Απόφαση 408/2022 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Α.Κ. και 6 του Αναγκαστικού Νόμου 765/1943, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 324/1946 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 38 του Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ.) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξαρτήτως από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη.
Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές, για τον εργαζόμενο, εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας του, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ανωτέρω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει, για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη.
Εξάλλου, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και στην εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στην σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της συμβάσεώς του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά όρια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την προεκτεθείσα έννοια.
Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνον από το εάν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά.
Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη εργασία δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο, σ’ αυτήν, εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο.
Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη εργασία.
Τέλος, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως εξαρτημένης εργασίας ή συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή συμβάσεως έργου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίδεται σε αυτήν από τους διαδίκους, αλλά αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την κρίση του για τον χαρακτήρα της συμβάσεως από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται (Ολ. ΑΠ 28/2005, ΑΠ 953/2020 ΑΠ 171/2016, ΑΠ 542/2014, ΑΠ 297/2012).
Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 Α.Κ., 1 και 3 του Ν. 2112/1920, 1, 3 παρ. 1, 5 του Β.Δ. από 16/7/1920 και 5 του Ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία που θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Η καταγγελία αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της, εργαζόμενος, κατά το άρθρο 167 Α.Κ
Σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας ο μισθωτός δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να αξιώσει, κατά το άρθρο 656 Α.Κ., τους μισθούς του είτε, ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ αυτού και είναι επομένως σχετική, να θεωρήσει την καταγγελία έγκυρη και να ζητήσει την προβλεπόμενη από το Ν. 2112/1920 ή από το Β.Δ. από 16-7-1920 αποζημίωση. Η κατά τα άρθρα 1 και 3 του ανωτέρω βδ αποζημίωση απόλυσης σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου που οφείλει να καταβάλει στον απολυόμενο υπάλληλο ο εργοδότης με βάση τον πίνακα αποζημιώσεων υπαλλήλων για χρόνο υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη 16 ετών συμπληρωμένων και άνω ανέρχεται σε αποδοχές 12 μηνών εκτός αν οφείλεται μεγαλύτερη αποζημίωση βάσει σύμβασης ή εθίμου .
Ο υπολογισμός της ως άνω αποζημίωσης γίνεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.(ν.3198/1955 άρθρο 5). Η αγωγή για την καταβολή ή τη συμπλήρωση της αποζημιώσεως, κατ` άρθρο 6 παρ. 2 εδ. πρώτο του ν. 3198/1955, είναι ουσιαστικά απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί στον εργοδότη μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών, από τότε που ο εργαζόμενος παραλήπτης έλαβε γνώση της καταγγελίας, οπότε και είναι απαιτητή η αποζημίωση (Ολ. ΑΠ 16/1994, ΑΠ 316/2020, ΑΠ 1458/2019, ΑΠ 359/2015).
Αριθμός 408/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρετή Παπαδιά, Πελαγία Ακάσογλου, Δήμητρα Ζώη και Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 6η Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν. Τ. του Γ., κατοίκου …, που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου …………… που ανακάλεσε την δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) παράστασή του και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Φ. Γ. του Ι., κατοίκου …, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου …………………, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-12-2011 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν η 1937/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 697/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας, ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16-4-2019 αίτησή του και τους από 4-3-2020 πρόσθετους λόγους της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Αρετή Παπαδιά. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την κρινόμενη από 16-04-2019 με αρ. εκθ. καταθέσεως 350/23-04-2019 αίτηση αναιρέσεως και τους από 04-03-2020 με αρ. εκθ. καταθέσεως 31/2020 προσθέτους λόγους αυτής, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών 697/2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που δέχτηκε τυπικά και απέρριψε στην ουσία την από 12-12-2017 έφεση του ενάγοντος (ήδη αναιρεσείοντος), κατά της 1937/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο είχε απορρίψει την από 1-12-2011 αγωγή του ως μη νόμιμη κατά την κύρια βάση και την επικουρική κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις .Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 552, 553, 556, 558, 564παρ.1, 566 παρ. 1) και είναι συνεπώς παραδεκτή (ΚΠολΔ 577 παρ.1). Παραδεκτοί εξάλλου, είναι και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, οι οποίοι ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα με ιδιαίτερο δικόγραφο, που επιδόθηκε νόμιμα στον αναιρεσίβλητο (βλ. την υπ’ αριθμ. 2520 Β/6-3-2020 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά Γ. Ν. Π.), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 569 παρ. 2 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, οι ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής να συνεκδικαστούν (ΚΠολΔ 246, 573 παρ.1, 569) και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (ΚΠολΔ 577παρ. 3 ).
2. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του Α.Κ. και 6 του Αναγκαστικού Νόμου 765/1943, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 324/1946 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 38 του Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ.) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξαρτήτως από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές, για τον εργαζόμενο, εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας του, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ανωτέρω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει, για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Εξάλλου, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και στην εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στην σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της συμβάσεώς του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά όρια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνον από το εάν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη εργασία δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο, σ’ αυτήν, εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη εργασία. Τέλος, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως εξαρτημένης εργασίας ή συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή συμβάσεως έργου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίδεται σε αυτήν από τους διαδίκους, αλλά αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την κρίση του για τον χαρακτήρα της συμβάσεως από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται (Ολ. ΑΠ 28/2005, ΑΠ 953/2020 ΑΠ 171/2016, ΑΠ 542/2014, ΑΠ 297/2012).
3. Από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 Α.Κ., 1 και 3 του Ν. 2112/1920, 1, 3 παρ. 1, 5 του Β.Δ. από 16/7/1920 και 5 του Ν. 3198/1955 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία που θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Η καταγγελία αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της, εργαζόμενος, κατά το άρθρο 167 Α.Κ Σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας ο μισθωτός δικαιούται είτε να εμμείνει στην ακυρότητα της καταγγελίας και να αξιώσει, κατά το άρθρο 656 Α.Κ., τους μισθούς του είτε, ενόψει του ότι η ακυρότητα της καταγγελίας τάσσεται υπέρ αυτού και είναι επομένως σχετική, να θεωρήσει την καταγγελία έγκυρη και να ζητήσει την προβλεπόμενη από το Ν. 2112/1920 ή από το Β.Δ. από 16-7-1920 αποζημίωση. Η κατά τα άρθρα 1 και 3 του ανωτέρω βδ αποζημίωση απόλυσης σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου που οφείλει να καταβάλει στον απολυόμενο υπάλληλο ο εργοδότης με βάση τον πίνακα αποζημιώσεων υπαλλήλων για χρόνο υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη 16 ετών συμπληρωμένων και άνω ανέρχεται σε αποδοχές 12 μηνών εκτός αν οφείλεται μεγαλύτερη αποζημίωση βάσει σύμβασης ή εθίμου .Ο υπολογισμός της ως άνω αποζημίωσης γίνεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.(ν.3198/1955 άρθρο 5). Η αγωγή για την καταβολή ή τη συμπλήρωση της αποζημιώσεως, κατ` άρθρο 6 παρ. 2 εδ. πρώτο του ν. 3198/1955, είναι ουσιαστικά απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί στον εργοδότη μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών, από τότε που ο εργαζόμενος παραλήπτης έλαβε γνώση της καταγγελίας, οπότε και είναι απαιτητή η αποζημίωση (Ολ. ΑΠ 16/1994, ΑΠ 316/2020, ΑΠ 1458/2019, ΑΠ 359/2015). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α` ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 1/2020, Ολ.ΑΠ 4/2018, Ολ.ΑΠ 6/2017, Ολ.ΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 538/2012).
4. Ο ενάγων με την από 1-12-2011 (με αριθμό εκθ. καταθέσεως 6534/2011) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκθέτει ότι προσλήφθηκε από τον εναγόμενο στις 15-6-1995 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπάλληλος και ειδικότερα με την ειδικότητα του βοηθού λογιστή, υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και οκτάωρο ημερησίως και αντί μηνιαίων αποδοχών οι οποίες από 1-7-2008 και εντεύθεν ανήλθαν στο ποσό των 2.000 ευρώ για να απασχοληθεί στην ατομική του επιχείρηση παροχής εξειδικευμένων υπηρεσιών και συμβουλών για θέματα οικονομικά, φορολογικά, λογιστικά, εργατικά κλπ .Ότι ο εναγόμενος παρείχε την εργασία του στην ατομική επιχείρηση του εναγομένου συνεχώς υπό τις αυτές συνθήκες μέχρι τις 11-7-2011 οπότε ο εναγόμενος τον απέλυσε χωρίς την τήρηση έγγραφου τύπου και χωρίς καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης. Ότι ο ενάγων, κατ’ απαίτηση του εναγομένου υπέγραψε το από 30-6-2008 έγγραφο δήθεν οικειοθελούς αποχώρησής του από την επιχείρηση του τελευταίου, την από 1-7-2009 σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, με τον εναγόμενο, ενεργώντας υπό την ιδιότητά του ως μοναδικού διαχειριστή της εταιρείας “…”, που ίδρυσε στις 11-9-2008 για καθαρά φορολογικούς σκοπούς και την από 4-1-2010 όμοια σύμβαση (παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών) ατομικά με τον εναγόμενο, συμβάσεις στις οποίες εικονικά και κατ’ επίφαση φερόταν ως Σύμβουλος – Συνεργάτης, στην πραγματικότητα, όμως, υπέκρυπταν συνέχιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ατομικά με τον εναγόμενο. Ότι, παρά την υπογραφή των ανωτέρω εγγράφων, κατ’ επίφαση περί οικειοθελούς αποχώρησής του και συμβάσεων παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, που στην πραγματικότητα υπέκρυπταν μια ενιαία (ήτοι από 15-6-1995 και εντεύθεν) σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με τον εναγόμενο ατομικά, ο ίδιος(ενάγων) εξακολούθησε υπό τις ίδιες ως άνω συνθήκες χωρίς εν τοις πράγμασι διακοπή της εργασιακής του σχέσης με τον εναγόμενο να παρέχει την εργασία του στην ατομική επιχείρηση του εναγομένου. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε, κυρίως με βάση τη συναφθείσα σύμβαση εργασίας, άλλως με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού: Α] να αναγνωρισθεί ότι συνδέεται με τον εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από 1-7-2008 έως και τις 11-7-2011 και ότι η σύμβαση αυτή υπήρξε ενιαία συνέχεια της από 15-6-1995 συμβάσεως εργασίας Β] να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 34.486,40 ευρώ, το οποίο αναλύεται στα εξής ειδικότερα ποσά: α) στο ποσό των 1.000 ευρώ, που αντιστοιχεί σε επίδομα αδείας έτους 2011, β) στο ποσό των 4.000 ευρώ που αντιστοιχεί σε αποζημίωση αδείας έτους 2011, καθώς ο εναγόμενος αρνήθηκε υπαίτια τη χορήγησή της, παρόλο που αυτός (ενάγων) υπέβαλε σχετικό αίτημα, γ) στο ποσόν των 606,40 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2011, δ) στο ποσόν των 880 ευρώ, που αντιστοιχεί σε αμοιβή παρασχεθείσας εργασίας τον Ιούλιο του 2011 και τέλος στ) στο ποσόν των 28.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε μη καταβληθείσα αποζημίωση λόγω απόλυσης, ληφθείσας υπόψη της προϋπηρεσίας των 16 ετών στον ίδιο εναγόμενο εργοδότη, νομιμοτόκως κάθε επιμέρους αξίωσης από τότε που κατέστη απαιτητή, άλλως από επιδόσεως της ανωτέρω αγωγής και μέχρι της πλήρους εξοφλήσεως. Επιπλέον, ζητούσε να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην καταβολή του ποσού των 20.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, την οποία υπέστη από την σε βάρος του αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα στην αγωγή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της ως μη νόμιμη, κατά την κύρια και επικουρική βάση αυτής. Ύστερα από άσκηση έφεσης κατ’ αυτής του ενάγοντος εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η έφεση και επικυρώθηκε η εκεί προσβαλλομένη απόφαση. Στην προκείμενη περίπτωση η αγωγή, με το προεκτειθέμενο ιστορικό και αίτημα αναγνώρισης ότι ο ενάγων συνδέεται με τον εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από 1-7-2008 έως και τις 11-7-2011, ότι η σύμβαση αυτή υπήρξε ενιαία (συνέχεια) με την από 15-6-1995 σύμβαση εργασίας και ότι ο ενάγων δικαιούται αποζημίωση απολύσεως με βάση το συνολικό χρόνο υπηρεσίας του στον εναγόμενο των 16 ετών, ασκηθείσα εντός της προθεσμίας των εξ μηνών από την επικαλούμενη καταγγελία στις 11-7-20011, (επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 31-12-2011) είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις προαναφερόμενες ανωτέρω με αρ.2 και 3 της παρούσας ουσιαστικού δικαίου διατάξεις. Τούτο καθόσον διαλαμβάνεται σ’ αυτήν ότι ο ενάγων, καθόλο το χρονικό διάστημα από το έτος 1995 έως την απόλυσή του από τον εναγόμενο στις 11-7-2011, (με καταγγελία χωρίς τήρηση του νόμιμου τύπου και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απολύσεως), παρείχε χωρίς διακοπή, με την ειδικότητα του βοηθού λογιστή, την εργασία του στην ατομική επιχείρηση του εναγομένου, τελώντας υπό τις δεσμευτικές εντολές και οδηγίες του τελευταίου ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας, υπό την εποπτεία και έλεγχο του εργοδότη κατά την άσκηση των καθηκόντων του και αποδοχή του ελέγχου του, έναντι μηνιαίου μισθού και ότι η υπογραφή του από 30-6-2008 εγγράφου περί οικειοθελούς αποχώρησής του από την εργασία του ήταν εικονική. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη υπαγωγή τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 του ν. 3198/1955 που δεν ήταν εφαρμοστέα και παραβίασε με τη μη εφαρμογή τους τις εφαρμοστέες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που αναφέρονται ανωτέρω στον αρ. 2 και 3 της παρούσας απόφασης. Επομένως, οι λόγοι της αιτήσεως πρώτος και δεύτερος από τον αρ.1 του άρθρου 559ΚΠολΔ, όπως οι λόγοι αυτοί συμπληρώνονται παραδεκτά με την παρούσα, είναι βάσιμοι.
5. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωνα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός ιδρύεται, µόνο όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωνα ή απαράδεκτο, που προέρχεται από παραβίαση δικονομικών διατάξεων και όχι διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, η παράβαση των οποίων ελέγχεται αναιρετικά με τον από το άρθρο 559 αρ.1 του άνω Κώδικα προβλεπόμενο λόγο (Ολ.ΑΠ 1/2019, Ολ.ΑΠ 1/1999). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων σε σχέση με τον εδώ ερευνώμενο τρίτο αναιρετικό λόγο, προκύπτουν τα ακόλουθα: Την αγωγική βάση, με την οποία ο ενάγων επιδίωκε την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για την προσβολή της προσωπικότητάς του εξαιτίας της εκεί επικαλούμενης αδικοπρακτικής και καταχρηστικής σε βάρος του συμπεριφοράς του εναγομένου με τις επί μέρους προσχεδιασμένες ενέργειες και συμπεριφορές του προκειμένου να τον εξωθήσει σε αποχώρηση από την εργασία του προς αποφυγή καταβολής αποζημίωσης απόλυσης, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως μη νόμιμη. Ο ενάγων επανέφερε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο το κεφάλαιο αυτό, με τον τρίτο λόγο της έφεσής του, παραπονούμενος μεταξύ άλλων και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914, 932 ΑΚ και ζήτησε την εξαφάνιση της εκεί προσβαλλόμενης και την παραδοχή και κατά το κεφάλαιο αυτό της αγωγής του. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του τον ανωτέρω υπό στοιχ. Γ λόγο της έφεσης δεν τον έκρινε παραδεκτό αλλά τον απέρριψε ως αλυσιτελή. Όμως, υπό τα διαλαμβανόμενα η βάση της αγωγής περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λέγω ηθικής βλάβης είχε μεταβιβασθεί με τον τρίτο λόγο έφεσης παραδεκτώς στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και το τελευταίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο το σχετικό με την αγωγική αυτή βάση λόγο της έφεσης. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων αποδίδει τις από τους αρ.9 και 8 του άρθρου 559ΚΠολΔ αναιρετικές πλημμέλειες, κατ’ ορθή υπαγωγή από τον αρ.14 του άρθρου 559ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της ενόψει της έκτασης της αναιρετικής εμβέλειας των γενόμενων δεκτών λόγων της αιτήσεως, ενώ η έρευνα των λοιπών πρόσθετων λόγων της αιτήσεως αποβαίνει περιττή. Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ. 3) και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 697/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή είναι εφικτή. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο να πληρώσει στον αναιρεσείοντα δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε, Και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 18 Μαΐου 2021.
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10 Μαρτίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ