Δικαστήριο ΕΕ: Ο καταναλωτής απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση πληρωμής εάν υπαναχωρήσει από σύμβαση παροχής υπηρεσιών συναφθείσα εκτός καταστήματος, η οποία έχει ήδη εκτελεστεί
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 17.05.2023 απόφασή του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι παράλειψη ενημέρωσης σχετικά με το δικαίωμα υπαναχώρησης: ο καταναλωτής απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση πληρωμής εάν υπαναχωρήσει από σύμβαση παροχής υπηρεσιών συναφθείσα εκτός εμπορικού καταστήματος, η οποία έχει ήδη εκτελεστεί.
Επομένως, σύμφωνα με το ΔΕΕ, ο έμπορος επωμίζεται το κόστος για την εκτέλεση της σύμβασης κατά τη διάρκεια της προθεσμίας υπαναχώρησης.
Ιστορικό της υπόθεσης
Καταναλωτής συνήψε με επιχείρηση σύμβαση παροχής υπηρεσιών για την ανακαίνιση της ηλεκτρολογικής εγκατάστασης του σπιτιού του. Ωστόσο, η επιχείρηση δεν τον ενημέρωσε για το δικαίωμα υπαναχώρησης που καταρχήν διαθέτει ο καταναλωτής για 14 ημέρες λόγω του ότι η σύμβαση συνήφθη εκτός των επαγγελματικών εγκαταστάσεων της επιχείρησης.
Μετά την εκτέλεση της σύμβασης, η επιχείρηση απέστειλε στον καταναλωτή το σχετικό τιμολόγιο. Ο καταναλωτής υπαναχώρησε από τη σύμβαση και δεν εξόφλησε το τιμολόγιο. Ισχυρίζεται ότι, λόγω της παράλειψης της επιχείρησης να τον ενημερώσει για το δικαίωμά του υπαναχώρησης και λόγω του ότι οι εργασίες εκτελέστηκαν πριν από τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης (η οποία παρατείνεται κατά ένα έτος σε περίπτωση τέτοιας παράλειψης), η επιχείρηση δεν είχε κανένα δικαίωμα είσπραξης του τιμήματος.
Το γερμανικό δικαστήριο που επιλήφθηκε της διαφοράς σχετικά με την αξίωση αυτή θεώρησε ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του γερμανικού δικαίου που θεσπίστηκαν για τη μεταφορά της οδηγίας για τα δικαιώματα των καταναλωτών, ο καταναλωτής δεν επιβαρύνεται με καμία δαπάνη για την υπηρεσία που του παρασχέθηκε πριν τη λήξη της προθεσμίας υπαναχώρησης, σε περίπτωση που ο έμπορος δεν τον ενημέρωσε σχετικά με το δικαίωμά του υπαναχώρησης.
Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο διερωτήθηκε αν η οδηγία αυτή αποκλείει κάθε δικαίωμα του εμπόρου για «αντισταθμιστική αποζημίωση», ακόμη και στην περίπτωση που ο καταναλωτής άσκησε το δικαίωμα υπαναχώρησης μετά την εκτέλεση σύμβασης συναφθείσας εκτός εμπορικού καταστήματος. Συγκεκριμένα, ο καταναλωτής θα μπορούσε στην περίπτωση αυτή να αποκομίσει υπεραξία, κατ’ αντίθεση προς τη γενική αρχή του δικαίου της ΕΕ περί απαγόρευσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει την οδηγία ως προς το ζήτημα αυτό.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο καταναλωτής απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση να πληρώσει για τις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε εκτέλεση σύμβασης παροχής υπηρεσιών εκτός εμπορικού καταστήματος, σε περίπτωση που ο έμπορος δεν τον έχει ενημερώσει για το δικαίωμα υπαναχώρησης και ο καταναλωτής άσκησε το δικαίωμά του υπαναχώρησης μετά την εκτέλεση της σύμβασης.
Το δικαίωμα υπαναχώρησης αποσκοπεί στην προστασία του καταναλωτή στο συγκεκριμένο πλαίσιο της σύναψης σύμβασης εκτός εμπορικού καταστήματος, Πράγματι, στο πλαίσιο αυτό, ο καταναλωτής ενδέχεται να τελεί υπό ψυχολογική πίεση ή να βρίσκεται αντιμέτωπος με το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Επομένως, η ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα υπαναχώρησης είναι ουσιώδους σημασίας για τον καταναλωτή και του παρέχει τη δυνατότητα να αποφασίσει μετά λόγου γνώσεως αν θα συνάψει ή όχι τη σύμβαση.
Όσον αφορά το ζήτημα της υπεραξίας που αποκομίζει με τον τρόπο αυτόν ο καταναλωτής και την απαγόρευση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το Δικαστήριο επισήμανε ότι σκοπός της οδηγίας είναι η διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών. Ο σκοπός αυτός θα διακυβευόταν αν ο καταναλωτής, μετά την υπαναχώρησή του από σύμβαση παροχής υπηρεσιών εκτός εμπορικού καταστήματος, διέτρεχε τον κίνδυνο να υποβληθεί σε δαπάνες που δεν προβλέπονται ρητώς στην οδηγία.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA