Οι αξιώσεις της Ε.ΥΔ.Α.Π. Α.Ε., ως ανώνυμης εταιρείας, που λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, διεπόμενη από τις διατάξεις περί Ανωνύμων Εταιρειών (ν. 2190/1920, 2414/1996) και, συμπληρωματικά, από τις διατάξεις του ν. 1068/1980, υπόκεινται, ως αξίωση προσώπου που έχει την ιδιότητα του εμπόρου (αρ. 1 Ν.2190/1920 και ήδη αρ. 1 Ν. 4548/2018) στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αριθ. 1 Α.Κ. Η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 4 ν. 1068/1980, που προβλέπει για τη βεβαίωση και είσπραξη των εσόδων της Ε.ΥΔ.Α.Π. την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τα δημόσια έσοδα, δεν αρκεί προκειμένου να μετατρέψει τον εν γένει χαρακτήρα των εσόδων της ΕΎΔ.Α.Π. σε δημόσια έσοδα, για τον λόγο και μόνον ότι παρεμβάλλεται η διοικητική διαδικασία προς είσπραξή τους, ώστε να εφαρμοστούν επί αυτών οι ουσιαστικού δικαίου περί παραγραφής διατάξεις υπέρ του Δημοσίου, καθόσον η διάταξη αυτή αφορά μόνο τις δικονομικές και όχι τις ουσιαστικές διατάξεις, αφού δεν αναφέρεται ρητώς σ΄ αυτές. Επομένως δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου των άρθρων 86-89 Ν. 2362/1995 και ήδη των άρθρων 136-139 Ν. 4270/2014 που είναι αναμφισβήτητα διατάξεις των ουσιαστικού δικαίου. Για την έναρξη της παραγραφής δεν ασκεί επιρροή η άγνοια από την καθ’ ης δικαιούχο του προσώπου κατά του οποίου αυτή απευθύνεται. Δεν υφίσταται νομικό κώλυμα ως προς τη δυνατότητα δικαστικής εναγωγής λόγω μη ενημέρωσης του Μητρώου της ΕΥΔΑΠ με τα στοιχεία των αληθών ιδιοκτητών. Η ΕΥΔΑΠ είχε τη δυνατότητα σε χρόνο πολύ πριν τη δημιουργία των επίδικων οφειλών να καταχωρίσει και αυτεπαγγέλτως στο Μητρώο της τα στοιχεία των αληθών ιδιοκτητών, δεδομένου ότι ήδη από το έτος 1999 είχαν μεταγραφεί στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο οι δικαιοκτητικοί τίτλοι των οφειλετών. Η Υπηρεσία Αναγκαστικών Εισπράξεων της Διεύθυνσης Διαχείρισης Εσόδων και Απαιτήσεων της ΕΥΔΑΠ στερείται αυτοτελούς νομικής προσωπικότητας, καθόσον δεν αποτελεί υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά συνιστά απλώς υπηρεσία αυτής και συνεπώς δεν έχει την ικανότητα διαδίκου. Η δίκη διακόπτεται, αν, έως ότου τελειώσει η συζήτηση της υποθέσεως, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, πεθάνει διάδικος (φυσικό πρόσωπο). Ο θάνατος του διαδίκου, απλού ομοδίκου, επιφέρει βίαιη διακοπή της δίκης, ως προς τον θανόντα διάδικο και μόνο, ενώ, ως προς τους λοιπούς ομοδίκους, η δίκη συνεχίζεται κανονικά. Η οφειλή εις ολόκληρον συνδέει τους διαδίκους με τον δεσμό της απλής – και όχι αναγκαστικής ομοδικίας. Δικαιοδοσία προς κρίση επί της ανακοπής του άρθρου 73 παρ. 1 του ΚΕΔΕ έχουν τα πολιτικά δικαστήρια, εφόσον η υποκείμενη σχέση εδράζεται σε σχέση ιδιωτικού δικαίου. Η παρεμβολή της διοικητικής διαδικασίας και η είσπραξη της απαίτησης από τα δημόσια ταμεία δε μεταβάλλει στις περιπτώσεις αυτές τη νομική φύση της διαφοράς ως διαφοράς ιδιωτικού δικαίου. Δέχεται την ανακοπή. Ακυρώνει την κατά ΚΕΔΕ ταμειακή βεβαίωση της «Ε.ΥΔ.Α.Π. Α.Ε.» κατά το ποσό των 24.405,68 ευρώ που αφορά τις οφειλές πλέον τόκων και προσαυξήσεων, οι οποίες κατέστησαν ληξιπρόθεσμες στο χρονικό διάστημα από 19-3-2008 έως 5-12-2014, λόγω παραγραφής. Αμετάκλητο της απόφασης λόγω μη άσκησης οποιουδήποτε ενδίκου μέσου εκ μέρους της ΕΥΔΑΠ εντός των νομίμων προθεσμιών μετά την προς αυτήν επίδοση της απόφασης.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 55/2023
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Αγγελική Γρίβα, Πρωτόδικη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Πρόεδρος Πρωτοδικών και τη Γραμματέα Ελένη Ροντογιάννη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Σεπτεμβρίου 2022 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1. ., κατοίκου Δελβινακίου Ν. Ιωαννίνων, με Α.Φ.Μ. ., ως προς την οποία γνωστοποιήθηκε με τις προτάσεις ο θάνατός της που έλαβε χώρα στις 11-12- 2021 και η για τον λόγο αυτό βίαιη διακοπή της δίκης, 2. ., κατοίκου Ιωαννίνων οδός ., με Α.Φ.Μ. ., 3. ., κατοίκου Ιωαννίνων, οδός ., με Α.Φ.Μ. ., 4. ., κατοίκου Ανατολής Ιωαννίνων, οδός ., με Α.Φ.Μ. ., 5. ., κατοίκου Ανατολής Ιωαννίνων, οδός ., με Α.Φ.Μ. ., οι οποίοι προκατέθεσαν προτάσεις νομότυπα και εμπρόθεσμα δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Σπυρίδωνα Μποροδήμου (Δ.Σ. Ιωαννίνων) δυνάμει των αντίστοιχων από 30-12-2021 δικαστικών πληρεξουσίων, ενώ δεν παραστάθηκαν κατά την συζήτηση στο ακροατήριο.
ΤΩΝ ΚΑΘ΄ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΉ: 1) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΥΔΡΕΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΗΣ Α.Ε.» και τον διακριτικό τίτλο «Ε.ΥΔ.Α.Π. Α.Ε.», με έδρα στο Γαλάτσι Αττικής, οδός Ωρωπού 156, όπως αυτή νομίμως εκπροσωπείται, με Α.Φ.Μ. 0., 2) Υπηρεσίας Αναγκαστικών Εισπράξεων της Διεύθυνσης Διαχείρισης Εσόδων και Απαιτήσεων της ως άνω «ΕΎΔ.Α.Π. Α.Ε.», όπως αυτή νομίμως εκπροσωπείται, από τους οποίους η πρώτη ανακότττουσα, με τη μνεία ότι αποτελεί υπηρεσία της η «Υπηρεσία Αναγκαστικών Εισπράξεων της Διεύθυνσης Διαχείρισης Εσόδων και Απαιτήσεων», προκατέθεσε προτάσεις νομότυπα και εμπρόθεσμα δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημήτριου Λιάτσου (Δ.Σ. Ιωαννίνων) δυνάμει του από 3-12-2021 δικαστικού πληρεξουσίου, σε συνδυασμό με το υπ’ αριθ. ./26-10-2021 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ., ενώ δεν παραστάθηκαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο.
Οι 2ος, 3ος, 4ος και 5ος των ανακοπτόντων ζητούν, να γίνει δεκτή η από 3-10-2021 ανακοπή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./4-10-2021, προσδιορίστηκε δυνάμει της από 25-2-2022 Πράξης του Προέδρου Πρωτοδικών Ιωαννίνων για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 62 ΚΠολΔ, ικανός να είναι διάδικος είναι όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και, κατά το άρθρο 61 ΑΚ, τα νομικά πρόσωπα αποκτούν προσωπικότητα με την τήρηση των όρων που αναγράφει ο νόμος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 73 ΚΠολΔ το δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει η κατά το άρθρο 62 προϋπόθεση, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 313 παρ. 1 εδ. δ΄ του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία «μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας μιας δικαστικής απόφασης, αν εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατά ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η αγωγή που ασκείται κατά νομικού προσώπου που δεν υφίσταται κατά τον χρόνο άσκησης του ένδικου βοηθήματος είναι απαράδεκτη και απορριπτέα, διότι η ικανότητα να είναι διάδικος αποτελεί απαραίτητη δικονομική προϋπόθεση για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσίαν (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1469/2021, ΑΠ 1737/2013 ΕΕμπΔ 2014.110, ΑΠ 307/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 147/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη ανακοπή φέρεται ως διάδικος, μεταξύ άλλων, με την ιδιότητα της δεύτερης των καθ’ ων η Υπηρεσία Αναγκαστικών Εισπράξεων της Διεύθυνσης Διαχείρισης Εσόδων και Απαιτήσεων της πρώτης των καθ’ ων «Ε.ΥΔ.Α.Π. Α.Ε.», η οποία δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση. Οι ανακόπτοντες προσκομίζουν τη με αριθμό .Γ/6-10-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, ., σύμφωνα με την οποία επιδόθηκε αντίγραφο της ανακοπής στη δεύτερη των καθ’ ων. Πλην όμως, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται στην παραπάνω νομική σκέψη, η ανακοπή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης ως προς την εν λόγω καθ’ ης, αφού μόνο η πρώτη καθ’ ης «Ε.ΥΔ.Α.Π. Α.Ε.» έχει νομική προσωπικότητα, αποτελεί υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και έχει την ικανότητα να είναι διάδικος, ενώ η Υπηρεσία Αναγκαστικών Εισπράξεων της Διεύθυνσης Διαχείρισης Εσόδων και Απαιτήσεων στερείται αυτοτελούς νομικής προσωπικότητας, καθόσον δεν αποτελεί υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά συνιστά απλώς υπηρεσία της πρώτης καθ’ ης και συνεπώς δεν έχει την ικανότητα διαδίκου. Σημειωτέον ότι η απόρριψη αυτή προηγείται της έρευνας των συνεπειών της ερημοδικίας (βλ. ΑΠ 1737/2013 ό.π.) Τέλος, διάταξη για επιβολή δικαστικών εξόδων δε θα περιληφθεί στο διατακτικό, προεχόντως επειδή η καθ’ ης αυτή δεν έχει νομική προσωπικότητα και ως εκ τούτου, όπως προαναφέρθηκε, δεν μπορεί να είναι αυτοτελώς υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
ΙΙ. Από τον συνδυασμό των άρθρων 286, 287, 288, 289, 290, 291, 292, 74, 75, 76, 573 παρ. 1, 576 ΚΠολΔ, 35 ΑΚ προκύπτουν τα εξής: Η δίκη διακόπτεται, αν, έως ότου τελειώσει η συζήτηση της υποθέσεως, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση, πεθάνει διάδικος (φυσικό πρόσωπο). Ο θάνατος του διαδίκου, απλού ομοδίκου, επιφέρει βίαιη διακοπή της δίκης, ως προς τον θανόντα διάδικο και μόνο, ενώ, ως προς τους λοιπούς ομοδίκους, η δίκη συνεχίζεται κανονικά. Το αποτέλεσμα της διακοπής επί θανάτου διαδίκου επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου της διακοπής, με επίδοση δικογράφου ή με τις προτάσεις ή με δήλωση προφορική στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου, κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξεως. Η γνωστοποίηση γίνεται από πρόσωπο που δικαιούται να επαναλάβει τη δίκη ή από τον πληρεξούσιο του διαδίκου στο πρόσωπο του οποίου επήλθε ο λόγος διακοπής (ΑΠ 265/2022, ΑΠ 575/2020 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου, ΑΠ 1207/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Μετά την άσκηση της κρινόμενης ανακοπής απεβίωσε στις 10-12-2021 η πρώτη ανακόπτουσα (βλ. αντίγραφο του από 11-12-2021 αποσπάσματος ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιάρχου Δ.Ε. Δελβινακίου), γεγονός που γνωστοποιήθηκε προς την αντίδικό της με τις προτάσεις των λοιπών ανακοπτόντων που υπογράφονται από τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο ο οποίος συνέταξε και το δικόγραφο της ανακοπής και επομένως θεωρείται ότι είχε την ιδιότητα του πληρεξουσίου δικηγόρου της εν λόγω ανακόπτουσας (άρ. 104 ΚΠολΔ). Επιπλέον, το γεγονός του θανάτου της πρώτης ανακόπτουσας είχε γνωστοποιηθεί και με προφορική δήλωση του ιδίου πληρεξουσίου δικηγόρου κατά τη συζήτηση της με αριθ. καταθ. 470/2021 αίτησης αναστολής εκτέλεσης της ανακοπτόμενης ταμειακής βεβαίωσης στη δικάσιμο της 17-12-2021 στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Επομένως, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην προηγηθείσα νομική σκέψη, νόμιμα γνωστοποιήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της πρώτης ανακόπτουσας το γεγονός του θανάτου της και ως εκ τούτου, αφού προηγουμένως ανακληθεί η εσφαλμένη εγγραφή στο πινάκιο αναφορικά με τη συζήτηση της ανακοπής ως προς την πρώτη ανακόπτουσα, πρέπει να κηρυχθεί βιαίως διακοπείσα η δίκη μόνο ως προς αυτήν (άρθρα 286 περ. α, 287 ΚΠολΔ), χωρίς να κωλύεται η πρόοδος της δίκης ως προς τους λοιπούς ανακόπτοντες, καθώς φέρονται ως οφειλέτες εις ολόκληρον και συνδέονται έτσι μεταξύ τους με τον δεσμό της απλής – και όχι αναγκαστικής ομοδικίας (ΑΠ 49/2020, ΑΠ 1287/2009, ΑΠ 111/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 73 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974, όπως ίσχυε πριν καταργηθεί με το άρθρο 85 παρ. 5 του νέου Κ.Ε.Δ.Ε. ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο Ν.4978/2022, ΦΕΚ A 190/07.10.2022): «1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως και γ) κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των καθ’ ύλην αρμοδίων δικαστηρίων κατά τας διατάξεις των άρθρων 583-585 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Διά ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ’ ουσίαν βάσιμου της απαιτήσεως του Δημοσίου, εφ’ όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου». Στη δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73 παρ. 1 του ΚΕΔΕ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 583 έως 585 ΚΠολΔ, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ’ αρχήν θέση εναγομένου, το δε καθ’ ου (Δημόσιο) θέση ενάγοντος και γι’ αυτό βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη των γεγονότων, των οποίων το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή. Με την ανακοπή του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ επιτρέπεται η προβολή κάθε αντίρρησης, ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, καθώς και η αμφισβήτηση της ουσιαστικής βασιμότητας της απαίτησης του Δημοσίου, εφόσον ο προσδιορισμός αυτής δεν έχει ανατεθεί σε δικαστήρια ή σε διοικητικές επιτροπές, που αποφαίνονται με δύναμη δεδικασμένου. Το κατά τα άρθρα 73 και 75 του ΚΕΔΕ αρμόδιο δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα του τίτλου, καθώς και αν από τα έγγραφα που συγκροτούν αυτόν αποδεικνύεται ή πιθανολογείται η (βέβαιη και εκκαθαρισμένη) απαίτηση, δηλαδή ο προσδιορισμός της κατά ποσό, της οποίας επιδιώκεται η ικανοποίηση με τη διοικητική εκτέλεση. Οι από το άρθρο 73 του ΚΕΔΕ λόγοι ανακοπής είναι απεριόριστοι, υπό την έννοια ότι οποιοδήποτε ελάττωμα της απαίτησης (δημόσιου εσόδου), της βεβαιωτικής διαδικασίας και γενικά του φερόμενου ως νόμιμου τίτλου, της ατομικής ειδοποίησης, του εντάλματος προσωπικής κράτησης κ.λπ. δύναται να αποτελέσει λόγο της ανακοπής του άρθρου 73 του ΚΕΔΕ (ΑΠ 1405/2021, ΑΠ991/2019, ΑΠ 488/2017, ΑΠ 1549/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των άρθρων 94 του Συντάγματος, 1 παρ. 2 περ. ια’ του ν. 1406/1983 και 1 και 216 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2725/1999) προκύπτει ότι δικαιοδοσία προς κρίση επί της ανακοπής του άρθρου 73 παρ. 1 του ΚΕΔΕ έχουν τα πολιτικά δικαστήρια, εφόσον η υποκείμενη σχέση, επί της οποίας ερείδεται ο κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του ΚΕΔΕ αποτελών το θεμέλιο της διοικητικής εκτέλεσης νόμιμος τίτλος, εδράζεται σε σχέση ιδιωτικού δικαίου. Η παρεμβολή της διοικητικής, δηλαδή, διαδικασίας και η είσπραξη της απαίτησης από τα δημόσια ταμεία δε μεταβάλλει στις περιπτώσεις αυτές τη νομική φύση της διαφοράς ως διαφοράς ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 8/1989 ΕλλΔνη 1989.1148, ΑΠ 991/2019, ΑΠ 1524/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η επί της ανακοπής του άρθρου 73 παρ. 1 του ΚΕΔΕ ανοιγόμενη δίκη, εξάλλου, δεν είναι δίκη περί την εκτέλεση, τούτο δε ισχύει κατά μείζονα λόγο στις περιπτώσεις προσβολής ατομικής ειδοποίησης, καθόσον η ατομική ειδοποίηση, που αποστέλλεται μετά την πράξη της ταμειακής βεβαίωσης του χρέους προς τον οφειλέτη, δεν ισοδυναμεί νομικώς προς επιταγή προς πληρωμή και δεν αποτελεί διοικητική πράξη εκτέλεσης (ΔΕφΠειρ2707/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπεία των ανωτέρω, αρμόδιο καθ’ ύλην και κατά τόπο δεν είναι αναγκαίως το μονομελές πρωτοδικείο του τόπου της εκτέλεσης (βλ. άρθρο 73 παρ. 2 ΚΕΔΕ), αλλά το κατά τις γενικές περί ανακοπών διατάξεις του ΚΠολΔ (άρθρα 583-585) αρμόδιο δικαστήριο (βλ. σχετ. ΑΠ 1245/2010 ΕλλΔνη 2011.1037, ΜονΕφΘεσ 475/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, η ανακοπή κατ’ άρθρο 73 παρ.1 του ΚΕΔΕ υπάγεται, πλην αντιθέτου ορισμού, στην καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα κατά τις κοινές διατάξεις και δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία (βλ. ΕφΠειρ 466/2019 δημ. στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΕφΑΘ 1288/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μαργαρίτη σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα αρ. 583 αριθ. 9, σελ. 1085).
IV. Με τον Ν. 1068/1980 συστήθηκε η εταιρεία με την επωνυμία «Εταιρεία Υδρεύσεως και Αποχετεύσεως Πρωτευούσης (Ε.ΥΔ.Α.Π.)» ως ανώνυμη εταιρεία, ήτοι ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ανήκοντας εξ ολοκλήρου στο Κράτος και λειτουργώντας χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Κατά το άρθρο 11 παρ. 4 του Ν. 1068/1980, για τη βεβαίωση και είσπραξη των εσόδων της ΕΥΔΑΠ εφαρμόζονται αναλόγως οι περί δημοσίων εσόδων εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις και ενεργούνται αυτές από όργανα της εταιρίας. Ακολούθως με τον ν. 2744/1999 και σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου αυτού η Ε.ΥΔ.Α.Π. Α.Ε. διέπεται από τις διατάξεις του Κ.Ν 2190/1920, του Ν. 2414/1996 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Ν. 1068/1980 και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων. Όμως και μετά την ισχύ του ν. 2744/1999 το προεκτεθέν καθεστώς που ρυθμίζει το δικαίωμα της Ε.ΥΔ.Α.Π. ως προς τη διαδικασία είσπραξης των οφειλών προς αυτή, κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, εξακολουθεί να ισχύει, εφόσον ο νεότερος νομοθέτης δεν προέβη σε κατάργηση ή αντικατάσταση της σχετικής ρύθμισης (11 παρ. 4 Ν 1068/1980), ενώ αντίθετα όπου θέλησε να καταργήσει ή να αντικαταστήσει διατάξεις του πιο πάνω νόμου 1068/1980 το διέλαβε ρητά στο νέο νομοθέτημα (άρθρα 1 παρ. 13, 3 παρ.1 και 3 του ν. 2744/1999, βλ. για τα ανωτέρω ΕφΠειρ 93/2008, ΜονΠρωτΑθ 868/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση οι 2ος, 3ος, 4ος και 5ος των ανακοπτόντων με την κρινόμενη ανακοπή τους, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις τους ως προς επουσιώδη στοιχεία της ιστορικής της βάσης (άρθρο 224 εδ. β ΚΠολΔ), ζητούν, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, να ακυρωθεί η από 1-6-2021 και με αριθμό ΚΕΔΕ Α/. ταμειακή βεβαίωση- ανάλυση ληξιπρόθεσμων τιμολογίων της καθ’ ης ανώνυμης εταιρείας που αφορά οφειλή από υδροληψία ακινήτου συνιδιοκτησίας των 2ου και 3ου αυτών και του αποβιώσαντος δικαιοπάροχου των 4ου και 5ου αυτών, κατά το ποσό των 24.405,68 ευρώ, άλλως και επικουρικώς να ακυρωθεί η ως άνω προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση στο σύνολό της.
Με το περιεχόμενο αυτό, η ένδικη ανακοπή, η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, επειδή, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, η υποκείμενη σχέση όπου ερείδεται ο νόμιμος τίτλος του άρθρου 2 παρ.2 του ΚΕΔΕ, δηλαδή η σύμβαση παροχής ύδρευσης και αποχέτευσης από την οποία απορρέουν οι αξιώσεις της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας είναι σχέση ιδιωτικού δικαίου, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου Δικαστηρίου αυτού κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (αρ. 7, 9, 10, 14 παρ. 2, 22, 584 κα 585 ΚΠολΔ, 73 παρ. 1 ΚΕΔΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 11 παρ. 4 του Ν. 1068/1980). Επιπλέον, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, αφού εν προκειμένω δεν υφίσταται αρξαμένη εκτέλεση και νομότυπα, δεδομένου ότι αντίγραφο αυτής έχει κοινοποιηθεί στην καθ΄ ης η οποία νομιμοποιείται παθητικά ως διάδικος στην προκείμενη δίκη (βλ. την υπ’αριθ. .Γ/6-10-2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, .). Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
V. Με τα άρθρα 247, 250 περ. 1, 5, 251 και 253 του ΑΚ, καθιερώνεται πενταετής παραγραφή, μεταξύ άλλων, και για τις αξιώσεις των εμπόρων για χορήγηση εμπορευμάτων και την εκτέλεση εργασιών, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών, στις οποίες αυτοί υποβάλλονται, καθώς και για τις αξιώσεις όσων ασκούν κατ’ επάγγελμα την παροχή υπηρεσιών, για τις αμοιβές και τις δαπάνες τους, η οποία άρχεται από το τέλος του έτους, εντός του οποίου γεννήθηκαν οι αξιώσεις και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή τους (ΑΠ 792/2018, ΑΠ 248/2014, ΑΠ 134/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Οι αξιώσεις της Ε.ΥΔ.Α.Π. Α.Ε., ως ανώνυμης εταιρείας, που λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, διεπόμενη από τις διατάξεις περί Ανωνύμων Εταιρειών (ν. 2190/1920, 2414/1996) και, συμπληρωματικά, από τις διατάξεις του ν. 1068/1980, υπόκεινται, ως αξίωση προσώπου που έχει την ιδιότητα του εμπόρου (αρ. 1 Ν.2190/1920 και ήδη αρ. 1 Ν. 4548/2018) στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αριθ. 1 Α.Κ, δεδομένου επίσης ότι τα τέλη και οι, εν γένει, χρεώσεις προς τους καταναλωτές των υπηρεσιών της επιβάλλονται στο πλαίσιο συμβατικής σχέσεως, για παρεχόμενες υπηρεσίες υδρεύσεως και αποχετεύσεως και για την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων και δαπανών. Η διάταξη του άρθρου 11 παρ. 4 ν. 1068/1980, που προβλέπει για τη βεβαίωση και είσπραξη των εσόδων της Ε.ΥΔ.Α.Π. την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων για τα δημόσια έσοδα, δεν αρκεί προκειμένου να μετατρέψει τον εν γένει χαρακτήρα των εσόδων της ΕΎΔ.Α.Π. σε δημόσια έσοδα, για τον λόγο και μόνον ότι παρεμβάλλεται η διοικητική διαδικασία προς είσπραξή τους, ώστε να εφαρμοστούν επί αυτών οι ουσιαστικού δικαίου περί παραγραφής διατάξεις υπέρ του Δημοσίου, καθόσον η διάταξη αυτή αφορά μόνο τις δικονομικές και όχι τις ουσιαστικές διατάξεις, αφού δεν αναφέρεται ρητώς σ΄ αυτές. Επομένως δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου των άρθρων 86-89 Ν. 2362/1995 και ήδη των άρθρων 136-139 Ν. 4270/2014 που είναι αναμφισβήτητα διατάξεις των ουσιαστικού δικαίου. Άλλωστε, οι διατάξεις αυτές ρυθμίζουν την παραγραφή των ταμειακώς βεβαιωμένων απαιτήσεων και όχι των απαιτήσεων κατά το διάστημα από τη γέννηση μέχρι και τη βεβαίωσή τους και συνεπώς κατά τον χρόνο διενέργειας της εν στενή έννοια βεβαιώσεως προϋποτίθεται ότι δεν έχει ήδη συμπληρωθεί η πενταετής παραγραφή του ΑΚ, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της τυχόν διακοπής ή αναστολής της (βλ. για τα ανωτέρω ΕφΑΘ 4336/1999 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΓνωμΝΣΚ 4/2018, ΠολΠρωτΤρικ 24/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες υποστηρίζουν ότι οι ένδικες οφειλές που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 2-11-2007 έως 4-11-2014 και οι οποίες περιέχονται και καταχωρίσθηκαν από την καθ΄ ης στην προσβαλλόμενη από 1-6-2021 ταμειακή βεβαίωση, με αύξουσα σειρά από «1» έως και «32» όπως αυτές αναλυτικά παρατίθενται στο δικόγραφο, έχουν υποπέσει σε παραγραφή και συνεπώς πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση κατά τα αντίστοιχα ποσά, ύψους 10.250,39 ευρώ (κύριες οφειλές) και 14.155,29 ευρώ (τόκοι, προσαυξήσεις κλπ.) και συνολικού ύψους 24.405,68 ευρώ. Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος και νόμω βάσιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που αναφέρονται στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της καθ’ ης περί εφαρμογής της κατ’ άρθρο 249 ΑΚ εικοσαετούς παραγραφής άλλως της μη αφετηρίασης της παραγραφής πριν την ταμειακή βεβαίωση των ένδικων απαιτήσεων κατ’ άρθρο 136 Ν. 4270/2014. Συνεπώς, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.
VI. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 251 ΑΚ, «η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της». Με τη θεμελιακή αυτή διάταξη καθορίζονται οι προϋποθέσεις έναρξης της παραγραφής, οι οποίες είναι η γέννηση της αξίωσης και το εναγώγιμό της, δηλαδή το δικαστικά επιδιώξιμο αυτής, που πρέπει να συρρέουν αθροιστικά. Η αξίωση θεωρείται γεννημένη με τη συμπλήρωση-συντέλεση των γεγονότων που συνιστούν τους όρους ύπαρξης του δικαιώματος από το οποίο απορρέει αυτή και, σε κάθε περίπτωση, αφότου δημιουργηθεί κατάσταση που είναι αντίθετη με το δικαίωμα. Απαιτείται επιπροσθέτως, όπως προαναφέρθηκε, η αξίωση να είναι δικαστικά επιδιώξιμη (εναγώγιμη), γιατί μπορεί αυτή να γεννηθεί, αλλά από διάφορα κωλύματα να μην είναι δυνατή η σε δίκη καταγωγή της. Η δυνατότητα άσκησης της αξίωσης αποκλείεται μόνο από την ύπαρξη νομικών και όχι πραγματικών κωλυμάτων. Νομικά κωλύματα υπάρχουν, όταν, είτε από τον νόμο (π.χ. 1858 ΑΚ) είτε με τη βούληση του δικαιούχου, ο υπόχρεος δικαιούται να αρνηθεί την εκπλήρωση της αξίωσης για ορισμένο χρονικό διάστημα από τη γέννησή της, λόγω συμφωνημένης αναβλητικής αίρεσης ή προθεσμίας, η οποία έχει ως αναγκαίο, κατά νόμο, αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της δικαστικής επιδίωξης της απαίτησης για ορισμένο χρόνο, με συνέπεια να μην τρέχει η παραγραφή. Τα πραγματικά κωλύματα, δηλαδή γεγονότα που αναφέρονται σε ανωτέρα βία (αιχμαλωσία, πολιορκία πόλης, επιδημική αρρώστια κ.α.), ακόμα κι αν καθιστούν αδύνατη την άσκηση της αγωγής δε λαμβάνονται υπόψη, αλλά αναστέλλουν την παραγραφή υπό τους όρους του άρθρου 255 ΑΚ, δηλαδή αν συνέπεσαν στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής. Για την έναρξη της παραγραφής δεν ασκεί επιρροή η άγνοια της αξίωσης από τον δικαιούχο ή η άγνοια από αυτόν του προσώπου κατά του οποίου αυτή απευθύνεται (πλην όπου τούτο ορίζεται ρητά στο νόμο) ή η καλή πίστη του καθ’ ου η αξίωση (ΑΠ 292/2021, ΑΠ 621/2019, ΑΠ 901/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 255, 257 και 279 του ΑΚ, συνάγεται ότι η παραγραφή των αξιώσεων, αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος α) εμποδίστηκε, μεταξύ άλλων, και από λόγο ανώτερης βίας, να ασκήσει το δικαίωμά του κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής και β) μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της, απετράπη με δόλια συμπεριφορά του υπόχρεου από την άσκηση της. Η διάταξη αυτή αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικής αρχής του δικαίου, σύμφωνα με την οποία ο δόλος δεν είναι ανεκτός, ενώ ανώτερη βία υπάρχει, όταν η ενέργεια του υποχρέου εμποδίζεται από τυχαίο και απρόβλεπτο γεγονός. Τέτοιο θεωρείται το γεγονός, το οποίο δεν οφείλεται σε πταίσμα του υποχρέου, δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί, αλλά και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΟλΑΠ 1738/1980, ΑΠ 344/2021, ΑΠ 1984/2017, ΑΠ 171/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Από τη με αριθμό ./20-12-2021 ένορκη βεβαίωση της . ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών . που προσκομίζει και επικαλείται η καθ’ ης με τις προτάσεις της και η οποία ελήφθη με επιμέλειά της κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των ανακοπτόντων (βλ. την υπ’ αριθ. . β/13-12-2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών .) καθώς και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι δεύτερος και τρίτος των ανακοπτόντων είναι εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτήτες, λόγω κληρονομικής διαδοχής, μίας παλαιάς ισόγειας ερειπωμένης και ακατοίκητης επί δεκαετίες μονοκατοικίας επί της οδού . στη Δάφνη Αττικής κατά ποσοστό 16,67% ο 2ος και 16,67% ο 3ος. Επίσης ήταν συγκυρία του ιδίου ακινήτου σε ποσοστό 50% η πρώτη ανακόπτουσα ως προς την οποία έλαβε χώρα κατά τα προεκτεθέντα βίαιη διακοπή της δίκης λόγω του επισυμβάντος θανάτου της. Το υπόλοιπο 16,67% ανήκε στον αποβιώσαντα στις 25-10-2020 ., ως κληρονόμοι του οποίου εγκαταστάθηκαν κατ’ ίσα μέρη, δυνάμει της από 21-5-2020 ιδιόγραφης διαθήκης του που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθ. 237/2021 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων, οι υιοί του 4ος και 5ος των ανακοπτόντων. Στις 14-9-2021 και 15-9- 2021 επιδόθηκαν αντίστοιχα προς τον 2° και 3° των ανακοπτόντων η με ημερομηνία βεβαίωσης 1-6-2021 και με αριθμό ΚΕΔΕ Α/. εξώδικη όχληση – πρόσκληση-ταμειακή βεβαίωση της Υπηρεσίας Αναγκαστικών Εισπράξεων της Διεύθυνσης Διαχείρισης Εσόδων και Απαιτήσεων της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΥΔΡΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ Α.Ε.». Η ως άνω ανακοπτόμενη ταμειακή βεβαίωση αφορά αξιώσεις της καθ’ ης από τέλη υδροληψίας και αποχέτευσης για το ως άνω ακίνητο στην οδό . στη Δάφνη Αττικής, με αριθμό παροχής ύδρευσης .. Η εν θέματι εξώδικη όχληση-ταμειακή βεβαίωση είχε ως παραλήπτη και τον αποβιώσαντα στις 25-10-2020 ., προς τον οποίο δεν επιδόθηκε λόγω θανάτου του. Ανεξαρτήτως, όμως, της μη επίδοσής της, η ταμειακή αυτή βεβαίωση παράγει αποτελέσματα από μόνη την έκδοσή της κατά όλων των συνιδιοκτητών του ακινήτου και κατ’ επέκταση σε βάρος και του 4ου και 5ου των ανακοπτόντων οι οποίοι ευθύνονται εις ολόκληρον με τον δικαιοπάροχό τους κληρονομούμενο κατ΄άρθρο 8 παρ. 6 Ν. 3481/2006, σύμφωνα με το οποίο «Οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι ιδιοκτητών ακινήτων, για τα οποία έχουν βεβαιωθεί οφειλές πάσης φύσεως υπέρ της Εταιρείας Υδρευσης και Αποχέτευσης Πρωτεύουσας (Ε.ΥΔ.ΑΠ. Α.Ε.) ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τους δικαιοπαρόχους αυτών, για την πλήρη αποπληρωμή των οφειλών του ακινήτου προς την «Ε.ΥΔ.Α.Π. Α.Ε». Σχετική μνεία της υποχρέωσης αυτής υποχρεούνται να καταχωρίζουν οι συμβολαιογράφοι στα συμβόλαια μεταβίβασης της κυριότητας.» Με την ίδια εξώδικη όχληση συγκοινοποιήθηκε και η «από 1-6-2021 Καρτέλα της υπ΄αριθ. . παροχής» η οποία αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο της προσβαλλόμενης ταμειακής βεβαίωσης-ανάλυσης ληξιπρόθεσμων τιμολογίων. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην ανωτέρω εξώδικη όχληση, γίνεται γνωστό ότι σε βάρος καθενός των ανακοπτόντων υφίστανται βεβαιωμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές τους προς την Ε.ΥΔ.Α.Π. ποσού 10.665 ευρώ, πλέον μη βεβαιωμένων προσαυξήσεων και τόκων οι οποίοι την 1-6-2021 ανέρχονταν σε 14.183,63 ευρώ, με ύψος συνολικής οφειλής 24.848,63 ευρώ, από υδροληψία του ως άνω ακινήτου συνιδιοκτησίας τους στην οδό . στον Δήμο Δάφνης Αττικής. Με την ίδια εξώδικη όχληση, οι ανακόπτοντες καλούνται μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την επίδοσή της να προβούν στην πληρωμή της ως άνω οφειλής, διαφορετικά και σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της ανωτέρω προθεσμίας, γίνεται γνωστό ότι θα επιδιωχθεί η είσπραξη του ανωτέρω ποσού αναγκαστικά, κατ’ εφαρμογή του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ) και με κάθε άλλο νόμιμο μέσο. Πλην όμως, στην ως άνω προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση συμπεριλήφθηκαν από την καθ’ ης, μεταξύ άλλων, οι με αύξουσα σειρά από «1» έως και «32» οφειλές που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές στο χρονικό διάστημα από 19-3-2008 έως 5-12-2014, ύψους 10.250,39 ευρώ οι κύριες οφειλές και 14.155,29 ευρώ οι επ’ αυτών τόκοι, προσαυξήσεις κλπ., συνολικού ύψους 24.405,68 ευρώ, που όμως έχουν υποπέσει στην κατ’ άρθρο 250 περ. 1 ΑΚ πενταετή βραχυπρόθεσμη παραγραφή η οποία αφετηριάστηκε από την 1η Ιανουάριου κάθε επόμενου έτους εκείνου εντός του οποίου είχε γεννηθεί κάθε επιμέρους αξίωση και κατά το οποίο η καθ΄ης μπορούσε να εγείρει αγωγή και να επιδιώξει την είσπραξή τους. Ειδικότερα: 1. Η αξίωση της καθ΄ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 26-2-2008 με αριθμό ., ποσού 20 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 2-11-2007 έως 20-2-2008 και με προθεσμία πληρωμής την 19-3-2008, γεννήθηκε το 2008 (19-3-2008) οπότε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 20 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 32,94 άρχισε την 1-1-2009 και συμπληρώθηκε την 31-12-2013. 2. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 10-6-2008 με αριθμό ., ποσού 19 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 21-2-2008 έως 27-5-2008 και με προθεσμία πληρωμής την 2-7-2008, γεννήθηκε το 2008 (2-7-2008) οπότε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 19 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 30,51 άρχισε την 1-1-2009 και συμπληρώθηκε την 31-12-2013. 3. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 3-10-2008 με αριθμό ., ποσού 160 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 28-5-2008 έως 23-9-2008 και με προθεσμία πληρωμής την 24-10-2008, γεννήθηκε το 2008 (24-10-2008) οπότε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 160 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 250,30 άρχισε την 1-1-2009 και συμπληρώθηκε την 31-12-2013. 4. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 20-1-2009 με αριθμό ., ποσού 722 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 24-9-2008 έως 12-1-2009 και με προθεσμία πληρωμής την 11-2-2009, γεννήθηκε το 2009 (11-2-2009) οπότε ήταν έκτοτε δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 722 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 1.107,03 άρχισε την 1-1-2010 και συμπληρώθηκε την 31-12-2014. 5. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 28-4-2009 με αριθμό ., ποσού 1.979 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 13-1-2009 έως 10-4-2009 και με προθεσμία πληρωμής την 20-5-2009, γεννήθηκε το 2009 (20-5-2009) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 1.979 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 2.972,85 άρχισε την 1-1-2010 και συμπληρώθηκε την 31-12-2014. 6. Η αξίωση της καθ΄ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 21-7-2009 με αριθμό ., ποσού 61 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 11-4-2009 έως 8-7-2009 και με προθεσμία πληρωμής την 14-8-2009 γεννήθηκε το 2009 (14-8-2009) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 61 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 89,74 άρχισε την 1-1-2010 και συμπληρώθηκε την 31-12-2014. 7. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 29-10-2009 με αριθμό . ποσού 1.761 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 9-7-2009 έως 15-10-2009 και με προθεσμία πληρωμής την 20-11-2009, γεννήθηκε το 2009 (20-11-2009) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 1.761 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 2.535,91 άρχισε την 1-1-2010 και ολοκληρώθηκε την 31-12-2014. 8. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 4-2-2010 με αριθμό ., ποσού 2.366 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 16-10-2009 έως 27-1-2010 και με προθεσμία πληρωμής την 1-3-2010, γεννήθηκε το 2010 (1-3-2010) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 2.366 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 3.309, 09 άρχισε την 1-1-2011 και συμπληρώθηκε την 31-12-2015. 9. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 10-5-2010 με αριθμό ., ποσού 1.778 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 28-1-2010 έως 29-4-2010 και με προθεσμία πληρωμής την 1-6-2010, γεννήθηκε το 2010 (1-6-2010) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 1.788 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 2.431,45 άρχισε την 1-1-2011 και συμπληρώθηκε την 31-12-2015. 10. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 21-6-2010 με αριθμό ., ποσού 36,93 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 29-3-2010 έως 1-4-2010 και με προθεσμία πληρωμής την 13-7-2010, γεννήθηκε το 2010 (13-7-2010) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 36,93 ευρώ, μετά των προσαυξήσεων της εξ ευρώ 50,12 άρχισε την 1-1-2011 και συμπληρώθηκε την 31-12-2015. 11. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 6-8-2010 με αριθμό ., ποσού 2,25 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 30-4-2010 έως 28-7-2010 και με προθεσμία πληρωμής την 30-8-2010, γεννήθηκε το 2010 (30-8-2010) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 2,25 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 3,00 άρχισε την 1-1-2011 και ολοκληρώθηκε την 31-12-2015. 12. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 17-11-2010 με αριθμό ., ποσού 2,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 29-7-2010 έως 2-11-2010 και με προθεσμία πληρωμής την 9-12-2010, γεννήθηκε το 2010 (9-12-2010), οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 2,00 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 2,61 άρχισε την 1-1-2011 και συμπληρώθηκε την 31-12-2015. 13. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 9-2-2011 με αριθμό ., ποσού 2,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 3-11-2010 έως 31-1-2011 και με προθεσμία πληρωμής την 3-3-2011, γεννήθηκε το 2011 (3-3-2011), οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 2,00 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 2,55 άρχισε την 1-1-2012 και συμπληρώθηκε την 31-12-2016. 14. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 12-5-2011 με αριθμό ., ποσού 2,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-2-2011 έως 3-5-2011 και με προθεσμία πληρωμής την 3-6-2011, γεννήθηκε το 2011 (3-6-2011) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 2,00 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 2,49 άρχισε την 1-1-2012 και συμπληρώθηκε την 31-12-2016. 15. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 2-8-2011 με αριθμό ., ποσού 3,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 4-5-2011 έως 1-8-2011 και με προθεσμία πληρωμής την 25-8-2011, γεννήθηκε το 2011 (25-8-2011) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 3,00 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 3,64 άρχισε την 1-1-2012 και συμπληρώθηκε την 31-12-2016. 16. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 7-11-2011 με αριθμό ., ποσού 2,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 2-8-2011 έως 26-10-2011 και με προθεσμία πληρωμής την 30-11-2011 γεννήθηκε το 2011 (30-11-2011) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 2,00 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 2,36 άρχισε την 1-1-2012 και συμπληρώθηκε την 31-12-2016. 17. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 6-2-2012 με αριθμό ., ποσού 18,70 ευρώ (απόδειξη είσπραξης δικαστικών εξόδων) με προθεσμία πληρωμής την 6-2-2012, γεννήθηκε το 2012 (6-2-2012) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της οφειλής των 18,70 ευρώ, άρχισε την 1-1-2013 και συμπληρώθηκε την 31-12-2017. 18. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 8-2-2012 με αριθμό ., ποσού 1,30 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 27-10-2011 έως 26-1-2012 και με προθεσμία πληρωμής την 2-3-2012, γεννήθηκε το 2012 (2-3-2012) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 1,30 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 1,49 άρχισε την 1-1-2013 και συμπληρώθηκε την 31-12-2017. 19. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 7-5-2012 με αριθμό ., ποσού 2,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 27-1-2012 έως 25-4-2012 και με προθεσμία πληρωμής την 29-5-2012, γεννήθηκε το 2012 (29-5-2012) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 2,00 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 2,24 άρχισε την 1-1-2013 και συμπληρώθηκε την 31-12-2017. 20. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 3-8-2012 με αριθμό ., ποσού 2,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 26-4-2012 έως 24-7-2012 και με προθεσμία πληρωμής την 28-8-2012, γεννήθηκε το 2012 (28-8-2012) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 2,00 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 2,18 άρχισε την 1-1-2013 και συμπληρώθηκε την 31-12-2017. 21. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 14-11-2012 με αριθμό ., ποσού 13,28 ευρώ (απόδειξη είσπραξης δικαστικών εξόδων) και με προθεσμία πληρωμής την 14-11-2010, γεννήθηκε το 2012 (14-11-2012) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της οφειλής των 13,28 ευρώ, άρχισε την 1-1-2013 και συμπληρώθηκε την 31-12-2017. 22. Η αξίωση της καθ΄ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 14-11-2012 με αριθμό με αριθμό ., ποσού 3,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 25-7-2012 έως 2-11-2012 και με προθεσμία πληρωμής την 6-12-2012, γεννήθηκε το 2012 (6-12-2012) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 3,00 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 3,17 άρχισε την 1-1-2013 και συμπληρώθηκε την 31-12-2017. 23. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 21-11-2012 με αριθμό ., ποσού 570,84 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 2-4-2010 έως 23-5-2010 και με προθεσμία πληρωμής ως την 13-12-2012, γεννήθηκε το 2012 (13-12-2012) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 570,84 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 603,22 άρχισε την 1-1-2013 και συμπληρώθηκε την 31-12-2017. 24. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 11-2-2013 με αριθμό ., ποσού 2,36 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 3-11-2012 έως 5-2-2013 και με προθεσμία πληρωμής την 5-3-2013, γεννήθηκε το 2013 (5-3-2013) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 2,36 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 2,42 άρχισε την 1-1-2014 και συμπληρώθηκε την 31-12-2018. 25. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 15-5-2013 με αριθμό ., ποσού 701,08 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 24-5-2010 έως 23-8-2010 και με προθεσμία πληρωμής την 6-6-2013, γεννήθηκε το 2013 (6-6-2013) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης εκ της κυρίας οφειλής των 701,08 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 697,27 άρχισε την 1-1-2014 και συμπληρώθηκε την 31-12-2018. 26. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 22-5-2013 με αριθμό ., ποσού 2,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 6-2-2013 έως 21-5-2013 και με προθεσμία πληρωμής την 12-6-2013, γεννήθηκε το 2013 (12-6-2013) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 2,00 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 1,99 άρχισε την 1-1-2014 και συμπληρώθηκε την 31-12-2018. 27. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 16-8-2013 με αριθμό ., ποσού 1,65 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 22-5-2013 έως 13-8-2013 και με προθεσμία πληρωμής την 6-9-2013, γεννήθηκε το 2013 (6-9-2013) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή, της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 1,65 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 1,59 άρχισε την 1-1-2014 και συμπληρώθηκε την 31-12-2018. 28. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 25-11-2013 με αριθμό ., ποσού 2,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 14-8-2013 έως 14-11-2013 και με προθεσμία πληρωμής την 17-12-2013, γεννήθηκε το 2013 (17-12-2013) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική) επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 2,00 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 1,86 άρχισε την 1-1-2014 και συμπληρώθηκε την 31-12-2018. 29. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 25-2-2014 με αριθμό ., ποσού 4,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 15-11-2013 έως 18-2-2014 και με προθεσμία πληρωμής την 19-3-2014, γεννήθηκε το 2014 (19-3-2014) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 4,00 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 3,61 άρχισε την 1-1-2015 και συμπληρώθηκε την 31-12-2019. 30. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 23-5-2014 με αριθμό ., ποσού 3,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 19-2-2014 έως 13-5-2014 και με προθεσμία πληρωμής την 16-6-2014, γεννήθηκε το 2014 (16-6-2014) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 3,00 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 2,61 άρχισε την 1-1-2015 και συμπληρώθηκε την 31-12-2019. 31. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 12-8-2014 με αριθμό ., ποσού 3,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 14-5-2014 έως 29-7-2014 και με προθεσμία πληρωμής την 4-9-2014, γεννήθηκε το 2014 (4-9-2014) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειιλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 3,00 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 2,52 άρχισε την 1-1-2015 και ολοκληρώθηκε την 31-12-2019. 32. Η αξίωση της καθ’ ης εκ του τιμολογίου που εκδόθηκε στις 13-11-2014 με αριθμό ., ποσού 4,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 30-7-2014 έως 4-11-2014 και με προθεσμία πληρωμής έως την 5-12-2014, γεννήθηκε το 2014 (5-12-2014) οπότε έκτοτε ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής αυτής. Η παραγραφή της αξίωσης αυτής εκ της κυρίας οφειλής των 4,00 ευρώ, μετά των προσαυξήσεών της εξ ευρώ 3,23 άρχισε την 1-1-2015 και συμπληρώθηκε την 31-12-2019. Η καθ’ ης με τις προτάσεις της υποστηρίζει προς αντίκρουση του ισχυρισμού περί παραγραφής ότι εν προκειμένω η βεβαίωση των οφειλών στους ανακόπτοντες έλαβε χώρα το 2021, επειδή οι ίδιοι ως ιδιοκτήτες και αληθείς υπόχρεοι είχαν παραλείψει την από τον νόμο εκπορευόμενη υποχρέωσή τους να ενημερώσουν το μητρώο της εταιρείας για το γεγονός ότι το ακίνητο βρισκόταν στην ιδιοκτησία τους ήδη από το έτος 1999, αντίθετα το μητρώο ενημερώθηκε με τα στοιχεία των νέων ιδιοκτητών κατόπιν σχετικής πρωτοβουλίας των υπηρεσιών της ιδίας και της διενέργειας έρευνας στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο. Συναφώς υποστηρίζει ότι σε προγενέστερο χρονικό σημείο δεν ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της οφειλής, καθόσον μάλιστα η παραγραφή δεν μπορεί να τρέξει κατά αγνώστου προσώπου. Ο ισχυρισμός αυτός περί μη έναρξης της παραγραφής λόγω μη δικαστικά επιδιώξιμου της απαίτησης είναι απορριπτέος, κατά πρώτον επειδή, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως στην υπό στοιχ. VI) νομική σκέψη, για την έναρξη της παραγραφής δεν ασκεί επιρροή η άγνοια από την καθ’ ης δικαιούχο του προσώπου κατά του οποίου αυτή απευθύνεται. Επιπλέον, δεν υφίστατο νομικό κώλυμα ως προς τη δυνατότητα δικαστικής εναγωγής λόγω μη ενημέρωσης του μητρώου με τα στοιχεία των αληθών ιδιοκτητών. Ειδικότερα, στον Κανονισμό Λειτουργίας Δικτύου Ύδρευσης της καθ’ ης Ε.ΥΔ.Α.Π. Α.Ε. που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. Δ16γ/694/7/117/Γ υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Β 552/26.03.2009), ορίζονται τα εξής «1.4. … Η παροχή συνδέεται μόνιμα με το ακίνητο για την υδροδότηση του οποίου τοποθετήθηκε εξ αρχής, έστω κι αν αυτό αλλάξει κυριότητα και δεν μεταφέρεται για να υδρεύσει άλλο ακίνητο, ακόμη κι αν αυτό ανήκει στον ίδιο ιδιοκτήτη. Ο εκάστοτε ιδιοκτήτης του ακινήτου αυτού έχει όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που αναφέρονται σ΄ αυτόν τον Κανονισμό. Η Ε.ΥΔ.Α.Π. έχει την κυριότητα της παροχής και του υδρομετρητή και ο ιδιοκτήτης του ακινήτου, στο οποίο έχουν χορηγηθεί, έχει το δικαίωμα χρήσης για την ύδρευσή του. … 1.5. 0 εκάστοτε ιδιοκτήτης του ακινήτου έχει το αποκλειστικό δικαίωμα υποβολής της αίτησης υδροδότησης του. Η σχέση υδροληψίας υφίσταται πάντοτε μεταξύ της Ε.ΥΔΑΠ. και του εκάστοτε ιδιοκτήτη του υδρευόμενου ακινήτου, ο οποίος θεωρείται ως υδρευόμενος – καταναλωτής από την συγκεκριμένη παροχή για το συγκεκριμένο ακίνητο, οποιοσδήποτε και αν είχε ζητήσει αρχικώς την υδροδότηση του. Ο νέος ιδιοκτήτης του ακινήτου έχει υποχρέωση να δηλώσει στην Ε.ΥΔ.Α.Π. την αλλαγή ιδιοκτησίας. Η καταχώρισή των στοιχείων του νέου ιδιοκτήτη στο μητρώο πελατών της Εταιρείας γίνεται βάσει υπεύθυνης δήλωσης. Η Εταιρεία δύναται να προβεί στην αυτεπάγγελτη καταχώριση, στο μητρώο πελατών της, των στοιχείων του νέου ιδιοκτήτη, εφόσον αυτά προκύψουν από επίσημα έγγραφα». Επομένως, με βάση τις προβλέψεις του έχοντος νομοθετική ισχύ Κανονισμού της καθ’ ης όλες οι υποχρεώσεις και δικαιώματα από τη σχέση υδροληψίας αυτοδικαίως ίσχυαν στο όνομα των αληθών ιδιοκτητών του ακινήτου, ενώ η καθ’ ης είχε τη δυνατότητα σε χρόνο πολύ πριν τη δημιουργία των επίδικων οφειλών να καταχωρίσει και αυτεπαγγέλτως στο μητρώο της τα στοιχεία τους, χωρίς να υπάρχει νομικό αλλά ούτε και πραγματικό κώλυμα, δεδομένου ότι ήδη από το έτος 1999 είχαν μεταγραφεί στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο οι δικαιοκτητικοί τίτλοι των οφειλετών της προσβαλλόμενης ταμειακής βεβαίωσης, δηλαδή οι υπ’ αριθ. ./1999 και ./1999 πράξεις αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Ιωαννίνων .. Επιπλέον, η καθ’ ης με τις προτάσεις της διατείνεται ότι σε κάθε περίπτωση στην προκειμένη περίπτωση «υφίστανται λόγοι αναστολής ή και διακοπής της παραγραφής σύμφωνα με τα ανωτέρω αναλυτικώς εκτεθέντα». Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, επειδή η καθ’ ης δεν προσδιορίζει και δη με την απαιτούμενη σαφήνεια και πληρότητα τον ισχυρισμό που επιχειρεί να εισφέρει και τα δικαιοπαραγωγικά περιστατικά που τον στηρίζουν. Σε κάθε περίπτωση, και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί, κατ΄εκτίμηση του συνόλου των εκτιθεμένων στις προτάσεις της, ότι η καθ΄ης προβάλει ένσταση αναστολής της παραγραφής λόγω μη καταχώρισης στο μητρώο της των στοιχείων των αληθών ιδιοκτητών του ακινήτου, ο ισχυρισμος αυτός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, επειδή σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, το επικαλούμενο από την καθ’ ης περιστατικό, δε συνιστά γεγονός, το οποίο δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί και δεν μπορούσε να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και εξαιτίας του οποίου εμποδίστηκε να επιδιώξει την αξίωσή της κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής.
Εν όψει των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος της ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, ενώ παρέλκει κατόπιν αυτού η εξέταση του επικουρικά προβαλλόμενου δεύτερου λόγου. Ακολούθως, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη στην ουσία της και να ακυρωθεί ως προς τους 2°, 3°, 4° και 5° των ανακοπτόντων η προσβαλλόμενη από 1-6-2021 και με αριθμό ΚΕΔΕ Α/. ταμειακή βεβαίωση-ανάλυση ληξιπρόθεσμων τιμολογίων της Υπηρεσίας Αναγκαστικών Εισπράξεων, της Διεύθυνσης Διαχείρισης Εσόδων και Απαιτήσεων της καθ’ ης ως προς τις κύριες οφειλές ύψους 10.250,39 ευρώ και τόκους – προσαυξήσεις επ’ αυτών ύψους 14.155,29 ευρώ, συνολικού ποσού 24.405,68 ευρώ, που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες στο χρονικό διάστημα από 19-3-2008 έως 5-12-2014, όπως αναλυτικά προηγουμένως αναφέρθηκαν. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των ανακοπτόντων αυτών, για την επιβολή των οποίων υποβλήθηκε σχετικό αίτημα (άρθρο 191 παρ.2 ΚΠολΔ), πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (αρ. 179 εδ.α. περ. β ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή ως απαράδεκτη ως στρεφόμενη σε βάρος ανύπαρκτου νομικού προσώπου κατά το μέρος που ασκείται σε βάρος της δεύτερης των καθ’ ων.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ τη δίκη βιαίως διακοπείσα ως προς την πρώτη ανακόπτουσα.
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή ως προς τους 2°, 3°, 4° και 5° των ανακοπτόντων.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ ως προς τους 2°, 3°, 4° και 5° των ανακοπτόντων την από 1-6-2021 και με αριθμό ΚΕΔΕ Α/. ταμειακή βεβαίωση-ανάλυση ληξιπρόθεσμων τιμολογίων της Υπηρεσίας Αναγκαστικών Εισπράξεων, της Διεύθυνσης Διαχείρισης Εσόδων και Απαιτήσεων, της καθ’ ης «Ε.ΥΔ.Α.Π. Α.Ε.» κατά το ποσό των 24.405,68 ευρώ που αφορά τις οφειλές πλέον τόκων και προσαυξήσεων, οι οποίες κατέστησαν ληξιπρόθεσμες στο χρονικό διάστημα από 19-3-2008 έως 5-12-2014 κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στα Ιωάννινα στις 6/2/2023 στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ