Με σημερινή του απόφαση το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι απλώς και μόνο η παράβαση του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ) δεν δημιουργεί δικαίωμα αποζημίωση.
Ωστόσο, το ΔΕΕ σημειώνει ότι δεν υπάρχει απαίτηση η ηθική βλάβη που υπέστη ένα πρόσωπο να φτάσει ένα ελάχιστο όριο βαρύτητας, προκειμένου να θεμελιωθεί δικαίωμα αποζημίωσης.
Ιστορικό υπόθεσης
Από το 2017, η Österreichische Post συνέλεξε πληροφορίες σχετικά με τις πολιτικές προτιμήσεις του αυστριακού πληθυσμού. Χρησιμοποιώντας ένα αλγόριθμο, όρισε “διευθύνσεις ομάδων-στόχων” σύμφωνα με κοινωνικοδημογραφικά κριτήρια. Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν με αυτόν τον τρόπο επέτρεψαν στην Österreichische Post να διαπιστώσει ότι ένας συγκεκριμένος πολίτης είχε υψηλό βαθμό συγγένειας με ένα συγκεκριμένο αυστριακό πολιτικό κόμμα. Ωστόσο, τα δεδομένα αυτά δεν κοινοποιήθηκαν σε τρίτους.
Ένας πολίτης, ο οποίος δεν είχε συναινέσει στην επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, ισχυρίστηκε ότι αισθανόταν μεγάλη αναστάτωση, απώλεια εμπιστοσύνης και αίσθημα έκθεσης λόγω του γεγονότος ότι είχε διαπιστωθεί μια ιδιαίτερη εγγύτητα μεταξύ αυτού και του εν λόγω κόμματος.
Ισχυριζόμενος ότι υπέστη ηθική βλάβη, διεκδίκησε ως αποζημίωση ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων την καταβολή του ποσού των 1 000 ευρώ.
Το Ανώτατο Δικαστήριο της Αυστρίας εξέφρασε τις αμφιβολίες του ως προς την έκταση του δικαιώματος αποζημιώσεως το οποίο καθιερώνει ο ΓΚΠΔγια την ηθική ή υλική βλάβη που προκύπτει από την παράβαση του εν λόγω κανονισμού.
Το εν λόγω δικαστήριο ρώτησε το Δικαστήριο της ΕΕ αν η απλώς και μόνο η παράβαση του ΓΚΠΔ αρκεί για να γεννηθεί το εν λόγω δικαίωμα, και αν η αποζημίωση είναι δυνατή μόνον εφόσον η ηθική βλάβη που υπέστη έχει έναν ορισμένο βαθμό βαρύτητας. Ρώτησε επίσης ποιες είναι οι απαιτήσεις του δικαίου της ΕΕ για τον καθορισμό του ύψους της αποζημιώσεως.
Η εκτίμηση του Δικαστηρίου
Στην απόφασή του το Δικαστήριο αναφέρει, καταρχάς, ότι είναι σαφές ότι το δικαίωμα αποζημίωσης που προβλέπει ο ΓΚΠΔ υπόκειται σε τρεις σωρευτικές προϋποθέσεις: παράβαση του ΓΚΠΔ, υλική ή ηθική βλάβη που προκύπτει από την εν λόγω παράβαση και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας και της παράβασης.
Κατά συνέπεια, κάθε παράβαση του ΓΚΠΔ δεν γεννά, από μόνη της, δικαίωμα αποζημίωσης. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα ερχόταν σε αντίθεση με τη σαφή διατύπωση του ΓΚΠΔ.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις του ΓΚΠΔ που αφορούν ειδικά το δικαίωμα αποζημίωσης, η παράβαση του ΓΚΠΔ δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σε ζημία, και πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της εν λόγω παράβασης και της ζημίας που υπέστη, προκειμένου να θεμελιωθεί δικαίωμα αποζημίωσης.
Κατά δεύτερο λόγο, το Δικαστήριο κρίνει ότι το δικαίωμα αποζημίωσης δεν περιορίζεται στην ηθική βλάβη που φθάνει ένα ορισμένο όριο βαρύτητας. Ο ΓΚΠΔ δεν περιέχει καμία τέτοια απαίτηση και ένας τέτοιος περιορισμός θα ερχόταν σε αντίθεση με την ευρεία έννοια της “ζημίας”, την οποία υιοθέτησε ο νομοθέτης της ΕΕ.
Πράγματι, η θέσπιση ενός τέτοιου ελαχίστου ορίου, από το οποίο θα εξαρτιόταν η δυνατότητα ή μη λήψης της εν λόγω αποζημίωσης, θα μπορούσε να αυξομειωθεί ανάλογα με την εκτίμηση των επιληφθέντων δικαστηρίων.
Τρίτον και τελευταίο, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο ΓΚΠΔ δεν περιέχει κανόνες που να διέπουν την εκτίμηση των αποζημιώσεων. Εναπόκειται, επομένως, στο νομικό σύστημα κάθε κράτους μέλους να προβλέψει τους λεπτομερείς κανόνες για τις αγωγές που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων που απορρέουν για τα υποκείμενα από τον ΓΚΠΔ και, ιδίως, τα κριτήρια για την τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης που καταβάλλεται στο πλαίσιο αυτό, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας τηρούνται.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο επισημαίνει την αντισταθμιστική λειτουργία του δικαιώματος αποζημίωσης που προβλέπει ο ΓΚΠΔ και υπενθυμίζει ότι η λειτουργία αυτή αποσκοπεί στην εξασφάλιση πλήρους και αποτελεσματικής αποκατάστασης της ζημίας που υπέστη το υποκείμενο.
To πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA