Η αρνητική αγωγή ασκείται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας. Διατάραξη της νομής αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνο ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα, η δε διατάραξη αυτή έχω ως συνέπεια την μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση εκμετάλλευση και απόλαυση ορισμένων μόνο εξουσιών εκ της κυριότητας επί του πράγματος. Εναγόμενος στην αρνητική αγωγή είναι καθένας που με πράξη ή παράλειψή του επηρεάζει την άσκηση της κυριότητας του ενάγοντος. Επίσης, εναγόμενος μπορεί να είναι και εκείνος που, χωρίς να αντιποιείται δικαίωμα, από τη βούλησή του εξαρτάται, έστω και έμμεσα, η διατήρηση της βλαπτικής κατάστασης. Έννομο συμφέρον για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής.
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αριθμός 1/2019
ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Γεώργιο Οικονόμου, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Γαΐτάνη Εφέτη, Δέσποινα Σχοινοποιού Εφέτη – Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Σεπτεμβρίου 2018 για να δικάσει τη με αριθμ. κατάθεσης /11.11.2016 έφεση κατά της με αριθμό 5/2016 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, που δίκασε τη με αριθ. κατάθεσης ΠΤ56/18-11-2014 αγωγή, μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) , κατοίκου Ληξουρίου Κεφαλληνίας, επί της οδού , με Α.Φ.Μ. και 2) , κατοίκου οικισμού Καμιναράτων Ληξουρίου Κεφαλληνίας με Α.Φ.Μ. ., οι οποίοι παραστάθηκαν αμφότεροι στο Δικαστήριο διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, Διονυσίου Βάλσαμου (Α.Μ.Δ.Σ. Κεφαλληνίας: 106), που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: , κατοίκου Καναδά ( Ontario), ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ακριβής Δεπούντη – Ορτεντζάτου (Α.Μ.Δ.Σ. Κεφαλληνίας: 64), που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.
Ο εφεσίβλητος κατέθεσε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας τη με αριθμό κατάθεσης ΠΤ56/2014 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’ αριθμ. 5/2016 οριστική απόφαση του (τακτική διαδικασία), κατά της οποίας παραπονούνται οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες με την υπ’ αριθμ. καταθέσεως /11-11-2016 έφεση τους την οποία κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, με αριθμ. καταθ. /23-3-2016.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 5/2016 οριστικής αποφάσεως (άρθρο 513 παρ. 1 β ΚΠολΔ) του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε εμπροθέσμως (άρθρα 499, 518 ΚΠολΔ) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ), μέσα στη τριακονθήμερη προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 518 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, εφόσον η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες στις 22.2.2016 και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του εκδώσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 23.3.2016 (άρθρ.19 περ.2 και 511, 513 παρ. ιβ, 516 παρ.1, και 517 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
r |
Με την από 10.9.2014 αγωγή του, ο ενάγων (ήδη εφεσίβλητος) εκθέτει ότι είναι αποκλειστικός κύριος νομέας και κάτοχος του λεπτομερώς περιγραφόμενου σε αυτήν – κατά θέση, όρια και έκταση – αγροτεμαχίου που βρίσκεται στην θέση ’γιος Ιωάννης ή Σφακιά, εντός των ορίων του οικισμού Παρισσάτων, πρώην κοινότητας Μονοπωλάτων Παλικής του Δήμου Κεφαλληνίας. Ότι το οικόπεδο αυτό ανήκε αρχικά στον πατέρα του, ο οποίος απέκτησε το 1/4 αυτού με αγορά από κύριο και το άλλο 1/4 με άτυπη δωρεά από τον πατέρα του, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην αγωγή. Ότι από του έτους 1967 έως το 1989, ο πατέρας του, το κατείχε και το νεμόταν με την πεποίθηση ότι ήταν δικό του, τελώντας σε αυτό όλες τις προσήκουσες πράξεις νομής. Ότι από το 1989 που απεβίωσε ο πατέρας του, κατέστη κύριος του ως άνω ακινήτου, με παράγωγο τρόπο (με κληρονομική διαδοχή) αλλά και με πρωτότυπο, ήτοι με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας καθώς από τότε που περιήλθε & αυτόν το ως άνω αγροτεμάχιο ασκούσε όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής και κατοχής προσμετρούμενου και του χρόνου νομής και κατοχής του δικαιοπαρόχου του. Ότι, παρόλα αυτά, ο δεύτερος εναγόμενος ο οποίος μισθώνει το όμορο ακίνητο ιδιοκτησίας του πρώτου εναγομένου, χρησιμοποιώντας το ως λατομείο, με τη βοήθεια των τέκνων του εισέρχεται, κατ’ εντολή του πρώτου εναγομένου, από τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2014, παρανόμως και αυθαιρέτως και χωρίς την άδεια του, με εκσκαφικό μηχάνημα, στο αγροτεμάχιο αυτό, ασκώντας τις πράξεις που εκτίθενται στην αγωγή. Ότι με τις ως άνω ενέργειες τους οι εναγόμενοι αμφισβητούν την κυριότητα του στο ως άνω αγροτεμάχιο, δημιουργώντας σύγχυση και αβεβαιότητα για το ιδιοκτησιακό του καθεστώς, και διαταράσσουν παράνομα αυτή, χωρίς κανένα δικαίωμα στην άσκηση της. Με βάση τα προρρηθέντα πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων ζητεί να αναγνωριστεί κύριος νομέας και κάτοχος στο επίδικο ακίνητο, όπως αυτό περιγράφεται κατά θέση, όρια και έκταση στην υπό κρίση αγωγή του, να παύσουν οι εναγόμενοι να διαταράσσουν την κυριότητα του, να απειληθεί κατά αυτών προσωπική κράτηση 6 μηνών και χρηματική ποινή ποσού 3.000 ευρώ για κάθε μελλοντική διατάραξη και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά έξοδα.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 5/2016 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, δέχθηκε αυτή κατ ουσία και αναγνώρισε τον ενάγοντα κύριο του επίδικου ακινήτου, ήτοι ενός αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στη θέση «’γιος Ιωάννης» ή «Σφακιά» του οικισμού Παρισσάτων, πρώην κοινότητας Μονοπωλάτων Παλικής Δήμου Κεφαλληνίας, συνολικής εκτάσεως πέντε στρεμμάτων, εντός του οποίου φύονται τριάντα πέντε ελαιόδεντρα και συνορεύει βόρεια, δυτικά και νότια με ιδιοκτησία κληρονόμων , ανατολικά με αγροτικό δρόμο και με ιδιοκτησία κληρονόμων και με ιδιοκτησία , υποχρέωσε τους εναγόμενους να παύσουν κάθε διατάραξη της κυριότητας του ενάγοντος επί του ανωτέρω ακινήτου του, και απείλησε κατά των εναγομένων χρηματική ποινή ποσού τριακοσίων (300) ευρώ και προσωπική κράτηση ενός μηνός σε περίπτωση παράβασης της ανωτέρω υποχρέωσής τους. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες για τους λόγους που αναφέρουν στην έφεση τους, οι οποίοι ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που έγινε με αυτή δεκτή η αγωγή, να απορριφθεί αυτή (αγωγή) και να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος στη δικαστική τους δαπάνη.
Οι εναγόμενοι-εκκαλούντες προέβαλαν πρωτοδίκως τους κάτωθι ισχυρισμούς, τους οποίους επαναφέρουν με τον αντίστοιχο λόγο έφεσης: Ο πρώτος εναγόμενος-πρώτος εκκαλών ισχυρίζεται πως το συγκεκριμένο ακίνητο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πως δεν είναι ο ίδιος κύριος του επιδίκου ακινήτου και ουδέποτε υπήρξε, δεδομένου ότι αυτό αποτελεί τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, το οποίο ανήκε κατά κυριότητα στην μητέρα του, η οποία όταν απεβίωσε κατέλειπε αυτό δυνάμει διαθήκης στον εγγονό της και υιό αυτού, και πως ουδέποτε έδωσε εντολή στον δεύτερο εναγόμενο-δεύτερο εκκαλούντα να εισέλθει στο ως άνω ακίνητο. Ο δεύτερος εναγόμενος-εκκαλών ισχυρίζεται πως ο ίδιος ουδεμία σχέση έχει πλέον με το συγκεκριμένο ακίνητο, αφού μισθωτές του όμορου με το ακίνητο λατομείου είναι οι υιοί του και όχι ο ίδιος, ο οποίος δεν το διαχειρίζεται, ούτε επισκέπτεται πλέον το χώρο.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1108 ΑΚ, αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αρνητική αγωγή ασκείται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, δηλαδή όταν ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλο τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, οπότε προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή κατ’ αυτού που κατέχει το πράγμα. Βάση της αρνητικής αγωγής είναι η κυριότητα ή συγκυριότητα του ενάγοντος επί του πράγματος και η προσβολή αυτής με πράξεις διατάραξης. Διατάραξη δε της κυριότητας (ή συγκυριότητας) αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνο ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα, η δε διατάραξη αυτή έχει ως συνέπεια την μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση και απόλαυση ορισμένων μόνο εξουσιών εκ της κυριότητας επί του πράγματος (ΑΠ 1633/2009, ΑΠ 1792/2009, ΑΠ 1062/2006 ΤΝΠ NOMOS). Ειδικότερα, θετικά εκδηλώνεται η διατάραξη είτε με πράξη του προσβολέα στο πράγμα είτε με παρεμπόδιση πράξης του νομέα, ενώ αρνητικά, με παράλειψη, όταν ο προσβολέας δεν προβαίνει στην επιβαλλόμενη ενέργεια προς αποτροπή ή παύση της διατάραξης, όπως συμβαίνει ειδικότερα και όταν αυτός παραλείπει να άρει διαταρακτικό κατασκεύασμα ή αντικείμενο που συνεπάγεται διαρκή και εξακολουθητική παρενόχληση του νομέα στην άσκηση της νομής του (ΑΠ 1717/2006 ΤΝΠ NOMOS). Εναγόμενος στην αρνητική αγωγή είναι καθένας που με πράξη ή παράλειψη του επηρεάζει την άσκηση της κυριότητας του ενάγοντος. Είναι αδιάφορο αν είναι κύριος, νομέας ή κάτοχος του ακινήτου, από το οποίο προήλθε η διατάραξη, αν αντιποιείται οποιοδήποτε εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα. Επίσης, εναγόμενος μπορεί να είναι και εκείνος που, χωρίς να αντιποιείται δικαίωμα, από τη βούληση του εξαρτάται, έστω και έμμεσα, η διατήρηση της βλαπτικής κατάστασης (κύριος, εκμισθωτής, μη κύριος μισθωτής). Αν η διατάραξη έγινε μετά από εντολή άλλου, μπορούν να εναχθούν εκείνος που έχει διαταράξει και εκείνος που έδωσε την εντολή για διατάραξη, διότι έχουν υποχρέωση και οι δύο να παύσουν την διατάραξη (Εφ.Λαρ. 372/2012 ΤΝΠ NOMOS). Ο ενάγων κύριος του ακινήτου, εκτός από την άρση της διατάραξης και την παράλειψη της διατάραξης στο μέλλον, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης κατά του εναγομένου που διαταράσσει την κυριότητα του, μπορεί να απαιτήσει και την αναγνώριση της κυριότητας του, αν αμφισβητείται από τον εναγόμενο, οπότε η αγωγή του έχει χαρακτήρα αρνητικής αγωγής κυριότητας του άρθρου 1108 ΑΚ, στην οποία έχει σωρευτεί και αναγνωριστική αγωγή του δικαιώματος της κυριότητας (ΑΠ 1633/2009 ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 70 ΚΠολΔ συνάγεται ότι δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτουν οι διάδικοι της αναγνωριστικής δίκης προς τα υποκείμενα της αναγνωριστέας έννομης σχέσεως και έτσι είναι δυνατό η επίδικη έννομη σχέση να συνδέει όχι ενάγοντα προς εναγόμενο, αλλά ενάγοντα προς τρίτο. Συνήθως, πραγματικό γεγονός που στοιχειοθετεί το έννομο συμφέρον για την άσκηση της αναγνωριστικής αγωγής αποτελεί το ότι ο εναγόμενος πριν από την άσκηση αυτής αμφισβήτησε το ότι ο ενάγων απέκτησε το δικαίωμα. Έτσι, μπορεί κάποιος να ασκήσει κατ1 άλλου αγωγή αναγνωριστική του δικαιώματος της κυριότητος εκείνου επί πράγματος, με βάση το ότι πριν από την άσκηση της αγωγής εκείνος μεν απέκτησε την κυριότητα, ο άλλος δε στη συνέχεια αμφισβήτησε την εν λόγω κυριότητα (ΑΠ 355/1998, ΑΠ 1171/2005 ΤΝΠ NOMOS). Συνίσταται δηλαδή το έννομο συμφέρον στην εν λόγω αγωγή στην προσβολή από τον εναγόμενο του δικαιώματος του ενάγοντος είτε με την αποβολή του και κατάληψη του ακινήτου, είτε με άλλη ενέργεια ή παράλειψη ενέργειας, που έπρεπε να γίνει, είτε με απλή αμφισβήτηση, εφόσον με αυτήν δημιουργείται για το δικαίωμα σύγχυση και αμφιβολία (ΑΠ 985/2007 ΤΝΠ NOMOS, Παπαδόπουλου, Αγωγές εμπραγμάτου δικαίου, Α’ τόμος, 134 σελ. 344), όταν πρόκειται για αβεβαιότητα στις έννομες σχέσεις του ενάγοντος ή όταν υπάρχει καύχηση για έννομη σχέση που δεν υπάρχει, από την οποία δημιουργείται κίνδυνος για τα συμφέροντά του.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα έγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, μερικά εκ των οποίων μνημονεύονται παρακάτω, χωρίς όμως κάποιο από αυτά να παραλείπεται για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, τις φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 παρ.1γ’, 438 και 457 ΚΠολΔ), τις επιμέρους ομολογίες οι οποίες συνάγονται από το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων (ΚΠολΔ 261) και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο ενάγων-εφεσίβλητος είναι κύριος ενός ακινήτου, ήτοι ενός αγροτεμαχίου στη θέση «’γιος Ιωάννης» ή «Σφακιά» του οικισμού Παρισσάτων, πρώην κοινότητας Μονοπωλάτων Πολικής Δήμου Κεφαλληνίας, συνολικής εκτάσεως πέντε στρεμμάτων, εντός του οποίου φύονται τριάντα πέντε ελαιόδεντρα και συνορεύει βόρεια, δυτικά και νότια με ιδιοκτησία κληρονόμων , ανατολικά με αγροτικό δρόμο και με ιδιοκτησία κληρονόμων και με ιδιοκτησία , το οποίο απέκτησε, αιτία κληρονομικής διαδοχής, από τον πατέρα του, , που απεβίωσε το έτος 1989, δυνάμει της με αριθμό /1997 συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Ληξουρίου, , η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο και στον αριθμό , στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ληξουρίου. Ειδικότερα, ο , πατέρας του ενάγοντος-εφεσίβλητου, απέκτησε την νομή και την κατοχή κατά το ήμισυ του ανωτέρω ακινήτου (επιδίκου), ήτοι τμήμα αυτού εκτάσεως 2,5 στρεμμάτων, εντός του οποίου φύονται πέντε ελαιόδεντρα, δυνάμει άτυπης δωρεάς από τον πατέρα του και παππού του ενάγοντα-εφεσίβλητου, κατά το έτος 1967. Κατά το ίδιο έτος (1967), ο πατέρας του ενάγοντος-εφεσίβλητου απέκτησε την κυριότητα του υπόλοιπου τμήματος των 2,5 στρεμμάτων του επιδίκου ακινήτου, και συγκεκριμένα, το μέρος αυτού, που συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία , βόρεια με ιδιοκτησία του ιδίου ( ), δυτικό με ιδιοκτησία κληρονόμων και νότια με ιδιοκτησία , εντός του οποίου φύονται 30 ελαιόδεντρα, δυνάμει του με αριθμό /11-10-1967 συμβολαίου αγοράς, του τότε Συμβολαιογράφου Ληξουρίου , το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο και στον αριθμό στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ληξουρίου, από τον , ο οποίος ήταν κύριος αυτού δυνάμει συστάσεως προικός. Έκτοτε, από το έτος 1967 μέχρι το 1989, οπότε και απεβίωσε, ο πατέρας του ενάγοντος-εφεσίβλητου νεμόταν και κατείχε το αγροτεμάχιο αυτό με διάνοια κυρίου, ενεργώντας σε αυτό όλες τις πράξεις που αρμόζουν στη φύση και τον προορισμό του, για περισσότερο από 20 έτη, καθιστάμενος αποκλειστικός κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά το 1/2 αυτού, κατά δε το λοιπό με παράγωγο τρόπο, δυνάμει αγοράς. Ειδικότερα, αυτός συντηρούσε τις λιθιές του, το καλλιεργούσε, προέβαινε στη συλλογή ελαιοκάρπου από τα δέντρα του και καθάριζε αυτά. Ο απεβίωσε το έτος 1989 και κατέλειπε μυστική διαθήκη, ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ληξουρίου , η οποία δημοσιεύτηκε το έτος 1990. Δυνάμει της εν λόγω διαθήκης, όρισε ότι μεταβιβάζει την κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου, μετά τον θάνατο του, στον ενάγοντα-εφεσίβλητο υιό του (βλ. τα με αριθμό 1/1990 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Ληξουρίου). Κατά συνέπεια, μετά το θάνατο του, ήτοι από το έτος 1989, ο ενάγων-εφεσίβλητος απέκτησε, αιτία κληρονομικής διαδοχής εκ διαθήκης, τη νομή του ως άνω ακινήτου και έκτοτε, όπως αποδείχθηκε, το νέμεται και το κατέχει, ενεργώντας σε αυτό όλες τις πράξεις που αρμόζουν στη φύση και τον προορισμό του, καθιστάμενος αποκλειστικός κύριος αυτού και με την με συμβολαιογραφικό έγγραφο ανωτέρω αποδοχή κληρονομιάς, χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί η κυριότητα του αυτή από κανέναν. Συγκεκριμένα, ο ενάγων-εφεσίβλητος επιμελούνταν των ορίων του, το καθάριζε, μάζευε είτε ο ίδιος είτε μέσω τρίτων τον ελαιόκαρπο από τα δέντρα του και το εκμίσθωνε για βόσκηση σε τρίτους και συγκεκριμένα στον αδερφό του, και στον . Περαιτέρω, προέκυψε ότι το επίδικο, είναι όμορο, κατά τις νότια, ανατολική και βόρεια πλευρές του με ένα οικόπεδο, εκτάσεως 80 στρεμμάτων, εντός του οποίου φύονται πέντε ελαιόδεντρα, του οποίου αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος είναι ο , υιός του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος, ο οποίος το απέκτησε αιτία κληρονομικής διαδοχής από την γιαγιά του, μητέρα του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος, , δυνάμει της υπ’ αριθμ. /22- 12-2005 συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Ληξουρίου, , η οποία μεταγράφηκε νόμιμα. Η δικαιοπάροχος γιαγιά του και μητέρα του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος απέκτησε το τελευταίο ως άνω ακίνητο δυνάμει του υπ’ αριθμ. /16-11-1966 συμβολαίου συστάσεως προικός του τότε Συμβολαιογράφου Ληξουρίου , από την μητέρα της , το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ληξουρίου στον τόμο και αριθμό . Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται με τον αντίστοιχο λόγο εφέσεως πως το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα του τελευταίου περιγραφομένου ακινήτου, πλην όμως ο ως άνω ισχυρισμός δεν αποδεικνύεται βάσιμος κατ’ ουσίαν. Ειδικότερα, στην ανωτέρω αποδοχή κληρονομιάς του αναφέρεται πως το κληρονομιαίο ακίνητο, εκτάσεως 80 στρεμμάτων, εντός του οποίου φύονται πέντε ελαιόδεντρα, ορίζεται βόρεια με ιδιοκτησίες , Ιερού Ναού Υπεραγίας Θεοτόκου Παρισσάτων, , νότια με ιδιοκτησίες κληρονόμων και αυλάκι, δυτικά με ιδιοκτησία και ανατολικά με ιδιοκτησίες ., ήτοι του πατέρα του ενάγοντος-εφεσίβλητου και όχι με αγροτικό δρόμο, ο οποίος θα αναφερόταν ως όριο, αν ήταν αληθής ο ισχυρισμός των εναγομένων-εκκαλούντων, αν δηλαδή πράγματι τμήμα του περιγραφομένου ακινήτου, αποτελούσε η ανωτέρω έκταση των πέντε (5) στρεμμάτων. Έτι, περαιτέρω, περιγράφονται τα ανωτέρω όρια σε πλείστα έγγραφα προσκομιζόμενα με επιμέλεια των ίδιων των εναγόμενων-εκκαλούντων, ενώ επιβεβαιώνονται και από την εξέταση του εξετασθέντος με επιμέλεια του ενάγοντος-εφεσίβλητου μάρτυρος, για την αξιοπιστία του οποίου το Δικαστήριο δεν έχει λόγο να αμφιβάλει, ο οποίος, όντας αδερφός του ενάγοντος-εφεσίβλητου και κάτοικος της περιοχής εκ γενετής, αλλά και λόγω της ηλικίας του, διαθέτει πολύ καλή γνώση αυτής. Αντιθέτως, τα όσα κατέθεσε ο εξετασθείς με επιμέλεια των εναγομένων-εκκαλούντων μάρτυρας, σχετικά με την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου, δεν κρίνονται αξιόπιστα δεδομένου ότι, όπως ο ίδιος δήλωσε, δεν έχει ιδία αντίληψη σχετικά με την ιδιοκτησία του ανωτέρω ακινήτου, ενώ όσα γνωρίζει του τα έχει υποδείξει ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών και ο υιός του, ενώ ερωτώμενος σχετικά δεν γνώριζε να απαντήσει ούτε για τον αριθμό των ελαιοδέντρων που υπήρχαν εντός του ακινήτου, ενώ προσδιόρισε την ιδιοκτησία του , πατέρα του ενάγοντος-εφεσίβλητου, αόριστα, στο βόρειο τμήμα του όλου ακινήτου του υιού του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος των 80 στρεμμάτων, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση και με το ίδιο το συμβόλαιο αποδοχής κληρονομιάς του τελευταίου, αλλά και με τα μισθωτήρια ιδιωτικά συμφωνητικά του λατομείου, όπου αναφέρεται πως η ιδιοκτησία της , συνορεύει με τον δυτικά. Η δε κρίση του Δικαστηρίου περί τούτου ενισχύεται και από τις αναφορές των ορίων εντός των ως άνω εγγράφων, ήτοι της με αριθμό /18-09-1995 αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Ληξουρίου , του ενάγοντος-εφεσίβλητου, όπου αναφέρεται πως το επίδικο συνορεύει δυτικά με ιδιοκτησία κληρονόμων , ήτοι με ιδιοκτησία του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος, ενώ αντίστοιχα στην με αριθμό /22-12-2005 αποδοχή κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Ληξουρίου ., υιού του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος, ορίζεται πως το ακίνητο του οποίου έχει την κυριότητα, συνορεύει δυτικά με ιδιοκτησία του , πατέρα του ενάγοντος-εφεσίβλητου, αναφορικά, δε, με τον αριθμό των ελαιοδέντρων, σημειώνεται πως εντός του επιδίκου φύονται 35 ελαιόδεντρα, ενώ αντίστοιχα στο όμορο ακίνητο, ιδιοκτησίας του υιού του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος, πέντε. Συνεπώς, αποδεικνύεται πως κύριος του επιδίκου ακινήτου είναι ο ενάγων-εφεσίβλητος και αυτό ουδεμία σχέση (πλην της γειτνίασης) έχει με την ιδιοκτησία του υιού του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος. Περαιτέρω, όπως προέκυψε, τμήμα του ανωτέρω όμορου του επιδίκου ακινήτου, κύριος του οποίου είναι ο ήτοι τμήμα εκτάσεως 35 στρεμμάτων, χρησιμοποιείται ως λατομείο αδρανών υλικών, το συγκεκριμένο, δε, τμήμα του όλου ακινήτου των 80 στρεμμάτων το εκμίσθωνε, αρχικά για το χρονικό διάστημα από το έτος 1988 μέχρι το έτος 1993, ο , πατέρας του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος και παππούς του νυν κυρίου του, στον δεύτερο εναγόμενο-εκκαλούντα, ο οποίος το χρησιμοποιούσε σαν λατομείο εξόρυξης αδρανών υλικών. Εν συνεχεία, από το έτος 2002, συνέχισε να εκμισθώνει το ακίνητο αυτό η μητέρα του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος και γιαγιά του κυρίου του, , προς τον δεύτερο εναγόμενο-εκκαλούντα και τους υιούς του, και , ενώ ήδη από το έτος 2010 μέχρι και την συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο , κύριος του ακινήτου αυτού και υιός του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος εκμισθώνει το ακίνητο αυτό στους ανωτέρω δύο υιούς του δευτέρου εναγομένου-εκκαλούντος, ο οποίος, παρά το ότι βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία, έχει ακόμη ενεργό ανάμειξη στην λειτουργία του λατομείου, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του. Ακολούθως, κατά τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2014, οι υιοί του δευτέρου εναγομένου-εκκαλούντος, μετά από εντολή του τελευταίου, εισήλθαν στο επίδικο ακίνητο ιδιοκτησίας του ενάγοντος-εφεσίβλητου, με εκσκαφικό μηχάνημα, γκρέμισαν τις λιθιές που υπήρχαν και χρησιμοποιούνταν ως όρια με το όμορο ακίνητο ιδιοκτησίας του , ισοπέδωσαν τα αρμάκια που χρησιμοποιούνταν ως στήριξη του εδάφους και έκοψαν τα 26 από τα 35 ελαιόδεντρα που φύονταν εντός αυτού, με αποτέλεσμα να μειωθεί κατά πολύ το ύψος τους. Ειδικότερα, ο δεύτερος εναγόμενος-εκκαλών, λόγω του ότι η έκταση του επιδίκου δεν περιλαμβάνονταν στην έκταση που μίσθωναν οι υιοί του, επικοινώνησε με τον πρώτο εναγόμενο-εκκαλούντα, με σκοπό να λάβει άδεια για να εισέλθει στο ακίνητο αυτό, για να κόψει ξύλα, οπότε ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών, δήλωσε στον δεύτερο εναγόμενο-εκκαλούντα ότι και η έκταση αυτή, ήτοι το επίδικο ακίνητο, αποτελεί τμήμα του ακινήτου της οικογένειας του, ανήκει δε τυπικά στην κυριότητα του υιού του, και έδωσε την εντολή στον δεύτερο εναγόμενο-εκκαλούντα να εισέλθει σε αυτό. Εν συνεχεία, ο δεύτερος εναγόμενος-εκκαλών, δεδομένου πως ο ίδιος αδυνατούσε, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του να το πράξει, επικοινώνησε με τα τέκνα του και τους έδωσε την εντολή να εισέλθουν στο επίδικο ακίνητο, να κόψουν τις 26 ελιές συλλέγοντας ξυλεία και να ισοπεδώσουν τις λιθιές και τα αρμάκια με σκοπό να διέρχονται και μέσα από αυτό, αφού το τελευταίο είχε πρόσοψη σε αγροτικό δρόμο. Σημειωτέον, δε, εν προκειμένω πως το λατομείο που μίσθωναν οι υιοί του δεύτερου εναγομένου-εκκαλούντος και στο παρελθόν ο ίδιος, είχε πρόσβαση από την δυτική πλευρά του σε δημόσιο δρόμο, τον οποίο όφειλαν και μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν, χωρίς να εισέρχονται μέσα από το επίδικο. Περαιτέρω, μόλις αντελήφθη ο ενάγων-εφεσίβλητος τα ανωτέρω, διαμαρτυρήθηκε άμεσα, επικοινωνώντας και με τον δεύτερο εναγόμενο-εκκαλούντα αλλά και με τον υιό του, και αυτοί του δήλωσαν αμφότεροι πως εισήλθαν κατ’ εντολή του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντα. Τους ισχυρισμούς αυτούς επιβεβαίωσε και ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών, κατόπιν επικοινωνίας με τον αδερφό του ενάγοντα-εφεσίβλητου. Έκτοτε, οι υιοί του δευτέρου εναγομένου-εκκαλούντος δεν σταμάτησαν κατ’ εντολή των εναγομένων-εκκαλούντων να εισέρχονται στο επίδικο ακίνητο, διαταράσσοντας την κυριότητα του ενάγοντος-εφεσίβλητου. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι αυτοί συλλέγουν συστηματικά ξυλεία από τα φυόμενα εντός αυτού ελαιόδεντρα, μεταβάλουν με εκσκαφικά μηχανήματα την μορφολογία του εδάφους του, διερχόμενοι μέσα από αυτό, αμφισβητώντας κατ’ αυτό τον τρόπο την κυριότητα του ενάγοντος-εφεσίβλητου και διαταράσσοντας αυτή. Όλα τα ως άνω εκτιθέμενα προκύπτουν και από την ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος με επιμέλεια του ενάγοντος μάρτυρα, ο οποίος διαμένει μόνιμα από την παιδική του ηλικία πλησίον των οικοπέδων των διαδίκων και έχει άμεση επαφή με αυτά, όντας δε ο ίδιος αδερφός του ενάγοντος-εφεσίβλητου, έχει ιδία γνώση των παραπάνω, και τα επιβεβαιώνει με απόλυτη σαφήνεια, δεδομένου ότι ο ίδιος χρησιμοποιούσε ως βοσκότοπο αλλά και καθάριζε και περιποιούνταν αυτό μέχρι το έτος 1994, οπότε και ο ενάγων το εκμίσθωσε στον , για να το χρησιμοποιήσει ως βοσκότοπο. Ο ίδιος δε, λόγω και της απουσίας του αδερφού του, επιμελούνταν, φρόντιζε και διαχειριζόταν το συγκεκριμένο ακίνητο, ενώ επισκέπτεται αυτό συχνά, οπότε με δική του πρωτοβουλία, κατόπιν συνεννόησης με τον αδερφό του, οχλήθηκαν οι εναγόμενοι-εκκαλούντες για την παύση της διατάραξης και την αποκατάσταση των ζημιών σε αυτό. Η δε συλλογή ξυλείας από τις ελιές που φύονται εντός του επιδίκου από τους υιούς του δευτέρου εναγομένου-εκκαλούντος επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο τον εξετασθέντα με επιμέλεια των εναγομένων-εκκαλούντων μάρτυρα, ο οποίος δήλωσε πως εισήλθε ο ίδιος με τον αδερφό του σε αυτό και αφού έκοψαν κλαδιά μειώνοντας το ύψος των ελιών, με σκοπό να τα χρησιμοποιήσουν για καύση προς θέρμανση, εν συνεχεία, εισέρχονταν στο επίδικο ακίνητο και συνέλεγαν τα ξύλα που είχαν κόψει και τοποθετήσει εντός αυτού. Πλην, όμως με τις ως άνω ενέργειες τους ήτοι την εντολή ο πρώτος εναγόμενος-εκκαλών προς τον δεύτερο και ο δεύτερος εναγόμενος-εκκαλών προς τους υιούς του για τέλεση των ανωτέρω περιγραφομένων πράξεων, εμποδίζουν αμφότεροι τον ενάγοντα-εφεσίβλητο στην ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση και εκμετάλλευση του ως άνω επιδίκου ακινήτου του, εκδηλώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο έμπρακτα την αμφισβήτηση του δικαιώματος κυριότητας του και διαταράσσοντας με αυτό τον τρόπο παράνομα τη νομή του, το δε γεγονός ότι τις ανωτέρω πράξεις διατάραξης ενήργησαν οι υιοί του δευτέρου εναγομένου-εκκαλούντος ουδεμία επιρροή ασκεί στην έκβαση της προκειμένης δίκης δεδομένου ότι αυτές τελέστηκαν κατόπιν εντολής των παραπάνω διαδίκων, απορριπτόμενων ως αβάσιμων κατ’ ουσίαν αμφότερων των ισχυρισμών που προβλήθηκαν από τους εκκαλούντες ως και των αντίστοιχων λόγων έφεσης. Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφαση του έκρινε ότι πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή του ενάγοντος-νυν εφεσίβλητου, να αναγνωρισθεί ο ενάγων-εφεσίβλητος κύριος του επιδίκου ακινήτου, ήτοι ενός αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στη θέση «’γιος Ιωάννης» ή «Σφακιά» του οικισμού Παρισσάτων, πρώην κοινότητας Μονοπωλάτων Παλικής Δήμου Κεφαλληνίας συνολικής εκτάσεως πέντε στρεμμάτων, εντός του οποίου φύονται τριάντα πέντε ελαιόδεντρα και συνορεύει βόρεια, δυτικά και νότια με ιδιοκτησία κληρονόμων , ανατολικά με αγροτικό δρόμο και με ιδιοκτησία κληρονόμων και με ιδιοκτησία , να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παύσουν κάθε διατάραξη της κυριότητας, νομής και κατοχής του ενάγοντος επί του ανωτέρω ακινήτου του, με την απειλή κατά των εναγομένων χρηματικής ποινής τριακοσίων (300) ευρώ και προσωπική κράτηση ενός (1) μηνός για κάθε παράβαση της ανωτέρω υποχρέωσής τους, σε έκαστο, ορθώς τις αποδείξεις εξετίμησε και το νόμο εφήρμοσε, συνεπώς πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι της έφεσης και αυτή στο σύνολο της και να καταδικασθούν οι εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί εισαγωγή του παραβόλου της ανωτέρω εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την κρινόμενη έφεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν στην ουσία της.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού της δίκης, την οποία ορίζει σε εξακόσια (600) Ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της ανωτέρω εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στην Πάτρα στις 15-11-2018 και
δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, στις 2 Ιανουαρίου 2019 με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ