Ο αναγνωρισθείς πρόσφυγας μπορεί να επικαλεσθεί και να αποδείξει ειδικό έννομο συμφέρον για να λάβει αντίγραφα του φακέλου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η απόφαση που τον αναγνωρίζει ως πρόσφυγα
Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου δημοσίευσε εγκύκλιο με θέμα «Γνώση Διοικητικών Εγγράφων – Διοικητικής απόφασης αναγνώρισης πρόσφυγα» (εγκύκλιος 12/2023).
Η Εισαγγελία επεσήμανε ότι, όσον αφορά τα περί διακίνησης από τον δικαιούχο και «εργαλειοποίησης» του αντιγράφου της διοικητικής απόφασης περί αναγνώρισης προσφυγικής ιδιότητας, ο πάντοτε υπάρχων κίνδυνος κακής χρήσης ενός συνταγματικού δικαιώματος από τον φορέα του δεν αποτελεί λόγο κατάργησής του, αλλά ρύθμισης αυτού. Η δε θεσπισμένη διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών (βλ. άρθρ. 79, 82, 83, 84, 102, 104 ν. 4939/22), εφόσον εφαρμόζεται ουσιαστικά, μπορεί να αντιμετωπίσει την τυχόν ψευδολογία του αιτούντος διεθνή προστασία.
Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος κίνδυνος υπάρχει και με τις αντίστοιχες δικαστικές αποφάσεις (τις Α’ βάθμιες του Διοικητικού Πρωτοδ. και τις κατ’ έφεση Β’ βάθμιες του ΣτΕ), χωρίς να έχει τεθεί οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα. Εξάλλου, ο ιστορικός νομοθέτης του ν. 4939/22 δεν αποτύπωσε στην Αιτιολ. Έκθεση την όποια βούλησή του για τους λόγους της υπόψη ρύθμισης, ενώ προδήλως – κατά θεμελιώδη αρχή του δικαίου περί δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – δεν τίθεται ζήτημα προστασίας του υποκειμένου από προσωπικά δεδομένα που το αφορούν. Πάντως, ο νομοθέτης σαφώς δεν προβλέπει σχετικό απόρρητο του αντιγράφου της απόφασης αναγνώρισης προσφυγικής ιδιότητας, ενώ ακόμα και αν το είχε προβλέψει, πάλι δεν θα μπορούσε να αναιρέσει πλήρως το συνταγματικό δικαίωμα πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα.
Περαιτέρω, είναι σαφές ότι με την λήψη αποσπάσματος της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ή της Ανεξάρτητης Επιτροπής Προσφυγών που αναγνώρισε πρόσφυγα τον αιτούντα, εξαντλήθηκε κατ’ αρχήν το χορηγηθέν σε αυτόν με τις ανωτέρω διατάξεις σχετικό δικαίωμα, αφού έτσι πράγματι αυτός μπορεί ευχερώς και αποτελεσματικά να επικαλεστεί και να αποδείξει την προσφυγική του ιδιότητα έναντι πάντων (αρχών και ιδιωτών).
Όμως, κατά τις ίδιες διατάξεις, ο αναγνωρισθείς πρόσφυγας μπορεί επί πλέον να επικαλεσθεί και να αποδείξει ενώπιον της διοίκησης και σε περίπτωση αρνήσεώς της ενώπιον του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών ειδικό έννομο συμφέρον για να λάβει αντίγραφα των στοιχείων του σχετικού φακέλου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται κατά τον νόμο και την λογική (υπαλληλική και κοινή) το βασικότερο όλων, δηλ. η απόφαση που αναγνωρίζει τον αιτούντα ως πρόσφυγα.
Ο νομοθέτης ουδόλως αποκλείει ρητά στο άρθρ. 74§6 ν. 4939/22 την ανωτέρω απόφαση από τα στοιχεία του φακέλου στον οποίο ανήκει και απλώς στο άρθρ. 87§3 του ίδιου νόμου προβλέπει επίδοση στον δικαιούχο αποσπάσματος αυτής χωρίς απαίτηση οποιοσδήποτε άλλης προϋπόθεσης. Έτσι, διαφορετική ερμηνεία, ότι δήθεν δηλαδή η απόφαση δεν περιλαμβάνεται στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και εξαιρείται από αυτά, είναι αδικαιολόγητα στενή και ως εκ τούτου απορριπτέα. Ο νομοθέτης επ’ αυτού δεν επιτρέπει καμία αμφιβολία, αλλά σε άλλο επίπεδο περιορίζει, χωρίς όμως να καταργεί, το δικαίωμα του αναγνωρισθέντος ως πρόσφυγα να λάβει – υπό προϋποθέσεις την φορά αυτή – αντίγραφο της σχετικής διοικητικής απόφασης.
Συγκεκριμένα, είναι βέβαιο ότι η διοικητική απόφαση αναγνώρισης προσφυγικής ιδιότητας και όσα έγγραφα του σχετικού φακέλου την επιστήριξαν ουσιωδώς, αποτελούν προδήλως διοικητικά έγγραφα κατά την έννοια του άρθρ. 1 §1 Π.Δτος 28/15, πλην όμως ο νομοθέτης δεν αρκέσθηκε στο γενικά προβλεπόμενο – χαλαρό – εύλογο ενδιαφέρον για την πρόσβαση σε αυτά, αλλά κατ’ απόκλιση της γενικής διάταξης του άρθρ. 1 §1 Π.Δτος 28/15 απαίτησε ρητά με την ειδική διάταξη του άρθρ. 74§6 ν. 4939/22 επίκληση και απόδειξη ειδικού εννόμου συμφέροντος (έννοια που σαφώς ταυτίζεται με το έννομο συμφέρον του άρθρ. 902 Α.Κ και του άρθρ. 29§4 εδ. β’ ν. 4938/22 περί Κ.Ο.Δ & Κ.Δ.Λ), την συνδρομή ή μη του οποίου κρίνει κατ’ αρχήν αιτιολογημένα η ίδια η διοίκηση.
Εάν αρνηθεί η διοίκηση να χορηγήσει στον αναγνωρισθέντα ως πρόσφυγα, παρά την επίκληση και απόδειξη ειδικού-συγκεκριμένου εννόμου συμφέροντος, αντίγραφο της διοικητικής απόφασης αναγνώρισης της προσφυγικής του ιδιότητας, τότε ο κατά τόπο αρμόδιος εισαγγελέας πρωτοδικών, ύστερα από σχετική αίτηση στην οποία επισυνάπτονται η άρνηση της διοίκησης και τα στοιχεία που θεμελιώνουν και αποδεικνύουν το ειδικό- συγκεκριμένο έννομο συμφέρον του αιτούντος, κρίνει και αιτιολογεί ειδικά και συνοπτικά την ύπαρξη ή μη αυτού.
Αν κατά την αιτιολογημένη κρίση του δεν υπάρχει έννομο συμφέρον, τότε απορρίπτει την αίτηση, ενώ αν υπάρχει παραγγέλλει δεσμευτικά την διοίκηση να χορηγήσει το αντίγραφο της ανωτέρω διοικητικής απόφασης, έτσι ώστε τυχόν νέα άρνησή της άγει σε πειθαρχικές και ποινικές κυρώσεις και βέβαια σε αίτηση ακύρωσης της σχετικής εκτελεστής αρνητικής διοικητικής πράξης. Αν όμως ο αρμόδιος εισαγγελέας, χωρίς να αιτιολογήσει το ειδικό έννομο συμφέρον δεχθεί το αίτημα, τότε η διοίκηση δικαιούται να προσφύγει στον ανώτερο του εισαγγελέα προβάλλοντας τις αντιρρήσεις της.
Δείτε αναλυτικά την εγκύκλιο στο eisap.gr.