- Επειδή, κατά τα προεκτεθέντα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η έφεση του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε, μεταξύ άλλων, με την επάλληλη αιτιολογία ότι «4. […] η από 15.9.2005 ανακοπή του εκκαλούντος ήταν απορριπτέα και ως εκπρόθεσμη, σύμφωνα με το άρθρο 220 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. (τριακονθήμερη προθεσμία άσκησης ανακοπής), διότι σε κάθε περίπτωση, το ίδιο το εκκαλούν ισχυρίζεται με το δικόγραφο της κρινομένης εφέσεως ότι στις 18.4.2005 του κοινοποιήθηκε η προαναφερόμενη 395/8.4.2005 ατομική ειδοποίηση της Ι΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με την οποία έλαβε γνώση της επιβάρυνσής του με τις επίδικες προσαυξήσεις των 729.839,78 ευρώ.». Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι το δικάσαν Εφετείο, κατά παράβαση των δικονομικών κανόνων για τα όρια της εξουσίας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (ιδίως άρθρο 97 του Κ.Δ.Δ.), έκρινε, κατόπιν αυτεπάγγελτης εξέτασης του σχετικού ζητήματος, ότι η ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος ήταν απορριπτέα ως εκπρόθεσμη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει αχθεί ενώπιόν του, κατόπιν άσκησης έφεσης από το Δημόσιο, το οποίο καίτοι νικήσας διάδικος, θα είχε έννομο συμφέρον προς άσκηση έφεσης για τον συγκεκριμένο λόγο. Ως προς το παραδεκτό του συγκεκριμένου λόγου αναίρεσης βάσει του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) προβάλλεται ότι η σχετική κρίση της αναιρεσιβαλλομένης είναι αντίθετη προς πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, γίνεται δε επίκληση ειδικότερα των αποφάσεων ΣτΕ 775/2016, 2231/2013, 1885/2012, 1037/2003.
[…]
- Επειδή, κατά την κρατήσασα στο Τμήμα άποψη, την οποία διατύπωσαν ο Πρόεδρος Ι. Γράβαρης, η Σύμβουλος Κ. Φιλοπούλου και οι Πρόεδροι Φ. Γιαννακού και Κ. Μαρίνου, ο λόγος αυτός αναιρέσεως θα έπρεπε να απορριφθεί, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμος. Διότι, ναι μεν, όπως παγίως γίνεται δεκτό, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 79 (παρ. 1), 93 (παρ. 1), 95, 97 (παρ. 1 και 2), και 98 (παρ. 1) του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, Α΄ 97), που ισχύουν και επί ανακοπής (άρθρα 226 παρ. 1, 97 και 224 παρ. 1 και 2 του Κ.Δ.Δ., ΣτΕ 2621/2014) το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζει κατ’ αρχήν μόνο τα διατυπούμενα με την έφεση παράπονα του εκκαλούντος κατά της πρωτόδικης απόφασης και δεν μπορεί να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως πλημμέλεια της πρωτόδικης απόφασης για την οποία δεν προβλήθηκε σχετικός λόγος έφεσης, έστω και αν η πλημμέλεια αυτή συνίσταται στο ότι έγινε δεκτή προσφυγή η οποία ασκήθηκε απαραδέκτως· στην προκειμένη, όμως, περίπτωση το διοικητικό εφετείο, κρίνοντας, κατά τ’ ανωτέρω, ότι η ανακοπή ήταν, πάντως, απορριπτέα (και) ως εκπρόθεσμη, δεν εξέτασε αυτεπαγγέλτως πλημμέλεια της πρωτόδικης απόφασης την οποία θα έπρεπε, όπως ισχυρίζεται το αναιρεσείον, να έχει προβάλει κατ’ έφεση το Δημόσιο. Τέτοια πλημμέλεια ούτε υπήρχε ούτε, συνεπώς, μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο λόγου εφέσεως. Κι αυτό, γιατί στην πρωτόδικη απόφαση ούτε διαλαμβάνεται κρίση περί εμπροθέσμου της ανακοπής ούτε και ενυπάρχει, έστω σιωπηρώς τέτοια κρίση, ώστε να υπονοείται κρίση περί εμπροθέσμου ασκήσεώς της, αλλά, κατά τα προεκτεθέντα, απορρίφθηκε για άλλους λόγους απαραδέκτου. Υπό τα δεδομένα, συνεπώς, αυτά, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία του κρίνοντας επί μη μεταβιβασθέντος κεφαλαίου (τέτοιο κεφάλαιο δεν υπήρχε), αλλά, επιτρεπτώς κατ’ άρθρ. 98 παρ. 4 Κ.Δ.Δ. στήριξε το διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης και σε συμπληρωματική αιτιολογία (πρβλ. ΣτΕ 828/2015 σκ. 7, ΣτΕ 3157/1979, 4089/1991, 749/1989 υπό τον Κ.Φ.Δ. αλλά και ΑΠ 1566/1998). Κατόπιν αυτών, άλλωστε, τίθεται και ζήτημα απαραδέκτου της προβολής του πιο πάνω λόγου αναιρέσεως από την άποψη του ν. 3900/2010, διότι η ως άνω νομολογία που επικαλείται το αναιρεσείον ως αντίθετη έκρινε πάντως επί πραγματικού αποδοχής και όχι απορρίψεως, όπως εν προκειμένω, του ενδίκου βοηθήματος στον πρώτο βαθμό. Αν και κατά την άποψη του Συμβούλου Β. Αραβαντινού, η προαναφερθείσα πάγια νομολογία καταλαμβάνει όλες τις περιπτώσεις ακόμη και εκείνη της συγκεκριμένης υποκαταστάσεως αιτιολογίας. Κατά τη μειοψηφίσασα άποψη, επί εφέσεως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεσμεύεται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα και δύναται να εκφέρει κρίση μόνον επί των συγκεκριμένων κεφαλαίων της πρωτοβάθμιας απόφασης τα οποία έχουν αχθεί ενώπιόν του με την ασκηθείσα έφεση. Συνεπώς, σύμφωνα με τη γνώμη που μειοψήφισε, εν προκειμένω έσφαλε το δικάσαν δικαστήριο εξετάζοντας αυτεπαγγέλτως το εκπρόθεσμο της ασκηθείσας ανακοπής, δεδομένου ότι η υπόθεση δεν μεταβιβάσθηκε ως προς το κεφάλαιο αυτό στο Διοικητικό Εφετείο, και, συνεπώς, η κρίση του αυτή, που σχετίζεται με την εξουσία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της έφεσης, έρχεται σε αντίθεση προς την προαναφερθείσα νομολογία του ΣτΕ και ο σχετικός λόγος αναίρεσης παρίσταται βάσιμος.
[…]
- Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται, επίσης, ότι έσφαλε το δικάσαν Δικαστήριο δεχόμενο ότι έγγραφο όπως το ανωτέρω […], επιγραφόμενο ως «Ατομική Ειδοποίηση Ληξιπρόθεσμων Χρεών» δεν συνιστά εκτελεστή πράξη, παραδεκτώς προσβαλλόμενη με ανακοπή του άρθρου 217 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97, εφεξής Κ.Δ.Δ.), όταν με την τελευταία αμφισβητείται, όπως εν προκειμένω, μόνο το κεφάλαιο των προσαυξήσεων, η επιβολή και ο υπολογισμός των οποίων, έπεται της πράξης ταμειακής βεβαίωσης, δεν αποκλείεται δε να κοινοποιηθεί στον οφειλέτη ατομική ειδοποίηση περιλαμβάνουσα, το πρώτον, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, κατόπιν παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από την, εκ μέρους του, πλήρη γνώση της πράξης ταμειακής βεβαίωσης. Ως προς το παραδεκτό του συγκεκριμένου λόγου αναίρεσης, βάσει του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), προβάλλεται ότι δεν υφίσταται νομολογία του ΣτΕ σχετικά με το αν ασκείται παραδεκτώς ανακοπή κατά εγγράφου της αρμόδιας αρχής -το οποίο τιτλοφορείται μεν ως «Ατομική Ειδοποίηση Ληξιπρόθεσμων Χρεών» και με το οποίο καλείται ο οφειλέτης να καταβάλει την οφειλή του- αλλά τούτο δεν περιέχει όλα τα απαραίτητα, κατ’ άρθρο 4 του Κ.Ε.Δ.Ε., στοιχεία, στην περίπτωση, κατά την οποία, το εν λόγω έγγραφο περιλαμβάνει νέο στοιχείο σχετικά με την έκταση της οφειλής, όπως είναι ο υπολογισμός προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής του άρθρου 6 του Κ.Ε.Δ.Ε. Προβάλλεται, επίσης, ότι δεν υφίσταται νομολογία του ΣτΕ ως προς το νομικό ζήτημα της δυνατότητας άσκησης ανακοπής κατά ατομικής ειδοποίησης, ως προς μόνο το κεφάλαιο των προσαυξήσεων, όταν έχει ήδη ασκηθεί προηγουμένως άλλη ανακοπή κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης, στην οποία δεν τέθηκε ζήτημα για τη νομιμότητα επιβολής των προσαυξήσεων, για τον λόγο ότι αυτές δεν είχαν ανακύψει. Στην περίπτωση δε που η ατομική ειδοποίηση με την οποία γνωστοποιείται μεταγενέστερα η επιβολή προσαυξήσεων δεν προσβάλλεται αυτοτελώς αλλά θεωρείται, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι η παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη είναι αυτή της ταμειακής βεβαίωσης, τότε, η ανακοπή κατά της ατομικής ειδοποίησης θα θεωρείται ως δεύτερη ανακοπή κατά της ίδιας πράξης, με αποτέλεσμα να συντρέχει σοβαρός περιορισμός του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, διότι η επιβολή προσαυξήσεων καθίσταται απρόσβλητη και ανέλεγκτη δικαστικά.
- Επειδή, ως προς το νομικό ζήτημα που τίθεται με τον πιο πάνω λόγο αναίρεσης δεν προκύπτει πράγματι η ύπαρξη νομολογίας του ΣτΕ και, επομένως, ο λόγος αυτός είναι, από την άποψη αυτή, παραδεκτός.
- Επειδή, με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 217 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. κατά των εκτελεστών πράξεων που εκδίδονται στο πλαίσιο της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης, με βάση τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. (ν.δ. 356/1974, Α΄ 90, όπως ισχύει), οι οποίες (πράξεις) αποσκοπούν στην πλήρη ικανοποίηση της απαίτησης, της οποίας επιδιώκεται η είσπραξη (όπως είναι η ταμειακή βεβαίωση, η κατασχετήρια έκθεση κ.λπ.), παρέχεται στον οφειλέτη του Δημοσίου το ένδικο βοήθημα της ανακοπής (ΣτΕ 837/2016, 392/2017, 4411/2011, 1984/2018). Εξ άλλου, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ο Κ.Ε.Δ.Ε. προέβλεπε τα εξής (πριν την τροποποίησή του με τον ν. 4224/2013, Α´ 288) «Άρθρον 1 1. Η είσπραξις των εκ πάσης αιτίας δημοσίων εσόδων ενεργείται κατά τας διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος. 2. […] Άρθρον 2 Όργανα εισπράξεως – Νόμιμος τίτλος 1. Η είσπραξις των δημοσίων εσόδων ανατίθεται εις τα Δημόσια Ταμεία, τα λοιπά επί της εισπράξεως όργανα και τους ειδικούς ταμίας, εις ους έχει ανατεθή η είσπραξις ειδικών εσόδων, ενεργείται δε δυνάμει νομίμου τίτλου […] 2. Νόμιμος τίτλος είναι: α) Η κατά τους κειμένους νόμους βεβαίωσις και ο υπό των αρμοδίων Διοικητικών ή ετέρων αρμοδίων κατά νόμον Αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας δι’ ην οφείλεται […] Άρθρον 4 Ατομική ειδοποίησις 1. Άμα τη βεβαιώσει ποσού τινός εις το Δημόσιον Ταμείον ως δημοσίου εσόδου ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται επί πειθαρχική αυτού ευθύνη να αποστείλη προς τον οφειλέτην ατομικήν ειδοποίησιν, δυνάμενος και να κοινοποιήση ταύτην, περιέχουσαν τα στοιχεία του οφειλέτου, το είδος και το ποσόν του χρέους, το οικονομικόν έτος εις ο ανήκει τούτο, τον αριθμόν και την χρονολογίαν του τριπλοτύπου βεβαιώσεως και την χρονολογίαν πληρωμής του χρέους ή εκάστης δόσεως εις περίπτωσιν καταβολής εις δόσεις. Η ειδοποίησις αύτη αποστέλλεται προς τον οφειλέτην διά της Ταχυδρομικής Υπηρεσίας ή δι’ υπαλλήλων του Δημοσίου Ταμείου […] 2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον κοινοποιουμένη ατομική ειδοποίησις δεν εξομοιούται προς την επιταγήν προς πληρωμήν. 3. […] Άρθρον 5 Ληξιπρόθεσμον χρεών […] Άρθρον 6 Προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής 1. (όπως η παρ. 1 τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 28 του ν. 1882/1990, Α´ 43) Από την πρώτη εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μήνα που ακολουθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας κατά την οποία, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, γίνονται ληξιπρόθεσμα τα χρέη προς το Δημόσιο, επιβάλλονται σ’ αυτά προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής […] 2. Κατά την εκάστοτε είσπραξιν των δημοσίων εσόδων εισπράττεται υποχρεωτικώς και η επί του καταβαλλομένου ποσού της οφειλής αναλογούσα προσαύξησις λόγω εκπροθέσμου καταβολής. Άρθρον 7 Χρόνος λήψεως αναγκαστικών μέτρων. Από της επομένης ημέρας καθ’ ην κατά το άρθρον 5 του παρόντος Ν. Διατάγματος τα χρέη προς το Δημόσιον καθίστανται ληξιπρόθεσμα ο Διευθυντής του Ταμείου δικαιούται εις την λήψιν αναγκαστικών μέτρων κατά των οφειλετών διά το καθυστερούμενον μέρος του χρέους.». Κατά τις ως άνω διατάξεις, απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβολή των κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε. προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, οι οποίες συνιστούν κύρωση λόγω μη εμπρόθεσμης εξόφλησης βεβαιωμένου χρέους προς το Δημόσιο, είναι να έχει καταστεί το χρέος ληξιπρόθεσμο κατά την έννοια του άρθρου 5 του Κ.Ε.Δ.Ε., δηλαδή όχι μόνο να είναι ληξιπρόθεσμο και απαιτητό κατά το ουσιαστικό δίκαιο, αλλά να έχει περιέλθει στο αρμόδιο δημόσιο ταμείο, να έχει βεβαιωθεί σ’ αυτό ταμειακώς και να έχει παρέλθει η προβλεπόμενη στο εν λόγω άρθρο 5 προθεσμία, μετά τη συμπλήρωση της οποίας, η απαίτηση αυτή, μπορεί να εισπραχθεί με διοικητική εκτέλεση (ΣτΕ 1538/2015 επταμ. με περαιτέρω παραπομπές). Επίσης, η εν λόγω προσαύξηση εκπρόθεσμης καταβολής συνεισπράττεται κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. (άρθρο 6 παρ. 2) με την κύρια οφειλή (ΣτΕ 367/2002, 2027/2000, 473/1989 Ολομ.), η δε είσπραξή της μπορεί να επιδιωχθεί με τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη (πρβλ. ΣτΕ 367/2002). Όπως δε έχει κριθεί (ΣτΕ 2080/2014 7μ.), με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1, 2, 4 και 7 του Κ.Ε.Δ.Ε. και 217 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. «οργανώνεται συνεκτικό σύστημα εισπράξεως δημοσίων εσόδων, με σκοπό το μεν να καθίσταται δυνατή και να μη ματαιώνεται η, συνταγματικώς άλλωστε επιβαλλομένη (άρθρο 4 παράγραφος 5 του Συντάγματος), είσπραξη των χρεών προς το Δημόσιο, με παράλληλη, όμως, έγκαιρη ενημέρωση του οφειλέτη του Δημοσίου, ο οποίος δύναται να ασκεί επικαίρως τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που του παρέχει ο νόμος. Στο πλαίσιο αυτό, ο οφειλέτης του Δημοσίου, εις βάρος του οποίου έχει ήδη γίνει η εν ευρεία εννοία βεβαίωση του οφειλομένου ποσού, την οποία μπορεί, κατά κανόνα, να αμφισβητήσει δικαστικώς, με την διεξαγωγή διαγνωστικής δίκης, πληροφορείται, με κοινοποίηση προς αυτόν της ταμειακής βεβαιώσεως του χρέους ή της ατομικής ειδοποιήσεως, την νομιμότητα της οποίας δύναται, βεβαίως, να αμφισβητήσει δικαστικώς, με την διεξαγωγή δίκης περί την εκτέλεση, ότι υπάρχει πλέον εις βάρος του νόμιμος τίτλος (εν στενή εννοία βεβαίωση) και ότι έχει ήδη καταστεί οφειλέτης. Εννοείται ότι, χωρίς την κοινοποίηση αυτή, δεν μπορεί να χωρήσει εγκύρως η περαιτέρω διαδικασία (βλ. ΣτΕ 1566/2012, 4417/2011). Έννομη συνέπεια τούτου είναι το μεν ότι ο οφειλέτης γνωρίζει ευθέως εκ του νόμου (άρθρο 5 ΚΕΔΕ) πότε το βεβαιωμένο χρέος του καθίσταται ληξιπρόθεσμο, το δε, ευθέως πάλι εκ του νόμου (άρθρο 7 ΚΕΔΕ), ότι από την επομένη της ημέρας κατά την οποία το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο, είναι δυνατή η λήψη εις βάρος του αναγκαστικών μέτρων για την είσπραξη του χρέους.».
- Επειδή, κατά τον χρόνον έκδοσης του ενδίκου ως άνω 395/8.4.2005 εγγράφου ίσχυε το άρθρο 67 του π.δ. 16/1989 (Α΄ 6), με το οποίο (π.δ.) ρυθμίζονται ζητήματα εσωτερικής λειτουργίας Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών καθώς και των καθηκόντων των υπαλλήλων αυτών (ΣτΕ 2274-2275/2017), και στο οποίο, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο (ήτοι μετά τη συμπλήρωσή του με το άρθρο 8 του π.δ. 2/1999, Α´ 2), ορίζονται τα εξής: «Ατομικές ειδοποιήσεις οφειλετών 1. Οι εκδότες ή άλλοι υπάλληλοι της Δ.Ο.Υ. εκδίδουν με βάση τους τίτλους είσπραξης ατομικές ειδοποιήσεις για τους οφειλέτες σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α΄) για την καταβολή της οφειλής τους. Κάθε ατομική ειδοποίηση πρέπει να περιέχει το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο ή την επωνυμία του οφειλέτη και τη διεύθυνση αυτού, τον αριθμό της ειδοποίησης, το είδος της οφειλής και το συνολικό ποσό αυτής, τον αριθμό των δόσεων και την ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης. Για τις οφειλές που καταβάλλονται “εφάπαξ” σημειώνεται αυτό καθώς και η ημερομηνία καταβολής. Κάθε ατομική ειδοποίηση καταχωρίζεται στο βιβλίο ατομικών ειδοποιήσεων ονομαστικά από το οποίο παίρνει και τον αύξοντα αριθμό. Ο αριθμός της ειδοποίησης καταχωρίζεται στις αντίστοιχες εγγραφές των τίτλων είσπραξης και των ατομικών δελτίων χρεών. Στο τέλος κάθε τίτλου είσπραξης γίνεται πράξη από τον αρμόδιο υπάλληλο ότι εκδόθηκαν όλες οι ατομικές ειδοποιήσεις και υπογράφεται απ’ αυτόν. 2. […] 3. […] 4.- Ειδικές ειδοποιήσεις εκδίδονται πριν την έκδοση παραγγελίας κατάσχεσης ή προγράμματος πλειστηριασμού. Οι ειδοποιήσεις αυτές καταχωρίζονται σε ξεχωριστά βιβλία “ατομικών ειδοποιήσεων προ κατάσχεσης” και “ατομικών ειδοποιήσεων προ πλειστηριασμού”. 5.- Όλες οι ατομικές ειδοποιήσεις στέλνονται στους οφειλέτες με τα Ελληνικά Ταχυδρομεία (ΕΛ-ΤΑ), ή με υπάλληλο της Δ.Ο.Υ. ή με κοινοποίηση διαμέσου οποιασδήποτε αρχής. 6. Οι ατομικές ειδοποιήσεις οφειλετών αποστέλλονται: α) Η αρχική ατομική ειδοποίηση γνωστοποίησης οφειλής, η οποία είναι μηχανογραφημένη, είτε από Γραφείο Βεβαίωσης της Δ.Ο.Υ., είτε από την Κεντρική Βάση του ΚΕΠΥΟ και β. Η ατομική ειδοποίηση γνωστοποίησης του ληξιπροθέσμου χρέους, καθώς και οι επόμενες ειδοποιήσεις των ενεργειών αναγκαστικής είσπραξης, από το Γραφείο Είσπραξης Ληξιπροθέσμων Οφειλών.».
- Επειδή, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 67 του π.δ. 16/1989 προβλέπεται η αποστολή από τη Δ.Ο.Υ. στον οφειλέτη ειδικής ατομικής ειδοποίησης ληξιπρόθεσμων χρεών (“ειδοποίηση προ κατασχέσεως”), μέσω δε αυτής γνωστοποιείται στον οφειλέτη η επικείμενη λήψη εις βάρος του μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης. Ήδη, η συγκεκριμένη ειδική πρόσκληση / ειδοποίηση προ κατασχέσεως ενσωματώθηκε στον Κ.Ε.Δ.Ε. με το άρθρο 7 παρ. 7 του ν. 4224/2013, με το οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 7 του Κ.Ε.Δ.Ε, ως “Ατομική Ειδοποίηση Υπερημερίας”: «1. Αναγκαστικά μέτρα δεν λαμβάνονται πριν παρέλθουν τριάντα (30) ημέρες από την κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 4174/2013 στον υπόχρεο, οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο, ατομικής ειδοποίησης υπερημερίας, στην οποία αναφέρονται: α) το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία και τα στοιχεία του υπόχρεου, β) ο Α.Φ.Μ. του υπόχρεου, εφόσον έχει εκδοθεί, γ) η ημερομηνία έκδοσης της ειδοποίησης, καθώς και παραπομπές στον αντίστοιχο αριθμό και χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή στον αριθμό του νόμιμου τίτλου, συμπεριλαμβανομένων σχετικών προθεσμιών, ημερομηνιών καταβολής και αριθμού δόσεων, δ) το είδος και το ποσό της οφειλής, ε) η εντολή καταβολής του ποσού της οφειλής, στ) ο τρόπος πληρωμής του ποσού της οφειλής, ζ) μνεία ότι οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής ή οι τόκοι του άρθρου 6 του παρόντος υπολογίζονται μέχρι την ολοσχερή εξόφληση αυτής, η) μνεία ότι, εφόσον ο υπόχρεος δεν προβεί σε εξόφληση εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της ειδοποίησης, η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να προβεί στη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη των ποσών που αναφέρονται σε αυτή, εκτός εάν ο υπόχρεος υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης των οφειλών του, εντός της ανωτέρω προθεσμίας. 2. Δεν απαιτείται η κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης υπερημερίας για την επιβολή κατάσχεσης στις περιπτώσεις κατάσχεσης χρημάτων ή χρηματικών απαιτήσεων στα χέρια του υπόχρεου ή τρίτου. 3. Η κατά το παρόν άρθρο κοινοποιούμενη ατομική ειδοποίηση δεν εξομοιώνεται με επιταγή προς πληρωμή. 4. […]» (βλ. και την οικεία εισηγητική έκθεση).
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το επίδικο ως άνω […] έγγραφο, καθ’ ο μέρος με αυτό προσδιορίσθηκαν το πρώτον οι μέχρι της εκδόσεώς του προσαυξήσεις τις οποίες, κατά τη Διοίκηση, όφειλε το αναιρεσείον και των οποίων εκείνο αμφισβητούσε αυτοτελώς τη νομιμότητα για τους προεκτεθέντες λόγους, λογίζεται, κατά την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, ερμηνευομένων εν όψει και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ότι είχε εκτελεστό χαρακτήρα, υποκείμενο σε ανακοπή του άρθρου 217 Κ.Δ.Δ. Έτσι, ο μεν οφειλέτης, εφόσον θεωρεί ότι η Διοίκηση προβαίνει σε παράνομο υπολογισμό των προσαυξήσεων, δύναται να επιτύχει έγκαιρη και αποτελεσματική δικαστική προστασία χωρίς να παραμένει σε εκκρεμότητα ζήτημα με σοβαρές γι’ αυτόν συνέπειες και να απαιτείται να προβάλλει τις αιτιάσεις του κατά του κεφαλαίου των προσαυξήσεων μεταγενεστέρως και μόνον με την άσκηση ανακοπής κατά των κατασχετηρίων πλέον εκθέσεων των άρθρων 10, 30 και 36 του Κ.Ε.Δ.Ε.· παράλληλα δε και το Δημόσιο δεν ζημιούται από την ταχύτερη επίλυση της σχετικής αμφισβητήσεως. Επομένως, η κρίση του δικάσαντος Εφετείου ότι το ασκηθέν ένδικο βοήθημα κατά της 395/8.4.2005 ατομικής ειδοποίησης ασκήθηκε απαραδέκτως κατά μη εκτελεστής πράξεως, είναι μη νόμιμη, ο σχετικός ως άνω λόγος λόγος αναιρέσεως παρίσταται βάσιμος.
Παραπεμπτική στην επταμελή σύνθεση