχειριζόμενες απαιτήσεις ως μη δικαιούχοι διάδικοι. Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 στ. β Ν. 4354/2015 συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση πώλησης μπορούν να είναι μόνον πιστωτικά ιδρύματα ως πωλητές και μόνον ΕΑΑΔΠ ως αγοραστές. Αντίστοιχα στη σύμβαση διαχείρισης δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ και αφετέρου ΕΔΑΔΠ. Ειδικότερα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 §§ 1-3 του Ν.4354/2015 στις ΕΔΑΔΠ ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται από πιστωτικά ιδρύματα. Ο νόμος (άρθρο 2 §2 Ν.4354/2015) καθιερώνει έγγραφο συστατικό τύπο για τη σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης των απαιτήσεων και καθορίζει το ελάχιστο περιεχόμενο της. Σύμφωνα με το άρθρο 2 §4 Ν.4354/2015, οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του Ν.4307/2014. Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Με βάση τη ρύθμιση αυτή υποστηρίζεται ότι η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των διαχειριστικών εταιρειών να ενεργούν τόσο επί του δικονομικού όσο επί του ουσιαστικού πεδίου ως μη δικαιούχοι διαχειριστές αλλότριας περιουσίας αντλείται απευθείας από το νόμο. Η άποψη αυτή είναι ορθή ως προς τις απαιτήσεις των εταιρειών απόκτησης (ΕΑΑΔΠ), των οποίων η νομιμοποίηση έχει αφαιρεθεί από τον ίδιο το νόμο (άρθρο 1 §1 γ). Αντιθέτως ως προς τη διαχείριση απαιτήσεων πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων η νομιμοποίηση των διαχειριστικών εταιρειών βασίζεται στη σύμβαση. Με βάση τη σύμβαση ανάθεσης η νομιμοποίηση των διαχειριστικών εταιρειών ως μη δικαιούχων διαδίκων μπορεί είτε να αποκλεισθεί εντελώς είτε να συμφωνηθεί ως συντρέχουσα ή και αποκλείουσα τη νομιμοποίηση των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων. Περαιτέρω η ανάθεση της διαχείρισης της απαιτήσεως σε διαχειριστική εταιρεία κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας δεν προκαλεί ζήτημα στη νομιμοποίηση του πιστωτικού ιδρύματος να συνεχίσει τη δίκη ιδίω ονόματι. Διάφορη ερμηνεία θα ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 225 παρ.2 ΚΠολΔ, από τη στιγμή που η διάθεση του επίδικου αντικειμένου δεν καταλύει τη νομιμοποίηση του αρχικού διαδίκου να συνεχίσει τη δίκη, πολλώ δε μάλλον όταν ανατίθεται σε τρίτο η διαχείρισή του (βλ. σχετ. Παναγιώτης Κολοτούρος, Δικονομική αρμοδιότης των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων-άρθρον 2 του ν.4354/2015, ΧρΙΔ 2019, 464 επ. Παναγιώτης Γιαννόπουλος, Η ΕΔΑΔΠ ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ 2019, 233 επ.).
(γ) Η ΕΔΑΔΠ συμμετέχει στην ήδη εκκρεμή δίκη που έχει ανοιγεί στο όνομα του αληθούς δικαιούχου με την άσκηση αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (ΑΠ 368/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 14/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ · βλ. σχετ. Π. Γιαννόπουλο, ο.π. σελ.256-257, κατά τον οποίο η κάλυψη της ΕΔΑΔΠ από το δεδικασμένο της δίκης που διεξάγει ο αληθής δικαιούχος, ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 Ν.4354/2015 ρυθμίζει την αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αυτή της επέκτασης των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου της δίκης μεταξύ της ΕΔΑΔΠ και του δανειολήπτη στον αληθή δικαιούχο, θα πρέπει να αναζητηθεί στη διάταξη του άρθρου 3 παρ.7 Ν.4345/2015 και στο ότι η αναγνώριση της δυνατότητας της ΕΔΑΔΠ να ενάγει εκ νέου τον οφειλέτη, παρά το ευνοϊκό για τον ίδιο δεδικασμένο προηγούμενης δίκης κατά του πιστωτικού ιδρύματος, συνιστά προφανώς απαγορευμένη επιδείνωση της δικονομικής του θέσης, κατά τρόπο ώστε η απαγόρευση της εξεταζόμενης ρύθμισης να μπορεί να χρησιμεύσει για την διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου και στο μη δικαιούχο διάδικο · Αντιθέτως περί αυτοδίκαιης εκπροσώπησης του διαδίκου πιστωτικού ιδρύματος από την ΕΔΑΔΠ κατά τη συζήτηση με τη νομότυπη κατάθεση προτάσεων βλ. ΑΠ 763/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Εν προκειμένω, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «do Value Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και τον διακριτικό τίτλο «do value Greece», όπως μετονομάστηκε η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «EUROBANK FPS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και διακριτικό τίτλο «EUROBANK FINANCIAL PLANNING SERVICES», με δικόγραφο προτάσεων, που κατατέθηκε στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο επί της έδρας, άσκησε το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK AE» στην ήδη ανοιχθείσα με την κρινόμενη έφεση δίκη κατά της υπ’αριθμ.135/2020 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου, επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «CAIRO No2 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY», κατόπιν μεταβιβάσεώς τους σ’αυτήν από την πρώην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ergasias Α.Ε.», της οποίας καθολική διάδοχος αποτελεί η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK A.E.». Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «Τράπεζα Eurobank Ergasias Α.Ε.», δυνάμει της από 18.6.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε αυθημερόν στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο . με αύξοντα αριθμό . και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου ./18.6.2019, μεταβίβασε στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «CAIRO No2 FINANCE DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» μεταξύ άλλων και τις απαιτήσεις που απορρέουν από την υπ’ αριθμ.. σύμβαση στεγαστικού δανείου. Εν συνεχεία, δυνάμει της από 18.6.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, περίληψη της οποίας καταχωρήθηκε αυθημερόν στα δημόσια βιβλία του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών στον τόμο . με αύξοντα αριθμό . και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου ./18.6.2019, ανατέθηκε η διαχείριση, μεταξύ άλλων, και της ανωτέρω απαίτησης του πρώτου εφεσίβλητου στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «EUROBANK FPS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και διακριτικό τίτλο «EUROBANK FINANCIAL PLANNING SERVICES» και ήδη με την επωνυμία«do Value Greece Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις» και τον διακριτικό τίτλο «do value Greece». Κατόπιν των ανωτέρω, η ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση είναι αυτοτελής και τυγχάνει παραδεκτή και νόμιμη (άρθρα 83, 325 περ.2, 752 ΚΠολΔ), δημιουργείται δε με αυτή επιγενόμενη αναγκαστική ομοδικία.
Ο πρώτος εφεσίβλητος, με την από 05.12.2017 αίτησή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πύργου Ηλείας, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./05.12.2017, επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς τους πιστωτές τους και ήδη εφεσίβλητους, ζήτησε να γίνει ρύθμιση των χρεών του, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3869/2010, ώστε να απαλλαγεί από αυτά.
Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 135/2020 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύργου, η οποία, αφού έκρινε την αίτηση ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 8, 9 Ν.3869/2010, όπως τροποποιήθηκαν με τα άρθρα της ΥΠΟΠΑΡ.Α 4 του άρθρου 2 του Ν.4336/2015 (ΦΕΚ Α 94/14.8.2015), που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ.5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του Ν.4336/2015, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, και στις διατάξεις των άρθρων 56-68 του Ν. 4549/2018 (ΦΕΚ Α 105/14.6.2018), οι οποίες σύμφωνα με το άρθρο 68 του ίδιου νόμου καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος τους (14.6.2018) αιτήσεις (άρθρο 131 Ν.3869/2010), την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η δεύτερη των καθών και ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητά να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με σκοπό να απορριφθεί η αίτηση.
(δ) Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 εδ. β` του Ν.3869/2010 (“Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων…”), που δεν έχει θιγεί, κατά το σημείο αυτό, από τα άρθρα 12 παρ. 1 του Ν. 4161/2013 και 1 παρ. 4 της υποπαραγράφου Α.4 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015, ο οφειλέτης υποχρεούται να προσκομίσει υπεύθυνη δήλωση, για την οποία ισχύει η παράγραφος 6 του άρθρου 22 του Ν.1599/1986, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 13 του άρθρου 2 του Ν. 2479/1997, για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α` και β` της προηγούμενης παραγράφου, οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, τόσο την κατάσταση της περιουσίας του όσο και τα εισοδήματα από κάθε πηγή του ίδιου και του συζύγου του. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 εδ. α` και β` του ίδιου νόμου, ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να υποβάλει ειλικρινή δήλωση για τα περιουσιακά στοιχεία και εισοδήματά του, τόσο κατά τη διαδικασία που αρχίζει με την υποβολή της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4 όσο και κατά την περίοδο ρύθμισης των οφειλών. Η παράβαση των υποχρεώσεων αυτών, εφόσον έγινε από δόλο ή βαριά αμέλεια, έχει ως συνέπεια την απόρριψη του αιτήματος για ρύθμιση οφειλών με απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 8 ή την έκπτωση από τη ρύθμιση οφειλών και την απαλλαγή που έχει ήδη αποφασιστεί και μέχρι δύο έτη μετά την επέλευσή της, ενώ νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά την πάροδο δύο ετών από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης αίτησης ή την τελεσιδικία της απόφασης για την έκπτωση. Την παράβαση αυτή μπορεί να επικαλεστεί οποιοσδήποτε πιστωτής μέσα σε ένα έτος από τη στιγμή που πληροφορήθηκε τη διάσταση της πραγματικής κατάστασης του οφειλέτη σε σχέση με εκείνη που δηλώθηκε. Μολονότι ο νόμος κάνει λόγο για αίτηση του πιστωτή, είναι δεδομένο ότι, αν βρίσκεται σε εκκρεμότητα η αίτηση του άρθρου 4, ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προβληθεί κατ’ ένσταση μέχρι την περάτωση της συζήτησης ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 745 του ΚΠολΔ). Ειδικότερα, παραβίαση του καθήκοντος ειλικρίνειας υπάρχει όταν ο οφειλέτης, από δόλο ή βαριά αμέλεια, αποκρύπτει εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή και αν προέρχονται ή περιουσιακά στοιχεία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εμφανίζεται μειωμένων οικονομικών δυνατοτήτων και έτσι να επιτύχει παράνομα μειωμένη ικανοποίηση των πιστωτών του, εκτός βέβαια αν η παράλειψη αυτή είναι εντελώς ασήμαντη και επουσιώδης. Ως δόλος νοείται η εκ μέρους του δράστη πρόβλεψη και αποδοχή του παράνομου αποτελέσματος ορισμένης συμπεριφοράς, την οποία αυτός επιχειρεί, αν και γνωρίζει τα περιστατικά που την καθιστούν παράνομη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση με δόλο ενεργεί ο οφειλέτης, όταν, εν γνώσει του, υποβάλει ψευδή δήλωση που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, χωρίς να χρειάζεται κάποιο πρόσθετο στοιχείο, ενώ ως βαριά χαρακτηρίζεται η αμέλεια, όταν η απόκλιση από το μέτρο συμπεριφοράς του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου είναι ασυνήθης και ιδιαίτερα μεγάλη. Η κρίση για το χαρακτήρα της αμέλειας ως βαριάς είναι θέμα αξιολόγησης των πραγματικών περιστατικών από το δικαστήριο. Για να επέλθουν σε βάρος του οφειλέτη οι οριζόμενες στο νόμο πιο πάνω δυσμενείς κυρώσεις δεν απαιτείται με την συμπεριφορά αυτή του οφειλέτη να έχει μειωθεί η ικανοποίηση των πιστωτών. Αρκεί ότι οι εσφαλμένες ή ατελείς δηλώσεις του οφειλέτη είναι πρόσφορες να μειώσουν την ικανοποίηση των πιστωτών. Όταν όμως οι παραβάσεις του οφειλέτη είναι εντελώς επουσιώδεις, δεν δικαιολογείται η προβλεπόμενη στο νόμο παραπάνω αντιμετώπιση. Επίσης, δεν χρειάζεται να αναφέρονται στην αίτηση του άρθρου 4 παρ. 1 του ίδιου νόμου τα ποσά που είχαν εισπραχθεί κατά το παρελθόν στο βαθμό που αυτά, κατά την υποβολή της αίτησης, έχουν πλέον αναλωθεί προς κάλυψη αναγκών του οφειλέτη ή για εξόφληση οφειλών του, αφού έχουν παύσει να αποτελούν περιουσία του. Ο οφειλέτης πάντως πρέπει να αναφέρει και τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία, κατά τη δική του υποκειμενική εκτίμηση, μπορεί να είναι και χωρίς αξία ή και χωρίς πιθανότητα ρευστοποίησης ή είσπραξης, καθώς ο μόνος αρμόδιος να ενημερωθεί γι` αυτά και να τα αξιολογήσει είναι ο δικαστής. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με τις υπόλοιπες του Ν.3869/2010, προκύπτει ότι όλες οι διαδικασίες που προβλέπονται και ρυθμίζονται από το νόμο αυτόν αποβλέπουν στο να διευκολύνουν τον έντιμο και καλόπιστο οφειλέτη, ο οποίος περιήλθε, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης των οφειλών του. Σε κάθε πάντως περίπτωση, ένας ανειλικρινής σε κρίσιμα ζητήματα οφειλέτης (περιουσιακή κατάσταση – εισοδήματα) δεν κρίνεται άξιος να τύχει της ευνοϊκής μεταχείρισης του νόμου (ΑΠ 102/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο έφεσης, η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη έκρινε ότι ο αιτών και ήδη πρώτος εφεσίβλητος έχει περιέλθει σε γενική και μόνιμη αδυναμία πληρωμών διότι αυτός μπορούσε να ανταποκριθεί στην αποπληρωμή των επίδικων δανείων με βάση τα μηνιαία εισοδήματά του, τα οποία απομένουν μετά την αφαίρεση των μηνιαίων δαπανών διαβίωσής του. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 του Ν.3869/2010, και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά του. Επίσης με τον δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι ο αιτών και ήδη πρώτος εφεσίβλητος, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, παρέλειψε να αναφέρει ότι στην κυριότητά του, αιτία κληρονομικής διαδοχής, ανήκουν τρία αστικά ακίνητα μετά των εντός αυτών κτισμάτων και δώδεκα αγροτικά ακίνητα. Ως προς τον λόγο αυτό έφεσης θα πρέπει να επισημανθούν τα κάτωθι : Ο λόγος αυτός εφέσεως συνιστά ισχυρισμό (ένσταση), ο οποίος το πρώτον προβάλλεται ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ενώ δεν είχε προβληθεί πρωτοδίκως. Ο ισχυρισμός αυτός παραδεκτά προβάλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 765 ΚΠολΔ για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη, καθόσον στην εκούσια δικαιοδοσία ισχύει το ανακριτικό (άρθρα 744 και 759 παρ.3 ΚΠολΔ) και όχι το συγκεντρωτικό σύστημα (άρθρα 745 και 765 ΚΠολΔ). Οι νέοι αυτοί ισχυρισμοί, όπως και στην περίπτωση του άρθρου 527 ΚΠολΔ, συνιστούν λόγους έφεσης, καθώς, κατά την άποψη που υιοθετεί το παρόν Δικαστήριο, η έφεση συνιστά αμιγώς ένδικο μέσο συνέχισης της δίκης σε δεύτερο βαθμό, κατά την οποία δεν κρίνεται εάν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάσισε ορθά σύμφωνα με το αποδεικτικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του, αλλά αν κατά τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η απόφαση επιδοκιμάζεται ως ορθή με βάση τους νέους ισχυρισμούς και το νέο αποδεικτικό υλικό (ΑΠ 137/2004, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 574/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Επομένως ο λόγος αυτός εφέσεως παραδεκτά προβάλλεται, είναι νόμιμος στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 10 παρ.1 εδ. α και β Ν.3869/2010 και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά του.
Από την επανεκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης του αιτούντος και ήδη πρώτου εφεσίβλητου, που εξετάστηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και του οποίου η κατάθεση περιέχεται στα ταυτάριθμα με την υπ’’ αριθμ. 135/2020 εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομότυπα με τις προτάσεις τους επικαλούνται και προσκομίζουν, και εκείνα που παραδεκτά προσκομίζονται στο παρόν Δικαστήριο χωρίς να γίνεται επίκλησή τους (άρθρα 744 και 759 παρ.3 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο πρώτος εφεσίβλητος γεννήθηκε στις 14 Απριλίου 1962 και δεν έχει αποκτήσει τέκνα. Το 2001 τέλεσε νόμιμο γάμο με την ., ο οποίος λύθηκε με την ήδη αμετάκλητη υπ’ αριθμ.339/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηλείας. Διαμένει μόνιμα σε παλαιά πατρική οικία κείμενη στο δημοτικό διαμέρισμα . του Δήμου Ανδρίτσαινας – Κρεστένων, της οποίας δεν έχει την κυριότητα. Έως τον Μάιο του 2013 εργαζόταν ως ανώτατος αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας, ότε συνταξιοδοτήθηκε στο βαθμό του Υποστράτηγου. Τα εισοδήματά του συνίστανται στην απόληξη σύνταξης, καθαρού ποσού μηνιαίως 1.613,18 ευρώ (βλ.σχετ. προσκομιζόμενο μηνιαίο ενημερωτικό σημείωμα πληρωμής σύνταξης μηνός Σεπτεμβρίου 2020, με επιμέρους ποσά 1.364,81 ευρώ κύρια σύνταξη, 138,50 ευρώ επικουρική σύνταξη, 109,87 ευρώ μέρισμα μετοχικού ταμείου στρατού), και στην είσπραξη ποσού 500,00 ευρώ ετησίως, ήτοι 41,66 ευρώ μηνιαίως, από επιδότηση ελαιόλαδου. Συνεπώς τα συνολικά μηνιαία εισοδήματα του πρώτου εφεσίβλητου ανέρχονται στο ποσό των 1.654,84 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της αίτησης ο πρώτος εφεσίβλητος ανέλαβε τα κάτωθι χρέη : α) από τη δεύτερη εφεσίβλητη Εθνική Τράπεζα, δυνάμει της υπ’ αριθμ.. σύμβασης, καταναλωτικό δάνειο, με οφειλή (κεφάλαιο 23.969,67 €, τόκοι 191,95€, έξοδα 0,00€) 24.161,62 €, και, δυνάμει της υπ’αριθμ. λογαριασμού . σύμβασης πιστωτικής κάρτας, δάνειο με οφειλή τόκων 0,56 €, β) από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία Eurobank Ergasias, καθολική διάδοχος της οποίας τυγχάνει η εκκαλούσα, δυνάμει της υπ’ αριθμ. . σύμβασης, στεγαστικό δάνειο, με οφειλή (κεφάλαιο 21.378,72 €, τόκοι 2.938,93 €, έξοδα 0,00€) 24.317,65€, και, δυνάμει της υπ’αριθμ. 2070268728 σύμβασης, καταναλωτικό δάνειο με οφειλή (κεφάλαιο 8.931,52 €, τόκοι 25,01 €, έξοδα 0,00€) 8.956,53 €, γ) από τη τρίτη εφεσίβλητη ALPHA BANK, δυνάμει της υπ’ αριθμ. . σύμβασης, καταναλωτικό δάνειο, με οφειλή (κεφάλαιο 2.401,75 €, τόκοι 58,57 €, έξοδα 0,00€) 2.460,32 €, δ) από τη τέταρτη εφεσίβλητη Τράπεζα Πειραιώς, δυνάμει της υπ’ ’αριθμ. . σύμβασης, πιστωτική κάρτα, με οφειλή (κεφάλαιο 2.871,35 €, τόκοι 598,02 €, έξοδα 0,00€) 3.469,37 €, δυνάμει της υπ’ αριθμ. . σύμβασης, πιστωτική κάρτα, με οφειλή (κεφάλαιο 846,20 €, τόκοι 184,23 €, έξοδα 0,00€) 1.030,43 € και δυνάμει της υπ’ αριθμ. . σύμβασης, καταναλωτικό δάνειο, με οφειλή (κεφάλαιο 5.566,64 €, τόκοι 314,66 €, έξοδα 0,00€) 5.881,30 €, και ε) από τη πέμπτη εφεσίβλητη POSTCREDIT, δυνάμει της υπ’ ’αριθμ. . σύμβασης, πιστωτική κάρτα, με οφειλή (κεφάλαιο 4.251,45€, τόκοι 432,35€, ποσό μη λογιστικοποιημένων 96,36 €) 4.347,84 €. Οι οφειλές του πρώτου εφεσίβλητου προς τις ανωτέρω πιστώτριες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 74.625,62€. Στα περιουσιακά στοιχεία του αιτούντος ανήκει η πλήρης κυριότητα ενός αγροτεμαχίου, εκτάσεως 500 τ.μ. περίπου, κείμενου στη θέση «Μ» της κτηματικής περιφέρειας . Κρεστένων Νομού Ηλείας, το οποίο περιήλθε σ’ αυτόν δυνάμει του υπ’ αριθμ../2005 συμβολαίου αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Κρεστένων ., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κρεστένων, στον τόμο . και με αριθμό .. Η εμπορική αξία του εν λόγω ακινήτου με βάση την έκταση και την τοποθεσία του εκτιμάται ότι ανέρχεται στο ποσό των 3.000,00€. Επίσης ο πρώτος εφεσίβλητος έχει την πλήρη κυριότητα του με αριθμό κυκλοφορίας ΗΑΚ. οχήματος, εργοστασίου κατασκευής OPEL VECTRA, 1800 κ.ε., έτους πρώτης κυκλοφορίας 1997, η αγοραστική αξία του οποίου δεν υπερβαίνει το ποσό των 2.500,00 ευρώ. Τα αγροτεμάχια, που εμφαίνονται στη δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε9) για το έτος 2020 του πρώτου εφεσίβλητου, ως συνιδιοκτησίας του με την αδερφή του κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, όπως και η πατρική οικία στην οποία διαμένει, δεν έχουν περιέλθει στην συγκυριότητά του με κάποιο τίτλο κτήσης, δεδομένου και του ότι δεν έχει προβεί σε αποδοχή της πατρικής κληρονομίας με μεταγραφή. Αντιθέτως περιλαμβάνονται από τον πρώτο εφεσίβλητο στο έντυπο του Ε9 για λόγους συναισθηματικούς, καθόσον αποτελούσαν ανέκαθεν πατρική του περιουσία, αλλά και για να αποτρέψει δικαστική διεκδίκησή τους από συγγενείς του (βλ. σχετ. ανωμοτί κατάθεση αιτούντος – πρώτου εφεσίβλητου). Σε κάθε περίπτωση, ενόψει της θέσης τους και του ότι κατά τα ανωτέρω δηλωθέντα ανήκουν στον πρώτο εφεσίβλητο κατά το ήμισυ αδιαιρέτως, η ρευστοποίησή τους κρίνεται ασύμφορη καθώς δεν πρόκειται να προκαλέσουν αξιόλογο αγοραστικό ενδιαφέρον ούτε να αποφέρουν σημαντικό τίμημα. Εξάλλου και η ρευστοποίηση του ανωτέρω ακινήτου, που ανήκει στην αποκλειστική κυριότητα του πρώτου εφεσίβλητου, ενόψει της χαμηλής εμπορικής του αξίας και των υψηλών εξόδων της διαδικασίας εκποίησης, κρίνεται ασύμφορη. Περαιτέρω στις συνήθεις δαπάνες για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών του πρώτου εφεσίβλητου, με βάση τις συνθήκες ζωής του και την ηλικία του, περιλαμβάνονται αυτές για διατροφή, ένδυση, υπόδηση, καταναλωτικά αγαθά, λειτουργικά έξοδα κατοικίας (ηλεκτρισμός, ύδρευση, θέρμανση, επισκευές), υπηρεσίες τηλεφωνίας, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, μετακινήσεις. Ενόψει αυτών το ποσό για την κάλυψη των μηνιαίων δαπανών διαβίωσής του ανέρχονται στο ποσό των 700,00€, το οποίο ανταποκρίνεται στην απαίτηση διατήρησης του ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης, λαμβανομένου υπόψη ότι ο οφειλέτης που αιτείται την υπαγωγή του στις διατάξεις του Ν.3869/2010 πρέπει να μειώσει τις δαπάνες του στις απολύτως απαραίτητες κατά το χρονικό διάστημα ρύθμισης των οφειλών του. Από τη σύγκριση των εισοδημάτων του, τα οποία ανέρχονται μηνιαίως στο ποσό των 1.654,84 ευρώ, με τις δόσεις που πρέπει να καταβάλλει για την κάλυψη των δανειακών του υποχρεώσεων, οι οποίες ανέρχονται μηνιαίως στο συνολικό ποσό των 1.157,30 ευρώ (βλ. τις βεβαιώσεις οφειλών προς τις πιστώτριες και τα αντίστοιχα ποσά του 10% εκάστης οφειλής), προκύπτει ότι ο πρώτος εφεσίβλητος αδυνατεί να καλύψει τις δανειακές του υποχρεώσεις και ταυτόχρονα τις βασικές βιοτικές του ανάγκες. Η αρνητική δε σχέση μεταξύ της ρευστότητας και των οφειλών του πρώτου εφεσίβλητου δεν αναμένεται να βελτιωθεί, ενόψει της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας, της συνεχούς επιβάρυνσης των δανείων με τόκους αλλά και του ότι δεν προσδοκά αύξηση των εισοδημάτων του, καθότι τυγχάνει συνταξιούχος. Ως εκ τούτου ο πρώτος εφεσίβλητος έχει περιέλθει σε γενική και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του προς τις πιστώτριες του. Εκ των ανωτέρω αποδειχθέντων προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος εφέσεως είναι ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Επίσης και ο δεύτερος λόγος έφεσης περί παραβίασης από τον πρώτο εφεσίβλητο του καθήκοντος ειλικρίνειας είναι ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, και τούτο διότι στην κρινόμενη αίτηση γίνεται ρητή αναφορά σε δηλωμένα αγροτεμάχια στη Δ.Ο.Υ. και στο πιστοποιητικό Ε.Ν.Φ.Ι.Α. με την επισήμανση ότι δεν ανήκουν στην κυριότητά του αλλά τα έχει αναλάβει για λόγους ηθικούς και για να προστατεύσει την πατρική του περιουσία από επιβουλές τρίτων ενώ περί τούτων κατάθεσε ανωμοτί στην πρωτοβάθμια δίκη και προσκόμισε την βεβαίωση δηλωθείσας περιουσιακής κατάσταση (Ε9) έτους 2020, στην οποία αυτή αναγράφονται.
Ακολούθως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε το νόμο και τις αποδείξεις εκτίμησε. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, η τελευταία πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Επίσης ως ουσία αβάσιμη πρέπει να απορριφθεί και η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση. Παράβολο ερημοδικίας για τις απολειπόμενες εφεσίβλητες δεν θα ορισθεί, διότι η άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου της ανακοπής ερημοδικίας δεν προβλέπεται στην προκειμένη περίπτωση (άρθρο 14 του ν. 3869/2010). Διάταξη για επιβολή δικαστικής δαπάνης δεν θα διαληφθεί, καθόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.6 Ν. 3869/2010, η οποία τυγχάνει εφαρμογής και στη δευτεροβάθμια δίκη, δεν επιβάλλονται δικαστικά έξοδα στην προκείμενη διαδικασία.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 03.01.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./05.01.2021 και προσδιορισμού ΜΕ./07.01.2021 έφεση και την από 26.5.2019 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση
ερήμην της δεύτερης, της τρίτης, της τέταρτης και της πέμπτης των εφεσίβλητων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 135/2020 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πύργου και την από 26.5.2019 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εκκαλούσας.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση στην ουσία τους.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης, ποσού εβδομήντα πέντε ευρώ (75,00 €), στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του στο ακροατήριο του στον Πύργο Ηλείας, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους, στις 13 Δεκεμβρίου 2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ