Με μία ενδιαφέρουσα απόφασή του το Περιφερειακό Δικαστήριο της Φρανκφούρτης (AG Frankfurt a.M.) ασχολήθηκε με το ζήτημα κατά πόσον οι ερωτήσεις μίας εξέτασης γλωσσομάθειας μπορούν να θεωρηθούν ως εμπορικό απόρρητο και, επομένως, να υπαχθούν στην εξαίρεση του άρθρου 15 παρ. 4 του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (ΓΚΠΔ).
Υπεθυνίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 4 ΓΚΠΔ, το δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων να λαμβάνει αντίγραφο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία δεν επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, ο ενάγων συμμετείχε σε εξέταση γλωσσομάθειας της εναγόμενης και απέτυχε.
Ζήτησε αντίγραφο της εξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 3 του ΓΚΠΔ, μολονότι της δόθηκε η δυνατότητα να δει όλα τα έγγραφα της εξέτασης στις εγκαταστάσεις του εναγομένου.
Η εναγόμενη θεωρεί ότι το τεστ δεν περιέχει κατά κύριο λόγο δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κατά την έννοια του ΓΚΠΔ και, σε κάθε περίπτωση, το έννομο συμφέρον της για την εμπιστευτικότητα των εμπορικών μυστικών θα επηρεαζόταν δυσμενώς από την παροχή αντιγράφου.
Το δικαστήριο συμφώνησε με την εναγόμενη, σημειώνοντας ότι ο όρος “δικαιώματα και ελευθερίες άλλων” συμπεριλαμβάνει και τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του υπευθύνου επεξεργασίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, τα θεμελιώδη δικαιώματα του υπευθύνου επεξεργασίας, όπως η ελευθερία άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας και τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας σύμφωνα με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ πρέπει να σταθμιστούν με τα συμφέροντα του ενάγοντος.
Ο εναγόμενος θα μπορούσε να αποδείξει, προσκομίζοντας την τεκμηρίωση σχετικά με την ανάπτυξη και τη διεξαγωγή της εξέτασης, ότι αυτή αποτελεί εμπορικό απόρρητο σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, καθώς πρόκειται για μια επιστημονικά τεκμηριωμένη και πολύπλοκη διαδικασία στην οποία συμμετέχει μεγάλος αριθμός ατόμων, η οποία συνεπάγεται επίσης σημαντική οικονομική προσπάθεια.
Το γεγονός ότι η εξέταση χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο της γερμανικής διαδικασίας πολιτογράφησης, αποτέλεσε επίσης παράγοντα στην απόφαση του δικαστηρίου, καθώς θεωρήθηκε ως περαιτέρω απόδειξη της σημασίας της εμπιστευτικότητας της εξέτασης.
Δεδομένου ότι δόθηκε στην εναγόμενη η δυνατότητα να δει τα αποτελέσματα στις εγκαταστάσεις της εναγόμενης, το δικαστήριο έκρινε ότι η εναγόμενη δεν έχει δικαίωμα να λάβει αντίγραφο λόγω δυσμενούς επίδρασης στα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων.
Το γεγονός ότι το δικαίωμα πρόσβασης χρησιμοποιήθηκε για την επαλήθευση της ορθότητας της αξιολόγησης της εξέτασης (και όχι της νομιμότητας της επεξεργασίας δεδομένων) δεν θεωρήθηκε λόγος για τη μη χορήγηση του αντιγράφου.