Αριθμός 354/2022
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β’
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Ιουνίου 2021, με την εξής σύνθεση: Σπ. Μαρκάτης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Β. Πλαπούτα, Α. Σδράκα, Σύμβουλοι, Γ. Φλίγγου, Χρ. Νέγρης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Ανδρέου.
Για να δικάσει την από 1η Σεπτεμβρίου 2017 αίτηση:
της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), η οποία παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην Αθήνα (………), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο ……………. (Α.Μ. … Δ.Σ. ……….), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα Αρχή επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 1204/2017 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Β. Πλαπούτα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο της αναιρεσείουσας Αρχής, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη εξ αποστάσεως, με τη χρήση υπηρεσιακών τεχνολογικών μέσων, και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται κατά το νόμο καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 1204/2017 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτήν έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης και ακυρώθηκε η 174/2010 απόφαση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτήν επιβλήθηκαν στην αναιρεσίβλητη πρόστιμα Κ.Β.Σ. (Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων) ύψους 400.000, 740.000, 1.400.000 και 1.487.048 ευρώ, λόγω της λήψης από αυτήν, κατά τη διαχειριστική περίοδο 2007, τεσσάρων μερικώς εικονικών ως προς την αξία τους τιμολογίων πώλησης από την κυπριακή εταιρεία «………..».
2. Επειδή, στο άρθρο 54 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8) ορίζεται ότι, ελλείψει αντίθετης προβλέψεως, η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως «δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα». Εξάλλου, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97) ορίζει στο μεν άρθρο 197 παρ. 1 ότι δεδικασμένο «δημιουργείται από τις τελεσίδικες και τις ανέκκλητες αποφάσεις, εφόσον οι τελευταίες δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας …», στο δε άρθρο 198 παρ. 1 ότι «οι διοικητικές αρχές οφείλουν, με θετικές ενέργειες ή με αποχή από κάθε αντίθετη ενέργεια, να συμμορφώνονται προς το περιεχόμενο των αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με άσκηση προσφυγής». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η διοίκηση υποχρεούται να συμμορφωθεί προς τελεσίδικη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, εκδοθείσα επί προσφυγής, ακόμη και αν αυτή έχει προσβληθεί με αίτηση αναιρέσεως, η τυχόν άσκηση της οποίας, μη αναστέλλουσα την εκτέλεση της αποφάσεως, δεν αποκλείει, άνευ ετέρου, την έκδοση νέας πράξης περί του αυτού αντικειμένου. Συνεπώς, νομίμως, κατ’ αρχήν, η φορολογική διοίκηση, παράλληλα με την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως διοικητικού εφετείου, που, κατ’ αποδοχήν προσφυγής φορολογούμενου, ακυρώνει πράξη προσδιορισμού φόρου ή επιβολής φορολογικού προστίμου, προβαίνει, συμμορφούμενη προς τη δικαστική αυτή απόφαση, στην έκδοση νέας πράξης για το ίδιο αντικείμενο, απαλλαγμένης από την τυπική ή ουσιαστική πλημμέλεια, για την οποία ακυρώθηκε η αρχική, εφόσον τούτο δεν αποκλείεται από τη φύση της διαγνωσθείσας πλημμέλειας. Στις περιπτώσεις, εξάλλου, αυτές, στις οποίες η φορολογική διοίκηση προβαίνει στην έκδοση νέας πράξης, χωρίς να αναμείνει την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας περί του αν νομίμως ακυρώθηκε η αρχική της πράξη, η πράξη αυτή θεωρείται ως εν τοις πράγμασιν αντικατασταθείσα από τη νεότερη, με αποτέλεσμα η τυχόν ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως να καθίσταται, εξ αυτού του λόγου, αλυσιτελής, εκτός αν η διοίκηση επικαλείται ειδικούς λόγους που θεμελιώνουν την κατ’ εξαίρεση λυσιτέλεια της αιτήσεώς της στη συγκεκριμένη περίπτωση, (βλ. ΣτΕ 796/2020, ΣτΕ 1390/2019, πρβλ. ΣτΕ 408/2020, ΣτΕ 592/2019). Μειοψήφησαν ο Προεδρεύων Σύμβουλος Σ. Μαρκάτης και η Πάρεδρος Γ. Φλίγγου, οι οποίοι διετύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Η δικονομική τάξη παρέχει, με το άρθρο 53 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, το δικαίωμα ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως κατά των αποφάσεων που εκδίδονται είτε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είτε τελεσιδίκως κατ’ έφεση ή αναθεώρηση σε κάθε διάδικο που μετέσχε στην δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και ηττήθηκε, εν όλω ή εν μέρει, προς αποτροπή παραγωγής αμετάκλητου δεδικασμένου – κατά το άρθρο 197 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας – από τις αποφάσεις αυτές. Για τον λόγο δε αυτόν, η ίδια διάταξη παρέχει το αυτό δικαίωμα και στον νικήσαντα διάδικο, εφ’ όσον βλάπτεται από τις αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Αρκεί, συνεπώς, η εν όλω ή εν μέρει ήττα διαδίκου (ή βλάβη του νικήσαντος από τις αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως) στην ουσιαστική δίκη για να στοιχειοθετηθεί το έννομο συμφέρον προς άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, το οποίο εκλείπει μόνο στην περίπτωση αποδοχής, εγγράφως, από τον διάδικο αυτόν της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως (άρθρο 29 του π.δ. 18/1989). Άλλη προϋπόθεση για το παραδεκτό της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως, από απόψεως βλάβης διαδίκου από δικαστική απόφαση, η οποία δεν έχει παύσει να υφίσταται (ώστε να συντρέχει περίπτωση καταργήσεως της αναιρετικής δίκης ελλείψει αντικειμένου), δεν τίθεται, μόνο δε σε εξαιρετικές περιπτώσεις μεταβολής του νομοθετικού καθεστώτος και της εξ αυτού του λόγου «ατονίας» της πράξεως, από την οποία ανέκυψε η δικαστική διαφορά και επί της νομιμότητας της οποίας αποφάνθηκε η δικαστική απόφαση, η νομολογία δέχεται έλλειψη εννόμου συμφέροντος της ηττηθείσας διαδίκου διοικητικής αρχής για την αναίρεση της αποφάσεως (ΣτΕ 2648/1991) ή αλυσιτέλεια των προβαλλόμενων λόγων αναιρέσεως (ΣτΕ 2803/2011). Δεν εξαλείφει όμως το έννομο συμφέρον της διοικητικής αρχής για την αναίρεση βλαπτικής γι’ αυτήν δικαστικής αποφάσεως ούτε καθιστά την κατ’ αυτής αίτηση αλυσιτελή η έκδοση νέας πράξεως από την διάδικο διοικητική αρχή, απαλλαγμένης από την πλημμέλεια που διαγνώσθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, προς εκπλήρωση της επιβαλλόμενης από το άρθρο 198 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας υποχρεώσεως συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις, η οποία, μάλιστα, έχει ήδη καταστεί και ρητή συνταγματική επιταγή (άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος) και για την οποία προνοεί ειδικός νόμος (ν. 3068/2002, Α’ 274). Πράγματι, η έκδοση τέτοιας νέας πράξεως ούτε σε μεταβολή της αντιλήψεως της Διοικήσεως για την εφαρμογή του νόμου οφείλεται ούτε αποδοχή της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως συνιστά, έχει δε ως μόνο νόμιμο έρεισμα τα κριθέντα με την δικαστική απόφαση στην ανατροπή των οποίων σκοπεί ακριβώς η αίτηση αναιρέσεως και παράγει τα έννομα αποτελέσματά της υπό την προϋπόθεση ότι η ακυρωτική απόφαση, που αποτέλεσε το έρεισμά της, δεν θα εξαφανισθεί αμετακλήτως. Δεν είναι, άλλωστε, νοητό για την έννομη τάξη η εκπλήρωση υποχρεώσεως, την οποία αυτή επιβάλλει, να αποκλείει την λυσιτελή άσκηση δικαιώματος που η ίδια αυτή τάξη αναγνωρίζει ούτε η λυσιτελής άσκηση του αναγνωριζόμενου δικαιώματος να εξαρτάται από την μη εκπλήρωση επιβαλλόμενης υποχρεώσεως.
3. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο ακύρωσε την ……../2010 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών, κατά το μέρος που αφορούσε πρόστιμα του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.) ύψους 400.000, 740.000, 1.400.000 και 1.487.048 ευρώ, λόγω μη τήρησης του ουσιώδους τύπου της σύνταξης νόμιμης έκθεσης κατάσχεσης τεσσάρων μερικώς εικονικών ως προς την αξία τους τιμολογίων πώλησης από την κυπριακή εταιρεία «……………..», για τη λήψη των οποίων από την αναιρεσίβλητη επιβλήθηκαν τα ανωτέρω πρόστιμα, καθόσον η υπ’ αριθμ. …………. έκθεση κατάσχεσης των ως άνω φορολογικών στοιχείων συντάχθηκε στα γραφεία της φορολογικής αρχής, δηλαδή σε τόπο που δεν είναι επιτρεπτή κατά το νόμο, (άρθρο 36 του π.δ. 186/1992 – Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 παρ. 2 και 3 του ν. 2648/1998), η κατάσχεση των εν λόγω τιμολογίων, και σε χρόνο μεταγενέστερο από το χρόνο της πραγματικής αφαίρεσης των στοιχείων αυτών, που έγινε κατά τη διάρκεια του ελέγχου που διενεργήθηκε στο υποκατάστημα της προσφεύγουσας στην Αλεξανδρούπολη στις 31.3.2008 και διήρκεσε έως τις 14.2.2010. Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στα από 18.9.2020 και 16.6.2021 υπομνήματα της αναιρεσίβλητης ενώπιον του Δικαστηρίου, (που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στις 22.9.2020 και 22.6.2021, αντίστοιχα) και προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, είναι δε γνωστό στο Δικαστήριο από άλλη δικαστική ενέργεια, σε εκτέλεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης εκδόθηκε, μετά από επανάληψη της διαδικασίας έκδοσης της ένδικης πράξης επιβολής προστίμου, η υπ’ αριθμ. ……… απόφαση επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών, με την οποία, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 7 παρ. 3 περ. β’ του ν. 4337/2015, καταλογίστηκαν εις βάρος της αναιρεσίβλητης, για την παράβαση της λήψης των παραπάνω μερικώς εικονικών ως προς την αξία τους τιμολογίων, πρόστιμα, ύψους 200.000, 370.000, 700.000 και 743.524 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής, η αναιρεσίβλητη άσκησε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Α.Α.Δ.Ε, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. ………./22.10.2018 απόφαση της Διεύθυνσης αυτής. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης, καθώς και της ως άνω υπ’ αριθμ. ……….. απόφασης επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ η αναιρεσίβλητη άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε με την 4539/2019 απόφαση του δικαστηρίου αυτού. Κατά της απόφασης αυτής του Διοικητικού Εφετείου η αναιρεσίβλητη άσκησε την με αριθμ. κατάθ. 1205/2020 αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία δεν έχει εκδικασθεί ακόμη.
4. Επειδή, η ένδικη υπ’ αριθμ. ……../2010 πράξη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών, ακυρώθηκε, κατά το μέρος που αφορούσε επιβολή σε βάρος της αναιρεσίβλητης τεσσάρων προστίμων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, για τυπικό λόγο, ήτοι για παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, καθόσον η έκθεση κατασχέσεως των τεσσάρων εν μέρει εικονικών τιμολογίων, για τη λήψη των οποίων από την αναιρεσίβλητη επιβλήθηκαν τα πιο πάνω πρόστιμα, κρίθηκε ως μη νόμιμη, κατά τα εκτιθέμενα στη σκέψη 3. Για το λόγο δε αυτό με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναπέμφθηκε, κατά το άρθρο 79 παρ. 3 περ. β’ του ν. 2717/1999, (Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), η υπόθεση στη φορολογική αρχή για την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας. Εν προκειμένω, ενόψει του λόγου για τον οποίο ακυρώθηκε η ένδικη πράξη με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η φορολογική αρχή μπορούσε, συμμορφούμενη προς την ως άνω απόφαση, να επαναλάβει τη διαδικασία κατάσχεσης των επίδικων τιμολογίων και στη συνέχεια να εκδώσει νέα πράξη επιβολής προστίμων του Κ.Β.Σ., η δε αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης θα ήταν λυσιτελής μόνο στην περίπτωση που η φορολογική αρχή δεν θα είχε προβεί σε καμία ενέργεια σε συμμόρφωση προς την απόφαση αυτή αλλά θα ανέμενε την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας περί του αν, εν προκειμένω, νομίμως ακυρώθηκε η πράξη επιβολής προστίμων του Κ.Β.Σ. από το Διοικητικό Εφετείο. Εφόσον, όμως, μετά από την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και σε εκτέλεση αυτής, εκδόθηκε νέα πράξη επιβολής προστίμου από τη φορολογική αρχή, ύστερα από επανάληψη της σχετικής διαδικασίας, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη και δεδομένου ότι το αναιρεσείον Δημόσιο δεν επικαλείται ειδικούς λόγους που θεμελιώνουν την κατ’ εξαίρεση λυσιτέλεια της αιτήσεώς του, η αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης παρίσταται αλυσιτελής, (βλ. ΣτΕ 1113/2020, ΣτΕ 796/2020, ΣτΕ 408/2020, ΣτΕ 1390/2019, ΣτΕ 592/2019, ΣτΕ 356/2019, ΣτΕ 264/2019, ΣτΕ 110/2019, ΣτΕ 2657/2018, ΣτΕ 1441/2018, ΣτΕ 757/2018, ΣτΕ 337/2018, ΣτΕ 3259/2017) και, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί Κατά την γνώμη, όμως, που μειοψήφησε, η έκδοση της νεότερης καταλογιστικής πράξεως της φορολογικής αρχής προς εκπλήρωση της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και τον νόμο υποχρεώσεως συμμορφώσεως προς την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν καθιστά την κρινόμενη αίτηση ως αλυσιτελώς στρεφόμενη κατά της αποφάσεως αυτής και, συνεπώς, η αίτηση αυτή θα έπρεπε να εξετασθεί περαιτέρω.
5. Επειδή, η κατά τα ανωτέρω κρατήσασα γνώμη απηχεί εσχάτως διαμορφωθείσα νομολογία, τείνουσα να παγιωθεί, σε αντίθεση με προϋφιστάμενη (ΣτΕ 1491/2019 σκ. 8, ΣτΕ 3578/2013, ΣτΕ 2593/2006, ΣτΕ 137/2004, 1646-7/1991 κ.ά.) από την οποία προκύπτει ότι η έκδοση από την Διοίκηση πράξεως σε συμμόρφωση προς δικαστική απόφαση, ακυρωτική αρχικής επί του αυτού αντικειμένου πράξεως, δεν επιδρά, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στην τύχη του ενδίκου μέσου που ασκήθηκε κατά της δικαστικής αυτής αποφάσεως. Λόγω σπουδαιότητας του ζητήματος αυτού, το Τμήμα υπό την παρούσα σύνθεση κρίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση με εισηγητή την Σύμβουλο Β. Πλαπούτα κατά την δικάσιμο της 2ας Νοεμβρίου 2022, η παρούσα δε απόφαση να κοινοποιηθεί στους διαδίκους.
Διά ταύτα
Απέχει να αποφανθεί οριστικά.
Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Β’ Τμήματος, κατά την δικάσιμο της 2ας Νοεμβρίου 2022, με εισηγητή την Σύμβουλο Β. Πλαπούτα.
Διατάσσει την κοινοποίηση της αποφάσεως στους διαδίκους.
Η διάσκεψη έγινε στις 5 Ιουλίου 2021.
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος
Σπ. Μαρκάτης
Η Γραμματέας
Κ. Ανδρέου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος
Σπ. Μαρκάτης
Η Γραμματέας του Β’ Τμήματος
Α. Ζυγουρίτσα