Αριθμός 229/2023
E’ Ποινικό Τμήμα
Περίληψη
Κατά την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 86/1967, όπως ισχύει, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), οι οποίες υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας, οποιασδήποτε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλει εντός μηνός από τότε που κατέστησαν απαιτητές προς τους ως άνω Οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Κατά δε την παρ. 2 του άνω άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σε αυτόν, που υπερβαίνουν το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, προκειμένου να τις αποδώσει στους πιο πάνω οργανισμούς και δεν καταβάλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω Οργανισμούς εντός μηνός, από τότε που έγιναν απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των άνω εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μήνα, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, κατά δε το άρθρο 26 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951, που κυρώθηκε με τον ν. 2113/1952, οι εισφορές πρέπει να καταβληθούν από τον υπόχρεο μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο, ο οποίος έχει κατά τα άνω ορισθεί.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα εγκλήματα της μη καταβολής των εισφορών αυτών (εργοδοτικών-εργατικών) είναι γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών μέσα σε τριάντα ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα που παρασχέθηκε η εργασία.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 5 του ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους.
Ως εργοδότης, κατά τις ως άνω διατάξεις και το άρθρο 8 παρ. 5 του ιδίου ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα, με τη δε παράγραφο 4 του άρθρου 4 του ν. 2556/1997, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 2 του ν. 2676/1999, οι διατάξεις του άρθρου 115 του ν. 2238/1994, όπως ισχύουν κάθε φορά, που αναφέρονται στην ευθύνη των διοικούντων νομικά πρόσωπα για την καταβολή των φόρων που οφείλουν στο Δημόσιο τα πρόσωπα αυτά, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν και για την καταβολή των οφειλομένων στο Ι.Κ.Α ασφαλιστικών εισφορών.
Σημειωτέον ότι ήδη, με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 4075/2012, προστέθηκε παράγραφος 7 στο άρθρο 1 του ν. 86/1967, στην οποία ορίζεται ότι “Για εργοδότες μη φυσικά πρόσωπα, που δεν καταβάλουν ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Ι.Κ.Α-ΕΤΑΜ ή των φορέων ή των φορέων ή κλάδων ή λογαριασμών των οργανισμών των οποίων τις εισφορές εισπράττει ή συνεισπράττει το Ι.Κ.Α-ΕΤΑΜ, ως αυτουργοί των αδικημάτων του παρόντος άρθρου θεωρούνται στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες:
α) οι πρόεδροι των Δ.Σ., οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών και
β) αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω”.
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι:
α) για ασφαλιστικές εισφορές που έχουν γεννηθεί μέχρι τις 11.04.2012, οπότε θεσπίσθηκε η ανωτέρω παρ.7 του ΑΝ 86/1967, και οφείλονται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρία, υπόχρεος για την καταβολή τους είναι μόνον ο διευθύνων σύμβουλος αυτής και
β) για ασφαλιστικές εισφορές που έχουν γεννηθεί μετά τις 11.0./2012, και οφείλονται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρία, αρχικώς και κυρίως υπόχρεοι για την καταβολή τους είναι τα πρόσωπα που ορίζονται στην παρ. 7 του ΑΝ 86/1967, (οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση της Α.Ε.), ενώ τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων (αντιπρόεδροι και σύμβουλοι) ευθύνονται μόνον εάν λείπουν όλα τα αμέσως προαναφερθέντα πρόσωπα και εφόσον αυτά (μέλη Δ.Σ.) ασκούν πραγματικά, διαρκώς ή προσωρινά, τα καθήκοντα των αρχικών και κυρίως υπόχρεων, δηλαδή η ευθύνη τους είναι επικουρική. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ., όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου, Κωστούλα Πρίγγουρη και Ευαγγελία Γιακουμάτου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 20 Ιανουαρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ι. Ε. του Β., κατοίκου … ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ……….., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. ……../2022 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό …../2022 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό …../2022.
Αφού άκουσε
Τον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό …./2022 από 20.09.2022 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Ι. Ε. του Β., κατοίκου … οδός … κατά της με αριθμό ……/25.02.2022 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε παρόντος του και μετά από ασκηθείσα υπ’ αυτού έφεση κατά της με αριθμ……/2017 καταδικαστικής απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, έχει ασκηθεί νομότυπα, με την κατάθεση από τον συνήγορο του κατηγορουμένου …………………, που είχε σχετική εντολή, κατά τους όρους του άρθρου 89 παρ,2 ΚΠΔ, του σχετικού δικογράφου της στον Γραμματέα του εκδόσαντος την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης (άρθρα 474 παρ.1 και 2 ΚΠΔ) και εμπρόθεσμα (καταχώριση της προσβαλλόμενης απόφασης στο κατά το άρθρο 473 παρ.1 και 3 εδ.α του ΚΠΔ βιβλίο στις 29.08.2022), δηλαδή από πρόσωπο που είχε το σχετικό έννομο συμφέρον και κατά απόφασης υποκειμένης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο, σύμφωνα με τα άρθρα 462 παρ.1, 464, 466 παρ.1 και 473 παρ.2 και 3, 504 παρ1 και 505 παρ.1 ΚΠΔ και περιέχει ως λόγους αναίρεσης την απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, (άρθρο 510 παρ.1 εδ. Α’, εδ. Δ’ και εδ. Ε’ του ΚΠΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων με αυτή λόγων.
Κατά την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 86/1967, όπως ισχύει, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), οι οποίες υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας, οποιασδήποτε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλει εντός μηνός από τότε που κατέστησαν απαιτητές προς τους ως άνω Οργανισμούς, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών. Κατά δε την παρ. 2 του άνω άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σε αυτόν, που υπερβαίνουν το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, προκειμένου να τις αποδώσει στους πιο πάνω οργανισμούς και δεν καταβάλει ή δεν αποδίδει αυτές προς τους ανωτέρω Οργανισμούς εντός μηνός, από τότε που έγιναν απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των άνω εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μήνα, εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, κατά δε το άρθρο 26 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951, που κυρώθηκε με τον ν. 2113/1952, οι εισφορές πρέπει να καταβληθούν από τον υπόχρεο μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από το χρόνο, ο οποίος έχει κατά τα άνω ορισθεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα εγκλήματα της μη καταβολής των εισφορών αυτών (εργοδοτικών-εργατικών) είναι γνήσια εγκλήματα παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των εισφορών μέσα σε τριάντα ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα που παρασχέθηκε η εργασία. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 5 του Α.Ν. 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, που παρέχουν εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης, κατά τις ως άνω διατάξεις και το άρθρο 8 παρ. 5 του ιδίου Α.Ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα, με τη δε παράγραφο 4 του άρθρου 4 του Ν. 2556/1997, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 2 Ν. 2676/1999, οι διατάξεις του άρθρου 115 του Ν. 2238/1994, όπως ισχύουν κάθε φορά, που αναφέρονται στην ευθύνη των διοικούντων νομικά πρόσωπα για την καταβολή των φόρων που οφείλουν στο Δημόσιο τα πρόσωπα αυτά, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν και για την καταβολή των οφειλομένων στο Ι.Κ.Α ασφαλιστικών εισφορών. Σημειωτέον ότι ήδη, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 4075/2012, προστέθηκε παράγραφος 7 στο άρθρο 1 του Α.Ν. 86/1967, στην οποία ορίζεται ότι “Για εργοδότες μη φυσικά πρόσωπα, που δεν καταβάλουν ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Ι.Κ.Α-ΕΤΑΜ ή των φορέων ή των φορέων ή κλάδων ή λογαριασμών των οργανισμών των οποίων τις εισφορές εισπράττει ή συνεισπράττει το Ι.Κ.Α-ΕΤΑΜ, ως αυτουργοί των αδικημάτων του παρόντος άρθρου θεωρούνται στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες: α) οι πρόεδροι των Δ.Σ., οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών και β) αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω”.
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι: α) για ασφαλιστικές εισφορές που έχουν γεννηθεί μέχρι τις 11.04.2012, οπότε θεσπίσθηκε η ανωτέρω παρ.7 του ΑΝ 86/1967, και οφείλονται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρία, υπόχρεος για την καταβολή τους είναι μόνον ο διευθύνων σύμβουλος αυτής και β) για ασφαλιστικές εισφορές που έχουν γεννηθεί μετά τις 11.0./2012, και οφείλονται από ημεδαπή ανώνυμη εταιρία, αρχικώς και κυρίως υπόχρεοι για την καταβολή τους είναι τα πρόσωπα που ορίζονται στην παρ. 7 του ΑΝ 86/1967, (οι πρόεδροι των διοικητικών συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από τον νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση της Α.Ε.), ενώ τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων (αντιπρόεδροι και σύμβουλοι) ευθύνονται μόνον εάν λείπουν όλα τα αμέσως προαναφερθέντα πρόσωπα και εφόσον αυτά (μέλη Δ.Σ.) ασκούν πραγματικά, διαρκώς ή προσωρινά, τα καθήκοντα των αρχικών και κυρίως υπόχρεων, δηλαδή η ευθύνη τους είναι επικουρική. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ., όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Όσον αφορά στο δόλο, που απαιτείται κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ΠΚ, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν είναι αναγκαία η παράθεση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσης του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή και προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ’ αυτή.
Κατ’ ακολουθίαν τούτων, για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής, για παράβαση του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967, απόφασης, πρέπει να περιέχονται σ’ αυτήν τα κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο ως άνω αξιόποινων πράξεων, που είναι η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, του ασφαλισμένου στους ως άνω Οργανισμούς προσωπικού και τα χρηματικά ποσά, τα οποία, με βάση τις τακτικές αποδοχές του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στον Ασφαλιστικό Οργανισμό ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και δεν κατέβαλε ή παρακράτησε, ως και αναφορά, επί φυσικού προσώπου, φερόμενου ως εργοδότη από την άσκηση επιχείρησης, των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η θέση τούτου στην επιχείρηση αυτή, καθώς και αν πρόκειται για προσωπική ή εταιρική επιχείρηση και ποία η νομική μορφή της τελευταίας και η θέση του κατηγορουμένου σ’ αυτήν, ώστε να ανακύπτει υποχρέωσή του για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών, μη αρκούντος του χαρακτηρισμού του ως εργοδότη ή ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης, καθόσον έτσι δημιουργείται ασάφεια ως προς τη νομική υποχρέωση τούτου (ήτοι του αναφερόμενου απλώς ως εργοδότη) για καταβολή των εισφορών και δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 394.2022, ΑΠ 840/2020, ΑΠ 1786/2019, ΑΠ 1157/2019, ΑΠ 45/2018, ΑΠ 1111/2016).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη με αριθμό ……./2022 απόφασή του, κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ και τον καταδίκασε, με την ελαφρυντική περίσταση, που του είχε αναγνωρισθεί και πρωτοδίκως, του άρθρου 84 παρ.2 εδ.δ του ΠΚ, ότι δηλαδή αυτός έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του, σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών για κάθε κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσα πράξη και σε συνολική ποινή κατά συγχώνευση (5+2) επτά (7) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα κατά το είδος τους μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα επί λέξει: “Ότι ο κατηγορούμενος, στη …., από 01.12.2015 έως 01.02.2016, τυγχάνοντας εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία … και ΑΜΕ … ΥΠΟΚ/ΜΑ ΙΚΑ …………. είδος επιχείρησης ‘χονδρικό εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων’ και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο από 01.10.2015 έως 31.12.2015 στην επιχείρησή του προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλλει στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 81.269,72 ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για την μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό …../ΠΕΕ/ΑΚ/…../……..ΠΕΕ συνολικού ποσού εισφορών 81.269,72 ευρώ. 1) ‘Εχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών των ίδιων (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ) ασφαλιστικών εισφορών ποσού 54.179,81 ευρώ, από πρόθεση δεν κατέβαλε αυτές στον ως άνω Οργανισμό μέσα στον μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές, 2) ‘Εχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρησή του (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού 27.089,91 ευρώ με σκοπό να αποδώσει αυτές στον ως άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλε σ’αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, κατέστη γι’αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση. Πρέπει επομένως, ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των ως άνω πράξεων…” Στη συνέχεια, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, με ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ. 2δ’ Π.Κ, όπως και πρωτοδίκως, δηλαδή ότι αυτός έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεών του, του ότι: “Στη …., από 01.12.2015 έως 01.02.2016, τυγχάνοντας εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία … και ΑΜΕ … ΥΠΟΚ/ΜΑ ΙΚΑ ………………… είδος επιχείρησης χονδρικό εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο από 01.10.2015 έως 31.12.2015 στην επιχείρησή του προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο ‘Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού να καταβάλλει στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 81.269,72 ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για την μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αριθμό …../ΠΕΕ/ΑΚ/…../………ΠΕΕ συνολικού ποσού εισφορών 81.269,72 ευρώ, 1) έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών των ίδιων (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΩΝ) ασφαλιστικών εισφορών ποσού 54.179,81 ευρώ, από πρόθεση δεν κατέβαλε αυτές στον ως άνω Οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές, 2) έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρησή του (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) ποσού 27.089,91 ευρώ με σκοπό να αποδώσει αυτές στον ως άνω Οργανισμό, από πρόθεση δεν τις κατέβαλε σ’αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, κατέστη γι’αυτές τιμωρητέος για υπεξαίρεση”.
Με τις παραδοχές, όμως, αυτές, το ως άνω Δικαστήριο δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι ελλιπής και ασαφής και στερεί την απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, ενόψει του ότι πρόκειται για εργοδότιδα ανώνυμη εταιρία, δεν διευκρινίζεται στην απόφαση η ιδιότητα και η θέση που ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων είχε στην ως άνω εταιρία, ώστε να ανακύπτει η νομική υποχρέωσή του αφενός μεν να εξοφλήσει τις εργοδοτικές εισφορές της ανώνυμης εταιρίας και αφετέρου να παρακρατεί τις εισφορές των εργαζομένων σ’ αυτή και να τις αποδίδει προς το ΙΚΑ. Συγκεκριμένα δεν αναγράφεται ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία άλλωστε παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, αν, κατά το καταστατικό της ανώνυμης εταιρίας ή με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της, ήταν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 01.12.2015 έως 01.02.2016, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, ή διευθύνων ή εντεταλμένος ή συμπράττων σύμβουλος, ή διοικητής, ή γενικός διευθυντής και γενικά πρόσωπο εντεταλμένο στη διοίκηση της ανώνυμης εταιρίας , είτε άμεσα από το νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση, ή τέλος σε περίπτωση έλλειψης των παραπάνω προσώπων, αν ήταν ο αναιρεσείων μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας (αντιπρόεδρος ή σύμβουλος), και ασκούσε πράγματι διαρκώς ή προσωρινά τα καθήκοντα των παραπάνω αναφερομένων κατ’ αρχήν και κυρίως υπόχρεων. Μόνη δε η αναφερόμενη στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ιδιότητα του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος ως εργοδότη της επιχείρησης με την επωνυμία … και ΑΜΕ … ΥΠΟΚ/ΜΑ ΙΚΑ …………, είδος επιχείρησης χονδρικό εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, δεν καθιστά αυτόν, άνευ ετέρου, υπόχρεο για παρακράτηση των εργατικών εισφορών και για απόδοση αυτών μαζί με τις εργοδοτικές εισφορές στο ΙΚΑ. Επομένως, ο σχετικός με την ανωτέρω πλημμέλεια, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ., λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και αφού παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, καθώς είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθμό 2296/25.02.2022 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Φεβρουαρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Φεβρουαρίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ