Η ικανότητα διαδίκου αποτελεί απαραίτητη δικονομική προϋπόθεση για τη δυνατότητα έκδοσης απόφασης επί της ουσίας. Η έφεση που ασκείται κατά νομικού προσώπου που νίκησε στη δίκη, αλλά δεν υπάρχει κατά τον χρόνο άσκησης του ένδικου μέσου είναι απαράδεκτη. Είναι δυνατή η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου για χρηματικές απαιτήσεις δυνάμει οριστικής απόφασης, ακόμη και αν δεν είναι καταψηφιστική, αλλά απλώς αναγνωριστική.
Αριθμός απόφασης 190/2020
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Ευαγγελία Καρδάση, Πρόεδρο Εφετών, Ελευθερία Κώνστα-Εισηγήτρια, Αλεξάνδρα Λιόλιου, Εφέτες, και από το Γραμματέα Ιωάννη Κατσανούλη.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 23 Οκτωβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση στην οποία διάδικοι είναι:
ΑΙΤΟΥΝΤΕΣ: 1) Ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ-ΕΜΠΟΡΙΚΉ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ-ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΚΑΓΚΕΛΩΝ» με το διακριτικό τίτλο «… ΑΒΕΕ», η οποία εδρεύει στο Δήμο Καλαμπάκας-Τρικάλων και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) …, κάτοικος Καλαμπάκας-Τρικάλων, 3) …, κάτοικος Καλαμπάκας-Τρικάλων, οι οποίοι παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, Ιωάννας Τριαντάφυλλου και Γεωργίου Διαμαντόπουλου, και 4) Ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ-ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΟΥΦΩΜΑΤΩΝ» με το διακριτικό τίτλο «… ΑΒΒΕ», η οποία εδρεύει στο Δήμο Καλαμπάκας Τρικαλων και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.
ΚΑΘΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ: …, κάτοικος Καστρακίου-Καλαμπάκας, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Κωνσταντίνου Ευθυμίου.
Οι αιτούντες, με την υπ’ αριθμό καταθέσεως ./28-9-2020 αίτηση ανάκλησης συντηρητικής κατάσχεσης κατ’ άρθρο 724 παρ. 2 ΚΠολΔ, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, παραστάθηκαν, κατέθεσαν έγγραφα σημειώματα ισχυρισμών, στα οποία αναφέρθηκαν και ζήτησαν όσα αναφέρονται σ’ αυτά.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 62 ΚΠολΔ, ικανός να είναι διάδικος είναι, όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, και, κατά το άρθρο 61 ΑΚ τα νομικά πρόσωπα αποκτούν προσωπικότητα με την τήρηση των όρων που αναγράφει ο νόμος. Ειδικότερα επί ανωνύμων εταιρειών η ικανότητα αυτή αρχίζει μετά τη σύσταση τους, από την καταχώρηση στο δελτίο ΑΕ και ΕΠΕ της Εφημερίδας της Κυβέρνησης της εγκριτικής Υπουργικής Απόφασης του καταστατικού της ανώνυμης εταιρείας, παύει δε να υπάρχει από τη λύση της εταιρείας με οποιαδήποτε τρόπο. Εξ άλλου κατ’ άρθρο 517 εδ.α’ ΚΠολΔ η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήσαν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή κληροδόχων τους. Και κατά το άρθρο 73 ΚΠολΔ το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν συντρέχει ή κατά το άρθρο 62 προϋπόθεση. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η έφεση που ασκείται κατά νομικού προσώπου, που νίκησε μεν στη δίκη, αλλά δεν υπάρχει κατά το χρόνο άσκησης του ένοικου μέσου, είναι απαράδεκτη και απορριπτέα, διότι η ικανότητα να είναι διάδικος αποτελεί απαραίτητη δικονομική προϋπόθεση για τη δυνατότητα έκδοσης απόφασης επί της ουσίας. Περαιτέρω κατά το άρθρο 68 παρ. 1 και 2 του ΚΝ 2190/1920 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του π.δ. 498/1987 (ΦΕΚ Α’236) η συγχώνευση ανωνύμων εταιρειών, μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε με απορρόφηση, είτε με σύσταση νέας εταιρείας (άρθρο 68 παρ. 1). Συγχώνευση δε με απορρόφηση είναι πράξη με την οποία μία η περισσότερες εταιρείες (απορροφούμενες), οι οποίες λύονται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, μεταβιβάζουν σε άλλη υφιστάμενη ανώνυμη εταιρεία (απορροφούσα) το σύνολο της περιουσίας τους (ενεργητικό και παθητικό) υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Κατά το άρθρο 75 παρ.1 ιδίου Νόμου (όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 του ως άνω π.δ/τος) από την καταχώρηση στο Μητρώο των Ανωνύμων Εταιρειών της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης, που προβλέπεται από το άρθρο 74, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα χωρίς καμία άλλη διατύπωση, τόσο για τις συγχωνευόμενες εταιρείες όσο και έναντι τρίτων τα ακόλουθα αποτελέσματα; α) Η απορροφούσα εταιρεία υποκαθίσταται σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ή των απορροφουμένων εταιρειών και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή, β)…. γ) Η απορροφούμενη ή οι απορροφούμενες εταιρείες παύουν να υπάρχουν. Και κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα εταιρεία ή κατ’ αυτής χωρίς καμία ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγο:) της συγχώνευσης, βίαιη διακοπή της δίκης, ούτε να απαιτείται δήλωση για την επανάληψη τους. Εν προκειμένω, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ-ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΟΥΦΩΜΑΤΩΝ» με το διακριτικό τίτλο «… ABBΕ», παρασταθείσα ως διάδικος . (εναγομένη) τόσο κατά την πρωτοβάθμια δίκη όσο και ενώπιον του Εφετείου Λάρισας, αποδεικνύεται ότι απορροφήθηκε από την πρώτη αιτούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ Β1ΟΤΕΧΝΙΚΗ-ΕΜΠOPΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ-ΠΑΡΑΔΟΣ1ΑΚΩΝ ΚΑΓΚΕΛΩΝ» με το διακριτικό τίτλο «1…. ΑΒΕΕ» με συγχώνευση των δύο ανωνύμων εταιρειών δυνάμει της υπ’ αριθ. …/27.9.2010 πράξης του συμβολαιογράφου Καλαμπάκας …-η οποία διορθώθηκε με την υπ’ αρ../2010 πράξη του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου- και μεταγράφτηκε νόμιμα στον τόμο . με α/α . των Βιβλίων Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας, ενώ δημοσιεύτηκε στο υπ’ αριθμόν ./13-5-2010 (Φ.Ε.Κ.) Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ) ανακοίνωση για την καταχώριση στο οικείο μητρώο ανωνύμων εταιριών της πιο πάνω συγχώνευσηc με απορρόφηση για τις συγχωνευθείσες εταιρίες, με αναφορά στον αριθμό του οικείου ΦΕΚ (ΑΠ 1229/2018, 1324/2008). Η έννοια της κατά τα άνω συγχώνευσης είναι ότι με αυτή η συγχωνευόμενη εταιρία παύει να υφίσταται χωρίς να μεσολαβήσει εκκαθάριση εξαφανιζόμενη ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και ότι η νέα εταιρία, ως διάδοχος των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες (ΑΠ 883/2012). Συνεπώς είναι απαράδεκτη η ασκηθείσα εκ μέρους της αίτηση ανάκλησης συντηρητικής κατάσχεσης διότι έπαυσε να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο έχοντας συγχωνευθεί με απορρόφηση της από την πρώτη αιτούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΒΕΕ», η οποία καθίσταται καθολική διάδοχος της, αφού η εν λόγω καθολική διαδοχή, έλαβε χώρα πριν από την άσκηση της έφεσης και της υπό κρίση αίτησης.
2. Σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ.1 και 2 του άρθρου 724 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πέμπτο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23-7-2015, με έναρξη ισχύος την 1-1-2016 [άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015]) ορίζεται ότι ο δανειστής μπορεί με βάση διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων καθώς και με οριστική απόφαση να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση ή ορίζεται ότι πρέπει να καταβληθεί με τη διαταγή πληρωμής. Ο νεωτερισμός που επέφερε ο ν. 4335/2015 είναι ότι προσέθεσε ως τίτλο για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ή επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης την οριστική δικαστική απόφαση επιπλέον, τόσο του τίτλου της διαταγής πληρωμής που προβλέπει και προέβλεπε η διάταξη και πριν την τροποποίηση της όσο και της δικαστικής απόφασης που διατάσσει την εγγραφή της προσημείωσης που προβλέπει το άρθ. 1274 ΑΚ και που το άρθ. 706 ΚΠολΔ την ρυθμίζει ως ασφαλιστικό μέτρο, αν συντρέξουν οι κατά νόμο προϋποθέσεις για την επιβολή ασφαλιστικών μέτρων (άρθ. 682 ΚΠολΔ). Ενόψει του ότι η διαταγή πληρωμής δεν παρουσιάζει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης από την οριστική απόφαση που δέχθηκε την αγωγή και διέγνωσε την ισχύ της επικαλούμενης χρηματικής αξίωσης του δανειστή, αλλά απεναντίας υπάρχει υπεροχή της τελευταίας, κρίθηκε αναγκαία από τον νομοθέτη η εισαγωγή της υφιστάμενης ρύθμισης με την οποία καθιερώνεται και η οριστική απόφαση ως τίτλος για την αυτοδύναμη εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και για την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης (βλ.αιτ.εκθ. Ν.4335/2015). Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει, ότι η διαταγή πληρωμής και πλέον και η οριστική απόφαση είναι, και μάλιστα αμέσως μόλις εκδοθεί, δίχως να χρειάζεται η προηγούμενη επίδοση της στον οφειλέτη, τίτλος για την αυτοδύναμη εκ μέρους του δανειστή επιβολή και ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης και την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης (Μπέη, Η χρησιμότητα της αυτοδύναμης συντηρητικής κατάσχεσης με διαταγή πληρωμής, ΔΙ 979, σ. 350 351). Ο οφειλέτης όμως και στην περίπτωση αυτή δύναται να αμυνθεί ασκώντας την προβλεπόμενη κατ’ άρθρο άρθρο 724 § 2 ΚΠολΔ αίτηση αναστολής της εκτέλεσης της συντηρητικής κατάσχεσης για συγκεκριμένους όμως πλέον και ρητά προβλεπόμενους στο άρθρο αυτό λόγους, ενώπιον του δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, το οποίο και θα εκδικάσει την, εν λόγω, αίτηση κατά τη διαδικασία του άρθρου 702 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, το δικαστήριο προκειμένου να χορηγήσει την αιτηθείσα αναστολή πρέπει να πιθανολογήσει την εξόφληση ή την ανυπαρξία της χρηματικής απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής. Σε περίπτωση μερικής εξόφλησης ή μερικής ανυπαρξίας της απαίτησης, δύναται να διατάξει μερική αναστολή, τον περιορισμό δηλαδή αντίστοιχα του ποσού για το οποίο επιβλήθηκε η συντηρητική κατάσχεση. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την ολική αναστολή εκτέλεσης των ασφαλιστικών μέτρων, που έχουν ως τίτλο διαταγή πληρωμής ή οριστική απόφαση, η διάταξη της παρ.2 του άρθρου 724 ΚΠολΔ, παρέχει την δυνατότητα στο δικαστήριο, ανεξάρτητα από την όποια δυνατότητα μερικής αναστολής της εκτέλεσης τους ή και παράλληλα με αυτή, να περιορίσει την εκτέλεση τους σε ορισμένα μόνον περιουσιακά στοιχεία, εφόσον πείθεται ότι τα στοιχεία αυτά είναι επαρκή για την εξασφάλισης της απαίτησης. Ο όρος «αναστολή» του ασφαλιστικού μέτρου, που χρησιμοποιείται στην προκειμένη διάταξη (724 παρ.2 ΚΠολΔ) έχει την έννοια της ανάκλησης του ασφαλιστικού μέτρου (Β.Βαθρακοκοίλη, ΕρμΚΠολΔ, άρθρ.724, αριθμ.9). Όμοια είναι και η δυνατότητα που παρέχεται από την διάταξη του άρθρου 702 παρ.3 ΚΠολΔ προκειμένου για ασφαλιστικά μέτρα που επιβλήθηκαν ή πρόκειται να επιβληθούν σε εκτέλεση σχετικής απόφασης. Η ρύθμιση των άρθρων 702 παρ.3 και 724 παρ.2, αποτελεί ειδική εκδήλωση των άρθρων 116 ΚΠολΔ και 692 παρ.3 ΚΠολΔ, που καθιερώνουν αντίστοιχα την τήρηση των κανόνων της καλής πίστης και το ανεπίτρεπτο λήψης από το δικαστήριο περισσότερων ασφαλιστικών μέτρων από όσα είναι αναγκαία. Εξάλλου, η δυνάμει διαταγής πληρωμής ή οριστικής απόφασης εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου αποτελεί ασφαλιστικό μέτρο (ΕφΠατρ 983/2009, Κατράς σε Σύστημα Ασφαλιστικών μέτρων κ.λπ. έκδοση Γ παρ.54.Στ.5, σελ. 330) και ανεξάρτητα από τον τρόπο που γράφτηκε (δηλαδή όχι δυνάμει δικαστικής απόφασης) η ανάκληση του διατάσσεται με τις διατάξεις των ασφαλιστικών μέτρων.
2. Από την παραπάνω διάταξη, προκύπτει ότι, μετά την ισχύ του Ν 4335/2015, τίτλο για την αυτοδύναμη εκ μέρους του δανειστή επιβολή και του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης (και της προσημείωσης), ως εξασφαλιστικό μέτρο για την ικανοποίηση της απαίτησης που του επιδικάστηκε, και δη για το ποσό που αυτή αφορά, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ II, 2000, 724, αρ. 1, όπου παραπομπές σε νομολογία) αποτελεί και η οριστική απόφαση, ακόμη και εάν δεν είναι προσωρινώς εκτελεστή, αφού κάτι τέτοιο δεν απαιτείται κατά το άρθρο, και μάλιστα μόλις εκδοθεί, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη επίδοση της στον οφειλέτη (βλ. ΜΕφΛαρ 6/2019, ΕφΑΔΠολ 1 (2019) 87, ΕφΘεσ 2480/2017 ΕλλΔνη.1737, με παρατηρήσεις Κατρά, ΕλλΔνη2017.1741, Κράνη, Οι τροποποιήσεις του ΚΠολΔ-ν.4335/2015, Εισήγηση σε ημερίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Κοζάνης, Φραγκουδάκη, Η οριστική απόφαση ως τίτλος εγγραφής προσημείωσης υποθήκης και επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης μετά την τροποποίηση του άρθρου 724 ΚΠολΔ με το ν. 4335/2015, ΝοΒ 67.13. βλ. όμως αντίθετα Ρόκας, Ζητήματα από την εφαρμογή του νέου άρθρου 724 ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2017.127). Τέθηκε, λοιπόν, το ζήτημα εφόσον ο νομός δεν κάνει διάκριση, εάν η διαταξη του άρθρου 724 παρ. 1 ΚΠολΔ, κάνοντας λόγο για «οριστική απόφαση» εννοεί μόνο την καταψηφιστική απόφαση ή και την αναγνωριστική ή διαπλαστική απόφαση βάση της οποίας είναι δυνατή η εγγραφή προσημείωσης ή επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης. Κατά την μάλλον κρατούσα στην θεωρία άποψη, η οριστική απόφαση που μπορεί να ενεργοποιήσει τη δυνατότητα επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης και εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, κατ’ άρθρ. 724 ΚΠολΔ, θα πρέπει, κατά τη νομική της φύση, να είναι καταψηφιστικη, και όχι απλώς αναγνωριστική ή διαπλαστική (βλ. Δημ.Τσικρικά γνωμοδότηση σε Ε.ΠολΔ. 2018, Ιωάννη Ρόκα άρθρο-μελέτη σε ΕλλΔνη 2017(58). 1297-1303, Ι.Κατρά, παρατηρήσεις στην ΕφΘεσ 2480/2017,ΕλΔνη 2017, σελ. 1 742), άποψη που φαίνεται να ενστερνίζεται και μέρος της νομολογίας (ΤρΕφΑΘ 2549/2019. ΤρΕφΑΘ 6451/2019. στην ΤΝΠ QUALEX, ΜΠρΑΘ 1295/2018 ΕφΑΔΠολΔ, 11/2019, σελ. 1196 – 1198 με παρατηρήσεις Ευθυμίου Χ. σελ. 1198 – 1202, βλ. και ΑΠ 251/2020 όπου τίθεται το ζήτημα χωρίς υιοθετείται συγκεκριμένη άποψη). Υπέρ της ανωτέρω άποψης συνηγορεί η διατύπωση της εν λόγω διάταξης που σύμφωνα με το γράμμα της επιτρέπει την εγγραφή προσημειώσεων υποθήκης και την συντηρητική κατάσχεση «για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση». Επίσης, στην αιτιολογική έκθεση όπου γίνεται αναφορά σε «οριστική και μη καταστάσα τελεσίδικη απόφαση» ως τίτλο αυτοδύναμης επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης (ή εγγραφής προσημείωσης υποθήκης), κατ’ άρθρ. 724 ΚΠολΔ, κατά την άποψη αυτή, δεν εννοεί οποιαδήποτε απόφαση αλλά καταφάσκει αίτημα παροχής έννομης προστασίας, εννοώντας προφανώς την πρωτόδικη καταψηφιστικη απόφαση. Κατά έτερη διατυπωθείσα άποψη, η οριστική απόφαση που εκδίδεται με πλήρη απόφαση για την ασφαλιστέα απαίτηση και συνεπώς παρέχει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης σε σχέση με την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων (που αρκείται σε πιθανολόγηση), αποτελεί τίτλο για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ή την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης, ακόμη και αν δεν είναι καταψηφιστική αλλά αναγνωριστική απλώς της ασφαλιστέας απαίτησης (βλ. Κράνης Δ. Αρμ.2020,2 και ο ίδιος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, 2020, άρθρο 724. σελ. 223). Αιτιολογείται δε η άποψη αυτή εκ του γεγονότος ότι στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 4335/2015 αναφέρεται ότι η διαταγή πληρωμής «δεν παρουσιάζει περισσότερα εχέγγυα ορθής κρίσης από την οριστική απόφαση που δέχθηκε την αγωγή και διέγνωσε την ισχύ της επικαλούμενης χρηματικής αξίωσης του δανειστή», και συνεπώς υπό την έννοια μόνο της διάγνωσης γίνεται με την νέα ρύθμιση αναφορά σε οριστική απόφαση επιδικάζουσα την ασφαλιστέα απαίτηση (βλ. και ΑΠ 251/2020, όπου αναδεικνύεται ο οικείος προβληματισμός χωρίς όμως να υιοθετείται συγκεκριμένη άποψη). ʼλλωστε για την εγγραφή υποθήκης (ΑΚ1263), όπως και για την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη (ΑΚ 1323 παρ.2) αρκεί τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση για την ασφαλιστέα απαίτηση. Την τελευταία αυτή άποψη υιοθετεί και το παρόν δικαστήριο διότι, επιπλέον, σκοπός της διάταξης του άρθρ. 724 ΚΠολΔ, είναι να αποτραπεί, μέσω της απαγόρευσης διάθεσης (βλ. άρθρ. 715 § 1, 4 ΚΠολΔ), ο επικείμενος κίνδυνος αποξένωσης του οφειλέτη από περιουσιακά του στοιχεία προς το σκοπό ματαίωσης της ικανοποίησης του δανειστή. Συγκεκριμένα, ο ως άνω επικείμενος κίνδυνος (βλ. και άρθρ. 682 § 1 ΚΠολΔ) αποτελεί προϋπόθεση επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης, ανεξάρτητα από αν η τελευταία επιβάλλεται κατόπιν δικαστικής απόφασης που την διατάσσει (άρθρ. 707 ΚΠολΔ), αρκούντως η πιθανολόγηση επικείμενου κινδύνου, ως προϋπόθεση λήψης του ασφαλιστικού μέτρου (άρθρ. 682 § 1 ΚΠολΔ) ή αυτοδύναμα δυνάμει διαταγής πληρωμής ή οριστικής απόφασης, κατ’ άρθρ. 724 ΚΠολΔ, η δε έλλειψη επικείμενου κινδύνου στην τελευταία περίπτωση θα αποδεικνύεται από τον οφειλέτη στο πλαίσιο αίτησης ανάκλησης του ασφαλιστικού μέτρου. Εξάλλου, στην περίπτωση που η εν λόγω απόφαση δεν έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή και, ως εκ τούτου, ο δανειστής δεν έχει δυνατότητα επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης, προκρίνεται ότι είναι επιβεβλημένη η διασφάλιση της μελλοντικής ικανοποίησης των απαιτήσεων του (όταν αποκτήσει εκτελεστό τίτλο) με την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης ή της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης. Μάλιστα, η χορήγηση στο δανειστή του δικαιώματος εγγραφής προσημείωσης υποθήκης προς το σκοπό της διασφάλισης της προνομιακής ικανοποίησης των απαιτήσεων του σε μελλοντικό χρόνο είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου κατά του οφειλέτη. Όπως γίνεται πλέον δεκτό, ακόμα και αν απορρίφθηκε αίτημα να κηρυχθεί η οριστική απόφαση προσωρινά εκτελεστή (ή αν δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα), δεν θίγεται η δυνατότητα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης ή επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης με βάση την απόφαση αυτή, καθόσον η απόρριψη του αιτήματος τούτου εμποδίζει μεν την ικανοποίηση, μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης, της επίδικης απαίτησης, δεν εμποδίζει, όμως, την λήψη ασφαλιστικών μέτρων, όπως είναι η προσημείωση υποθήκης και η συντηρητική κατάσχεση (ΜΕφΛαρ 6/2019,ΕφΑΔΠολ (2019). 87, ΕφΘεσ 2480/2017 ΕλλΔνη 2017.1737. ΜΕφΑθ 1033/2019 ΕφΑΔ 2020,399, ΜΕφΑΘ 2647/2018 ΝοΒ 2018,1658). Δηλαδή ο νομοθέτης αλλά και η πρόσφατη ως άνω εκτεθείσα νομολογία αποσυνδέει την νέα ρύθμιση από την εκτελεστότητα της οριστικής απόφασης και συνεπώς, κατά την άποψη του παρόντος δικαστηρίου και από τον καταψηφιστικό χαρακτήρα της ως τίτλου κατά το άρθρο 724 ΚΠολΔ (Κράνης, ο.π. σελ.225).
3. Η κρατούσα και εν προκειμένω υποστηριζόμενη γνώμη δέχεται ότι εφόσον επιτρέπεται η συντηρητική κατάσχεση ή εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, κατ’ άρθρ. 724 ΚΠολΔ με τίτλο οριστική απόφαση, κατ’ άρθρ. 724 ΚΠολΛ, το ίδιο αυτό ασφαλιστικό μέτρο μπορεί να επιβληθεί και με τελεσίδικη απόφαση. Επισημαίνεται ότι εφόσον υφίσταται εκτελεστός τίτλος ικανός να στηρίζει αναγκαστική εκτέλεση (βλ. άρθρ.904, 951 ΚΠολΔ) και να οδηγήσει στην άμεση ικανοποίηση της χρηματικής απαίτησης, τότε η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης για την εξασφάλιση της ίδιας απαίτησης θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να αποκλειστεί, ιδίως, μάλιστα, αν πρόκειται για τον ισχυρότερο (λόγω και του δεδικασμένου, βλ. άρθρ. 321, 933 § 4 ΚΠολΔ) και δικονομικά ωριμότερο εκτελεστό τίτλο, δηλαδή την τελεσίδικη απόφαση. Συνεπώς, αν ο δανειστής επιδιώξει με αίτηση του προς το αρμόδιο δικαστήριο την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης για απαίτηση εξοπλισμένη με τίτλο εκτελεστό, η αίτηση αυτή τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος, εκτός αν, κατ’ εξαίρεση, δεν είναι εφικτή η άμεση επίσπευση της εκτελεστικής διαδικασίας, οπότε υφίσταται ειδικό έννομο συμφέρον λήψης προσωρινής έννομης προστασίας. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση επιβολής αυτοδύναμης συντηρητικής κατάσχεσης, κατ’ άρθρ. 724 ΚΠολΔ, χωρίς την παρεμβολή δικαιοδοτικής κρίσης, καθώς πρόκειται για το ίδιο αυτό ασφαλιστικό μέτρο. Δικαιολογείται, όμως, η επιβολή τέτοιου ασφαλιστικού μέτρου παρά την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου στις περιπτώσεις και μόνο εκείνες όπου είναι αδύνατη η άμεση επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, διότι τότε συντρέχει το απαιτούμενο κατά τα παραπάνω ειδικό έννομο συμφέρον. Ενισχυτικό της δυνατότητας λήψης αυτοδύναμων ασφαλιστικών μέτρων με τίτλο τελεσίδικη απόφαση, αποτελεί και το πρόσθετο επιχείρημα ότι εφόσον δύναται να ανασταλεί η αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται δυνάμει τελεσίδικης απόφασης με την άσκηση έκτακτου ενδίκου μέσου (αναψηλάφηση ή αναίρεση), τότε θα πρέπει η τελεσίδικη δικαστική απόφαση να εξομοιωθεί με τη διαταγή πληρωμής και την οριστική απόφαση των οποίων έχει ανασταλεί η εκτελεστότητα (άρθρ. 632 § 3, 912 ΚΠολΔ), ώστε να αποτελεί τίτλο επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης (βλ. Ευθυμίου ο.π.).
4. Επίσης, δεν πρέπει να παροράτε ότι στη συντηρητική κατάσχεση δεν υφίσταται προδικασία, γιατί σ’ αυτήν προέχει η ταχύτητα της διαδικασίας και ο αιφνιδιασμός του οφειλέτη. Προϋπόθεση για τη λήψη γενικώς του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης είναι η ύπαρξη επικείμενου κινδύνου, που πρέπει να αποτραπεί και ως τέτοιος νοείται ο κίνδυνος να ματαιωθεί τελικά, η ικανοποίηση της κρίσιμης απαίτησης του δανειστή, είτε διότι μέχρις ότου η απαίτηση του δανειστή εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο, ο οφειλέτης θα έχει αποξενωθεί από τη διαθέσιμη περιουσία του, είτε διότι θα έχει βλάψει, αλλοιώσει και γενικώς αποκρύψει τα περιουσιακά του στοιχεία, είτε τέλος διότι τα περιουσιακά του στοιχεία θα έχουν επιβαρυνθεί με δικαιώματα υπέρ τρίτων (Ι. Ν. Κατράς «Σύστημα Ασφαλιστικών Μετρούν- Αναγκαστικής Εκτέλεσης-Διαταγών πληρωμής και απόδοσης μισθίου», 2013, σελ. 336).
Συνεπώς, η ελαττωμένη περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη δεν δικαιολογεί μόνη αυτή τη συντηρητική κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων, αφού ανάγκη εξασφαλίσεως της απαιτήσεως του δανειστή δεν δημιουργείται όταν ο οφειλέτης είναι κάτοχος μικρής περιουσίας, αλλά όταν υφίσταται κίνδυνος εκποιήσεως, αποκρύψεως, επιβαρύνσεως και γενικώς βλάβης της περιουσίας του. Απαιτείται, όπως και στα λοιπά ασφαλιστικά μέτρα, επικείμενος κίνδυνος ή επείγουσα περίπτωση.
5. Εξάλλου, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν.4335/2015, που αφορά την διάταξη του άρθρου 697 ΚΠολΔ, η τελευταία δεν θέτει περιορισμούς για την ανάκληση ή τη μεταρρύθμιση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων, που δεν εκδόθηκε από το δικαστήριο της κύριας δίκης και προπάντων δεν απαιτεί μεταβολή των πραγμάτων. Έτσι η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση ενεργεί ως υποκατάστατο των καταρχήν απαγορευμένων από το άρθρο 699 ΚΠολΔ ενδίκων μέσων, δηλαδή μπορεί να βασίζεται και σε νομικά ή ουσιαστικά σφάλματα της αποφάσεως, εξαιτίας των οποίων δεν είναι πλέον δικαιολογημένη η συνέχιση των μέτρων που διέταξε. Ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος επέβαλλε, κατά το νομοθέτη, τον έλεγχο αποφάσεως που απέρριψε ασφαλιστικό μέτρο προς αποκατάσταση της ισότητας των όπλων μεταξύ των διαδίκων. Έτσι, με την συμπληρωματική ρύθμιση του Ν. 4335/2015, το δικαστήριο της κυρίας δίκης έχει την δυνατότητα και ευχέρεια, εκτιμώντας το ενώπιον του εισφερθέν αποδεικτικό υλικό να καταστήσει ανενεργό, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση που εσφαλμένως απέρριψε το ασφαλιστικό μέτρο και να διατάξει, κατόπιν σχετικώς υποβληθέντος αιτήματος, τη λήψη νέου ή τροποποιημένου ασφαλιστικού μέτρου. Επίσης, από το ίδιο το άρθρο 697 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, το οποίο δικάζει την κυρία υπόθεση, μπορεί ύστερα από αίτηση του διαδίκου που έχει έννομο συμφέρον και υποβάλλεται είτε σε κάποια στάση της δίκης για την εκκρεμή κύρια υπόθεση είτε και αυτοτελώς, δηλαδή κατά πάντα χρόνο και ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη στάσης δίκης για την πιο πάνω υπόθεση και χωρίς ακόμη επίκληση και πιθανολόγηση νέων στοιχείων (μεταβολή πραγμάτων) να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα με βάση μόνο τα στοιχεία της δικογραφίας (βλ. σχετ. ΕφΑθ. 9248/1990, ΕλλΔνη 32/1637 όπου και άλλες παραπομπές). Η ανακλητική αίτηση, που απευθύνεται, σύμφωνα, με το άρθρο 697 ΚΠολΔ, στο δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την κύρια δίκη, στο πλαίσιο της εκκρεμοδικίας της αγωγής, λειτουργεί ως υποκατάστατο των ενδίκων μέσων, που απαγορεύονται κατά το άρθρο 699 ΚΠολΔ. Για το λόγο αυτό η ανακλητική αίτηση αυτή παύει να ασκεί αυτή τη λειτουργία (του υποκατάστατου των απαγορευμένων ενδίκων μέσων) εκεί που επιτρέπεται η άσκηση έφεσης, όπως για την προσωρινή ρύθμιση της νομής ή κατοχής (άρθρο 734 § 3 ΚΠολΔ) οπου απαιτείται επίκληση και πιθανολόγηση νέων στοιχείων (βλ. σχ. Κ. Μπέη ΠολΔ άρθρο 697 σελ. 203 και σημ. 18 όπου και παραπομπές). Και ναι μεν στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 697 ΚΠολΔ γίνεται λόγος μόνο για το Πολυμελές Πρωτοδικείο, γίνεται όμως δεκτό ότι αρμόδιο να δικάσει ανακλητική αίτηση είναι και το Εφετείο, αν εκκρεμεί σ’ αυτό η κύρια υπόθεση, ενόψει του ότι το πρώτο εδάφιο της παραπάνω διάταξης δεν κάνει καμία διάκριση (βλ. σχ. ΑΠ 1846/1983, ΕΕΝ 51/782-ΕφΑΘ 9248/1990 όπου πιο πάνα) όπου και παραπομπές). Η εκκρεμοδικία, η οποία παύει με την έκδοση της οριστικής απόφασης και αναβιώνει με την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως διαρκεί δε μέχρι την έκδοση αποφάσεως υπό του Εφετείου (βλ. σχ. ΑΠ 2056/1984, Δ. 17/65-ΕφΑΘ. 3158/1990 Δ. 22/491 με ενημερωτικό σημείωμα Κ. Παναγόπουλου κάτω από αυτήν), στην προκείμενη περίπτωση νοείται με την τυπική έννοια του όρου, δηλαδή απαιτείται έφεση που έχει ασκηθεί και είναι απλά υποστατή, χωρίς να απαιτείται και παραδεκτή άσκηση έφεσης (π.χ. εμπρόθεσμη). Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι για τις διαφορές που ανακύπτουν σε σχέση με την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης ή την εγγραφή και εξάλειψη της προσημείωσης, που έγιναν με βάση διαταγή πληρωμής ή οριστική απόφαση, ο νόμος δίνει προτίμηση στο δικαστήριο που εξέδωσε απόφαση ή την διαταγή πληρωμής. Αν όμως έχει ασκηθεί ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ή έφεση κατά της οριστικής απόφασης, η αρμοδιότητα περιέρχεται στο δικαστήριο στο οποίο ασκήθηκε η ανακοπή ή η έφεση, γιατί αυτό συνιστά δικαστήριο της κύριας υπόθεσης, κατά των έννοια των άρθρων 3 1 και 697 ΚΠολΔ, και κατ’ ακολουθίαν είναι αποκλειστικώς αρμόδιο λόγω συνάφειας για τα παρεπόμενα ζητήματα (ΕρμΚΠολΔ, Β.Βαθρακοκοίλη, άρθρ. 724, αριθμ. 11). Συνεπώς, αρμόδιο δικαστήριο να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης των ασφαλιστικών μέτρων που έχουν τίτλο διαταγή πληρωμής η οριστική απόφαση ή να την περιορίσει σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία είναι το δικαστήριο που εξέδωσε την διαταγή πληρωμής ή την απόφαση. Μετά όμως την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής ή την άσκηση έφεσης κατά της οριστικής απόφασης, και όσο διαρκεί η εκκρεμοδικία, αρμόδιο είναι το δικαστήριο της ανακοπής ή της έφεσης αντίστοιχα. Η σχετική αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 702 ΚΠολΔ στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 724 παρ.2 ΚΠολΔ δικάζεται με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και υποβάλλεται και αυτοτελώς και ανεξάρτητα από στάση δίκης (Δ. Κράνης, ο.π, σελ. 228). Είναι αληθές ότι αν επιβληθεί αυτοδύναμη συντηρητική κατάσχεση, κατά το άρθρο 724 παρ.1 ΚΠολΔ, με βάση οριστική, απόφαση τότε ρητά η δεύτερη παράγραφος του άρθρου αυτού (724 πα.2) ορίζει ότι για τον περιορισμό της εκτελέσεως στο αναγκαίο μέτρο (ήτοι μερική ανάκληση του μέτρου) αρμόδιο είναι το δικαστήριο που εξέδωσε την οριστική απόφαση. Η διάταξη όμως αυτή είναι ατελής όταν αφορά πρωτοβάθμια απόφαση γι’ αυτό και έχει κριθεί ότι όταν η κύρια υπόθεση είναι πλέον εκκρεμής στο Εφετείο πρέπει να εφαρμοσθεί αναλογικά η συνισχύουσα γενική διάταξη του άρθρου 697 ΚΠολΔ, οπότε το Εφετείο, (και σε αυτοτελής πριν από την έφεση δικάσιμο) μπορεί (ως δικαστήριο αρμόδιο για την κύρια υπόθεση να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει εν μέρει (δηλαδή να περιορίσει) το ασφαλιστικό μέτρο που επιβλήθηκε αυτοδυνάμως. Η λύση αυτή δεν έχει δογματικές αγκυλώσεις, εξυπηρετεί την οικονομία της δίκης και παρέχει εχέγγυα ορθότερης ουσιαστικής κρίσης, αφού το Εφετείο έχει όλο τον φάκελο ενώπιον του ((ΜΕφΛαρ 6/2019, Ε(ρΑΔΠολ (2019). 87, ΕφΘεσ 2480/2017 ΕλλΔνη 2017.1737, ΜΕφΑθ 1033/2019, ΕφΑΔ 2020.399, ΜΕφΑΘ 2647/2018, ΝοΒ 2018.1658 βλ. και αντιθ. άποψη ΜΕΠατρών 354/2019 στη ΝΟΜΟΣ, ΜΕΘεσ 391/2018 ΕλλΔνη 2018,775).
6. Στην προκειμένη περίπτωση οι αιτούντες με την υπό κρίση από 21-9-2020 (αρ.κατ../2020) αίτηση τους εκθέτουν ότι κατόπιν της από 23-11-2009 και με αριθμό κατάθεσης ./2009 αγωγής που άσκησε σε βάρος τους, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, ο καθ’ ού η αίτηση, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 88/2014 οριστική απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή και αναγνωρίστηκε ότι υποχρεούνται οι αιτούντες-εναγόμενοι να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 114.344 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Ότι κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν εκατέρωθεν εφέσεις από τα διάδικα μέρη, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ’αρ.88/2020 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου δυνάμει της οποίας, αφού συνεκδικάσθηκαν σε σχέση με τους παρόντες διαδίκους έγιναν δεκτές και αφού εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση έγινε κατά ένα μέρος δεκτή η αγωγή και αναγνωρίστηκε ότι οι ανωτέρω αιτούντες-εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στον καθ’ού η αίτηση το συνολικό ποσό των 361.344 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ότι κατατέθηκε εκ μέρους τους ενώπιον του Αρείου Πάγου η με αρ. κατ. ./14.7.2020 αίτηση αναίρεσης, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 27.9.2021 ενώ με την υπ’αρ. 114/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου κατ’ άρθρο 565 παρ.2 ΚΠολΔ ανεστάλη η εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης του Εφετείου Λάρισας για το πέραν των 100.000 ευρώ επιδικασθέν κεφάλαιο και για τους τόκους συνολικά, έως ότου εκδοθεί απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως. Ότι ο καθού η αίτηση με βάση την ανωτέρω τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση επέβαλε με το από 12.6.2020 κατασχετήριο συντηρητική κατάσχεση εις χείρας έξι τραπεζών ιδρυμάτων («ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε», «EUROBANK ERGASIAS Α.Ε.», «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ .Ε.», «ATTICA BANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΑΙΡΕΙΑ» και στην «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΥΝ.ΠΕ») ως τρίτων, για κάθε είδους χρηματική απαίτηση που ενδέχεται να έχει οι ως άνω οφειλέτες κατά καθεμιάς εκ των τραπεζών αυτών. Ότι η επιβληθείσα εκ μέρους του καθ’ ού συντηρητική κατάσχεση των τραπεζικών λογαριασμών του είναι μη νόμιμη, διότι κατά τους ισχυρισμούς τους η διάταξη του άρθρου 724 § 1 ΚΠολΔ, που κάνει λόγο για «οριστική απόφαση» εννοεί προδήλως την καταψηφιστική απόφαση και όχι την αναγνωριστική όπως η ανωτέρω με βάση την οποία επιβλήθηκε η επίδικη συντηρητική κατάσχεση. Ότι σε κάθε περίπτωση, δεν δικαιολογείται η επιβολή της τελευταίας καθόσον δεν υφίσταται επικείμενος κίνδυνος προς τούτο. Με βάση το ιστορικό αυτό οι αιτούντες ζητούν να ανασταλεί η ενέργεια της υπ’ αριθ. 88/2020 τελεσίδικης αναγνωριστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας (τακτικής διαδικασίας) ως τίτλου για την αυτοδύναμη επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης επί των αναφερομένων τραπεζικών λογαριασμών και να καταδικαστεί ο καθ’ ού στην δικαστική τους δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αίτηση παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται για να δικαστεί κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 702, 724 παρ. 2 και 683 επ. ΚΠολΔ), ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην μείζονα σκέψη, είναι καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο για την εκδίκαση της, ως το δικαστήριο που εξέδωσε την οριστική απόφαση σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην υπό στοιχείο (5) μείζονα της παρούσας. Είναι δε και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 724 παρ.2, 697 ΚΠολΔ σε σχέση με τον λόγο αναστολής που αναφέρεται στη μη ύπαρξη επικείμενου κινδύνου για την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης. Σε σχέση όμως με τον λόγο που αναφέρεται στην παράνομη επιβολή της επίδικης συντηρητικής κατασχέσεως με την ανωτέρω αναγνωριστική απόφαση, αυτός είναι μη νόμιμος και απορριπτέος και τούτο διότι σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην υπό στοιχείο (2) μείζονα σκέψη της παρούσας, κατά την ορθότερη άποψη που υιοθετεί και το παρόν δικαστήριο, είναι δυνατή η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου για χρηματικές απαιτήσεις δυνάμει οριστικής απόφασης ακόμα και εάν δεν είναι καταψηφιστική αλλά απλώς αναγνωριστική όπως στην προκειμένη περίπτωση διότι σκοπός της διατάξεως είναι η αποτροπή ματαίωσης της ικανοποίησης της απαίτησης ώστε να καθίσται αναγκαία η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης δυνάμει του άρθρου 724 ΚΠολΔ. Εξάλλου, όταν με τις διατάξεις των άρθρων 631 και 632 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με το Ν. 4335/2015, ορίζεται πλέον ότι, όσο διαρκεί η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής αναστέλλεται η εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής, επιτρέπεται όμως να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 724 καθώς η αναστολή εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής με δικαστική απόφαση δεν εμποδίζει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων με το άρθρο 724 ΚΠολΔ, αποσυνδέοντας την εκτελεστότητα της διαταγής πληρωμής από την επιβολή ασφαλιστικών μέτρων, θα ήταν παράδοξο να μην υφίσταται δυνατότητα επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης με οριστική αναγνωριστική απόφαση. Επιπλέον επιχείρημα στηριζόμενο στην εξεταζόμενη περίπτωση αποτελεί και η δυνατότητα που είχαν οι αιτούντες κατ’ άρθρο 565 ΚΠολΔ να αιτηθούν την αναστολή εκτέλεσης της τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης, γεγονός που πέτυχαν με την υπ’ αρ. 114/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, και συνεπώς σαφώς και ανακύπτει ζήτημα εξέτασης εάν υφίσταται επικείμενος κίνδυνος. Επίσης, εφόσον η μερική αναστολή εκτελεστότητας της τελεσίδικης απόφασης δεν εμποδίζει την λήψη του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης λόγω της διαφοροποίησης τόσο στις προϋποθέσεις όσο και στον σκοπό επιβολής της τελευταίας από την αναγκαστική εκτέλεση, επιβάλλεται υπό τις προϋποθέσεις του νόμου η εξασφάλιση της ικανοποίησης της αξίωσης του δανειστή μέσω της συντηρητικής κατάσχεσης. Περαιτέρω πρέπει να σημειωθεί ότι για το ποσό των 100.000 ευρώ ως προς το οποίο δεν ανεστάλη η εκτέλεση της με αριθ. 88/2020 αναγνωριστικής απόφασης του δικαστηρίου τούτου με την με αριθ. 114/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, εξεδόθη η 108/2020 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, και ως εκ τούτου μέχρι του ποσού αυτού (ήτοι των 100.000 ευρώ) η επιβληθείσα με το από 12.6.2020 κατασχετήριο συντηρητική κατάσχεση δυνάμει της ανωτέρω αναγνωριστικής απόφασης, ως τίτλου εκτελεστού, ισχύει πλέον αυτοδικαίως ως αναγκαστική και η υπό κρίση αίτηση όσον αφορά το συγκεκριμένο ποσό, καθίσταται άνευ αντικειμένου. Πρέπει επομένως κατά τα λοιπά η υπό κρίση αίτηση, καθ΄ό μέρος κρίθηκε νόμιμη να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο που δικαστηρίου τούτου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται και την εν γένει διαδικασία πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα: Ο καθ’ ού η αίτηση άσκησε, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, σε βάρος των αιτούντων την από 23.11.2009 (και με αριθμό κατάθεσης ./10.12.2009) αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ.88/2014 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου με την οποία αφού απερρίφθη η αγωγή ως προς την εναγομένη …, στην συνέχεια, σε σχέση με τους υπόλοιπους έγινε εν μέρει δεκτή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα ήδη καθού η αίτηση, το ποσό των 114.344 ευρώ. Την εν λόγω οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αφενός η πρώτη, ο δεύτερος και η τρίτη εναγόμενοι και ήδη πρώτη, δεύτερος και τέταρτη εκ των αιτούντων, με την από 5.8.2014 (και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/22.9.2014) έφεση τους και αφετέρου ο ενάγων και ήδη καθ. ού ή αίτηση με την από 29.9.2014 (και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/30.9.2014) έφεση του. Επί των ανωτέρω εφέσεων εκδόθηκε η υπ. αριθ. 88/2020 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία αφού συνεκδίκασε τις ως άνω εφέσεις, σε σχέση με τους διαδίκους, δέχτηκε αυτές εν μέρει κατ’ ουσία, και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνωρίστηκε ότι οι ανωτέρω αιτούντες-εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στον καθ‘ ού η αίτηση-ενάγοντα το συνολικό ποσό των 361.344 ευρώ με νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ακολούθως, ο καθ’ ού η αίτηση προκειμένου να εξασφαλισθεί η παραπάνω απαίτηση του σε βάρος των εναγομένων, προέβη, με βάση την προειρημένη τελεσίδικη απόφαση, σε συντηρητική κατάσχεση εις χείρας έξι πιστωτικών ιδρυμάτων, ως τρίτων, κάθε είδους χρηματικής απαίτησης που ενδέχεται να έχουν οι παραπάνω οφειλέτες του, κατά κάθε μίας εκ των τραπεζών αυτών και από οποιαδήποτε αιτία. Συγκεκριμένα, με βάση την παραπάνω τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση και δυνάμει του από 12-6-2020 κατασχετηρίου ο καθ’ ού η αίτηση επέβαλε συντηρητική κατάσχεση στα χέρια των κατωτέρω τραπεζών ως τρίτων και μέχρι του ποσού των 769.196,51 ευρώ,: 1) Του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.», 2) Του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ E.F.G. EUROBANK – ERGAS1AS Α.Ε.», 3) του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε.», 4) Του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε» 5) Του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «ATTICA BANK, ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», το οποίο εδρεύει στην Αθήνα, και 6) «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΥΝ.ΠΕ» όπως λ νόμιμα εκπροσωπούνται. Ο δεύτερος των αιτούντων ισχυρίζεται ότι διατηρεί στο όνομα του ακίνητη περιουσία, απαλλαγμένη από κάθε βάρος και εμπράγματη ασφάλεια ικανή να ικανοποιήσει την απαίτηση του καθ’ ου η αίτηση, όπως προκύπτει από το φορολογικό έντυπο Ε9 και συγκεκριμένα: α) τρία ακίνητα, προφανώς διαμερίσματα, εμβαδού 73,80τμ, έτους κατασκευής 1971 επί της οδού … στην πόλη της Καλαμπάκας, β) ακίνητο, επί του οδού επίσης … εμβαδού 203,80 τ.μ., έτους κατασκευής 1940, γ) ακίνητο εμβαδού 143,40 τ.μ., έτους κατασκευής 1973, επί της οδού … στην πόλη των Τρικάλων, με ποσοστό συνιδιοκτησίας 50%, δ) δύο αγροτεμάχια στην θέση «ΧΑΝΙΑ» στην περιοχή της Καλαμπάκας, 10 και 2 στεμμάτων αντίστοιχα, ε) αγροτεμάχιο στην θέση «.» στην Καλαμπάκα, εμβαδού 4.919 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησία 50%, στ) αγροτεμάχιο 885 τ.μ. στην θέση «.» στη Καλαμπάκα, ι) αγροτεμάχιο 7 στρεμμάτων στην θέση «.» στην Καλαμπάκα. Επίσης στην αιτούσα … ανήκει το έτερο 50% του ακινήτου ευρισκόμενου επί της οδού … στην πόλη των Τρικάλων. Όπως δε προκύπτει από τις με αρ.πρωτ. ./21-7-2020 βεβαιώσεις της αναπληρώτριας υποθηκοφύλακα Καλαμπάκας, επί των ανωτέρω ευρισκομένων στην περιοχή της Καλαμπάκας ακινήτων δεν υφίσταται κανένα βάρος ούτε έχει εγγραφεί συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση. Από κανένα στοιχείο, όμως, δεν προέκυψε η αξία των ανωτέρω ακινήτων, και ως εκ τούτου δεν πιθανολογήθηκε ότι επαρκούν για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του καθ’ ού. Εξάλλου, δεν πιθανολογήθηκε ότι οι αιτούντες έχουν αλλά εμφανή περιουσιακά στοιχεία ικανά να ικανοποιήσουν την απαίτηση του καθ’ ού. Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη αιτούσα είναι μια εταιρία που συνεχίζει να δραστηριοποιείται επαγγελματικά, διατηρεί προσωπικό αποτελούμενο από δεκατρείς (13) εργαζομένους και δεν έχει προβεί μέχρι τώρα σε καμία ενέργεια αποξένωσης της από την περιουσία της προκειμένου να καταστήσει άνευ αντικειμένου τυχόν αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος αυτής. Όμως ούτε αυτή, ούτε και οι λοιποί αιτούντες επικαλέσθηκαν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ύπαρξη άλλης πέραν της ανωτέρω ακίνητης περιουσίας στο όνομα τους, ο δε μάρτυρας αποδείξεως … λογιστής της εταιρίας των αιτούντων αναφέρθηκε στον τζίρο των εργασιών αυτής που προσδιόρισε σε 2.500.000 με 3.000.000 ευρώ χωρίς να προσδιορίζει καν το κέρδος της επιχείρησης, αν και τόσο ο τζίρος όσο και τα κέρδη αποτελούν οικονομικά μεγέθη του ισολογισμού και όχι υποστατά περιουσιακά στοιχεία. Εξάλλου, από τις δε προσκομιζόμενες λίστες μεταχρονολογημένων επιταγών και πελατών για το πρόγραμμα «ΕΞΟΙΚΟΝΟΜΩ» με τις καταβληθείσες προκαταβολές, προκύπτει ότι η εταιρία πρόκειται να εισπράξει το ποσό των 162.255,09 ευρώ και 600,64 ευρώ αντίστοιχα, ποσά όμως που δεν καλύπτουν ούτε το κεφάλαιο της απαίτησης του καθ’ ού που ανέρχεται σε 361.344 ευρώ ενώ κάθε περίπτωση αφορούν τον τζίρο της επιχείρησης και δεν αποτελούν «καθαρό» έσοδο αυτής. Συνεπώς ενόψει και του μεγάλου ύψους της απαιτήσεως του καθ’ ού, σε συνδυασμό με τη μη ύπαρξη εμφανών περιουσιακών στοιχείων των αιτούντων ικανών να ικανοποιήσουν την απαίτηση του καθ’ ού, πιθανολογείται η επισφαλής οικονομική τους κατάσταση και ο επικείμενος κίνδυνος να μείνει ανικανοποίητη η ως άνω απαίτηση του καθ’ ού. Συνακόλουθα η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολο της και να επιβληθεί σε βάρος των αιτούντων, που ηττήθηκαν, η δικαστική δαπάνη του καθ’ ού (άρθρα 176 και 191 παρ.2 Κ.Πολ.Δ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την ασκηθείσα εκ μέρους της τετάρτης αιτούσας αίτηση.
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αιτούντες στην καταβολή μέρους δικαστικών του καθ’ ού, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Λάρισα στις 16 Νοεμβρίου 2020, δημοσιεύθηκε δε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 14 Νοεμβρίου 2020, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ