Με την πρώτη κρινόμενη έφεση αιτείται η εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. 8144/2020 πρωτόδικης απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, ενώ με τη δεύτερη αίτηση ζητείται η μεταρρύθμιση της ίδιας απόφασης, με την οποία κρίθηκε ότι ο εκκαλών – εφεσίβλητος δικαιούται να λάβει το ποσό των α) 2.300 ευρώ, ως αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, την οποία υπέστη από την πρόκληση πλήρους κώφωσης άμφω, που επήλθε από παράνομη ρίψη χειροβομβίδας κρότου λάμψης, στην οποία προέβη αστυνομικό όργανο κατά τη διάρκεια επεισοδίων που έλαβαν χώρα, στις 15.6.2011, στην πόλη της Αθήνας, β) 37.755,88 ευρώ, σε κεφάλαιο εφάπαξ, ως διαφυγόν κέρδος λόγω του ανωτέρω τραυματισμού του, γ) 100.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας του ιδίου ως άνω τραυματισμού του, καθώς και δ) 50.000 ευρώ, ως αποζημίωση για την αναπηρία και την παραμόρφωση που υπέστη εξαιτίας του τραυματισμού του, ήτοι συνολικά το ποσό των 190.055,88 ευρώ. Στην κατ’ έφεση δίκη, επιτρέπεται η προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών, εφόσον αφορούν κεφάλαια τα οποία είχαν αμφισβητηθεί στην πρωτόδικη δίκη και η μη προβολή τους κατ’ αυτήν κρίνεται δικαιολογημένη. Επισημαίνεται ότι με το υπόμνημα μπορεί μόνο να γίνει ανάπτυξη των ισχυρισμών που έχουν προβληθεί παραδεκτώς με το δικόγραφο της αγωγής ή με το δικόγραφο πρόσθετων λόγων. Αναφορικά με την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση τονίζεται ότι η ίδια γεννάται και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή από παραλείψεις οφειλόμενων νόμιμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης. Εν περιπτώσει βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου από όργανο του Δημοσίου, η αποζημίωση περιλαμβάνει εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει (θετική και αποθετική), οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον (μελλοντική αποθετική ζημία ή διαφυγόν κέρδος) ή θα ξοδεύει επιπλέον, εξαιτίας της αυξήσεως των δαπανών του (μελλοντική θετική ζημία) (929 εδ. α΄ του ΑΚ). Ανεξαρτήτως της αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο της ουσίας δύναται να επιδικάσει σε βάρος του Δημοσίου εύλογη, κατά την κρίση του και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Ακόμη, το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης δεν συναρτάται προς τη συγκεκριμένη, κάθε φορά, περιουσιακή και δημοσιονομική κατάσταση του Δημοσίου· ούτε όμως το περιουσιακό και οικονομικό μέγεθος του Δημοσίου επιδρά στον καθορισμό του ύψους αυτής. Ειδικώς για τον παθόντα την αναπηρία ή την παραμόρφωση, επιδικάζεται ένα εύλογο χρηματικό ποσό χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, το ύψος δε του επιδικαζόμενου εύλογου χρηματικού ποσού καθορίζεται με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμόρφωσης και την ηλικία του παθόντος. Η νομοθεσία για την Ελληνική Αστυνομία, παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, αποβλέπει και στην προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών, και, συνεπώς, η παραβίασή τους από κρατικά όργανα, με πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας, δύναται να στοιχειοθετήσει, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση. Με την 9531/2018 απόφασή του, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι ο εκκαλών – εφεσίβλητος, στις 15.6.2011, δέχτηκε σφοδρότατες επιθέσεις στη συμβολή των οδών Φιλελλήνων και Ξενοφώντος, στο πλαίσιο της άσκησης των επαγγελματικών, δημοσιογραφικών καθηκόντων του, προκειμένου να καταγράψει, για λογαριασμό της ειδησεογραφικής εταιρείας, με την οποία συνεργαζόταν τη δεδομένη χρονική περίοδο, την προγραμματισμένη συγκέντρωση, στην πλατεία Συντάγματος, των μελών συνδικαλιστικών οργανώσεων και πολιτικών κομμάτων. Συγκεκριμένα, από την εξέταση των αποδεικτικών μέσων, προέκυψε ότι το αστυνομικό όργανο έριξε μία χειροβομβίδα κρότου λάμψης προς το μέρος που βρισκόταν ο εκκαλών – εφεσίβλητος, η οποία εξερράγη στην είσοδο στοάς. Την αποδεικτική ισχύ του παράνομου χαρακτήρα της προαναφερθείσας πράξης από το όργανο του Δημοσίου επιβεβαιώνει η διορισθείσα από το δικαστήριο πραγματογνωμοσύνη, σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας οι χειριστές χειροβομβίδων κρότου λάμψεως δεν είχαν την ανάλογη γνώση περί πυρομαχικών και εκρηκτικών υλών για τη σωστή τακτική χρησιμοποίησής τους και όφειλαν να γνωρίζουν τα λεπτά σημεία λειτουργίας και τους μηχανισμούς. Η γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας του εκκαλούντος – εφεσίβλητου, ως οψιγενές στοιχείο, προσκομίζεται παραδεκτώς στην κατ’ έφεση δίκη και επιτρέπεται να ληφθεί νομίμως υπόψη. Η δε πλήρης κώφωση άμφω του εκκαλούντος – εφεσίβλητου, συνδέεται αιτιωδώς με τη ρίψη χειροβομβίδας στην είσοδο στοάς από όργανο του Δημοσίου, πράξη πρόσφορη να επιφέρει από μόνη της, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου παράγοντα, την προκληθείσα βλάβη στην υγεία του παθόντος την αναπηρία και την παραμόρφωση. Ενόψει του ότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της πιστοποίησης αναπηρίας, ο εκκαλών – εφεσίβλητος κρίθηκε ανάπηρος με ποσοστό αναπηρίας 90% κατά ιατρική πρόβλεψη, από 1.11.2021 έως εφ’ όρου ζωής, γεγονός που επηρεάζει το μέλλον του, δηλαδή την επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξή του, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να μεταρρυθμισθεί ως προς το κεφάλαιό της. Απορρίπτει την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου.