Παράλειψη εκ μέρους τράπεζας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. Παράλειψη παροχής όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στον συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών. Προστασία καταναλωτή. Ευθύνη παρεχόντων πληροφορίες. Παραβάσεις υποχρεώσεων από Ανώνυμη Εταιρία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών. Αδικοπραξία και υποχρέωση προς αποζημίωση.
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 1240/2021
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από, τους Δικαστές Ελένη Μοτσοβολέα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αγγελική Ξενόπουλου, Πρωτοδίκη, Ευαγγελία Μαγαΐτη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Ελένη Βλάμου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 14 Ιανουαρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και τον διακριτικό τίτλο «ALPHA BANK», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σταδίου, αριθ. 40), με ΑΦΜ ., όπως νομίμως εκπροσωπείται, 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ALPHA ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ» και τον διακριτικό τίτλο «ALPHA ASSET MANAGEMENT Α.Ε.Δ.Α.Κ.», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Καρνεάδου, αριθ. 25 – 29), με ΑΦΜ ., όπως νομίμως εκπροσωπείται, ως καθολικής διαδόχου, κατόπιν συγχώνευσης με απορρόφηση, της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία, «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», και 3) ., κατοίκου Αλίμου Αττικής (οδός .), με ΑΦΜ ., οι οποίοι προκατέθεσαν προτάσεις, σύμφωνα με το όρθρο 237 § 1 ΚΠολΔ, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Ευαγγελίας Τζανιδάκη (AM ΔΣΑ 37242), και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ., κατοίκου Νέας Σμύρνης Αττικής (οδός .), με ΑΦΜ ., ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 237 § 1 ΚΠολΔ, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αντωνίου Τίγκα (AM ΔΣΓρικάλων 102), και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ., κατοίκου Αθηνών (οδός .), η όποια δεν προκατέθεσε προτάσεις, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.
Οι καλούντες – εναγόμενοι, με την από 06.09.2019 κλήση τους που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./11.09.2019, προσδιορίστηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και εγγράφηκε στο πινάκιο με αριθμό ., επαναφέρουν προς συζήτηση, κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 2574/2019 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, και ζητούν να απορριφθεί η από 21.03.2018 αγωγή του καθ’ ου η κλήση – ενάγοντος, ., που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./22.03.2018.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που προκατέθεσαν νομίμως και εμπροθέσμως προτάσεις, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να
γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 06.09.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./11.09.2019 κλήση των καλούντων -εναγομένων, νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση η από 21.03.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./22.03.2018 αγωγή του καθ’ ου η κλήση ενάγοντος εναντίον τους και εναντίον της … μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 2574/2019 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου.
Από την υπ’ αριθ. .Β/17.09.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ., που προσκομίζουν με επίκληση οι καλούντες, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση κλήσης επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην καθ’ ης η κλήση – εναγομένη ., κατ’ άρθρα 122 § 1, 123, 126 § 1 περ. α’, 127 § 1, 128 §§ 1 και 4, 215 § 2 και 237 ΚΠολΔ (όπως ισχύουν με το ν. 4335/2015). Εξάλλου, από την υπ’ αριθ. .Γ/22.03.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ., που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της αγωγής που επαναφέρεται προς συζήτηση με την,ως άνω, υπό κρίση κλήση, κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 2574/2019 μη οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην ίδια ως άνω καθ’ ης η κλήση – εναγομένη ., κατ’ άρθρα 122 § 1, 123, 126 § 1 περ. α’, 127 § 1, 215,§ 2 και 237 ΚΠολΔ (όπως ισχύουν με το ν. 4335/2015). Κατά συνέπεια, η τελευταία, η οποία δεν έλαβε μέρος στη δίκη, καθόσον δεν κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να δικαστεί ερήμην, κσΐ άρθρο 271 § 2 εδ. α’ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο, δεύτερο § 2 του ν. 4335/2015.
Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β’ και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σέ απαγορευτικό επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτη να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας (ΑΠ 1901/2008 ΔΕΕ 2009.714). Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα t αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη, εξάλλου, ως όρος της αδικοπραξίας είναι παράνομη όταν ο υπαίτιος παραλείπει να προβεί σε θετική ενέργεια, στην οποία υποχρεούται από το νόμο, τη δικαιοπραξία, την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, από προηγούμενη συμπεριφορά του ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 288 και 919 ΑΚ (ΑΠ 1901/2008 ό.π.). Περαιτέρω, ειδικότερη μορφή παραβίασης των κανόνων δικαίου αποτελεί η εκ μέρους της τράπεζας παράλειψη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων εκτίμησης των συμφερόντων του πελάτη, διαφώτισης, παροχής συμβουλευτικής καθοδήγησης και προειδοποίησης αυτού. Υπό την έννοια αυτή οι συγκεκριμένες συναλλακτικές υποχρεώσεις παραβιάζονται μεταξύ άλλων και στις περιπτώσεις που παραλείπεται η παροχή όσων πληροφοριών είναι απαραίτητες στο συγκεκριμένο αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να αντιληφθεί σε όλη της την έκταση τη μορφή της προτεινόμενης σε αυτόν τοποθέτησης των κεφαλαίων του και κυρίως να κατανοήσει σε βάθος όσους κινδύνους συνδέονται με τη ζημιογόνο για τον ίδιο εξέλιξη αυτής, ώστε, έχοντας ενημερωθεί σχετικώς, ακολούθως να αξιολογήσει ο ίδιος τις επιβλαβείς συνέπειες της συγκεκριμένης επενδυτικής επιλογής και ο ίδιος, επίσης, να αποφασίσει εάν θα την επιχειρήσει, παρέχοντας τη σχετική εντολή στην αντισυμβαλλόμενη αυτού τράπεζα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων συνεπάγεται την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, η οποία μεταξύ άλλων ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 § 4 του ν. 2251/1994, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει με το πρόσωπο που μετέχει στη συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιαδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει κυρίως, ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου του. Συγκεκριμένα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8.§§ 1, 2, 3 και 4 του ν. 2251/1994: «1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών. 2. Δεν είναι υπηρεσία κατά την έννοια αυτού του όρθρου παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής και της ζημίας. 4. Ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β) η εξωτερική, μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης, που αφήνεται στο ζημιωθέντα οτο πλαίσιο, της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων – προσώπων και στ) το αν η υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος». Από τις ανωτέρω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη», συνάγεται ότι προϋποθέσεις θεμελίωσης ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, η οποία μπορεί να είναι ενδοσυμβατική η αδικοπρακτική, ανεξαρτήτως προϋφισταμένης ενοχικής σχέσης, μεταξύ, παρέχοντος υπηρεσίες και ζημιωθέντος, είναι α) η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) η υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων τις υπηρεσίες έχει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης της, λαμβάνονται δε σχετικά υπόψη ως κριτήρια η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και ειδικότερα οι συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, τις οποίες επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή της τέχνης του παρέχοντος τις υπηρεσίες και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) το παράνομο της συμπεριφοράς του παρέχοντος τις υπηρεσίες, εφόσον δεν ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δ) η ζημία και ε) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας (ΑΠ 589/2001 ΕΕΝ 69.613). Υφίσταται δε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και υπηρεσίας, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το φερόμενο ως ζημιογόνο γεγονός, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν πρόσφορο να επιφέρει και πράγματι επέφερε το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 394/2002 ΕλλΔνη 2003.419). Στην έννοια των παρεχόντων υπηρεσίες κατά την προαναφερθείσα διάταξη εμπίπτουν και οι τράπεζες, οι οποίες, συνεπώς, υπέχουν έναντι του καταναλωτικού κοινού συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας, η παραβίαση των οποίων συνιστά, εκτός της αθέτησης της σύμβασης, και αδικοπραξία (ΑΠ 589/2001 ό.π., ΕφΑΘ 2556/2010 ΕλλΔνη 2011.251). Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του εφαρμοστέου κατά τον ένδικο χρόνο Κώδικα Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 § 1 του ν. 2396/1996 (τα άρθρα 1 – 31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 01.11.2007, με το άρθρο 85 του ν. 3606/2007) και κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β.500/11.04.1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/340/24.04.1997), ορίστηκαν τα ακόλουθα: Πρώτη αρχή: Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Τρίτη αρχή: Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα απόλυτες φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές. Τέταρτη αρχή: Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων του(ς\με αυτούς. Έβδομη αρχή: Οι εταιρίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικό και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις του ίδιου ως άνω Κανονισμού Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι (εκτός όσων προελέχθηκαν) η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητά και με τη μεγίστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επένδυσης (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας, η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Γίνεται δεκτό ότι η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεταιη, διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και τη φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων, το rating (εκτίμηση με αντικειμενικά κριτήρια της μελλοντικής φερεγγυότητας του εκδότη) και για νομικά φορολογικά ζητήματα. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επένδυσης. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εταιρεία πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής (Βλ. Γ. Γεωργιάδη, Οι υποχρεώσεις της τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη, ΧρΙΔ Η’ 2008.865 επ.). Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά ζητήματα ευθύνης μιας ΕΠΕΥ, αν δεν επιμελείται της συμπλήρωσης σχετικού ερωτηματολογίου πριν. την παροχή της επενδυτικής συμβουλής, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 του ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση (βλ. Σ. Ψυχομόνη, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες ΔΕΕ 2010,136). ʼλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ. Σύμφωνα με το άρθρο 25 του ως άνω νόμου, που τέθηκε σε ισχύ από 01.11.2007, καταργώντας τα άρθρα 1 έως 31 του ως άνω προγενέστερου ν. 2396/1996 (η έκταση εφαρμογής του οποίου συνεχίστηκε για πράξεις ή παραλείψεις που είχαν λάβει χώρα μέχρι την έναρξη ισχύος του εν λόγω ν. 3606/2007, κατά τις μεταβατικές διατάξεις των άρθρων 71 § 1 και 85 § Ιθ’ αυτού): «1. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες με αμεροληψία, εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ειδικότερα να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 8 του άρθρου αυτού. 2. Οι πληροφορίες που παρέχουν οι ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι, ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες. 3. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στους πελάτες ή στους δυνητικούς πελάτες κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με: (α) την ΑΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες της, (β) τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, καθώς και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση των εν λόγω επενδυτικών στρατηγικών, (γ) τους τόπους εκτέλεσης και (δ) το κόστος και τις σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις. 4. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τή συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη [χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς1 στόχους του, ώστε να (μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωση τους (έλεγχος καταλληλότητας). 5. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζητούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή 1 υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφαση του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι’ αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή». Επιβάλλονται, λοιπόν, εκτεταμένες υποχρεώσεις στις επιχειρήσεις επενδύσεων σε σχέση με τη χορήγηση, αλλά και την άντληση πληροφοριών από τον επενδυτή. Η δε παραβίαση των προβλεπόμενων στις ανωτέρω διατάξεις συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Εφόσον, μάλιστα, η παρανομία αυτή διαπραχθεί με υπαιτιότητα και επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, δημιουργεί στην παρανομούσα εταιρεία υποχρέωση προς αποζημίωση (ΠΠΑ 20/2013 ΧρΙΔ 2013.164). Προσέτι, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι στις περιπτώσεις παροχής επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους των ΕΠΕΥ, μεταξύ της διαμεσολαβούσας επιχείρησης και του πελάτη της, υπάρχει οπωσδήποτε σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση της τράπεζας να δίνει συμβουλές στους πελάτες της για χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Πρέπει στις περιπτώσεις αυτές να γίνεται δεκτό ότι έχει συναφθεί σιωπηρά μία τέτοια σύμβαση, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος, πράγμα που είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία που φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι, πρώτον, ότι για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανές ότι η πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία για τον δυνητικό επενδυτή, αφού θα αποτελέσει γι’ αυτόν τη βάση για την λήψη σοβαρών αποφάσεων για επένδυση των κεφαλαίων του. Δεύτερο στοιχείο που μπορεί να αναφερθεί είναι ότι, καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος ενώ οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής. αποφασίζει με βάση τις συμβουλές των εν λόγω επιχειρήσεων, τις εμπιστεύεται και περιμένει μία υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται, στην επαγγελματική ενασχόληση τους. Οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν και οικονομικό όφελος για την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή τουλάχιστον έμμεσο (ΕφΑΘ 622/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή του, ο ενάγων εκθέτει ότι, στις 26.05.2006 καταρτίστηκε μεταξύ του ιδίου, ο οποίος έχει την ιδιότητα του καταναλωτή, της πρώτης εναγομένης και της θυγατρικής της εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», καθολική διάδοχος της ν οποίας κατέστη, λόγω συγχώνευσης δι’ απορρόφησης, η δεύτερη εναγομένη, η υπ’ αριθ. … σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, στην οποία προσαρτήθηκε πρόσθετη πράξη σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών συμβουλευτικές υπηρεσίες, καθώς και το παράρτημα Β’ επενδυτικό ερωτηματολόγιο – προφίλ, ήτοι ένα προδιατυπωμένο ερωτηματολόγιο, το περιεχόμενο του οποίου παρατίθεται αυτούσιο στο δικόγραφο της αγωγής, που είχε συμπληρωθεί με επιμέλεια των τρίτου και τέταρτης των εναγομένων, σύμφωνα με τις απαντήσεις που ο ίδιος είχε δώσει στην τελευταία σχετικά με τους επενδυτικούς στόχους και το αντίστοιχο προφίλ του, σε συμμόρφωση προς τον ισχύοντα τότε Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ. Ότι, σύμφωνα με το εν λόγω ερωτηματολόγιο, οι εναγόμενοι τον κατέταξαν στην κατηγορία των πλέον συντηρητικών επενδυτών, αποτυπώνοντας, επί λέξει, στο ανωτέρω ερωτηματολόγιο, ως συμπέρασμα για την περίπτωση του, την έκφραση συντηρητική κατανομή επενδύσεων. Ότι στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμβασης, οι τρίτος και τέταρτη των εναγομένων, προοτηθέντες των δύο πρώτων από αυτούς, του προώθησαν τίτλους ομολόγου κυμαινόμενου επιτοκίου με την ονομασία CYPRUS POPULAR BANK με κωδικό XS . και διάρκεια από 26.05.2006 έως 26.05.2016. Ότι οι εναγόμενοι γνώριζαν ότι το επενδυτικό του προφίλ ήταν “συντηρητικό,” καθώς αφενός τούτο αποτυπώθηκε στο ερωτηματολόγιο που συμπλήρωσε προ της υπογραφής της ως άνω σύμβασης και αποτέλεσε περιεχόμενο της, αφετέρου Οι αποταμιεύσεις του ήταν τοποθετημένες, ήδη από τη δεκαετία του 1990, αποκλειστικά σε τραπεζικούς λογαριασμούς ταμιευτηρίου και σε κοινούς προθεσμιακούς λογαριασμούς που διατηρούσε στην πρώτη εναγομένη. Ότι, παρόλα αυτά, η τέταρτη των εναγομένων, η οποία ενεργούσε υπό τις υποδείξεις του τρίτου από αυτούς, του παρέστησε ψευδώς ότι τα παραπάνω προϊόντα είναι όμοια με προθεσμιακή κατάθεση με εγγυημένη επιστροφή του κεφαλαίου. Ότι ο ίδιος δεν θα είχε προβεί στην απόκτηση των ένδικων τίτλων αν δεν είχε παραπλανηθεί από τους εναγόμενους αναφορικά με το είδος και τη φύση τους. Ότι οι εναγόμενοι του απέκρυψαν ότι η πρώτη από αυτούς είχε αναλάβει επ’ αμοιβή τη διάθεση και προώθηση των επίδικων τίτλων, ως ανάδοχος αυτών, ιδιότητα συνεπεία της οποίας ανέκυπτε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων, κατά την έννοια των ν. 2396/1996 και 3606/2007.
Ότι, περαιτέρω, οι δύο πρώτες εναγόμενες δεν προέβησαν στη σύνταξη 1 ενημερωτικού δελτίου, στην υποβολή του προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προς έγκριση και, εν συνεχεία, στη δημοσίευση του, προ της κυκλοφορίας των συγκεκριμένων τίτλων στην Ελλάδα, όπως προβλέπεται από το π.δ. 52/1992 και το ν. 3401/2005, αναφέρεται δε και στο φυλλάδιο προσφοράς της εκδότριας, σύμφωνα με το οποίο, εντός της ελληνικής δικαιοδοσίας οι τίτλοι αυτοί θα προσφέρονταν ή θα πωλούνταν μόνο σε έμπειρους επενδυτές και σε θεσμικούς επενδυτές. Ότι, προωθώντας του τα επίδικα ομόλογα που συνιστούν παράγωγα, οι εναγόμενοι παραβίασαν τη μεταξύ τους σύμβαση, η οποία προέβλεπε ότι γ;α τις συναλλαγές επί παραγώγων απαιτείτο η υπογραφή ειδικής προς τούτο σύμβασης, και δεν έλαβαν υπόψη τους, τους ρητώς από τον ίδιο εκφρασθέντες συντηρητικούς επενδυτικούς στόχους του που, επίσης αποτέλεσαν μέρος της σύμβασης. Ότι οι τρίτος και τέταρτη των αναγομένων, ως προστηθέντες των λοιπών, του παρείχαν επενδυτικές συμβουλές χωρίς να διαθέτουν την απαιτούμενη από το νόμο πιστοποίηση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Τράπεζα της Ελλάδος, την οποία απέκτησαν μεταγενέστερα, εντός του έτους 2008. Ότι προέβη στην κατάρτιση της ένδικης σύμβασης, πεισθείς για το ασφαλές και επικερδές της τοποθέτησης των χρημάτων του και υπογράφοντας διάφορα προδιατυπωμένα έντυπα, τα οποία του παρουσιάστηκαν ως “τυπικά” για την υλοποίηση της επένδυσης, το περιεχόμενο των οποίων ούτε μπορούσε να κατανοήσει, καθώς στερείτο των απαραίτητων, γνώσεων, ούτε είχε τη δυνατότητα να τα μελετήσει, ούτε του. εξηγήθηκαν, εκτενώς οι όροι και το περιεχόμενο τους. Ότι, τον Μάρτιο του 2007, χωρίς να τρέχει παρασχεθεί οποιαδήποτε προσυμβατική ενημέρωση, προφορική ή έγγραφη, για ..τα χαρακτηριστικά τους, η τέταρτη των εναγομένων τον ενημέρωσε ότι, στις 09.03.2007, είχε τοποθετήσει το κεφάλαιο του σε κάποιο αποταμιευτικό προϊόν, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για το ομόλογο της Cyprus Popular Bank, με κωδικό XS…, έκδοσης την 26.05.2006 και λήξης την 26.05.2016, ονομαστικής αξίας 990.000,00 ευρώ. Ότι ο ίδιος κατέβαλε για την αγορά αυτή, πέραν της αξίας του ομολόγου, και ποσό 8.319,38 ευρώ (ήτο, συνολικά 998.319,38 ευρώ), ως προμήθεια των αντισυμβαλλομένων του. Ότι το προϊόν αυτό, το οποίο οι δύο πρώτες εναγόμενες τα κατέτασσε παραπλανητικά στην κατηγορία εκείνων που απέφεραν σταθερό εισόδημα, η δε τέταρτη εναγόμενη τον διαβεβαίωνε ότι ανταποκρινόταν πλήρως στους όρους που αυτός είχε θέσει, ήταν σύνθετο, ήτοι ομόλογο κυμαινόμενου επιτοκίου, συνδεδεμένο άμεσα με το εκάστοτε τρέχον επιτόκιο Euribor και είχε δεκαετή διάρκεια. Ότι, συνεπεία των παραπάνω διαβεβαιώσεων, ο ίδιος πείστηκε για την ασφάλεια της τοποθέτησης αυτής. Ότι οι, εκ των εναγομένων, τρίτος και τέταρτη, υπάλληλοι των δύο πρώτων, ουδέποτε έλαβαν πραγματικά υπόψη και ανέλυσαν τη γνώση και την εμπειρία που αυτός είχε στα χρηματοπιστωτικά μέσα, τη χρηματοοικονομική του κατάσταση καθώς και τους επενδυτικούς στόχους του και ουδέποτε τον ενημέρωσαν για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τη φύση του ένδικου προϊόντος, αντιθέτως δε του απέκρυψαν ότι οι επενδύσεις, στις οποίες κατά προτροπή και σύσταση τους προέβη, ήταν υψηλού ρίσκου, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος τους είχε εκφράσει τη βούληση του για συντηρητική επένδυση του κεφαλαίου του ώστε να’ μην κινδυνεύει με απώλεια αυτού. Ότι περί τα τέλη Απριλίου 20Ϊ3 πληροφορήθηκε τον μηδενισμό της αξίας του επίδικου ομολόγου, λόγω της θέσης σε ειδική εκκαθάριση της εκδότριας αυτού. Ότι οι υπάλληλοι των δύο πρώτων εναγομένων του δήλωσαν ότι αν δεν διαγραφεί το επίδικο ομόλογο από τη μηνιαία αποτίμηση που του απέστελλαν (κάτι που δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα) και δεν ολοκληρωθεί η λήξη της εκκαθάρισης της bad bank της εκδότριας, τα χρήματα του δεν είχαν χαθεί οριστικά. Ότι, αργότερα, κατόπιν έρευνας των νομικών συμβούλων του, πληροφορήθηκε ότι το επίδικο επενδυτικό προϊόν ήταν χαμηλής επενδυτικής ποιότητας και υψηλού ρίσκου, καθώς και ότι οι πιστοληπτικοί οίκοι αξιολόγησης το είχαν κατατάξει1 εξαρχής οριακά στην κατηγορία των επενδύσιμων ομολόγων, ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις ασφάλειας του κεφαλαίου του, αλλά υπήρχε εξαρχής σύμφυτος και μη ανασχέσιμος κίνδυνος απώλειας ακόμη και ολόκληρου του κεφαλαίου του, στοιχεία που γνώριζαν οι εναγόμενοι, πλην όμως του τα απέκρυψαν. Ότι ουδόλως είχε ενημερωθεί για τα παραπάνω χαρακτηριστικά του ομολόγου, τα οποία οι εναγόμενοι του απέκρυψαν με πρόθεση, η δε πρώτη εναγομένη, ανάδοχος του ομολόγου, το διέθεσε στο ευρύ επενδυτικό κοινό χωρίς προηγουμένως να έχει τηρήσει τη διαδικασία έγκρισης, και δημοσίευσης του σχετικού ενημερωτικού δελτίου, σύμφωνα με το ν. 3401/2005. Ότι, λόγω της προπεριγραφόμενης συμπεριφοράς των εναγομένων, απώλεσε επενδυθέν, τοποθετημένο στο επίδικο ομόλογο, κεφάλαιο 990.000,00 ευρώ, καθώς η αξία του (ομολόγου) μηδενίστηκε από 26.03.2013, οπότε η εκδότρια αυτού εταιρεία έπαυσε την καταβολή τοκομεριδίων.. Ότι, επίσης, απώλεσε το ποσό των 8.319,38 ευρώ, που κατέβαλε ως προμήθεια αγοράς, του παραπάνω ομολόγου. Ότι, τα ανωτέρω ποσά συνιστούν τη θετική ζημία που υπέστη από την αντισυμβατική, αλλά και, συγχρόνως, αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, όπως αυτή αναλύεται για καθέναν τους στο δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, δεδομένου ότι αν δεν είχε ακολουθήσει τις επενδυτικές συμβουλές τους δε θα είχε αγοράσει τα ένδικα ομόλογα. Ότι, παράλληλα υπέστη αποθετική ζημία λόγω διαφυγόντος κέρδους, συνολικού ποσού 60.293,47 ευρώ, το οποίο απώλεσε από τη μη καταβολή τοκομεριδίων για το απωλεσθέν ποσό του κεφαλαίου των 990.000,00 ευρώ, κατά το χρονικό διάστημα από την παύση καταβολής τοκομεριδίων εκ μέρους τής εκδότριας του ομολόγου εταιρείας, ήτοι από 26.03.2013, έως τη λήξη του ομολόγου, ήτοι την 26.05.2016, κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στο δικόγραφο, ενώ έχει υποστεί και ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν παραδεκτού, με δήλωση στις νόμιμα προκατατεθείσες κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής (κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2574/2019 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου) προτάσεις του, περιορισμού του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, ζητεί να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρογ: α) το συνολικό ποσό των 998.319,38 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική ζημία του, β) το συνολικό ποσό των 60.293,47 ευρώ ως αποζημίωση για την αποθετική ζημία του, και γ) το ποσό των 60.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, όλα δε χα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ζητεί, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά του έξοδα. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 18, 22 και 25 § 2 ΚΠολΔ), για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Είναι δε παραδεκτή, απορριπτόμενου του ισχυρισμού των τριών πρώτων εναγομένων, περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης τους στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής επειδή η πρώτη από αυτούς δεν ήταν εκδότρια του ένδικου ομολόγου, αλλά συμμετείχε στο σύστημα ως φορέας που αναλάμβανε να επενδύσει κεφάλαια σε διάφορους τίτλους για λόγαριασμό των πελατών της, καθόσον, αφενός μεν η επικαλούμενη από τον ενάγοντα συμβατική σχέση συνέδεε τον ίδιο και τις δύο πρώτες εναγόμενες, προστηθέντες των οποίων ετύγχαναν οι τρίτος και τέταρτη από αυτούς, αφετέρου η επέλευση της ζημίας του αποδίδεται σε δική τους υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά. Επομένως, εφόσον, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι είναι υπόχρεοι των ασκούμενων με αυτήν δικαιωμάτων, νομιμοποιούνται παθητικώς στην άσκηση της, ενώ σε περίπτωση που ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντος δεν αποδειχθεί, η αγωγή θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και επιπλέον στην ΠΔΤΕ 2501/2002 και στις διατάξεις των άρθρων 297, 334, 346, 361, 713, 714, 718, 922 και 932 ΑΚ, καθώς και 176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος της περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, το οποίο, μετά τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, κατέστη μη νόμιμο και απορριπτέο, διότι οι εκδιδόμενες επί αναγνωριστικών αγωγών αποφάσεις δεν συνιστούν εκτελεστό τίτλο αλλά εξαντλούν την ενέργεια τους στην παραγωγή δεδικασμένου, ώστε να μην τίθεται ζήτημα εξαναγκαστικών μέτρων για την υλοποίηση τους (ΕφΘεσ 28365/2011 Αρμ 2012.917). Συνεπώς, πρέπει η αγωγή να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι, επειδή εισήχθη σε πρώτη συζήτηση την 04.04.2019, οπότε και έλαβε χώρα, με τις προκατατεθείσες επ’ αυτής προτάσεις του ενάγοντος, η μετατροπή του αιτήματος της από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, δεν απαιτείται για το αντικείμενο της η καταβολή του επιβαλλόμενου από το άρθρο 2 του ν. ΠΟΗ/1912, όπως ισχύει με το άρθρο 2 § 1 του ν. 4640/2019 (ΦΕΚ Α’ 190/30.11.2019), τέλους δικαστικού ενσήμου, καθόσον σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 42 § 2 του ν. 4640/2019, η διάταξη του άρθρου 42 § 1 του ίδιου νόμου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιατικές πριν από τη δημοσίευση του ως άνω νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευση του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία.
Οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι, με τις νομίμως προκατατεθείσες προτάσεις τους, συνομολογούν, την κατάρτιση της σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Κατά τα λοιπά, αρνούνται την αγωγή, ισχυριζόμενοι ότι ο ενάγων είχε λάβει πλήρη ενημέρωση για τα χαρακτηριστικά των ένδικων προϊόντων στα οποία επένδυσε, ήταν εξοικειωμένος με τη χρηματοπιστωτική αγορά είχε δε, πριν την αγορά του ένδικου ομολόγου, επενδύσει και σε άλλα προϊόντα μειωμένης εξασφάλισης (μετοχές εσωτερικού και εξωτερικού, καθώς και άλλα τραπεζικά ομόλογα, παρεμφερών, με το ένδικο, χαρακτηριστικών). Επίσης, στο πλαίσιο άρνησης της ιστορικής βάσης της αγωγής, ισχυρίζονται ότι το ένδικο ομόλογο, στο οποίο επένδυσε ο ενάγων, δεν ήταν παράγωγο χρηματοπιστωτικό μέσο, δεν ήταν σύνθετο (δομημένο) ομόλογο, αλλά απλό ομόλογο μειωμένης εξασφάλισης, είχε εγγυημένο κεφάλαιο κατά την ημερομηνία λήξης του από την εκδότρια και, κατά το χρόνο αγοράς του από τον ενάγοντα, κατατασσόταν στην ανώτερη βαθμίδα της κατηγορίας των προϊόντων μεσαίας διαβάθμισης (Baal διαβάθμιση από τον Διεθνή Οίκο Αξιολόγησης Moody’s), ανταποκρινόμενο πλήρως στο επενδυτικό προφίλ του ενάγοντος. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι δεν συντρέχει παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους, η οποία να συνδέεται αιτιωδώς με την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ζημία του από την απώλεια της επένδυσης του στο επίδικο, ομόλογο. Ειδικότερα, εκθέτουν ότι είχε παρασχεθεί στον ενάγοντα εκ μέρους τους η απαραίτητη και. επιβαλλόμενη εκ του νόμου, πλήρης ενημέρωση σχετικά με τα χαρακτηριστικά του επίδικου ομολόγου τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια ισχύος της ως άνω σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, ιδίως δε πριν την αγορά του ένδικου ομολόγου, ότι ο ενάγων λάμβανε κάθε μήνα ενημερωτικά σημειώματα με ανάλυση του επενδυτικού του λογαριασμού και ότι αυτός έλαβε μόνος του την απόφαση και, συνεπώς, την ευθύνη αγοράς του συγκεκριμένου ομολόγου, επιλέγοντας το λόγω της υψηλής απόδοσης του προσαρτηθέντος σ’ αυτό τοκομεριδίου. Ότι, και αληθής ακόμη υποτιθέμενη η συμπεριφορά τους, όπως την εκθέτει ο ενάγων, δεν του προκάλεσε την επικαλούμενη ζημία, η οποία αιτιωδώς επήλθε αποκλειστικά από το όλως απρόβλεπτο γεγονός της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που οδήγησε και στην πτώχευση της τότε φερέγγυας, εκδότριας του, ομολόγου, τραπεζικής εταιρείας. Οι ισχυρισμοί αυτοί, ως προς το μέρος της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης κατά το σκέλος τους που έγκειται σε αναίρεση συμπεριφοράς τους που παραβιάζει συμβατικές υποχρεώσεις τους, συνιστά αιτιολογημένη άρνηση, ενώ κατά το σκέλος τους που έγκειται σε μη κατάφαση της υπαιτιότητας τους, συνιστά νόμιμη (καταχρηστική) ένσταση, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 336 ΑΚ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Εξάλλου, ως προς το μέρος της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης και δη περί ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, κατατείνοντες σε άρνηση της υπαιτιότητας και της παράνομης συμπεριφοράς των αμυνόμενων εναγομένων, οι ίδιοι ισχυρισμοί συνιστούν νόμιμη (καταχρηστική) ένσταση, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 8 §§ 1 και 4 έως 6 του ν. 2251/1994, ή οποία και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Επικουρικά, οι ίδιοι εναγόμενοι ισχυρίζονται, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στο δικόγραφο των προτάσεων τους, ότι ο ενάγων είναι συνυπαίτιος, κατά ποσοστό 99%, στην επέλευση της ζημίας που υπέστη, καθόσον γνώριζε τη φύση, το είδος και το περιεχόμενο της επένδυσης του και, λόγω της ενημέρωσης που λάμβανε, γνώριζε την πορεία της, τη διακύμανση που παρουσίαζε και, από ένα σημείο και μετά, την πτωτική πορεία της, και θα μπορούσε να προβεί εγκαίρως σε ρευστοποίηση του ομολόγου, με μικρό κέρδος ή μικρές απώλειες, ακόμη δε θα μπορούσε, τον Μάϊο του 2012, να συναινέσει σε πρόταση εξαγοράς του από την εκδότρια σε ποσοστό 55% της αξίας του, περιορίζοντας στο ελάχιστο τη ζημία του. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά νόμιμη, καταχρηστική, ένσταση, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 300 ΑΚ, 6 § 11 και 8 § 6 του ν. 2251/1994 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Τέλος, ισχυρίζονται ότι ο ενάγων, από την αγορά του ένδικου ομολόγου έως 26.02.2013, οπότε η εκδότρια αυτού διέκοψε την πληρωμή των τοκομεριδίων, εισέπραξε από τοκομερίδια του ομολόγου στο οποίο επένδυσε, το συνολικός ποσό των 164.394,68 ευρώ, το οποίο θα πρέπει να συμψηφιστεί με τη ζημία, η αποκατάσταση της οποίας ζητείται με την υπό κρίση αγωγή. Ο εν λόγω ισχυρισμός, με τον οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί ένσταση συνυπολογισμού ζημίας – κέρδους κατά τις διατάξεις των άρθρων 288, 297 και 298 ΑΚ είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον και αληθής υποτιθέμενη η είσπραξη του ανωτέρω ποσού των τοκομεριδίων της επίδικης επένδυσης του από τον ενάγοντα (κάτι που, σε κάθε περίπτωση, αυτός δεν αρνείται), δεν συνιστά κέρδος του που να συνδέεται αιτιωδώς με τα επικαλούμενα από αυτόν ζημιογόνα γεγονότα, δεδομένου ότι το ποσό αυτό ο ενάγων θα το εισέπραττε ανεξαρτήτως της μεταγενέστερης απώλειας μέρους ή του συνόλου της αξίας του ομολόγου και του αντίστοιχου κεφαλαίου που επένδυσε, καθώς συνιστούσε την απόδοση της επένδυσης του (τοκομερίδιο), την οποία λάμβανε επιπλέον της αξίας του ομολόγου του και στην οποία, άλλωστε, προσδοκούσε όταν επένδυσε. Δηλαδή, το επικαλούμενο από τους τρεις πρώτους των εναγομένων κέρδος του ενάγοντος δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτός υπέστη εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου του, αλλά από την παραχώρηση του τελευταίου, στην τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύτηκε, αποδίδοντας τους συμφωνημένους καρπούς του στον ενάγοντα και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί, να συνυπολογιστεί στη ζημία του. Αλλωστε, ο προτεινόμενος συνυπολογισμός, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, αντίκειται στην καλή πίστη, η οποία δεν ανέχεται το κέρδος (από το ζημιογόνο γεγονός) να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 244/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως εκ περισσού δε επισημαίνεται, στο παρόν σημείο, ότι ο ίδιος ισχυρισμός δεν μπορεί να εκτιμηθεί ότι επιχειρεί να στηρίξει την ένσταση συμψηφισμού του άρθρου 440 ΑΚ, διάταξη που επικαλούνται οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι, καθώς για να συντρέξουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτής (της διάταξης), οι εναγόμενοι θα έπρεπε να επικαλούνται την ύπαρξη δικής τους ληξιπρόθεσμης απαίτησης έναντι του ενάγοντος, την οποία και να προτείνουν σε συμψηφισμό κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, στοιχείο που δεν συντρέχει εν προκειμένω.
Από την υπ’ αριθ. ./27.06.2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, με πρωτοβουλία του οποίου λήφθηκε, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη (άρθρο 422 ΚΠολΔ) κλήτευση των αντιδίκων του (βλ. τις υπ’ αριθ. …/20.06.2018 εκθέσεις , επίδοσης του διορισμένου στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το . Πρωτοδικείο Αθηνών, δικαστικού επιμελητή .), καθώς και από την υπ’ αριθ. ./12.07.2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα . ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που, επίσης, επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, με πρωτοβουλία του οποίου λήφθηκε προς αντίκρουση των ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις των τριών πρώτων εναγομένων, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη (άρθρο 422 ΚΠολΔ) κλήτευση των αντιδίκων του (βλ. τις υπ’ αριθ. ./09.07.2018 και ./09.07.2018 εκθέσεις επίδοσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή), από την υπ’ αριθ. ./29.06.2018 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα .ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ., που επικαλούνται και προσκομίζουν οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι, με πρωτοβουλία των οποίων λήφθηκε, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη (άρθρο 422 •ΚΠολΔ) κλήτευση του αντιδίκου τους (βλ. την υπ’ αριθ. ./25.06.2018 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με •έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, δικαστικής επιμελήτριας .), από όλα τα έγγραφα, που προσκομίζουν νόμιμα με επίκληση οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία κατωτέρω, χωρίς, ωστόσο, να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική έρευνα της διαφοράς, από τις ομολογίες των διαδίκων που είτε εξάγονται ευθέως είτε συνάγονται εμμέσως από τις έγγραφες προτάσεις τους και παράγουν πλήρη απόδειξη (άρθρα 261 και 352 § 1 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (όρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα, κρίσιμα για την επίλυση της παρούσας διαφοράς, πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι απόφοιτος δημοτικού, 1 ασχολούμενος με την, κατά κύριο λόγο υπαίθρια, μεταπώληση ειδών λαϊκής τέχνης. Η πρώτη εναγομένη και η εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ» (που, το έτος 2009, συγχωνεύθηκε δι’ απορρόφησης της με τη δεύτερη εναγομένη, η οποία κατέστη οιονεί καθολική διάδοχος της), συναποτελούν τμήμα (όπως αποκαλείται στην ένδικη σύμβαση, αλλά και κατωτέρω, χάριν συντομίας) “ALPHA PRIVATE BANK”, που είναι ο φορέας υπηρεσιών private banking της πρώτης εναγομένης. Το έτος 2006, μεταξύ των ανωτέρω, ήτοι, αφενός του ενάγοντος και αφετέρου της πρώτης εναγομένης και της εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», εκπροσωπούμενες οι τελευταίες από τον τρίτο εναγόμενο, προστηθέντα υπάλληλο τους, συνήφθη η υπ’ αριθ. ./26.05.2006 βασική σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, καθώς και η υπ’ αριθ. ./26.05.2006 πρόσθετη πράξη αυτής περί παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών. Στην εν λόγω σύμβαση προσαρτήθηκε, ως παράρτημα Β, έντυπο επενδυτικού ερωτηματολογίου, συμπληρωμένο με τα στοιχεία του ενάγοντος τα οποία αποτύπωναν το,„ επενδυτικό προφίλ του, ήτοι στοιχεία σχετικά με τους επενδυτικούς στόχους του, την αναμενόμενη απόδοση και ανοχή του στον κίνδυνο, την επενδυτική εμπειρία του, τον χρονικό ορίζοντα της επένδυσης του και την επενδυτική στρατηγική που τον ενδιέφερε. Τέλος, στο έντυπο αποτυπώθηκε, με βάση τις απαντήσεις του επί των ερωτημάτων για τα ανωτέρω ζητήματα, ο χαρακτηρισμός του συνολικού επενδυτικού προφίλ του ως “συντηρητικό”, ο, επενδυτής του οποίου στοχεύει στην προστασία του αρχικού κεφαλαίου και, παράλληλα σε περιορισμένη κεφαλαιακή υπεραξία μακροπρόθεσμα, αποδεχόμενος μικρές διακυμάνσεις σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, με το χαρτοφυλάκιο του να απαρτίζεται κυρίως από βραχυπρόθεσμες τοποθετήσεις, ομόλογα κυμαινόμενου, σταθερού και μεταβλητού επιτοκίου, ομόλογα εγγυημένου κεφαλαίου, εναλλακτικές επενδύσεις και, σε μικρό ποσοστό, από μετοχικές αξίες. Επίσης, στη σύμβαση, προσαρτήθηκε το παράρτημα Δ αυτής που αφορά τους επενδυτικούς κινδύνους που αναλαμβάνει ο επενδυτής, το παράρτημα Ε, στο οποίο αναφέρονται οι παραδοχές αποτίμησης και υπολογισμού αποδόσεων, καθώς και τα έντυπα στοιχείων του ενάγοντος επενδυτή και ανέκκλητης εντολής εξουσιοδότησης του προς τις αντισυμβαλλόμενες του για τη διενέργεια των αναγκαίων για την επενδυτική διαχείριση του χαρτοφυλακίου του δικαιοπραξιών, στο όνομα και για λογαριασμό του. Δυνάμει της σύμβασης αυτής, η οποία ορίστηκε ως αόριστης διάρκειας, οι ως άνω εταιρείες ανέλαβαν την υποχρέωση, έναντι αμοιβής τους και σύμφωνα με τις εντολές που θα λάμβαναν από τον αντισυμβαλλόμενο τους, να καταρτίζουν συναλλαγές επί όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρονται στην § Ια (I) του άρθρου 2 του ν. 2396/1996 και να του παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες σχετικά με την επιλογή των επενδυτικών μέσων αξιοποίησης του, ορισθέντος στο ποσό του 1.000.000,00 ευρώ, κεφαλαίου του, οι οποίες άρμοζαν στο επενδυτικό προφίλ του, όπως αυτό αποτυπώθηκε κατά τα ανωτέρω. Εξάλλου, προβλέφθηκε κοινή αμοιβή, τόσο για τις συναλλαγές (λήψη και διαβίβαση εντολών), όσο και για την παροχή των επενδυτικών συμβουλών, η οποία ορίστηκε σε ποσοστό 0,15% για ομόλογα και 0,35% για αμοιβαία κεφάλαια μικτά και μετοχικά κατ’ έτος, συμφωνήθηκε δε ότι θα είναι πληρωτέα περιοδικά, την τελευταία ημέρα κάθε ημερολογιακού τριμήνου και υπολογιζόμενη με βάση το μέσο ύψος της κάθε κατηγορίας επένδυσης του χαρτοφυλακίου του ενάγοντος στη διάρκεια του προηγούμενου τριμήνου, καθώς και ότι θα χρεώνεται απευθείας στον συνδεδεμένο τραπεζικό λογαριασμό του ενάγοντος επενδυτή. Όπως προαναφέρθηκε, η “ALPHA PRIVATE BANK” (ήδη δύο πρώτες εναγόμενες) σε εκπλήρωση της απορρέουσας από την ως άνω σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κύριας υποχρέωσης της, η οποία, κατά το χρόνο εκείνο, επιβαλλόταν από τον τότε ισχύοντα Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ., να λαμβάνει πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών της, ώστε να παρέχει σ’ αυτούς τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές, ενημερώθηκε σχετικά, μέσω των προστηθέντων υπαλλήλων της, ιδίως την τέταρτη εναγόμενη, όπως θα καταδειχθεί κατωτέρω, που του υπέβαλαν τις προβλεπόμενες ερωτήσεις και, ακολούθως συμπλήρωσαν ανάλογα το επενδυτικό ερωτηματολόγιο που, κατά τα παραπάνω, συμπεριλήφθηκε στη σύμβαση. Με βάση δε τις απαντήσεις του στα τεθέντα ερωτήματα, η “ALPHA PRIVATE BANK” κατέταξε τον ενάγοντα στους συντηρητικού επενδυτικού προφίλ επενδυτές με το είδος του χαρτοφυλακίου που αντιπροσωπεύει καλύτερα τους επενδυτικούς του στόχους να είναι η συντηρητική κατανομή επενδύσεων. Αξίζει, στο παρόν σημείο, να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με τις απαντήσεις του επί των ερωτημάτων του προαναφερόμενου ερωτηματολογίου, ο ενάγων στόχευε σε ισορροπημένη επενδυτική κατανομή με στόχο την· επίτευξη εισοδήματος και κεφαλαιακής υπεραξίας, ότι θα ρευστοποιούσε ένα μέρος της επένδυσης του στην υποθετική περίπτωση που η αξία αυτής σε μετοχές αυξανόταν κατά 20% εντός σύντομου χρονικού διαστήματος και μερικοί ανέμεναν περαιτέρω άνοδο της, ότι θα ρευστοποιούσε ένα σημαντικό μέρος της επένδυσης του και θα επένδυε το ποσό της ρευστοποίησης σε ένα άλλο επενδυτικό προϊόν-με μικρότερο επενδυτικό κίνδυνο στην υποθετική περίπτωση που η αξία της επένδυσης του παρουσίαζε σημαντική μείωση σε σύντομο χρονικό διάστημα, ότι προτιμούσε έναν συνδυασμό επενδύσεων με βαρύτητα κυρίως στα χαμηλότερα επίπεδα κινδύνου, γνωρίζοντας, ωστόσο, ότι η αξία των επενδύσεων του μπορεί να παρουσιάζει μικρές διακυμάνσεις ζημιών – κερδών, ότι στο παρελθόν είχε επενδύσει σε καταθέσεις ή/και αμοιβαία κεφάλαια διαθεσίμων, ότι ο χρονικός ορίζοντας της επένδυσης του ήταν από 3 έως 5 έτη, χρονικό διάστημα εντός του οποίου σκόπευε να„ ρευστοποιήσει μέρος των επενδύσεων του, μεγαλύτερο από το.30%, και αναφορικά με την επενδυτική στρατηγική, παρακολουθούσε το σύνολο του χαρτοφυλακίου του και ακολουθούσε μια συντηρητική επενδυτική στρατηγική, στοχεύοντας στην προστασία του αρχικού κεφαλαίου και παράλληλα σε περιορισμένη κεφαλαιακή υπεραξία μακροπρόθεσμα, αποδεχόμενος μικρές διακυμάνσεις σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, με το χαρτοφυλάκιο του να απαρτίζεται κυρίως από βραχυπρόθεσμες τοποθετήσεις, ομόλογα, ομόλογα εγγυημένου κεφαλαίου, εναλλακτικές επενδύσεις και, σε μικρό ποσοστό, από μετοχικές αξίες. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, ηλικίας σήμερα 79 ετών περίπου, είναι απόφοιτος δημοτικού, δραστηριοποιούμενος, τουλάχιστον από το έτος 1980, στο χώρο της μεταπώλησης ειδών λαϊκής τέχνης από χώρες της Ανατολής με μικρό κόστος, κατά κύριο λόγο μέσω υπαίθριων – λαϊκών αγορών, μη διαθέτων οποιαδήποτε ειδική μόρφωση, ούτε πρότερη επενδυτική εμπειρία, απορριπτόμενου, ως ουσία αβάσιμου του αντίθετου ισχυρισμού των εναγομένων, καθόσον, η από αυτόν απόκτηση επενδυτικών προϊόντων (πέραν των προθεσμιακών και απλών τραπεζικών καταθέσεων) τοποθετείται χρονικά αποκλειστικά μετά τη σύναψη της ένδικης σύμβασης. Σε κάθε δε περίπτωση, ο ενάγων δεν διέθετε γνώσεις επί των χρηματιστηριακών προϊόντων, τέτοιες ώστε να μην έχει ανάγκη από την ανάλογη παροχή συμβουλών κατά το στάδιο της επιλογής της κατάλληλης γι’ αυτόν επένδυσης. Σημειωτέον ότι, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1990, διαθέτοντας από την προσωπική εργασία και περιουσία του σημαντικά κεφάλαια, ο ενάγων τύγχανε πελάτης της πρώτης εναγομένης, διατηρώντας σε αυτήν και δη στο υποκατάστημα Νέας Σμύρνης (με κωδικό 131), λογαριασμούς καταθέσεων και προθεσμιακούς και, λόγω της, επί σειρά ετών, συνεχούς και ανέφελής μεταξύ τους συνεργασίας, είχε αναπτύξει με αυτήν, αλλά και με τους υπάλληλους του ως άνω υποκαταστήματος της, σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης. Το έτος 2006,„ λοιπόν, επιθυμώντας να επενδύσει τα χρήματα του, αποτάθηκε στο προαναφερόμενο υποκατάστημα της πρώτης εναγομένης στη Νέα Σμύρνη Αττικής, όπου ήρθε σε επαφή με υπάλληλο αυτής, που του σύστησε το τμήμα private banking, υπάλληλοι στο οποίο, ήτοι προστηθέντες των δύο πρώτων εναγομένων (που συναποτελούν το εν λόγω τμήμα) καθώς ευρίσκονταν σε υπαλληλική σχέση με αυτές, τους χρησιμοποιούσαν για την ανάπτυξη της δραστηριότητας τους, υπόκειντο δε στις οδηγίες τους και στις εντολές τους ως προς τον τόπο, χρόνο και τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων της, ήταν οι τρίτος και τέταρτη των εναγομένων. Προς υλοποίηση της συναφθείσας ένδικης σύμβασης, ο τρίτος εναγόμενος, τότε διευθυντής του τμήματος private banking Παλαιού Φαλήρου, από το οποίο εξυπηρετείτο ο ενάγων, παρέπεμψε τον ενάγοντα στην τέταρτη από αυτούς, ., αρμόδια τότε, όπως προαναφέρθηκε, υπάλληλο των δύο πρώτων εναγομένων εργαζόταν στο συγκεκριμένο τμήμα. Η τελευταία πρότεινε στον ενάγοντα, ως συμφερότερη επιλογή, την επένδυση του κεφαλαίου του σε επενδυτικά προϊόντα, που θα εξασφάλιζαν το κεφάλαιο του και, συγχρόνως, θα του απέφεραν μεγαλύτερο τόκο από αυτόν της προθεσμιακής κατάθεσης. Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι αφενός πρόθεση του ενάγοντος ήταν η επένδυση σε προϊόντα που να εξασφαλίζουν το κεφάλαιο του, γεγονός που γνωστοποίησε στην ως άνω υπάλληλο, ., αφετέρου αυτός δεν διέθετε καμία πρότερη επενδυτική εμπειρία και οποιαδήποτε ειδική μόρφωση και μολονότι της εξέθεσε με σαφήνεια ότι επιθυμεί να προβεί μόνο σε συντηρητική αξιοποίηση του κεφαλαίου του με μηδενική διακινδύνευση αυτού, η ως άνω υπάλληλος των δύο πρώτων εναγομένων του παρουσίασε ως κατάλληλη γι’ αυτόν και ως συμφερότερη επένδυση την αγορά εταιρικών ομολόγων, διαβεβαιώνοντας τον ότι δεν συντρέχει κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου του. Ειδικότερα, του πρότεινε να επενδύσει το κεφάλαιο του στο ομόλογο έκδοσης της Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου (Laiki Bank NIC), με την ονομασία Cyprus Popular Bank, το οποίο του περιέγραψε ως προϊόν υψηλής διαβάθμισης, χαμηλής διακινδύνευσης και εξασφαλισμένου κεφαλαίου κατά το χρόνο λήξης της επένδυσης του, εκ του οποίου θα εισέπραττε το προβλεπόμενο τοκομερίδιο. Του δήλωσε δε, σχετικά με το ομόλογο αυτό, ότι πρόκειται κατ’ ουσίαν για αποταμιευτικό προϊόν εγγυημένου κεφαλαίου, που λειτουργούσε όπως οι προθεσμιακές καταθέσεις. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων πείστηκε και στις 26.05.2006 προέβη στην αγορά του προαναφερόμενου ομολόγου, με κωδικό τίτλου X., δεκαετούς διάρκειας, ήτοι με ημερομηνία έκδοσης 26.05.2006 και ημερομηνία λήξης 26.05.2016, αξίας διακανονισμού 998.319,38 ευρώ και ονομαστικής αξίας 990.0,00,00 ευρώ, με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο θα διαμορφωνόταν επί της εκάστοτε τιμής του Euribor τριμήνου, πλέον περιθωρίου (spread), 1,75%, κατά δε το χρόνο αγοράς ανερχόταν σε 4,593%. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, το συγκεκριμένο ομόλογο δεν ήταν παράγωγο επενδυτικό προϊόν, ώστε να απαιτείται για την συναλλαγή επ’ αυτού ειδική προς τούτο σύμβαση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων, ούτε σύνθετο, δομημένο ομόλογο (structured bond) αλλά απλό, καθώς η λειτουργία του και η απόδοση του δεν εξαρτάτο από ειδικούς παράγοντες και παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα. Ο δε ενάγων επενδυτής θα εισέπραττε από αυτό το προβλεπόμενο τοκομερίδιο που θα υπολογιζόταν και θα καταβαλλόταν ανά τρίμηνο κατά τα παραπάνω ποσοστά, μέχρι την πιθανή ανάκληση του (του ομολόγου) από την εκδότρια, τον Μάϊο του 2011, και έως το έτος 2016, εφόσον δεν ανακαλείτο κατά το χρόνο εκείνο και παρατεινόταν η διάρκεια του για μια επιπλέον πενταετία, ενώ κατά τη λήξη του ο ενάγων θα εισέπραττε την ονομαστική αξία του, εφόσον δεν συνέτρεχε περίπτωση συνδρομής κάποιου πιστωτικού κινδύνου, όπως επί παραδείγματι, πτώχευση της εκδότριας εταιρείας. Τον προαναφερόμενο πιστωτικό κίνδυνο, εξάλλου, ανέλαβε ο ενάγων κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, στο παράρτημα Δ’ της οποίας, μεταξύ των αναφερομένων επενδυτικών κίνδυνων που αναλαμβάνει ο επενδυτής αναφέρεται και ο πιστωτικός κίνδυνος. Συγκεκριμένα, στον υπ’ αριθ. 4 όρο του παραρτήματος αυτού αναφέρεται ότι ο εν λόγω κίνδυνος προκαλείται στην περίπτωση που η εκδότρια εταιρεία ή ο αντισυμβαλλόμενος, κατά περίπτωση, δεν εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, στις οποίες περιλαμβάνεται, ενδεικτικά, η πληρωμή μερίσματος ή τοκομεριδίων. Ως προς τα χαρακτηριστικά του προϊόντος, στο οποίο επένδυσε ο ενάγων, αποδείχθηκε ειδικά ότι επρόκειτο για ομόλογο κυμαινόμενου επιτοκίου (floating rate), με τοκομερίδιο συνδεδεμένο με το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor, ελευθέρως ανακλητό από την εκδότρια του από τον Μάϊο του 2011 και εντεύθεν, με βάση 1 τους ειδικότερους όρους έκδοσης του (applicable call option) και μειωμένης εξασφάλισης (subordinated), καθώς η εκδότρια δεν είχε χορηγήσει καμία εγγύηση έναντι των περιουσιακών στοιχείων της (unsecured bond), στοιχεία δίσλου συμβατά με το επενδυτικό προφίλ του ενάγοντος, όπως αυτό τέθηκε υπόψη των εναγομένων από τον ίδιο, αλλά και αποτυπώθηκε από αυτούς κατά τα παραπάνω. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω χαρακτηριστικών του, το συγκεκριμένο ομόλογο, κατά το χρόνο έκδοσης του, είχε πιστοληπτική αξιολόγηση από τον Διεθνή Οίκο κ Αξιολόγησης Moody’s, Baal, και από τους αντίστοιχους Standard & Poor’s και Fitch Ratings, ΒΒΒ+, βαθμίδες η πρώτη εκ των οποίων έγκειται σε ομόλογα χαρακτηριζόμενα ως μεσαίας ποιότητας, οι πληρωμές τόκων και κεφαλαίου των οποίων θεωρούνται άμεσα καταβλητέες και ενέχουν πολύ σημαντικό πιστωτικό κίνδυνο, η δε δεύτερη αφορά ομόλογα που θεωρείται ότι έχουν επαρκή πιστοληπτική ικανότητα και τα οποία παρίσταται πολύ πιθανό, σε περίπτωση αρνητικών οικονομικών συνθηκών, να οδηγήσουν σε μείωση της δυνατότητας εκπλήρωσης των οικονομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά. Η πλήρης και αναλυτική ενημέρωση του ενάγοντος για τις ως άνω τεχνικές -οικονομικές παραμέτρους του συγκεκριμένου ομολόγου στο οποίο επένδυσε, με τρόπο μάλιστα εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, συνιστούσε αναμφίβολα αναληφθείσα από τις αντισυμβαλλόμενες του εταιρείες, ήδη δύο πρώτες αντιδίκους του, κύρια υποχρέωση, η οποία απέρρεε τόσο από την ένδικη βασική σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, όσο και ειδικά από τή σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, είχε δε για τον ενάγοντα ιδιάζουσα σημασία για τη λήψη ή μη της απόφασης να επενδύσει στο συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη, ότι με βάση το ως άνω αναφερόμενο μορφωτικό και επαγγελματικό επίπεδο του, στερείτο εξειδικευμένων γνώσεων σχετικών με τις επενδύσεις σε ομολογιακούς τίτλους. Εντούτοις, αποδείχθηκε ότι οι αρμόδιοι, προστηθέντες υπάλληλοι των δύο πρώτων εναγομένων, ιδίως η τέταρτη από αυτούς με την οποία ο ενάγων ερχόταν σε απευθείας επαφή και συνεννόηση, ενταχθείς στον κατάλογο των εξυπηρετούμενων από αυτήν πελατών του private banking, δεν τον ενημέρωσαν για τα παραπάνω οικονομοτεχνικά χαρακτηριστικά του ομολόγου στο οποίο επένδυσε. Συγκεκριμένα, δεν τον ενημέρωσαν για το ότι αφενός το εκεί επενδυθέν κεφάλαιο του δεν τελούσε υπό την εγγύηση των δύο πρώτων εναγομένων, αφετέρου το ένδικο ομόλογο ήταν μειωμένης εξασφάλισης, στοιχεία που, επίσης, δεν είναι συμβατά με το ανωτέρω, συντηρητικό επενδυτικό προφίλ του ενάγοντος. Επίσης, δεν τον ενημέρωσαν, ούτε εγγράφως ούτε προφορικά, για την αξιολόγηση (rating) του ομολόγου που συνιστά εκτίμηση, με αντικειμενικά κριτήρια, της μελλοντικής φερεγγυότητας του, εκδότη του, η οποία (εκτίμηση), ανάλογα με το πρακτορείο που την εκδίδει, εκφράζεται με σύμβολα (π.χ. A, ΒΒ, CCC) και αποτελεί μια αντικειμενική, ακριβή και επίκαιρη εικόνα της πορείας του εκδότη, η δε τράπεζα και η Ε.Π.Ε.Υ. οφείλουν να παρουσιάζουν στον επενδυτή πελάτη τους κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών. Ομοίως, δεν τον ενημέρωσαν για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου του, που, για το συγκεκριμένο ομόλογο, ήταν μέτριος, τη φύση του ομολόγου, τους κινδύνους που ενείχε και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσε να μην αποδώσει καθόλου κέρδος ή ακόμη και να επιφέρει απώλεια του κεφαλαίου του, σε συνδυασμό και με τον μακροπρόθεσμο χαρακτήρα του. Η δε αναφορά, με, αναλυτική παράθεση, των επενδυτικών κινδύνων ηου αναλαμβάνει ο επενδυτής στο παράρτημα Δ της ένδικης σύμβασης, κρίνεται ότι δεν επαρκούσε για την ενημέρωση του ενάγοντος, ο οποίος αποδείχθηκε ότι δεν διέθετε ούτε τη μόρφωση ούτε την εμπειρία ώστε να κατανοήσει την έννοια ειδικών όρων, ως προς τη σημασία τους αναφορικά με την επικινδυνότητα του αποκτηθέντος από αυτόν ομολόγου, χωρίς ειδική επεξήγηση από τους υπαλλήλους των δύο πρώτων εναγομένων και, εν προκειμένω, κυρίως από την τέταρτη από αυτούς, που παρέλειψε να του παράσχει σαφή και πλήρη ενημέρωση, αλλά και να τον συμβουλεύσει να επενδύσει σε μικρού ρίσκου και εξασφαλισμένου κεφαλαίου επενδυτικό προϊόντα, ανταποκρινόμενα στο συντηρητικό επενδυτικό προφίλ του. Αλυσιτελώς δε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι εναγόμενοι, δια των προτάσεων τους, επικαλούνται τους περιλαμβανόμενους στην ένδικη σύμβαση όρους περί μη ευθύνης τους σχετικά με τις αποφάσεις του ενάγοντος ως επενδυτή, καθώς η δεσμευτικότητα των όρων αυτών προϋποθέτει ακριβώς προηγούμενη παροχή πλήρους, σαφούς, αναλυτικής και εμπεριστατωμένης ενημέρωσης στον επενδυτή και, εν προκειμένω, στον ενάγοντα, σχετικά με τα προς αγορά επενδυτικά προϊόντα, ώστε αυτός να’ αναλάβει, κατά πλήρη ευθύνη, την αντίστοιχη επενδυτική απόφαση, στηριζόμενος επί αληθών δεδομένων, ενημέρωση που δεν αποδείχθηκε ότι παρασχέθηκε στην υπό κρίση περίπτωση. Ομοίως, αλυσιτελώς προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι, το έτος 2007, ο ενάγων προέβη στη λύση της σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών και ότι, μετά τη λύση αυτής, διατηρήθηκε σε ισχύ μόνο η σύμβαση λήψης και διαβίβασης εντολών. Και τούτο γιατί, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, αποδείχθηκε ότι, ακόμη και μετά τη λύση της σύμβασης παροχής επενδυτικών συμβουλών, ενόψει της παντελούς άγνοιας του ενάγοντος περί των χρηματοοικονομικών αλλά και της έλλειψης πρότερης εμπειρίας του, όλες οι εντολές που εδόθησαν εκ μέρους του στο πλαίσιο της διατηρηθείσας σε ισχύ σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών λήψης και διαβίβασης εντολών, ήταν αποτέλεσμα τουλάχιστον συμβουλής ή πληροφοριών, που του παρείχαν οι δυο πρώτες των εναγομένων, δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους, ιδίως της τέταρτης εναγόμενης, η οποία δεν περιορίστηκε αποκλειστικά και μόνο στη διαβίβαση εντολών του ενάγοντος, αλλά τον συμβούλευε και τον προέτρεπε σε συγκεκριμένες αγορές. Εξάλλου, κρίνεται ότι, για την επαρκή και σύμφωνη με τους όρους της ένδικης σύμβασης, της οικείας νομοθεσίας και της καλής πίστης εκπλήρωση της υποχρέωσης περί παροχής πληροφόρησης, ενημέρωση του ενάγοντος δεν επαρκούσε ούτε το γεγονός ότι, με μέριμνα των δύο πρώτων εναγομένων, αυτός λάμβανε μηνιαία ανάλυση του επενδυτικού λογαριασμού του, όπου αποτυπωνόταν η σταθερή πτωτική πορεία της τρέχουσας αξίας πώλησης του επίδικου ομολόγου. Και τούτο γιατί δεν συνοδεύτηκε από την παροχή ειδικής πληροφόρησης του σχετικά με την πτωτική αποτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας της εκδότριας του χρεογράφου και συστάσεων (συμβουλών) για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της συγκεκριμένης εξέλιξης, παρά μόνο τον Μάϊο του 2012, οπότε, κατά τα κατωτέρω, τον ενημέρωσαν για την δημόσια πρόταση της εκδότριας περί ρευστοποίησης ή ανταλλαγής του ομολόγου. Σε κάθε δε περίπτωση, η κατά μήνα αποστολή στον ενάγοντα επιστολής περί αποτίμησης του χαρτοφυλακίου του, ουδόλως υποκαθιστά την ενημέρωση που όφειλαν να του παρέχουν οι αντισυμβαλλόμενες του, δύο πρώτες εναγόμενες, ως προς τα ακριβή χαρακτηριστικά του ομολόγου στο οποίο επένδυσε, αλλά και τη σταδιακή υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της εκδότριας αυτού εταιρείας που έχει ιδιαίτερη σημασία, ειδικά για τους επενδυτές συντηρητικού προφίλ, όπως ο ενάγων, για τον οποίο οι συμβουλές και οι πληροφορίες των δύο πρώτων εναγομένων, δια των προοτηθέντων υπαλλήλων τους, είχαν μεγάλη σημασία, αποτέλεσαν τη μοναδική πηγή γνώσεων του και συνακόλουθα, τη βάση για τη λήψη της απόφασης για την επένδυση του κεφαλαίου του στο συγκεκριμένο ομόλογο, απορριπτόμενων των περί του αντιθέτου αμυντικών ισχυρισμών ως ουσία αβάσιμων, μη αποδεικνυόμενων από κανένα αποδεικτικό μέσο, Η κρίση του Δικαστηρίου σχετικά με τα ζητήματα, τόσο των χαρακτηριστικών του επίδικου ομολόγου, όσο και περί της μη ενημέρωσης, του ενάγοντος σχετικά με αυτά, στηρίζεται, μεταξύ άλλων, και στην κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης. Η κατάθεση αυτή, όπως αποτυπώνεται στην υπ’ αριθ. 2657/2018 ένορκη βεβαίωση της εν λόγω μάρτυρα ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, κρίνεται πειστική, καθώς, αφενός συμπλέει με τα οικονομικά χαρακτηριστικά του επίδικου ομολόγου, όπως αυτά περιγράφονται στα προσκομιζόμενα σχετικά έγγραφα, ιδίως στο έγγραφο τελικών όρων έκδοσης του, αφετέρου στηρίζεται στην επαγγελματική γνώση και εμπειρία της ως τραπεζικής υπαλλήλου επί 20 περίπου έτη. Ενισχύεται, μάλιστα, η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου από το αποδεικτικό συμπέρασμα που εξάγεται με βάση τους κανόνες της λογικής, ότι δηλαδή, αν ο ενάγων είχε λάβει πλήρη ενημέρωση σχετικά με τα ακριβή οικονομοτεχνικά στοιχεία του επίδικου ομολόγου, ουδέποτε θα είχε επενδύσει σ’ αυτό, καθώς ήταν πλήρως ασύμβατο με το επενδυτικό προφίλ του. Και τούτο γιατί, όπως προαναφέρθηκε, ενώ ο ενάγων, με βάση τις απαντήσεις στα ερωτήματα που περιέχονται στο ενσωματωμένο στη σύμβαση ερωτηματολόγιο, χαρακτηρίστηκε από τους αντιδίκους του ως επενδυτής συντηρητικού προφίλ, τό επίδικο ομόλογο ήταν ελευθέρως ανακλητό, χωρίς εγγύηση πληρωμής από την εκδότρια του και, συνεπώς, μειωμένης εξασφάλισης, κυμαινόμενου επιτοκίου με βάση το Euribor, δεκαετούς διάρκειας και με πιστοληπτική αξιολόγηση από τους Διεθνείς Οίκους Αξιολόγησης που έγκείτο στην ανάληψη, εκ μέρους, των επενδυτών, πολύ σημαντικού πιστωτικού κινδύνου. Δηλαδή, με τον χαρακτηρισμό του ενάγοντος ως συντηρητικού επενδυτή δεν συνάδει η πρόταση του επίδικου ομολόγου, αλλά, αντίθετα, συμβατή με αυτό θα ήταν η πρόταση ομολόγων υψηλής εξασφάλισης (senior secured bonds), χωρίς δικαίωμα ανάκλησης τους από τον εκδότη (call option), σταθερού επιτοκίου και υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης, ήτοι Aaa (triple a), όπως, επί παραδείγματι, τα ομόλογα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, του γερμανικού ή του ολλανδικού δημοσίου. Εξάλλου, η προαναφερόμενη κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης, …, ουδόλως αναιρείται από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τους τρεις πρώτους εναγόμενους, ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα ανταπόδειξης .. Και τούτο γιατί η εν λόγω μάρτυρας αναφέρθηκε γενικότερα στην πρακτική που ακολουθείτο από τις δύο πρώτες εναγόμενες στις περιπτώσεις συμβάσεων παροχής επενδυτικών συμβουλών, ενώ περί όσων κατέθεσε ειδικά σχετικά με την υπό κρίση περίπτωση δεν έχει ιδία γνώση, αλλά τα πληροφορήθηκε από τα έγγραφα του αρχείου των δύο πρώτων εναγομένων (private banking) και από συναδέλφους της, δοθέντος ότι, όπως βεβαίωσε,’ αν και κατά τον κρίσιμο χρόνο της απόκτησης του επίδικου ομολόγου, από τον ενάγοντα ήταν υπάλληλος του private banking από όπου αυτός εξυπηρετείτο, δεν θυμάται τη συγκεκριμένη περίπτωση. Προσέτι, από τα αποδεικτικά μέσα που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου και κατά την κρίση αυτού, αποδείχθηκε ότι, τόσο η αρχική, πριν και κατά την αγορά του επίδικου ομολόγου, όσο και μεταγενέστερη, κατά το χρόνο διακράτησής του από τον ενάγοντα, μη επαρκής πληροφόρηση του από τους προστηθεντες των δύο πρώτων εναγομένων υπάλληλους τους, ενείχε και στοιχεία παραπλάνησης του, καθώς παραλήφθηκε η επισήμανση σ’ αυτόν παραμέτρων σχετικών με τη φύση και τα χαρακτηριστικά του ομολόγου και δη, ιδίως το δικαίωμα της εκδότριας προς ανάκληση του και η ενσωμάτωση σ’ αυτό μεγάλου, πιστωτικούς κινδύνου, οι οποίες (παράμετροι) ήταν τόσο σημαντικές που, αν ο ενάγων τις γνώριζε, θα μπορούσε να κατανοήσει τη φύση του ομολόγου και την επικινδυνότητα που ενείχε η τοποθέτηση των χρημάτων του σ’ αυτή και θα είχε λάβει διαφορετική απόφαση για την επένδυση του κεφαλαίου του. Οι δε αντίθετοι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από, την πλευρά των εναγομένων που κατέθεσαν προτάσεις, ότι δηλαδή ο ενάγων, σε κάθε περίπτωση θα επένδυε στο επίδικο ομόλογο, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν. Αντίστοιχα, η επικαλούμενη από τους ίδιους εναγόμενους, επιμονή του ενάγοντος περί επαναγοράς του επίδικου ομολόγου, το έτος 2007, όταν η προστηθείσα υπάλληλος τους, τέταρτη εναγόμενη, προέβη σε πώληση μέρους αυτού χωρίς την έγκριση του, δεν αποδεικνύει ούτε ότι αυτός διέθετε επενδυτική εμπειρία, ούτε ότι επιθυμούσε, την επένδυση στο επίδικο ομόλογο με κάθε κόστος, ούτε ότι γνώριζε τα χαρακτηριστικά του, αλλά, αντίθετα, ότι είχε πλήρως πειστεί από τις διαβεβαιώσεις της ανωτέρω, τέταρτης εναγόμενης σχετικά με το επίδικο ομόλογο, η δε πεπλανημένη αντίληψη του γι’ αυτό, όπως είχε διαμορφωθεί από τη συμπεριφορά των αντισυμβαλλομένων του, δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους και ιδίως της τέταρτης εναγομένης συντηρείτο καθ’ όλη τη διάρκεια της διακράτησης του ομολόγου. Εξάλλου, η προαναφερθείσα παραλειπτική πρακτική και συμπεριφορά των δύο πρώτων εναγομένων, όπως εκδηλώθηκε δια των προστηθέντων τους, κρίνεται, με βάση τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ότι αποδίδονται σε άμεσο δόλο τους. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη τύγχανε ανάδοχος της έκδοσης του ομολόγου που αγόρασε ο ενάγων και, συνεπώς, είχε άμεσο οικονομικό συμφέρον να προωθήσει ευρέως στους επενδυτές – πελάτες της, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, το σύνολο του αναδεχθέντος από την ίδια οικείου χαρτοφυλακίου, καθώς σε αντίθετη περίπτωση, θα ήταν η ίδια εκείνη που θα υφίστατο το ζημιογόνο αποτέλεσμα από την επέλευση του ενσωματωμένου σ’ αυτό και, πράγματι τελικά επελθόντος πιστωτικού κινδύνου. Τον κίνδυνο από την αγορά του ένδικων ομολόγου, άλλωστε, οι δύο πρώτες εναγόμενες γνώριζαν ως εκ της θέσης τους και των εξειδικευμένων σχετικών γνώσεων τους σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τις σχετικές με αυτά συναλλαγές, συναγόταν δε από την ίδια τη φύση του ομολόγου, τα ενημερωτικά του φυλλάδια και τις αξιολογήσεις των εκδοτριών από τους διεθνείς οίκους. Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, απορριπτέοι, ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν, εκτιμώνται και οι αμυντικοί ισχυρισμοί περί του ότι ήταν συμφερότερο για την πρώτη εναγομένη, ο ενάγων να διατηρήσει το κεφάλαιο του σε απλές ή προθεσμιακές καταθέσεις. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, μετά την επένδυση του ενάγοντος στο ανωτέρω ομόλογο, η αξία αποτίμησης του χαρτοφυλακίου του άρχισε σταδιακά να φθίνει, γεγονός που, όπως προαναφέρθηκε, αποτυπωνόταν στις μηνιαίες επιστολές ανάλυσης επενδυτικού λογαριασμού που λάμβανε (βλ. σχετικά τις προσκομιζόμενες με επίκληση από τους τρεις πρώτους των εναγομένων ενδεικτικές αναλύσεις) και εικόνιζε την αρνητική διακύμανση της πιστοληπτικής ικανότητας της εκδότριας του ομολόγου, αλλά και της ίδιας της πιστοληπτικής διαβάθμισης του τελευταίου ως χρεογράφου, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την αγορά του μέχρι και την υποβολή, κατά τα κατωτέρω, δημόσιας πρότασης από την εκδότρια, για ρευστοποίηση ή ανταλλαγή του, τον Μάιο του 2012. Εν συνεχεία, άλλωστε, μετά την κατάρρευση της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας “Lehman Brothers” και την επέκταση της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και στην Κύπρο, και κατόπιν της ολοκλήρωσης της διαδικασίας αντικατάστασης τίτλων έκδοσης ή εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους μειωμένης ονομαστικής αξίας, με συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (PSI – Private Sector Involvement), στις αρχές του έτους 2012, επλήγησαν καίρια η κυπριακή οικονομία και οι κυπριακές τράπεζες, με περαιτέρω επακόλουθο τη ραγδαία υποτίμηση της πιστοληπτικής τους ικανότητας. Προς το σκοπό αντιμετώπισης αυτής της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας και βελτίωσης των αρνητικών δεικτών δανεισμού της, η εκδότρια του ομολόγου στο οποίο επένδυσε ο ενάγων, “Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ” (όπως μετονομάστηκε τον Απρίλιο του 2012 από “Marfin Popular Bank Public Co Ltd”) με δημοσιευθέν στις 14.05.2012 δελτίο τύπου της, απηύθυνε προς τους ομολογιούχους της, μεταξύ των οποίων και ο ενάγων, πρόταση είτε να ρευστοποιήσουν τους τίτλους που κατείχαν στο 55% της αρχικής ονομαστικής τους αξίας, είτε να αντικαταστήσουν αυτούς, (που, εξ αντιδιαστολής, κρίθηκαν ως ομόλογα, χαμηλής εξασφάλισης) με νέα ομόλογα υψηλής εξασφάλισης, λήξης την 01.06.2016, αυξημένου-τοκομεριδίου 8%, πληρωτέου κατ’ έτος, μειωμένης όμως ονομαστικής αξίας κατά ποσοστό 72,5% σε σχέση με αυτήν των προς ανταλλαγή χρεωγράφωγ. Ο ενάγων δεν αποδέχθηκε την ανωτέρω πρόταση (βλ. την από 25.05.2012 απαντητική επιστολή του προς την πρώτη εναγομένη). Η εκδότρια, άλλωστε, δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει, την ανωτέρω δυσμενή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει, με αποτέλεσμα, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, κατ’ εφαρμογή του 17(1) του 2013 Νόμου περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και ʼλλων Ιδρυμάτων, ο οποίος είχε ψηφιστεί από την Κυπριακή Δημοκρατία, στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που ανέλαβε με την από 25.03.2013 συμφωνία της με το Eurogroup για την οικονομική στήριξη της μέσω διεθνούς δανεισμού, τον Μάρτιο του 2013, εξέδωσε το “Περί Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Co Ltd Διόταγματου 2013”, με το οποίο, η εκδότρια του ομολόγου στο οποίο επένδυσε (και) ο νυν ενάγων, Λαϊκή Τράπεζα, διασπάστηκε σε “καλή” και “κακή” τράπεζα (good bank/bad bank) και τα μεν στοιχεία του ενεργητικού της πρώτης μεταβιβάστηκαν (στην Τράπεζα Κύπρου, τα δε στοιχεία του παθητικού της δεύτερης τέθηκαν σε ειδική εκκαθάριση, οπότε και οι ομολογιακές εκδόσεις της (Λαϊκής Τράπεζας) κατέστησαν άνευ αξίας, δοθέντος ότι δεν υπήρχε πλέον αγορά για τα χρηματοοικονομικά προϊόντα αυτής και, ως εκ τούτου, δεν παρεχόταν αποτίμηση γι’ αυτά, αλλά εμφανιζόταν (η αποτίμηση τους) μηδενική. Το ένδικο ομόλογο δηλαδή συμπεριλήφθηκε στα στοιχεία της “κακής τράπεζας”, με επακόλουθο να απώλέσει πλήρως την αξία του, να μην εξοφληθεί, κατά το χρόνο λήξης του, το ποσό της ονομαστικής αξίας του των 990.000,00 ευρώ και να υποστεί ο ενάγων, ως δικαιούχος της οικείας επένδυσης, αντίστοιχη ισόποση ζημία. Η συμπεριφορά των δύο πρώτων εναγομένων, όπως περιγράφεται παραπάνω* και εκδηλώθηκε δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους, του τμήματος private banking, από το οποίο εξΰπηρετείτο ο ενάγων, για τις πράξεις και παραλείψεις των οποίων οι ίδιες ευθύνονται αντικειμενικά κατ’ άρθρο 922 ΑΚ, είναι υπαίτια και παράνομη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 ΑΚ και 8 του ν. 2251/1994, εφόσον αντιβαίνει στον ισχύσαντα κατά το έτος 2007 Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Υ. και των ν. 2396/1996 και 3606/2007, διαδοχικά εφαρμοζόμενων στην υπό κρίση περίπτωση, αλλά και στη γενική δικαιϊκή αρχή της καλόπιστης και σύμφωνης με τα συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων τους και λήψης μέτρων πρόνοιας και ασφάλειας, ώστε να αποτραπεί η επέλευση βλάβης στον αντισυμβαλλόμενο τους ενάγοντα. Παράλληλα, συνιστά και πλημμελή εκπλήρωση της υποχρέωσης τους που απορρέει από τη μεταξύ τους σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, να του παρέχουν πλήρη, σαφή και συνεχή πληροφόρηση σχετικά με το επίδικο επενδυτικό προϊόν. Εξαιτίας δε των παραπάνω πράξεων και παραλείψεων των δύο πρώτων εναγομένων, ο ενάγων θεώρησε ότι, με την αγορά του ένδικου ομολόγου, το κεφάλαια του ήταν εξασφαλισμένο και για το λόγο αυτό προχώρησε και συμφώνησε για την αγορά του, πράξη στην οποία δε θα προέβαινε σε περίπτωση που είχε ενημερωθεί για τους κινδύνους και τα χαρακτηριστικά του και για την πιθανότητα απώλειας του κεφαλαίου του. Η ως άνω εκτεθείσα υπαίτια συμπεριφορά των δύο πρώτων εναγομένων,, όπως εκδηλώθηκε δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, ιδίως της τέταρτης των εναγομένων, συνδέεται αιτιωδώς με τη ζημία του ενάγοντος, ποσού 990.000,00 ευρώ, που αντιστοιχεί στη μη ρευστοποιηθείσα ονομαστική αξία του επίδικου ομολόγου, ήτοι στο ποσό που, με βεβαιότητα δεν θα είχε απωλέσει αν δεν το είχε τοποθετήσει στο συγκεκριμένο ομόλογο. Η δε τοποθέτηση αυτή, οπωσδήποτε δεν θα είχε λάβει χώρα, αν οι δύο πρώτες εναγόμενες είχαν εκτελέσει προσηκόντως την υποχρέωση τους να ενημερώσουν τον ενάγοντα για τα επικίνδυνα χαρακτηριστικά του επίδικου ομολόγου και δεν είχαν επιδείξει, δια των προοτηθέντων υπαλλήλων τους, την προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική εις βάρος του συμπεριφορά τους. Εξαλλου, ο ισχυρισμός που προβλήθηκε από την πλευρά των παρισταμένων εναγομένων ότι δεν ευθύνονται αυτοί για την απώλεια του κεφαλαίου που ο ενάγων επένδυσε στο επίδικο ομόλογο, καθώς αυτή οφείλεται αποκλειστικά στην απρόβλεπτη και παγκόσμια οικονομική κρίση που ακολούθησε την κατάρρευση της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας “Lehman Brothers” και οδήγησε στην πτώχευση της, εύρωστης κατά το χρόνο απόκτησης του ομολόγου από τον ενάγοντα, εκδότριας του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, καθώς, όπως περιγράφεται παραπάνω, η απώλεια, αυτή επήλθε από τη συμπεριφορά των δύο πρώτων εναγομένων, όπως εκδηλώθηκε δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους και δη δια της τέταρτης από αυτούς,, συμπεριφορά με την οποία, η εν λόγω απώλεια συνδέεται με άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι δύο πρώτες εναγόμενες (καθώς και η τέταρτη από αυτούς, συνεπεία της ερημοδικίας της, όπως κατωτέρω θα αναφερθεί ειδικά) ευθύνονται προς αποζημίωση του ενάγοντος για το παραπάνω ποσό των 990.000,00 ευρώ. Αντίθετα, όσον αφορά τον τρίτο εναγόμενο, ., ομοίως υπάλληλο των δύο πρώτων εναγομένων και συγκεκριμένα διευθυντή, κατά τον κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση χρόνο, του private banking από όπου εξυπηρετείτο ο ενάγων, δεν προκύπτει κάποια επιλήψιμη συμπεριφορά του που να συνδέεται αιτιωδώς με τη ζημία του τελευταίου. Ειδικότερα, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι αυτός πριν την αγορά του επίδικου ομολόγου είχε έλθει σε οποιαδήποτε επαφή με τον ενάγοντα, ούτε ότι του παρείχε οποιαδήποτε επενδυτική συμβουλή ή υπηρεσία, υπέγραψε δε την ένδικη σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών για τυπικούς λόγους και δη για την ορθή τυπική εκπροσώπηση των δύο πρώτων εναγομένων. Από μόνο δε το γεγονός τούτο, σε συνδυασμό με την ανωτέρω ιδιότητα του, δεν αποδεικνύεται ούτε οποιαδήποτε παράνομη και υπαίτια εκ μέρους του, συμπεριφορά, ζημιογόνα για τον ενάγοντα, ούτε ότι αυτός ετύγχανε προστήσας της τέταρτης εναγομένης, η οποία ήταν υπάλληλος των δύο πρώτων εναγομένων, υπό τις οδηγίες των οποίων ενεργούσε.
Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως προς’ τον τρίτο εναγόμενο ως ουσιαστικά αβάσιμη. Όσον αφορά την προβαλλόμενη με τις προτάσεις των παριστάμενων εναγομένων ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος του ενάγοντος, συνιστάμενου στο ότι θα μπορούσε να αποφύγει την επέλευση της ζημίας του ή να περιορίσει αυτήν, καθώς γνώριζε τη φύση, το είδος και το περιεχόμενο της επένδυσης του και, λόγω της ενημέρωσης που λάμβανε, γνώριζε την πορεία της επένδυσης του, τη διακύμανση που παρουσίαζε και την πτωτική πορεία της, και θα μπορούσε να προβεί εγκαίρως σε ρευστοποίηση του ομολόγου, με μικρό κέρδος ή μικρές απώλειες, ακόμη δε θα μπορούσε, τον Μάϊο του 2012, να συναινέσει σε πρόταση εξαγοράς του από την εκδότρια σε ποσοστό 55% της αξίας του, περιορίζοντας στο ελάχιστο τη ζημία του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Και τούτο γιατί, λόγω της συμπεριφοράς των δύο πρώτων εναγομένων, διά των προστηθέντων υπαλλήλων τους και ιδίως της τέταρτης εναγόμενης, όπως αυτή (συμπεριφορά) αποδείχθηκε και περιγράφεται παραπάνω, εξακολούθησε δε και κατά τη διάρκεια διακράτησης του επίδικου ομολόγου από τον ενάγοντα, ο τελευταίος δεν είχε ολοκληρωμένη εικόνα για τον υψηλό και μη ανταποκρινόμενο στο συντηρητικό επενδυτικό προφίλ του πιστωτικό κίνδυνο που είχε αναλάβει και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να λάβει απόφαση ρευστοποίησης στηριζόμενος σε ασφαλή κριτήρια. Η δε τυχόν επιλογή του να συναινέσει σε πρόταση εξαγοράς του ομολόγου από την εκδότρια αυτού σε ποσοστό 55% της ονομαστικής αξίας του, λαμβανομένου υπόψη οτι θα συνοδευόταν και από παραίτηση του από το δικαίωμα του για αποζημίωση, θα συνιστούσε επιλογή οικονομικής ζημίας του και, όχι περιστολής αυτής, δοθέντος και ότι επιδίωξη του ήταν να διατηρήσει ασφαλές και ακέραιο το κεφάλαιο του. Ως εκ περισσού δε αναφέρεται, ότι, σε κάθε περίπτωση, όπως ισχυρίζεται και ο ενάγων με την προσθήκη επί των προτάσεων του, η πρόταση της ως άνω ένστασης από τους τρεις πρώτους εναγόμενους ενέχει στοιχεία καταχρηστικότητας, δοθέντος ότι, η όποια επενδυτική απόφαση του ενάγοντος, συνεπώς και η τυχόν απόφαση του περί ρευστοποίησης του επίδικου ομολόγου, στηριζόταν, καθ’ όλη τη διάρκεια της ένδικης σύμβασης, αποκλειστικά στην, όπως αποδείχθηκε, αδικοπρακτική και αντισυμβατική συμπεριφορά 11 των αντισυμβαλλομένων του. Όσον αφορά το ποσό των 8.319,38 ευρώ που ο ενάγων κατέβαλε στις δύο πρώτες εναγόμενες ως προμήθεια για την αγορά του επίδικου ομολόγου, καθώς και το ποσό των 60.293,47 ευρώ που κατά τους ισχυρισμούς του, θα λάμβανε, ως τόκους του κεφαλαίου του από την εκδότρια του ομολόγου για τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί, ως προς τις δύο πρώτες εναγόμενες, ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Και τούτο γιατί, όπως αποδεικνύεται από, την επιλογή του ενάγοντος να συνάψει με τις δύο πρώτες εναγόμενες σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, συνομολογεί δε και ο ίδιος, η πρόθεση του ήταν να επενδύσει, το κεφάλαιο του σε προϊόντα διάφορα των προθεσμιακών καταθέσεων, στις οποίες το είχε τοποθετημένο πριν την υπογραφή της ένδικης σύμβασης.
Επομένως, καταφόσκεται πως, αν ο ενάγων, δεν είχε επενδύσει το εν λόγω κεφάλαιο του στο επίδικο ομόλογο, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και σύμφωνα με την παραπάνω επενδυτική πρόθεση του, θα το είχε επενδύσει σε άλλα ομόλογα αυξημένης εξασφάλισης. Συνακόλουθα, αφενός για την αγορά αυτών θα κατέβαλε, ομοίως αμοιβή, στις αντισυμβαλλόμενες του, η οποία δεν αποδείχθηκε ότι θα ήταν μικρότερη από αυτήν που κατέβαλε για το συγκεκριμένο ομόλογο, αφετέρου οι τόκοι που θα λάμβανε θα ήταν, οπωσδήποτε μειωμένοι (χωρίς, όμως, να αποδεικνύεται, κατά ποιο ποσό) σε σχέση με αυτούς που θα είχε εισπράξει αν η εκδότρια του επίδικου ομολόγου δεν είχε παύσει την καταβολή των τοκομεριδίων, καθώς η αυξημένη εξασφάλιση ενός ομολόγου συνεπάγεται την καταβολή μειωμένου επ’ αυτού τοκομεριδίου. Επομένως με βάση όλα τα παραπάνω, οι πρώτη, δεύτερη και τέταρτη (ερημοδικαζόμενη) εναγόμενες οφείλουν στον ενάγοντα, έκαστη εις ολόκληρον, ως αποζημίωση, το ποσό των 990.000,00 ευρώ, ενώ η τέταρτη από αυτές του οφείλει, επιπλέον, και το ποσό των (8.319,38 + 60.293,47 =) 68.612,85 ευρώ, ομοίως ως αποζημίωση για την επικαλούμενη σχετική ζημία του (θετική ζημία και διαφυγόν κέρδος), που, ως προς αυτήν, που συνδέεται με τους λοιπούς συνεναγομένους της με το δεσμό της απλής ομοδικίας, θεωρείται, λογω της ερημοδικίας της αποδεδειγμένη, νομιμοτοκως, όλα τα ποσά, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επόμενη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής, ήτοι από 23.03.2018 (βλ. τις υπ’ αριθ. …/22.03.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ..), μέχρι την πλήρη εξόφληση. Επιπρόσθετα, από τα ίδια ως άνω πραγματικά περιστατικά, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα κοινής πείρας, αποδεικνύεται ότι εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των δύο πρώτων εναγομένων, δια των προοτηθέντων υπαλλήλων τους και δη της τέταρτης εναγόμενης, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη ένεκα της στεναχώριας, της απογοήτευσης και της ψυχικής ταλαιπωρίας που υπέστη από την απώλεια του κεφαλαίου του, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, η οποία, σημειωτέον, όσον αφορά την ερημοδικαζόμενη, τέταρτη εναγόμενη, δεν καλύπτεται από το τεκμήριο ερημοδικίας. Το Δικαστήριο δε, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της αδικοπραξίας, το βαθμό του πταίσματος των προστηθέντων υπαλλήλων των δύο πρώτων εναγομένων και ιδίως της τέταρτης εναγόμενης, τις συνέπειες της αδικοπραξίας για τον ενάγοντα, το είδος και την έκταση της ζημίας του, καθώς και την κοινωνική θέση και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας, κρίνει ότι αυτή (χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης) πρέπει να προσδιοριστεί στο δίκαιο και εύλογο ποσό των 5.000,00 ευρώ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί ως προς τον τρίτο εναγόμενο και να γίνει εν μέρει δέκτη ως και ουσιαστικά βάσιμη ως Svjji προς τις πρώτη, δεύτερη και τέταρτη εναγόμενες, με τις αναφερόμενες παραπάνω διακρίσεις, καθώς, όσον αφορά την τέταρτη εναγόμενη, λόγω της ερημοδικίας της, δοθέντος ότι, κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφο της επιτρέπεται ομολογία, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι εκ μέρους της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 271 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α’ 165/25.07.2011). Επομένως, πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση των πρώτης, δεύτερης και τέταρτης των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα, έκαστη εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των (990.000,00 + 5.000,00 =) 995.000,00 ευρώ, η δε τέταρτη από αυτούς, επιπλέον, και το ποσό των (8.319,38 + 60.293,47 =) 68.612,85 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από 23.03.2018, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του τρίτου εναγομένου, ως προς τον οποίο απορρίφθηκε η υπό κρίση αγωγή, πρέπει να επιβληθούν* εις βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του, μέρος δε των δικαστικών εξόδων του τελευταίου, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των λοιπών, πρώτης, δεύτερης και τέταρτης των εναγομένων, ανάλογα με το ποσοστό της ήττας αυτών (άρθρα 178 § 1, ΙδΟ,και 191 § 2 ΚΠολΔ, 63 § 1, 68 § 1 και 75 § 2 του; ν. 4194/2013), ενώ πρέπει να ορισθεί και το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από την τέταρτη εναγόμενη (άρθρα 501, 502 § 1 και 505 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της τέταρτης εναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης από την τέταρτη εναγόμενη στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τον τρίτο εναγόμενο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα του τρίτου εναγομένου, τα οποία ορίζει στο ποσό των έντεκα χιλιάδων διακοσίων (11.200,00) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς τους πρώτη, δεύτερη και τέταρτη των εναγομένων.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των πρώτης, δεύτερης και τέταρτης των εναγομένων να καταβάλουν στον ενάγοντα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον εκάστη, το συνολικό ποσό των εννιακοσίων ενενήντα πέντε χιλιάδων (995.000,00) ευρώ, καθώς και την υποχρέωση της τέταρτης από αυτούς, να καταβάλει στον ενάγοντα, επιπλέον, και το ποσό των εξήντα οκτώ χιλιάδων εξακοσίων δώδεκα ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (68.612,85 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από 23.03.2018 μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις πρώτη, δεύτερη και τέταρτη των εναγομένων σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων πεντακοσίων (15.500,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε σε μυστική συνεδρίαση στην Αθήνα, στις 15 Απριλίου 2021.
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28/4/2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ