Η μέριμνα για τη διευθέτηση του φαινομένου της υπερχρέωσης, είτε αυτή αφορά σε οφειλές προς ιδιώτες, είτε προς το Δημόσιο, επιτάσσεται τόσο από λόγους δημοσίου συμφέροντος, όσο και από την υποχρέωση σεβασμού της αξίας του οφειλέτη ως ανθρώπου
Σύμφωνη προς τις διατάξεις του Συντάγματος κρίθηκε από την πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου η υπαγωγή στις διατάξεις του νόμου Κατσέλη και των οφειλών των υπερχρεωμένων οφειλετών προς το Ελληνικό Δημόσιο (ΟλΑΠ 4/2023).
Συγκεκριμένα, κατά την κρίση του ανωτάτου δικαστηρίου, η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. α του Ν. 3869/2010, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 1 του άρθρου 1 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του Ν 4336/2015, με την οποία προβλέπεται η υπαγωγή στις διατάξεις του νόμου και των οφειλών των υπερχρεωμένων οφειλετών προς το Ελληνικό Δημόσιο, με συνέπεια τον περιορισμό των σχετικών αξιώσεων του τελευταίου, είναι συμβατή με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος.
Και τούτο, διότι θεσπίσθηκε με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ο δε τιθέμενος περιορισμός των αξιώσεων του Δημοσίου δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους όχι μόνο γενικότερου κοινωνικού, αλλά και δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφορος για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού, ήτοι την επανένταξη των υπερχρεωμένων πολιτών στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα, από την οποία ωφελείται η κοινωνία και η οικονομία, πληροί το αναγκαίο μέτρο προς επίτευξη του απαραίτητου αποτελέσματος, καθώς και το όριο αναλογικότητας σε σχέση με την ανάγκη να τεθεί ο συγκεκριμένος περιορισμός.
Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος έχει τριπλή σημασία: α) επιβάλλει την εν γένει φορολογική υποχρέωση των Ελλήνων, β) διακηρύσσει τη φορολογική ισότητα και γ) κατοχυρώνει τη φορολογική δικαιοσύνη. Η φορολογική ισότητα εξειδικεύεται με τον καθορισμό του φορολογικού βάρους, σε κάθε περίπτωση, αναλόγως της φοροδοτικής ικανότητας εκάστου. Κατ’ εφαρμογή δε της φορολογικής δικαιοσύνης, επιβάλλεται η διαμόρφωση του φορολογικού συστήματος κατά τρόπο, που να λαμβάνει υπ’ όψη τις οικονομικές δυνάμεις κάθε φορολογούμενου.
Με την επίδικη διάταξη, επιτράπηκε η υπαγωγή στο πεδίο εφαρμογής του νόμου Κατσέλη και η ρύθμιση βεβαιωμένων οφειλών του φυσικού προσώπου προς το Δημόσιο, εφόσον αυτές συντρέχουν με χρέη του έναντι ιδιωτών πιστωτών. Η δυνατότητα αυτή κρίθηκε επιβεβλημένη από το νομοθέτη, προκειμένου να επιτευχθεί ο προστατευτικός σκοπός των ρυθμίσεων του Ν 3869/2010, που έδωσε τη δυνατότητα σε υπερχρεωμένους πολίτες, που έχουν αποδεδειγμένη και μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, να ρυθμίσουν την εξόφλησή τους με ευνοϊκότερους όρους και να απαλλαγούν από αυτά, εφόσον εξυπηρετήσουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με βάση το εισόδημά τους ένα μέρος των χρεών τους.
Η μέριμνα για τη διευθέτηση του φαινομένου της υπερχρέωσης, είτε αυτή αφορά σε οφειλές προς ιδιώτες, είτε αφορά σε οφειλές προς το Δημόσιο, επιτάσσεται τόσο από λόγους δημοσίου συμφέροντος, όσο και από την υποχρέωση σεβασμού της αξίας του οφειλέτη ως ανθρώπου. Επομένως, η νέα διάταξη του νόμου, με την οποία υπάγονται στη ρύθμιση του νόμου, πέραν των χρεών προς τους ιδιώτες, και τα χρέη προς το Δημόσιο, υπηρετεί την προστασία της προσωπικότητας των υπερχρεωμένων προσώπων και την οικονομική επανένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο.
Ειδικότερα, η κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος προστασία της αξίας του ανθρώπου (προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας), από την οποία αντλεί τη θεμελιώδη σημασία της η αρχή της ισότητας, αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Από τη διάταξη αυτή, με την οποία καθιερώνεται η αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, απορρέει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης ή ενός ελάχιστου εισοδήματος, το οποίο έχει ως φορέα τον “καθένα”, ενεργοποιείται δε ως κανόνας προστασίας για κάθε άτομο που πλησιάζει τα όρια της εξαθλίωσης και αποτελεί το ακραίο όριο των νομοθετικών επιλογών. Από την επανένταξη δε των υπερχρεωμένων πολιτών στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα ωφελείται η κοινωνία και η οικονομία. Αντίθετα, η μη συμπερίληψη και των φορολογικών οφειλών στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010 δεν ωφελεί ούτε τους ιδιώτες πιστωτές, ούτε το Δημόσιο, αφού είναι ορατός ο κίνδυνος να μην μπορέσει ο υπερχρεωμένος οφειλέτης να εξοφλήσει, αφενός μεν τις με βάση τη δικαστική απόφαση ορισθείσες δόσεις προς τους ιδιώτες πιστωτές, αφετέρου δε τις μη ρυθμισθείσες οφειλές του προς το Δημόσιο.
Επίσης, το δικαστήριο επεσήμανε ότι η νέα διάταξη δεν παραβιάζει την ισότητα των πολιτών στα φορολογικά βάρη, που κατανέμονται σ’ αυτούς ανάλογα με τη φοροδοτική τους ικανότητα. Οι φορολογικές υποχρεώσεις των υπερχρεωμένων οφειλετών, δικαίως μεν υπολογίσθηκαν με βάση τη φοροδοτική τους ικανότητα κατά την αντίστοιχη φορολογική χρήση, εντούτοις, εφόσον σε μεταγενέστερο χρόνο διαγνωσθεί δικαστικά, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν 3869/2010 και δη ότι έχουν ήδη περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών τους προς τους ιδιώτες πιστωτές, δεν μπορεί να υποστηριχθεί, ότι, παρά ταύτα, διατηρούν την προγενέστερη φοροδοτική ικανότητά τους και κατ’ επέκταση ότι έχουν την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσουν στο ακέραιο τις οφειλές τους προς το Δημόσιο, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο όχι μόνο η αξιοπρεπής διαβίωσή τους, αλλά και η εξόφληση των δικαστικά ρυθμισμένων οφειλών τους προς τους ιδιώτες. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει ανόμοια μεταχείριση των υπερχρεωμένων οφειλετών με εκείνους τους φορολογούμενους πολίτες, με τους οποίους είχαν κάποτε την ίδια ή όμοια φοροδοτική ικανότητα, καθόσον αυτή δεν υφίσταται πλέον.
Απόσπασμα απόφασης
Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν 3869/2010 “η δυνατότητα της ρύθμισης, για το φυσικό πρόσωπο, των χρεών του, με απαλλαγή από αυτά βρίσκει τη νομιμοποίησή της ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Μία τέτοια απαλλαγή χρεών δεν παύει όμως να εξυπηρετεί και ευρύτερα το γενικό συμφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα”. Με το άρθρο 1 παρ. 2 περ. α’ του Ν 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με το Ν 4336/2015, επιτράπηκε η υπαγωγή στο πεδίο εφαρμογής του νόμου και η ρύθμιση βεβαιωμένων οφειλών του φυσικού προσώπου προς το Δημόσιο, εφόσον αυτές συντρέχουν με χρέη του έναντι ιδιωτών πιστωτών. Η δυνατότητα υπαγωγής, μαζί με τα χρέη προς τους ιδιώτες πιστωτές, και των χρεών προς το Δημόσιο, τα οποία αρχικά δεν υπάγονταν στο νόμο, κρίθηκε επιβεβλημένη από το νομοθέτη, προκειμένου να επιτευχθεί ο προστατευτικός σκοπός των ρυθμίσεων του Ν 3869/2010, που έδωσε τη δυνατότητα σε υπερχρεωμένους πολίτες, που έχουν αποδεδειγμένη και μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, να ρυθμίσουν την εξόφλησή τους με ευνοϊκότερους όρους και να απαλλαγούν από αυτά, εφόσον εξυπηρετήσουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με βάση το εισόδημά τους ένα μέρος των χρεών τους. Η μέριμνα για τη διευθέτηση του φαινομένου της υπερχρέωσης, είτε αυτή αφορά σε οφειλές προς ιδιώτες, είτε αφορά σε οφειλές προς το Δημόσιο, επιτάσσεται τόσο από λόγους δημοσίου συμφέροντος, όσο και από την υποχρέωση σεβασμού της αξίας του οφειλέτη ως ανθρώπου. Επομένως, η νέα διάταξη του νόμου, με την οποία υπάγονται στη ρύθμιση του νόμου, πέραν των χρεών προς τους ιδιώτες, και τα χρέη προς το Δημόσιο, υπηρετεί την προστασία της προσωπικότητας των υπερχρεωμένων προσώπων και την οικονομική επανένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο. Ειδικότερα, η κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος προστασία της αξίας του ανθρώπου (προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας), από την οποία αντλεί τη θεμελιώδη σημασία της η αρχή της ισότητας, αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Από τη διάταξη αυτή, με την οποία καθιερώνεται η αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, απορρέει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης ή ενός ελάχιστου εισοδήματος, το οποίο έχει ως φορέα τον “καθένα”, ενεργοποιείται δε ως κανόνας προστασίας για κάθε άτομο που πλησιάζει τα όρια της εξαθλίωσης και αποτελεί το ακραίο όριο των νομοθετικών επιλογών. Από την επανένταξη δε των υπερχρεωμένων πολιτών στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα ωφελείται η κοινωνία και η οικονομία. Αντίθετα, η μη συμπερίληψη και των φορολογικών οφειλών στη ρύθμιση του Ν 3869/2010 δεν ωφελεί ούτε τους ιδιώτες πιστωτές, ούτε το Δημόσιο, αφού είναι ορατός ο κίνδυνος να μην μπορέσει ο υπερχρεωμένος οφειλέτης να εξοφλήσει, αφενός μεν τις με βάση τη δικαστική απόφαση ορισθείσες δόσεις προς τους ιδιώτες πιστωτές, αφετέρου δε τις μη ρυθμισθείσες οφειλές του προς το Δημόσιο.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr.